ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B481
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 139/2017)
21 Δεκεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητη.
----------
Α. Γιαλελής, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε επτά κατηγορίες εμπρησμού αυτοκινήτου, κατά παράβαση του άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μία κατηγορία εμπρησμού σκάφους, κατά παράβαση του άρθρου 315(β), οκτώ κατηγορίες κακόβουλης βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 324(1), συνολικής ζημιάς €26.030, μία κατηγορία διάρρηξης κτηρίου και κλοπής από αυτό χρηματικού ποσού €60, κατά παράβαση των άρθρων 291, 294(α) και 255.
Περαιτέρω, λήφθηκαν υπόψη ακόμα δύο υποθέσεις, εκ των οποίων η μία είναι μη καταχωρηθείσα που, επίσης, αφορούσαν αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών. Ο εφεσείων βαρύνεται με πέντε προηγούμενες καταδίκες για συναφή αδικήματα.
Κατά το στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής, μετά από προσπάθεια κατάθεσης έκθεσης κλινικού ψυχολόγου για την κατάσταση του εφεσείοντα, διατάχθηκε η διεξαγωγή ακρόασης τύπου Newton Trial. Σε κάποιο στάδιο, όμως, η εν λόγω διαδικασία διεκόπη, αφού δηλώθηκε ότι ο εφεσείων πάσχει από αντικειμενική διαταραχή προσωπικότητας, από παρορμητικότητα και είναι χαμηλής νοημοσύνης. Περαιτέρω, ότι ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία τη χρήση κάνναβης, ενώ τα τελευταία χρόνια είναι χρήστης σκληρών ναρκωτικών.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων και την ανάγκη για αποτροπή. Τόνισε το εύρος της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα, ο οποίος σε διάστημα δύο μηνών, διέπραξε οκτώ εμπρησμούς, προκαλώντας ζημιές συνολικού ύψους €26.030, χωρίς να αποζημιώσει τα θύματά του, καθώς επίσης την άκρως επικίνδυνη και ανησυχητική συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου. Από την άλλη, έλαβε υπόψη την ψυχική του κατάσταση, η οποία συνέδραμε στη διάπραξη των αδικημάτων, τις προσωπικές του συνθήκες, καθώς επίσης και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές και κατέληξε στην επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης, με την ψηλότερη ποινή να ανέρχεται σε πέντε έτη.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής. Στο εφετήριο περιλαμβάνονταν τέσσερις λόγοι έφεσης, από τους οποίους οι δύο αποσύρθηκαν στο στάδιο της ακρόασης και παρέμειναν μόνο οι πρώτοι δύο που αφορούν την απόρριψη από το Κακουργιοδικείο αιτήματος της υπεράσπισης για παραπομπή του εφεσείοντα σε αναγκαστική θεραπεία.
Συγκεκριμένα, προτού αγορεύσει ο συνήγορος του εφεσείοντα προς μετριασμό της ποινής, ζήτησε από το Κακουργιοδικείο όπως συσταθεί Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση τον περί Θεραπείας Κατηγορουμένων και Καταδικασθέντων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Προσώπων Νόμο του 2016 (Ν.41(Ι)/2016), με στόχο την έκδοση διατάγματος θεραπείας σε κέντρο θεραπείας, λόγω του ότι ο εφεσείων είναι χρήστης ναρκωτικών για πολλά χρόνια. Το αίτημα της υπεράσπισης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, καθότι έκρινε ότι ο εν λόγω Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Ειδικότερα, το Κακουργιοδικείο ερμηνεύοντας το άρθρο 6(1) του Νόμου, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Θεωρούμε ότι το άρθρο 6(1) όπως είναι διατυπωμένο είναι πολύ σαφές και δεν χωρεί οποιασδήποτε αμφισβήτησης ή αμφιβολίας όσον αφορά την ερμηνεία αυτού. Συγκεκριμένα, είναι σαφές πως στο άρθρο 6, εξαιρούνται πρώτο, «αδίκημα που συνιστά κακούργημα» και δεύτερο, εξειδικευμένα πλέον «το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια». Αυτό προκύπτει με βάση το ίδιο το λεκτικό του συγκεκριμένου άρθρου. Επομένως, η εξαίρεση παραπέμπει αφενός σε κάθε αδίκημα που συνιστά κακούργημα και αφετέρου συνεχίζει με ειδική επιπρόσθετη και συγκεκριμένη αναφορά στο αδίκημα της κατοχής με σκοπό στην προμήθεια. Η χρήση της λέξης «και» ακριβώς παραπέμπει στη συμπερίληψη και των δύο ξεχωριστά, ήτοι κακουργήματος από τη μια και του αδικήματος της κατοχής με σκοπό την προμήθεια από την άλλη, και όχι στην ερμηνεία που δίνει η Υπεράσπιση. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να δώσουμε την ερμηνεία που εισηγείται η Υπεράσπιση, ότι δηλαδή, η πρώτη φράση «αδίκημα που συνιστά κακούργημα», απαραιτήτως συνδέεται και παραπέμπει μόνο στο αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.»
Η απόρριψη του αιτήματος της υπεράσπισης από το Κακουργιοδικείο αποτελεί αντικείμενο των δύο λόγων έφεσης που παρέμειναν προς εκδίκαση. Ο εφεσείων προβάλλει στον πρώτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος δε θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε αναγκαστική θεραπεία σύμφωνα με το Νόμο και με το δεύτερο λόγο έφεσης πως το Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τη σχετική νομοθετική διάταξη. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ψυχοσωματική κατάσταση του εφεσείοντα και το γεγονός ότι πριν τη σύλληψή του αιτήθηκε να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης στο οποίο έγινε αποδεκτός.
Σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ερμήνευσε το Νόμο σε βάρος του διοικούμενου με τρόπο που πλήττει τόσο τα δικαιώματα του εφεσείοντα όσο και το καλώς νοούμενο συμφέρον της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, η επιφύλαξη του άρθρου 6(1) του Νόμου θα έπρεπε να ερμηνευθεί με τρόπο ώστε να εξαιρείται η εφαρμογή του Νόμου σε περίπτωση που ο καταδικασθείς κατηγορείται με κακούργημα και, παράλληλα, κατηγορείται είτε με το κακούργημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, είτε με άλλο κακούργημα που αφορά την κατοχή με σκοπό την προμήθεια. Εάν ακολουθηθεί η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντοτε με τον ευπαίδευτο συνήγορο, τότε δεν θα ήταν αναγκαίο να προστεθεί η φράση «και το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια» από τη στιγμή που το εν λόγω αδίκημα αποτελεί κακούργημα.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης και, με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, η ερμηνεία που δίδει στη σχετική νομοθετική διάταξη δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Το άρθρο 6(1) του Νόμου ως ίσχυε τότε, προνοεί ως ακολούθως:
«Σε περίπτωση που χρήστης ή ουσιοεξαρτημένος κατηγορείται ενώπιον Δικαστηρίου ή έχει καταδικασθεί από Δικαστήριο για οποιοδήποτε αδίκημα, με εξαίρεση αδίκημα που συνιστά κακούργημα και το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, όπως αυτό καθορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 6 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα θεραπείας με το οποίο να εξουσιοδοτεί την παραπομπή του σε Κέντρο Θεραπείας.»
Με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων. Εκεί όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων είναι μεν επιτρεπτή, πλην όμως δεν καθιστά εφικτή ούτε και δικαιολογεί την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου πρέπει να είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του νομοθέτη. Αυτό είναι και το μόνο ζητούμενο (βλ. Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 AAΔ 86 και Southfields Industries Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 AAΔ 59 και Κωμοδρόμος ν. White Knight Holdings Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 1903).
Εν προκειμένω, το άρθρο 6(1), όπως ορθά αναφέρει το Κακουργιοδικείο, είναι σαφές και, συνεπώς, η ερμηνεία που δόθηκε είναι ορθή. Εξαιρείται από την εφαρμογή του Νόμου «αδίκημα που συνιστά κακούργημα και το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.». Η λέξη «και» χρησιμοποιείται για να προσθέσει στην εξαίρεση των αδικημάτων που συνιστούν κακούργημα και το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Χρησιμοποιείται ακριβώς ο σύνδεσμος «και» για να προσθέσει στην εξαίρεση των αδικημάτων τα οποία συνιστούν κακούργημα και το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, γι' αυτό άλλωστε και η σωρευτική και όχι διαζευκτική σύνταξη στην εν λόγω πρόνοια. Η θέση του κ. Γιαλελή ότι η εξαίρεση περιορίζεται στο αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια δεν ευσταθεί. Ερμηνεία όπως η εισηγούμενη θα σήμαινε απαραδέκτως την απάλειψη από το Νόμο ολόκληρης κατηγορίας αδικημάτων, αυτής των εν γένει κακουργημάτων, διατηρώντας ως μόνη εξαίρεση αυτή της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Μάλιστα, οι εξαιρέσεις οι οποίες προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, εδράζονται σε διαφορετικούς νόμους: Τα μεν κακουργήματα στον Ποινικό Κώδικα, το δε αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ο οποίος αποτελεί ειδικό νόμο, γι' αυτό, ενδεχομένως, και η ανάγκη εξειδίκευσης, πέραν των εν γένει κακουργημάτων, και του αδικήματος της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ως εξαίρεσης.
Με βάση, λοιπόν, την ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο, την οποία κρίνουμε ως ορθή, η απόρριψη του αιτήματος της υπεράσπισης ήταν αναπόφευκτη καθώς τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο εφεσείων ήταν κακουργήματα. Συνακόλουθα, και οι δύο λόγοι έφεσης που έχουν εναπομείνει κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ