ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δ.Γ. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 485
Τarita Andrei και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 621, ECLI:CY:AD:2016:B339
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:B197
26 Απριλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
Εφεσείοντας,
ν.
Εφεσίβλητης.
Σ. Αργυρού με Α. Τσαγγαρίδου (κα) και Κ. Παθιού (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο βιασμός, όπως επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, αποτελεί τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού ενός ανθρώπου.
Ο εφεσείων, ως αποτέλεσμα της δικής του παραδοχής σε δύο κατηγορίες βιασμού και μιας κατηγορίας για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, καταδικάστηκε σε οχτώ χρόνια φυλάκισης για το αδίκημα του βιασμού.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής, χαρακτηρίζοντας την ως έκδηλα υπερβολική και αποτέλεσμα σφάλματος αρχής (1ος λόγος έφεσης).
Στη συνέχεια, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, έχοντας αποσύρει τους λόγους 2 και 3, προβάλλεται ότι ως αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής, έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη κατά παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης (5ον) ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε λανθασμένα την υφιστάμενη νομολογία επί του θέματος της ποινής σε περιπτώσεις αδικημάτων βιασμού.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα, ομολογουμένως, έκδηλα σοβαρή, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, υπόθεση, έχουν ως ακολούθως:
«Περί τα μεσάνυκτα της 27ης Σεπτεμβρίου 2016 ο Varinder Singh (Μ.Κ.2 επί του κατηγορητηρίου) μετέβη στα δημόσια αποχωρητήρια που βρίσκονται στην Πλατεία Σολωμού στη Λευκωσία όπου άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει, μέσα από τα αποχωρητήρια ανδρών. Κάλεσε στο μέρος τους φίλους του ενώ ο ίδιος μπήκε ξανά και κτύπησε την πόρτα του αποχωρητηρίου από όπου ακούγονταν οι φωνές. Αμέσως βγήκε έξω ο Κατηγορούμενος ο οποίος εκείνη τη στιγμή δεν φορούσε παντελόνι ενώ η παραπονούμενη, Irina Larina, βρισκόταν πίσω του γυμνή. Ο Κατηγορούμενος τότε άρχισε να φωνάζει και έσπρωχνε την παραπονούμενη πίσω μέσα στο αποχωρητήριο. Ο Singh με τους φίλους του ζήτησαν από ένα περαστικό, τον Ανδρέα Νικοδήμου, να καλέσει Αστυνομία, όπως και έγινε.
Περί τις 00:45 μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν στη σκηνή. Ο Singh υπέδειξε στον Α/Αστ. 3527 Μ. Σιακαλλή (Μ.Κ.6 επί του κατηγορητηρίου) τα αποχωρητήρια ανδρών λέγοντας του «They are in the last room». Αφού ο Μ.Κ.6 φώναξε «Αστυνομία» τότε ο Κατηγορούμενος και η παραπονούμενη βγήκαν έξω από το αποχωρητήριο. Ο Κατηγορούμενος φορούσε μόνο το εσώρουχο του ενώ η παραπονούμενη ήταν γυμνή. Τα μέλη της Αστυνομίας ρώτησαν την παραπονούμενη επανειλημμένα τι είχε συμβεί αλλά αυτή δεν ήταν σε θέση να δώσει απαντήσεις. Ήταν χαμένη, βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, μύριζε αλκοόλ και είχε εμφανή σημάδια στο πρόσωπο και συγκεκριμένα μώλωπα στο αριστερό μάγουλο. Επίσης το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο σε κάποιο σημείο και έφερε μεγάλη ουλή. Στο μέρος υπήρχε μια γυναικεία τσάντα εντός της οποίας βρισκόταν ένα διαβατήριο από το οποίο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για την Irina Larina, από τη Ρωσία, ημ. γέννησης στις 17.11.1978.
Ακολούθως ο Singh και οι φίλοι του της έδωσαν ρούχα να φορέσει και αυτή μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο, που είχε ήδη φθάσει στη σκηνή, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εκεί κρίθηκε σκόπιμη η κράτηση της για παρακολούθηση καθότι η παραπονούμενη δεν ήταν σε θέση να επικοινωνεί κατάλληλα και βρισκόταν εμφανώς υπό την επήρεια αλκοόλης. Μετά την αποχώρηση της παραπονούμενης, η σκηνή αποκλείστηκε και παραλήφθηκε αριθμός τεκμηρίων τα οποία στάληκαν για επιστημονικές εξετάσεις. Παράλληλα ο Α/Αστ. 3082 Κ. Παναγίδης (Μ.Κ.12 επί του κατηγορητηρίου) ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να προσέλθει στα γραφεία του ΤΑΕ Λευκωσίας, όπως και έπραξε. Ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο ότι διερευνάτο υπόθεση βιασμού και κατόπιν επίστησης αυτός απάντησε «Ήταν με τη θέληση της».
Το πώς βίωσε τη συγκεκριμένη ημέρα η παραπονουμένη, επίσης αποτελούν μέρος των γεγονότων που λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και έχουν ως εξής:
«Σε κατάθεση της η παραπονούμενη ανέφερε πως είναι παντρεμένη έχοντας ένα ανήλικο παιδί και ζουν στην Πάφο. Αντιμετώπιζε προβλήματα με το αλκοόλ και περί τον Αύγουστο του 2016 μετά από έντονη ζαλάδα έπεσε στο πάτωμα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αιμορραγία και να περιέλθει σε κώμα. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία της αφαιρέθηκε τμήμα του κρανίου. Έκτοτε αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας και ψυχολογικά, με αποτέλεσμα το παιδί της να ζει τον τελευταίο καιρό στο σπίτι της πεθεράς της. Το μεσημέρι της 27ης Σεπτεμβρίου του 2016 ο σύζυγος της τη μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για να εξεταστεί από γιατρό, ενάντια στη δική της επιθυμία. Ακολούθως αφού τσακώθηκε με το σύζυγο της, κατέβηκε από το αυτοκίνητο τους και έφυγε πεζή, μπήκε σε ένα κατάστημα και αγόρασε μια μπουκάλα ζιβανία για να πιει. Αφού την κατανάλωσε σχεδόν όλη, ήθελε να επιστρέψει στην Πάφο και χωρίς να θυμάται πώς, βρέθηκε στο κέντρο της Λευκωσίας. Έμεινε εκεί για το υπόλοιπο της ημέρας, πίνοντας και περπατώντας άσκοπα. Κάποια στιγμή ήθελε να πάει στο αποχωρητήριο και κατέβηκε στα δημόσια αποχωρητήρια της πλατείας Σολωμού και κάθισε σε περιτοίχισμα. Τότε ο Κατηγορούμενος την πλησίασε και προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Η ίδια θύμωσε και σηκώθηκε για να απομακρυνθεί από κοντά του. Αφού πήγε στο αποχωρητήριο, άφησε την πόρτα λίγο ανοικτή για να βλέπει από το φως του διαδρόμου επειδή στο αποχωρητήριο δεν υπήρχε φωτισμός, και μόλις κατέβασε το παντελόνι της ο Κατηγορούμενος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο αποχωρητήριο. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει ξανά και τότε η παραπονούμενη τον έσπρωξε, οπότε αυτός θύμωσε και την έσπρωξε προς τα πίσω με αποτέλεσμα αυτή να κτυπήσει στο κεφάλι και στην πλάτη. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος την άρπαξε, τη δάγκωσε, την κτύπησε στο τραύμα στο κεφάλι της και στο υπόλοιπο της σώμα και ήρθε σε παράνομη συνουσία μαζί της, κρατώντας παράλληλα το στόμα της με τα χέρια του για να μην φωνάζει. Σε κάποια στιγμή η παραπονούμενη κατάφερε να βγει έξω από το αποχωρητήριο, όταν ο Κατηγορούμενος την τράβηξε ξανά πίσω και ήρθε σε παράνομη πρωκτική συνουσία μαζί της.»
Θα σχολιάσουμε αρχικώς τον τέταρτο λόγο έφεσης, όπου ως τον αντιλαμβανόμαστε, έχει ως επίκεντρο τη ψυχική υγεία του εφεσείοντα. Παραπονείται ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι ο εφεσείων δεν είχε την ευχέρεια «να τύχει δίκαιης δίκης ως προνοεί το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ», «ούτε», προστίθεται,
«. το Δικαστήριο το οποίο δίκασε τον κατηγορούμενο δεν είχε την ευχέρεια και/ή τη δυνατότητα ούτε να χρησιμοποιήσει αλλά ούτε και να απονέμει Δικαιοσύνη ως το πνεύμα του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ αφού η οποιαδήποτε κατάληξη διαδικασίας δίκης του κατηγορούμενου/Εφεσείοντος σε περίπτωση παραδοχής του ή μη δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν τα κατάλληλα ιδρύματα στην Κύπρο όπου να μπορούσε να εκτίσει την οποιαδήποτε ποινή θα του επιβαλλόταν σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις.»
Ποια ήταν τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων;
Όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων εξετάστηκε στις 5 Οκτωβρίου 2016, εννέα ημέρες μετά το επεισόδιο, από τον ψυχίατρο Δρα Λάμπρο Σαμαρτζή, ο οποίος αποφάνθηκε ότι, «αυτός πάσχει από διαταραχή προσωπικότητας και χρήζει ψυχιατρικής θεραπείας και δύναται να παρακολουθήσει τη δικαστική διαδικασία».
Πέραν από την περιγραφή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος και αυτών της διαβίωσης του, το Κακουργιοδικείο σημειώνει όσα εκτίθενται στην έκθεση του Δρα Σαμαρτζή, ήτοι:
«. ο Κατηγορούμενος είναι ενήλικας με φυσιολογική εξωτερική εμφάνιση και αυτοφροντίδα. Παρουσιάζει δυσαρθρία και η ομιλία του είναι μερικώς ακατάληπτη, λόγω του ότι δεν έχει καθόλου δόντια. Κατά την εξέταση διαπιστώθηκε πως είναι πλήρως προσανατολισμένος σε χώρο, χρόνο, πρόσωπα και εαυτό, δεν παρουσιάζει ψυχωσικά στοιχεία, είναι εύθυμος και ήπια λογορροϊκός. Δεν παρουσιάζει επιθετικότητα ούτε και άλλες διαταραχές συμπεριφοράς. Όσον αφορά τον βιασμό εκδηλώνει αδιαφορία, ευθυμία και απροσφορότητα, προφανώς στα πλαίσια ψυχοπαθητικής δομής προσωπικότητας. Παλαιότερα παρακολουθείτο από ψυχίατρο και λάμβανε ενέσιμη αγωγή την οποία διέκοψε μόνος ενώ τώρα λαμβάνει μόνο ηρεμιστικά χάπια τα οποία ο ίδιος θεωρεί ικανοποιητικά. Ο Κατηγορούμενος πάσχει από διαταραχή προσωπικότητας και χρήζει φαρμακευτικής αγωγής.»
Αυτή η διαταραχή της προσωπικότητας, καταγράφεται και λαμβάνεται υπόψη από το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε νομολογία. Ουδόλως, όμως, τέθηκε πρωτοδίκως, ή αιτιολογεί η περιγραφείσα ψυχική κατάσταση του εφεσείοντα, το εκδηλωθέν παράπονο του ευπαίδευτου συνηγόρου του. Σε κανένα σημείο δεν προβλήθηκε, ιατρικώς, ή άλλως πως, αναγκαιότητα εγκλεισμού του σε ίδρυμα ή νοσοκομείο. Παράλληλα δεν προωθήθηκε οποιοδήποτε επιχείρημα ότι ο εφεσείων δεν θα τύχει της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής που, όπως ιατρικώς επισημαίνεται, εστιάζεται σε φαρμακευτική αγωγή, στο σωφρονιστικό ίδρυμα όπου είχε εγκλειστεί.
Με βάση τα πιο πάνω, ο παρών λόγος έφεσης απορρίπτεται. Θεωρούμε, όμως, αναγκαίο να τονίσουμε ότι οι συνήγοροι θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως φειδωλοί όταν προβάλλουν τέτοιου είδους επιχειρήματα, που περισσότερο εδράζονται στο θεωρητικό ή ακαδημαϊκό επίπεδο.
Τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης (1ον και 5ον) θα τους εξετάσουμε από κοινού, καθότι έχουν κοινό παρονομαστή. Το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε σωστά τις κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζονται από τη νομολογία, στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.
Πρέπει από την αρχή να σημειώσουμε ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα. Με ένα εκτενέστατο και εξαντλητικό, θα προσθέταμε, τρόπο το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με περισσή λεπτομέρεια τις αποφάσεις που έλαβε υπόψη του και τα περιστατικά κάθε υπόθεσης που τις περιβάλλουν. Πέραν της πιο πάνω παράθεσης το Κακουργιοδικείο διαφοροποιήθηκε, όπου αισθανόταν ότι τούτο ήταν αναγκαίο για σκοπούς καθοδήγησης. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε σφάλμα σ' αυτή την ενασχόληση του Κακουργιοδικείου και ο πέμπτος λόγος απορρίπτεται.
Η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος και αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.
Με το διάγραμμα του ο συνήγορος εστίασε την προσοχή του στην, όπως ανέφερε, παραγνώριση εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, των μετριαστικών παραγόντων, «την άμεση παραδοχή του, την συνεργασία του με τις αρχές, τα ψυχολογικά του προβλήματα, την έμπρακτη μεταμέλεια του, το χαμηλό πνευματικό του επίπεδο και τις ευρύτερες οικογενειακές του περιστάσεις, δεν συνυπολόγισε αυτούς στο ύψος της ποινής που του επέβαλε, καθιστώντας την ποινή του έκδηλα υπερβολική».
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο, ορθώς, δεν εξέτασε απομονωμένα τις εισηγήσεις της Υπεράσπισης, αλλά συνολικά όλα τα περιστατικά, της υπόθεσης, όπως επιβάλλει η νομολογία και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ορθώς.
Τα αναφερόμενα στην υπόθεση Tarita κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 106/2014 κ.ά. ημερ. 8 Ιουλίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:B339 και Ιvarsson ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 159/2015, ημερ. 29 Νοεμβρίου 2016, δίδουν το στίγμα της προσέγγισης του δικαστηρίου. Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε το ύψος της προβλεπόμενης, για το αδίκημα του βιασμού, ποινής, του άρθρου 146 του Ποινικού Κώδικα, που είναι φυλάκιση δια βίου. Παράλληλα, αποτελεί δικαστική γνώση η αυξανόμενη συχνότητα εκδήλωσης αδικημάτων βιασμού που παρουσιάζονται ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επιβάλλουν την αυστηρότερη αντίκριση των παραβατών.
Θεώρησε το Κακουργιοδικείο άκρως σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα την ασκηθείσα βία σε βάρος της παραπονουμένης, με την παράθεση των τραυμάτων, που περιλάμβαναν εκχυμώσεις σχεδόν σ' όλο το σώμα της τελευταίας, που στόχο είχε, η ασκηθείσα βία, να καμφθεί η αντίσταση της στη συνουσία. Αυτή εκδηλώθηκε από την πρώτη στιγμή που ο εφεσείων μπήκε στο αποχωρητήριο στο οποίο βρισκόταν. Επίσης λήφθηκε υπόψη το «κυκλότερο αιμάτωμα σε βάθος 4 εκ. από την οδοντωτή γραμμή στον πρωκτό», που επήλθε ως αποτέλεσμα του πρωκτικού βιασμού που υπέστη η παραπονουμένη (2η κατηγορία).
Ο εφεσείων, για να κάμψει την αντίσταση της παραπονουμένης, εξάσκησε, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, υπέρμετρη και απερίσκεπτη βία, κτυπώντας την σ' όλο σχεδόν το σώμα, σπρώχνοντας το κεφάλι και την πλάτη της στον τοίχο, δαγκώνοντας και κτυπώντας την στο κεφάλι.
Σημειώθηκε επίσης από το Κακουργιοδικείο, ως επιβαρυντικό στοιχείο, ο επαναλαμβανόμενος βιασμός, ήτοι ο πρωκτικός που επήλθε, με αίσθηση πόνου, όπως επιμαρτυρούν τα ιατροδικαστικά ευρήματα, στην περιοχή του πρωκτού.
Τέλος, το Κακουργιοδικείο ορθά, έκρινε ως εξευτελιστική τη συμπεριφορά του εφεσείοντος προς το θύμα, αναγκάζοντας την να βγει από το αποχωρητήριο, μετά τους βιασμούς, και να κυκλοφορεί γυμνή παρουσία τρίτων παρισταμένων. Έλαβε επίσης υπόψη του το Κακουργιοδικείο τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα και το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν άνεργος και λήπτης κρατικού βοηθήματος. Επίσης σημειώθηκε το τι προηγήθηκε του βιασμού της παραπονουμένης το επίδικο βράδυ, η κατανάλωση ποτού από αμφοτέρους, η φιλική προδιάθεση που υπέδειξε η παραπονουμένη προς το άτομο του εφεσείοντα. Αυτό, βέβαια, όπως το Κακουργιοδικείο σημείωσε, ορθώς, κατά την άποψη μας, δεν προσέδιδε δυνατότητα στον εφεσείοντα να θεωρήσει ότι υπήρχε συγκατάθεση για μεταξύ τους σεξουαλική επαφή. Ακόμη και αν ήταν μισάνοιχτη η πόρτα του αποχωρητηρίου, που κακώς είχε εκληφθεί από τον εφεσείοντα ως «πρόσκληση», έπρεπε στη συνέχεια να τον αποθαρρύνει η σθεναρή αντίσταση της παραπονουμένης που εκδηλώθηκε αμέσως, συνοδευόμενη από φωνές.
Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τη δράση του εφεσείοντα ως στερούμενη προσχεδιασμού. Η παραδοχή του εφεσείοντα στο δικαστήριο, έστω και μετά την προσαγωγή μαρτυρίας, σημειώνεται με ευαρέσκεια από το Κακουργιοδικείο γιατί, πρωτίστως, δεν υποχρέωσε το θύμα να ξαναβιώσει τα διαδραματισθέντα τη νύχτα του βιασμού της. Το Κακουργιοδικείο έκαμε ευρεία αναφορά στο άτομο του εφεσείοντα και τη διαταραχή της προσωπικότητας που πάσχει, σε συνδυασμό με την απομόνωση που βιώνει από το κοινωνικό σύνολο. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Δ.Γ. ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 485 ως προς τη σημασία που προσδίδεται στα ψυχολογικά προβλήματα ενός εφεσείοντα. Σημειώθηκε η «επανέναρξη» της φαρμακευτικής αγωγής από τον εφεσείοντα, όντας υπό περιορισμό. Λήφθηκε επίσης υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και ο βαθμός επιείκειας που τούτο επιβάλλει.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε επαρκώς υπόψη του όλους τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες, όπως επίσης τα ιδιαίτερα περιστατικά αυτής της σοβαρής και θλιβερής υπόθεσης, που ενείχε έντονα το στοιχείο του εξευτελισμού που ακολούθησε τον πρώτο βιασμό και η συντρέχουσα ποινή των οχτώ ετών για το αδίκημα του βιασμού, που επέβαλε στις κατηγορίες 1 και 2, ουδόλως κατατάσσεται ως έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΔΓ