ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B383
ΑNΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 163/2016)
1 Νοεμβρίου 2017
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------------
Κωνσταντίνος Θεοχαρίδης με Θεοδοσία Αντωνίου (κα), για τον εφεσείοντα.
Γιάννος Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
-------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον
Μ.Μ. Νικολάτο, Π.
---------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(ex tempore)
NΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και για το αδίκημα της διάρρηξης και κλοπής, δηλαδή ότι μεταξύ της 12 και 14 Μαρτίου του 2016, στη Λεμεσό, διέρρηξε και εισήλθε σε κατάστημα πώλησης ηλεκτρονικών εργαλείων και έκλεψε απ΄ αυτό διάφορα εργαλεία συνολικής αξίας €14.115,39.- και ότι συνωμότησε, κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο, με άγνωστο πρόσωπο, να διαπράξει την εν λόγω διάρρηξη και κλοπή.
Ο εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες. Η πρώτη ήταν στην υπόθεση 6503/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποία, στις 8.5.2014, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαπέντε μηνών σε κάθε μια από τις οκτώ κατηγορίες για αδικήματα διάρρηξης κατοικίας και κλοπής. Στην υπόθεση εκείνη λήφθηκαν υπόψη, επίσης, άλλες δύο υποθέσεις οι οποίες επίσης αφορούσαν σε παρόμοιας φύσης αδικήματα. Η δεύτερη προηγούμενη καταδίκη ήταν στις 16.9.2015 στην υπόθεση 9844/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η υπόθεση αφορούσε σε αδίκημα διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή, η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά το χρόνο διάπραξης των παρόντων αδικημάτων και επιβολής της υπό εξέταση ποινής. Στα πλαίσια της υπόθεσης 9844/2014 λήφθηκε υπόψη και ακόμα μια υπόθεση, η 5172/2014 η οποία επίσης αφορούσε σε παρόμοιας φύσης αδικήματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, με καθοδήγηση από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη σοβαρότητα των αδικημάτων που διάπραξε ο εφεσείων και ιδιαίτερα εκείνου της διάρρηξης και κλοπής. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, στην οποία σημειώθηκε ότι αδικήματα διάρρηξης και κλοπής βρίσκονται σε έξαρση, στην Piliev ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 587 και στην Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 138, στις οποίες επίσης τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών. Η σοβαρότητα του αδικήματος της διάρρηξης και κλοπής φαίνεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή. Δεν παραγνώρισε, όμως, τους μετριαστικούς παράγοντες και τις προσωπικές περιστάσεις και συνθήκες του εφεσείοντα. Έλαβε, συναφώς, υπόψη την άμεση παραδοχή του και τη συνεργασία του με την αστυνομία, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες περιελάμβαναν το πρόβλημα υγείας του, ότι είναι οικογενειάρχης με τρία παιδιά, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία που αναφέρονται στην έκθεση κοινωνικής έρευνας. Αφού συνυπολόγισε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην πρώτη κατηγορία της συνομωσίας ποινή φυλάκισης δύο ετών και στη δεύτερη κατηγορία της διάρρηξης και κλοπής ποινή φυλάκισης δύο ετών. Οι ποινές ήταν συντρέχουσες και ξεκινούσαν από τις 10.8.2016, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων τέθηκε υπό κράτηση για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με το κατά πόσο θα έπρεπε να ενεργοποιήσει ή όχι την ποινή φυλάκισης με αναστολή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 16.9.2015 στην υπόθεση 9833/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και τούτο καθότι η ποινή στην παρούσα υπόθεση επιβλήθηκε στις 23.8.2016 και τα εκδικαζόμενα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά την περίοδο της αναστολής. Αναφέρθηκε στο σχετικό άρθρο 4(1) του περί Υφ΄όρον Αναστολής της Εκτέλεσης Ποινής Φυλάκισης εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972) και καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης της υπόθεσης Λουκά ν. Αστυνομίας (1986) 2 ΑΑΔ 141. Κατάληξε, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, στο συμπέρασμα ότι τυχόν ενεργοποίηση της ποινής φυλάκισης με αναστολή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα καθιστούσε την ποινή του υπερβολική και ως εκ τούτου δεν προχώρησε σε ενεργοποίησή της.
Η πρωτόδικη ποινή εφεσιβάλλεται από τον εφεσείοντα ως έκδηλα υπερβολική ποινή. Δεν υπάρχει έφεση από πλευράς εφεσίβλητης.
Στο διάγραμμα των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσείοντα αναλύονται οι λόγοι στους οποίους βασίζει την έφεσή του ο εφεσείων και ειδικά τονίζεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα τις προσωπικές περιστάσεις του, η ποινή είναι υπερβολική.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση ουδόλως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έκδηλα υπερβολική. Θα τη χαρακτηρίζαμε ως επιεική, δεδομένης μάλιστα της πρωτόδικης απόφασης να μην ενεργοποιήσει την ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με αναστολή, που βαρύνει τον εφεσείοντα, διαδοχικά προς την εκτέλεση της παρούσας ποινής των δύο ετών. Οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών και ιδιαίτερα του αδικήματος της διάρρηξης και κλοπής, η έξαρση που παρουσιάζεται στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία μας, αλλά και οι προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα που βαρύνουν τον εφεσείοντα, οι οποίες του στερούσαν το ελαφρυντικό που έχουν οι κατηγορούμενοι με λευκό ποινικό μητρώο, θεωρούμε ότι δικαιολογούσαν απόλυτα τη διετή ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην προκειμένη περίπτωση.
Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση και ποινή επικυρώνονται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π