ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B261
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
19 Ιουλίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 210/2014)
(σχ. με 211/2014)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση 211/2014)
(σχ. με 210/2014)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ρ. Βραχίμης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο ενός μακροσκελούς κατηγορητηρίου, αποτελούμενου από 12 κατηγορίες, που είχαν ως πυρήνα το αδίκημα της προμήθειας καννάβεως και κοκαΐνης, οι Χριστόδουλος Χριστοδούλου (εφεσείων στην ποινική έφεση 210/2014) και ο Γιώργος Χριστοδούλου (εφεσείων στην ποινική έφεση 211/2014), καταδικάστηκαν ο μεν πρώτος και στις 12 κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ο δε δεύτερος σε 5 από αυτές και αθωώθηκε στις υπόλοιπες.
Η όλη δομή της προσαχθείσας μαρτυρίας και των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ήταν η αποδοχή της μαρτυρίας του Αντώνη Χριστοδούλου, που αρχικώς κατηγορείτο στο ίδιο κατηγορητήριο με τους εφεσείοντες, (κατηγορούμενος 1) και στη συνέχεια, μετά από τη δική του παραδοχή, μάρτυρα κατηγορίας (Μ.Κ. 4), ως το άτομο προς το οποίο, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οι εφεσείοντες προμήθευαν τα ναρκωτικά.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου όσο και το ύψος των επιβληθεισών ποινών.
Με τον 1ο λόγο έφεσης κρίνεται ως λανθασμένη η αποδοχή της μαρτυρίας του Αντώνη Χριστοδούλου (Μ.Κ. 4). Κακώς αυτή έγινε αποδεχτή χωρίς ενίσχυση, είναι η βάση του 2ου λόγου έφεσης. Η «συλλήβδην» αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, είναι το επίκεντρο του 3ου λόγου έφεσης. Η ασυλία, όπως χαρακτηρίστηκε από τους εφεσείοντες, που προσφέρθηκε στο Μ.Κ. 4 από την Κατηγορούσα Αρχή, λανθασμένα δεν είχε αποτελέσει παράγοντα απόρριψης της μαρτυρίας του (4ος λόγος έφεσης). Η αποδοχή του Κακουργιοδικείου ότι τα, κατ' ισχυρισμό, προμηθευθέντα ήταν ναρκωτικά, χωρίς την προσαγωγή προς τούτο μαρτυρίας εμπειρογνώμονα ήταν λανθασμένη, προκρίνεται με τον 5ο λόγο έφεσης. Η βάση επί της οποίας στήριξε τα ευρήματα του, το Κακουργιοδικείο, προβλήθηκε με τον 6ο λόγο έφεσης, ήταν λανθασμένη και, αυτά ήταν συνέπεια της αναστροφής του βάρους απόδειξης, χωρίς την αναγκαία απόδειξη (7ος λόγος έφεσης). Τέλος, με τον 8ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζαν δεν είχαν αποδειχθεί.
Έφεση κατά της καταδίκης
Α. Ενότητα.
Όπως είναι διατυπωμένοι οι τέσσερις πρώτοι λόγοι έφεσης, έχουν ένα κοινό πυρήνα. Την κρίση επί της αξιολόγησης των μαρτύρων κατηγορίας, και ιδιαιτέρως του Μ.Κ. 4. Στη βάση αυτού θα εξεταστούν ως μια ενότητα.
Θεωρούμε, κατ' αρχάς, ως άδικη και ταυτοχρόνως μηδενιστική την προβληθείσα εκδοχή περί συλλήβδην αποδοχής, από πλευράς του Κακουργιοδικείου, της προσαχθείσας, από την Κατηγορούσα Αρχή, μαρτυρίας.
Η κριτική μιας απόφασης πρέπει να εδράζεται στην αμφισβήτηση της ενότητας των νομικών συλλογισμών, επικουρούμενοι επί στέρεων στοιχείων και του συνόλου της μαρτυρίας όπως και του εκτεθέντος λόγου του δικαστηρίου. Η δικαστική απόφαση δεν είναι ορθό να κρίνεται μικροσκοπικά και αποσπασματικά. (Βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186 και Albu Mihalta v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 19/2011, ημερ. 14 Οκτωβρίου 2014).
Η παράθεση ενός συμπυκνωμένου κειμένου 29 σελίδων αξιολόγησης της μαρτυρίας του Χριστοδούλου (Μ.Κ. 4), θα κριθεί επί του περιεχομένου της. Δηλαδή, η επί μέρους ορθότητα θα εξεταστεί στη βάση των συγκεντρωμένων από τους εφεσείοντες παρατηρήσεων και κριτικής. Περαιτέρω, όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Κακουργιοδικείο με ένα, ιδιαιτέρως αναλυτικό τρόπο, κατατάσσει και αξιολογεί την κύρια εκδοχή του Μ.Κ. 4, αντιπαραβάλλοντας την με τις διάφορες εκδοχές που προβλήθηκαν από την υπερασπιστική γραμμή, ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 4 ήταν αποτέλεσμα άνομης συναλλαγής.
α) Κίνητρο Μ.Κ. 4 να εμπλέξει τους Λεμεσιανούς
Εξετάζοντας την πρώτη υποενότητα, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η, κατ' ισχυρισμό, διαδικασία εμπλοκής του Μ.Κ. 4 στην προμήθεια ναρκωτικών από το Γιώργο, εκπέμπει ανειλικρίνεια και ταυτοχρόνως, η όλη προβολή των γεγονότων είναι αφύσικη, γεμάτη αντιφάσεις και ιδιαιτέρως όταν ο εν λόγω μάρτυρας πρόβαλε ότι αφενός μεν φοβόταν το Γιώργο, αφετέρου πρόβαλλε ότι θα μπορούσε να αντιμάχεται με αυτόν.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των επί μέρους θεμάτων θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, η υπερασπιστική γραμμή που προωθήθηκε πρωτοδίκως, ήταν ότι ο Μ.Κ. 4 ήταν ο ενεργός προμηθευτής των ναρκωτικών, ο οποίος ενέπλεξε τους εφεσείοντες με στόχο να εξασφαλίσει την εύνοια της Κατηγορούσας Αρχής με απώτερο αντάλλαγμα τη δική του ασυλία.
Το Κακουργιοδικείο διατύπωσε μερικές γενικές διαπιστώσεις αναφορικά με το Μ.Κ. 4 αναφέροντας ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είχε ένα «ιδιόμορφο και απλό τρόπο έκφρασης», ο οποίος όμως δεν περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις ή επέδειξε συμπεριφορά που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα αναξιοπιστίας. Την ύπαρξη μικροαντιφάσεων τις εντοπίζει το Κακουργιοδικείο, όπως επίσης τη δημιουργία συγκεκριμένων ανακολουθιών στη μαρτυρία, πλην, όμως, αυτή ειδόμενη συνολικά δεν έπληξε, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα. Σ' άλλο σημείο της απόφασης το Κακουργιοδικείο προειδοποιεί τον εαυτό του αναφορικά με τη σημασία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4 και ως συνεργού. Χωρίς να υποβιβάζει την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτοπροειδοποίησης και συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας του, προβαίνει σε αντιπαραβολή με εκείνη των υπόλοιπων αξιόπιστων μαρτύρων. Κρίθηκε επί τούτου ότι ο Μ.Κ. 4 έδωσε μια μαρτυρία η οποία είχε «ένα συμπαγές σύνολο χωρίς ρωγμές και αντιφάσεις και με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε πρωτογενώς τα όσα ο μάρτυρας εξιστόρησε θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που τα απέδωσε». Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν το αντίκρισμα τους στη μεγάλη και λεπτομερή παράθεση των γεγονότων, για τα οποία έδωσε μαρτυρία ο Μ.Κ. 4 αναφορικά με ημερομηνίες, ποσότητες και άλλες λεπτομέρειες οι οποίες παρατίθενται στην απόφαση που υποδηλούν, κατ' αρχάς, την ορθότητα του τελικού ευρήματος του δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα. Το παραθέσαμε αυτό ως μια αρχική προσέγγιση και τώρα θα εξετάσουμε λεπτομερώς τα διάφορα παράπονα τα οποία διατυπώθηκαν με τους λόγους έφεσης.
Ήταν, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ένα από τα βασικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, το κίνητρο το οποίο είχε ο Μ.Κ. 4 για να εμπλέξει τους εφεσείοντες στην υπόθεση αυτή όταν οι ίδιοι, όπως πρόβαλαν μέσα από την ανώμοτη κατάθεση τους, ουδέν γνώριζαν για τη δραστηριότητα του Μ.Κ. 4 πέραν από το γεγονός ότι ο τελευταίος προμήθευε ναρκωτικά στο Γιώργο. Συναρτά ο ευπαίδευτος συνήγορος την εισήγηση αυτή με την «ασυλία», η οποία προσφέρθηκε στο Μ.Κ. 4 και θα μας απασχολήσει στο λόγο έφεσης 4. Το Κακουργιοδικείο, ορθώς κατά την άποψη μας, παρέθεσε τη νομολογία και κατηύθυνε το μυαλό του προς τη σωστή κατεύθυνση, ότι η προστασία που προσφέρθηκε στο Μ.Κ. 4, όπως προβλέπει ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος του 2001 (Ν. 95(Ι)/2001), είναι η παρότρυνση να πει την αλήθεια και τίποτε άλλο. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, και δεν έχουμε πεισθεί περί του αντιθέτου, ότι δεν προσφέρθηκε οποιοδήποτε αθέμιτο αντάλλαγμα προς το μάρτυρα για να πει την αλήθεια, πέραν του γεγονότος ότι αυτός εντάχθηκε, μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Επί του προκειμένου ο Μ.Κ. 4 δεν έτυχε ουσιαστικά οποιασδήποτε αδιαμφισβήτητης ασυλίας. ΄Ηταν κατηγορούμενος, παραδέχθηκε μέρος του κατηγορητηρίου, ακούστηκαν γεγονότα και του επιβλήθηκε ποινή. Τα κριτήρια, στη βάση των οποίων το δικαστήριο εξετάζει τη μαρτυρία η οποία προσάγεται από άτομο που βρίσκεται υπό προστασία, ενέχει ένα ιδιαίτερο σημαντικό γεγονός ώστε η μαρτυρία του να ειδωθεί με ιδιαίτερη περίσκεψη και βαρύνουσα προσοχή. Η εν λόγω συμπεριφορά της Κατηγορούσας Αρχής δεν θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα, ο οποίος να μας έχει πείσει ότι αυτόνομα θα μπορούσε η ενέργεια αυτή να αποτελέσει παράγοντα αναξιοπιστίας ενός μάρτυρα.
Το Κακουργιοδικείο απαντά επί του προκειμένου στη συγκεκριμένη εισήγηση που έγινε από το συνήγορο υπεράσπισης, ως προς την ψευδή και κακόβουλη εμπλοκή των εφεσειόντων, επισημαίνοντας ότι ο Μ.Κ. 4 για πολλές από τις αποστολές διακίνησης ναρκωτικών που περιέγραψε δεν αναφέρθηκε καθόλου στον εφεσείοντα Χριστόδουλο (κατηγορούμενο 3), παρόλο που θα μπορούσε εύκολα να το πράξει αν αυτός είχε την ικανότητα να «σεναριογραφεί τοιουτοτρόπως». Σε συγκεκριμένη υποβολή για τη δημιουργία «του σεναρίου εμπλοκής» των εφεσειόντων, το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι ο μάρτυρας αυτός δεν ενέπλεξε, με καθαρότητα, το Χριστόδουλο σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση και κατά την παράθεση της γραπτής του κατάθεσης (έγγραφο Θ). Πέραν αυτού το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι η παράθεση τόσο πολλών λεπτομερειών σχετιζομένων με μεγάλο αριθμό ξεχωριστών περιστατικών προμήθειας και διακίνησης διαφόρων ναρκωτικών και προσδιοριστέων ποσοτήτων σε ξεχωριστές τοποθεσίες, που αν στόχος του Μ.Κ. 4 ήταν η δημιουργία πλεκτάνης για εμπλοκή των εφεσειόντων, θα μπορούσε να περιοριστεί σε μία, δύο, τρεις περιπτώσεις και μάλιστα με αναφορά σε μεγαλύτερες ποσότητες. Είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθή η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου και ο συλλογισμός στον οποίο έχει προβεί, για να καταδείξει την αξιοπιστία των λεχθέντων από το Μ.Κ. 4, επί του προκειμένου. Συνεχίζει το Κακουργιοδικείο να διερωτάται πώς και η ίδια η υπεράσπιση δεν είχε ποτέ προβάλει γιατί είχαν επιλεγεί οι συγκεκριμένοι εφεσείοντες, αντί άλλων. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε με λεπτομέρεια, κατά την άποψη μας, με άρτιο τρόπο γιατί αποδέχθηκε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4 χωρίς να υπάρχει έρεισμα για αναθεώρηση του θέματος.
Στην απόφαση διαπιστώνουμε μια ευρυτάτη αναφορά σε λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο εμπλοκής των εφεσειόντων - ιδιαιτέρως του Γιώργου - σε σχέση με το θέμα της εξόφλησης του χρέους του Κρίστοφερ Ανδρέου για το οποίο έγινε μεγάλη συζήτηση και θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Διαπιστώνουμε να υπάρχει, μέσα από την ανάλυση που έγινε από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4, μια αμεσότητα εμπλοκής και συνάφεια μεταξύ του Μ.Κ. 4 και των «Λεμεσιανών», που προσδιορίστηκαν ότι ήταν οι εφεσείοντες. Ο Μ.Κ. 4, όπως εξηγεί το Κακουργιοδικείο, ανέλαβε πλέον ο ίδιος την ευθύνη «αποπληρωμής του χρέους» και έπρεπε να «τηρήσει τα συμφωνηθέντα» και ο ίδιος, όπως διατυπώνεται στην απόφαση, αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα «δεν ήταν τόσο εύκολα όσο αρχικώς ίσως να τα υπολόγιζε και ότι το ξέμπλεγμα του Κρίστοφερ Ανδρέου με τους Λεμεσιανούς (δηλαδή τους κατηγορούμενους 2 και 3), θα είχε και για το μάρτυρα κόστος». Περαιτέρω, γίνεται μεγάλη αναφορά στο θέμα του «οικονομικού μέρους της συναλλαγής» για την αποπληρωμή του χρέους του Κρίστοφερ Ανδρέου και εξηγήθηκε, όπως επισημαίνεται, η συνεργασία για την προμήθεια των ναρκωτικών με τους εφεσείοντες. Παρατηρούμε περαιτέρω μια ενδελεχή ανάλυση της μαρτυρίας ως προς το θέμα της περαιτέρω συνεργασίας από την οποία θα είχε ο Μ.Κ. 4 περαιτέρω όφελος όταν θα «αγόραζαν από αλλού τα πράματα». Τέλος, το Κακουργιοδικείο επισημαίνει παράπονο που υπεβλήθη από το Μ.Κ. 4 προς τους εφεσείοντες για τη μη παροχή του «συμφωνηθέντος ανταλλάγματος» και τη διαβεβαίωση των τελευταίων ότι θα απευθύνοντο προς τον αρχικό προμηθευτή επί του προκειμένου.
Όλα αυτά σαφώς οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ως προς την εμπλοκή των εφεσειόντων και η συνεργασία με το Μ.Κ. 4 για τη διακίνηση των ναρκωτικών, ήταν ορθή. Η συμφωνία προσδιορίστηκε, ο τρόπος εφαρμογής της καταγράφεται και ο ισχυρισμός περί ύπαρξης κινήτρου εμπλοκής των εφεσειόντων από το Μ.Κ. 4 για αλλότριους σκοπούς, δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
β) Εξόφληση χρέους
Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά από τους εφεσείοντες στη χρηματική «αντιπαροχή» που έπαιρνε ο Μ.Κ. 4 για κάθε διακίνηση, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί η ανειλικρίνεια του ως προς το πραγματικό όφελος που αποκόμιζε προωθώντας τα ναρκωτικά. Παρουσιάζει, εισηγείται ο συνήγορος, τον εαυτό του ως έναν αγαθό, ο οποίος προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί.
Όπως έχουμε σημειώσει, δόθηκε έμφαση από τους εφεσείοντες στην κατάθεση του Μ.Κ. 4 αναφορικά με το χρέος το οποίο είχε δημιουργηθεί από τον Κρίστοφερ Ανδρέου προς τους εφεσείοντες. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι υπήρχε ένα κενό μεταξύ της γραπτής κατάθεσης του Μ.Κ. 4 προς την αστυνομία και τις αναφορές του ενόρκως. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι ο Μ.Κ. 4 είχε προβεί σε προφορικές αναφορές κατά το στάδιο της ανάκρισης του, πλην, όμως, οι αστυνομικοί δεν του είχαν ζητήσει να δώσει κατάθεση επί του προκειμένου. Το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν έδειξε να είχε σαφή αντίληψη ως προς τα θέματα των ανακριτικών διεργασιών. Επισημαίνεται ότι όντως ο Μ.Κ. 4 ήθελε και επιθυμούσε να περιλάβει «με ιστό προστασίας» τον εν λόγω Ανδρέου για λόγους τους οποίους εξήγησε όντας σύζυγος της αδελφής του. Τα περί διαφοράς που προέκυψαν όσον αφορά την παραχώρηση ναρκωτικών, το Κακουργιοδικείο έδωσε σαφείς λόγους γιατί θεώρησε ότι αυτή η διαφορά δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την πρόκριση αναξιοπιστίας του μάρτυρα. Γίνεται ευρύτατη αναφορά στο θέμα της προμήθειας, πώλησης και διανομής με ποσότητες και το Κακουργιοδικείο δεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Κ. 4, τον χαρακτήρισε ως αποθηκάριο των ναρκωτικών ο οποίος κατακρατούσε μικρή ποσότητα από κάθε μεταφορά για δική του χρήση. Το Κακουργιοδικείο επίσης ασχολείται με την εισήγηση της υπεράσπισης περί δυνατότητας «εξόφλησης του χρέους του Κρίστοφερ Ανδρέου» και μετά από ένα συλλογισμό, τον οποίο θεωρούμε ορθό, το Κακουργιοδικείο καταλήγει ότι οι εισηγήσεις της υπεράσπισης «όχι μόνο δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής αλλά ούτε και συνάδουν με τα γεγονότα που παρέθεσε ο μάρτυς». Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο εξηγεί γιατί, με τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν «η συνεργασία» μεταξύ των εφεσειόντων και του Μ.Κ. 4 δεν επέτρεψε την εξόφληση του χρέους. Τούτο εδράζεται και στο γεγονός ότι ο Μ.Κ. 4 χρησιμοποιούσε μικρές ποσότητες ναρκωτικών για τον εαυτό του και ότι το λογαριασμό τον τηρούσε ο Γιώργος και «είχε χρεωθεί με επιπρόσθετο ποσό €1.600 σε μια περίπτωση κατά την οποία τοποθέτησε ναρκωτικά σε σημείο που του είχε υποδείξει ο κατηγορούμενος 2, στην Άχνα ... τα οποία όμως, για κάποιο λόγο δεν έφθασαν ποτέ στα χέρια των πελατών».
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώνουμε ότι το παράπονο των εφεσειόντων αναφορικά και με αυτή την πτυχή της έφεσης, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα καθότι το Κακουργιοδικείο, με σχολαστικό τρόπο, αναλύει το θέμα της μαρτυρίας και καταλήγει σε εύρημα αξιοπιστίας του Μ.Κ. 4 που εδράζεται στο σύνολο της μαρτυρίας του και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης μας. Στην υπόθεση Ivarsson v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 159/2015, ημερ. 29 Νοεμβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:B535, επιβεβαιώθηκε το πλέον εδραιωμένο αξίωμα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιολόγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου, πλην στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Επέμβαση επιβάλλεται, όταν κριθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.
γ) Ρόλος του Μ.Κ. 4
Προβλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, υποστήριξαν οι εφεσείοντες, ότι ο ρόλος του Μ.Κ. 4 ήταν επικουρικός, όντας ο ίδιος αποθηκάριος. Αντιθέτως, ο ρόλος του, δίδοντας παραδείγματα, εισηγήθηκαν ότι ήταν ενεργός στην πώληση και διακίνηση των ναρκωτικών. Τούτο καταδεικνύεται, υποστηρίχθηκε, ιδιαιτέρως κατά το στάδιο της αφαίρεσης ποσοτήτων ναρκωτικών από τις μονόκιλες παραδόσεις.
Έχουμε σε έκταση προσδιορίσει κατά την παράθεση των πιο πάνω παραγράφων, το ρόλο τον οποίο είχε διαδραματίσει ο Μ.Κ. 4 και το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε στην όλη υπόθεση.
Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει τη μη αναφορά του Μ.Κ. 4 στην κατάθεση του προς την αστυνομία (έγγραφο Η), για να απαντήσει στην εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ένας «ωφελιμιστής που λέει μόνο όσα μπορούν να τον βοηθήσουν να υποστεί τις ελάχιστες δυνατές συνέπειες». Σημειώνεται ότι μια μεγάλη ποσότητα η οποία εντοπίστηκε βρισκόταν στο σπίτι της μητέρας του Μ.Κ. 4 και αυτός δεν το ανέφερε από την αρχή, σε μια προσπάθεια να μην έχει εμπλοκή η μητέρα του στην υπόθεση.
Το Κακουργιοδικείο ορθώς κατευθύνει το μυαλό του και αυτοπροειδοποιείται καταλλήλως ως προς τις συνέπειες αποδοχής της μαρτυρίας του μάρτυρα συνεργού, και για το θέμα αυτό έχουμε αναφερθεί προγενέστερα. Η όλη παράθεση από τον εν λόγω μάρτυρα των γεγονότων, με το λεπτομερή τρόπο που έχουμε αναφέρει προγενέστερα, ορθώς, κατά την άποψη μας, έπεισε το Κακουργιοδικείο ότι, ο ρόλος του Μ.Κ. 4, στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης, δεν ήταν ο πρωτεύων, καθότι αυτός ενεργούσε κατόπιν εντολών των εφεσειόντων και μετά που οι ίδιοι τον προμήθευαν με τα ναρκωτικά, όπως αναλυτικά περιγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου με την παράθεση συγκεκριμένων ημερομηνιών, ποσοτήτων και τοποθεσιών παράδοσης των ναρκωτικών.
δ) Προσθήκη γεγονότων - υπεκφυγές
Κατά τη μαρτυρία του, εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, ο Μ.Κ. 4 είχε υποπέσει σε πολλές αντιφάσεις, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που αφορούσαν τον Κρίστοφερ Ανδρέου. Έχουμε αναφερθεί στο θέμα αυτό και στον τρόπο που ενήργησε ο Μ.Κ. 4. Το Κακουργιοδικείο είχε επισημάνει την ύπαρξη κενών στην ένορκη κατάθεση του Μ.Κ. 4, πλην, όμως, εξηγεί, με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, τη διαφορά που υπήρξε αναφορικά με τις ποσότητες των ναρκωτικών και θεωρούμε ως εντελώς αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4, παρόλο που υπήρχε προσθήκη γεγονότων και υπεκφυγές, όπως ισχυρίζονται. Αντίθετα, θα προσθέταμε, το Κακουργιοδικείο προέβη σε μια ενδελεχή παράθεση σχεδόν όλων των εισηγήσεων και διαφωνιών για να καταδείξει και αιτιολογήσει το τελικό του συμπέρασμα περί αξιοπιστίας του Μ.Κ. 4, κάτι το οποίο θεωρούμε ότι ήταν ορθό και η εισήγηση δεν έχει έρεισμα.
ε) Συμπεριφορά του Μ.Κ. 4
Ο μάρτυρας αυτός παρουσίασε μια απρεπή συμπεριφορά σε βαθμό που αναγκάστηκε το Κακουργιοδικείο να προβεί σε σχετικές παρατηρήσεις, όπως υποστήριξαν οι εφεσείοντες. Τούτου δοθέντος, καταδεικνύει, όπως εισηγήθηκαν, την έλλειψη ειλικρίνειας από τον εν λόγω μάρτυρα.
Με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, το γεγονός ότι ενδεχομένως ένας μάρτυρας να παρεκτραπεί ή να υποχρεωθεί το Κακουργιοδικείο να τον παρατηρήσει, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο η αξιοπιστία του. Το Κακουργιοδικείο σημειώνει και το εξής: «Η στάση αυτή του μάρτυρα, όπως την ζυγίσαμε με μεγάλη προσοχή και παρακολουθήσαμε καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του - με τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν μεταξύ του ιδίου και των δικηγόρων των κατηγορουμένων αλλά και του κάπως ιδιότυπου τρόπου εκφοράς του λόγου ένεκα του μεγάλου χρονικού διαστήματος που ο μάρτυρας έζησε στην Αγγλία . δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει ευλόγως και αντικειμενικώς στα συμπεράσματα που εισηγήθηκε η υπεράσπιση». Παρατηρούμε συναφώς ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από το Κακουργιοδικείο ουδόλως μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εισήγηση των εφεσειόντων επί του προκειμένου.
Δεύτερος λόγος έφεσης - έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας
Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι παρά τις αντιφάσεις τις οποίες είχε εντοπίσει, θα μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του Μ.Κ. 4 χωρίς ενίσχυση, κρίνεται από τους εφεσείοντες ως λανθασμένο. Οι αντιφάσεις ήταν τέτοιας έκτασης, εισηγήθηκε ο συνήγορος, που έπρεπε να οδηγήσουν το δικαστήριο στο αντίθετο ακριβώς συμπέρασμα: Ότι, δηλαδή, ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ανειλικρινής και δεν θα έπρεπε να βασιστεί το Κακουργιοδικείο στη μαρτυρία του για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η μαρτυρία ήταν τέτοιας έκτασης, συνοχής και ειλικρίνειας εκ μέρους του Μ.Κ. 4, που επέτρεπε στο Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε εύρημα ενοχής, χωρίς την ύπαρξη άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας. Ο συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 101/2013 κ.ά., ημερ. 6 Ιουνίου 2016, για να ενισχύσει το επιχείρημα του για δυνατότητα και εύρημα ενοχής, στηριζόμενο σε μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας. Παράλληλα, ο συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, όπου αποφασίστηκε ότι το δικαστήριο αναγνώρισε τον κίνδυνο που ελλόχευε στο να αποδεχθεί μαρτυρία χωρίς ενίσχυση και μετά από σχετική προειδοποίηση, η εν λόγω κατάληξη ήταν ορθή και κατά νόμο. Ευρεία ανάλυση του θέματος της αποδοχής μαρτυρίας συνεργού έγινε πρόσφατα στην υπόθεση Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 12/2015, ημερ. 4 Ιουλίου 2017.
Αναφορικά με το βάσιμο της εισήγησης, ιδιαιτέρως ως προς τη μαρτυρία του συνεργού, έχουμε προβεί σε ευρεία ανάλυση προηγουμένως και έτσι δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα όσα έχουν λεχθεί, καθότι η άρτια και εμπεριστατωμένη ανάλυση του Κακουργιοδικείου επιτρέπει την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.
Το Κακουργιοδικείο έχοντας κατά νου την ορθή νομική προσέγγιση όπως διατυπώνεται από τη νομολογία και αναφερόμαστε στην υπόθεση Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας, κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 638 και Σκορδέλλη (ανωτέρω), είχε προβεί κατ' επανάληψη σε αυτοπροειδοποίηση και θεωρούμε την προσέγγιση που έγινε ως ορθή. Το παράπονο κρίνεται αβάσιμο και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης - συλλήβδην αποδοχή
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε συνολικά τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και προχώρησε στην κατάληξη του, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το τεκμήριο της αθωότητας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, υποστήριξε ο συνήγορος, έπρεπε να γίνει ισότιμα. Το Κακουργιοδικείο έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα διστακτικό, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, να αποδεχθεί συλλήβδην τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, ενώ, αντιθέτως, είχαν προβληθεί επιχειρήματα από την υπεράσπιση τα οποία δημιούργησαν σκιές και αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Αντιθέτως, η πλευρά της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε πλήρως τη μαρτυρία, την ανέλυσε και με λογική αλληλουχία τόσο μεμονωμένα, όσο και σε συνάρτηση με το σύνολο της, κατέληξε στα δικά του ευρήματα αξιοπιστίας.
Όπως έχουμε σημειώσει και προγενέστερα, η προβολή επιχειρήματος περί «σωρηδόν και συλλήβδην αποδοχής» της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής είναι, το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε, ατεκμηρίωτη. Το Κακουργιοδικείο προβαίνει, κατ' αρχάς, σε μια γενική διατύπωση αναφορικά με τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής δηλώνοντας τη θετική εικόνα την οποία είχε αποκομίσει, πλην, όμως, στη συνέχεια γίνεται μια ευρύτατη ανάλυση της υποχρέωσης για προειδοποίηση αναφορικά με τη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων και ιδιαιτέρως του Μ.Κ. 4, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «το δεσμείν και λύειν της υπόθεσης». Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια εισήγηση, όταν, εκτός από τις 27 σελίδες που έχουμε επισημάνει και εδράζεται η αναφορά στο Μ.Κ. 4, στη συνέχεια γίνεται αντιπαραβολή και αναφορά στην εμπλοκή και των υπόλοιπων μαρτύρων της υπόθεσης, όπως τους μάρτυρες αστυνομικούς οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου, τόσο κατά την ανάκριση της υπόθεσης, όσο και κατά τη λήψη των καταθέσεων του Μ.Κ. 4, όπως επίσης και για τους μάρτυρες Λούη Θεοδώρου, Μ.Κ. 8, σε σχέση με την αποπληρωμή του «χρέους» και γενικώς η εισήγηση αυτή δεν έχει καθόλου έρεισμα και απορρίπτεται. Το Κακουργιοδικείο προβαίνει περαιτέρω σε ανάλυση της μαρτυρίας του Μίλτου Αθανασίου, Μ.Κ. 5, σχετικά με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία κατατέθηκαν στο δικαστήριο, συνδυαζόμενα με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 8. Όπως επίσης και αναλύεται η εν λόγω μαρτυρία σε συνάρτηση με την ανώμοτη δήλωση στην οποία είχαν προβεί οι εφεσείοντες.
Τέταρτος λόγος έφεσης - ασυλία και οφέλη του Μ.Κ. 4
Το Κακουργιοδικείο, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, κακώς θεώρησε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στην κατ' ουσία συναλλαγή, που έγινε μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και Μ.Κ. 4, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σ' αυτόν ασυλία. Προκαλεί αμφιβολία ως προς τα γεγονότα που είχαν παρουσιαστεί πώς α) εντάχθηκε στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και β) είναι, όπως τα χαρακτήρισε, ομιχλώδη τα γεγονότα, που, ουσιαστικώς, πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα και την υπόθεση. Δεν έγινε αξιολόγηση της έννοιας «εύνοια», ούτε της δυνατότητας για «πώληση». Το Κακουργιοδικείο δεν θεώρησε ότι υπήρχε αντάλλαγμα για να πει την αλήθεια. Ο Μ.Κ. 4 κατηγορήθηκε όχι για όλη τη δράση του, αλλά μόνο για 7 κιλά, ενώ, ουσιαστικώς, η υπόθεση αφορούσε για πολλαπλάσια ποσότητα, ήτοι 27 κιλά ναρκωτικών. Ο τρόπος δράσης της Εισαγγελίας, κατά τους εφεσείοντες, πλήττει τα δικαιώματα τους και ενήργησαν κατά παράβαση του Άρθρου 35 του Συντάγματος, όπως επίσης και της αρχής της ισότητας που καλύπτει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η εξουσία που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα, κατέληξε ο συνήγορος, δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, δεν μπορεί να ισοδυναμεί με παρεχόμενη δυνατότητα παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι δεν προέκυψε οτιδήποτε που να συνιστά παρέμβαση των ανακριτικών αρχών στο Μ.Κ. 4. Η διακοπή μερικών κατηγοριών που αντιμετώπιζε και η ένταξη του στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, ουδόλως πλήττουν την αξιοπιστία του και τίποτε δεν έχει καταδειχθεί ή προκύψει, παρά την εξαντλητική, όπως την χαρακτήρισε, αντεξέταση της οποίας έτυχε ο εν λόγω μάρτυρας. Οι αρχές τις οποίες επικαλούνται οι εφεσείοντες δεν αφορούν, κατέληξε, την ποινική ευθύνη, αλλά την ισότητα όσον αφορά την ποινή.
Όπως έχουμε αναφερθεί πιο πάνω, ο Μ.Κ. 4 δεν έτυχε ασυλίας. Αντίθετα, είχε διωχθεί, κατηγορηθεί, παραδεχθεί και του επιβλήθηκε ποινή. Η ένταξη ενός μάρτυρα στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο του 2001 (Ν. 95(Ι)/2001) επιβάλλει όπως η μαρτυρία του εξεταστεί με ιδιαίτερη περίσκεψη και προσοχή. Η εξαντλητική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που δίδεται από το Κακουργιοδικείο σχετικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 4, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποδοχή ή συμφωνία με τις ανάλογες εισηγήσεις που έγιναν από τους εφεσείοντες.
Η νομολογία επιτάσσει την υποχρέωση να ληφθεί υπόψη η επιβολή ποινής σε ένα συνεργό. Τούτο αναγνωρίστηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, ο οποίος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Κάττου κ.ά. ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, η οποία αφορούσε μη δίωξη συνεργών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχουμε αναφέρει και προηγουμένως, υπήρξε δίωξη και ταυτοχρόνως καταδίκη του Μ.Κ. 4 προερχόμενη από δική του παραδοχή, όπως επίσης και επιβολή ποινής. Επίσης, η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως (1991) 2 Α.Α.Δ. 309, στην οποία επίσης μας παρέπεμψε ο συνήγορος, κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της.
Καταλήγοντας επί του προκειμένου και παραμένοντες στο θέμα της αξιοπιστίας, η εισήγηση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, στη βάση της μακροσκελούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο για το συγκεκριμένο μάρτυρα, δεν μας αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο για συμφωνία με τις σχετικές εισηγήσεις που έγιναν από τους εφεσείοντες.
Πέμπτος λόγος - λανθασμένη αποδοχή «ναρκωτικών»
Με τον παρόντα λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, αυτό το οποίο προμήθευσαν στο Μ.Κ. 4 ήταν ναρκωτικά. Τα αντικείμενα δεν έχουν ανευρεθεί. Αμφισβητείται κατά πόσο ο Μ.Κ. 4, ένεκα της πείρας του ως χρήστης ναρκωτικών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εμπειρογνώμονας. Δεν υποβλήθηκαν, συνέχισε ο συνήγορος, ερωτήσεις που να καταδεικνύουν ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν εμπειρογνώμονας. Το γεγονός ότι ανέφερε, πως χρησιμοποιεί χόρτο, δεν υποδηλεί γνώση παρά μόνο έκφραση γνώμης, η δε εμπειρία του ήταν, όπως λέχθηκε, σχετική. Περαιτέρω, υπήρχε ένα κενό κατά πόσο ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι υπήρχε skunk ή κοκαίνη. Το κενό αυτό ενισχύεται από το γεγονός, υποστήριξε ο συνήγορος, ότι ο ίδιος ο Μ.Κ. 4 είπε ότι δεν δοκίμαζε πάντοτε το υλικό το οποίο, κατ' ισχυρισμό, του προμήθευαν. Υπήρχε κενό στη μαρτυρία, αφού δεν προσήχθη ανεξάρτητη μαρτυρία ως προς τη φύση των ναρκωτικών.
Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι ο τρόπος και η διαδικασία την οποία ακολουθούσε ο Μ.Κ. 4, όντας χρόνιος χρήστης από τα 16 του χρόνια και για διάστημα περίπου 30 χρόνων, δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, ιδιαιτέρως, δεν αμφισβητήθηκε η ικανότητα του να διακρίνει τις ναρκωτικές ουσίες. Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα και ορθώς, όπως λέχθηκε, χαρακτήρισε την εμπειρία του Μ.Κ. 4 ως αρκετή για να καταδείξει την πραγματογνωμοσύνη του. Δεν αμφισβητήθηκε, παράλληλα και ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, όπου καταγράφονται στην κατάθεση του οι ημερομηνίες και οι ποσότητες, όπως και η χρήση την οποία ο ίδιος έκαμνε. Ο τρόπος διατύπωσης της διαφοροποίησης μεταξύ κοκαίνης, skunk και χόρτου, καταδεικνύει, υποστήριξε ο συνήγορος, τη δυνατότητα που του προσφερόταν, να αναγνωρίσει και ξεχωρίσει με επάρκεια την όποια ναρκωτική ουσία ήλθε σε επαφή.
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε σε έκταση για το θέμα της διαπίστωσης ή όχι της απόδειξης ότι τα επίδικα ναρκωτικά ήταν όντως ναρκωτικά και δη του είδους που ο Μ.Κ. 4 περιγράφει στη μαρτυρία του. Έγινε πρωτοδίκως παραπομπή στην υπόθεση In the matter of Abdullah Rashid (1985) 1 C.L.R. 393, σύμφωνα με την οποία έγινε αποδεχτή η μαρτυρία γνώμης αναφορικά με την κατάταξη ή όχι μιας φαρμακευτικής ουσίας ως επικίνδυνης. Επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο ιδιαιτέρως, ότι, η μαρτυρία του Μ.Κ. 4, ο οποίος σαφώς είχε δηλώσει, χωρίς να αντεξεταστεί, ότι ήταν χρόνιος χρήστης καννάβεως από την ηλικία των 16 χρόνων, ήτοι πέραν των 30 χρόνων, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, διαχωρίζεται η υπόθεση Rashid εκ των γεγονότων της, καθότι δεν υπήρχε στην εν λόγω υπόθεση μαρτυρία που να κατατάσσει την ιδιότητα των μαρτύρων ως πραγματογνωμόνων στην αναγνώριση και φύση της ιδιότητας των επίδικων ναρκωτικών. Δεν προσφέρθηκε στην εν λόγω υπόθεση ότι ήταν προσοντούχοι πραγματογνώμονες. Επί του προκειμένου, ο Μ.Κ. 4 θα μπορούσε να καταταχθεί ως μάρτυρας γνώμης και άτομο το οποίο θα μπορούσε με βαρύτητα να τοποθετηθεί επί του θέματος. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει και καταγράφει λεπτομερώς τη χρήση των λέξεων που έκαμε ο εφεσείων, ήτοι «πράμα ή χόρτο», τα οποία αναφέροντο στην κάνναβη, εκτός όπου αναφερόταν σε «πράμα» για την κοκαΐνη. Έγινε εκτενής αναφορά ως προς τη γνώση του μάρτυρα αναφορικά με την κάνναβη. Όντως, ο μάρτυρας είπε ότι «δεν θα μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά του skunk και κοκαϊνης;» Τούτο υποδηλεί, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, γνώση και όχι άγνοια. Συμφωνούμε απολύτως με την προσέγγιση αυτή έχοντας και στο μυαλό μας τη γενική παρατήρηση στην οποία είχε προβεί το Κακουργιοδικείο, αναφορικά με τον τρόπο που ο μάρτυρας αυτός χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και την «ειδική» διάλεκτο που παρατηρείται σε υποθέσεις ναρκωτικών.
Το Κακουργιοδικείο επίσης αναλύει και την υπόθεση Djemal v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 21, όπως και σειρά αποφάσεων αμερικανικών δικαστηρίων, για να καταλήξει, και ορθώς κατά την άποψη μας, στο εξής συμπέρασμα: «Το γεγονός ότι ο Αντώνης Χριστοδούλου (Μ.Κ. 4) δεν είναι αστυνομικός, αλλά ένας ναρκομανής κατάδικος δίχως πτυχία δικανικής χημείας ή άλλων τινών, δεν τον κατατάσσει είτε σε δεύτερης κατηγορίας πολίτη είτε σε άτομο ανίκανο να δώσει αξιόπιστη, αποδεχτή και βαρύνουσα μαρτυρία απορρέουσα από την πείρα του επί της επίδικης πτυχής, τουλάχιστο για ό,τι αφορά στον προσδιορισμό των επιδίκων ουσιών ως κάνναβη». Δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι ο εν λόγω μάρτυς είχε δει, επεξεργαστεί, ζυγίσει και χρησιμοποιήσει τις επίδικες ποσότητες καννάβεως. Στο σημείο αυτό προσθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Blackstone, Criminal Practice, 2016, παρ. (B), 1913:
«Expert evidence (such as an analysist's certificate) is not required in all cases, but the prosecution must establish the identity of the drug referred to in the charge with sufficient certainty. (Hill (1993) 96 Cr. App. R. 456).»
Περαιτέρω, στην υπόθεση R. v. Chatwood and Others (1980) 1 All E.R. 465, κρίθηκε ότι η παραδοχή ενός ατόμου ότι είχε στην κατοχή του ναρκωτικό και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε αυτό, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία εναντίον του, ότι όντως είχε στην κατοχή του την ποιότητα του ναρκωτικού για την οποία έχει παραδεχθεί.
Συνεπώς, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, ότι τα προμηθευθέντα από τους εφεσείοντες στο Μ.Κ. 4 ήταν ναρκωτικά, ήταν, ορθό, και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ως συμπέρασμα των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι το έργο της αξιολόγησης που έγινε από το Κακουργιοδικείο ήταν, όχι μόνο πλήρες καθότι έχοντας σαφή συναίσθηση του έργου και του ρόλου που διαδραμάτισε στην εν λόγω υπόθεση ο Μ.Κ. 4, και ως συνεργός και ως άμεσα εμπλεκόμενο άτομο, προχώρησε με ένα ιδιαιτέρως συμπυκνωμένο, λεπτομερή και περιγραφικό τρόπο, που κάλυπτε 27 σελίδες να προβάλει εξαντλητικά, θα προσθέταμε, όχι μόνο την εμπλοκή του σε κάθε μια από τις φάσεις της υπόθεσης, αλλά και στις εκατέρωθεν εισηγήσεις των συνηγόρων. Παραδείγματα έχουμε αναφέρει και θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έχει επιτελέσει την υποχρέωση την οποία είχε για την εκτέλεση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και η συνολική αξιολόγηση ήταν άρτια και δεόντως αιτιολογημένη, σε βαθμό που οι λόγοι έφεσης επί του προκειμένου δεν έχουν έρεισμα.
Όπως σημειώσαμε, αναφερόμενοι σε νομολογία, η επέμβαση του Εφετείου θα πρέπει να γίνει όταν διαπιστώνεται πως η αξιολόγηση ήταν αυθαίρετη, πλην, όμως, στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε καταλήξει σε τέτοια διαπίστωση ως προς το έργο που έχει επιτελέσει το Κακουργιοδικείο.
Έκτος λόγος - λανθασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεις γεγονότων
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι υπήρχαν κενά και εγγενείς αδυναμίες στη μαρτυρία που την καθιστούσαν ασύμβατη με τα γεγονότα. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι ο Μ.Κ. 4 ήταν ενδιάμεσος μεταφορέας και υιοθέτησε την κατάθεση του, που δόθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2013 (Τεκμήριο Θ). Κατηγορίες 8 -11 ανευρέθησαν ναρκωτικά και κατεσχέθησαν και στις κατηγορίες 12-19 που αφορούν διακίνηση ναρκωτικών.
Ο λόγος έφεσης είναι γενικής φύσεως, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση και καταλήγει σε προβολή ισχυρισμού περί αυθαιρέτων συμπερασμάτων, χωρίς να έχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Αντιθέτως, θα προσθέταμε ότι στις σελ. 66, 67 και 70 της απόφασης γίνεται ευρεία αναφορά στη μαρτυρία που οδήγησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του δικαστηρίου, αναφορικά με το γενετικό υλικό και τα δακτυλικά αποτυπώματα, έτσι ώστε να θεωρήσουμε ότι η εισήγηση είναι αβάσιμη.
Έβδομος και Όγδοος λόγος - αναστροφή βάρους απόδειξης - δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος
Η προσαχθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν οδηγούν σε ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, υποστήριξαν οι εφεσείοντες, ιδιαιτέρως, όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρθηκε ο Μ.Κ. 4, ο Χριστόδουλος βρισκόταν υπό περιορισμό στις Κεντρικές Φυλακές.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η γενικότητα του συγκεκριμένου λόγου έφεσης καλύπτεται ουσιαστικώς από τους προηγούμενους λόγους. Ως προς το θέμα που αφορά το Χριστόδουλο, αυτός είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες 12-18 και καταδικάστηκε στις κατηγορίες 8, 9, 10, 11 και 19, που αφορούν την περίοδο που ήταν εκτός των φυλακών.
Και εδώ εντοπίζουμε ότι υπάρχει μια γενική θεώρηση, χωρίς επί μέρους επέκταση των προβληθέντων επιχειρημάτων, κάτι που θα επέτρεπε στο Εφετείο να δυνηθεί να ενδιατρίψει στον προβληθέντα λόγο έφεσης.
Τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται με τον παρόντα λόγο έφεσης. Αντιθέτως, η αιτιολογία ξεφεύγει από τη βάση του προβληθέντα λόγου και περιστρέφεται, και πάλι γύρω από την αξιοπιστία του Μ.Κ. 4, κάτι για το οποίο έγινε εκτενής αναφορά στους λόγους έφεσης 1-4. Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο είχε σε έκταση ασχοληθεί, κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ. 4, με το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυς είχε προσδιορίσει ότι για μεγάλο αριθμό συναλλαγών εμπλοκή είχε μόνο ο Γιώργος και το Κακουργιοδικείο το επισημαίνει αυτό, για να καταδείξει την αξιοπιστία του Μ.Κ. 4, ο οποίος θα μπορούσε με γενικότητα να εμπλέξει αμφότερους τους εφεσείοντες στην υπόθεση, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Αντιθέτως, θα προσθέταμε ότι στην απόφαση του Κακουργιοδικείου η κατάληξη περί της ύπαρξης και απόδειξης πλήρως και στον αναγκαίο βαθμό, των συστατικών των αδικημάτων που καταγράφεται στη σελ. 125 της απόφασης, πρέπει να ειδωθεί σε συνάρτηση με τα γεγονότα τα οποία επεξηγεί το Κακουργιοδικείο στις σελ. 104-125, που εμπλέκει τους εφεσείοντες στη διάπραξη των αδικημάτων, αποδεικνύοντας κάθε ένα από τα αναγκαία συστατικά στοιχεία της προμήθειας ναρκωτικών, που ήταν η βάση των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες.
Στη βάση των ανωτέρω και με όσα έχουμε εξηγήσει, οι εφέσεις κατά της καταδίκης απορρίπτονται.
Έφεση κατά της ποινής
Το Κακουργιοδικείο συνεκτιμώντας τα γεγονότα της υπόθεσης και όσα είχαν αναφερθεί για σκοπούς μετριασμού της ποινής, επέβαλε στους εφεσείοντες πολυετείς ποινές φυλάκισης. Στο Γιώργο επέβαλε ποινές 2 ετών μέχρι 7½ ετών για την προμήθεια 31 κιλών και 455 γρ. καννάβεως και 7½ έτη για την προμήθεια 17,415 γρ. κοκαΐνης. Στο δε Χριστόδουλο, επέβαλε ποινή 7½ ετών για την προμήθεια 13 κιλών και 200 γρ. καννάβεως και 7½ έτη για την κατηγορία της προμήθειας 17,415 γρ. κοκαΐνης. Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε περαιτέρω όπως η ποινή που αφορούσε την κατηγορία της προμήθειας κοκαΐνης (9η κατηγορία) και της προμήθειας 4 κιλών καννάβεως (19η κατηγορία) μη συντρέχουν, κατ' αντίθεση προς τις υπόλοιπες και συνολικώς επέβαλε στους εφεσείοντες ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επιβληθείσες ποινές, αντικειμενικώς κρινόμενες, είναι λανθασμένες, καθότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος, εξουδετερώνοντας ουσιαστικώς όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες, όπως το λευκό ποινικό μητρώο, τις προσωπικές περιστάσεις των ιδίων και την άνιση μεταχείριση που υπέστησαν έναντι του Μ.Κ. 4.
Αμφισβητούν επίσης οι εφεσείοντες την επιβολή διαδοχικών ποινών για τα αδικήματα για τα οποία βρέθηκαν ένοχοι.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η επέμβαση του Εφετείου στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας είναι προσδιοριστέα. Εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει και δεν έχει καταδειχθεί, οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει, τη στιγμή που όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη. Ειδικά, σ' ό,τι αφορά την επιβολή διαδοχικών ποινών, υποστήριξε ότι η επιβολή διαδοχικών ποινών ορθώς έχει επιλεγεί καθότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ενιαία και μεμονωμένη πράξη, υποστήριξε ο συνήγορος της Δημοκρατίας, αλλά ένα καλοστημένο πρόγραμμα παράδοσης, εδραζόμενο επί ενός δικτύου προμήθειας ναρκωτικών σε τρίτους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία έχουν παραδεχθεί οι εφεσείοντες έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία και θα ήταν, πιστεύουμε, πλεονασμός να επαναλάβουμε την πληγή που επιφέρουν τα ναρκωτικά στην κοινωνία και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι αδικήματα αυτής της μορφής πληθαίνουν, κάτι το οποίο αποτελεί δικαστική γνώση, ιδιαιτέρως όταν η πλειοψηφία των παραβατών είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Αμφότεροι οι εφεσείοντες είναι χρήστες ναρκωτικών από νεαρής ηλικίας, κάτι το οποίο καταδεικνύει πως υπάρχει εθισμός στα ναρκωτικά, το οποίο μεγαλώνει με την ημέρα. (Βλ. Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350 και Giannakov v. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 220/2012, ημερ. 24 Φεβρουαρίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:B133).
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Mihalta v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 19/2012, ημερ. 14 Οκτωβρίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:B776, η έφεση κατά της ποινής δεν προσφέρεται ως πεδίο για επανακαθορισμό της. Η ευθύνη καθορισμού της ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο στοχεύει στη διαπίστωση της ορθότητας της ποινής, στη βάση των αρχών καθορισμού της. Η δυνατότητα μείωσης ενυπάρχει μόνο όταν καταφανεί ότι, υπό τις περιστάσεις, είναι έκδηλα υπερβολική και το κριτήριο προσδιορισμού της τοιαύτης υπερβολής είναι αντικειμενικό. (Βλ. H & Nerry's Collection Ltd ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 299/2014, ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2015, ECLI:CY:AD:2015:B862).
Στην υπό κρίση περίπτωση το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο του Γιώργου, ηλικίας 29 ετών και το γεγονός ότι είναι χρήστης εξαρτησιογόνων ουσιών από την ηλικία των 17 και ο Χριστόδουλος, ηλικίας 36 ετών, είναι επίσης περιστασιακός χρήστης τέτοιων ουσιών. Αναφέρθηκε περαιτέρω στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες εκάστου, όπως επίσης και στις επιπτώσεις που η καταδίκη θα έχει στην προσωπική και οικογενειακή τους κατάσταση.
Έμφαση δόθηκε από την υπεράσπιση στη διαφοροποιημένη ποινή που επιβλήθηκε στο Μ.Κ. 4 και ζητήθηκε η ανάλογη αντιμετώπιση και για τους εφεσείοντες. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, όπου έγινε αναφορά στο μετριαστικό παράγοντα που επιβάλλεται όπως ληφθεί υπόψη στις περιπτώσεις αναστολής των κατηγοριών εναντίον ενός κατηγορουμένου, που θα χρησιμοποιείτο ως μάρτυρας κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο ορθώς, κατά την άποψη μας, διαχώρισε την υπόθεση αυτή ως προς τα γεγονότα, καθότι επί του προκειμένου ο Μ.Κ. 4 δεν έτυχε απαλλαγής. Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισε και παραδέχθηκε ήταν διαφορετικής φύσεως από τις κατηγορίες που καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες και αφετέρου, αυτός είχε προβεί σε παραδοχή, κάτι το οποίο λαμβάνεται σοβαρώς υπόψη πάντοτε κατά την επιβολή ποινής. Συνεπώς, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλλε όταν έλαβε υπόψη του ότι εξίσωση της μεταχείρισης των δύο περιπτώσεων θα ακύρωνε το γράμμα και το πνεύμα του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, 95(Ι)/2001.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη του ότι ο Γιώργος ζήτησε και λήφθηκε υπόψη μια παρόμοιας φύσεως υπόθεση, και το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά το άτομο το οποίο είχε τον προεξάρχοντα ρόλο στο σχεδιασμό, προγραμματισμό και αποφασιστικότητα κατά την εκτέλεση των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί.
Ο Χριστόδουλος είχε μια προγενέστερη καταδίκη για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια, στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών από τις 14 Μαρτίου 2011. Αποφυλακίστηκε στις 5 Μαρτίου 2013, εκτίοντας το ½ της ποινής του και διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα αμέσως μετά που επιδεικνύει, όπως τονίζεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, την απαξιωτική και αλαζονική του στάση έναντι της πολιτείας.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο εξής που, κατά την άποψη μας, καταδεικνύει το εύρος της εγκληματικής συμπεριφοράς των εφεσειόντων και του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου κατά την επιβολή της ποινής:
«Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι κατηγορούμενοι 2, 3 και 4, ενήργησαν - με τον τρόπο που έχουμε αναπτύξει και αναλύσει στην απόφαση μας - ως μια προσεκτικά οργανωμένη και ιεραρχημένη εγκληματική ομάδα που σκοπό είχε την εμπορία ναρκωτικών έναντι κέρδους, στρατολογώντας μάλιστα προς τούτο πρόσωπα όπως ο Αντώνης Χριστοδούλου (ΜΚ4), τα οποία, έναντι αμοιβής και άλλων σχετικών ωφελημάτων, αναλάμβαναν να διανέμουν τα ναρκωτικά αυτά σε πελάτες των κατηγορουμένων 2 και 3, υπό την αυστηρή και λεπτομερή καθοδήγηση και παρακολούθηση των τελευταίων.
Τηρούσαν μάλιστα οι κατηγορούμενοι 2 και 3 και σχετική κατάσταση λογαριασμού στην οποία ο κατηγορούμενος 2, καταχώριζε τα σχετικά περί των διακινήσεων των ναρκωτικών και των οφειλόμενων αμοιβών προς τον Αντώνη Χριστοδούλου (ΜΚ4), καθώς και τα περί του υπολοίπου του χρέους που ο τελευταίος όφειλε ένεκα της ανάληψης των χρηματικών υποχρεώσεων του κουνιάδου του (Κρίστοφερ Ανδρέου).»
Έχοντας ως βάση την πιο πάνω συμπεριφορά και ιδιαιτέρως την έκταση της και το μεγάλο χρονικό διάστημα για το οποίο ήταν ενεργοποιημένο το σχέδιο προώθησης των ναρκωτικών, όπως αναλύεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν θεωρούμε ότι είναι λανθασμένη η επιλογή της διαδοχικότητας των ποινών που αφορούν την προώθηση κοκαΐνης αφενός και μεγάλης ποσότητας καννάβεως, αφετέρου. Ταυτοχρόνως, δεν θεωρούμε ότι η διαδοχικότητα επηρεάζει τη συνολικότητα της ποινής, ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και του τρόπου που οργανώθηκε και ενήργησε η συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα, αποτελούμενη από τους εφεσείοντες και άλλα πρόσωπα.
Στη βάση των πιο πάνω, οι εφέσεις και κατά της ποινής απορρίπτονται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ