ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Α. Παπαχαραλάμπους, Λ. Χαβιαράς και Α. Θωμά (κα), για τον Εφεσείοντα. Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-03-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΘΩΜΑΣ ΠΙΣΣΑΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 229/2016, 14/3/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B114

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 229/2016)

 

14 Μαρτίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΘΩΜΑΣ ΠΙΣΣΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Α. Παπαχαραλάμπους, Λ. Χαβιαράς και Α. Θωμά (κα), για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας - κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία, η οποία έλαβε χώραν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, σε τρεις κατηγορίες που εδράζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977, Ν. 29/77 όπως τροποποιήθηκε. Συγκεκριμένα, συνομωσίας με άλλο πρόσωπο (τον πρώην συγκατηγορούμενο Χρίστο Χριστοδούλου - κατηγορούμενο 1 στο κατηγορητήριο και ακολούθως ΜΚ3 στην πρωτόδικη διαδικασία) προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή  να κατέχουν ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β, κάνναβη, βάρους τριών κιλών και 909,2 γραμμαρίων, με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα, κατοχής του προαναφερθέντος ελεγχόμενου φαρμάκου και κατοχής της εν λόγω ουσίας με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα. Ηταν οι κατηγορίες 1-3, αντίστοιχα, επί του κατηγορητηρίου. Ο Εφεσείοντας κρίθηκε επίσης ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε πέντε ακόμη κατηγορίες, κατά παράβαση του ιδίου νομοθετήματος, κατηγορίες 4-8 επί του κατηγορητηρίου. Αφορούσαν επίσης αδικήματα κατοχής διαφόρων άλλων ποσοτήτων ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και κατοχής του υπό αναφορά φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.

 

Ας σημειωθεί, για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης της απόφασής μας, ότι ο Χριστοδούλου - πρώην κατηγορούμενος 1, είχε παραδεχθεί εξ αρχής τις κατηγορίες 1-3 που τον αφορούσαν και του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης πέντε ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, 3η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, πριν από την ακρόαση της υπόθεσης αναφορικά με τον Εφεσείοντα, στα πλαίσια της οποίας και κατέθεσε ως ΜΚ3. Είναι ακριβώς, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια της απόφασής μας, η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα που αποτέλεσε το θεμέλιο καταδίκης του Εφεσείοντα, γεγονός κυρίαρχης σημασίας για σκοπούς της παρούσας έφεσης, αφού η αμφισβήτηση εκ μέρους του Εφεσείοντα της ορθότητας της νομικής αντίκρυσης και αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο της εν λόγω μαρτυρίας,  συνιστά και την ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης. Θα επανέλθουμε όμως επί του προκειμένου στη συνέχεια, αφού παρεμβάλουμε τα ουσιαστικά για την υπόθεση ευρήματα του Κακουργιοδικείου, όπως αυτά αποτυπώθηκαν μέσα από τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία της μαρτυρίας, αλλά και από την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού, βασικά της μαρτυρίας του ΜΚ3. Τα παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«1)    Ο Κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί με τον Χριστοδούλου όπως αφού ο τελευταίος παραλάμβανε την επίδικη ποσότητα των 3.909,2 γρ. από το τρίτο πρόσωπο παραδώσει αυτή στον Κατηγορούμενο στην οικία του στις 24.11.15.

2)    Λόγω αδυναμίας τόσο του προμηθευτή όσο και του Κατηγορουμένου να πραγματοποιηθεί η παραλαβή αλλά και η παράδοση των ναρκωτικών εκείνη την ημέρα, ο Κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες προς τον Χριστοδούλου όπως αυτή η ενέργεια γίνει την επομένη, ήτοι στις 25.11.15.

3)    Έτσι, την επομένη το πρωί, μετά από αρχική ανεπιτυχή προσπάθεια του Χριστοδούλου να μιλήσει με τον Κατηγορούμενο τηλεφωνικώς, τελικώς κατάφεραν και μίλησαν οπότε συνεννοήθηκαν όπως όταν ο Κατηγορούμενος τελειώσει από την εργασία του και κατευθυνόταν προς το σπίτι του θα ενημέρωνε τον Χριστοδούλου για να ξεκινήσει και αυτός προς τα εκεί.  

4)    Γύρω στις 12 το μεσημέρι ο Χριστοδούλου περπάτησε γύρω στα 400 μ. από την οικία του σε σημείο από όπου τον παρέλαβε κάποιο τρίτο πρόσωπο με φορτηγό και τον οδήγησε σε σημείο από όπου παρέλαβε τα ναρκωτικά μέσα σε ταξιδιωτική βαλίτσα. Το εν λόγω πρόσωπο τον μετέφερε πίσω και ο Χριστοδούλου επέστρεψε στην οικία του μεταφέροντας τα ναρκωτικά. Εκεί αφαίρεσε τις οκτώ συσκευασίες και τις τοποθέτησε εντός της τσάντας, Τεκμήριο 1, η οποία ανήκε στον Κατηγορούμενο και την οποία ο Χριστοδούλου είχε πάρει από τον πρώτο, εν γνώσει του, λίγες μέρες προηγουμένως για να τοποθετήσει μέσα τα ναρκωτικά.

5)    Εκεί στην οικία του Χριστοδούλου κατέφθασε και ο φίλος του Κότσαπας. Ο Χριστοδούλου ζήτησε από τον Κότσαπα να πάει με τη μοτοσικλέτα του για να την εφοδιάσει με βενζίνη, πράγμα το οποίο και έγινε.

6)    Στη βάση της προηγηθείσας συνεννόησης τους, στις 13:47:26 ο Χριστοδούλου τηλεφώνησε ξανά στον Κατηγορούμενο ο οποίος τον ενημέρωσε πως είχε σχολάσει και κατευθύνετο προς το σπίτι του.

7)    Έτσι στις 14:10 ο Χριστοδούλου αναχώρησε από την οικία του με τη μοτοσικλέτα του τύπου ΚΤΜ και λίγα λεπτά αργότερα έφυγε και ο Κότσαπας με μια άσπρη μοτοσικλέτα προς το δικό του σπίτι.

8)    Ο Κατηγορούμενος έφθασε στο σπίτι του στις 14:15 και σε λίγο, ήτοι στις 14:25, έφθασε εκεί και ο Χριστοδούλου. Ο τελευταίος κτύπησε την πόρτα της οικίας, ο Κατηγορούμενος του άνοιξε, ο Χριστοδούλου εισήλθε εντός της οικίας και μόλις ο ίδιος έκλεινε την πόρτα αντιλήφθηκε στο εξωτερικό μέρος την παρουσία της αστυνομίας. Έτσι είπε στον Κατηγορούμενο πως υπάρχει αστυνομία και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η αστυνομία κτύπησε την πόρτα. Τότε ο Χριστοδούλου προσπάθησε να διαφύγει μέσω της παραθυρόπορτας  και επειδή ήταν κλειδωμένη αυτός διέφυγε από το παράθυρο του υπνοδωματίου της οικίας.

9)    Ταυτόχρονα ο Κατηγορούμενος διέφυγε από την παραθυρόπορτα και ανέβηκε στη βεράντα της οικίας των γονέων του, η οποία (βεράντα) βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση στα αριστερά της παραθυρόπορτας.   

10) Πριν την παραβίαση της πόρτας και είσοδο των αστυνομικών εντός της οικίας, η Μ.Κ.5 πήγε προς την αυλή της οικίας όπου είδε τον Κατηγορούμενο στη βεράντα και έγινε η προαναφερόμενη συνομιλία τους.

11) Εν τω μεταξύ ο Χριστοδούλου είχε θεαθεί να διαφεύγει από το πίσω μέρος της οικίας και να κατευθύνεται προς τον χώρο της Κρατικής Έκθεσης. Τον είδε ο Μ.Κ.2 ο οποίος και τον καταδίωξε.

12) Με την είσοδο του Μ.Κ.1 στην οικία του Κατηγορουμένου, είδε αυτόν στην αυλή έξω από την παραθυρόπορτα, ενώ αργότερα εισήλθε εντός της οικίας όπου πρόλαβε και τον είδε ο Μ.Κ.2 και η Μ.Κ.6 η οποία μπήκε στην οικία λίγο αργότερα.

13) Κατά τη διαφυγή του ο Χριστοδούλου τηλεφώνησε σε ένα φίλο του και στον Κότσαπα. Εξ ου και κατά τον εντοπισμό του από τον Μ.Κ.2, αυτός μιλούσε στο κινητό.

 

 

 

 

Αναπτύσσοντας στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο τη νομική διάσταση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο Εφεσείοντας, κατέληξε ότι το σύνολο των συστατικών στοιχείων που τις καλύπτουν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ότι ο Εφεσείοντας ήταν ο ιθύνων νους της όλης δράσης, ο εντολέας δηλαδή και καθοδηγητής του Χριστοδούλου. Υπό τις συνθήκες αυτές τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες 1, 2 και 3, στις οποίες αφορούσε και η ακροαματική διαδικασία. Ακολούθως, συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες,  έκρινε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης και επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης εννέα ετών σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής των επίδικων ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, 3η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, 3 ετών στην 5η κατηγορία που επίσης αφορούσε κατοχή ποσότητας 761,7 γραμμαρίων κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα, 6 μηνών στην 6η κατηγορία που αφορούσε κατοχή 2,3189 γραμμαρίων κάνναβης και 18 μηνών στην 8η κατηγορία που αφορούσε κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα 190,35 γραμμαρίων κάνναβης. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή δεδομένου ότι τα γεγονότα τους εμπεριέχονταν στα γεγονότα των κατηγοριών για τις οποίες διατάχθηκε η φυλάκιση του Εφεσείοντα.

 

Τελεί υπό αμφισβήτηση ενώπιόν μας η πρωτόδικη κρίση τόσο επί της καταδίκης όσο και επί της ποινής. Με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, οι οποίοι θα εξετασθούν σε μια ενότητα λόγω της συνάφειάς τους, εγείρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του πρώην συγκατηγορούμενου, Χριστοδούλου, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Είναι η προέκταση των σχετικών θέσεων της πλευράς του Εφεσείοντα ότι η διαφοροποίηση των ισχυρισμών του Χριστοδούλου μέσα από τις καταθέσεις στην Αστυνομία, αλλά και η ποιότητα της μαρτυρίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν στοιχεία που έπλητταν την αξιοπιστία του σε τέτοιο βαθμό που δεν επέτρεπαν στο Κακουργιοδικείο να τον κρίνει ως αξιόπιστο μάρτυρα και να στηριχθεί στα όσα κατέθεσε προκειμένου να οδηγηθεί σε συμπεράσματα ενοχής του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Προστίθεται περαιτέρω ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ενώπιόν του μαρτυρία, αντικρυζόμενη σφαιρικά, ήταν ικανοποιητική προς θεμελίωση της ενοχής του Εφεσείοντα. Ο πέμπτος λόγος έφεσης διαπραγματεύεται το ζήτημα του ύψους της ποινής φυλάκισης των εννέα  ετών που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα σε σχέση με την τρίτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, η οποία και χαρακτηρίζεται ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Εφεση επί της καταδίκης

 

Επιβάλλεται, ως απόρροια της υφής των λόγων έφεσης που καλύπτουν το ζήτημα της καταδίκης, να παρεμβάλουμε τις αρχές που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο Δικαστήριο και ακολούθως τη νομολογιακή προσέγγιση επί του θέματος της αξιολόγησης μαρτυρίας συνεργού.

 

Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

 «Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού λαμβάνει χώραν, κατά πάγια νομολογία, με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μολονότι δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τον δικαστικό λόγο της απόφασης Zacharia v. The Republic (1962) CLR 52, συνάγονται τα ακόλουθα:

 

 Το δικαστήριο, κατά πρώτον, αξιολογώντας την αξιοπιστία συνεργού,  οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, έχει νομική υποχρέωση να αυτοϋπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η όποια ουσιαστική μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από τη δική του εμπλοκή στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Εάν, υπό το φως τέτοιας αυτοπροειδοποίησης το δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του εν λόγω συνεργού και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να βασισθεί σε αυτή, χωρίς ενίσχυση, και να προχωρήσει σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, είναι ελεύθερο να το πράξει νόμιμα. Αν το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία, τέτοιας μορφής που όχι μόνο να υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό.

 

Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-659, το ζήτημα της αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού αντικρίσθηκε ως εξής:

 

«Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ' αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια.  Συνοψίζονται ως ακολούθως:-

 

(α)   Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. 

 

(β)   Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος. 

 

(γ)   Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.

 

Η κυπριακή όσο και η αγγλική νομολογία, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, υποστηρίζει ότι τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Στην απόφαση του Privy Council - Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488 - ως επισημάναμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος, δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ' αρχήν, παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα. Είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών, που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορουμένου στο έγκλημα. Παραμένει, όμως, το δικάζον δικαστήριο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας, που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.  Η απουσία της δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχτεί ως βάσιμη τη μαρτυρία συνεργού.

 

Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή μπορεί να πάρει, εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, η οποία έχει, ως αναφέρεται:- (σελ. 265)

 

«... προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden* δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ' εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος* .»

 

Παρόλο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του Ηρακλέους και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, δε διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία. Ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο "ορθολογιστική", για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.»

 

 

 

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, υπενθυμίζουμε ότι το Κακουργιοδικείο επισήμανε, στοιχείο άλλωστε που συνιστά και κοινό έδαφος, ότι ο Χριστοδούλου ήταν συναυτουργός, ενόψει της συμμετοχής του στα αδικήματα που αφορούσαν την επίδικη ποσότητα των κατηγοριών 1 - 3 και της παραδοχής του σε αυτές. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήγειρε, αυτόματα, το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας συναυτουργού και, ενδεχομένως, της αναγκαιότητας αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπό το πρίσμα αυτό, αποτύπωσε, ορθά, τη σχετική νομική προσέγγιση, όπως την έχουμε ήδη αναπτύξει στο αμέσως προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας και προσέγγισε τη μαρτυρία του με άκρα επιφυλακτικότητα, προκειμένου να κρίνει κατά πόσο μπορούσε να αποτελέσει ασφαλή βάση για καταδίκη, έχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος όπως έχει αναπτυχθεί σε σειρά από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Zacharia (ανωτέρω), Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης (1993) 2 ΑΑΔ 231, 247-249, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24, 33-41, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (ανωτέρω), σελ. 653-660 και Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90, 96-97). Μετά από τις επιβαλλόμενες αυτοπροειδοποιήσεις, έκρινε, ως αποτέλεσμα της θετικής εντύπωσης που αποκόμισε από την όλη παρουσία του, αξιόπιστο τον υπό αναφορά μάρτυρα, αποφασίζοντας ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και κατέληξε ότι μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ουσιαστικό, εκτεταμένο υπό τις συνθήκες, μέρος της εξεταζόμενης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου:

 

«Επί αυτού του ζητήματος, ο Χριστοδούλου φάνηκε συνεπής και σταθερός καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του, και δεν δίστασε να παραδεχθεί μεν την περιουσία, κινητή και ακίνητη, της οικογένειας του, πλην όμως πρόβαλε με χαρακτηριστική επιμονή την πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειας του. Η βεβαιότητα του στην παραπομπή στα απαραίτητα έγγραφα ήταν τέτοια που ικανοποίησε το Δικαστήριο για την αλήθεια των όσων έλεγε. Άλλωστε είναι σημαντικό να λεχθεί πως οι όποιες αντίθετες υποβολές της υπεράσπισης παρέμειναν τελικώς μόνο απλές θέσεις της υπεράσπισης χωρίς να προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία προς τούτο ή ακόμα να ζητηθεί από τον Χριστοδούλου να παρουσιάσει τα στοιχεία στα οποία ο ίδιος έκανε αναφορά. Έτσι γίνεται δεκτή η θέση του μάρτυρος για τη δεινή οικονομική κατάσταση τόσο του ιδίου όσο και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας του.

 

Είναι γεγονός πως την επίδικη μέρα, κατά τον εντοπισμό του από την αστυνομία και όταν του επιστήθηκε η προσοχή, ο Χριστοδούλου ανέφερε πως τόσο η τσάντα όσο και τα ναρκωτικά είναι δικά του ενώ άλλαξε αυτή τη θέση του λίγες μέρες αργότερα όταν έδωσε κατάθεση. Η εξήγηση του ήταν πως αρχικώς σκέφτηκε να ρίξει όλη την ευθύνη στον ίδιο και να γλιτώσει τον Κατηγορούμενο, ο οποίος ας σημειωθεί είναι και για χρόνια φίλος του, ενώ αργότερα μετάνιωσε και αποφάσισε να πει την αλήθεια. Όπως χαρακτηριστικά είπε «Στην αρχή σκέφτηκα να τα τραβήσω όλα πάνω μου, αλλά ύστερα μετάνιωσα και είπα να πω την αλήθεια και αποφάσισα να πω την αλήθεια», «Σκέφτηκα για να γλιτώσω τον Κατηγορούμενο 2» και «Μετάνιωσα, προτίμησα να πω την αλήθεια και ό,τι γίνει» (σελ. 32 πρακτικών). Στα πλαίσια της αντεξέτασης του ο Χριστοδούλου ανέφερε πως έδωσε την κατάθεση του λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του λόγω του ότι προηγουμένως δεν ήταν καλά εξαιτίας των ψυχολογικών προβλημάτων του. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ενέπλεξε τον Κατηγορούμενο με σκοπό να επιβληθεί στον ίδιο ελαφρύτερη ποινή λέγοντας πως δεν το είχε σκεφτεί με τέτοιον τρόπο και πως δεν ήξερε ότι θα είχε μεγάλη ποινή γι΄ αυτό που έκανε, εννοώντας προφανώς την πενταετή φυλάκιση που του επιβλήθηκε. Όσον αφορά το γεγονός πως δεν κατηγορήθηκε σε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο σπίτι του Κατηγορουμένου και φέρουν τα αποτυπώματα του, ανέφερε πως δεν αρνήθηκε ούτε τη γνώση του περί αυτών αλλά ούτε και ότι τα είχε αγγίξει.

 

Το Δικαστήριο αντιμετωπίζει αυτή την αλλαγή της στάσης του Χριστοδούλου με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα και προσοχή. Αυτός αναμφίβολα εμπλέκεται στην υπόθεση και ενώ αρχικώς επωμίζεται όλο το βάρος της ευθύνης ακολούθως αποποιείται αυτής και τη μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο. Η απόδοση μεγάλου μέρους της ευθύνης σε τρίτα πρόσωπα από μόνη της εξ αντικειμένου οδηγεί στην εύλογη προσδοκία επιεικέστερης μεταχείρισης, εκτός βεβαίως στις περιπτώσεις που υπάρχει κάτι άλλο το οποίο δύναται να αποτελέσει ικανοποιητική και λογική εξήγηση. Χρήσιμη καθοδήγηση επί αυτού του ζητήματος προσφέρει η υπόθεση Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 211, στην οποία γίνεται παραπομπή στην Χαρίτου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225 και στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα.»

 

Αυτή η συμπεριφορά του Χριστοδούλου δεν κρίνεται αφ΄ εαυτής ως εντελώς παράλογη και ανεξήγητη. Είναι φυσικό πως, όταν ο Χριστοδούλου απρόσμενα βρέθηκε αντιμέτωπος με την αστυνομία, συνειδητοποιώντας πλέον πως παρακολουθείτο να μεταφέρει τα ναρκωτικά, στιγμιαία και αυθόρμητα έδωσε άμεση και βεβιασμένη απάντηση, θεωρώντας κατ΄ εκείνη τη στιγμή ορθότερο να επωμιστεί όλη την ευθύνη και να συγκαλύψει τους άλλους εμπλεκόμενους, ενώ μετέπειτα αποφάσισε να αποκαλύψει την αλήθεια και να θέσει τον ρόλο του καθενός στη σωστή του βάση.

 

Αυτή η διαπίστωση βρίσκει έρεισμα και στο γεγονός ότι ενώ αρχικά και πάλι δεν αποκάλυψε ούτε και το όνομα του προμηθευτή των ναρκωτικών, αργότερα το έδωσε και αυτό, όπως επιβεβαίωσε και ο Μ.Κ.4. Μάλιστα ο Μ.Κ.4 είπε πως πράγματι το πρόσωπο αυτό είναι υπαρκτό, πως διέμενε σε συγκεκριμένη οικία και πως έφυγε από εκεί αμέσως μετά τη σύλληψη του Χριστοδούλου. Επομένως διαφαίνεται πως η απόφαση του Χριστοδούλου να μιλήσει και συνεργαστεί με την αστυνομία συνοδεύεται από πρόθεση και αποκάλυψη αληθών πληροφοριών και στοιχείων των προσώπων που εμπλέκονται.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, κρίνεται καθόλα φυσιολογική η αντίδραση του Χριστοδούλου όπως αρχικώς φανερωθεί μόνο αυτός και καλύψει την υπόλοιπη ομάδα που σχετίζεται με την επίδικη ποσότητα ναρκωτικών ενώ μετά αποφασίζει να αποκαλύψει όλους τους εμπλεκόμενους και να αναλάβει ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης. Άλλωστε δεν έχει διαφανεί πως τουλάχιστον από πλευράς αστυνομίας ελέχθη ή έγινε οτιδήποτε μέχρι να δώσει την κατάθεση του που να οδήγησε τον Χριστοδούλου να αναμένει διαφορετική ή ευνοϊκότερη μεταχείριση λόγω της αποκάλυψης των υπόλοιπων εμπλεκομένων. Αντιθέτως προκύπτει πως στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα ο Χριστοδούλου αποφάσισε να αποκαλύψει την αλήθεια και συνεργαστεί με την αστυνομία για να θέσει την όλη υπόθεση στη σωστή της βάση και αναλάβει ο καθένας το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί.

 

Δεν διαφεύγει την προσοχή του Δικαστηρίου πως ο Χριστοδούλου δεν αποκάλυψε εξαρχής την αλήθεια ούτε αναφορικά με τον Κότσαπα. Δήλωσε ευθέως στο Δικαστήριο πως στην κατάθεση του έδωσε ψευδές όνομα καθότι εκείνος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση και γενικότερα σε ναρκωτικά. Η θέση που ο Χριστοδούλου εξέφρασε πως αρχικά απέκρυψε την πραγματική ταυτότητα του Κότσαπα επειδή θα τον ενέπλεκαν στην παρούσα υπόθεση κρίνεται καθόλα εύλογη. Η παρουσία του τελευταίου στο σπίτι του Χριστοδούλου και η όλη εμπλοκή του, ειδικότερα και με την οδήγηση από τον ίδιο της μοτοσικλέτας του Χριστοδούλου για εφοδιασμό βενζίνης, σε συνδυασμό και με τη φιλία τους δημιουργεί όντως την εντύπωση πως ο Κότσαπας θα πρέπει να είχε αντιληφθεί πως η τσάντα περιείχε κάτι παράνομο ή έστω ύποπτο και δη ναρκωτικά. Έτσι η θέση του Χριστοδούλου πως θα προσπαθούσαν να μπλέξουν τον Κότσαπα στην υπόθεση δεν αποτελεί μια απλή εικασία αλλά μια καθόλα βάσιμη πεποίθηση του.

 

Είναι προφανές πως η αναφορά από τον Χριστοδούλου στο όνομα αυτού του προσώπου έγινε στα πλαίσια της κατάθεσης του στην αστυνομία. Εδώ επισημαίνεται πως αυτή ήταν η πρώτη φορά και ευκαιρία που προφανώς είχε ο Χριστοδούλου να αναφερθεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Και επί αυτού του θέματος διαφαίνεται και πάλι η στάση του να αποφεύγει να αποκαλύψει την αλήθεια εξ αρχής (προστατεύοντας έτσι και πάλι τον φίλο του) όμως μετά να αποφασίζει να πει την αλήθεια. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λεχθεί πως και πάλι αυτές οι πληροφορίες που έδωσε για το εν λόγω πρόσωπο ήταν αληθείς και κυρίως το γεγονός πως αυτό (το πρόσωπο) δεν είχε ανάμειξη με την υπόθεση. Αυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ο οποίος αναγνώρισε πως ο Χριστοδούλου έδωσε αρχικά λανθασμένο όνομα ενώ αργότερα αποκάλυψε τα στοιχεία του οπότε το εν λόγω πρόσωπο συνελήφθη από την αστυνομία αλλά όντως δεν προέκυψε οτιδήποτε που να τον συνδέει με την υπόθεση. Αναφορά στον Κότσαπα θα γίνει και κατωτέρω.

 

Έτσι μέχρι στιγμής διαφαίνεται η εικόνα του Χριστοδούλου ως ενός ατόμου αναμεμιγμένου στην υπόθεση, το οποίο αρχικά επωμίζεται όλη την ευθύνη και δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενώ μετά αποφασίζει να πει την αλήθεια και σταδιακά δίνει τα στοιχεία όλων των εμπλεκομένων, δίδοντας ορθά στοιχεία για τον προμηθευτή και για τον Κότσαπα για τον οποίο (Κότσαπα) επίσης επιβεβαιώνεται πως δεν έχει ανάμειξη με την υπόθεση. Αυτή η στάση όντως δημιουργεί την ισχυρή εντύπωση πως ο Χριστοδούλου ήταν αρχικά έτοιμος να καλύψει όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση (φίλους του και μη) με αθώα ή όχι συμμετοχή, όμως τελικώς αποφάσισε να τα πει όλα, όπως και έπραξε. Επαναλαμβάνεται πως η θέση του όσον αφορά τον Κότσαπα κρίθηκε βάσιμη και από την Υ.ΚΑ.Ν. κατόπιν των δικών της εξετάσεων, ενώ η ξαφνική φυγή του κατονομαζόμενου προμηθευτή αμέσως μετά τη σύλληψη του Χριστοδούλου ευλόγως αφήνει σοβαρές ενδείξεις περί της ανάμειξης του στην υπόθεση.

 

Ένα άλλο στοιχείο το οποίο καταδεικνύει πως ο Χριστοδούλου είπε τελικώς την αλήθεια είναι το γεγονός πως αυτός επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον Κατηγορούμενο από την ανεξάρτητη και κοινώς αποδεκτή μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Πράγματι ο Χριστοδούλου φέρεται να επικοινώνησε με τον Κατηγορούμενο στις 24 και 25.11.15, όπως επίσης και στις 23.11.15. Συγκεκριμένα στις 23.11.15 οι δύο τους είχαν διάφορες ανεπιτυχείς (συνολικά έξι) και δύο επιτυχείς συνομιλίες μεταξύ των ωρών 10:02 και 14:21. Στις 24.11.15 υπάρχει μια επιτυχής κλήση του Χριστοδούλου προς τον Κατηγορούμενο στις 11:20:33 και μια ανεπιτυχής στις 15:25:54. Έτσι εντοπίζεται κλήση μεταξύ τους την προηγούμενη, σύμφωνα και με την εκδοχή του Χριστοδούλου. Επίσης στις 25.11.15 παρατηρούνται αρκετές κλήσεις μεταξύ τους ως ακολούθως:

 

1.   Δύο ανεπιτυχείς κλήσεις από τον Χριστοδούλου προς τον Κατηγορούμενο στις 10:24:36 και 10:37:13.

2.   Μια ανεπιτυχής κλήση από τον Κατηγορούμενο προς τον Χριστοδούλου στις 10:38:32.

3.  Τρεις επιτυχείς κλήσεις από τον Χριστοδούλου προς τον Κατηγορούμενο στις 10:38:56, 11:55:41 και 13:47:26.

 

Είναι σημαντικό να λεχθεί πως τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα επιβεβαιώνουν τον Χριστοδούλου όχι μόνο αναφορικά με την ύπαρξη συνομιλιών τόσο την προηγούμενη όσο και την επίδικη μέρα αλλά και στη σειρά αυτών κατά την επίδικη.

 

Ειδικότερα, ο Χριστοδούλου ανέφερε πως κατά την προηγούμενη μέρα τόσο ο προμηθευτής όσο και ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν την όλη συναλλαγή, και έτσι ο Κατηγορούμενος το ανέβαλε και καθόρισε για την επομένη ως ημέρα πραγματοποίησης της. Είναι γεγονός πως σε κάποιο στάδιο της μαρτυρίας του ο Χριστοδούλου συμπεριέλαβε και τον εαυτό του στο ότι δεν μπορούσαν να πραγματώσουν τη συναλλαγή κατά τις 24.11.15, χρησιμοποιώντας τη λέξη «δεν μπορούσαμε». Όμως αμέσως μετά επεξηγεί και διευκρινίζει πως είναι οι άλλοι δύο οι οποίοι δεν μπορούσαν και έδιναν τις ανάλογες οδηγίες στον ίδιο. Έτσι αυτές οι απαντήσεις του μάρτυρος δεν καταδεικνύουν οποιαδήποτε αντίφαση ή διαφοροποίηση μεταξύ τους αλλά αντιθέτως αποκαλύπτουν μια συνεπή και σταθερή εκδοχή εκ μέρους του. Ούτως ή άλλως όμως με δεδομένη τη δική του συμμετοχή δεν δημιουργεί οποιοδήποτε προβληματισμό η χρήση του πληθυντικού εν τη ρύμη του λόγου του.  

 

Το σημείο αυτό είναι κατάλληλο επίσης να λεχθεί πως ο Χριστοδούλου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στις 24.11.15 λόγω του ότι, εξ όσων θυμόταν, ο Κατηγορούμενος ήταν δουλειά. Αυτή η αβεβαιότητα του Χριστοδούλου κρίνεται πως δεν είναι τέτοια που να αφήνει κενά στη μαρτυρία του ή να δημιουργεί την εντύπωση ότι αυτός δεν έλεγε την αλήθεια. Άλλωστε, με βάση την ανάλυση που γίνεται αμέσως κατωτέρω, φαίνεται πως το απόγευμα μέχρι και το βράδυ εκείνης της μέρας ο Κατηγορούμενος ήταν στην εργασία του, σε αντίθεση με την επομένη που έφυγε από εκεί μετά το μεσημέρι.

 

Επίσης η θέση του Χριστοδούλου πως αρχικώς τηλεφώνησε δύο φορές στον Κατηγορούμενο ο οποίος δεν του απαντούσε είναι απολύτως ορθή. Σύμφωνα πάντα με τον Χριστοδούλου, μίλησαν και συνεννοήθηκαν να του πάρει τα ναρκωτικά όταν εκείνος θα τελείωνε από την εργασία του. Ο Κατηγορούμενος είπε πως εργάζετο σε γυμναστήριο στα Λατσιά και πως ήταν στην εργασία του το πρωί της επίδικης μέρας. Πράγματι όλες οι πρωινές επικοινωνίες που έγιναν, είτε επιτυχείς είτε όχι, τοποθετούν τον Κατηγορούμενο εντός της εμβέλειας κυψέλης στη διεύθυνση Κωστή Παλαμά 3, Λατσιά. Αυτή απεικονίζεται επί καθημερινής βάσης κυρίως καθόλη τη διάρκεια των πρωινών, κατά τις ημερομηνίες 23 και 25.11.15 ενώ τις απογευματινές και βραδινές ώρες της 24ης του μηνός. Συνάγεται ευλόγως λοιπόν πως αυτή είναι η τοποθεσία εργασίας του Κατηγορουμένου. Έτσι προκύπτει πως πράγματι ο Χριστοδούλου προσπάθησε ανεπιτυχώς δύο φορές να μιλήσει με τον Κατηγορούμενο και στη συνέχεια κατάφεραν και μίλησαν για να συνεννοηθούν.

 

Οι κλήσεις που ακολουθούν δεν φαίνεται να είναι τυχαίες. Και τούτο γιατί ο Χριστοδούλου φέρεται να μιλά ξανά με τον Κατηγορούμενο λίγο πριν το μεσημέρι, δηλαδή λίγο πριν την παραλαβή των ναρκωτικών. Ακολουθεί το τελευταίο τηλεφώνημα, όταν πλέον ο Κατηγορούμενος δεν βρίσκεται στα Λατσιά αλλά στον Αγ. Ανδρέα, όταν και προφανώς κατευθύνεται προς το σπίτι του και το οποίο (τηλεφώνημα) γίνεται λίγο πριν την αναχώρηση του Χριστοδούλου για το σπίτι του Κατηγορουμένου.

 

Ακόμα και η θέση του Χριστοδούλου περί της τηλεφωνικής του επικοινωνίας με τον Κότσαπα όταν διέφυγε προς την Κρατική Έκθεση επιβεβαιώνεται από τον Μ.Κ.2, ο οποίος ανέφερε πως ο Χριστοδούλου μιλούσε στο κινητό. Έτσι συνάγεται χωρίς δυσκολία πως ο Χριστοδούλου φάνηκε συνεπής αναφορικά με το θέμα των τηλεφωνικών επαφών του με τον Κατηγορούμενο αλλά και με τον Κότσαπα και δεν προσπάθησε να αποσυνδέσει τον τελευταίο από τα γεγονότα της επίδικης μέρας.  

 

Σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.4, ο Κότσαπας εντοπίστηκε κοντά στον χώρο της Κρατικής Έκθεσης κοντά στο σημείο όπου είχε κατευθυνθεί ο Χριστοδούλου. Στην προσπάθεια των αστυνομικών να τον ανακόψουν, αυτός άφησε τη δική του και πήρε άλλη μοτοσικλέτα (αφού έσπρωξε τον οδηγό της) και εξαφανίστηκε. Συνελήφθη λίγες μέρες αργότερα δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης, ανακρίθηκε και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν προέκυψε οτιδήποτε που να τον συνδέει με την υπόθεση. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των ερευνών της αστυνομίας, το γεγονός ότι ο Κότσαπας βρέθηκε κοντά στη σκηνή, ότι ενημερώθηκε άμεσα από τον Χριστοδούλου για την καταδίωξη του από την αστυνομία και ότι αυτός διέφυγε μόλις αντιλήφθηκε την αστυνομία δεν φαίνεται τελικώς να αποκαλύπτουν σύνδεση του με την υπόθεση διακίνησης των ναρκωτικών. Βέβαια, συνάγεται ευλόγως πως ενόψει προφανώς της γνώσης του για το τι μετέφερε ο Χριστοδούλου, φοβήθηκε την τυχόν σύνδεση του και προσπάθησε να διαφύγει.

 

Έτσι παρόλο που η παρουσία του Κότσαπα κοντά στη σκηνή προβλημάτισε το Δικαστήριο, εντούτοις τελικώς δεν έχει διαφανεί εξ αυτής της παρουσίας και μόνο η όποια σύνδεση του με την υπόθεση. Ο Χριστοδούλου ανέφερε ακόμα πως κατά τη διαφυγή του από την οικία του Κατηγορουμένου, τηλεφώνησε σε δύο φίλους του για να τους ενημερώσει. Απέδωσε αυτή την ενέργεια του στη σκέψη της στιγμής, κάτι το οποίο δεν κρίνεται παράλογο. Ενόσω βρισκόταν υπό την καταδίωξη της αστυνομίας μεταφέροντας τα ναρκωτικά, η ενέργεια του να ενημερώσει φίλους του περί τούτου (και πιθανόν προς βοήθεια του) θεωρείται υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη και αναμενόμενη.

 

Ακόμα η δικαιολογία που έδωσε στις υποβολές της υπεράσπισης στην προφανή προσπάθεια σύνδεσης του ίδιου και του Κότσαπα με τα ναρκωτικά κρίνεται λογική. Συγκεκριμένα ήταν η υποβολή της υπεράσπισης πως ο λόγος για τον οποίο ο Χριστοδούλου πέρασε πρώτα από την οικία του Κατηγορουμένου ήταν για να προλάβει ο Κότσαπας να αλλάξει μοτοσικλέτα και να βρεθούν κοντά στον χώρο του Απολλωνείου. Ο Χριστοδούλου απάντησε το αυτονόητο και λογικό πως δεν υπήρχε λόγος να μην έφευγαν συντονισμένα από το σπίτι του και ο Κότσαπας να μην έπαιρνε από εκεί μέρος των ναρκωτικών αλλά να χρειαζόταν να γίνει όλη αυτή η διαδικασία, να αλλάξουν μοτόρες και να επιστρέψει να τα πάρει. Έτσι η όποια προσπάθεια της υπεράσπισης να συνδέσει τα ναρκωτικά με τον Κότσαπα παρέμεινε στο κενό και δεν κρίνεται βάσιμη.

 

Βεβαίως η βασική θέση της υπεράσπισης ήταν πως τα ναρκωτικά ανήκαν στον Χριστοδούλου ο οποίος ήταν απλώς περαστικός στο σπίτι του Κατηγορουμένου και πως αυτά ουδόλως προορίζονταν γι΄ αυτόν. Η θέση του Χριστοδούλου πως σε τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε ουδείς λόγος να διακινείται με τα ναρκωτικά, κρίνεται και πάλι βάσιμη. Άλλωστε έχει διαφανεί πως ο Χριστοδούλου ήθελε να περιορίσει τις κινήσεις του στο ελάχιστον κατά τη μεταφορά των ναρκωτικών, εξ ου και απέφυγε να πάει ο ίδιος στο πρατήριο για εφοδιασμό της μοτοσικλέτας με βενζίνη. Κρίνεται επομένως απολύτως φυσιολογικό να μην περνούσε και από το σπίτι του Κατηγορουμένου ειδικά για κάτι το οποίο δεν έχει διαφανεί να είναι επείγον και έτσι να θέτει εαυτόν σε μεγαλύτερη έκθεση σε κίνδυνο. Επίσης ενόψει της σχέσης μεταξύ τους και της δυνατότητας του Χριστοδούλου να πηγαίνει στο σπίτι του Κατηγορουμένου στην απουσία του, και επιπλέον του ισχυριζόμενου σκοπού της μετάβασης του Χριστοδούλου εκεί (βιταμίνες και τροφή σκύλου), δεν αποκαλύπτεται οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για την αναγκαιότητα παρουσίας του Κατηγορουμένου στην οικία του. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων δημιουργείται η πεποίθηση στο Δικαστήριο πως ο Κατηγορούμενος έχει άμεση σχέση με τα ναρκωτικά εξ ου και ο Χριστοδούλου κατευθύνθηκε απευθείας προς την οικία του μόνο αφού συνεννοήθηκε και βεβαιώθηκε πως εκεί θα βρισκόταν και ο Κατηγορούμενος. Με άλλα λόγια η παρουσία του Κατηγορουμένου εκείνη τη δεδομένη στιγμή και για τον προβαλλόμενο από την υπεράσπιση σκοπό της επίσκεψης του Χριστοδούλου δεν ήταν καθόλου αναγκαία, και έτσι ενδυναμώνεται η θέση πως αυτός (ο Κατηγορούμενος) όντως είχε κάποιο άμεσο ενδιαφέρον και σύνδεση με την επίσκεψη του Χριστοδούλου στο σπίτι του.

 

Είναι γεγονός πως ο Χριστοδούλου δήλωσε πως από τη στιγμή που εισήλθε εντός της οικίας μέχρι και τη διαφυγή του ο Κατηγορούμενος παρέμεινε εντός αυτής και συγκεκριμένα βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο, ενώ είναι δεκτό πως ενόσω οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να εισέλθουν εντός της οικίας ο Κατηγορούμενος βρέθηκε στη βεράντα των γονέων του. Όμως θα πρέπει να τονιστεί πως ο Χριστοδούλου διέφυγε άμεσα από την οικία. Όπως ο ίδιος είπε, όταν άνοιξαν οι αστυνομικοί αυτός είχε ήδη φύγει, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους αστυνομικούς, ήτοι πως αυτός είχε ήδη εξέλθει της οικίας κατά την είσοδο τους σε αυτή. Ήταν επίσης σαφής πως προσπάθησε να διαφύγει πρώτα από την παραθυρόπορτα η οποία ήταν κλειστή και κλειδωμένη ενώ τελικώς διέφυγε από το παράθυρο το οποίο ήταν απλώς κλειστό. Δεν προκύπτει πως αυτή η εκδοχή του Χριστοδούλου έρχεται σε αντίφαση με τα όσα είπαν οι αστυνομικοί. Και τούτο καθότι μετά την άμεση διαφυγή του Χριστοδούλου και μέχρι οι αστυνομικοί να εισέλθουν εντός της οικίας, παρείχετο εύλογος χρόνος και στον Κατηγορούμενο να αντιδράσει και ξεφύγει από την παραθυρόπορτα και να βρεθεί στη βεράντα των γονέων του η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι σε πολύ μικρή απόσταση εντός της ίδιας αυλής (φωτ. 5 και 6 του Τεκμηρίου 16).

 

Είναι γεγονός πως ο Χριστοδούλου ανέφερε ότι μόλις μπήκε στην οικία του Κατηγορουμένου αντιλήφθηκε την άφιξη της αστυνομίας, εφόσον άρχισαν να κτυπούν την πόρτα. Στη συνέχεια προχώρησε και έδωσε περισσότερες επεξηγήσεις, ήτοι πως από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι μέχρι να κτυπήσει η πόρτα, πέρασαν 10-15 δευτερόλεπτα, και προσέθεσε πως αντιλήφθηκαν και οι δύο την αστυνομία όταν άκουσαν τα αυτοκίνητα που σταμάτησαν απότομα και κτύπησαν την πόρτα. Βεβαίως η αναφορά του στο ότι είχε αντιληφθεί και ο Κατηγορούμενος ήταν η δική του εκτίμηση σύμφωνα με το πώς είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα. Είπε επίσης πως πρόλαβε μόνο να πει στον Κατηγορούμενο ότι υπάρχει αστυνομία και διέφυγε. Είναι αξιοσημείωτο επίσης πως ο Χριστοδούλου προσδιόρισε πως δεν πρόλαβε να μείνει «ούτε 1-2 λεπτά» στο σπίτι, κάτι το οποίο συνάδει απολύτως με τον χρόνο του ενάμιση λεπτού τον οποίο είχαν καθορίσει οι αστυνομικοί ότι χρειάστηκαν συνολικά μέχρι να εισέλθουν εντός της οικίας. Ακόμα και η αναφορά του στην αντεξέταση του παρουσιάζει συνοχή και συνέπεια, ήτοι πως ενώ έκλεινε την πόρτα της οικίας του Κατηγορουμένου, σταμάτησαν τα αυτοκίνητα έξω από αυτή και τότε αυτός αντιλήφθηκε την ύπαρξη της αστυνομίας. Ουδέποτε ανέφερε πως είδε από προηγουμένως τους αστυνομικούς, οι οποίοι ας σημειωθεί βρίσκονταν εντός οχημάτων περιμετρικά της οικίας, ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης. Αντιθέτως, είναι σαφές πως το μήνυμα για την έφοδο δόθηκε με την άφιξη του Χριστοδούλου και πως οι αστυνομικοί κατέβηκαν από τα οχήματα και κατευθύνθηκαν στην οικία μόλις ο Χριστοδούλου μπήκε μέσα. Επομένως, είναι λογικό αυτός να τους αντιλήφθηκε ακριβώς την ώρα που είχε ήδη περάσει εντός της οικίας. Επί του ζητήματος του πού βρισκόταν ο Κατηγορούμενος θα γίνει και αντιπαραβολή των θέσεων του Χριστοδούλου και του Κατηγορουμένου κατωτέρω.

 

Τονίζεται επίσης πως η αναφορά του Χριστοδούλου κατά την αντεξέταση του πως αυτός έφυγε από το παράθυρο, πήδηξε πίσω από ένα σπίτι, βγήκε από το κάγκελο, έτρεξε σε ένα πάρκο, μπήκε σε άλλο σπίτι, βγήκε σε χωράφι και κατέληξε στην Έκθεση συνάδει με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 ο οποίος τον είδε να φεύγει πίσω από την οικία και να καταλήγει στην Έκθεση.

 

Η υπεράσπιση έθεσε τον εύλογο προβληματισμό γιατί ο Χριστοδούλου να μην άφηνε την τσάντα στην οικία, εάν πράγματι αυτή προορίζετο για τον Κατηγορούμενο, πριν διαφύγει. Καταρχάς σημειώνεται πως τέτοια υποβολή ουδέποτε τέθηκε στον Χριστοδούλου για να τοποθετηθεί επί τούτου. Εκείνο όμως το οποίο δύναται να συναχθεί είναι πως το όλο συμβάν έγινε τόσο σύντομα που είναι λογικό ο Χριστοδούλου να μην είχε τον χρόνο να σκεφτεί ή ακόμα να αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο. Στον φόβο (όπως ο ίδιος επικαλέστηκε) και στην αγωνία της στιγμής κρίνεται φυσιολογικό να τρέξει όπως ήταν μεταφέροντας την τσάντα. Άλλωστε η δική του σύνδεση με αυτή ήταν πλέον δεδομένη και αρχικά προσπάθησε να καλύψει τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, όπως ο ίδιος είπε, και προφανώς να εξαφανίσει και τα ναρκωτικά με σοβαρή προοπτική ακόμα και διάσωσης τους εάν εν τέλει διέφευγε. Έτσι η στιγμιαία και αυθόρμητη αυτή του ενέργεια δεν καταδεικνύει αφ΄ εαυτής πως τα ναρκωτικά ήταν δικά του.

 

Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί πως ο λόγος και το κίνητρο του Χριστοδούλου να εμπλακεί στην παρούσα υπόθεση με τον περιορισμένο ρόλο του μεταφορέα δεν είναι κάτι το οποίο φαντάζει παράλογο και εξωπραγματικό. Το αντάλλαγμα ήταν η εξόφληση του ποσού των €800 που χρωστούσε για την αγορά ναρκωτικών. Τέτοιο ρόλο (μεταφορέα) ο Χριστοδούλου δεν δίστασε να αποκαλύψει τόσο στην κατάθεση του όσο και από τα αρχικά στάδια της προφορικής του μαρτυρίας, όπου άφησε να νοηθεί ότι λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης, κάποτε εμπλέκετο στη διακίνηση ναρκωτικών για να μπορεί να αγοράζει για δική του χρήση. Ειδικότερα είπε πως «Αγόραζα που λεφτά που έπιανα που τη δουλειά, που τζείνα που έπιανα τζιαι κάποτε έκαμνα τζιαι καμιά, μέσα - μέσα, άμα είχε τίποτε τζιαι έκοφκα μέσα που λεφτά τζιαι πλήρωνα τα ναρκωτικά που έπαιρνα» (σελ. 24 πρακτικών). Αυτή η θέση του δεν αποτέλεσε αντικείμενο ενασχόλησης από την υπεράσπιση.

 

Η υπεράσπιση όμως άφησε αιχμές αναφορικά με τα ναρκωτικά τα οποία βρέθηκαν κάτω από το κρεβάτι στο σπίτι του Κατηγορουμένου και φέρουν τα αποτυπώματα του Χριστοδούλου. Ο Χριστοδούλου παρέμεινε σταθερός στη θέση του τόσο στην κατάθεση όσο και στην κυρίως εξέταση του πως ουδέποτε πούλησε ναρκωτικά στον Κατηγορούμενο, θέση η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη. Ήταν δε σαφής κατά την προφορική του μαρτυρία πως ουδέποτε φύλαξε ναρκωτικά στην οικία του Κατηγορουμένου. Αναγνώρισε όμως τόσο στην κατάθεση του όσο και στην προφορική του μαρτυρία πως γνώριζε ότι ο Κατηγορούμενος φύλαγε ναρκωτικά στο σπίτι του καθότι ο τελευταίος του το είχε πει. Μάλιστα στην προφορική του μαρτυρία ανέφερε πως είδε και πως έτυχε να ακουμπήσει σε συσκευασίες με ναρκωτικά που βρίσκονταν στο σπίτι του Κατηγορουμένου και πως έκαναν χρήση μαζί με τον Κατηγορούμενο στην οικία του τελευταίου.

 

Είναι γεγονός πως στην κατάθεση του ο Χριστοδούλου περιορίζεται μόνο σε αναφορά ότι γνώριζε για την ύπαρξη ναρκωτικών στην οικία του Κατηγορουμένου από τα λεγόμενα του τελευταίου και δεν αποκάλυψε επίσης ότι τα είδε και ότι μάλιστα έτυχε να τα ακουμπήσει. Είναι αντιληπτό πως η κατάθεση του Χριστοδούλου ήταν σύντομη και αφορούσε τα ουσιώδη σημεία. Έτσι η επιπρόσθετη αναφορά του κατά την κυρίως εξέταση του πως όχι μόνο του είχε πει κάτι τέτοιο ο Κατηγορούμενος αλλά έτυχε να τα δει και ο ίδιος και να τα ακουμπήσει δεν είναι τέτοια που να δημιουργεί την εντύπωση πως ο Χριστοδούλου δεν ήθελε να αποκαλύψει την όποια σύνδεση του με τη διακίνηση ναρκωτικών και ειδικότερα με αυτά που βρέθηκαν στο σπίτι του Κατηγορουμένου. Άλλωστε σε σχετική υποβολή της υπεράσπισης πως αυτός δεν κατηγορήθηκε και για την ποσότητα των 190,35 γρ. αυτός δήλωσε ευθαρσώς πως ουδέποτε αρνήθηκε ότι γνώριζε και ότι είχε αγγίξει σε αυτά. Όπως θα διαφανεί και κατωτέρω η εκδοχή της υπεράσπισης αναφορικά με την εν λόγω ποσότητα και την όποια σχέση του Χριστοδούλου είναι παντελώς αβάσιμη.» 

 

 

 

Δεν παρέχεται έδαφος επέμβασής μας στον τρόπο αξιολόγησης του βασικού ΜΚ3, Χριστοδούλου. Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε εκτεταμένα με τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα έθεσαν προκειμένου να θεμελιώσουν τη θέση τους περί αναξιοπιστίας του Χριστοδούλου. Αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας και σταθμίζοντας τις όποιες αντιφάσεις ή κενά, διεξοδικά και με επιμέλεια ασχολήθηκε με τις ουσιαστικές εκδοχές της πλευράς του Εφεσείοντα. Χωρίς να υποτιμήσει, ούτε και να παραβλέψει, σε καμία περίπτωση, τις διαφορετικές εκδοχές που προέβαλε ο Χριστοδούλου, κατέληξε, βάσιμα, ότι τα όσα τελικά παρέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αποτύπωναν την αλήθεια και μόνο. Εκρινε, και δεν θεμελιώθηκε να χωρούν περιθώρια παρέμβασής μας επί του προκειμένου, ότι η όποια εμπλοκή του Χριστοδούλου στην όλη εγκληματική συμπεριφορά που κάλυπτε τις κατηγορίες δεν στιγμάτισε τη μαρτυρία του, δεν τον οδήγησε δηλαδή να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο παρά την αλήθεια. Όπως και στην απόφαση Ρόπας (ανωτέρω) σελ. 652, επιβεβαιώνεται «Ο,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού.»  Στην υπό κρίση περίπτωση, τέτοια συμπεριφορά δεν εντοπίζεται.

 

Όπως συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας και επιβεβαιώνεται στη Ρόπας (ανωτέρω) σελ. 650-652, τελικός κριτής της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα είναι το δικαστήριο. Τυχόν προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και προεκτάσεις τους, συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, 197, επαναλαμβάνεται ότι η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κατ΄ εξοχήν κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν μπορεί να συμβιβασθεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει, εκ προοιμίου, την ευχέρεια του να αξιολογήσει κατά τρόπο που το ίδιο το δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνο εάν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι είχαν προβεί σε προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις. Στη Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65, 93, εντοπίζεται η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση μαρτυρίας μαρτύρων, οι οποίοι έχουν προβεί σε προγενέστερες αντιφατικές καταθέσεις:

 

«The weight to be attached to the evidence of a hostile witness is a matter for the Court. There is no rule of law that it should be ignored in its entirety. Understandably, a Court of law will ordinarily be slow to attach any weight to the evidence of a hostile witness but may, if it seems proper to it do so, especially where parts of his evidence are supported by other evidence in the cause.»

 

 

 

 

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την αξιοπιστία του Χριστοδούλου υπό το πρίσμα  των καταθέσεών του στην Αστυνομία και κάτω από τις συνθήκες που αυτές δόθηκαν. Αξιολόγησε επίσης τα όσα κατέθεσε σε αναφορά με τα υπόλοιπα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν του. Δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας στην προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου, ούτε και διαπιστώνουμε λόγους που θα επέτρεπαν ανατροπή της κρίσης περί της αξιοπιστίας του Χριστοδούλου. Προσθέτουμε μόνο ότι, ούτως ή άλλως, ενισχυτική μαρτυρία υπήρχε. Αφορούσε μαρτυρία ανεξάρτητης προέλευσης από τον συνένοχο, η οποία, ουσιωδώς, καταδείκνυε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο ο Εφεσείων και την σύνδεσή του με αυτά. Ενισχυτικά της μαρτυρίας του Χριστοδούλου ήταν: (α) Ο εντοπισμός γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στη τσάντα, τεκμήριο 1, εντός της οποίας είχαν τοποθετηθεί τα επίδικα ναρκωτικά, τσάντα η οποία ανήκε στον Εφεσείοντα και την οποία, σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία, είχε δώσει στον Χριστοδούλου λίγες μέρες προηγουμένως για να τη χρησιμοποιήσει για την τοποθέτηση και μεταφορά των ναρκωτικών. (β) Οι πολλαπλές τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ Χριστοδούλου και Εφεσείοντα, οι οποίες έλαβαν χώραν κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο και επιβεβαιώθηκαν μέσω της αποκάλυψης, κοινώς αποδεκτής, των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των εμπλεκομένων.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, θεμέλιο καταδίκης του Εφεσείοντα ήταν η μαρτυρία του ΜΚ3, Χριστοδούλου. Κρίθηκε ως αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο, το οποίο και κατέληξε ότι ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Η επιβεβαίωση της πρωτόδικης αυτής κρίσης από το Εφετείο και η συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας που έγινε δεκτή και πιστευτή από το Κακουργιοδικείο δεν άφηνε καμία λογική αμφιβολία ως προς την απόδειξη του συνόλου των συστατικών στοιχείων και την  ενοχή του Εφεσείοντα στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Οι λόγοι έφεσης επί της καταδίκης απορρίπτονται.

 

Εφεση επί της ποινής

 

Μέσω του πέμπτου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των εννέα ετών σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής της επίδικης ναρκωτικής ουσίας με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα, είναι έκδηλα υπερβολική. Κατά την ανάπτυξη του λόγου έφεσης τέθηκε ότι εντοπίζεται ανεπίτρεπτη ανισότητα στην επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των πέντε ετών στον Χριστοδούλου σε συνάρτηση με αυτή των εννέα ετών που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  Δημοκρατία ν. Niland, Ποιν. Εφ. Αρ. 18/17 κ.α., ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79, με αναφορά στα λεχθέντα στην Ρίκκος Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, υπενθυμίζονται οι αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»

 

 

 

 

Στην επίσης πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με την αντίκρυση από τα Δικαστήρια των εγκλημάτων που περιστρέφονται γύρω από την κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

 

«Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.

 

Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια  εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016), ECLI:CY:AD:2016:B469.»

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή της διά βίου φυλάκισης, σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Ακολούθως, τόνισε την οργανωμένη δράση του Εφεσείοντα, παραπέμποντας στο σύνολο της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών και στο γεγονός ότι οι ουσίες αυτές είχαν περιέλθει στην κατοχή του σε τουλάχιστο δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές. Επισήμανε επίσης τον πρωτεύοντα ρόλο του Εφεσείοντα και δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιόν του, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών και προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο νεαρό της ηλικίας του, στην εξάρτησή του από τα ναρκωτικά και στο είδος της ναρκωτικής ουσίας για την οποία κρίθηκε ένοχος.

 

Τέλος, το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την αναγκαιότητα εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων, κρίνοντας όμως ότι συνέτρεχαν λόγοι οι οποίοι και δικαιολογούσαν όπως ο Εφεσείοντας τύχει πιο αυστηρής μεταχείρισης από τον Χριστοδούλου. Ως τέτοιους καθόρισε το βαθμό συμμετοχής, αφού ο Εφεσείοντας είχε ιθύνοντα ρόλο, το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε ανάμειξη και σε επιπρόσθετη, μη ευκαταφρόνητη, ποσότητα ναρκωτικών τα οποία εντοπίστηκαν στην οικία του και το βασικό δεδομένο ότι ο Χριστοδούλου προέβηκε σε άμεση παραδοχή και συνεργάστηκε με την Αστυνομία αποκαλύπτοντας όλα τα εμπλεκόμενα στη διακίνηση των ναρκωτικών πρόσωπα.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη, ούτε και υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου. Υπενθυμίζουμε μόνο τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων και της αντιμετώπισης από τα Δικαστήρια, στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής, κατηγορουμένων οι οποίοι συνεργάζονται με την Αστυνομία στην παροχή πληροφοριών προς διαλεύκανση υποθέσεων.

 

Η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Η αρχή της ισότητας, διασφαλιζόμενη από το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν έχει παραβιασθεί στην υπό κρίση περίπτωση. Όπως ορθά εντόπισε το Κακουργιοδικείο, η διαφοροποίηση των ρόλων, η επιπρόσθετη ποσότητα ναρκωτικών που κατείχε ο Εφεσείοντας και η άμεση παραδοχή και συνεργασία του Χριστοδούλου με την Αστυνομία, δικαιολογούσαν και επέβαλλαν διαφορετική ποινική μεταχείριση στα πλαίσια της επιβολής ποινής.

 

Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, ιδίως σε σχέση με αδικήματα αυτής της μορφής, συνιστά σοβαρό ελαφρυντικό παράγοντα, ο οποίος και θα πρέπει να προσμετράται ανάλογα. Λέχθηκαν τα εξής στην υπόθεση Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/14, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779:

 

«Η πλήρης διαλεύκανση εγκληματικών δραστηριοτήτων οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ιδίως η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης των προσώπων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματική αυτή συμπεριφορά, είναι έργο δύσκολο και πολύπλοκο. Στις πλείστες των περιπτώσεων είναι αναγκαία η αναζήτηση μαρτυρίας από πρόσωπα που εμπλέκονται στις έκνομες αυτές δραστηριότητες. Πρόσωπα που συνήθως είναι απρόθυμα να συνδράμουν τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών. Ο φόβος τόσο για τη δική τους ασφάλεια όσο και γι΄ αυτή του στενού οικογενειακού και φιλικού τους περιβάλλοντος λειτουργεί αποτρεπτικά. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν με την Αστυνομία, σε συνάρτηση με το βαθμό συνεργασίας και την έκταση και φύση των πληροφοριών που παρέχουν, θα πρέπει να συνεκτιμούνται από τα Δικαστήρια κατά το στάδιο της επιβολής ποινής στα πρόσωπα αυτά. Οσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και όσο πολυτιμότερη είναι η συνδρομή τόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό να αντανακλάται στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται.»

 

 

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν, ιδίως του ρόλου και της όλης εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και της σημαντικής ποσότητας των ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιόν του δεδομένα και ορθά εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια επέβαλε την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή.

 

Συνακόλουθα, και η έφεση επί της ποινής απορρίπτεται, η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.

 

 

 

                                                               Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                               Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο