ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ ν. ΑΝΤΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 32/2016, 24/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B184
CORINA SNACKS LIMITED ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, 29/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B258
ECLI:CY:AD:2017:D429
28 Νοεμβρίου, 2017
(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)
Εφεσείοντες,
ν.
Εφεσίβλητoς.
_ _ _ _ _ _
Ελ.Μιχαηλίδου, (κα), για τους Εφεσείοντες.
Δ.Συρίμης για Μιχαηλίδου & Κωνσταντίνου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ψαρά-Μιλτιάδου,Δ.: Οι εφεσείοντες, υπήρξαν οι κατήγοροι-παραπονούμενοι οι οποίοι είχαν εγείρει ιδιωτική ποινική υπόθεση για έκδοση 7 επιταγών άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του άρθρου 305 Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και ο εφεσίβλητος υπήρξε ο κατηγορούμενος 2 στην ίδια υπόθεση. Μετά από κάποιες αποσύρσεις κατηγοριών (και απόσυρση της υπόθεσης για τον πρώην κατηγορούμενο 3), η κατηγορούμενη 1 εκρίθη ένοχη, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες επί των κατηγοριών, (κατηγορίες 1, 9, 17, 25, 41, 49 και 59) επί το ότι, δια του κατηγορουμένου 2, εξέδωσε τις 7 επίδικες επιταγές της Τράπεζας Κύπρου με ημερομηνίες 11.7.2011 έως 30.12.11 εις διαταγήν των εφεσειόντων, οι οποίες κατά την παρουσίαση τους προς πληρωμή στην Τράπεζα που έγινε κατά ή μετά την ημερομηνία που κατέστησαν πληρωτέες, δεν εξοφλήθησαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων της κατηγορούμενης 1 ή λόγω παγοποίησης του λογαριασμού ΚΑΠ[1] και οι οποίες για περίοδο 15 ημερών από της παρουσίασης τους παρέμειναν και εξακολουθούν να παραμένουν απλήρωτες. Η συνολική αξία των επιδίκων επιταγών ήταν 7.930.
Αντιθέτως, ο εφεσίβλητος, κατηγορούμενος ως συνεργός για τα ίδια αδικήματα, αθωώθηκε σε ισάριθμες κατηγορίες (2, 10, 18, 26, 42, 50 και 58), γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, παρά το ότι ο εφεσίβλητος παρείχε δια της υπογραφής του βοήθεια στην κατηγορουμένη 1 εταιρεία κατά την έκδοση των επιδίκων επιταγών, δεν αποδείχτηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα προαπαιτούμενα της συνέργειας δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα στα εν λόγω αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα.
Η αιτιολογία του Δικαστηρίου σε συνοπτική μορφή έχει ως εξής:
(α) Για δύο επιταγές (τεκμ.7 και 8) που αφορούν τις κατηγορίες 2 και 10, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν αποδείκτηκε ο χρόνος έκδοσης τους. Εφόσον δε ο χρόνος δεν έχει αποδειχθεί είναι αδύνατο, όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, να αξιολογηθούν άλλα γεγονότα ή δείγματα συμπεριφοράς του εφεσίβλητου ικανά να πείσουν ότι γνώριζε τα ουσιώδη γεγονότα και άρα είχε την ανάλογη ένοχη πρόθεση.
(β) Για τις υπόλοιπες 5 επιταγές (τεκμ.2-6) που αφορούν τις λοιπές κατηγορίες, θεώρησε ότι «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος 2 όταν υπέγραφε τις επιταγές τεκμ.2 και 3 στις 17.5.2011 ή τα τεκμήρια 4-6 το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου του 2011, και εν πάση περιπτώσει όλες τις επιταγές πριν την κρίσιμη ημερομηνία δηλαδή 11.7.2011, θα μπορούσε να γνωρίζει ότι θα συνέβαιναν τα γεγονότα του Μαρί και όσα επακολούθησαν σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1 ή ακόμη ότι γνώριζε ότι οι επιταγές κατά τις ημερομηνίες που έθεσε στις επιταγές σαν ημερομηνίες πληρωμής τους και που ήταν 5-6 μήνες μετά την ημερομηνία έκδοσης τους δεν θα πληρώνονταν. Με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, όταν υπέγραφε τις επιταγές, αντίθετα πίστευε, όπως έγινε και με προηγούμενες επιταγές που είχαν εκδοθεί στους παραπονούμενους μέχρι τον Ιούνιο του 2011, ότι και οι επίδικες επιταγές πιο πάνω θα πληρώνονταν».
Θεωρήθηκε επίσης σημαντικό ότι τα γεγονότα της έκρηξης του Μαρί στις 11.7.2011 επηρέασαν με απρόβλεπτο τρόπο τη λειτουργία της επιχείρησης της κατηγορουμένης 1.
Προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση με 3 λόγους έφεσης, ότι εσφαλμένα και αβάσιμα το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην αθώωση του εφεσίβλητου μη εφαρμόζοντας ορθά το νόμο δηλαδή τα άρθρα 20 και 305 ως άνω καθώς και με εσφαλμένη αντίληψη της νομολογίας, ειδικά την Παυλόπουλος ν. Skopy shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261. Συγκεκριμένα λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπάρχει ένοχη διάνοια και τον αθώωσε, παρόλο ότι, με βάση τη δοθείσα μαρτυρία, γνώριζε ότι κατά την παρουσίαση των επιταγών στην τράπεζα, δεν θα εξοφλούντο λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων (1ος λόγος). Επίσης βάλλεται η απόφαση επί το ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσείοντα αποφασίζοντας στη σελίδα 17 της απόφασης πως «Με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του όταν υπέγραφε τις επιταγές αντίθετα πίστευε, όπως έγινε και με προηγούμενες επιταγές που είχαν εκδοθεί στους παραπονούμενους μέχρι τον Ιούνιο του 2011, ότι και οι επίδικες επιταγές θα πληρώνονταν». (2ος λόγος).
Ακόμη προβάλλεται από τους εφεσείοντες η κατ΄ισχυρισμόν αντιφατική ενέργεια του Δικαστηρίου αφενός να αθωώσει τον εφεσίβλητο και αφετέρου να καταδικάσει την εταιρεία (3ος λόγος).
Η έφεση στρέφεται εναντίον αθώωσης συνεπώς θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 137(1) της Ποινικής Δικονομίας, Kεφ.155[2]. Με βάση το περιεχόμενο των ως άνω λόγων και της αιτιολογίας τους κρίνεται ότι καλύπτεται η παρούσα από το άρθρο 137(1) και δη στα στοιχεία (ii) και (iii) συνεπώς θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης.
΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά τις θέσεις τόσο των εφεσειόντων όσο και του εφεσίβλητου στη βάση των διαγραμμάτων τους όσο και της νομολογίας που η κάθε πλευρά έχει επικαλεστεί.
Οι λόγοι έφεσης στην ουσία τους έχουν κοινή συνισταμένη και αφορούν τον λανθασμένο τρόπο χειρισμού του μαρτυρικού υλικού και τις λανθασμένες καταλήξεις με βάση το νόμο και τη νομολογία αναφορικά με την αθώωση του εφεσίβλητου.
Θεωρούμε ότι η πλευρά των εφεσειόντων έχει δίκαιο. Διαπιστώνεται στην πρωτόδικη προσέγγιση εσφαλμένο εύρημα όσον αφορά τη μαρτυρία, αλλά και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και των νομολογιακών αρχών.
Πρωταρχικά θα λέγαμε ότι η ίδια η καταδίκη της κατηγορουμένης 1 με βάση το κατηγορητήριο εκ του οποίου προκύπτει ότι η εταιρεία δρούσε δια του εφεσίβλητου έρχεται σε αντίφαση με την αθώωση του τελευταίου ελλείψει γνώσης. Αφού η ποινική ευθύνη της κατηγορούμενης 1 διαπιστώνεται ως τέτοια δια των πράξεων του εφεσίβλητου θα ήταν παράλογο να γίνει αποδεκτό ότι ο τελευταίος δεν γνώριζε. Τονίζεται βεβαίως ότι αυτό έχει σημασία διότι είναι δια του ιδίου του κατηγορητηρίου σε σχέση με την κατηγορουμένη 1 (κατηγορίες τις οποίες το Δικαστήριο αποδέχεται) που προκύπτει αντίστοιχα αντίφαση σε σχέση με τον εφεσίβλητο και την έλλειψη ένοχης σκέψης εκ μέρους του. Δεν απαντάται το στοιχειώδες ερώτημα πώς γνώριζε η εταιρεία και δεν γνώριζε ο διευθυντής αφ΄ης στιγμής το Δικαστήριο αποδέχεται ότι η εταιρεία είναι δια του διευθυντή της, δηλαδή του εφεσίβλητου, που δρούσε, συνεπώς αυτός ήταν ο ιθύνων νους της εταιρείας. (Βλ. Bolton (Engineering) Co. v. Graham (1957)1 Q.B.159 και Τesco Supermarkets Ltd ν. Nattrass (1972) A.C. 153 ή {1971} 2 W.L.R. 1166).
Περαιτέρω διαπιστώνεται ρήγμα στα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τη μη αποδοχή του χρόνου έκδοσης των επιταγών. Λανθασμένο επίσης είναι και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος όταν υπέγραφε τις επιταγές δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο μετά από 5-6 μήνες δεν θα πληρώνονταν. Εν τέλει θεωρούμε αδικαιολόγητο το τελικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως άνω ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να γνωρίζει την οικονομική κατάσταση της κατηγορούμενης 1 μετά από χρονικό διάστημα των 5 ή 6 μηνών.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παυλόπουλος (ανωτέρω) είναι υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της επιταγής. Εν προκειμένω προσφέρθηκε μαρτυρία τόσο δια του διευθυντή των εφεσειόντων ΜΚ1 αλλά και δια αποδείξεων (τεκμ.12 και 13) οι οποίες συσχετιζόμενες με τη μαρτυρία του ΜΚ1 παρείχαν ασφαλές έρεισμα στην αποδοχή της εκδοχής ότι ο εφεσίβλητος ως διευθυντής της κατηγορουμένης 1 κατά ή περί το Μάιο του 2011 και Ιούλιο του 2011 (17/5 και 26/7) εξέδωσε συνολικά 7 επιταγές γνωρίζοντας ή οφείλοντας να γνωρίζει ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά την πληρωμή.
Πρόκειται εμφανώς για λανθασμένη πορεία σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασιζόμενη σε αποσπασματικό αποκλεισμό μέρους της μαρτυρίας του ΜΚ1 και αντίθετα, σε αποδοχή, άνευ αιτιολογίας επί στέρεων γεγονότων, της επικαλούμενης πίστης του εφεσίβλητου «ότι δεν γνώριζε», ή ότι «πίστευε» πως θα πληρώνονταν οι επίδικες επιταγές.
Εξ άλλου η μαρτυρία του ΜΚ2 τραπεζικού υπαλλήλου η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο περιείχε τη θέση ότι η κατηγορούμενη 1 εταιρεία συχνά «έβγαινε από το όριο της». Ο ίδιος μίλησε για αριθμό επιταγών (εκτός των επιδίκων) που επιστράφηκαν.
Στην υπόθεση Vrontis Builders ltd και M&H Steel Constructions Ltd, Ποιν. εφ. 296/14 ημερ. 15.4.2016 επιβεβαιώθηκε η νομολογιακή αρχή της σημασίας της εθελοτυφλίας για να καταδείξει γνώση.
Στη δε υπόθεση Ιωαννίδη ν. Gastop Boutique Ltd κ.ά. Ποιν. εφ. 161/14, 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Το άρθρο 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα, δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε η εφεσίβλητη 2 ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, από την εφεσίβλητη 1, δεν προνοεί ρητά για συγκεκριμένη ένοχη διάνοια του συνεργού. Η νομολογία όμως, αγγλική και κυπριακή, δείχνει ότι ο συνεργός θα πρέπει να γνωρίζει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα. Συμφωνούμε με τη θέση που εκφράστηκε στην Παυλόπουλος (ανωτέρω) ότι ακόμα και όταν το κύριο αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης, για τη διάπραξη του αδικήματος της συνέργειας στο αδίκημα, είναι απαραίτητη η υποκειμενική υπόσταση, ένοχη διάνοια (mens rea).
Όμως δεν φαίνεται να επιβάλλεται η ανάγκη απόδειξης πρόθεσης, εκ μέρους του συνεργού, για διάπραξη του κύριου αδικήματος, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση πρόθεση μή πληρωμής της επιταγής, όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι αρκετό, κατά την κρίση μας, εάν ο συνεργός γνώριζε τα γεγονότα που συνέθεταν το κύριο αδίκημα, της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής στην προκείμενη περίπτωση, και ήταν αδιάφορος ή απερίσκεπτος αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο όταν παρουσιάζετο στην Τράπεζα για πληρωμή (reckless).
Εξάλλου στην υπόθεση Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποινικές Εφέσεις αρ. 102/14 και 115/14, ημερ. 22.10.2015, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή μιας εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία των κατηγορούμενων. Η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση.
Με όλο το σεβασμό εν προκειμένω, δεν είχε προσφερθεί κάτι το απτό και βάσιμο από την υπεράσπιση για να αποκλίνει το Δικαστήριο αφενός από το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1, ως άνω και αφετέρου να αγνοήσει - σε επίπεδο νομολογίας - ότι η ενοχή μπορεί να συνίσταται και στην αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με το κατά πόσο η επιταγή θα ετιμάτο όταν παρουσιάζετο στην Τράπεζα για πληρωμή. Μάλιστα προκαλεί απορία η θέση του Δικαστηρίου πως, ενώ δέχθηκε ότι λίγες (εκτός των επιδίκων) επιταγές της Κ1 επιστράφηκαν απλήρωτες σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ2, κατά τα λοιπά, έδωσε υπόσταση στην εκφρασθείσα πίστη του εφεσίβλητου ότι θα καλύπτονταν οι επίδικες επιταγές. Η δε έκρηξη στο Μαρί, έστω και αν προκάλεσε προβλήματα στην επιχείρηση της Κατηγορούμενης 1, δεν συσχετίστηκε επαρκώς με τα προβαλλόμενα ως ουσιώδη γεγονότα, ώστε να εκληφθούν ως «πίστη» για τίμηση των επιταγών. Ακόμη και αν έτσι είχαν τα πράγματα δεν εξηγήθηκε πώς αυτό θα λειτουργούσε ως δικαιολογία για τον εφεσίβλητο αλλά όχι για την Κατηγορούμενη 1, η οποία στη βάση των ίδιων γεγονότων, βρέθηκε ένοχη.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση επιτυγχάνει και ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος ως το κατηγορητήριο.
Π.
Δ.
Δ.
[1] Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών
[2] 137.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της ∆η΅οκρατίας δύναται
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Επαρχιακού ∆ικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το ∆ικαστήριο ΅πορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγ΅ατικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θε΅ελίωση της απόφασης αυτής·
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλη΅΅ελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·
(ιιι) ότι ο νό΅ος εφαρ΅όστηκε πλη΅΅ελώς επί των πραγ΅ατικών γεγονότων·
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας·