ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:D453
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.171/2015)
11 Δεκεμβρίου, 2017
Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά
Θ.Παπανικολάου - Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με την παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Ε.Δ. Λάρνακας με την οποία καταδικάστηκε κατόπιν ακροάσεως στην κατηγορία 2 για το αδίκημα της άρνησης παροχής δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5, 6(1), (2),(4), (5), 8 και 11 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου Αρ.174/1986 ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα και στην κατηγορία αρ.3, για το αδίκημα της οδήγησης οχήματος άνευ φώτων, κατά παράβαση των Κανονισμών 50(10)(α),(Ι) και 72 των Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Καν. του 1984 ΚΔΠ 66/84, καθώς και του άρθρου 19 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 Ν.86/72. Του επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο ύψους 1,400 στη δεύτερη κατηγορία και 200 στην τρίτη κατηγορία.
Με την παρούσα ο εφεσείων αρχικά πρόβαλε 10 λόγους έφεσης και στη συνέχεια απέσυρε τους 8 και 9. Οι 7 λόγοι έφεσης στρέφονται κατά της καταδίκης και ο 10ος κατά του ύψους της επιβαλλόμενης ποινής, ότι δηλαδή οι πάνω ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές.
Ο εφεσείων με τον 1ον λόγο Έφεσης προβάλλει, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10/03/2015, έκρινε ότι δεν είχε το δικαίωμα να αγορεύσει τελευταίος και ως εκ τούτου τον ανάγκασε να αγορεύσει πρώτος. Με το 7ον λόγο προβάλλει ως λανθασμένη την καταδίκη του στη 2η κατηγορία και με τον 3ο λόγο ως λανθασμένη την καταδίκη του στην 3η κατηγορία.
Με τον 4ον λόγο έφεσης προβάλλεται, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της ΅αρτυρίας του εφεσείοντα, εφάρμοσε άνισα κριτήρια ή και ενήργησε έχοντας προκατάληψη εναντίον του ή παραβιάζοντας τις αρχές και έννοιες της δίκαιης δίκης. Με τον 5ον λόγο έφεσης προβάλλεται, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα προέβη στην αξιολόγηση της ΅αρτυρίας του εφεσείοντα απορρίπτοντας την, ενώ με τον 6ον λόγο αντίθετα προβάλλεται ότι λανθασμένα αξιολόγησε θετικά τη ΅αρτυρία των αστυνο΅ικών.
Ως εκ της φύσεως των λόγων έφεσης θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τους λόγους που αφορούν την αξιολόγηση μαρτυρίας (Λόγοι 4-6) αφού οι λόγοι αυτοί πλήττουν αφενός την αποδοχή της μαρτυρίας των αστυνομικών και αφετέρου την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Αυτό, κατά τη θέση του, συντελέστηκε αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη άνισα κριτήρια μεταξύ των δύο πλευρών. Ο κ.Λουκαϊδης στην αγόρευση του επικέντρωσε την προσοχή μας στα σχετικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου, ειδικά στη σελ.13 κ.επ. της απόφασης, προβάλλοντας ουσιώδη, κατά την άποψη του λάθη, στην πρωτόδικη αντιμετώπιση επί της μαρτυρίας.
Ορθό είναι να παραθέσουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση τα οποία εντάσσονται στο κεφάλαιο αξιολόγηση μαρτυρίας. Πρόκειται για τρία σημεία τα οποία, εμείς, για σκοπούς εύκολης αναφοράς, τα χαρακτηρίζομε ως Α, Β και Γ.
Σημείο Α «Κατ' αρχήν, επισημαίνεται ότι, ο Κατηγορούμενος, ως κατηγορούμενο πρόσωπο, έχει ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει με το να μην παρουσιάσει στο Δικαστήριο τα γεγονότα ως πραγματικά έχουν διαδραματιστεί. Στοιχείο το οποίο έλαβα υπόψη μου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, συνυπολογίζοντας και το ότι, η μαρτυρία του, ήταν και η μοναδική που παρουσιάστηκε προς υπεράσπιση του».
Σημείο Β «Επιπρόσθετα, το βάθρο επί του οποίου στηρίζει ο Κατηγορούμενος την υπεράσπιση του, στερείται και λογικής. Δεν έχει προβληθεί από πλευράς του, κανένας απολύτως λόγος που εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του, ότι, δύο αστυφύλακες, εν ώρα υπηρεσίας, θα προέβαιναν σε μία ψεύτικη κατηγορία εναντίον του. Από την άποψη, ότι, θα δημιουργούσαν ή θα παραποιούσαν γεγονότα ώστε να καταστήσουν ποινικά υπόλογο τον Κατηγορούμενο για τα υπό εξέταση αδικήματα. Ο γενικός ισχυρισμός του, ότι, δεν μπορεί να γνωρίζει τους λόγους που οδήγησαν τους ΜΚ1 και ΜΚ2 να ενεργήσουν, ως αυτός ισχυρίζεται, δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει σε ότι αφορά τον εν λόγω ισχυρισμό του. Δεν έχω εντοπίσει, και αυτό πρέπει να τονιστεί, στοιχεία στην μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2, που να καταδεικνύουν ότι, αυτοί, στην υπόθεση αυτή (σε ότι αφορά την οποιαδήποτε πτυχή της) ενήργησαν από υπερβάλλοντα ζήλο ή ότι η μαρτυρία τους είναι εξογκωμένη, υπερβολική ή αναξιόπιστη».
Να αναφερθεί επίσης ότι στις προηγούμενες σελίδες γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία των αστυφυλάκων ΜΚ1 και ΜΚ2 με τη γενική προεξάρχουσα παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι είναι πρόσωπα «που καθηκόντως ενήργησαν ως ενήργησαν .... χωρίς να έχουν συμφέροντα δικά τους να εξυπηρετήσουν ή εν πάση περιπτώσει χωρίς να έχει καταδειχθεί λόγος γιατί αυτοί να ήθελαν να ενεργήσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο ενάντια των συμφερόντων και δικαιωμάτων του κατηγορουμένου».
Σημείο Γ «Συνεπώς, ο Κατηγορούμενος, εκείνο το βράδυ, είχε προγενέστερα καταναλώσει αλκοόλ και ήθελε να αποφύγει τον πιθανό έλεγχο - νοιώθοντας, προφανώς και ο ίδιος ότι, κατά πιθανότητα, την δεδομένη εκείνη στιγμή, οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, διαπράττοντας και το σχετικό αδίκημα - και τις συνεπακόλουθες, της πράξης του αυτής, επιπτώσεις. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, επιδίωξε να αποφύγει την ενδεχόμενη τιμωρία του. Αυτό, από μόνο του, ως γεγονός, με οδηγεί στο να μην αποδεχθώ την μαρτυρία του, καθότι κρίνω, ότι, δεν θα ήταν ασφαλές, - έχοντας υπόψη μου την μαρτυρία που προσήχθη στο σύνολο της -, να βασιστώ στα αναφερόμενα του Κατηγορουμένου, ο οποίος φαίνεται ότι, εξ υπαρχής πρόθεση είχε να αποφύγει τις συνέπειες της, ως ο ίδιος φαίνεται να πίστευε, έκνομης αυτής πράξης του».
Είναι γεγονός ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας σε περιορισμένες περιπτώσεις και μόνο αν καταδειχθεί ουσιώδες σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αντιμετώπιση της μαρτυρίας. (Βλ. Καλομοίρα Σάββα Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, (1998)1 ΑΑΔ 300 και Πολ.έφ.77/16 Μαππούρας ν. Αστυνομίας, ημερ 12.4.2017). Ορθό είναι επίσης ότι επέμβαση επί του θέματος της αξιοπιστίας χωρεί μόνο εφόσον πρόκειται για τω όντι αμφισβητούμενα θέματα που είναι επίδικα. ΄Εχουμε εξετάσει λοιπόν την παρούσα έφεση στους σχετικούς λόγους υπό το πρίσμα των θέσεων και των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση του Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη στη ρίζα της εφόσον φάνηκε ότι ο προσδιορισμός της ιδιότητας του εφεσείοντα ως κατηγορουμένου, τον έθεσε στα μάτια του Δικαστηρίου σε υποδεέστερη μοίρα ως προς τον έλεγχο της αξιοπιστίας του, με αντίστροφή ακριβώς θεώρηση των μαρτύρων αστυνομικών. (Τα πιο πάνω αποσπάσματα στα Σημεία Α και Β δεικνύουν το σφάλμα). Θεωρούμε επίσης ότι δεν ήταν θεμιτό το αρνητικό σχόλιο για να κριθεί η αξιοπιστία της εκδοχής του εφεσείοντα ότι υπήρξε ο μόνος μάρτυρας της πλευράς του.
Είναι δε άξιο απορίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε ως δεδομένο ότι ο εφεσείων κατανάλωσε αλκοόλ (Σημείο Γ). Όμως δεν προέκυψε από πού άντλησε αυτό το συμπέρασμα.
Τα παραπάνω συνέτειναν σε μια διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου από ότι των λοιπών μαρτύρων. Σαφώς και επρόκειτο για δύο διαφορετικές εκδοχές, των οποίων βέβαια την ορθότητα δεν μπορούμε να κρίνουμε ενόψει των εγγενών πλημμελειών στην αντιμετώπιση της μαρτυρίας. Και οι συνθήκες ανακοπής του εφεσείοντα υπήρξαν εν τίνι τρόπο αμφισβητούμενες αλλά και η συνέχεια ως προς τη διερεύνηση των κατ΄ισχυρισμόν αδικημάτων. Θεμάτων που αγγίζουν άμεσα τις κατηγορίες 2 και 3 για τις οποίες έπρεπε να αποδειχθούν, τόσο η άρνηση παροχής δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό όσο και η οδήγηση οχήματος άνευ φώτων.
Τα εγγενή λάθη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι καθοριστικά ως προς την αποδοχή της παρούσας έφεσης και την ακύρωση της καταδίκης ως εκ τούτου η εξέταση των λοιπών λόγων είναι αλυσιτελής και παρέλκει.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη ακυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 145 της Ποινικής Δικονομίας, Kεφ.155.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.