ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα. Α. Αντωνίου με A. Γιάλλουρου (κα), Δημόσιοι Κατήγοροι, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 50/2016, 19/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B262

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

19 Ιουλίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 50/2016)

 

 

 

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Αντωνίου με A. Γιάλλουρου (κα), Δημόσιοι Κατήγοροι, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ότι ενώ, πώλησε ένα διαμέρισμα στον αντιπαροχέα, σε οικοδομή που ο ίδιος είχε ανεγείρει ως εργολάβος, στη συνέχεια και γνωρίζοντας τούτο, προχώρησε σκόπιμα, και σε δεύτερη πώληση του ίδιου διαμερίσματος, σε τρίτο πρόσωπο, εισπράττοντας προς τούτο χρήματα, κατά παράβαση του άρθρου 303Α (1), (2) (α) και (γ) του Ποινικού Κώδικα,                      Κεφ. 154. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω καταδίκης του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 10 μηνών.

 

 

Αρχικώς η υπόθεση καταχωρίστηκε εναντίον της εταιρείας                  K&M (Famagusta) Developers and Constructions Ltd                            (1η κατηγορουμένη) και της διευθύντριας της Μαρίας Αντωνίου              (2η κατηγορουμένη), καθώς επίσης και εναντίον του εφεσείοντα, ως κατηγορούμενου 3.

 

Η υπόθεση σε κάποιο στάδιο ανεστάλη εναντίον των κατηγορούμενων 1 και 2 και προχώρησε μόνο εναντίον του εφεσείοντα.  Η Μαρία Αντωνίου κατέθεσε ως Μ.Κ. 7.

   

Το εφετήριο αποτελείται από 16 λόγους έφεσης που αφορούν την καταδίκη και  τέσσερις  λόγους  που αφορούν την ποινή. Θα ενοποιήσουμε τους λόγους καθότι άπτονται ιδίων θεμάτων.

 

Από τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο ως βάση της απόφασης του, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι όντως υπήρξε «διπλή πώληση» και μάλιστα τούτο  χαρακτηρίστηκε ως  αναντίλεκτο γεγονός. 

 

Προσφάτως στην απόφαση Πατσαλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 87/2015, ημερ. 20 Ιανουαρίου 2017, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς τη δομή και τρόπο γραφής μιας απόφασης:

 

«Αποτελεί δοσμένη νομολογιακή αρχή ότι ο τρόπος γραφής, η διατύπωση και η έκφραση γνώμης κάθε δικαστή, προστατεύεται και τεκμηριώνεται ως πρωταρχική αξία της ανεξαρτησίας του, στοιχείου απαραίτητου και θεμελιακού της ιδίας της φύσεως του δικαστικού λειτουργήματος. Πλην, όμως, αυτή η ελευθερία διέπεται από κανόνες. Αποτελεί υποχρέωση κάθε δικαστή να περιλαμβάνει, σε κάθε απόφαση του, τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία, που θα παρέχουν αφενός τη δυνατότητα αντίληψης του σκεπτικού της δικανικής κρίσης και αφετέρου την άσκηση του εφετειακού ελέγχου, όταν και εφόσον τούτο καταστεί αναγκαίο.»

 

Παρόλο που η δομή της εκκαλούμενης απόφασης δεν είναι και η καλύτερη, και τούτο γιατί παρατίθενται γεγονότα και αξιολόγηση μαζί, στο τέλος το δικαστήριο ξεκαθαρίζει τα επίδικα θέματα με σαφήνεια, έχοντας ως βάση την όλη υπερασπιστική γραμμή που πρόβαλε ο εφεσείων, που δεν ήταν άλλη παρά το ότι ο ίδιος ήταν πλήρως αμέτοχος.

 

Το δικαστήριο, αφού προχώρησε σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και διαπίστωσε τη διπλή πώληση, έθεσε προς απόφανση:

 

«Η διπλή πώληση των ακινήτων είναι αναντίλεκτο γεγονός. Η ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου εστιάζεται στο να αποδειχθεί ότι αυτός συμμετείχε, είχε γνώση και/ή είναι υπεύθυνος για την διπλή πώληση και δεύτερο να αποδειχθεί ότι έγινε αυτή η διπλή πώληση με επίγνωση των πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση και με δόλια πρόθεση του κατηγορούμενου.»

 

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση είναι τα πιο κάτω.

 

Στη βάση συμφωνίας αντιπαροχής ημερ. 28 Νοεμβρίου 2006 η εταιρεία LΟUZAKS REAL ESTATES LIMITED, ως ιδιοκτήτης του τεμαχίου με αριθμό 826 στην Αραδίππου Επαρχίας Λάρνακας, παραχώρησε το εν λόγω τεμάχιο προς την εταιρεία K&M FAMAGUSTA DEVELOPERS LTD, προς ανέγερση πολυκατοικίας επί της οποίας θα παραχωρούντο, ως αντάλλαγμα, στους ιδιοκτήτες δυο διαμερίσματα στο 2ο όροφο, με  ανάλογους χώρους στάθμευσης και αποθήκες. Υπήρχε και συμφωνία για δεύτερο τεμάχιο, που δεν θα μας απασχολήσει. Το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης στο Κτηματολόγιο στις 10 Ιανουαρίου 2007.

 

Στις 24 Οκτωβρίου 2007 η εταιρεία K&M FAMAGUSTA DEVELOPERS LTD, στη βάση πωλητηρίου εγγράφου, ιδίας ημερομηνίας, συμφώνησε να πωλήσει στο Μάριο Κουντουρέτη              (ο παραπονούμενος) το διαμέρισμα αρ. 201, στο δεύτερο όροφο της οικοδομής, με την ονομασία «LOUZAKS 1» και είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι αφορούσε το ακίνητο επί του τεμαχίου 826, ιδιοκτησίας της εταιρείας LΟUZAKS REAL ESTATES LIMITED, το αντικείμενο    της πιο πάνω συμφωνίας αντιπαροχής. Το τίμημα πώλησης συμφωνήθηκε στις ΛΚ 77.000, πληρωτέο ως ακολούθως:

 

«3. Το πιο πάνω συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως εκ Λ.Κ. 77.000 (εβδομήντα επτά χιλιάδων λιρών Κύπρου μόνον) θα καταβληθεί από τον Αγοραστή προς τους Πωλητές ως ακολούθως:

 

  Α) Το ποσό των Λ.Κ. 1,000 (χιλίων λιρών Κύπρου) καταβλήθηκε από τον Αγοραστή προς τον Πωλητή για κράτηση του πιο πάνω διαμερίσματος στις 19/09/2007, αριθμός απόδειξης είσπραξης 07390.

 

Β) Το ποσό των Λ.Κ. 35.000 (τριάντα πέντε χιλιάδων λιρών Κύπρου) θα καταβληθεί από τον Αγοραστή ως προκαταβολή με την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας.

 

Γ) Το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ. 41,000 (σαράντα μια χιλιάδων Λιρών Κύπρου) θα καταβληθούν μέσω χρηματοδότησης όπου Αγοραστής και Πωλητής θα μεριμνήσουν γι' αυτό .»

 

 

 

Πρώτη ενότητα

 

Θα εξετάσουμε, αρχικώς, τον τρίτο λόγο έφεσης γιατί εξ αυτού μπορεί να εξαρτηθεί η πάρα πέρα εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Το παράπονο που υποβάλλεται με τον παρόντα λόγο έφεσης άπτεται της, κατ' ισχυρισμό, παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να ανταποκριθεί σε αίτημα του εφεσείοντα να του παραδοθούν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση αυτή, έτσι ώστε να παρουσιάσει την υπεράσπισή του.

 

Η υποχρέωση παράδοσης έγγραφου μαρτυρικού υλικού επιβάλλεται από την πρόνοια του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και τούτο για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική προετοιμασία της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου.

 

Το θέμα που έχει εγερθεί αφορά τη συμφωνία αντιπαροχής του τεκμηρίου 16. Μέσα από το διάγραμμα ο λόγος αυτός διαφοροποιείται και εστιάζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να έχει πρόσβαση σε έγγραφα που ευρίσκοντο στις εγκαταστάσεις της εταιρείας του, γιατί κατά το στάδιο έναρξης της ακρόασης, ο ίδιος βρισκόταν υπό περιορισμό.

 

Από τα πρακτικά της υπόθεσης, τα οποία τέθηκαν ενώπιον μας, ο εφεσείων, ο οποίος παρουσιάστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, αντεξέτασε σε έκταση τόσο                          τον αστυφύλακα 947, Π. Δημητρίου (Μ.Κ. 1), όσο και τον παραπονούμενο (Μ.Κ. 2). Στη συνέχεια, αντεξέτασε το Μ.Κ. 3,                 Φ. Χαραλάμπους, τότε δικηγόρο του παραπονουμένου. Όταν η διαδικασία προχώρησε με την κατάθεση της Βασιλικής Πάλμα, Μ.Κ. 4, κτηματολογικής λειτουργού και κατατέθηκαν τα τεκμήρια 16 και 17, ο εφεσείων ζήτησε από το δικαστήριο να γίνει αποδεχτή μια επιστολή που έδωσε στις φυλακές «αναφορικά με τα τεκμήρια». Σε κάποιο στάδιο το δικαστήριο ζήτησε από τον εφεσείοντα να προσδιορίσει ποια έγγραφα κατά την άποψη του δεν του έχουν παραδοθεί, έτσι ώστε να δοθούν οι ανάλογες οδηγίες. Υπήρχε αοριστία στον προσδιορισμό, από τον εφεσείοντα, του αριθμού ή των λεπτομερειών των εγγράφων που ζητούσε και στη συνέχεια δήλωσε, «μάλιστα, θα σας ετοιμάσω γραπτώς και θα σας τα φέρω την επόμενη φορά». Ανέφερε, όμως, ότι ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την αντεξέταση της μάρτυρος. Αυτή άρχισε, κάλυψε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και στο τέλος της διαδικασίας της ημέρας εκείνης ο εφεσείων δήλωσε το εξής: «Βάσει αυτών των δεδομένων (των απαντήσεων της μάρτυρος) αιτούμαι από το σεβαστό δικαστήριο ότι υπάρχουν σωρεία εγγράφων που πρέπει να φέρω στο δικαστήριο σας για να αντικρούσω αυτά που είπε η μάρτυρας και αιτούμαι όπως το δικαστήριο σας με κάποιο τρόπο εκδώσει κάποιο διάταγμα, κάποιο, αυτό προς τις φυλακές να με μεταφέρει, μιλούμε για συμβόλαια, για έγγραφα, για τεκμήρια, μιλούμε . γι' αυτό δεν μπορώ συνεχώς». Το δικαστήριο επανέλαβε στο μάρτυρα ότι πρέπει να προσδιορίσει τι ακριβώς ζητά, έτσι ώστε να δοθεί και η δυνατότητα στην Κατηγορούσα Αρχή να τοποθετηθεί. Ως αποτέλεσμα τούτου η υπόθεση ανεβλήθη για μεταγενέστερη ημερομηνία. Η αντεξέταση συνεχίστηκε από τον εφεσείοντα με βάση τα τεκμήρια 16 και 17, μια  διαδικασία η οποία καλύπτει πέραν των 15 σελίδων από τα πρακτικά. Ο εφεσείων επανέλαβε το αίτημα του για να του παρασχεθεί η δυνατότητα να επισκεφθεί τα γραφεία της εταιρείας του και το σπίτι του, για να εξασφαλίσει έγγραφα τα οποία ήταν αναγκαία για την υπεράσπιση του. Το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση και στις 16 Μαρτίου 2015 η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο να μεταφερθεί ο εφεσείων στο σπίτι του. Ζητήθηκε από τον ίδιο να προσδιορίσει τι είναι που επιδιώκει και αυτός επανέλαβε ότι πρόκειται περί επιστολών, αποδείξεων, τα οποία πρέπει ο ίδιος να αναζητήσει στο κτιριακό συγκρότημα και καλύπτουν 10 με 12 φάιλς, (όπως είπε). Η διαδικασία συνεχίστηκε με την κατάθεση του Μ.Κ. 5, ο οποίος είναι υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου και στο τέλος της διαδικασίας το δικαστήριο ανέφερε το εξής:

 

«Είναι σωστό στο βαθμό που γίνεται να δοθούν διευκολύνσεις στον κατηγορούμενο να ετοιμάσει την υπεράσπιση του νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος να προσδιορίσει τι θέλει και τι γυρεύει. Η υπόθεση ορίζεται για συνέχιση στις 20/4/15 .»

 

 

Στις 20 Απριλίου 2015 ο εφεσείων ανέφερε το εξής:

 

«Το αίτημα μου για να μεταβώ στα γραφεία των εταιρειών στο Παραλίμνι έχει εκτελεστεί το Σάββατο 18/4/15, με τη βοήθεια του δικαστηρίου σας, της Εισαγγελίας και της Διευθύντριας των φυλακών. Πραγματικά ως εκ θαύματος εξαφανίστηκαν από το γραφείο όλοι οι φάκελοι μου, όλες οι υποθέσεις, γιατί μιλούμε για χιλιάδες έγγραφα, γιατί η εταιρεία μου έχουν κάνει χιλιάδες πωλήσεις και αγορές αντίστοιχα. Απλώς είχαμε αυτή την διατύπωση..»

 

 

Κρίνοντας από αυτό το πρακτικό, το οποίο έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καθίσταται έκδηλο ότι το παράπονο το οποίο διατυπώνεται από τον εφεσείοντα είναι εντελώς αβάσιμο. Τα έγγραφα τα οποία παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή και συγκεκριμένα τα τεκμήρια 16 και 17, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν αναφέρθηκε                από τον εφεσείοντα ότι δεν ήταν στην κατοχή του. Παρατηρούμε μια ευρύτατη και λεπτομερέστατη αντεξέταση τόσο του παραπονουμένου, του μάρτυρα της τράπεζας και της κτηματολογικού λειτουργού, με μια παράλληλη και αόριστη προβολή παραπόνου για χιλιάδες έγγραφα τα οποία θα ήθελε ο εφεσείων να έχει στην κατοχή του. Έγινε τρεις φορές προσπάθεια από το δικαστήριο, με παράλληλη δέσμευση του εφεσείοντα να προσδιορίσει τι είναι που αναζητεί, έτσι ώστε να προσδιοριστεί η ανάγκη, κάτι το οποίο τελικώς δεν έκαμε. Στη συνέχεια, υλοποιείται η επιθυμία του να μεταβεί, τη συνοδεία της αστυνομίας, στα γραφεία της εταιρείας του και ο ίδιος δηλώνει ότι «ως δια μαγείας έχουν εξαφανιστεί».

 

 Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν                            το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω.

 

Συνεπώς ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Δεύτερη ενότητα

Η υπόθεση αυτή κρίθηκε, εκτός από ένα θέμα που θα μας απασχολήσει μεταγενέστερα, στην αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας όπως και του εφεσείοντα. 

 

Επί του έργου της αξιολόγησης η αναγκαιότητα επέμβασης του Εφετείου καθίσταται επιτακτική όταν τα συγκεκριμένα, σε κάθε υπόθεση ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου έρχονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή αντίκεινται στη λογική των πραγμάτων, όπως αυτά εκπηγάζουν από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας. (Βλ. George Elia Motor Engineer Ltd ν. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, Ποιν. ΄Εφ.         Αρ. 207/2014  ημερ. 20 Δεκεμβρίου 2016)

 

Επί του προκειμένου, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8, 11, 12 και 13, από τους 16 σε αριθμό λόγους, αφορούν το εύρημα του  δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας, δυνάμει του οποίου έχουν χαρακτηριστεί οι μάρτυρες κατηγορίας αξιόπιστοι και ο εφεσείων παντελώς αναξιόπιστος. 

 

Έχουμε διεξέλθει σε έκταση την προσαχθείσα μαρτυρία, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, που καλύπτουν 288 σελίδες και τα πλείστα, όσα εγερθέντα, αφορούν αχρείαστη, και σε έκταση και περιεχόμενο, αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας από τον εφεσείοντα, κάτι που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υποχρέωση να περιορίσει, χωρίς να έχουμε εντοπίσει ίχνος βασιμότητας στο προβληθέν, με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, παράπονο.

 

Τα πιο κάτω ευρήματα του δικαστηρίου, ως προς τα γεγονότα   είναι καθοριστικά της ορθής αξιολόγησης που έγινε:

 

«1. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ2 ο κατηγορούμενος διενήργησε τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη της συμφωνίας. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος ήταν ενήμερος για όλες τις λεπτομέρειες της αγοραπωλησίας και το συγκεκριμένο διαμέρισμα που ήταν το αντικείμενο της συμφωνίας.

 

 2.    Ο κατηγορούμενος εισέπραξε την προκαταβολή των ΛΚ1000 και εξέδωσε το τιμολόγιο. Σύμφωνα με τον ΜΚ2                   ο κατηγορούμενος τον πήρε στην υπό ανέγερση πολυκατοικία και του υπέδειξε το συγκεκριμένο διαμέρισμα κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

 

 3.    Ο κατηγορούμενος έλεγε συνέχεια στον ΜΚ2 ότι θα διευθετούσε το όλο ζήτημα και επικαλέσθηκε την υπεράσπιση περί καλόπιστου λάθους όταν έγινε καταγγελία στην αστυνομία μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

 4.    Ο κατηγορούμενος προέβαινε σε διάφορες δικαιολογίες για το ζήτημα της διπλής πώλησης και προέβαινε σε διάφορες παραστάσεις στον ΜΚ2 προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Μέχρι σήμερα το πρόβλημα δεν έχει διευθετηθεί.

 

 5.    Ο κατηγορούμενος επιχείρησε να αγοράσει και άλλο χρόνο κάνοντας παραστάσεις στον ΜΚ2 ότι θα του επέστρεφε τα χρήματα του. Παρέδωσε στον δικηγόρο του ΜΚ2 τον ΜΚ3 δύο επιταγές της εταιρείας Alex Motors. Αυτές οι επιταγές επιστράφησαν στον εκδότη χωρίς να πληρωθούν.

 

 6.    Ουδέποτε ανέφερε στον ΜΚ3 ότι η διπλή πώληση έγινε από καλόπιστο λάθος. Αντιθέτως, έκανε παραστάσεις στον ΜΚ3 ότι θα διευθετούσε το ζήτημα και του εξέδωσε δύο επιταγές για να επιστρέψει τα χρήματα.

 

 7.    Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει κάνει διπλή πώληση του ιδίου διαμερίσματος. Ο ΜΚ6 ανέφερε ότι σε σχέση με την συμφωνία αντιπαροχής που αφορά την υπό ανέγερση πολυκατοικία στο τεμάχιο 830 υπήρχε και πάλι διπλή πώληση. Αυτό εκμηδενίζει την πιθανότητα η διπλή πώληση στην παρούσα περίπτωση να οφείλεται σε μία σύμπτωση δηλαδή καλόπιστο λάθος. Παρόμοια γεγονότα είναι αποδεκτή μαρτυρία για να αποδειχθεί η πρόθεση του κατηγορουμένου (βλ. R. v. Bond 1904-7 All ER Rep 24).

 

 8.    Η ΜΚ5 μίλησε με τον κατηγορούμενο αμέσως μετά την κατάθεση του δεύτερου πωλητηρίου εγγράφου και αυτός δεν ανέφερε ότι έγινε λάθος αλλά ότι θα διευθετούσε το ζήτημα σε μία εβδομάδα. Όμως η παρελκυστική τακτική του κατηγορούμενου να μην αποκαταστήσει τα θύματα της απάτης είχε διάρκεια ετών.

 

 9.    Η συμφωνία αντιπαροχής αφορούσε όλα τα διαμερίσματα του δεύτερου ορόφου συνεπώς, είναι απίθανο ο κατηγορούμενος να διαπραγματεύετο πώληση διαμερίσματος στον δεύτερο όροφο που γνώριζε ότι είχε ήδη πωληθεί. Σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΚ6 η συμφωνία αντιπαροχής έγινε υπό την επίβλεψη του κατηγορούμενου που γνώριζε κάθε πτυχή της συμφωνίας και ειδικά ότι αντικείμενο της αντιπαροχής ήταν τα διαμερίσματα του δεύτερου ορόφου.

 

10. Η ΜΚ7 ανέφερε ότι την ημέρα που έγινε η κατάθεση του δεύτερου αγοραπωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο του τηλεφώνησε διότι ο λειτουργός του κτηματολογίου πρόσεξε κάποιο λάθος ασάφεια σε σχέση με την αποθήκη του διαμερίσματος. Όταν επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο αυτός της είπε κάθε λεπτομέρεια σε σχέση με την αποθήκη ώστε να διορθωθεί στο συμβόλαιο. Συνεπώς, γνώριζε κάθε λεπτομέρεια της συμφωνίας.»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8, 11, 12 και 13 απορρίπτονται.

 

Τρίτη ενότητα

Με τους λόγους έφεσης 9 και 10, ο εφεσείων παραπονείται για την απόρριψη της προβληθείσας εκδοχής περί καλόπιστου λάθους, το οποίο είχε διαπραχθεί από το Κτηματολόγιο.

 

Ούτε με αυτή την πτυχή της εισήγησης συμφωνούμε. Το δικαστήριο με αναφορά στη συντριπτική, θα λέγαμε, μαρτυρία που είχε ενώπιον του, κατέληξε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο περί  λάθους.  Τα επιχειρήματα  που προωθήθηκαν επί του προκειμένου, και πάλι είχαν ως επίκεντρο τα ευρήματα αξιοπιστίας του δικαστηρίου.

 

Θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα που τεκμηριώνουν την πιο πάνω θέση. Η μαρτυρία του παραπονουμένου, αγοραστή                    του διαμερίσματος 201, όπως επίσης και της Μ.Κ. 7, προς                    την κατεύθυνση αυτή, δίδουν το στίγμα. Η μαρτυρία δε της κτηματολογικού λειτουργού Β. Πάλμα, επί του προκειμένου,    ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ότι τεκμηριώνει σε οποιοδήποτε βαθμό τέτοια εισήγηση, η οποία άπτεται της αξιοπιστίας, για την οποία ισχύουν όσα έχουμε αναλύσει πιο πάνω.

 

Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 9 και 10 απορρίπτονται.

 

Τέταρτη ενότητα

Ο ευπαίδευτος συνήγορος με τον 14ον λόγο έφεσης ισχυρίστηκε        ότι δεν είχε τεκμηριωθεί η πρόθεση εξαπάτησης εκ μέρους του εφεσείοντα, όταν όλη η μαρτυρία καταδεικνύει καλόπιστο λάθος εκ μέρους του Κτηματολογίου με την αποδοχή της δεύτερης πώλησης. 

 

Το θέμα της πρόθεσης δεν είναι πολλές φορές αντικείμενο άμεσης μαρτυρίας, πρέπει όμως ν' αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία, περιλαμβανομένης της μετέπειτα συμπεριφοράς. (Βλ. Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 και Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 19/2016, ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:B538).  Πλην, όμως, στη προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία καταλυτικά οδηγεί προς μια μόνο κατεύθυνση ότι δηλαδή, ο εφεσείων εν γνώσει του προχώρησε και οδήγησε τα πράγματα στη εκτέλεση της δεύτερης πώλησης, χρησιμοποιώντας τη Μ.Κ. 7. Ο ίδιος είχε προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις  και στην κατάληξη με το δεύτερο αγοραστή (παραπονούμενο). Τα λάθη που εντοπίστηκαν στη δεύτερη συμφωνία, όταν αυτή κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, αναφορικά με τους αριθμούς του χώρου στάθμευσης και της αποθήκης, διορθώθηκαν μετά από τηλεφώνημα που έκαμε η Μ.Κ. 7                            στον εφεσείοντα.  Ακόμα, η συμπεριφορά του εφεσείοντα, μετά               την υποβολή παραπόνου από τον παραπονούμενο, όπως                 αυτή περιγράφεται με λεπτομέρεια στην εκκαλούμενη απόφαση, ουδόλως οδηγεί προς άλλο συμπέρασμα, παρά ότι              υπήρχε πρόθεση εξαπάτησης. Ο παραπονούμενος ουδέποτε ενημερώθηκε από τον εφεσείοντα για καλόπιστο λάθος. Αντιθέτως, τον διαβεβαίωνε ότι θα του επέστρεφε τα χρήματα και σε κάποιο  στάδιο του παρέδωσε δύο επιταγές μιας εταιρείας Alex Motors, με σκοπό την αποπληρωμή μέρους των πληρωθέντων,  οι οποίες δεν τιμήθηκαν.

 

Τα πιο πάνω, μεταξύ άλλων, αίρουν κάθε έρεισμα νομιμοποίησης  του επιχειρήματος του εφεσείοντα.

 

Με τον τελευταίο λόγο αυτής της ενότητας ο εφεσείων πρόβαλε ότι δεν έχει αποδειχθεί το στοιχείο της καταδολίευσης.

 

Η πιο κάτω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, εδραζόμενη επί της μαρτυρίας, καλύπτει πλήρως το θέμα:

 

«Τα πιο πάνω αποδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος σκόπιμα διενήργησε την δεύτερη πώληση του ιδίου διαμερίσματος. Εισέπραξε χρήματα από τον ΜΚ2 γνωρίζοντας ότι αυτό το διαμέρισμα ήταν ήδη το αντικείμενο της συμφωνίας αντιπαροχής με τον ΜΚ4. Με τις οδηγίες του συντάχθηκε                 ένα αγοραπωλητήριο έγγραφο το οποίο σκόπιμα δεν καταγράφονταν αναγκαία στοιχεία ώστε να εντοπίσει το λάθος το κτηματολόγιο και έβαλε την ΜΚ7 να υπογράψει την συμφωνία χωρίς να αντιληφθεί αυτή τι είχε γίνει. Είναι το μόνο πρόσωπο που γνώριζε ότι η συμφωνία αφορούσε διαμέρισμα που είχε ήδη διατεθεί δυνάμει της συμφωνίας αντιπαροχής. Ο κατηγορούμενος ενορχήστρωσε τα πάντα έντεχνα ώστε μην αποκαλυφθεί η απάτη του προτού καταχωρηθεί το πωλητήριο έγγραφο και φρόντισε να μην φαίνεται πουθενά η ανάμιξη του στα χαρτιά ώστε την ευθύνη να την αναλάβει η ΜΚ7.»

 

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 14 και 15 απορρίπτονται.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται οικονομική διαφορά μεταξύ του εφεσείοντα και του παραπονουμένου, καθότι ο τελευταίος είχε καταχωρίσει αγωγή, εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και εναντίον του εφεσείοντα για το, κατ' ισχυρισμό, λάθος   και στη συνέχεια, δεν την προώθησε, μετά από συμβουλή του δικηγόρου του.  

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο δεν έχουμε αντιληφθεί το εύρος του επιχειρήματος, ούτε μας έχει παραπέμψει  σε  οποιοδήποτε νομικό επιχείρημα ώστε να μπορεί ν' απαντηθεί.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται στο σύνολο τους.

 

Έφεση εναντίον της ποινής

 

Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 2 ετών και 10 μηνών.

 

Μ' όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτο δικαστή, έχουμε προβληματιστεί ως προς τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της επιλεγείσας ποινής. Πλην, όμως, το Εφετείο, έχει υποχρέωση                 να  εξετάσει, αν, κάτω από το σύνολο των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική, όπως προβάλλεται από τον εφεσείοντα.

 

 Η προβλεπόμενη, με βάση την παράγραφο (1) του άρθρου  303Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινή, επί του οποίου εδράζεται το αδίκημα της πραγμάτωσης δόλιας συναλλαγής σε σχέση με ακίνητη περιουσία, είναι φυλάκιση μέχρι εφτά χρόνων. Βεβαίως η παρούσα υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικώς με ανώτατο όριο τα πέντε χρόνια.

 

Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο επεσήμανε την  ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από επιτήδειους, οι οποίοι, με σκοπό το χρηματικό κέρδος εξαπατούν άλλα πρόσωπα.

 

Η δραστηριότητα του εφεσείοντα καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«Ο κατηγορούμενος ήταν πρόσωπο που τελούσε κατά τον επίδικο χρόνο υπό πτώχευση και δεν είχε το δικαίωμα να διευθύνει την επιχείρηση. Διόρισε την ΜΚ7 ως διευθύντρια της εταιρείας για να συνεχίσει την λειτουργία της η εταιρεία. Όμως ο κατηγορούμενος έλεγχε την εταιρεία μέσω της ΜΚ7 που φαίνεται να ήταν ερωμένη του και αυτός έφερε τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε να πωληθεί δύο φορές το ίδιο διαμέρισμα σε ανυποψίαστους αγοραστές και η εταιρεία του να επωφεληθεί του ανταλλάγματος της συμφωνίας αγοραπωλησίας δύο φορές. Η συμφωνία αντιπαροχής του εξασφάλισε την γη επί της οποία θα γινόταν η ανέγερση του κτιρίου. Υποσχέθηκε στον ΜΚ6 τα διαμερίσματα στον δεύτερο όροφο. Στην συνέχεια διαπραγματεύτηκε με τον ΜΚ2 την πώληση του ιδίου διαμερίσματος. Εισέπραξε προσωπικά τα πρώτα £1000.00 του τιμήματος της αγοραπωλησίας και στην συνέχεια εξέδωσε το τιμολόγιο με το οποίο χρέωσε τον ανυποψίαστο αγοραστή για το διαμέρισμα το οποίο είχε ήδη πωληθεί. Σκόπιμα δεν αναφέρθηκε ο αριθμός του διαμερίσματος επί του συμβολαίου ώστε να μην αντιληφθεί ο παραπονούμενος αλλά και ούτε το κτηματολόγιο ότι το ίδιο διαμέρισμα ήταν ήδη αντικείμενο στην συμφωνία αντιπαροχής. Στην συνέχεια όταν αποκαλύφθηκε η απάτη του με διάφορα τεχνάσματα κατόρθωσε να εφησυχάσει τους πάντες ώστε αυτή η υπόθεση να μην καταγγελθεί άμεσα στην αστυνομία. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποκατασταθεί ο παραπονούμενος. Κατέβαλε το τίμημα της αγοράς του διαμερίσματος, έχει κάνει δάνειο στην τράπεζα προς το σκοπό και το ποσό οφείλεται. Παρόλο τούτο δεν είναι ιδιοκτήτης του διαμερίσματος αλλά και ούτε το κατέχει αλλά και ούτε του έχουν επιστραφεί τα χρήματα του. Ακόμη και κατά την ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος κορόιδευε τον παραπονούμενο με κούφιες υποσχέσεις ότι θα τον αποκαταστήσει φτάνει να το θελήσει και ίδιος.»

 

Το δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι έχει τρία παιδιά, εκ των οποίων το ένα με προβλήματα υγείας. Περαιτέρω, το ότι βρισκόταν, κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, στη φυλακή εκτίοντας ποινή για αδικήματα απάτης, και την καθυστέρηση που καταγράφεται από την έναρξη από την καταγγελία της υπόθεσης, το 2010, μέχρι την καταδίκη και την επιβολή της ποινής, έξι χρόνια, κρίνουμε το παράπονο του εφεσείοντα για υπερβολική ποινή ανεδαφικό και απορρίπτεται.

 

Με βάση τα πιο πάνω και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                       Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο