ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B119
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 225/2017)
20 Μαρτίου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Εφεσείουσας
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------------
Μάριος Σπύρου για Ηλία Στεφάνου, για την εφεσείουσα.
Άννα Ματθαίου (κα), δικηγόρος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
-------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα και ο πρώην συγκατηγορούμενος της (κατηγορούμενος 1) εργοδοτούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο από τη CNP Ασφαλιστική Λτδ. Η μεν πρώτη ήταν προϊσταμένη του Λογιστηρίου και Οικονομικών Εκθέσεων, ο δε δεύτερος ήταν Διευθυντής του Λογιστηρίου και αργότερα Διευθυντής Πιστωτικού Ελέγχου και Ποιότητας.
Στα πλαίσια της εργοδότησής του ο κατηγορούμενος 1 είχε κλέψει σε 30 διαφορετικές περιπτώσεις από την εν λόγω εταιρεία το συνολικό ποσό των €642.294,53. Τα ποσά αυτά αποτελούσαν οφειλές της εταιρείας προς πελάτες και συνεργάτες της, πλην όμως αντί να μεταφέρονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πελατών ή συνεργατών αντιστοίχως, μεταφέρονταν από τον κατηγορούμενο 1 σε λογαριασμούς του, καθώς και σε λογαριασμούς της εν διαστάσει συζύγου του και της εφεσείουσας. Η παράνομη αυτή δραστηριότητα του κατηγορούμενου 1 καλύπτει περίοδο από 5.8.2013 μέχρι 31.1.2017.
Όταν στις 6.2.2017 η παράνομη αυτή δραστηριότητα εντοπίστηκε από την εταιρεία, η εφεσείουσα, κατόπιν παρότρυνσης και συμβουλής του κατηγορούμενου 1, χρησιμοποιώντας το δικό της κωδικό χρήσης εισήλθε στο λογισμικό σύστημα της εταιρείας και προέβη σε παραποίηση των δεδομένων ώστε να αποκρυβεί η παράνομη μεταφορά ποσού €608.755,53.
Γι΄αυτές τις ενέργειές της η εφεσείουσα παραδέχθηκε τελικά, μαζί με τον κατηγορούμενο 1, σχετική κατηγορία περί ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, κατά παράβαση των άρθρων 313(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 313(α) προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την αναντίλεκτη θέση της Υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα δεν είχε εξαρχής γνώση της παράνομης δραστηριότητας του κατηγορουμένου 1 με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονο δεσμό και συζούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όταν όμως αποκαλύφθηκε η παράνομη δραστηριότητα του, η εφεσείουσα κατόπιν δικής του παρότρυνσης και συμβουλής και ενεργώντας υπό συναισθηματική φόρτιση και υπό το κράτος φόβου, πανικού και ανησυχίας, σε δύο ημερομηνίες, ήτοι στις 6.2.2017 και 9.2.2017, προέβη στις επίδικες παραποιήσεις στο ηλεκτρονικό σύστημα της εταιρείας, με σκοπό να μην εντοπισθούν εύκολα οι παράνομες μεταφορές χρημάτων και να δοθεί χρόνος στον κατηγορούμενο 1 να επιστρέψει το ποσό, όπως της είχε υποσχεθεί. Δέχθηκε επίσης το Κακουργιοδικείο την αναντίλεκτη θέση της υπεράσπισης ότι στην εφεσείουσα δεν είχαν εγερθεί υποψίες αναφορικά με την πηγή των χρημάτων που μεταφέρθηκαν, ως άνω, στο λογαριασμό της, αποδεχόμενη τις εξηγήσεις που της έδιδε ο κατηγορούμενος 1. Επίσης, λήφθηκε υπόψη ότι η εφεσείουσα, που δεν βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες, δεν χρησιμοποίησε οποιοδήποτε ποσό από το έμβασμα στο λογαριασμό της το οποίο και επέστρεψε.
Λήφθηκε περαιτέρω υπόψιν η παραδοχή της και οι συνέπειες της αξιόποινης συμπεριφοράς της, εφόσον η εφεσείουσα υπέβαλε παραίτηση από την εταιρεία, όπως λήφθηκαν υπόψιν και οι προσωπικές της περιστάσεις. Είναι ηλικίας 53 ετών, δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, φροντίζει όμως τον υπέργηρο πατέρα της.
Από την άλλη το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν ότι η εφεσείουσα, ενώ κατείχε στην εταιρεία τη σημαντική θέση της Προϊσταμένης Λογιστηρίου, αντί να εκτελέσει τα καθήκοντα της με γνώμονα το συμφέρον της εταιρείας, προέβη σε παραποίηση των δεδομένων με στόχο τη συγκάλυψη της κλοπής μέχρι ποσού €608,755.53.
Τελικά στον κατηγορούμενο 1 που παραδέχθηκε και αριθμό κατηγοριών για κλοπή υπό υπαλλήλου, για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 18 μήνες μέχρι 5 έτη, και στην εφεσείουσα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Θεώρησε ότι, όσο κι αν η εφεσείουσα ενήργησε υπό συναισθηματική φόρτιση και υπό το κράτος φόβου, πανικού και ανησυχίας, οι πράξεις της ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, εφόσον ενείχαν το στοιχείο της παραπλάνησης του εργοδότη της, σε δύο χρόνους και εμπεριείχαν το στοιχείο της ανεντιμότητας και της κατάχρησης εμπιστοσύνης αναφορικά, μάλιστα, με ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό.
Είναι αυτή η τελευταία πτυχή που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση (πρώτος λόγος έφεσης).
Το λευκό ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία, η άμεση παραδοχή, οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις, ο φόβος, ο πανικός, η ανησυχία και η συναισθηματική φόρτιση υπό το κράτος των οποίων ενήργησε, το γεγονός ότι ενήργησε κατόπιν παρότρυνσης και συμβουλής του κατηγορούμενου 1, ότι δεν χρησιμοποίησε η ίδια οποιοδήποτε ποσό και επέστρεψε κάθε ποσό στην εταιρεία, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην είχε ένσταση στην αναστολή της δίωξης της εφεσείουσας, είναι παράγοντες που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της αναστολής, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Όπως επίσης και το γεγονός ότι μετά την απώλεια της εργασίας της περιορίζεται και η ανάγκη για ειδική αποτροπή.
Προτού εξετάσουμε το βασικό, πρώτο, λόγο έφεσης, θα πρέπει να απαντήσουμε σε δύο επιμέρους ζητήματα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης υπ΄αρ. 2 και 3.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης παραποίησης (6.2.2017) και της δεύτερης (9.2.2017) ήταν «κάποιος χρόνος για να αντιλαμβανόταν τις συνέπειες των πράξεων της», ενώ δεν είχε τεθεί ενώπιον του ότι ο φόβος κ.τ.λ. είχαν στο μεταξύ κατευνασθεί ή εξαλειφθεί. Τούτο όμως, δεν ήταν παρά μια, εξ αντικειμένου, εύλογη αντίληψη. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται μια αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι αποδέχθηκε πως η εφεσίβλητη ενήργησε «και υπό το καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, υπό την έννοια μόνο πως λόγω της σχέσης της με τον κατηγορούμενο 1 ο μηχανισμός αυτοελέγχου της είχε σε κάποιο βαθμό αποδυναμωθεί». Ενώ, αλλού δέχθηκε ότι ενήργησε υπό φόβο, πανικό και ανησυχία λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 ενέβασε άθελά της χρήματα στο λογαριασμό της και την ενέπλεξε. Όμως, είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο αντελήφθη την ουσία και την έλαβε υπόψιν προς όφελος της εφεσείουσας. Οι δύο τελευταίοι λόγοι έφεσης επιχειρούν μέσα από μικροσκοπική προσέγγιση να εγείρουν ζήτημα περί του αντιθέτου. Θεωρούμε όμως ότι δεν ευσταθούν.
Σε ότι αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Η ευχέρεια που ο νόμος παρέχει στο εκδικάζον Δικαστήριο για αναστολή εκτέλεσης είναι ευρεία, αναφερόμενη στο σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (άρθρο 3(2) του περί Υφ΄Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν. 95/1972, όπως έχει τροποποιηθεί δια του Ν. 186(Ι)/2003). Τονίζεται ότι είναι το εκδικάζον Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930) περιλαμβανομένης, βεβαίως, της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Το Εφετείο μπορεί να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, εάν το Δικαστήριο «έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας» (Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 207/13, ημερ. 25.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:B426).
Όπως υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας με αναφορά στις υποθέσεις Ιωσήφ (ανωτ.) και Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ. 15.12.2017, ένα σημαντικό ζήτημα είναι το κατά πόσο η αναστολή της ποινής θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει ή είναι ορθό να περιορίζεται στο αποτρεπτικό της ποινής. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε σφάλμα (Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449 και Δάφνης Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 121/2017, ημερ. 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311).
Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο δεν απομόνωσε, ούτε έδωσε αδικαιολόγητη βαρύτητα σε οποιοδήποτε παράγοντα. Αντίθετα, έλαβε υπόψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες σε μια «εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων» της εφεσείουσας, όπως επιτάσσει ο νόμος και εξηγεί η νομολογία (Ιωσήφ, ανωτ.), ώστε τελικά να μορφώσει τη δικανική του πεποίθηση με σημαίνουσα, όπως είχε πρωταρχική αρμοδιότητα να θεωρήσει, την ανάγκη να μην εξουδετερωθεί, δια της αναστολής, η ανάγκη αποτροπής ενός αδικήματος που χαρακτηρίζεται από ανεντιμότητα και κατάχρηση εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα υπό τις περιστάσεις της εφεσείουσας, όταν μάλιστα αφορά ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό.
Αυτή ήταν η προσέγγιση του κατ΄αρχάς αρμοδίου Δικαστηρίου και ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τη δική μας υποκειμενική αντίληψη. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του Εφετείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π