ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 85/2015)
7 Μαρτίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
Μεταξύ:
ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΛΗ ΕΙΔΗ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΛΤΔ
Εφεσειόντων,
-v-
ΠΕΤΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσίβλητου
_________________________
Λάκης Χριστοδούλου για Αγαθοκλέους-Νεοφύτου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες
Μαρία Μιχαηλίδου-Παπαδοπούλου (κα), για τον Εφεσίβλητο
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 30.1.2015, αθώωσε και απάλλαξε τον Κατηγορούμενο - Εφεσίβλητο από την κατηγορία που αντιμετώπιζε, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υποθέσεως.
Η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος-Εφεσίβλητος ήταν για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το άρθρο εκείνο προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι, πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί με οποιανδήποτε πράξη του τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €10.000 ή και στις δύο ποινές.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους έφεσης.
1. Επειδή εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι δεν αποδείχθηκε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η έκδοση της επιταγής από τον Κατηγορούμενο.
2. Επειδή εσφαλμένα αποφασίστηκε πως με τη μαρτυρία του ΜΚ2 δεν είχε αποδειχθεί η έκδοση της επιταγής από τον Κατηγορούμενο.
3. Καθότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αποφάσεις Βούρας v. Α.Λ.Μ. Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.α. (2003) 2 Α.Α.Δ. 135 και Χατζιωάννου v. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62 και
4. Καθότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέγραψε στα πρακτικά και δεν έλαβε υπόψιν του, αυτόβουλη δήλωση του Κατηγορούμενου με την οποία παραδεχόταν την έκδοση της επιταγής από τον ίδιο.
Εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από τους δύο μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ μέρους των Κατηγόρων-Εφεσειόντων. Η ΜΚ1 κυρία Ελένη Κωνσταντίνου, υπάλληλος στην εταιρεία των Εφεσειόντων, η οποία κατέθεσε και τη σχετική επιταγή ως τεκμήριο 1, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο εκδότης της επιταγής ήταν ο κύριος Πέτρος, προφανώς εννοώντας τον Κατηγορούμενο-Εφεσίβλητο και ότι η επιταγή ήταν υπογραμμένη. Σε ερώτηση, κατά την αντεξέταση, ποιός υπέγραψε την επιταγή, απάντησε «φαντάζομαι ο κύριος Πέτρος». Στη συνέχεια, η μάρτυρας αντεξετάστηκε αναφορικά με επικοινωνία της με τον Κατηγορούμενο - Εφεσίβλητο αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η επιταγή είχε γίνει «stop payment». Πουθενά, κατά την αντεξέταση της δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα αμφισβήτησης της ταυτότητας του προσώπου που υπέγραψε την επίδικη επιταγή.
ΜΚ2 ήταν ο κύριος Χριστάκης Φραντζής, υπάλληλος στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού από λογαριασμό του οποίου εκδόθηκε η επίδικη επιταγή. Στη μαρτυρία του, ο μάρτυρας είπε ότι ο εκδότης της επιταγής ήταν ο Κατηγορούμενος-Εφεσίβλητος και σε ερώτηση κατά πόσον αναγνωρίζει την υπογραφή που φέρει η επιταγή, απάντησε «ναι, μάλιστα, είναι η δική του». Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, δεν τέθηκε οποιοδήποτε θέμα αμφισβήτησης της υπογραφής επί της επιταγής, αλλά ο μάρτυρας αντεξετάστηκε μόνο αναφορικά με τους λόγους ανάκλησής της.
Στο τέλος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ερώτησε την ευπαίδευτη συνήγορο του Κατηγορούμενου - Εφεσίβλητου κατά πόσον θα υπέβαλλε εισήγηση για μή απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και τότε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου ήγειρε ζήτημα μή απόδειξης του στοιχείου της υπογραφής της επιταγής από τον Κατηγορούμενο-Εφεσίβλητο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγόρων-Εφεσειόντων, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε δήλωση του Κατηγορούμενου με την οποία παραδεχόταν ότι υπέγραψε την επίδικη επιταγή την οποία ο ίδιος, στη συνέχεια, ανακάλεσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και στο τί συνιστά απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης σύμφωνα με τη Νομολογία, παρέθεσε το άρθρο 305Α(2) του Κεφ. 154, και σημείωσε ότι η έκδοση επιταγής από τον Κατηγορούμενο, είναι το πρώτο απαραίτητο συστατικό στοιχείο που θα πρέπει να αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, σε περιπτώσεις κατηγοριών δυνάμει του άρθρου 305Α(2). Το δεύτερο συστατικό στοιχείο είναι η πρόκληση μη εξόφλησης της επιταγής από τον εκδότη της με οποιανδήποτε πράξη του, πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή καθίσταται πληρωτέα και το τρίτο συστατικό στοιχείο είναι η μή ύπαρξη εύλογης αιτίας για την πρόκληση μη εξόφλησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία, στο βαθμό που η Νομολογία υπαγορεύει, με την οποία να αποδεικνύεται ότι η υπογραφή στην επίδικη επιταγή, τεκμήριο 1, ανήκει στον Κατηγορούμενο και, κατ' επέκταση, ότι εκδότης της επιταγής είναι ο Κατηγορούμενος. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 και, σε σχέση με τη ΜΚ1 παρατήρησε ότι η απάντηση της σε ερώτηση για το ποιός υπέγραψε την επιταγή ήταν «φαντάζομαι ο κύριος Πέτρος» ενώ, αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΚ2 το Δικαστήριο σημείωσε την απάντηση του σε ερώτηση αν αναγνωρίζει την υπογραφή που φέρει η επιταγή, η οποία ήταν «ναι, μάλιστα, είναι η δική του».
Κατά την κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, η προαναφερόμενη «γενική και αόριστη» δήλωση του ΜΚ2, σε καμιά περίπτωση δεν ικανοποιεί το Δικαστήριο αναφορικά με το θέμα της «πατρότητας» της υπογραφής πάνω στην επίδικη επιταγή. Από τη στιγμή που το θέμα υπογραφής της επιταγής δεν ήταν παραδεκτό από την Υπεράσπιση, η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, «έξω από κάθε λογική αμφιβολία», όπως είπε, την πατρότητα της υπογραφής με έναν από τους νομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης. Αναφέρθηκε συναφώς στις αποφάσεις Βούρα και Χατζηιωάννου (ανωτέρω).
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και, σύμφωνα με Νομολογία στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, εκ πρώτης όψεως υπόθεση δεν αποδεικνύεται όταν:
1. Εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής δεν στοιχειοθετείται λόγω μή απόδειξης ενός από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή
2. Η μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ' αυτή για να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο (Δέστε Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Αζίνας v. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9 και την Αγγλική Πρακτική του 1962, η οποία υιοθετήθηκε και από την κυπριακή Νομολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι εξ αντικειμένου δεν στοιχειοθετήθηκε η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, λόγω «μη απόδειξης» ενός απαραίτητου συστατικού στοιχείου του αδικήματος και, συγκεκριμένα, της έκδοσης της επιταγής από τον Κατηγορούμενο. Όμως, όπως ήδη παρατηρήσαμε, η ΜΚ1 ανέφερε στη μαρτυρία της ότι ο εκδότης της επιταγής ήταν ο κύριος Πέτρος, ενώ ο ΜΚ2, υπάλληλος στο Συνεργατικό Ίδρυμα από λογαριασμό του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, ανέφερε ρητώς ότι ο εκδότης της επιταγής ήταν ο Κατηγορούμενος και αναγνώρισε την υπογραφή που φέρει η επιταγή, ως την υπογραφή του Κατηγορούμενου. Καμιά αντεξέταση δεν υπήρξε επί του ζητήματος του ποιός ήταν ο εκδότης της επίδικης επιταγής και ποιός υπέγραψε την επίδικη επιταγή. Η αντεξέταση εστιάστηκε στους λόγους ανάκλησης της επιταγής, από τον Κατηγορούμενο-Εφεσίβλητο.
Τα προαναφερόμενα δεδομένα, έστω και χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η οποιαδήποτε, κατ' ισχυρισμόν, παραδοχή του Κατηγορύμενου - Εφεσίβλητου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται στα πρακτικά, θα έπρεπε να οδηγήσουν, αναπόφευκτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, εναντίον του Κατηγορούμενου - Εφεσίβλητου. Η απόφαση Χατζηιωάνου (ανωτέρω) στην οποία βασίστηκε και από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε σε καταδίκη της Κατηγορούμενης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο τελικό στάδιο δηλαδή, της απόδειξης της ποινικής υπόθεσης, και σ' εκείνη την υπόθεση, η Κατηγορούμενη όχι μόνο αρνήθηκε ότι η επιταγή υπογράφηκε από την ίδια, αλλά αρνήθηκε και το ότι είχε οποιανδήποτε δοσοληψία με τον παραπονούμενο, ο οποίος, αντεξεταζόμενος, δέχθηκε ότι δεν ήξερε πράγματι ποιος υπέγραψε ή εξέδωσε την επιταγή. Η αναφορά σ' αυτό το στάδιο, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε απόδειξη «έξω από κάθε λογική αμφιβολία» ήταν προϊόν εσφαλμένης καθοδήγησης, όπως είχαμε την ευκαιρία προσφάτως να υποδείξουμε σε παρόμοια περίπτωση (VBH (CYPRUS) LTD v. WINDOORS UPVC SYSTEMS LTD κ.α. Ποινική Έφ. Αρ. 204/2014, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B428). Στην υπόθεση Βούρας (ανωτέρω) κρίθηκε ότι «δεν υπήρχαν τα μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η Εφεσίβλητη εταιρεία υπέγραψε την επιταγή».
Αντίθετα, εν προκειμένω, από το μαρτυρικό υλικό εδικαιολογείτο η κλήση σε απολογία μετά από προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης «εκ πρώτης όψεως» εφόσον υπήρχε μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος-Εφεσίβλητος ήταν ο εκδότης της επίδικης επιταγής και ότι η υπογραφή σ' αυτήν ήταν δική του και δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε τους λόγους έφεσης 2 και 3 ως βάσιμους, και τον πρώτο λόγο έφεσης ως επίσης βάσιμο, εκτός από την αναφορά σε αυτόν σε απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Υπό τις περιστάσεις δεν είναι απαραίτητο να εξετάσουμε και τον τέταρτο λόγο έφεσης.
Κατά συνέπεια, η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης, από τον ίδιο Δικαστή, από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υποθέσεως και μετά, με κλήση του Εφεσίβλητου σε απολογία. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ακυρώνονται και θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της τελικής έκβασης της υπόθεσης.
Τα έξοδα της Έφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ