ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Μ. Ιωάννου, για την Εφεσείουσα και στις δύο εφέσεις. Ε. Παπαλοϊζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΟΥ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 130/2016 και 216/2016, 18/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B170

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 130/2016 και 216/2016)

 

18 Απριλίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 130/2016)

 

ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 216/2016)

 

APL ALEXANDER PROMOTIONS LIMITED,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Μ. Ιωάννου, για την Εφεσείουσα και στις δύο εφέσεις.

Ε. Παπαλοϊζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Πρωτοδίκως, οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν από κοινού δύο κατηγορίες, την δεύτερη και τέταρτη επί του κατηγορητηρίου, τις οποίες και παραθέτουμε αυτούσιες:

 

«Δεύτερη Κατηγορία

 

Παράλειψη παρουσίασης οποιουδήποτε αρχείου, πιστοποιητικού, βιβλίου ή άλλου εγγράφου ή στοιχείου που απαιτείται να παρουσιάσουν κατά παράβαση των αρ. 2, 12(3), 20(1), 20(4)(γ) και 20(5) των Νόμων που Προνοούν για την  Προστασία των Μισθών του 2007 (Ν.35(Ι)/2007) και 2012 (Ν.200(Ι)/2012) και του αρ. 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

 Λεπτομέρειες Αδικήματος

 

Οι κατηγορούμενοι από τις 21/02/2013 μέχρι τις 04/03/2013 δεν παρουσίασαν στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασιακών Σχέσεων Λεμεσού αρχείο μισθοδοσίας που τους ζητήθηκε κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.

 

Τέταρτη Κατηγορία

 

Παράλειψη παρουσίασης οποιουδήποτε αρχείου, πιστοποιητικού, βιβλίου ή άλλου εγγράφου ή στοιχείου που απαιτείται να παρουσιάσουν κατά παράβαση των άρθρων 2, 10(ΣΤ) των περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμων του 2000 (N.100(I)/2000) και 2007 (Ν.12(Ι)/2007) και του αρ. 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Λεπτομέρειες Αδικήματος

 

Οι κατηγορούμενοι κατά τον ίδιο χρόνο όπως αναφέρεται στην δεύτερη κατηγορία δεν παρουσίασαν στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασιακών Σχέσεων Λεμεσού αντίγραφα γραπτής ενημέρωσης των υπαλλήλων τους όπως τους είχε ζητηθεί να πράξουν από αρμόδιο Λειτουργό κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας.»

 

 

 

 

Μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχους και τους δύο Εφεσείοντες στην πιο πάνω δεύτερη κατηγορία που αντιμετώπιζαν. Σε ό,τι αφορά την τέταρτη κατηγορία, η μεν Εφεσείουσα εταιρεία κρίθηκε ένοχη, η δε Εφεσείουσα Ευγενία Παρασκευαϊδου, διευθύντρια της εταιρείας, αθωώθηκε, για λόγους που επεξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και οι οποίοι δεν αφορούν την ενώπιόν μας διαδικασία. Τους επιβλήθηκε χρηματική ποινή, η οποία, επίσης, δεν συνιστά αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης. Ο,τι προσβάλλεται είναι η απόφαση επί της καταδίκης.

 

Προτού παραθέσουμε με την απαραίτητη λεπτομέρεια τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης, κρίνεται σκόπιμη λεπτομερέστερη αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και στο συνακόλουθο σκεπτικό που καλύπτει την πρωτόδικη κρίση, ούτως ώστε να καταστεί ευκολότερη η παρακολούθηση της απόφασής μας:

 

Στις 21.2.2013, η ΜΚ1, Επιθεωρήτρια του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, επισκέφθηκε, στα πλαίσια ελέγχου ρουτίνας, το υποστατικό της Εφεσείουσας Εταιρείας. Σκοπός της επίσκεψής της ήταν η διενέργεια ελέγχου, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο τηρούνται οι πρόνοιες της σχετικής εργασιακής νομοθεσίας. Συναντήθηκε με την Εφεσείουσα Παρασκευαΐδου, όπως ήδη λέχθηκε Διευθύντρια της Εφεσείουσας εταιρείας, της επεξήγησε προφορικά τους λόγους επίσκεψής της και της παρέδωσε σχετική γραπτή επιστολή - κλήση (τεκμήριο 1), στην οποία αναγραφόταν ότι ήταν απαραίτητη η προσκόμιση για έλεγχο των αρχείων μισθοδοσίας και των αποδείξεων πληρωμής των εργοδοτουμένων, καθώς και των αντιγράφων εντύπων ενημέρωσης των εργοδοτουμένων για τους βασικούς όρους απασχόλησης. Επί της κλήσεως αναγραφόταν επίσης και η προθεσμία εντός της οποίας τα εν λόγω έγγραφα θα έπρεπε να προσκομισθούν, ήτοι μέχρι τις 4.3.2013. Της επεξήγησε περαιτέρω τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης. Αφού η Διευθύντρια - Εφεσείουσα υπέγραψε για την παραλαβή της κλήσης, η ΜΚ1 - Επιθεωρήτρια αποχώρησε από τα υποστατικά της Εφεσείουσας εταιρείας. Παρά την πάροδο της υπό αναφορά προθεσμίας δεν υπήρξε συμμόρφωση και η ΜΚ1 επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Παρασκευαΐδου προς υπενθύμιση. Τελικά, τίποτε δεν έγινε προς την κατεύθυνση νομότυπης συμμόρφωσης και ως αποτέλεσμα κατηγορήθηκαν σχετικά οι Εφεσείοντες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής - Εφεσίβλητου και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς και θέσεις που προέβαλε η πλευρά της υπεράσπισης, έκρινε ότι οι Εφεσείοντες - κατηγορούμενοι είχαν ενημερωθεί δεόντως με την κλήση που η ΜΚ1 παρέδωσε στις 21.2.2013, ότι είχαν εκ του νόμου υποχρέωση μέχρι τις 4.3.2013 να προσκομίσουν τα επίδικα έγγραφα και πως η παράλειψή τους να παρουσιάσουν αρχείο μισθοδοσίας και αντίγραφα γραπτής ενημέρωσης των υπαλλήλων σε σχέση με τους βασικούς όρους απασχόλησης, στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών.

 

Προσεκτική ανασκόπηση της αιτιολογίας των ενώπιόν μας λόγων έφεσης επιβεβαιώνει ότι οι Εφεσείοντες, ουσιαστικά, αμφισβητούν, αφενός, την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και προβάλλουν, αφετέρου, ότι εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι απεδείχθη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ενοχή των Εφεσειόντων.

 

Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης που περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 και στις δύο εφέσεις), υπενθυμίζουμε ότι η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

 «Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, εξετάσαμε τα όσα σχετικά τέθηκαν ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων. Δεν διαπιστώνουμε να υπάρχουν περιθώρια επέμβασής μας προς ανατροπή της πρωτόδικης αξιολόγησης. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αξιολόγησε με υποδειγματικό τρόπο την ενώπιόν του μαρτυρία και αιτιολόγησε πειστικά τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στην αποδοχή της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής και στην απόρριψη, αντιστοίχως, της μαρτυρίας της Εφεσείουσας Παρασκευαΐδου, η οποία προσφέρθηκε για σκοπούς υπεράσπισης. Μέσα στα πλαίσια αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με λεπτομέρεια και επάρκεια, επεξήγησε για ποιο λόγο απέρριψε τη βασική εκδοχή της πλευράς της υπεράσπισης, σύμφωνα με την οποία η Εφεσείουσα Παρασκευαΐδου δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς ζητείτο με το τεκμήριο 1, αφού δεν μιλούσε άπταιστα ελληνικά, δεδομένου ότι η μητρική της γλώσσα είναι η ρωσική. Παραθέτουμε, επικροτώντας, την πρωτόδικη σκέψη:

 

«Βασική θέση της ΜΥ1 ήταν ότι επειδή δεν αντιλαμβάνεται καλά την ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που ζητείτο από την ΜΚ1 και το Τεκμήριο 1, γι' αυτό και δεν υπήρξε συμμόρφωση.  

 

Κατ' αρχή σημειώνω ότι το θέμα της μειωμένης αντίληψης της ελληνικής γλώσσας από την κατηγορούμενη 2, τέθηκε για πρώτη φορά από το συνήγορο της στις 22/4/16, ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, εξ' ού και κρίθηκε ορθό όπως γίνει χρήση διερμηνέα. Σε καμία όμως προηγούμενη εμφάνιση της στο Δικαστήριο, ούτε καν όταν κλήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες εξέφρασε τέτοια αδυναμία ή ζήτησε διερμηνέα όπως έπραξε στην ακρόαση.

 

Κατά δεύτερο, κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της, έδειξε να αντιλαμβάνεται πλήρως την ελληνική γλώσσα, αφού αρκετές φορές απαντούσε πριν καν ολοκληρωθεί η μετάφραση της ερώτησης που της γινόταν, σε κάποια ερώτηση μάλιστα απάντησε στα ελληνικά, ενώ σε άλλη περίπτωση μιλώντας στα ελληνικά διόρθωσε τον διερμηνέα όταν αυτός μετέφραζε απάντηση της από τα ρώσικα στα ελληνικά. Το τελευταίο υποδείχθηκε και από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής κατά την τελική του αγόρευση. 

 

Δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί επίσης το γεγονός ότι ενώπιον του Δικαστηρίου, ανάγνωσε μεγαλοφώνως και στα ελληνικά, έστω και με κάποια δυσκολία, μέρος του Τεκμηρίου 1 δηλώνοντας μάλιστα ότι διαβάζοντας το, αντιλήφθηκε τη σημασία του.

 

Τέλος δεν θα μπορούσαν να παραγνωρισθούν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της ως προς το πως η κατ' ισχυρισμό μειωμένη αντίληψη της, της ελληνικής γλώσσας, εμπόδισε τους κατηγορούμενους να συμμορφωθούν. Ενώ από τη μια ισχυρίστηκε ότι επίσημα κυβερνητικά έγγραφα γι' αυτήν είναι μεταξύ άλλων έγγραφα που αφορούν Κοινωνικές Ασφαλίσεις, περιέργως, το Τ.1 δεν το έκρινε ως επίσημο έγγραφο για να του προσδώσει την ίδια σημασία παρά το ότι το αντιλήφθηκε, ως η ίδια ανέφερε, να είναι έγγραφο που αφορούσε θέματα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Και αυτό ενώ ισχυρίστηκε ότι τα έγγραφα που αντιλαμβάνετο να αφορούσαν θέματα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα έστελλε στο λογιστή της εταιρείας για να της τα εξηγήσει, κάτι όμως που για άγνωστο λόγο δεν έπραξε και σε σχέση με το Τ.1.

 

Αν όντως τα πράγματα είχαν ως ισχυρίστηκε η ΜΥ1, τότε αυτό που σίγουρα ένας θα ανέμενε από την τελευταία να πράξει κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δηλαδή να συναντά αναπάντεχα μια μέρα στην εργασία της μία κρατικό λειτουργό, που ενώ δεν δίνει ουσιαστικά οποιαδήποτε εξήγηση για το ποια είναι ή τι θέλει και μιλώντας σε μια δυσνόητη γι' αυτή γλώσσα, παρουσιάζει ένα έντυπο που φέρει στην όψη του το έμβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ζητά την υπογραφή της, με την όλη συνάντηση να διαρκεί μόλις μισό λεπτό, είναι να μην ενεργήσει με τον τρόπο που αυτή ενήργησε, ήτοι να θεωρήσει το όλο θέμα ως καθαρά τυπικό και αφού υπογράψει το έγγραφο να το αγνοήσει πλήρως. Το λογικό θα ήταν είτε να αρνηθεί να υπογράψει προτού λάβει ξεκάθαρες εξηγήσεις ή τουλάχιστο να αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου τρίτου όπως άλλωστε η ίδια η ΜΥ1 ισχυρίστηκε ότι έπραττε με άλλα έγγραφα.»

 

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι δεν είχε αποδειχθεί η ενοχή των Εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αφού, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, δεν απεδείχθη η ιδιότητα του «εργοδότη» και, συνεπώς, δεν καθορίστηκε το πρόσωπο το οποίο ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον προς συμμόρφωση με τα όσα οι σχετικές, επίδικες, διατάξεις των νόμων επιβάλλουν.

 

Οι υπό αναφορά λόγοι έφεσης και τα όσα σχετικά ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων προέβαλε προς στήριξη των θέσεών του, παραβλέπουν το ουσιαστικότερο δεδομένο: τις ακριβείς πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων επί των οποίων εδράζονται οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες.

 

Η δεύτερη κατηγορία αφορά και το αδίκημα που οριοθετείται από τις πρόνοιες του άρθρου 20 εδάφιο (4) του Ν. 35(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε, η υποπαράγραφος (γ) του οποίου είναι απόλυτα σχετική με την παρούσα υπόθεση:

 

«20 (4) -  Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), οποιοσδήποτε -

 

(α) ....................................

 

(β) ....................................

 

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο,

 

(δ) είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10000) ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

 

 

 

Το αρ. 20(5), στο οποίο γίνεται αναφορά στο αρ. 20(4), έχει ως εξής:

 

«(5) Όταν διαπράττεται αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (4) από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, κάθε πρόσωπο το οποίο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με την ιδιότητα αυτή, θεωρείται ένοχο του ίδιου αδικήματος, εκτός εάν αποδείξει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε χωρίς τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια του ιδίου και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό, στο εν λόγω εδάφιο.»

 

 

 

Η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια εναποθέτει την ευθύνη παρουσίασης του αρχείου μισθοδοσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο ήθελε κληθεί, από τον αρμόδιο Επιθεωρητή, εν τη ασκήσει των εξουσιών του, να το πράξει. Όπως ορθά εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ιδιότητα του «εργοδότη» δεν συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος που καλύπτει το πιο πάνω εδάφιο (4), αλλά αφορά στο γενικότερο αδίκημα του άρθρου 20 εδάφιο (1), το οποίο κατατάσσεται ως ξεχωριστό αδίκημα και για το οποίο προβλέπονται διαφορετικές ποινές.

 

Στη βάση λοιπόν του άρθρου 20(4)(γ) και 20(5) και με δεδομένα τα ευρήματα στα οποία είχε καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η τελική κρίση του περί ενοχής και των δύο Εφεσειόντων στη δεύτερη κατηγορία παραμένει αλώβητη.

 

Κατά ταυτόσημο τρόπο, τα διαλαμβανόμενα από το άρθρο 10ΣΤ του Ν. 100(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε από τον Ν.12(Ι)/2007, το οποίο καλύπτει το αδίκημα της τέταρτης κατηγορίας, δεν απαιτούν προσδιορισμό της ιδιότητας του παρανομούντα, ήτοι ιδιότητα «εργοδότη». Είναι δυνατή η διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο ήθελε κληθεί από τον Επιθεωρητή και παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που το πιο πάνω άρθρο προβλέπει, μεταξύ των οποίων και των επίδικων εντύπων σε σχέση με τους βασικούς όρους απασχόλησης.

 

Παρεμβάλλουμε ότι οι επίμαχες διατάξεις συνιστούν μέρος εργασιακής νομοθεσίας και στοχεύουν στην πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου. Οι ευρύτατες εξουσίες που παρέχονται από τις πρόνοιες των υπό αναφορά νομοθετημάτων στους Επιθεωρητές προς έλεγχο και επιθεώρηση, σκοπό έχουν τη διαφύλαξη και προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ακριβώς λόγω των ιδιαιτέρως ευαίσθητων κοινωνικών προεκτάσεων που ενέχει η σύμβαση εργοδότησης. Γι΄ αυτό το λόγο η ευθύνη παρουσίασης των προβλεπομένων αρχείων και άλλων στοιχείων και, κατά προέκταση, οι κυρώσεις, δεν περιορίζονται στο πρόσωπο του όποιου εργοδότη, αλλά εκτείνονται και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, προκειμένου να διασφαλισθεί κατά αποτελεσματικό τρόπο η τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας.

 

Καταληκτικά, η πρωτόδικη κρίση ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα, αντικρυζόμενα υπό το φως των συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, αναπόδραστα πλέον θεμελίωναν την ενοχή των Εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Συνακόλουθα, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.


 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                               Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                               Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο