ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A62
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 384/2011)
7 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΣΙΗ
Εφεσείων/Ενάγων
και
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΓΡΟΥ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
_ _ _ _ _ _
Κ.Ευσταθίου, για τον εφεσείοντα
Μ.Αναστασίου, (κα), για τον εφεσίβλητο 1
Χ.Ιωάννου, για τους εφεσίβλητους 2
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του Δικαστηρίου στη δικαστική του αποστολή. ΄Εργο που χαρακτηρίστηκε πολυσύνθετο και δύσκολο, που επιτελείται υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει ο δικαστής καθώς και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης ώστε να διαγνώσει την αλήθεια.
Το έργο αυτό ανήκει κατ΄εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή ακριβώς ο πρωτόδικος δικαστής βρίσκεται σε μοναδική θέση να παρακολουθήσει ένα μάρτυρα να καταθέτει μη περιοριζόμενος στο λόγο αλλά και στην εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο. Το Εφετείο σπανίως και με φειδώ επεμβαίνει στον τρόπο που ασκήθηκε αυτό το καθήκον από τα πρωτόδικα Δικαστήριο. Μόνο όταν διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Επεμβαίνει δε το Εφετείο όταν θεωρήσει πως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. (Βλ. Subatan v. Περιστιάνη (2007)1Β ΑΑΔ1286, Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd, (2010) 1A, AAΔ.317 και Βασιλειάδης ν. Σπύρου Λτδ, πολ.εφ.129/09, 14.10.2015).
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα-ενάγοντα εφόσον έκρινε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη και τη μαρτυρία της υπεράσπισης αξιόπιστη. Διατυπώνονται επί της πρωτόδικης κρίσης δύο λόγοι έφεσης ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε με δική του απόφαση αναλάβει τη λειτουργία του σφαγείου ενώ γνώριζε ότι αυτό θα κατεδαφίζετο, είναι εσφαλμένο και ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι και αν ακόμη ο εφεσείων αποδείκνυε την ύπαρξη συμφωνίας με τους εφεσίβλητους για τη διαχείριση του σφαγείου δεν απέδειξε ότι δικαιούτο σε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις. Προκύπτει ότι μόνο εάν επιτύχει ο πρώτος λόγος έφεσης θα ακολουθήσει εξέταση του δευτέρου. Σημειώνουμε δε ότι ο πρώτος λόγος, στην ουσία του, παρά την ευρεία διατύπωση του, αφορά το έργο της αξιολόγησης που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει επιτελέσει.
΄Ηταν θέση του εφεσείοντα δικογραφική, και δια της μαρτυρίας του, ότι είναι οι εφεσίβλητοι που τον παρότρυναν να αναλάβει με δικά του έξοδα τη βελτίωση και επιδιόρθωση του Κοινοτικού Σφαγείου στον ΄Αγιο Ιωάννη Αγρού με σκοπό να το λειτουργεί και να το εκμεταλλεύεται. Βασιζόμενος δε στις ενέργειες και δηλώσεις τόσο της Χωρητικής Αρχής Αγίου Ιωάννη Αγρού, όσο και των Λειτουργών των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Κράτους προέβη σε εξωραϊσμό και αναβάθμιση του Κοινοτικού σφαγείου με κόστος και έξοδα τα οποία καταγράφονται. Εξαπίνης και εν πάση περιπτώσει, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των εφεσιβλήτων, πληροφορήθηκε εντέλει στις 31.10.2002 ότι το σφαγείο θα κατεδαφίζετο κατόπιν αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και στις 15.4.2003 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας του. Το Σεπτέμβρη του 2003 το σφαγείο κατεδαφίστηκε. Υπήρξε ισχυρισμός του, ότι συνεπεία της κατεδάφισης ο ίδιος υπέστη οικονομική καταστροφή, απώλεια εργασίας και εισοδημάτων.
Την αντίθετη θέση προώθησαν οι εφεσίβλητοι και ο Μιχάλης Τσαρκατζής (Μ.Υ.1) - κοινοτάρχης της κοινότητας κατά την περίοδο 1989-2007. Ο μάρτυρας προώθησε τη θέση ότι είναι από το 1995 που ενημέρωσε τον εφεσείοντα πως ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου στο οποίο ήταν κτισμένο το σφαγείο ζητούσε την κατεδάφιση του και τον ενημέρωσε ακριβώς γιατί ο εφεσείων χρησιμοποιούσε το σφαγείο για τις ανάγκες του κρεοπωλείου του. Η σταθερή θέση του καθ΄όλη τη μαρτυρία του ήταν ότι ουδέποτε ενθάρρυναν ή σύστησαν στον εφεσείοντα να προβεί σε βελτιωτικά έργα ή να αναλάβει το σφαγείο. Αντίθετα, τον ενημέρωναν για την προοπτική κατεδάφισης και ο ίδιος είναι που ζήτησε με δικά του έξοδα να προβεί στις διορθώσεις αναλαμβάνοντας στην ουσία τον κίνδυνο συνεχίζοντας τη λειτουργία του σφαγείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας με πλήρη αιτιολογία και παράθεση λεπτομερειών τη δοθείσα μαρτυρία θεώρησε ότι ο Μ.Υ.1 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Εν αντιθέσει για τους λόγους που επίσης εξήγησε δεν έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν αξιόπιστος. Μάλιστα είναι από στοιχεία της δικής του μαρτυρίας που έκρινε ότι η γενικότερη του θέση για το ότι δεν ενημερωνόταν ή δεν γνώριζε για την κατεδάφιση ήταν ανεδαφική. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ενώ ο εφεσείων συζητούσε και ρωτούσε τον κοινοτάρχη ή και τον ιδιοκτήτη της γης για το σφαγείο αυτοί δεν του ανέφεραν την πραγματικότητα και την προοπτική κατεδάφισης του. Επικαλούμενος αυτή την άγνοια, παράλληλα δέχθηκε ότι κάποιος του είπε ότι «κτίζει στην άμμο». Όπως εύστοχα παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι από τη μαρτυρία του ιδίου που φαίνεται ότι εν πάση περιπτώσει πληροφορήθηκε, τουλάχιστον από τον Απρίλη του 2002, από τον κοινοτάρχη για την επιστολή - τεκμ.27 με την οποία και πάλιν ο ιδιοκτήτης της γης καλούσε το Κοινοτικό Συμβούλιο να κατεδαφίσει το σφαγείο. Είναι επίσης δια της μαρτυρίας του που φαίνεται ότι παρά την ενημέρωση αυτή ο εφεσείων συνέχισε να λειτουργεί το σφαγείο αλλά και να προβαίνει σε εργασίες μέσα σε αυτό. Εύλογο είναι και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα επιβεβαίωνε τη μαρτυρία του ΜΥ1 ότι η κοινότητα δεν τον εμπόδιζε να το λειτουργεί εφόσον το επιθυμούσε, αλλά η λειτουργία θα ήταν με δικά του έξοδα.
Τα πιο πάνω είναι μόνο μέρος της αιτιολογίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κατάταξη του εφεσείοντα ως μη αξιόπιστου μάρτυρα. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε και σε άλλα σημεία. Τα πιο πάνω είναι ενδεικτικά του άρτιου τρόπου που το Δικαστήριο λειτούργησε.
Όπως έχει εκτεθεί από την πιο πάνω νομολογία, διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του Εφετείου στο έργο που πρωτοδίκως έχει επιτελεστεί ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ούτε εσφαλμένη αιτιολογία προκύπτει, ούτε λανθασμένα ευρήματα ή ευρήματα που δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως απόρροια του έργου του επί της αξιολόγησης κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει πως οι εφεσίβλητοι με ενέργειες και προτροπές τον διαβεβαίωναν ότι θα είχε δικαίωμα απρόσκοπτης λειτουργίας και εκμετάλλευσης του σφαγείου. Αποτέλεσε επίσης σαφές εύρημα του Δικαστηρίου, με βάση τη μαρτυρία του ΜΥ1, ότι ο τελευταίος ενημέρωσε τον εφεσείοντα για την πιθανότητα κατεδάφισης του Κοινοτικού Σφαγείου και για την απόφαση του Συμβουλίου να μην προβεί σε ανακαίνιση και βελτίωση του χώρου. ΄Ηταν με δική του πρωτοβουλία που ο εφεσείων ανέλαβε τις επιδιορθώσεις και την υλοποίηση υποδείξεων των υγειονομικών υπηρεσιών, αφού αυτές ήταν αναγκαίες για τη νόμιμη λειτουργία του σφαγείου, καθ΄ον χρόνο αυτό λειτουργούσε.
Στο έργο του Δικαστηρίου δεν παρεισέφρησε κανένα λάθος ή κενό ώστε να μπορούσε να έχει έρεισμα ο πρώτος λόγος έφεσης.
Εφόσον λοιπόν το εύρημα του Δικαστηρίου περιλάμβανε τα πιο πάνω και την κρίση ότι καμία συμφωνία δεν υπήρξε μεταξύ των διαδίκων, καθώς και καμία δέσμευση εκ μέρους των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα για απρόσκοπτη λειτουργία του σφαγείου, δεν τίθεται θέμα εξέτασης περαιτέρω των νομικών αρχών που διέπουν το estoppel ή το estoppel by conduct. O κ.Ευσταθίου πρόβαλε τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι εφεσίβλητοι εμποδίζοντο, λόγω συμπεριφοράς και ή παραστάσεως, από του να ισχυριστούν την ανυπαρξία συμφωνίας και ή συνεννόησης με τον εφεσείοντα εν σχέσει με τη διαχείριση του σφαγείου. Σε επίπεδο γεγονότων που το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε, δεν υφίσταται οτιδήποτε που θα στήριζε τέτοια εισήγηση, εφόσον ο εφεσείων γνώριζε όλα τα δεδομένα. Εν πάση περιπτώσει, δια των δηλώσεων που επανειλημμένως εγίνοντο στον εφεσείοντα, από τους εφεσίβλητους, κατέστη σαφές σ΄αυτόν ότι δεν υπάρχει νομική δέσμευση εκ μέρους τους, παρά την περί του αντιθέτου, εισήγηση του κ.Ευσταθίου.
Ως εκ της κατάληξης μας, με την αποτυχία του πρώτου λόγου, η ενασχόληση μας με το δεύτερο λόγο έφεσης δεν έχει αντικείμενο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.