ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΤΖΙΑΜΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 17/2017, 18/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B468

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

          (Ποινική Έφεση Αρ. 17/2017)

 

18 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

 

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΤΖΙΑΜΑ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

----------

 

Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

----------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

 -----------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε δύο κατηγορίες συνωμοσίας, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δύο κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας, κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α), δύο κατηγορίες για κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 266(β), μία κατηγορία κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 και μία κατηγορία διάρρηξης κτηρίου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371.

 

Για σκοπούς επιβολής ποινής λήφθηκαν υπόψη η Υπόθεση Αρ. 6085/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, οι Υποθέσεις Αρ. 14981/2016 και 9071/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και οι μη καταχωρηθείσες Υποθέσεις Αρ. Σ34/2016, Σ35/2016 και Σ36/2016. Όλες οι υποθέσεις αφορούν συναφή με τα επίδικα αδικήματα.

 

Ο εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες:

 

(α) Στις 6.4.2011 στην υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό 496/2010, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά μηνών, με τριετή αναστολή για αδικήματα διάρρηξης σωματείου και κλοπής και διάρρηξης καντίνας και κλοπής. Στην εν λόγω υπόθεση είχαν ληφθεί υπόψη και οι Υποθέσεις Αρ. 8080/2010, 19415/2010 και 18879/2010 για αδικήματα διαρρήξεων και κακόβουλης ζημιάς.

 

(β) Στις 5.12.2011 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Υπόθεση Αρ. 15381/2011 σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών και ενός έτους για αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών από κατοικία, ενώ ενεργοποιήθηκαν και έξι μήνες ποινής φυλάκισης από την Υπόθεση Αρ. 496/2010 με οδηγίες όπως εκτελεστούν διαδοχικά. Σε σχέση με αυτή την υπόθεση ο εφεσείων αποφυλακίστηκε με προεδρική χάρη στις 11.11.2013 και οφείλει για σκοπούς έκτισης ποινής άλλες 295 μέρες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στις δύο κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και στην κατηγορία διάρρηξης κτηρίου ποινή φυλάκισης δύο ετών, στις δύο κατηγορίες της κλοπής από κατοικία ποινή φυλάκισης 15 μηνών και στην κατηγορία της κλοπής ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στις κατηγορίες της συνωμοσίας. Περαιτέρω, ενεργοποιήθηκε η ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στην Υπόθεση Αρ. 15381/2011 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, η οποία είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη και ανερχόταν σε 295 μέρες.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν ως ακολούθως:

 

Η 1η παραπονούμενη Ντίνα Πελετιέ κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι στις 14.4.2016 άγνωστοι διέρρηξαν την οικία της στη Λευκωσία κλέβοντας μία τσάντα η οποία περιείχε, μεταξύ άλλων, χρηματικό ποσό και πιστωτική κάρτα συνδεδεμένη με τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο η εν λόγω παραπονούμενη διατηρούσε ως κοινό με την κόρη της, Μαριλένα Κωνσταντίνου, 2η παραπονούμενη. Από την πιστωτική κάρτα έγιναν τρεις αναλήψεις συνολικής αξίας €750 από κατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας. Η είσοδος στην οικία επιτεύχθηκε κατόπιν παραβίασης της μπαλκονόπορτας.

 

Κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Ελληνικής Τράπεζας κατέγραψε πρόσωπο το οποίο ομοιάζει με τον εφεσείοντα να κατεβαίνει από αυτοκίνητο άσπρου χρώματος φορώντας μαύρο φούτερ με άσπρο σχέδιο και να προσεγγίζει την ΑΤΜ κατά την ώρα που έγιναν οι αναλήψεις των μετρητών από την κλοπιμαία κάρτα.

 

Την 14.4.2016 ο Χριστάκης Χριστοφόρου κατήγγειλε στο ΤΑΕ Λευκωσίας ότι άγνωστοι μεταξύ των ωρών 7:30-14:00 διέρρηξαν την οικία του στη Λευκωσία και έκλεψαν διάφορα τιμαλφή, ηλεκτρονικά είδη και μια τσάντα, συνολικής αξίας €3.540. Γείτονας στις 12:45 είχε δει στην περιοχή άσπρο αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ο οποίος κατέληγε σε 702, σταθμευμένο, εντός του οποίου επέβαινε άντρας αφρικανικής καταγωγής ενώ άλλος άντρας με παρόμοια περιγραφή περπατούσε σε πεζοδρόμιο κατευθυνόμενος προς το εν λόγω αυτοκίνητο. Δεύτερη γείτονας επίσης ανέφερε στην Αστυνομία ότι την ίδια ώρα είδε στην ίδια οδό άντρα αφρικανικής καταγωγής να περπατά στο πιο πάνω πεζοδρόμιο με σακίδιο στην πλάτη και να κάθεται ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής ΗΤΜ702, με οδηγό επίσης αφρικανικής καταγωγής άντρα. Ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ανέφερε πως το αυτοκίνητο οδηγεί ο αδελφός του, πρώην κατηγορούμενος 1, στενός φίλος του εφεσείοντα, ο οποίος οδηγεί το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής HKP 335.

 

Στις 18.4.2016 εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα για την υπόθεση και κατόπιν έρευνας στο πιο πάνω όχημά του ανευρέθηκε φούτερ με την ίδια περιγραφή όπως αυτό που φορούσε το πρόσωπο που έκανε τις αναλήψεις χρημάτων στην ATM. Ανακρινόμενος ο εφεσείοντας αρνήθηκε να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση.

 

Στις 27.12.2015 ο παραπονούμενος Γρηγόρης Αβρααμίδης κατήγγειλε ότι διαρρήχθηκε το κατάστημά του ΑΒΡΑΑΜΙΔΗΣ στο Στρόβολο, χωρίς να κλαπεί οτιδήποτε. Σύμφωνα με μαρτυρία θεάθηκε πρόσωπο με τζιν παντελόνι και μαύρο φούτερ με κουκούλα, όπως και δεύτερο πρόσωπο παρόμοιας περιγραφής, να κλωτσούν την πόρτα του καταστήματος και να τρέπονται σε φυγή με την άφιξη της Αστυνομίας. Πρόσωπο που καταδίωξε τους δράστες διαπίστωσε ότι ο ένας εκ των δύο ήταν αφρικανικής καταγωγής.

 

Ο εφεσείων για σκοπούς μετριασμού της ποινής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέδειξε την άμεση παραδοχή του, εκφράζοντας παράλληλα τη μεταμέλειά του σε σχέση με τη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων. Επεσήμανε, περαιτέρω, ότι μέρος της κλαπείσας περιουσίας έχει εντοπιστεί και πρόκειται να επιστραφεί στους νόμιμους δικαιούχους.

 

Ως προς τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα υιοθετήθηκε η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, απ΄ όπου προκύπτει ότι ο εφεσείων, ηλικίας 28 ετών, γεννήθηκε στο Σουδάν και μεγάλωσε στην Κύπρο. Προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια, χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Φοίτησε μέχρι την πρώτη τάξη Τεχνικής Σχολής στον Κλάδο Μηχανικών Αυτοκινήτων, οπότε και διέκοψε τη φοίτησή του λόγω χαμηλής επίδοσης. Από το 2014 διατηρεί δεσμό και έχει συμβία με την οποία απέκτησε δύο παιδιά ηλικίας 19 και 9 μηνών και ανέμεναν τη γέννηση τρίτου παιδιού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία έχει κριθεί ένοχος ο εφεσείων, στη συχνότητα και ευκολία με την οποία διαπράττονται τέτοιου είδους αδικήματα, με αποτέλεσμα να προκύπτει η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Περαιτέρω, παρέθεσε τις υποθέσεις Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 158, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 272, Τράντα ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 8/2016, ημερομηνίας 14.11.2016, οι οποίες αφορούν αδικήματα αυτής της φύσεως, ως ενδεικτικές και καθοδηγητικές για την επιβολή ποινής.

 

Λήφθηκε υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας το ύψος της κλοπιμαίας περιουσίας, χωρίς να παραγνωριστεί ότι μέρος αυτής έχει εντοπιστεί και θα επιστραφεί στους δικαιούχους της. Η άμεση παραδοχή του εφεσείοντα, καθώς και οι προσωπικές του περιστάσεις, λήφθηκαν υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα. Οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τείνουν να μειώσουν την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί, καθότι αποτελούν ένδειξη της στάσης του εφεσείοντα προς την τήρηση του Νόμου. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης θα ενεργοποιείτο ποινή φυλάκισης 295 ημερών, την οποία ο εφεσείων δεν εξέτισε λόγω προεδρικής χάρης που του δόθηκε.

 

Ο εφεσείων με τέσσερις λόγους έφεσης προβάλλει ως υπερβολικές τις ποινές που του επιβλήθηκαν. Επικαλείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, ότι η ποινή που επιβλήθηκε δεν ανταποκρίνεται στην τάση των αρχών και της νομολογίας εξατομικευμένης στην περίπτωση του εφεσείοντα και ότι υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών σε συνάρτηση με την ποινή που επέβαλε στον πρώην συγκατηγορούμενό του. Περαιτέρω, ισχυρίζεται παράβαση της αρχής της συνολικότητας της ποινής με τη διαταγή ενεργοποίησης του υπόλοιπου της ποινής στην Υπόθεση Αρ. 15381/2011.

 

Η προσέγγιση του  πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, προκειμένου περί αδικημάτων τα οποία ευρίσκονται σε έξαρση, όπως είναι τα αδικήματα στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων, θα πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, είναι ορθή. Όπως τονίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Saadi v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 308/2014, ημερομηνίας 24.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B300, «η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις.  Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe  κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Ενώπιόν μας τέθηκε επιπρόσθετα, πέραν της γέννησης του τρίτου του παιδιού, και το γεγονός ότι απεβίωσε πρόσφατα ο πατέρας του εφεσείοντα, εγκαταλείποντας σύζυγο και δύο ενήλικες θυγατέρες. Δε θεωρούμε ότι τα επιπρόσθετα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μας αλλάζουν καθοριστικά την εικόνα που υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε θεωρούμε ότι ο θάνατος του πατέρα του εφεσείοντα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της ποινής, εάν δεν την κρίναμε ως έκδηλα υπερβολική.

 

Η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας των αδικημάτων ούτε του στοιχείου της αποτροπής.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε σειρά από υποθέσεις οι οποίες αφορούν παρόμοιας φύσης αδικήματα, όπου επιβλήθηκαν χαμηλότερες ποινές. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι οι προηγούμενες αποφάσεις για σκοπούς επιβολής ποινής δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, καθότι οι ποινές που επιβάλλονται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετες με την ιδιαιτερότητα του παραβάτη και των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1 και Πόλεος ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 141/2016, ημερομηνίας 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B210).

 

Παραπονείται ο εφεσείων ότι του επιβλήθηκε η ίδια ποινή με τον πρώην συγκατηγορούμενό του ενώ εκείνος αντιμετώπιζε μεγαλύτερο αριθμό κατηγοριών και ενώ και οι δύο είχαν προηγούμενες καταδίκες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με το εγειρόμενο ζήτημα ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Θεωρώ επίσης ορθό στο στάδιο αυτό να σημειώσω ότι η συνολική ποινή που θα εκτίσουν και οι δυο Κατηγορούμενοι θα πρέπει να είναι η ίδια έχοντας υπόψη αφενός τις προηγούμενες καταδίκες που βαρύνουν τον Κατηγορούμενο 2 και το γεγονός ότι αυτός θα κληθεί να εκτίσει ποινή φυλάκισης 295 ημερών (για τις οποίες είχε τύχει προεδρικής χάρης) αφετέρου το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 1 δεν έχει τόσο βεβαρημένο ποινικό μητρώο πλην όμως αντιμετωπίζει μεγαλύτερο αριθμό κατηγοριών στην παρούσα υπόθεση.»

 

Κρίνουμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται η παρέμβασή μας. Ο πρώην συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα αντιμετώπιζε μεγαλύτερο αριθμό κατηγοριών, όμως είχε μία μόνο προηγούμενη καταδίκη στην οποία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης με αναστολή, έτσι ώστε να μη δικαιολογείται η διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των δύο. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών αποτελεί ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου προς την τήρηση της έννομης τάξης. Η ύπαρξή τους ανάλογα με τον αριθμό, το χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στην οποία αναφέρονται, επηρεάζει την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί σε ένα κατηγορούμενο (βλ. Huseyin Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 787). Στην παρούσα περίπτωση οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, ειδικότερα η δεύτερη στην οποία επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι τρία έτη, σαφώς περιόριζε τα περιθώρια επιείκειας που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ο εφεσείων έτυχε του πλεονεκτήματος της προεδρικής χάρης με την αναστολή της ποινής για περίοδο τριών ετών, το Νοέμβριο του 2013. Σύμφωνα με τους όρους κάτω από τους οποίους αποφυλακίστηκε, εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής των τριών ετών διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι΄ αυτό σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εις τρόπο ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας ποινής, ο κατάδικος να εκτίσει στη συνέχεια το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής. Ο εφεσείων δεν εκμεταλλεύτηκε τη χάρη που του δόθηκε και διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα κατά την περίοδο της αναστολής. Η ενεργοποίηση του υπόλοιπου της ποινής που ανερχόταν σε 295 μέρες είναι υποχρεωτική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω του ότι θα προχωρούσε σε ενεργοποίηση του υπόλοιπου της ποινής που αναστάληκε, εξέτασε τη νομολογία επί του ζητήματος της συνολικότητας της ποινής, έτσι ώστε αυτή να μην είναι υπερβολική. Προς τούτο παρέπεμψε σε απόσπασμα από την υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 62[1], όπου συνοψίζονται οι αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν κρίνουμε ότι χρίζει την παρέμβασή μας.

 

Με βάση καλά εδραιωμένη αρχή της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου μία ποινή που επιβλήθηκε πρωτοδίκως κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική ή εάν εντοπίζεται σφάλμα αρχής. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν ισορροπημένη και δίκαιη και δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Στην επιβληθείσα ποινή αντικατοπτρίζεται πλήρως η σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, αλλά και οι συνθήκες διάπραξής τους, καθώς και οι προσωπικές και άλλες περιστάσεις του εφεσείοντα. Η επιβολή της ίδιας ποινής με αυτή που επιβλήθηκε στον πρώην συγκατηγορούμενό του δικαιολογείται πλήρως από το Δικαστήριο και δε θεωρούμε ότι προκαλείται οποιαδήποτε αδικία, ούτε η συνολικότητα της ποινής που του επιβλήθηκε, αφού ενεργοποιήθηκε και η ανασταλείσα ποινή των 295 ημερών, οδηγεί σε υπερβολική ποινή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 



[1] «Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον  ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση  ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο