ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B241
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 12/2015, 13/2015,
14/2015, 15/2015, 16/2015, 17/2015)
4 Ιουλίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Εφεση 12/2015)
ΟΡΕΣΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση 13/2015)
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΙΤΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση 14/2015)
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση 15/2015)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΟΥΡΟΥΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση 16/2015)
POLLESON HOLDINGS LTD,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση 17/2015)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Εφεση 12/2015.
Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Εφεση 13/2015.
Η. Στεφάνου, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 14/2015, 15/2015 και 16/2015.
Γ. Θωμά, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Εφεση 17/2015.
Ε. Παπαγαπίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η απόφαση του Δικαστηρίου επί όλων των εφέσεων είναι ομόφωνη. Στις ποινικές εφέσεις 12/2015, 13/2015, 14/2015, 15/2015 και 16/2015 η απόφαση
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ. και στην ποινική έφεση 17/2015 η απόφαση θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες αντιμετώπισαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας (ως κατηγορούμενοι 3, 1, 7, 5, 6 και 2, αντίστοιχα), ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών, σοβαρής μορφής, οι οποίες είχαν ως σημείο αναφοράς την ανάπτυξη ακινήτου και την ανέγερση του έργου Aero Center (το έργο), στη Δρομολαξιά, σε συνάρτηση με, κατ΄ ισχυρισμό, καταδολίευση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Ταμείο Συντάξεων). Ηταν ο πυρήνας των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής πως, ως αποτέλεσμα συνομωσίας, το έργο παρουσιάστηκε στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων υπερτιμημένο, προς το σκοπό καταδολίευσης του Ταμείου και εξασφάλισης επιπλέον χρηματικού ποσού, από εκείνο που προνοούσε η σχετική προς τούτο συμφωνία ημερομηνίας 25.2.2011, τεκμήριο 4-4Α, η οποία υπεγράφη μεταξύ της εταιρείας Wadnic Trading Ltd και του Ταμείου Συντάξεων. Γύρω από αυτό τον πυρήνα των θέσεων, προέκυψε μια σειρά από έκνομες συμπεριφορές, οι οποίες και αποτέλεσαν το υπόβαθρο στήριξης των κατηγοριών που αντιμετώπισαν οι Εφεσείοντες, ως εμπλεκόμενοι σε συμπεριφορά που καταμαρτυρεί διαφθορά. Στην πορεία της απόφασής μας και σε αναφορά με την εξέταση ξεχωριστά της κάθε έφεσης, θα παρατεθούν και οι κατηγορίες που αφορούν τον κάθε ένα από τους Εφεσείοντες.
Στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, κατέθεσαν συνολικά 73 μάρτυρες, 35 μάρτυρες κατηγορίας και 38 προς υπεράσπιση, συμπεριλαμβανομένων των κατηγορουμένων και εξαιρουμένου του πρώην συγκατηγορούμενου 4. Κατατέθηκαν επίσης εκατοντάδες έγγραφα και άλλα τεκμήρια. Αδιαμφισβήτητα η πολυπλοκότητα των γεγονότων και ο μεγάλος αριθμός κατηγοριών, σε συνάρτηση με την όλη νομική διάσταση που τις κάλυπτε, κατέστησε το έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου ιδιαίτερα επίπονο.
Το Κακουργιοδικείο - έχοντας στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες και αξιολογώντας τα όσα κατέθεσαν υπό το φως των αρχών που καλύπτουν την εκτίμηση της αξιοπιστίας τους - κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ5 Νίκου Λίλλη, την οποία αξιολόγησε ως μαρτυρία συνεργού. Τονίζοντας, συναφώς, τη μέγιστη αναγκαιότητα προσεκτικής αποτίμησης της μαρτυρίας αυτής, προχώρησε στην αναζήτηση στοιχείων ενίσχυσής της. Κατέληξε ότι απουσίαζαν οι νομολογιακές προϋποθέσεις για κατάταξη οποιασδήποτε μαρτυρίας υπήρχε ενώπιόν του ως ενισχυτικής. Παρά ταύτα, και έχοντας συνέχεια κατά νουν πως μάρτυρες όπως ο υπό αναφορά θεωρούνται ως κατά τεκμήριο σπιλωμένοι, κατέληξε το Κακουργιοδικείο πως μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία Λίλλη χωρίς ενίσχυση και με απόλυτη ασφάλεια. Η μαρτυρία του υπό συζήτηση μάρτυρα αποτέλεσε, ουσιαστικά, και το θεμέλιο καταδίκης.
Υπό το πρίσμα της πιο πάνω προσέγγισης και ως αποτέλεσμα της αποδοχής των βασικών στοιχείων της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλες οι κατηγορίες, πλην τριών, που βάρυναν τον κατηγορούμενο 1 - Εφεσείοντα στην ποινική έφεση 13/2015, Ευστάθιο Κιττή, όλες οι κατηγορίες πλην μίας, που βάρυναν τον κατηγορούμενο 2 - Εφεσείοντα στην ποινική έφεση 17/2015, Χαράλαμπο Τσουρή και όλες οι κατηγορίες πλην μιας που βάρυναν τον κατηγορούμενο 3 - Εφεσείοντα στην ποινική έφεση 12/2015, Ορέστη Βασιλείου. Οι κατηγορούμενοι, 5 - Εφεσείων στην ποινική έφεση 15/2015, 6 - Εφεσείουσα στην ποινική έφεση 16/2015 και 7 - Εφεσείων στην ποινική έφεση 14/2015 κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε μία κατηγορία έκαστος. Οι πρώην συγκατηγορούμενοι 4 και 8 αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν, ως αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τις εναντίον τους κατηγορίες. Την καταδίκη ακολούθησε η επιβολή ποινών άμεσης φυλάκισης - εξαιρουμένης βεβαίως της ποινής που επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα εταιρεία, η οποία ήταν χρηματική, ύψους €300.000 - στις οποίες με λεπτομέρεια θα αναφερθούμε κατά την εξέταση της κάθε έφεσης ξεχωριστά και στην έκταση που οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής καλύπτουν.
Προτού υπεισέλθουμε στην επιμέρους εξέταση της κάθε έφεσης, υπό το φως των ιδιαίτερων λόγων έφεσης που την καλύπτουν, είναι επιβεβλημένο να ενδιατρίψουμε στις ακόλουθες εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων, που σχετίζονται με το σύνολο των εφέσεων και οι οποίες αφορούν κοινούς λόγους έφεσης και καλύπτουν κρίσιμα ζητήματα:
1. Το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμόν μη επαρκούς και δέουσας αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης και της παράλειψης ανάλυσης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.
2. Το ζήτημα του, κατ΄ ισχυρισμόν, μεμπτού ανακριτικού έργου το οποίο συναρτάται κατά κύριο λόγο με τις πολυάριθμες τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ ανακριτών και Λίλλη κατά τον κρίσιμο χρόνο των ανακρίσεων.
3. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ5 Λίλλη, το οποίο συνδέεται άμεσα με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε ενισχυτική μαρτυρία και με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς το άμεμπτο και αψεγάδιαστο του μάρτυρα παρά τις αντιφάσεις και κενά που, κατ΄ ισχυρισμό, καλύπτουν την όλη μαρτυρία του.
Η ανάλυση των πιο πάνω εισηγήσεων:
1. Η αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης (λόγοι έφεσης 8, 9 (έφεση αρ. 12/15), 1 (έφεση αρ. 13/15), 1 (έφεση αρ. 14/15), 1, 4 (έφεση αρ. 15/15 και 16/15) και μέρος των λόγων έφεσης 1, 2, 3, 4 (έφεση αρ. 17/15).
Τέθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους των Εφεσειόντων, ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, ήτοι στερείται των συστατικών στοιχείων αιτιολογημένης απόφασης, ως αυτά καθορίστηκαν από πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ηταν η σχετική προσέγγιση των συνηγόρων, ότι το Κακουργιοδικείο απέστη της υποχρέωσής του να απαντήσει σε ουσιώδη επιχειρήματα της υπεράσπισης, δραστικά για τη θεώρηση των επίδικων θεμάτων, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα δίκαιης δίκης των Εφεσειόντων. Εισηγούνται, μεταξύ άλλων, ότι το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην καταδίκη των Εφεσειόντων παραλείποντας να εκθέσει τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών και ακολούθως να εξετάσει κατά πόσο αυτά είχαν αποδειχθεί. Εισηγούνται επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν προέβηκε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις ως προς το χρόνο που επεσυνέβησαν κάποιες από τις πράξεις που αποδίδονται στους Εφεσείοντες, παραλείποντας περαιτέρω να συναρτήσει τα ευρήματά του με τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών. Κατ΄ ακολουθία, προωθείται περαιτέρω η θέση ότι η καταδίκη των Εφεσειόντων ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης, πλημμελούς και αποσπασματικής αξιολόγησης της μαρτυρίας και ότι καίρια επιχειρήματα της υπεράσπισης, επί ουσιωδών πτυχών της μαρτυρίας, δεν απαντήθηκαν με αποτέλεσμα η απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη. Με τις υπό εξέταση προσεγγίσεις συναρτάται και η εισήγηση ότι η κοινή εκδίκαση όλων των υποθέσεων από το Κακουργιοδικείο, οδήγησε, λανθασμένα, σε συνολική αξιολόγηση της μαρτυρίας, ιδίως του ΜΚ5, και όχι ξεχωριστή και ανάλογη με τις ανάγκες της κάθε υπόθεσης.
Με την επιφύλαξη να ασχοληθούμε, στο αμέσως επόμενο στάδιο, με το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ΜΚ5, σημειώνουμε τα ακόλουθα ως προς τους λόγους έφεσης που καλύπτουν το ζήτημα της αιτιολογημένης απόφασης:
Η δίκαιη δίκη έχει στον πυρήνα της την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Παρέκκλιση από τις επιταγές του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, πλήττει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, καθιστώντας την απόφαση άκυρη. Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης τέθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ορθή αιτιολόγηση θα πρέπει αναπόδραστα να εμπεριέχει προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, καθαρή καταγραφή ευρημάτων και σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά. Η καταγραφή των ευρημάτων προκύπτει βεβαίως ως αποτέλεσμα ορθής ανάλυσης της προσαχθείσας μαρτυρίας, χωρίς να αποτελεί υποχρέωση του δικαστηρίου να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Είναι επίσης νομολογιακά καθορισμένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, 534-535).
Στην Φούτας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφεση 180/2014, ημερ. 3.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:B741, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Στην L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, Πολιτική Εφεση 59/2010, ημερ. 20.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:A410 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012)».
Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομηρος Σάββα Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98). Η παράλειψη εκδικάσαντος δικαστηρίου να αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφασή του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί καταδίκη εφεσείοντα (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ΄ ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ΄ ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κα (1999) 2 ΑΑΔ 320). Σε τελική ανάλυση, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στη Χρίστος Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, ποινικές εφέσεις 178/2012 και 229/2012, ημερ. 9.7.2014, «μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες».»
Εξετάσαμε με προσοχή τα προβληθέντα ενώπιόν μας επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων και τα οποία περιστρέφονται γύρω από το υπό εξέταση ζήτημα, έχοντας πάντα κατά νουν τη νομική διάσταση του ζητήματος, τη φύση των κατηγοριών και τα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση υπόθεση. Εντοπίζουμε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ενυπάρχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία μιας αιτιολογημένης απόφασης. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αφορούν στα ουσιώδη και αμφισβητούμενα γεγονότα και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε κενό, ικανό να οδηγήσει σε διαπίστωση παραβίασης της συνταγματικής επιταγής του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος ή που να επιδρά στην εγκυρότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Κακουργιοδικείο, έχοντας αναμφίβολα δύσκολο έργο να επιτελέσει, δεδομένου του όγκου της μαρτυρίας, του μεγάλου αριθμού κατηγοριών, της πολυπλοκότητας και του ιδιόμορφου των θεμάτων που κάλυπταν την όλη υπόθεση, αξιολόγησε με επάρκεια το σύνολο του μαρτυρικού υλικού και απάντησε σε όλα τα επίδικα θέματα που ηγέρθηκαν, καθώς επίσης και στις ουσιαστικές εκδοχές των συνηγόρων υπεράσπισης. Η παράλειψη καταγραφής των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων και ιδιαίτερα κάποιων από αυτά, όπως της εκβίασης ή της απειλής, δεν αφαιρεί από το αναγκαίο υπόβαθρο της αιτιολογίας της υπό κρίση δικαστικής απόφασης. Αναμφίβολα, αναλυτική παράθεση των συστατικών στοιχείων θα καθιστούσε πιο κατανοητή την απόφαση και θα συνέτεινε στην ευκολότερη παρακολούθηση της δικαστικής κατάληξης ως προς την τελική διάγνωση της ποινικής ευθύνης. Εν τέλει, όμως, σημαντικό, καθοριστικό και απαρέγκλιτα ουσιώδες στοιχείο, ήταν η νομικά ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και η υπαγωγή των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς και όχι αυτή καθ΄ αυτή η καταγραφή των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες. Ταυτόσημα, η συνεκδίκαση όλων των υποθέσεων ήταν επιβεβλημένη, δεδομένων των κοινών θεμάτων και της ενιαίας βάσης γεγονότων που τις κάλυπταν. Τελικά, η συνολική - ενιαία αξιολόγηση της μαρτυρίας, σφαιρικά και σε αντιπαραβολή με τις θέσεις υπεράσπισης και το όλο μαρτυρικό υλικό, ήταν όχι μόνο επιθυμητή, αλλά και η μόνη ορθή επιλογή.
2. Το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμόν μεμπτότητας του ανακριτικού έργου. (Λόγοι έφεσης 10 (έφεση αρ. 13/15), 6 (έφεση αρ. 14/15) και 8 (εφέσεις αρ. 15/15 και 16/15).
Αναφορικά με το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων εισηγήθηκαν ότι αυτό ήταν σε πολλά σημεία μεμπτό με αποτέλεσμα η ανακριτική διαδικασία να καταστεί μολυσμένη, να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα των Εφεσειόντων και να καταστήσει τη δίκη τους μη δίκαιη. Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι το ανακριτικό έργο διεξήχθη κατά τρόπο υποδειγματικό, όπως συμπέρανε και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, και επομένως ότι δεν τίθεται θέμα μόλυνσης της διαδικασίας και δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται λόγος για το ανακριτικό έργο, μεταξύ άλλων, στις σελ. 47-61 και 187-201. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει, στις προαναφερόμενες σελ. 47 κ. επ., τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ΜΚ5, Νίκος Λίλλης, προέβηκε στις διάφορες ανακριτικές του καταθέσεις, τεκμήρια 60 και 61, και έγγραφα Η-Η3. Το Κακουργιοδικείο, αφού παρατηρεί ότι η εκδοχή του ΜΚ5, όπως αρχικά εκφράστηκε στις πρώτες δύο καταθέσεις, ήταν πολύ διαφορετική από την εκδοχή του στις επόμενες ανακριτικές του καταθέσεις (έγγραφα Η-Η3), προχώρησε στη διατύπωση της θέσης ότι δεν εντόπισε ο,τιδήποτε που να παραπέμπει σε διάθεση ψεύδους ή σε ένδειξη δόλιων κινήτρων από μέρους του Νίκου Λίλλη. Το γεγονός ότι ο Νίκος Λίλλης, αναφερόμενος στις ενέργειες του κατά την 23.9.2013 και στο γεγονός ότι εκείνη την ημερομηνία επισκέφθηκε το Αρχηγείο Αστυνομίας δύο φορές και όχι μόνον μια, όπως είχε αρχικά αφήσει να νοηθεί, και μάλιστα ότι μεταξύ των δύο επισκέψεων μίλησε τηλεφωνικώς αρκετές φορές και με τους ανακριτές του, πριν προχωρήσει στην προσκόμιση του δακτυλογραφημένου κειμένου-εγγράφου Η (σελ. 52 και 53 της απόφασης), το πρωτόδικο δικαστήριο δεν το θεώρησε ως υποστηρίζον την εκδοχή της υπεράσπισης ότι η υπόθεση ήταν «στημένη» και ότι ο Λίλλης ήταν συνεργός σε δόλια ανακριτικά σχέδια για διασυρμό και διαπόμπευση των Εφεσειόντων. Ούτε και η αναφορά του ΜΚ24, Ανακριτή Λευτέρη Κυριάκου, σε μόνο μια επίσκεψη του Λίλλη στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στις 23.9.2013 και όχι σε δύο επισκέψεις, όπως στην πραγματικότητα έγινε, δημιουργούσαν οποιανδήποτε αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία της ανακριτικής διαδικασίας, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με την αντίφαση ως προς το ποιος συνόδευσε τον Νίκο Λίλλη σε καφετερία της Λευκωσίας το Δεκέμβριο του 2011, κατά πόσο δηλαδή ήταν ο Κώστας Καϊάφας, όπως αρχικά είχε πει ο Λίλλης ή ο Βάσος Κυριάκου, ΜΚ26, όπως στη συνέχεια διευκρίνισε, επιβεβαιωμένος στο σημείο αυτό από το ΜΚ26, το πρωτόδικο δικαστήριο και πάλι απέρριψε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί συμπαιγνίας μεταξύ του Νίκου Λίλλη και των Ανακριτών και περί ύπαρξης «έκνομων συνδιαλλαγών μεταξύ τους» (σελ. 60 της απόφασης). Διερωτήθηκε το Κακουργιοδικείο γιατί αυτά δεν τα ανέφερε ο Νίκος Λίλλης στην κατάθεση του (έγγραφο Η2) την 1.9.2013 αλλά τα ανέφερε στην κατάθεση του (έγγραφο Η3) στις 20.11.2013. Θεώρησε ότι αυτά τα γεγονότα δεν δημιουργούσαν οποιανδήποτε υπόνοια για το ανακριτικό έργο, εφόσον ο Νίκος Λίλλης θα μπορούσε να είχε ισχυριστεί ότι πήγε και ασυνόδευτος στην υπό αναφορά καφετερία στην οποία, κατά τον ισχυρισμό του, παρέδωσε ποσό ύψους €100.000 στον κατηγορούμενο 1, Ευστάθιο Κιττή.
Για την ανακριτική διεργασία και τους ισχυρισμούς για ύπαρξη ύποπτων συνδιαλλαγών και κινήτρων από μέρους της Αστυνομίας και της Νομικής Υπηρεσίας, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται και στις σελ. 187 κ. επ. της απόφασης του. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο το γεγονός ότι ο Νίκος Λίλλης στις αρχικές δύο καταθέσεις, τεκμήρια 60 και 61, δεν παραδέχθηκε οτιδήποτε αλλά, μετά από συνεννόηση με τον τότε δικηγόρο του, δεσμεύθηκε ότι, με το τέλος της κράτησης του και αφού αφηνόταν ελεύθερος, θα ετοίμαζε γραπτή δήλωση την οποία θα παρέδιδε στην Αστυνομία, δεν δημιουργούσε οποιαδήποτε υπόνοια για παράνομη συνδιαλλαγή.
Τίποτε το κατακριτέο δεν προέκυπτε «από τα ανακριτικά τούτα συμβάντα» (σελ. 189), όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο. Ούτε το γεγονός ότι στις 10.9.2013 ο Λίλλης αφέθηκε τελικά ελεύθερος, μετά από τη σύλληψη και κράτηση του από τις 26.8.2013, ούτε η αυθημερόν (στις 10.9.2013) καταχώριση της Ποινικής Υπόθεσης 10771/13 εναντίον του Λίλλη και της εταιρείας του, αλλά ούτε και η αναστολή της Ποινικής Υπόθεσης 10771/13, αφού ο Λίλλης κατέθεσε ενόρκως ως ΜΚ5 εναντίον των Εφεσειόντων, στην υπό εξέταση διαδικασία δημιουργούσαν κενά στο ανακριτικό έργο. Αυτά τα γεγονότα, καθώς και η «αποδεκτή ανακριτική πρακτική», ο Νίκος Λίλλης να μην κατηγορηθεί γι΄ αυτή την υπόθεση αλλά να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας, «ποσώς καταδείχνουν» οτιδήποτε το μεμπτό αναφορικά με τις καταθέσεις και τη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη, σε πλαίσιο παράνομης, απαράδεκτης και ανήθικης συνεννόησης με τους Αστυνομικούς ανακριτές και τον Γενικό ή Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με απώτερο σκοπό το διασυρμό και την κακόβουλη δίωξη αθώων φυσικών και νομικών προσώπων, όπως εισηγήθηκε η Υπεράσπιση (σελ. 191-193 της απόφασης). Οι κατ΄ ισχυρισμόν ύποπτες συνθήκες καταγραφής της κατάθεσης του Νίκου Λίλλη ως το έγγραφο Η και τα περί ύπαρξης συνδιαλλαγών και άλλων συναφών σε σχέση με αυτή, απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αβάσιμα. Δεν υπήρχε οτιδήποτε το παράτυπο ή το ηθικώς ανάρμοστο στην απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να παράσχει ασυλία δίωξης και να καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας το συνεργό Νίκο Λίλλη και τούτο, ανεξαρτήτως του γεγονότος πως ο Νίκος Λίλλης είχε παραδεχτεί, κατά τη μαρτυρία του, τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται άμεσα με εκφάνσεις των επίδικων αδικημάτων (σελ. 195 της απόφασης).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στις σελ. 197-201 της απόφασης του, προβαίνει σε σχόλια αναφορικά με το ανακριτικό και διωκτικό έργο, το οποίο χαρακτηρίζει ως δίκαιο, άμεμπτο και απολύτως ικανοποιητικό. Παρατηρεί, συναφώς, ότι οφείλει κανείς να είναι πιο διαλλακτικός και προοδευτικός ως προς το πώς είναι που αποτιμά και διαχειρίζεται τα περί ύπαρξης συμφωνιών, συνδιαλλαγών ή ανταλλαγμάτων μεταξύ ανακρινομένων και ανακριτών (ή και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), ιδιαίτερα όταν η ανάκριση λαμβάνει χώραν επί συναινετικού επιπέδου και δεν προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη βούληση του ανακρινόμενου, όπως εδώ του Νίκου Λίλλη, ΜΚ5 (σελ. 197 της απόφασης). Η «ωφελιμιστική» προσέγγιση που ακολούθησαν οι ανακριτές αλλά και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στην παρούσα περίπτωση, ήταν απολύτως παραδεκτή κατά το δίκαιο, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο του πολέμου κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, αδικήματα που εκ προοιμίου και εκ της φύσεως τους παρουσιάζουν, όχι μόνο πολυπλοκότητα αλλά και υψηλό δείκτη δυσκολίας στην εξιχνίαση τους (σελ. 197 της απόφασης). Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπίστωσε την παροχή οποιουδήποτε αθέμιτου ανταλλάγματος προς τον Νίκο Λίλλη για να πει την αλήθεια. Η μαρτυρία του Λίλλη ήταν άθραυστη και ειλικρινής απορρέουσα από την αποφασιστικότητα του να πει όλη την αλήθεια στους ανακριτές και στο δικαστήριο (σελ. 200 της απόφασης).
Αναφορικά με την ανακριτική διαδικασία και τη δίκαιη δίκη έχουμε παραπεμφθεί σε Ινδική Νομολογία, η οποία βασίζεται και στο άρθρο 21 του Ινδικού Συντάγματος αλλά και σε γενικές αρχές του Κοινού Δικαίου αναφορικά με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου. Υπάρχει γενικά υποχρέωση στις Ανακριτικές Αρχές να διεξάγουν την ανακριτική διαδικασία κατά τρόπο δίκαιο και ηθικά ορθόν (Δέστε: State of Bihar v. P.P. Sharma, AIR 1991, SC 1260). Η ανάκριση θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο δίκαιο, διαφανή και ορθό, απαλλαγμένο από ενστάσιμα στοιχεία, όπως η προκατάληψη, αλλότριο κίνητρο κλπ. Ο ανακριτής θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπον που να αποκλείει την πιθανότητα κατασκευής μαρτυρίας και η αμερόληπτη συμπεριφορά του θα πρέπει να αποκλείει και οποιανδήποτε υποψία ως προς τη γνησιότητα της ανάκρισης. Η ανακριτική διαδικασία πρέπει να είναι έντιμη, δίκαιη, αμερόληπτη και να διεξάγεται σύμφωνα με το Νόμο. Ο σκοπός της ανάκρισης θα πρέπει να είναι η παρουσίαση της αλήθειας ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου (Δέστε: Vinay Tyagi v. Irshad Ali @ Deepak (2013) (5) SCC 762).
Σε περίπτωση ελαττωματικής ανακριτικής διαδικασίας το δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογεί τη μαρτυρία με καχυποψία και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση της αλήθειας. Η επιταγή για δίκαιη ανάκριση πηγάζει από την εφαρμογή των κανόνων του Κράτους Δικαίου (Δέστε: Manu Sharma v. State (NCT of Delhi) (2010) 6 SCC 1).
Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι υπήρξαν συνδιαλλαγές μεταξύ του ΜΚ5, Νίκου Λίλλη, και των Ανακριτικών Αρχών, στο στάδιο που ο Λίλλης έδινε τις αρχικές καταθέσεις του (τεκμήρια 60 και 61) αλλά και τις μετέπειτα, ενοχοποιητικές για τους Εφεσείοντες, καταθέσεις του (τεκμήρια Η-Η3). Είναι παραδεκτόν ότι, τουλάχιστον στις 23.9.2013, ημερομηνία κατά την οποίαν ο Λίλλης παρέδωσε το σημαντικό έγγραφο Η στην Αστυνομία, είχε επανειλημμένες τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ανακριτές. Για το συγκεκριμένο σκοπό επισκέφθηκε το Αρχηγείο της Αστυνομίας δύο φορές και είναι μετά από τις συνομιλίες με τους ανακριτές που, στη δεύτερη του επίσκεψη, παρέδωσε το τεκμήριο Η. Είναι επίσης γεγονός ότι ο ανακριτής Λευτέρης Κυριάκου, ΜΚ24, δεν ανέφερε στη μαρτυρία του στο δικαστήριο για τις δύο επισκέψεις του Λίλλη στο Αρχηγείο της Αστυνομίας την ημέρα εκείνη.
Είναι ακόμα σαφές ότι ο Λίλλης συνεννοήθηκε με τις Αστυνομικές και Ανακριτικές Αρχές ότι αν αφηνόταν ελεύθερος, μετά την αρχική του σύλληψη και κράτηση, θα προέβαινε σε κατάθεση στην Αστυνομία και θα έλεγε «την αλήθεια», την οποίαν είχε αποκρύψει στις πρώτες δύο καταθέσεις, τεκμήρια 60 και 61. Τελικά, αφέθηκε ελεύθερος και προέβηκε σε ενοχοποιητική κατάθεση για τους Εφεσείοντες. Ταυτόχρονα καταχωρήθηκε και ποινική υπόθεση εναντίον του, η οποία όμως ανεστάλη όταν ο Λίλλης έδωσε ενοχοποιητική μαρτυρία για τους νυν Εφεσείοντες ενώπιον του δικαστηρίου. Παράλληλα ο Λίλλης, συνεργός στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, έτυχε ασυλίας στην υπόθεση αυτή, με τη μη δίωξη του και την κλήση του ως ΜΚ5, ως κύριου δηλαδή και ουσιαστικού μάρτυρα κατηγορίας εναντίον των Εφεσειόντων.
Όπως τονίστηκε και στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, η αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών, κατά τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Στην προκείμενη περίπτωση, παρά τις προαναφερόμενες συνδιαλλαγές και διευθετήσεις μεταξύ ανακριτικών αρχών και ΜΚ5, δεν διαπιστώσαμε ότι οι ανακριτικές αρχές παρέβησαν το καθήκον τους για αναζήτηση της αλήθειας, ή ότι η ανακριτική διαδικασία ήταν ελαττωματική. Προσθέτουμε επίσης ότι μέσα από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως προς το περιεχόμενο των επανειλημμένων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ ανακριτών και Λίλλη, δεν διαφάνηκε ο,τιδήποτε το μεμπτό. Σκοπός δεν ήταν η κατασκευή μαρτυρίας, αλλά η αναζήτηση της αλήθειας μέσω της σφαιρικής παράθεσης και διευκρίνισης του όλου πλέγματος των σημαντικών για την υπόθεση γεγονότων. Θεωρούμε ότι, ο,τιδήποτε έπραξαν οι ανακριτικές αρχές είχε ως σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας και την, κατά τρόπο δίκαιο, προσαγωγή των ενόχων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Επομένως τα σχετικά ευρήματα και κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν ορθά.
3. Το ζήτημα της όλης αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ5, Λίλλη (λόγοι έφεσης 9 (έφεση αρ. 12/15), 9, 12 (έφεση αρ. 13/15), 2, 4 και 5 (έφεση αρ. 14/15) και 4, 5 και 6 (έφεση αρ. 15/15 και 16/15).
Όπως έχει ήδη λεχθεί στα αρχικά στάδια της απόφασης, η μαρτυρία του Λίλλη αποτέλεσε, ουσιαστικά, και το θεμέλιο της καταδίκης. Αξιολογήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως μαρτυρία συνεργού και κρίθηκε στέρεη και ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη των Εφεσειόντων, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπό το φως των δεδομένων αυτών, προβάλλει ως απόλυτα φυσιολογική η προσπάθεια της πλευράς των Εφεσειόντων να πλήξει, ως μεμπτή, την αξιολόγηση της υπό αναφορά μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η όλη προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων καλύπτει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο φάσμα ισχυρισμών, οι οποίοι έχουν ως κεντρικό άξονα την όλη συμμετοχή του Λίλλη στο σύνολο των εκνόμων ενεργειών που αφορούν οι κατηγορίες, τη συμπεριφορά του στα διάφορα στάδια της εξελικτικής πορείας διερεύνησης της υπόθεσης και την επίκληση αθέμιτης συνδιαλλαγής μεταξύ του ιδίου και των αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών. Πιο συγκεκριμένα, εισηγούνται οι συνήγοροι υπεράσπισης ότι:
Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Λίλλη - όπως αυτά αποτυπώνονται στις σελίδες 47-61 της πρωτόδικης απόφασης, η παράθεση των οποίων κρίνεται επιβεβλημένη και θα ακολουθήσει - είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης, πλημμελούς και αποσπασματικής θεώρησης της μαρτυρίας και συνιστούν αυθαίρετη προσέγγιση, η οποία δεν υποστηρίζεται από αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας. Προστίθεται ότι το δικαστήριο παραγνώρισε και/ή δεν αξιολόγησε δεόντως ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας του Λίλλη, όπως παραγνώρισε και καίριες αντιφάσεις και παραδοξότητες στην όλη εκδοχή του. Αποδίδεται ακόμη στο Κακουργιοδικείο ότι αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, πρωτίστως του Λίλλη, χρησιμοποιώντας διαφορετικό μέτρο κρίσης και δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με την αξιολόγηση των αντίστοιχων ισχυρισμών των μαρτύρων υπεράσπισης. Ετσι, υπό το πρίσμα αυτό, ενώ προέβηκε σε λεπτομερή εντρύφηση και αναψηλάφηση της μαρτυρίας που πρόσφερε η υπεράσπιση προκειμένου να την κρίνει ως αναξιόπιστη, δεν έπραξε το ίδιο και σε αναφορά με τη μαρτυρία του Λίλλη, παραλείποντας να αιτιολογήσει τις αντιφάσεις και ανακολουθίες που την κάλυπταν. Ηταν η γενικότερη προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων, ότι οι ουσιαστικές αναφορές του Λίλλη συνιστούσαν μια ψευδή και κατασκευασμένη ιστορία και ισχυρισμούς οι οποίοι δεν εύρισκαν έρεισμα σε προηγούμενες καταθέσεις του, αλλά ούτε και στήριξη από αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, ήταν η τελική προσέγγιση των συνηγόρων για τους Εφεσείοντες ότι δεν μπορούσε παρά να υπάρχει τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία για την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του συνεργού Λίλλη και, τελικά, ως προς την ορθότητα της καταδίκης.
Παραθέτουμε, στο στάδιο αυτό, την εκτενή ανάλυση του Κακουργιοδικείου της μαρτυρίας του Λίλλη, όπως αποτυπώνεται στις σελίδες 47-61 της πρωτόδικης απόφασης:
«Επιστρέφουμε στον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5).
Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), απαντούσε με υποδειγματική σταθερότητα και λεπτομέρεια επί κάθε πτυχής που ερωτάτο και με τρόπο που καθαρώς είναι που έδειχνε πως έλεγε την αλήθεια. Παρέμεινε - και κυριολεκτούμε - εδραίος κατά τη μακρά, πιεστική και εξαντλητική του αντεξέταση. Υπήρξε αφοπλιστικά γνήσιος, γλαφυρός και παραστατικός στις περιγραφές του. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου δήλωνε πως δεν θυμόταν επακριβώς (ή και καθόλου), λεπτομέρειες επί των οποίων αντεξεταζόταν, έδινε ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις για την αδυναμία του αυτή. Μίλησε για γεγονότα και παρέθεσε λεπτομέρειες που μόνο κάποιος που τα βίωσε πρωτογενώς θα μπορούσε να τα εξιστορήσει με τέτοια ακρίβεια και σε τέτοια έκταση αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο κάθε πιθανότητα τα γεγονότα τούτα να αποτελούσαν γέννημα φαντασίας ή, όπως πολλές φορές και με κάθε ευκαιρία υποβαλλόταν στον μάρτυρα κατά την αντεξέταση, παράγωγο σύμπραξης και ανεπίτρεπτης συναλλαγής με τους ανακριτές της υπόθεσης και την Κατηγορούσα Αρχή. Η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από αμεσότητα και ταχύνοια σκέψη. Αρκετά συχνά - και ορθώς το εντόπισε και η κ. Παπαγαπίου στην αγόρευση της - είναι που οι δικηγόροι Υπεράσπισης παρέλειπαν να τον αντεξετάζουν επί σημείων που αργότερα αποτέλεσαν εφαλτήριο για παράθεση μαρτυρίας από πλευράς κατηγορουμένων και μαρτύρων Υπεράσπισης, ή αντίστοιχων εισηγήσεων των συνηγόρων κατά τις αγορεύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε κάποιες από τούτες προβαίνουμε σε εκτενή αναφορά είτε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε κατά την παράθεση των ευρημάτων πιο κάτω), θεωρήσαμε όλους τους συναφείς ισχυρισμούς των ευπαίδευτων δικηγόρων ως εικασίες και πιθανολογήσεις, στερούμενες κατ' επέκτασιν ουσιαστικής μαρτυρικής αξίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Ιωαννίδης v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 137/10, ημ. 23.10.12). Με την ευκαιρία, υπογραμμίζουμε - και τούτο ισχύει οριζοντίως για όλες τις περιπτώσεις που αφορούν στην ενώπιον μας μαρτυρία - πως κατά το σκεπτικό αποφάσεων όπως η ΛΚ ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547, 554, Pal και Άλλων ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551, 590-591 και Τάκη ν Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 599, 609, προσεγγίσαμε την κάθε τέτοια περίπτωση παράλειψης αντεξέτασης (που δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς), ως ενδεικτική έλλειψης συνέπειας στην προώθηση των αντίστοιχων θέσεων του αντεξετάζοντος αλλά και ως αποδυναμωτική τούτων, προβαίνοντας ωστόσο σε αξιολόγηση της κάθε τέτοιας περίπτωσης και σταθμίζοντας τα πράγματα με προσοχή αναλόγως της σοβαρότητας της συζητούμενης παράλειψης, στο πλαίσιο του συνόλου της προκύπτουσας εικόνας (βλ. κατ' αναλογίαν, Ιωάννου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 538, 544-545, Σκάρος ν Χριστοδούλου και Άλλου (1998) 1(Α) ΑΑΔ 291, 296-298, R v Hart (1932) 23 Cr App R 202, 207). Οι δικηγόροι Υπεράσπισης προσπάθησαν - και τούτο ήταν απολύτως επιτρεπτό και αναμενόμενο υπό τις συνθήκες - να πλήξουν την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), προβαίνοντας σε αναφορές επί διαφόρων φαινομενικά δυσμενών γεγονότων σε σχέση με το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, με παραπομπή είτε σε εκκρεμούσες είτε σε αποπερατωθείσες δικαστικές διαδικασίες (διά καταχώρισης αναστολής ποινικής δίωξης ή άλλως πως), ή ακόμη και σε πράξεις ή παραλείψεις του, εν σχέσει με αξιόποινες και αξιόμεμπτες φορολογικές και άλλες επιχειρηματικές παρασπονδίες του. Ωστόσο, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - και τούτο πρέπει οπωσδήποτε να αναδειχθεί - παραδέχθηκε δίχως περιστροφές (σχεδόν αποστομωτικά), την αξιόποινη εμπλοκή του στα αδικήματα που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο καθώς και άλλες πτυχές του προσωπικού και επιχειρηματικού του γίγνεσθαι οι οποίες θα μπορούσαν, όπως δέχθηκε και ο μάρτυς, να ήσαν πολύ καλύτερα διαπλασμένες. Δεν παραλείψαμε να τα εντάξουμε όλα αυτά - και που παρεμπιπτόντως, προκύπτουν ως αναντίλεκτα από τη μαρτυρία ή ως ρητώς παραδεδεγμένα από τον εν λόγω μάρτυρα - εντός του συνόλου των αξιολογικών γνωμόνων που αφορούν στον παρουσιαζόμενο κακό του χαρακτήρα, κατά ανάλογη προσαρμογή του σκεπτικού στη Liatsos v The Police (1968) 2 CLR 15, 21-23. Τίποτε δεν προέκυψε από τη συναφή επιχειρηματολογία των δικηγόρων των κατηγορουμένων, ικανό να πλήξει την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η ύπαρξη περιστάσεων τις οποίες υπέδειξαν οι εν λόγω δικηγόροι ως σχετιζόμενες με τον προβαλλόμενο κακό χαρακτήρα του μάρτυρα, δεν αποτελεί μεταβλητή που θα μπορούσε εδώ να προκαθορίσει τελεσιδίκως και εκ προοιμίου την αξιοπιστία του (αλλά και οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα), ως ζήτημα γενικότερης αρχής. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό μόνο εάν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι (για διάφορους λόγους), θα μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν ως κακού χαρακτήρα, κατά τα προβλεπόμενα στο ποινικό δίκαιο και συναφή νομολογία. Δεν υπάρχει όμως τέτοιος ανελαστικός κανόνας. Το ζήτημα του καλού ή κακού χαρακτήρα μάρτυρα δεν μετριέται συγκριτικώς (με σταθερό σημείο αναφοράς την αξιοπιστία άλλων προσώπων ή μαρτύρων), αλλά εξατομικευμένα στη βάση των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης, με την έκβαση της διεργασίας να ζυγιάζεται και να εφαρμόζεται αναλόγως με τη σχετικότητα που υπέχει το ευρύτερο θέμα του καλού ή κακού χαρακτήρα στα εκάστοτε επίδικα θέματα. Οι δικηγόροι Υπεράσπισης αναφέρθηκαν στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), κατά την πρώτη ανακριτική του κατάθεση προς την Αστυνομία στις 26.8.13 (βλ. Τεκμήριο 60), αλλά και ακολούθως, κατά τη δεύτερη ανακριτική του κατάθεση στις 2.9.13 (βλ. Τεκμήριο 61), δεν είπε για όλα εκείνα τα γεγονότα και στοιχεία που προέταξε στις επακόλουθες καταθέσεις του (μεταξύ 23.9.13 και 20.11.13), ως τα Έγγραφα Η-Η3, κάτι που πλήττει, ως υπέβαλαν, την ευρύτερη αξιοπιστία του μάρτυρα και θεμελιώνει ακόμη περισσότερο τη θέση πως οι γραπτές του αυτές καταθέσεις απέρρευσαν λόγω αθέμιτης συνδιαλλαγής με ανακριτές και κατηγόρους. Ο μάρτυς, όμως, εξήγησε με επάρκεια και πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους προέβη στους χειρισμούς αυτούς, λέγοντας πως είχε αρχικώς λάβει δικηγορική συμβουλή να μην αναφέρει οτιδήποτε προς την Αστυνομία και ότι εν πάση περιπτώσει, διακατεχόταν ευθύς εξαρχής από έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ακολουθούμενη τότε ανακριτική διαδικασία ένεκα κάποιων δημοσιευμάτων και φημών που κυκλοφορούσαν (υπό μορφή διαρροών προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης [«ΜΜΕ»]) σε σχέση με την υπόθεση, όπως τούτη εκτυλισσόταν κατ' εκείνο το χρονικό σημείο αλλά και επειδή ένιωθε πως υπήρχε «. έντονη πολιτική χροιά σε όλο αυτό που γινόταν, ένιωθα ότι υπήρχε και συγκεκριμένος υπουργός που έκανε δηλώσεις για το θέμα συνεχόμενες, ένιωθα ότι αυτή η υπόθεση μύριζε κάτι .». Όταν όμως ο μάρτυς αφέθηκε ελεύθερος και συγκρότησε με νηφαλιότητα τις σκέψεις του, αποφάσισε να πει αυτά που γνώριζε, έχοντας πλέον διασφαλίσει, όχι μόνο τα δικαιώματα του αλλά και την ακρίβεια (κατά το δυνατόν), όσων είναι που θα ανέφερε προς τους ανακριτές, προσβλέποντας και σε υποβοήθηση του έργου των τελευταίων. Τίποτε το ανεξήγητο ή το ύποπτο διαφαίνεται από το χειρισμό αυτό του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), δεδομένου ότι, στη λογική τάξη των πραγμάτων, δεν έπραξε κάτι που να αμβλύνει ή να ακυρώνει την αποφασιστικότητα του να πει την αλήθεια για αυτά που γνώριζε. Σε σχέση με τις δύο πρώτες ανακριτικές του καταθέσεις - Τεκμήρια 60 και 61, έγινε επίσης εισήγηση από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων (και ιδιαίτερα από τον κ. Παπαϊωάννου), πως ο μάρτυς «. μόνο βαρύγδουπα ψέματα είπε .» και τούτο επειδή στην Απάντηση 2 της γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60 (ημερομηνίας 26.8.13), δήλωσε ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και οποιαδήποτε εταιρεία τής οποίας είχε προσωπικώς τον πλήρη έλεγχο, προέβη σε οιανδήποτε παράνομη δραστηριότητα. Αυτή τη θέση την επανέλαβε ο μάρτυς (διά υιοθέτησης της αναφοράς του στην Απάντηση 2 τής γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60, στις 2.9.13 στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 61). Στο βαθμό που οι προτασσόμενες αυτές αναφορές από τους κατηγορούμενους σκοπούν στο να καταδείξουν ύπαρξη αλλότριων ελατηρίων από μέρους του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) αλλά και αντιφάσεις ή ανακολουθίες του στη γενικότερη στάση που επέδειξε έναντι του ανακριτικού έργου, τίποτε από όσα ακούσαμε από τους ευπαίδευτους δικηγόρους τους, μας ικανοποίησε περί του ευσταθούς των υπερασπιστικών παραπόνων. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), παρέθεσε λεπτομερείς εξηγήσεις για τη συμπεριφορά που επέδειξε κατά τις δύο πρώτες ανακριτικές του καταθέσεις (με κάποιες μάλιστα εκφάνσεις της συμπεριφοράς αυτής να διατυπώνονται ρητώς και στην Απάντηση 2 της γραπτής κατάθεσης - Τεκμήριο 60), χωρίς να ανακύπτει οτιδήποτε το αξιόμεμπτο ή το ανακόλουθο στην όλη εκδοχή που επέλεξε ακολούθως να ξεδιπλώσει κατά τις επόμενες ανακριτικές του καταθέσεις - Έγγραφα Η-Η3 και κατά προέκταση στη δίκη. Βεβαίως, η συζητούμενη εδώ συμπεριφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), επιβάλλεται όπως αποτιμηθεί στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας - και έτσι είναι που πράξαμε - στη βάση των αρχών που αναγνωρίζει η νομολογία (ως τούτη αναλύεται, μεταξύ άλλων, στην Πουτζιουρής και Άλλος v Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309), υπό την έννοια ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των όποιων αντιφάσεων και ανακολουθιών, σχετίζονται άμεσα με τους λόγους που οδήγησαν στην προβολή τους από τον μάρτυρα καθώς και με την ετοιμότητα του να καταλήγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες προς εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων (βλ. Τεβλετιάν και Άλλου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512, Σάκκος v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510). Δεν ήταν ωστόσο αυτή η διάθεση ή τα χαρακτηριστικά που επέδειξε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) κατά την ανάκριση και τη μαρτυρία του στην ακροαματική διαδικασία, σε ό,τι είναι που σχετίζεται στο τι τώρα πραγματευόμαστε. Επιχειρήθηκε από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων να υποστηριχθεί, επιπροσθέτως, πως επειδή ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμενοποιημένη και εξειδικευμένη αναφορά λεπτομερειών επί ζητημάτων που άπτονται της ουσίας καίριων (εκ πρώτης όψεως), ισχυρισμών του εναντίον κάποιων εκ των κατηγορουμένων, τούτο θα πρέπει να αποβεί μοιραίο για την αξιοπιστία του, ή έστω, να αποτιμηθεί εντός των ευρύτερων παραμέτρων της κακής εικόνας που προέβαλε τόσο κατά την ανάκριση όσο και κατά την ένορκη του μαρτυρία (σύμφωνα πάντοτε με τους δικηγόρους), με άμεσο συνεπόμενο και το αδήριτο απόρριψης του συνόλου της μαρτυρίας και εκδοχής του. Κάποιες από τις τοποθετήσεις των δικηγόρων επί της συζητούμενης πτυχής, αφορούσαν στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν ανέφερε (φερ' ειπείν) στις γραπτές του καταθέσεις προς την Αστυνομία (Έγγραφα Η-Η3), πως μερικές από τις επίδικες επιταγές που είχαν εκδοθεί από την Wadnic Trading Ltd προς την Polleson Holdings Ltd, ήσαν μεταχρονολογημένες. Δήλωσε όμως ο μάρτυς κατά τη μαρτυρία του, πολύ πειστικά θα πρέπει να πούμε, πως δεν θεώρησε αναγκαίο να αναφερθεί στην πτυχή αυτή ενόψει της σαφούς του τοποθέτησης πως οι επιταγές τούτες είχαν εκδοθεί με τον τρόπο που σαφώς είχε περιγράψει και αποκαλύψει. Άλλες θέσεις που προτάχθηκαν από τους δικηγόρους, σχετίζονταν με το ότι ο μάρτυς είχε πει κατά τη μαρτυρία του πως το ύψος της δωροδοκίας που είχε απαιτήσει από τον ίδιο ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου), ανερχόταν αρχικώς στο ποσό των €300.000 και όχι στο ποσό των €250.000, όπως επεξήγησε κατά την προφορική του μαρτυρία με παραπομπή στο περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Επαρκώς όμως είναι που εξήγησε ο μάρτυς πως τούτη η φερόμενη ανακολουθία ή αντίφαση, εκπορεύθηκε από το γεγονός ότι θεώρησε καλό να δηλώσει στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, το τελικό ποσό της δωροδοκίας που συμφώνησε με τον υπό αναφορά κατηγορούμενο και όχι το αρχικό ποσό των €300.000, που αποτέλεσε (στην εξέλιξη των πραγμάτων) και το αίτιο για τις σχετικές διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν μεταξύ τους ώστε να καταλήξουν σε χαμηλότερο ποσό. Δήλωσε περαιτέρω ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) στη μαρτυρία του, πως δεν το θεώρησε σημαντικό κατά τη διατύπωση των γραπτών του καταθέσεων προς την Αστυνομία να επικεντρωθεί σε τέτοια μεγάλη λεπτομέρεια και έκταση επί κάθε σημείου στο οποίο αναφερόταν εκεί, διότι (αν έπραττε έτσι), θα «. έπρεπε να γράφω για έναν ενάμιση μήνα και να χρειαστεί βιβλίο .». Δεν διαφωνούμε ως ζήτημα αρχής με τη θέση αυτή και αδράχνουμε την ευκαιρία για να πούμε πως καιρός είναι να συζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές η πιθανότητα να εφαρμοστεί επιτέλους και στη χώρα μας σύστημα οπτικογράφησης των ανακριτικών καταθέσεων από τις αρμόδιες αρχές κάτι που (ανάμεσα στα πολλά άλλα πλεονεκτήματα), θα αποτρέψει και την πρόταξη παρόμοιων ισχυρισμών. Πραγματευθήκαμε όλων ανεξαιρέτως των παραδειγμάτων επί της αναλυόμενης πτυχής σε κάποια από τα οποία εντρύφησαν μάλιστα και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Υπεράσπισης, χωρίς όμως να εντοπίσουμε κάτι που να παραπέμπει σε διάθεση ψεύδους ή σε ενδείξεις δόλιων κινήτρων από μέρους του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ως ζήτημα πραγματικού γεγονότος. Πάντως, ως ζήτημα ευρύτερης νομικής αρχής, το γεγονός πως ένας μάρτυς παραλείπει κατά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία να αποτυπώσει όλα όσα είναι που γνωρίζει ή που εκ των υστέρων κρίνονται ως κρίσιμα, δεν οδηγεί ανελαστικώς σε απόρριψη της μαρτυρίας του, η οποία επιβάλλεται όπως προσεγγιστεί στο σύνολο της, με ιδιαίτερη, όπως πάντα, προσοχή και δικαστική εγρήγορση (βλ. κατ' αναλογίαν, Ιωάννου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 14, 19). Τούτη την αρχή (απόρροια κοινής λογικής), την είχαμε ασφαλώς υπόψη και στην κάθε περίπτωση αξιολόγησης άλλων μαρτύρων (και κατηγορουμένων), καταλήγοντας πως, σε κάποιες από αυτές, η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που θα ανέμενε κανείς πως θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί προς τους ανακριτές ή την Αστυνομία, ήταν ενδεικτική αναξιοπιστίας του αναφερόμενου μάρτυρα ή κατηγορούμενου. Έγινε πολύς λόγος από μέρους των κατηγορουμένων για τη φερόμενη παράλειψη του μάρτυρα να αναφερθεί (κατά τη μαρτυρία του), στο γεγονός ότι είχε επισκεφθεί το Αρχηγείο Αστυνομίας δύο φορές στις 23.9.13 και όχι μια φορά (όπως άφησε να νοηθεί ο ίδιος ενώ κατέθετε) και δη, όταν την ίδια εκείνη μέρα είχε παραδώσει προς τους ανακριτές το δακτυλογραφημένο κείμενο που αποτέλεσε στη συνέχεια, μέρος της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Αφορμή για τη θέση αυτή αποτέλεσε σχετική αναφορά του Χριστόφορου Μαυρομμάτη (ΜΚ28), κατά τη μαρτυρία του. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων πρότειναν πως η απόκρυψη του γεγονότος αυτού από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), αποτελεί (και τούτη) δείγμα, όχι μόνο της απαράδεκτης συμφωνίας που πέτυχε με τους ανακριτές αλλά και ενίσχυση του γεγονότος πως πρόκειται τελικώς περί ενός αναξιόπιστου μάρτυρα. Θεωρούμε πως οι θέσεις αυτές των ευπαίδευτων συνηγόρων δεν ευσταθούν και ότι συνειδητά είναι που επιλέχθη να αναδειχθεί το συζητούμενο ως μέγιστης σημασίας τη στιγμή που σαφώς είναι που (αποτιμώμενο τούτο στο πλαίσιο της συνολικής εικόνας των πραγμάτων), αναφύεται ως επουσιώδες. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), αναφερόμενος στις ενέργειες του κατά την 23.9.13, δήλωσε στη μαρτυρία του όλα όσα μπορούσε να θυμηθεί. Είχε πει, μεταξύ πάρα πολλών άλλων, πως επισκέφθηκε τον δικηγόρο του τη μέρα εκείνη (23.9.13) και ότι μίλησε τηλεφωνικώς αρκετές φορές και με τους ανακριτές πριν προχωρήσει στην προσκόμιση του δακτυλογραφημένου κειμένου - Έγγραφο Η. Ό,τι είναι που θα μπορούσε ο μάρτυς απαράδεκτα και άνομα (σύμφωνα με τις θέσεις των κατηγορουμένων), να συμφωνήσει και συζητήσει με τους ανακριτές στην ολιγόλεπτη παρουσία του στο Αρχηγείο Αστυνομίας πριν από την παράδοση του δακτυλογραφημένου κειμένου, ευκόλως θα μπορούσε να συμφωνηθεί και στο πλαίσιο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχε μαζί τους προγενέστερα και όχι κατ' ανάγκην την ίδια μέρα. Μήτε και αναδεικνύεται οτιδήποτε το αρνητικό σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα (αλλά και του ανακριτικού έργου ευρύτερα), από το γεγονός ότι ο ανακριτής Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24), αναφέρθηκε στη μαρτυρία του περί μιας παρουσίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας στις 23.9.13 (και όχι σε δύο). Αυτό, διότι ο ανακριτής τούτος καθαρώς είναι που δήλωσε πως μια φορά είναι που είχε δει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας (και όχι δύο), κάτι που κατά κοινή λογική δεν αποκλείει την παρουσία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στο Αρχηγείο Αστυνομίας σε χρόνο που δεν μπορούσε να τον δει ο Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24). Ζυγιάζοντας πολύ προσεκτικά τα αντίστοιχα μέρη της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - κάτι που πράξαμε και με όλο το φάσμα της μαρτυρίας του κατά τον ίδιο τρόπο που ενεργήσαμε και με όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μας - βρήκαμε τις εξηγήσεις που έδωσε ως απολύτως φυσιολογικές και εύλογες. Έγινε, περιπλέον, αρκετός λόγος από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων στο ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), επικοινωνούσε τακτικώς με τους ανακριτές τόσο πριν όσο και μετά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία - Έγγραφο Η. Το θίξαμε τούτο και λίγο πριν. Η γραμμή αυτή αποσκοπούσε, όπως αντιληφθήκαμε, στο να δείξει ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) παρουσίασε στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η (αλλά και στις άλλες που επακολούθησαν), μια καθ΄ υπαγόρευσιν στημένη εκδοχή που θα βοηθούσε στα δόλια ανακριτικά σχέδια για διασυρμό και διαπόμπευση των κατηγορουμένων (ή έστω κάποιων εξ αυτών), αλλά και στο να ψέξει τις απαράδεκτες ανακριτικές μεθόδους που ακολουθήθηκαν. Διαφωνούμε και με αυτά. Οι ανακριτές και ειδικότερα ο Λευτέρης Κυριάκου (ΜΚ24), επιδίωξαν να διατηρήσουν επαφή με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους - ειδικότερα δε, μεταξύ 10.9.13 και 23.9.13, αλλά και υστερότερα - προκειμένου να υποβοηθηθεί θεμιτώς και ανθρωπίνως ο τελευταίος στο να τους εμπιστευτεί πλήρως και εθελούσια και ενσυνείδητα να προχωρήσει σε αναφορά της αλήθειας για όσα είναι που γνώριζε. Ήξεραν καλώς οι ανακριτές από το στάδιο εκείνο των ανακρίσεων πως η μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) θα ήταν καταλυτικής σημασίας για τα πράγματα και ότι θα τους άνοιγε δρόμους για περαιτέρω διερεύνηση. Αυτή όμως η ανακριτική προσδοκία καθόλου δεν επισκίασε τη διενέργεια όσων άλλων ανακριτικών χειρισμών είναι που κρίθηκαν επιβεβλημένοι να γίνουν έτσι ώστε να διαφυλαχθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το αναμενόμενο ισοζύγιο μεταξύ των προσπαθειών εξασφάλισης μαρτυρίας από τον μάρτρυρα και της ταυτόχρονης συνέχισης των ερευνών, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ή να ενισχυθεί το κατάλληλο βάθρο για όσα είναι που θα ακολουθούσαν. Το ζήτημα στην κάθε περίπτωση δεν ήταν επομένως η έκταση των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και ανακριτών, ή ακόμη και το περιεχόμενο των συνδιαλέξεων αυτών (που δεν αφορούσαν πάντοτε στα της υπόθεσης), αλλά στο κατά πόσο οι επικοινωνίες τούτες οδήγησαν σε ένα ελλιπές, προκατειλημμένο, παράνομο και ανήθικο ανακριτικό έργο, το οποίο μάλιστα επηρέασε στο τέλος ουσιώδη συνταγματικά αλλά και άλλα νομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων. Εντούτοις, τίποτε το επιλήψιμο καταδείχθηκε πως προέκυψε από τις τηλεφωνικές αυτές επικοινωνίες σε βάρος των κατηγορουμένων ή από την ευρύτερη ανακριτική συμπεριφορά που περιέβαλε τις επικοινωνίες αυτές. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων προσπάθησαν (ευλόγως), να πλήξουν την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και με αναφορά στο περιεχόμενο γραπτής ένορκης δήλωσης στην οποία είχε προβεί στις 25.7.13, κατά τη μονομερή αίτηση 104/13, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως το Τεκμήριο 93. Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), ανέφερε πως ό,τι επίμεμπτο και αν φαίνεται να εκπηγάζει από κάποιες τοποθετήσεις στις οποίες προέβη στην ένορκη τούτη δήλωση, τούτες θα πρέπει να ιδωθούν μέσα από το φακό της εμπιστοσύνης που έδειξε σε σχέση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης προς τον τότε δικηγόρο του, Χρίστο Πουτζιουρή (που τη συνέταξε) και ο οποίος τον κάλεσε να την υπογράψει, κάτι που ο μάρτυς έπραξε ασυζητητί και αυθωρεί. Μήτε και από αυτή την περίσταση παράγεται οτιδήποτε που θα μπορούσε ευλόγως να οδηγήσει το μυαλό προς την αίσια κατεύθυνση που επιθυμούν οι δικηγόροι Υπεράσπισης και δη, σε εύρημα ή διαπίστωση, πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) «. δεν σέβεται τον όρκο». Όσο και αν κακίζουμε την προχειρότητα και επιπολαιότητα με την οποία προσέγγισε ο μάρτυς το ζήτημα της υπογραφής τής ένορκης του δήλωσης, δεν έχουμε πεισθεί από όσα είδαμε και βιώσαμε κατά την παράθεση της μαρτυρίας του (τα οποία και ζυγίσαμε πρεπόντως), πως η περίπτωση θα πρέπει να σταχυολογηθεί (στην ουσία του τι είναι που εκφράζει), ως ένδειξη ασέβειας προς την ορκοδοτική διεργασία, ή τάσης (και μάλιστα μόνιμης) για ψευδορκία. Δεχόμαστε τις εξηγήσεις που έδωσε απαντώντας σε σχετική αντεξεταστική ερώτηση του κ. Παπαϊωάννου, πως «[δ]είχνει άτομο που δεν σέβεται τον όρκο; Διαφωνώ κάθετα μαζί σας, νομίζω θα ήταν υποβοηθητικό χωρίς να είναι δικαιολογία εάν κάποιοι άνθρωποι χωρίς να φεύγω τις ευθύνες από πάνω μου μας βοηθήσουν και λλίο καλύτερα πας τούντο πράμα, την ώρα που πάεις να κάμεις μια ένορκο δήλωση, εγώ σας λέω ότι ο περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι εν κάτι τυπικό που γίνεται στα πλαίσια μιας υπεράσπισης 8 στους 10 αυτήν την άποψη θα έχουν. Η θέση μου για το θέμα του όρκου, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναφέρεστε έχουν να κάνουν με μια ένορκη δήλωση μιας υπεράσπισης σε μια υπόθεση. Αν λέτε ότι ήρθα δαμέ ενόρκως και να αμφισβητήσετε την πίστη μου ή τη θέση μου, εν Αγία εβδομάδα, απατάστε οικτρά. Είμαι εγώ δαμέ μιλώ εγώ και λέω την αλήθεια». Οι συνήγοροι Υπεράσπισης προέταξαν ακόμη ότι ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δεν ανέφερε την αλήθεια στο Δικαστήριο αναφορικώς (και) με την ύπαρξη δανείων της ΑΛΚΗΣ, κάτι που συντείνει και τούτο (κατά την άποψη τους), στην αποδόμηση των θέσεων του μάρτυρα περί της προβαλλόμενης από την Κατηγορούσα Αρχή θέσης ότι η αποπληρωμή των εν λόγω δανείων αποτέλεσε κατ' ουσίαν μια άκρως σημαντική συνιστώσα των φερόμενων εκβιασμών που δέχθηκε ο μάρτυς από τους κατηγορούμενους 7 (Βενιζέλο Ζαννέτο) και 8 (Αντώνη Ιωακείμ). Ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) - και ξανά, πολύ σωστά είναι που εντοπίσθηκε και τούτο στην αγόρευση της Κατηγορούσας Αρχής - ουδέποτε αρνήθηκε την ύπαρξη των εν λόγω δανείων. Ίσα-ίσα, τούτα αποτέλεσαν έρεισμα για πολλές από τις αναφορές του κατά τη μαρτυρία σε σχέση με επιθυμία που είχε να προέβαινε σε σταδιακή τους εξόφληση. Εκείνο που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δήλωσε πως δεν γνώριζε και αμφισβητούσε με αξιοπρόσεκτη δυναμικότητα και σθένος ήσαν οι λεπτομέρειες των προβαλλόμενων δανειοδοτήσεων και ειδικότερα το ακριβές του αντικειμένου τους και για το ποιους ακριβώς είναι που αφορούσαν. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από αυτό. Ποτέ επίσης - και αποκλίνουμε και από τούτη την εισήγηση των δικηγόρων των κατηγορουμένων - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν αμφισβήτησε τις προσπάθειες που γίνονταν από διάφορους φίλους και παράγοντες της ΑΛΚΗΣ προς εξεύρεση χρημάτων, με στόχο την εξόφληση των δανείων. Το ότι ο μάρτυς δεν έδωσε σχετικές λεπτομέρειες περί αυτών ή φάνηκε να γνωρίζει οτιδήποτε περί σύστασης της ούτω καλουμένης Επιτροπής Εξόφλησης Χρεών, ουδόλως θα μπορούσε να προταχθεί ως αντικειμενικό κριτήριο προς αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, μια και στην ουσία της, η μαρτυρία του ποσώς αφίσταται από όσα είναι που υποτίθεται πως η φερόμενη αυτή επιτροπή είχε ως δεδηλωμένο αντικειμενικό σκοπό. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει - άγνοια περί δημιουργίας μιας τέτοιας επιτροπής (και το σημειώνουμε για να υποδείξουμε την ασυνέπεια στην προβαλλόμενη εκδοχή), εξέφρασε τόσο ο κατηγορούμενος 7 (Βενιζέλος Ζαννέτος), ο οποίος ισχυρίστηκε πως έμαθε περί της επιτροπής, εκ των υστέρων, όσο και ο κατηγορούμενος 8 (Αντώνης Ιωακείμ), που ήξερε μόνο, όπως είπε, για κάποιες σχετικές προσπάθειες που συνέβαιναν επί ατομικού επιπέδου από διάφορους φίλους και παράγοντες της ΑΛΚΗΣ, όχι όμως θεσμοθετημένα υπό τη μορφή μιας Επιτροπής Εξόφλησης Χρεών ως αυτόνομης οντότητας. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων υπογράμμισαν περιπλέον πως η όλη συμπεριφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) αναφορικώς με τη συνομολόγηση και ευρύτερη διαχείριση των ποδοσφαιρικών συμβολαίων των παικτών της ΑΛΚΗΣ, ήταν παράνομη ή παράτυπη σε βαθμό επηρεαστικό της αξιοπιστίας του μάρτυρα και της τάσης του να παρανομεί (σε αντίθεση με το τι διατράνωνε περί αντιθέτου κατά τη μαρτυρία του). Ούτε και από τούτο εξάγεται κάτι το αξιοπρόσεκτο μια και ο μάρτυς εναργώς είναι που δήλωσε (δίχως να αμφισβητηθεί πάνω σε αυτό κατά την αντεξέταση του), πως όσα έπραττε συνήδαν πλήρως με την ευρύτερα ακολουθούμενη συναφή πρακτική των ποδοσφαιρικών σωματείων κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και να συζητούσε κανείς πως η γενικώς ακολουθητέα πρακτική δεν θα έπρεπε να προταχθεί ως δικαιολογητική των ενεργειών του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), τίποτε απολύτως δεν συνάγεται από τη σύμπλευση του μάρτυρα με τα όσα τότε τεκταίνονταν ως συνήθης διεργασία επί του ζητήματος από τους υπόλοιπους ή τους περισσότερους ποδοσφαιρικούς παράγοντες του τόπου. Μια άλλη έκφανση της μαρτυρίας του μάρτυρα που έτυχε σθεναρής αμφισβήτησης κατά τη δίκη, ήταν και εκείνη που αφορούσε στην πληρωμή συνολικού ποσού €300.000, ως δωροδοκίας. Κάποιες πτυχές του θέματος έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω, υπό άλλο φακό. Για ό,τι ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, τονίζουμε την αναφορά του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) περί των διεργασιών στις οποίες προέβη για να εξασφαλίσει τα χρήματα της υποτιθέμενης δωροδοκίας σε μετρητά. Ο μάρτυς είπε πως, εάν πράγματι διακατεχόταν από τα αποδιδόμενα σε αυτόν δολερά κίνητρα εναντίον του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) (όπως και των υπολοίπων), θα μπορούσε πολύ εύκολα όταν ανακρινόταν ή ακόμη και όταν σχεδίαζε (κατά μια γενικότερη εκδοχή των κατηγορουμένων), μαζί με τους ανακριτές τον ευρύτερο ιστό δολοπλοκίας εναντίον των κατηγορουμένων, να έλεγε πως δύο αναλήψεις μετρητών ύψους €150.000 η κάθε μια, που φαίνονται σε καταστάσεις λογαριασμού της Wadnic Trading Ltd για τους μήνες Απρίλιο-Μάιο 2012 (και δεν υπήρξε αμφισβήτηση της θέσης αυτής κατά την αντεξέταση του μάρτυρα), αφορούσαν ακριβώς στην ανάληψη των μετρητών που δόθηκαν στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), δίχως να χρειάζεται ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) να καταφεύγει σε ευφάνταστα σενάρια όπως εκείνα που (κατ' ισχυρισμόν) παρέθεσε στους ανακριτές και ενώπιον μας ο εν λόγω μάρτυς. Θέση όμως του τελευταίου ήταν πως οι αναλήψεις αυτές δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τα επίδικα θέματα. Την αναφερόμενη τοποθέτηση του μάρτυρα (όπως προέκυψε κατά την αντεξέταση του από τον κ. Πική), κρίνουμε χρήσιμο να την παραθέσουμε εδώ αυτούσια διότι θεωρούμε πως αναδεικνύει την παρρησία με την οποία ο μάρτυς κατέθεσε επί του ζητήματος, χωρίς ποσώς να υπονοούμε πως άλλα μέρη της μαρτυρίας του που δεν αποτυπώνουμε εδώ αυτολεξεί, υστερούν καθ' οιονδήποτε τρόπο ανάλογης πειστικότητας ή αξιοπιστίας: «Προφορικά, οφείλω να το πω είμαστε στο Δικαστήριο και πρέπει να λέμε την αλήθεια είπαμε για να είμαι απόλυτα σωστός η ημερομηνία της τελευταίας μου κατάθεσης, στις 20.11.2013 κύριε Πική, στην τελευταία μου κατάθεση, είχα αναφέρει στον κύριο Μαυρομάτη ότι, γιατί με ρώτησε, ότι τις συγκεκριμένες επιταγές, τις άλλαξε ο Μάριος ο Πολυβίου σε μετρητά και μου τις έφερε σε €. Μάλιστα με ρώτησε εκείνος, του ανέφερα μάλιστα ότι εγώ ενημέρωσα και είχα πει στο Μάριο τότε που γίνονται οι έρευνες να πει ότι ήταν σε στερλίνες. Εκείνοι μου είπαν ότι τότε το πίστεψαν, γιατί θεώρησαν ότι τούτα τα χρήματα έδωσα τα σε κάποιο άλλο που τους κατηγορούμενους για να τα πάρει στην Αγγλία και εγώ του είπα, αυτά ήταν τα χρήματα που πήγαν στον Ορέστη και τους είπα όλη την αλήθεια την οποία λέω και τώρα. Εάν προσέξετε τα statement των λογαριασμών μου της Wandic και της Αλκής, θα δείτε σε εκείνο το διάστημα κύριε Πική, στον 5ο του 2012 και τον 4ο του 2012, ανάληψη μετρητών και 150.000 και ξανά 150.000 τα οποία θα μπορούσα κάλλιστα να επικαλεστώ για να πω τη μισή αλήθεια, όχι ήρθα εδώ για να πω όλη την αλήθεια και λέω όλη την αλήθεια. Αυτά ήταν τα γεγονότα και οφείλω να τα πω έστω και εάν παραδέχομαι μέσα σ' αυτό το κομμάτι που επαναλαμβάνω θα μπορούσα να παίξω πελλόν τζιαι να το παρακάμψω και αυτό το κομμάτι, με τον τρόπο που σου είπα». Λόγος πολύς έγινε από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων και για το άτομο που ακολούθησε τελικώς τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - κατά την εκδοχή του τελευταίου πάντοτε - στη Λευκωσία για να χρηματίσει τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) σε καφετερία της πόλης το Δεκέμβριο 2011. Οι συνήγοροι με αναφορά σε τοποθέτηση του μάρτυρα στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η, πως τον είχε συνοδεύσει τη μέρα εκείνη στην εν λόγω καφετερία ο Κώστας Καϊάφας (αντί ο Βάσος Κυριάκου [ΜΚ26], όπως επακόλουθα διευκρίνισε ο Νίκος Λίλλης [ΜΚ5] στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η3), έψεξαν ως ψευδή και αντιφατική την αρχική αναφορά του πως είχε συνοδευθεί από τον Κώστα Καϊάφα. Ο μάρτυς δικαιολόγησε την ανακολουθία λέγοντας πως με τον Κώστα Καϊάφα συχνά είναι που μετέβαινε σε διάφορους τόπους διότι οι δυο τους είναι στενοί φίλοι και συνεργάτες και πως ο μάρτυς νόμιζε ότι πράγματι ήταν μαζί που είχαν μεταβεί στη Λευκωσία τη μέρα εκείνη, δοσμένου πάντοτε πως είχε περάσει και αρκετός καιρός από το συμβάν με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να πει ακριβώς ποιος είναι που πήγε μαζί του. Ο μάρτυς συνέχισε για να πει στη γραπτή κατάθεση - Έγγραφο Η2, πως δεν είχε θεωρήσει τη λεπτομέρεια αυτή ως ουσιώδη επειδή το άτομο που τον είχε συνοδεύσει στην υπό αναφορά καφετερία στη Λευκωσία, έτσι και αλλιώς δεν είχε κατέβει από το αυτοκίνητο για να παραστεί στη συνάντηση με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Δίχως να λέμε πως ήταν εκ των πραγμάτων άστοχη η προσπάθεια των συνηγόρων Υπεράσπισης να στηριχθούν στην προκύψασα αλλαγή εκδοχής του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) επί του σημείου που αναπτύσσουμε, υποδεικνύουμε πως ως εκ του γεγονότος τούτου και μόνο, δεν θα μπορούσαν ευλόγως να εξαχθούν τα συμπεράσματα που προτάθηκαν από την Υπεράσπιση και δη, πως ο μάρτυς εψεύσθη ασύστολα ή πως η αναπροσαρμοζόμενη επί του θέματος μαρτυρία του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι μολύνει και την ποιότητα του συνόλου της μαρτυρίας που έδωσε ενώπιον μας. Οι εξηγήσεις του μάρτυρα ήσαν ειλικρινείς και πειστικές. Είπε για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει στη συνειρμική διαμόρφωση της αρχικής του εντύπωσης και ακολούθως διασαφήνισε αιτιολογημένα και καθαρά, τα αίτια που τον έσπρωξαν στο να διαφοροποιήσει τη θέση του. Το ότι ο μάρτυς είχε αναφέρει στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η2, πως δεν θεώρησε ως ουσιώδες το ζήτημα τού ποιος πήγε μαζί του κατά την εν λόγω συνάντηση, δεν σημαίνει ότι προκαλεί και οποιοδήποτε κώλυμα στην ικανότητα του να ανακαλέσει στη μνήμη, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, τα όσα είναι που πραγματικώς διαδραματίστηκαν κατά την άποψη του τη μέρα εκείνη του Δεκεμβρίου 2011 και πως η αρχικώς λανθασμένη ανάκληση μνήμης στην οποία προέβη, μολύνει αδηρίτως με υστεροβουλία εκείνη που ακολούθησε. Το θέμα απέκτησε ουσιώδη ανακριτική σημασία στην εξέλιξη των πραγμάτων. Τίποτε το κακό δεν απορρέει από αυτές τις περιστάσεις που περιέγραψε ο μάρτυς, μολονότι ορθώς είναι που έτυχαν, από αντικειμενικής απόψεως, πραγμάτευσης από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων κατά τις αγορεύσεις. Μηδέ και οι ανακριτικοί χειρισμοί επί του ζητήματος θα μπορούσαν σοβαρά να πληγούν μια και αυτοί είναι που τελικώς συνέτειναν στο να αναδειχθεί και καταγραφεί το ζήτημα διά της υποβολής σωστών και ανακριτικών ερωτήσεων. Υπάρχει όμως σε σχέση με την πτυχή αυτή και μια άλλη διάσταση στα πράγματα την οποία πρέπει να παραθέσουμε ανεξαρτήτως της αξιολογικής μας κρίσης περί της αξιοπιστίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) επί του ζητήματος με το οποίο καταπιανόμαστε τώρα και τούτη δεν είναι άλλη από τη άποψη των δικηγόρων των κατηγορουμένων περί συμπαιγνίας του μάρτυρα με τους ανακριτές και ύπαρξης έκνομων συνδιαλλαγών μεταξύ τους. Διερωτάται λοιπόν κανείς για ποιο λόγο είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν αναφέρθηκε στον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) ευθύς εξαρχής στη γραπτή του κατάθεση - Έγγραφο Η και αντ' αυτού επέλεξε να ονοματίσει ως συνοδό του στη Λευκωσία τον στενό του φίλο Κώστα Καϊάφα. Αναρωτιέται επίσης γιατί είναι που ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), δεν είπε για τον Βάσο Κυριάκου (ΜΚ26) στο πλαίσιο της ανακριτικής του κατάθεσης - Έγγραφο Η2 την 1.10.13, αλλά προέβη σε τέτοια αναφορά στις 20.11.13, στην ανακριτική του κατάθεση - Έγγραφο Η3 (με την Αστυνομία να προχωρεί σε λήψη γραπτής κατάθεσης από τον τελευταίο την ίδια μέρα και ώρα, ως το Έγγραφο ΛΓ). Απορεί, συν τοις άλλοις, ο αντικειμενικός παρατηρητής γιατί (αφού περί στημένων ανακρίσεων ο λόγος), οι ανακριτές σε συνεργασία με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) να προχωρήσουν και επιλέξουν την κοπιώδη και πλήρη εγγενών κινδύνων επιλογή της προσθήκης στο σκηνοθετημένο αυτό σκηνικό, ψευδομαρτύρων, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ανάδειξης ουσιωδών ασυνεπειών, αντιφάσεων και άλλων ανακολουθιών κατά τη δίκη μεταξύ των μαρτύρων αυτών και δεν διάλεξαν την πολύ ασφαλέστερη κατά τα πράγματα επιλογή να τοποθετήσουν τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ασυνόδευτο στην υπό αναφορά καφετερία, όπως εξάλλου έπραξαν και στην περίπτωση παράδοσης του ποσού ύψους €100.000 προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), από τον ίδιο μάρτυρα σε καφετερία στη Λάρνακα τον Μάιο 2012. Κάθε άλλος σχολιασμός επί του σημείου τούτου θεωρούμε, με κάθε ταπεινότητα, πως περιττεύει για απολύτως κατανοητούς λόγους.
Δεν νιώθουμε πως επιβάλλεται να επεκταθούμε περισσότερο στα μέρη εκείνα της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) που προκάλεσαν περαιτέρω σχόλια από μέρους των δικηγόρων Υπεράσπισης, επειδή θεωρούμε πως (έχοντας τα ξεψαχνίσει), κανένα από τούτα, έστω και αν γινόταν αποδεκτό στο απόγειο του, θα μπορούσε να οδηγήσει (από μόνο του ή μαζί με άλλα), σε διαφορετική κατάληξη μιαίνοντας έτσι την αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού.»
Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού λαμβάνει χώραν, κατά πάγια νομολογία, με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μολονότι δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τον δικαστικό λόγο της απόφασης Zacharia v. The Republic (1962) CLR 52, συνάγονται τα ακόλουθα:
Το δικαστήριο, κατά πρώτον, αξιολογώντας την αξιοπιστία συνεργού, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, έχει νομική υποχρέωση να αυτοϋπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η όποια ουσιαστική μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από τη δική του εμπλοκή στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Εάν, υπό το φως τέτοιας αυτοπροειδοποίησης το δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του εν λόγω συνεργού και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να βασισθεί σε αυτή, χωρίς ενίσχυση, και να προχωρήσει σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, είναι ελεύθερο να το πράξει νόμιμα. Αν το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία, τέτοιας μορφής που όχι μόνο να υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό.
Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-659, το ζήτημα της αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού αντικρίσθηκε ως εξής:
«Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ' αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-
(α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.
(β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.
(γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.
Η κυπριακή όσο και η αγγλική νομολογία, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, υποστηρίζει ότι τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Στην απόφαση του Privy Council - Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488 - ως επισημάναμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος, δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ' αρχήν, παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα. Είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών, που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορουμένου στο έγκλημα. Παραμένει, όμως, το δικάζον δικαστήριο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας, που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία της δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχτεί ως βάσιμη τη μαρτυρία συνεργού.
Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή μπορεί να πάρει, εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, η οποία έχει, ως αναφέρεται:- (σελ. 265)
«... προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden* δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ' εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος* .»
Παρόλο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του Ηρακλέους και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, δε διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία. Ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο "ορθολογιστική", για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.»
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε, στοιχείο άλλωστε που συνιστά και κοινό έδαφος, ότι ο Λίλλης θα έπρεπε να αντικρισθεί ως μάρτυρας - συνεργός. Υπό το πρίσμα αυτό προσέγγισε τη μαρτυρία του με άκρα επιφυλακτικότητα, προκειμένου να κρίνει κατά πόσο μπορούσε να αποτελέσει ασφαλή βάση για καταδίκη, έχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος όπως έχει αναπτυχθεί σε σειρά από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Zacharia (ανωτέρω), Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης (1993) 2 ΑΑΔ 231, 247-249, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24, 33-41, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (ανωτέρω), σελ. 653-660 και Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90, 96-97). Μετά από συνεχείς αυτοπροειδοποιήσεις έκρινε αξιόπιστο τον υπό αναφορά μάρτυρα, αποφασίζοντας ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας, καταλήγοντας στις σελίδες 167-168 της απόφασής του:
«Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι εάν, δεδομένης της απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας, είμαστε διατεθειμένοι να βασιστούμε στη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), έτσι ώστε να καταλήξουμε στα ευρήματα μας (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-658, Ιωάννου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 14, 19-20).
Είχαμε συνέχεια στο μυαλό και υπενθυμίζαμε εαυτόν, πως μάρτυρες όπως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θεωρούνται ως κατά τεκμήριο σπιλωμένοι (βλ. V Gattie και M Krishnamachariar, Wills´ Principles of Circumstantial Evidence, Butterworth & Co, 7η Έκδ., 1937, σελ. 29), με τη μαρτυρία τους να υπόκειται σε επηρεασμό από τη σχέση τους με το έγκλημα, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνο για το Δικαστήριο να βασιστεί επί αυτής και να καταδικάσει δίχως ενισχυτική μαρτυρία.
Αυτοϋπενθυμιστήκαμε συν τω χρόνω και αυτοκαθοδηγηθήκαμε πως η προσέγγιση της αξιοπιστίας των συνεργών-μαρτύρων πρέπει να γίνεται με την αναγκαία και ύψιστη υπό τις περιστάσεις επιφύλαξη, περίσκεψη και προσοχή.
Έτσι είναι που λειτουργήσαμε.
Αφού εξετάσαμε το περιεχόμενο της μαρτυρίας των υπό συζήτηση μαρτύρων και πάνω από όλα εκείνη του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) - χωρίς ασφαλώς υποβιβασμό της σημασίας των υπολοίπων - και έχοντας αδιαλείπτως στο μυαλό τις συζητούμενες αρχές και αυτοπροειδοποιήσεις, αξιολογώντας ατομικώς και συνολικώς τη μαρτυρία του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), σε αντιπαραβολή εκείνης των άλλων αξιόπιστων μαρτύρων και του υπόλοιπου μαρτυρικού υλικού και λαμβάνοντας υπόψη την πολύ καλή εντύπωση που μας δημιούργησε κατά τη μαρτυρία του - και προπαντός τη δύναμη και εμβέλεια της μαρτυρίας του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), καταλήξαμε πως μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή χωρίς ενίσχυση, με απόλυτη ασφάλεια.
Αποδεχόμαστε πλήρως τη μαρτυρία και εκδοχή του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5).»
Δεν παρέχεται έδαφος επέμβασής μας στον τρόπο αξιολόγησης του βασικού ΜΚ5 από το Κακουργιοδικείο. Τα όσα με πολλή ικανότητα έθεσαν ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων, στερούνται, με όλο το σεβασμό, υπόβαθρου στήριξης.
Εχουμε ήδη καταγράψει την κρίση μας ως προς το ζήτημα του άμεμπτου του ανακριτικού έργου, στοιχείο που εμπλέκεται και στους λόγους έφεσης που εξετάζονται στο παρόν στάδιο. Πέραν των όσων εκθέσαμε, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν αθέμιτης συνδιαλλαγής μεταξύ εισαγγελικών ή αστυνομικών αρχών και του ΜΚ5. Οι διαπιστώσεις του μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους. Όπως και στην απόφαση Ρόπας (ανωτέρω) σελ. 652, επιβεβαιώνεται «Ο,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού.» Στην υπό κρίση περίπτωση, τέτοια συμπεριφορά δεν εντοπίζεται.
Πέραν των πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο, όπως εντοπίζεται στο εκτεταμένο απόσπασμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ5 που παραθέσαμε προηγουμένως, έκρινε τον Λίλλη ως αξιόπιστο, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και σταθμίζοντας τις όποιες αντιφάσεις ή κενά τέθηκαν ενώπιόν του. Ακολούθως, διεξοδικά και με πολλή επιμέλεια, ασχολήθηκε με τις ουσιαστικές εκδοχές των Εφεσειόντων όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, πάντα υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, διατυπώνοντας με σαφήνεια τα ευρήματά του και εξετάζοντας σφαιρικά τη μαρτυρία του ΜΚ5 και σε αντιστοιχία τόσο με τις θέσεις της υπεράσπισης, όσο και με το υπόλοιπο μέρος της ενώπιόν του μαρτυρίας. Η αναντίλεκτη ύπαρξη στοιχείων τα οποία αφορούσαν τη διακίνηση χρηματικών ποσών στη βάση των όσων ανέφερε ο ΜΚ5 αλλά και η διασύνδεση της Wadnic Trading Ltd, συμφερόντων του Λίλλη, με εταιρείες συμφερόντων κάποιων από τους κατηγορουμένους (Polleson Holdings Ltd και Leagros Investment Ltd), σε συνάρτηση με την απόρριψη των σχετικών θέσεων της υπεράσπισης, επιβεβαίωναν ουσιώδεις ισχυρισμούς του ΜΚ5 και συνηγορούσαν υπέρ της κρίσης του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του.
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας τη μαρτυρία Λίλλη και εκδηλώνοντας την ετοιμότητά του να βασισθεί σε αυτή στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, ασχολήθηκε επισταμένα, με τη σημασία του περιεχομένου της κάθε κατάθεσης του στην αστυνομία, χωρίς να υποτιμήσει σε καμία περίπτωση τα κενά που υπήρχαν σε αυτές και την εξελικτική συμπλήρωσή τους.
Όπως συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας και επιβεβαιώνεται στη Ρόπας (ανωτέρω) σελ. 650-652, τελικός κριτής της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα είναι το δικαστήριο. Τυχόν προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και προεκτάσεις τους, συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, 197, επαναλαμβάνεται ότι η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κατ΄ εξοχήν κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν μπορεί να συμβιβασθεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει, εκ προοιμίου, την ευχέρεια του να αξιολογήσει κατά τρόπο που το ίδιο το δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνο εάν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι είχαν προβεί σε προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις. Στη Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65, 93, εντοπίζεται η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση μαρτυρίας μαρτύρων, οι οποίοι έχουν προβεί σε προγενέστερες αντιφατικές καταθέσεις:
«The weight to be attached to the evidence of a hostile witness is a matter for the Court. There is no rule of law that it should be ignored in its entirety. Understandably, a Court of law will ordinarily be slow to attach any weight to the evidence of a hostile witness but may, if it seems proper to it do so, especially where parts of his evidence are supported by other evidence in the cause.»
Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την αξιοπιστία του Λίλλη υπό το πρίσμα του συνόλου των καταθέσεών του και κάτω από τις συνθήκες που αυτές δόθηκαν. Δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας στην προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου, ούτε και διαπιστώνουμε λόγους που θα επέτρεπαν ανατροπή της κρίσης περί της αξιοπιστίας του Λίλλη στη βάση των διαφορετικών καταθέσεών του στην αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο από τις αρχές που καλύπτουν το υπό εξέταση ζήτημα, έκρινε, βάσιμα, ότι ο Λίλλης εξήγησε με επάρκεια και πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους προέβη στους όλους χειρισμούς του. Η όλη εμπλοκή του στα γεγονότα που καλύπτουν οι κατηγορίες και η δικαιολογημένη έλλειψη εμπιστοσύνης που τον διακατείχε, ως αποτέλεσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας κατά το χρόνο εξέλιξης των γεγονότων, ήταν στοιχεία που δικαιολογούσαν την αρχική επιφυλακτικότητά του να παραθέσει το πλήρες φάσμα των γεγονότων που κάλυπταν τις κατηγορίες. Περαιτέρω, αναμενόμενο ήταν, δεδομένου του πολύπλοκου των γεγονότων και της εκτεταμένης μαρτυρίας, να ακολουθήσει σειρά συμπληρωματικών καταθέσεων προς σφαιρική ολοκλήρωση των θέσεων και της μαρτυρίας του και αφού οι ανακριτικές αρχές είχαν πλέον κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Η κρίση μας επί των τριών πιο πάνω εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων και η απόρριψη των συνακόλουθων λόγων έφεσης, θα επιδράσει ανάλογα και σε κάποιους άλλους από τους λόγους έφεσης που αφορούν την κάθε υπόθεση ξεχωριστά, με δεδομένη τη διασύνδεσή τους με τα όσα αφορούν το ανακριτικό έργο και την αξιοπιστία του ΜΚ5. Με τη γενική αυτή επισήμανσή μας, θα υπεισέλθουμε στην εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 12/2015 (Ορέστης Βασιλείου)
Ο Εφεσείων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ), ήταν Τμηματάρχης και Προϊστάμενος της υπηρεσίας Cytavision. Περαιτέρω, ήταν Γενικός Γραμματέας μίας εκ των συντεχνιών υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντιμετώπισε αρχικά επτά κατηγορίες. Συγκεκριμένα, της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 22 επί του κατηγορητηρίου, την οποία και αντιμετώπιζε από κοινού με τον πρώην συγκατηγορούμενο 4 και τους Εφεσείοντες Γρηγόρη Σουρουλλά και Polleson Holdings Ltd), της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(3) και 6 του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου 23(ΙΙΙ)/2000 (κατηγορίες 23 (από κοινού με τον πρώην συγκατηγορούμενο 4) και 24) της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Κεφ. 154 (κατηγορίες 25 (από κοινού με τον πρώην συγκατηγορούμενο 4 και τον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά) και 26) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 (κατηγορίες 27 (από κοινού με τον πρώην συγκατηγορούμενο 4, τον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά και την Εφεσείουσα Polleson Holdings Ltd) και 28). Όπως ήδη λέχθηκε, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την κατηγορία 22, ήτοι της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος.
Ηταν η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο Εφεσείοντας έλαβε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό από τον Λίλλη κατόπιν εκβιασμού και ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει την υπό αναφορά συντεχνία να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων στο έργο.
Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία και αποδεχόμενο τους σχετικούς ισχυρισμούς των μαρτύρων κατηγορίας και, κατά βάση, του ΜΚ5 Λίλλη, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
Πριν από την υπογραφή της προαναφερθείσας συμφωνίας, τεκμήριο 4-4Α, περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2010 με αρχές Ιανουαρίου 2011, ο Εφεσείων είχε ζητήσει να δει τον Λίλλη. Η συνάντηση έλαβε χώραν στην οικία του Εφεσείοντα στη Λευκωσία, όπου ο Εφεσείων ανέφερε στον Λίλλη ότι θα έπρεπε να τον πληρώσει (δωροδοκήσει) με ποσό ύψους €300.000, διαφορετικά θα δημιουργούνταν προβλήματα από τη συντεχνία που ο Εφεσείων εκπροσωπούσε, μετά από δικές του παροτρύνσεις. Ο Εφεσείων ήταν ένας ικανός συνδικαλιστής και είχε το χάρισμα να «υποστηρίζει και να πείθει αυτούς που έπρεπε». Υπό το πρίσμα αυτό, είχε τη δυνατότητα και το περιθώριο να δημιουργήσει, εάν ήθελε, προσκόμματα στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε ο Λίλλης. Ακολούθησαν, πάντα σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, και άλλες επαφές μεταξύ Λίλλη και Εφεσείοντα. Υστερα από μερικές εβδομάδες και συνεχείς «διαβουλεύσεις» κατέληξαν στην καταβολή του ποσού των €250.000, το οποίο και θα καταβαλλόταν μετά που θα λάμβανε την προκαταβολή από το Ταμείο Συντάξεων ο Λίλλης. Όχι όμως σε μετρητά, λόγω αδυναμίας του Λίλλη να πληρώσει το ποσό του χρηματισμού με αυτό τον τρόπο. Μετά την υπογραφή της προαναφερθείσας συμφωνίας τεκμήριο 4-4Α και την προκαταβολή που επακολούθησε, ύψους €9.200.000, προς την εταιρεία Wadnic Trading Ltd, διευθυντής και ουσιαστικός μέτοχος της οποίας ήταν ο Λίλλης, ο τελευταίος εξέδωσε και παρέδωσε προς τον Εφεσείοντα μεταχρονολογημένη επιταγή της Wadnic, ύψους €150.000, με δικαιούχο την Εφεσείουσα Polleson Holdings Ltd. Γραμματέας και μέτοχος της Polleson ήταν η μητέρα του Εφεσείοντα, η οποία, μαζί με τη διευθύντρια και επίσης μέτοχο, πεθερά του πρώην συγκατηγορούμενου 4 και αδελφού του Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά, ανέλαβαν και κατείχαν τυπικά τις θέσεις αυτές, χωρίς να γνωρίζουν τις εργασίες της υπό αναφορά Εφεσείουσας εταιρείας. Ο Εφεσείοντας αυτοπροσδιορίστηκε ως αφανής ετερόρρυθμος μέτοχος (silent partner) της Polleson. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο Λίλλης εξέδωσε ακόμα μια επιταγή ύψους €100.000 προς όφελος επίσης της πιο πάνω εταιρείας, η οποία παραδόθηκε, κατόπιν συνεννόησης με τον Εφεσείοντα, στον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά. Η επιταγή των €150.000, λόγω προβλημάτων, δεν μπορούσε να τιμηθεί και επιστράφηκε στον Λίλλη, ο οποίος την κατέστρεψε. Σε αντικατάστασή της, εκδόθηκαν και πάλι από την Wadnic, διά της υπογραφής του Λίλλη, δύο άλλες μεταχρονολογημένες επιταγές για το συνολικό ποσό των €150.000 προς όφελος και πάλι της Polleson, οι οποίες και παραδόθηκαν από τον Λίλλη στον Εφεσείοντα σε συνάντηση που είχαν περί τις αρχές Ιανουαρίου 2012. Σε μεταγενέστερο στάδιο ο Λίλλης κατέβαλε στον Εφεσείοντα, ως δωροδοκία και πάλι, ποσό ύψους €200.000, το οποίο ο Εφεσείων ζήτησε, στα πλαίσια των παράνομων συνεννοήσεων και διαβουλεύσεων που είχαν, περί τις αρχές του 2012 και όταν συζητείτο μεταξύ Wadnic και Ταμείου Συντάξεων η προοπτική υπογραφής τροποποιητικής συμφωνίας, τεκμήριο 12. Το ποσό αυτό καταβλήθηκε σε μετρητά και εξασφαλίστηκε από εξαργύρωση επιταγών της Wadnic από ανταλλακτήριο στη Λάρνακα. Στις αρχές του καλοκαιριού του 2013, όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται κάποια γεγονότα σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, ο Λίλλης, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά, ο οποίος του ανέφερε ότι ο Εφεσείων (Ορέστης Βασιλείου) ετοίμασε κάποιο έγγραφο προς υπογραφή από τον Λίλλη, ώστε να είναι όλοι καλυμμένοι για τα χρήματα που ο Λίλλης του είχε δώσει. Κάτω από αυτές τις συνεννοήσεις ο Λίλλης υπέγραψε, εκ μέρους της Wadnic, σε σταθμό βενζίνης, που διατηρούσε ο Σουρουλλάς, στη Λάρνακα, δύο ψεύτικα και εικονικά έγγραφα, τα τεκμήρια 65 και 66. Την εικονική και πλαστή συμφωνία τεκμήριο 66 υπέγραψε και ο Σουρουλλάς, εκ μέρους της Polleson.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την εις βάρος του καταδικαστική απόφαση, αλλά και την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, με μια σειρά από λόγους έφεσης:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, πλήττεται ως παράνομη, εσφαλμένη και αντισυνταγματική η καταδίκη σε αναφορά με το αδίκημα της εκβίασης, που αφορά στην 25η κατηγορία. Προβάλλεται στην αιτιολογία ότι, με βάση τη μαρτυρία του Λίλλη, την οποία το δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη, η απειλή έλαβε χώραν πριν από τη θέσπιση του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 13.4.2011. Συνεπώς, δεν υφίστατο αδίκημα και αξιόποινη πράξη κατά τον ουσιώδη χρόνο. Προβάλλεται, ακόμη, ζήτημα που συμπλέκεται και καλύπτει ουσιαστικά και τον δεύτερο λόγο έφεσης, ότι η εκβίαση και η δωροδοκία δεν συνιστούν έννοιες ταυτόσημες και δεν μπορεί η ίδια πράξη να συνιστά ταυτόχρονα και δωροδοκία και εκβίαση. Προστίθεται δε ότι, από τα ευρήματα του δικαστηρίου προκύπτει ξεκάθαρα ότι η πληρωμή αφορούσε το αδίκημα της δωροδοκίας και όχι της εκβίασης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης τίθεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο καταδίκασε τον Εφεσείοντα για τα αδικήματα της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατηγορίες 23 και 24 του κατηγορητηρίου, χωρίς να στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των υπό αναφορά αδικημάτων. Επεξηγείται στην αιτιολογία ότι ο όρος δημόσιος αξιωματούχος, όπως απαντάται στον Ν. 23(ΙΙΙ)/2000, δεν καλύπτει την περίπτωση του Εφεσείοντα, αφού τα χρηματικά ποσά της δωροληψίας δεν σχετίζονται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την άσκηση ή αποχή από την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Εφεσείοντα ως δημόσιου αξιωματούχου. Πιο συγκεκριμένα, ότι η συντεχνιακή ιδιότητα του Εφεσείοντα δεν περιλαμβάνεται στην έννοια του δημόσιου αξιωματούχου ως αυτή καθορίζεται από τον πιο πάνω νόμο και ότι, η όποια παράνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, δεν σχετιζόταν με την υψηλόβαθμη θέση που κατείχε στην ΑΤΗΚ και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ως προϊσταμένου της υπηρεσίας Cytavision.
Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος έφεσης, εδράζονται σε κοινό υπόβαθρο. Αφορούν τις κατηγορίες της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατηγορίες 27 και 28 επί του κατηγορητηρίου, των €250.000 και €200.000 αντίστοιχα, και προβάλλεται η θέση ότι, εφόσον κριθούν εσφαλμένες οι καταδίκες επί των κατηγοριών 23, 24, 25 και 26 για τους λόγους που αναφέρονται στον τρίτο λόγο έφεσης, αναπόφευκτα καθίστανται και εσφαλμένες οι καταδίκες στις υπό αναφορά κατηγορίες 27 και 28.
Με τον έκτο λόγο έφεσης και με υπόβαθρο τα όσα προβάλλονται στους προηγούμενους, προσβάλλεται η καταδίκη ως παραβιάζουσα την αρχή του αποδεικτικού βάρους και του τεκμηρίου της αθωότητας.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Τίθεται ότι εσφαλμένα κλήθηκε σε απολογία ο Εφεσείων, αφού δεν στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, η δε μαρτυρία ήταν τόσο παράλογη, αντιφατική και στερούμενη πειστικότητας που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε αυτή για να καταδικάσει.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προωθείται η εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αδικαιολόγητη, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Ο ένατος λόγος έφεσης είναι ιδιαίτερα εκτεταμένος. Διαπερνά όλο το εύρος της πρωτόδικης απόφασης, προκειμένου να εισηγηθεί ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης, πλημμελούς και αποσπασματικής αξιολόγησης της μαρτυρίας. Προβάλλεται επίσης, σε σημείο που αλληλοκαλύπτεται από τον όγδοο λόγο έφεσης, ότι καίρια επιχειρήματα της υπεράσπισης επί ουσιωδών πτυχών της μαρτυρίας δεν απαντήθηκαν από το Κακουργιοδικείο, με αποτέλεσμα η απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη. Η αιτιολογία του υπό αναφορά λόγου έφεσης περιστρέφεται γύρω από τις θέσεις ότι ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Λίλλη, αλλά και συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας, όπως εσφαλμένη ήταν και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης. Προεκτείνοντας, τίθεται ότι ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας ήταν αποσπασματικός και δεν εξετάστηκε σφαιρικά το μαρτυρικό υλικό προτού οδηγηθεί το Κακουργιοδικείο σε συμπεράσματα αξιοπιστίας ενός εκάστου μάρτυρα. Ειδική, εκτεταμένη, αναφορά γίνεται στην περίπτωση του ΜΚ5, Λίλλη, ο οποίος, κατά τον Εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε κριθεί ως αναξιόπιστος, ως αποτέλεσμα των αντιφατικών του δηλώσεων και καταθέσεων και όχι να αξιολογηθεί ως άμεμπτη η μαρτυρία του και ως ασφαλές θεμέλιο για καταδίκη, παρά την απουσία ενίσχυσης της από άλλη, ανεξάρτητη, μαρτυρία.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης τίθεται ότι το Κακουργιοδικείο, εσφαλμένα και αντισυνταγματικά, αποδέχθηκε την κατάθεση ενός ηλεκτρονικού μηνύματος, τεκμήριο 109, χωρίς τη συγκατάθεση των μερών στην επικοινωνία, καθώς επίσης και ενός βιβλιαρίου προσωπικών σημειώσεων του Εφεσείοντα.
Ο ενδέκατος και τελευταίος λόγος έφεσης επί της καταδίκης, έχει ως βάση στήριξης τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Κινείται γύρω από τη θέση ότι υπό το πρίσμα του περιεχομένου τους, η καταδίκη του Εφεσείοντα είναι ακροσφαλής και υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητά της.
Οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής, διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Στους δύο πρώτους, που αφορούν την έκδοση διατάγματος δήμευσης της περιουσίας του Εφεσείοντα - όπου προβάλλεται ότι η δήμευση είναι παράνομη και αντισυνταγματική, αφού είναι γενικής μορφής και αφορά ολόκληρη την περιουσία του Εφεσείοντα - και στον τρίτο λόγο έφεσης, μέσω του οποίου τίθεται ότι οι επιβληθείσες ποινές και δη των 9 χρόνων άμεσης φυλάκισης, για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων των κατηγοριών 27 και 28, είναι έκδηλα υπερβολικές. Κατά το στάδιο της ακρόασης ενώπιόν μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης επί της ποινής και, συνεπώς, παραμένει προς κρίση ο τρίτος και μόνο λόγος.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Όπως ήδη λέχθηκε, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης συμπλέκονται και κινούνται γύρω από τον χρόνο διενέργειας της απειλής που καλύπτει η κατηγορία 25 και την συμβατότητα καταδίκης, τόσο σε σχέση με το αδίκημα της εκβίασης, όσο και σε αναφορά με αυτό της δωροληψίας.
Το αδίκημα της εκβίασης, εδράζεται στο άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 13.4.2011 με το νόμο 56(Ι)/2011. Ο πρώτος λόγος έφεσης, σύνοψη του οποίου παραθέσαμε σε προηγούμενο στάδιο, δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Παρά το ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρεται σε ενέργειες του Eφεσείοντα που έγιναν μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Ιανουαρίου 2011 (πριν την έναρξη της ισχύος του άρθρου 290Α), εντούτοις, είναι προφανές ότι καταδίκασε τον Eφεσείοντα για τις ενέργειες του, μεταξύ 13.4.2011 και 2.3.2012, ως δηλαδή διαλάμβαναν οι λεπτομέρειες της κατηγορίας και καθ΄ ον χρόνο το άρθρο 290Α ήταν σε ισχύ. Το αδίκημα της εκβίασης ήταν συνεχές στην προκείμενη περίπτωση και ο εκβιασμός του Eφεσείοντα προς τον ΜΚ5, αν και άρχισε πριν τις 13.4.2011, συνεχίστηκε μέχρι τις 2.3.2012, όταν συντελέστηκε το αδίκημα, με τον χρηματισμό του Eφεσείοντα από τον ΜΚ5. Είναι νομολογημένο ότι ο εκβιασμός συνεχίζεται μέχρι η απαίτηση να σταματήσει και η απειλή να αποσυρθεί (Regina v. Colin Hester and Andrew John Mckray, 2007, 3 WCA, Crim 2127). Στην προκείμενη περίπτωση, η απαίτηση συνεχίστηκε και υλοποιήθηκε μεταξύ 13.4.2011 και 2.3.2012, επομένως δεν παραβιάστηκε η αρχή Nullum crimen Nulla poena sine lege.
Όσον αφορά την καταδίκη του Εφεσείοντα και για εκβίαση και για δωροληψία, στη βάση των ίδιων γεγονότων, αυτό είναι επιτρεπτό όταν η εκβίαση συρρέει, στην πραγματικότητα, με τη δωροληψία, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Εφεσίβλητη, ότι τα αδικήματα της εκβίασης και της δωροληψίας δεν αναιρούν το ένα το άλλο. Η εκβίαση θεμελιώθηκε με την απειλή και τον εξαναγκασμό του ΜΚ5 να παραδώσει χρηματικά ποσά στον Εφεσείοντα, ύψους €450.000.- και η δωροληψία συντελέστηκε όταν ο Εφεσείων, με την απαιτούμενη πρόθεση και μετά από απαίτησή του έλαβε το συνολικό ποσό των €450.000.- από τον ΜΚ5, για παράνομο αντάλλαγμα-σκοπό. Κατ΄ ακολουθία και ο υπό κρίση λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται ότι το καίριο σφάλμα του Κακουργιοδικείου έγκειται στο γεγονός πως τα χρηματικά ποσά της δωροληψίας δεν σχετίζονται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την άσκηση ή αποχή από την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Εφεσείοντα ως δημόσιου λειτουργού. Τίθεται, πιο συγκεκριμένα, ότι η όποια δωροληψία σχετίζεται με τη συντεχνιακή ιδιότητα του Εφεσείοντα και επ΄ ουδενί τρόπω με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως υπαλλήλου της ΑΤΗΚ και δη ως προϊστάμενου της υπηρεσίας CYTAVISION.
Οι κατηγορίες 23 και 24 που καλύπτουν τον υπό κρίση λόγο έφεσης, αφορούν σε δωροληψία κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Ν. 23(ΙΙΙ)/2000 (η Σύμβαση). Ως προς τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, παρατίθεται ότι ο Εφεσείοντας, ενώ κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην ΑΤΗΚ και ήταν γενικός γραμματέας της συντεχνίας των υπαλλήλων του Οργανισμού, έλαβε, κατ΄ απαίτησή του και προς όφελός του, τα χρηματικά ποσά, ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει την συντεχνία των υπαλλήλων της οποίας ήταν γραμματέας να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων στο επίδικο έργο.
Για τους σκοπούς της Σύμβασης ο όρος «δημόσιος αξιωματούχος» «νοείται με αναφορά στον ορισμό της λέξης «αξιωματούχος», «δημόσιος λειτουργός, «δήμαρχος», «υπουργός» ή «δικαστής» ο οποίος δίδεται στο εθνικό δίκαιο του Κράτους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο ασκεί την αρμοδιότητα αυτή και όπως εφαρμόζεται στο ποινικό του δίκαιο.».
Κατ΄ ακολουθία, στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, ερμηνεύεται ως ακολούθως ο όρος «δημόσιος λειτουργός»:
"δημόσιος λειτουργός" σημαίνει πρόσωπο που κατέχει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αξιώματα ή που ασκεί τα καθήκοντα που αρμόζουν σε τέτοιο αξίωμα, είτε ως αναπληρωτής ή διαφορετικά, δηλαδή-
(α) οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα καθώς και οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσια επιτροπή ή συμβούλιο ή
(β) οποιαδήποτε θέση, στην οποία κάποιο πρόσωπο διορίζεται ή υποδείχνεται με νόμο ή κατόπι εκλογής ή
(γ) οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχουν πρόσωπο ή πρόσωπα που κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή θέση από αυτά που περιλαμβάνονται σε καθεμιά από τις δυο προηγούμενες παραγράφους του ορισμού αυτού ή
(δ) οποιαδήποτε θέση διαιτητού ή επιδιαιτητού σε διαιτησία που ασκείται με διαταγή ή με έγκριση Δικαστηρίου ή κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου
ο όρος που αναφέρθηκε πιο πάνω περιλαμβάνει περαιτέρω-
(i) τα μέλη ερευνητικής επιτροπής, που διορίζονται κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου
(ii) όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στην εκτέλεση ενταλμάτων και δικογράφων
(iii) όλα τα πρόσωπα που ανήκουν στη στρατιωτική ή την αστυνομική δύναμη της Δημοκρατίας
(iv) όλα τα πρόσωπα που υπηρετούν σε κάποιο Κυβερνητικό Τμήμα
(v) τους θρησκευτικούς λειτουργούς οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος, καθόσον αφορά τα καθήκοντα τους που αναφέρονται σε γνωστοποιήσεις μελλοντικών γάμων ή την ιερολογία γάμων, ή τον καταρτισμό ή την τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων ή πιστοποιητικών γάμου, γέννησης, βάπτισης, θανάτου, ή ταφής όχι όμως καθόσον αφορά τα υπόλοιπα καθήκοντα τους
(vi) πρόσωπα στην υπηρεσία δημοτικής αρχής
(vii) τον εκάστοτε κοινοτάρχη και τα μέλη της χωριτικής επιτροπής οποιασδήποτε κοινότητας.»
Προέκυψε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός μέσα από την όλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι ο Εφεσείοντας είχε δικαίωμα εκλογής ως γενικός γραμματέας της Συντεχνίας εκ της θέσεώς του και μόνο, ήτοι ως εργοδοτούμενος στην ΑΤΗΚ. Συνεπώς, υπήρχε άρρηκτη διασύνδεση των δύο ιδιοτήτων του, ως υψηλόβαθμου δηλαδή στελέχους της ΑΤΗΚ και ως, κατόπιν εκλογής, γενικού γραμματέα της μεγαλύτερης συντεχνίας των εργαζομένων στον οργανισμό.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείοντας διέπραξε τα υπό αναφορά αδικήματα «ενώ κατείχε υψηλόβαθμη θέση στην ΑΤΗΚ και ήταν Γενικός Γραμματέας της Συντεχνίας των υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ ... ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει την υπό αναφορά Συντεχνία να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.»
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι η δωροληψία συνδεόταν άμεσα με το όλο πλέγμα των αρμοδιοτήτων του Εφεσείοντα ως «δημόσιου αξιωματούχου», εν τη εννοία του νόμου. Καθότι η ιδιότητά του ως δημόσιου λειτουργού - που εμπίπτει στο νοηματικό εύρος του όρου «δημόσιος αξιωματούχος» για τους σκοπούς της Σύμβασης - τεκμηριώνεται λόγω της θέσης που κατείχε, κατόπιν διορισμού του δυνάμει νόμου.
Οι λόγοι έφεσης 4 και 5, αφορούν, όπως λέχθηκε, τις κατηγορίες 27 και 28, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και έχουν ως υπόβαθρο τη θέση ότι τυχόν κρίση ως εσφαλμένων των καταδικών επί των κατηγοριών 23, 24, 25 και 26, αναπόφευκτα θα οδηγούσε και στην απόρριψη των εν λόγω κατηγοριών 27 και 28. Συνεπώς, η απόρριψη των θέσεων του Εφεσείοντα που καλύπτουν τους λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούσαν τα γενεσιουργά αδικήματα, αναπόδραστα οδηγεί και στην απόρριψη των υπό εξέταση λόγων έφεσης 4 και 5.
Τα όσα καλύπτουν τον έκτο λόγο έφεσης, όπως εντοπίζεται και από την αιτιολογία που τον συνοδεύει, εδράζονται στα όσα έχουν ήδη αποφασισθεί στους λόγους έφεσης που προηγήθηκαν. Η απόρριψή τους, αναπόδραστα, οδηγεί και στην κατάληξη ότι δεν υφίσταται καμία παραβίαση της αρχής του αποδεικτικού βάρους και του τεκμηρίου της αθωότητας. Εκ του περισσού καταγράφουμε ότι το Κακουργιοδικείο (σελίδα 165 της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και στο καταληκτικό μέρος σελίδες 244 και 245), έχοντας πλήρη επίγνωση των όσων διέπουν την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει όλα τα συστατικά στοιχεία των επιδίκων εγκλημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ανάλογα προσέγγισε την ενώπιόν του μαρτυρία υπό το φως των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο Εφεσείοντας.
Ο έβδομος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι, εσφαλμένα, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα και, συνακόλουθα, τον κάλεσε σε απολογία. Αιτιολογώντας σχετικά, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι όλες οι σχετικές εισηγήσεις της Υπεράσπισης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης αφορούσαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Προεκτείνοντας, εισηγήθηκε ότι, σε ό,τι αφορούσε τις εναντίον του Εφεσείοντα κατηγορίες 25 (εκβίασης), 26 (απειλής), αλλά και 23 και 24 (δωροληψίας), είτε δεν είχαν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως τα συστατικά στοιχεία που τις καλύπτουν, είτε δεν είχε αποδειχθεί η ημερομηνία διάπραξης κάποιων από αυτές, με αποτέλεσμα να προηγήθηκαν της θέσπισης σχετικού νόμου προς ποινικοποίησή τους.
Η κατάληξη μας ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούν το ζήτημα της εκβίασης και το συνεχές του υπό αναφορά αδικήματος, αλλά και σε ό,τι αφορά την έννοια του δημόσιου λειτουργού, έχει καταλυτικές συνέπειες και εις τον υπό εξέταση λόγο έφεσης. Πέραν τούτων, τα όσα κάλυπταν τα συστατικά στοιχεία των υπό αναφορά αδικημάτων, προέκυψαν ουσιαστικά μέσα από τη μαρτυρία του ΜΚ5, την οποία ορθά το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, αποφεύγοντας να το πράξει στο πρώϊμο, εκ πρώτης όψεως, στάδιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν αρκετή, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, η αναφορά και μόνο του Κακουργιοδικείου στο ότι οι εισηγήσεις της πλευράς της Υπεράσπισης περί απόρριψης των κατηγοριών δεν είχαν περιθώρια επιτυχίας και ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα, στον απαραίτητο βαθμό που δικαιολογούσε την κλήση του σε απολογία.
Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης, προβάλλεται, όπως ήδη καταγράψαμε, ότι λανθασμένα και αντισυνταγματικά έγινε αποδεκτή η κατάθεση ενός ηλεκτρονικού μηνύματος, τεκμήριο 109 και ενός βιβλιαρίου προσωπικών σημειώσεων του Εφεσείοντα.
Τα υπό αναφορά στοιχεία έγιναν δεκτά προς κατάθεση από το Κακουργιοδικείο, κατά το στάδιο της επανεξέτασης του ΜΚ5. Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά (σελίδες 767-775), η ανάγκη για παρουσίασή τους ως τεκμήρια, προέκυψε ως αποτέλεσμα σχετικής αντεξέτασης του εν λόγω μάρτυρα από την πλευρά των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων. Το Κακουργιοδικείο, με σχετική ενδιάμεση απόφασή του (σελίδες 774-775 των πρακτικών), ορθά έκανε δεκτή την παρουσίαση των εν λόγω στοιχείων, δεδομένου ότι αφορούσαν ζήτημα που τέθηκε κατά την αντεξέταση και το οποίο άπτετο της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Επιπρόσθετα, με την ενδιάμεση απόφασή του άφησε ανοικτό, προς απόφανση στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, το ζήτημα της πιθανότητας παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης. Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην όλη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εντέλει, γεγονός ιδιαίτερα καθοριστικό, το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε, στα πλαίσια της τελικής του κρίσης, οιανδήποτε βαρύτητα στα υπό αναφορά έγγραφα, τα οποία δεν συνέδραμαν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατάληξη για καταδίκη του Εφεσείοντα. Συνεπώς, θεωρητική και μόνο σημασία ενέχει υπό τις όλες συνθήκες το ζήτημα που καλύπτει ο υπό κρίση λόγος έφεσης.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Ο λόγος έφεσης που αφορά την ποινή, καλύπτει, τελικά, μόνο την επιβληθείσα ποινή των εννέα χρόνων φυλάκισης για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων (κατηγορίες 27 και 28). Προβάλλεται ότι η ποινή αυτή δεν είναι μόνο έκδηλα υπερβολική αλλά και εξοντωτική. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι αποκλίνει σαφώς από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δημιουργώντας έντονο αίσθημα αδικίας στον Εφεσείοντα. Θέτει, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής τις καταστροφικές συνέπειες της καταδίκης στην επαγγελματική και προσωπική ζωή του Εφεσείοντα, τις προσωπικές του συνθήκες, ιδιαίτερα κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, αλλά και το γεγονός ότι είχε εκδοθεί εναντίον του διάταγμα δήμευσης της περιουσίας του, που συνιστά ουσιαστικά χρηματική ποινή. Τέλος, τίθεται ότι δεν αξιολογήθηκε δεόντως η σημασία της αξιόποινης συμπεριφοράς του ΜΚ5 ως μετριαστικού παράγοντα και ότι δεν δικαιολογείται η επιβολή διαφορετικής ποινής σε σχέση με άλλα αδικήματα (της εκβίασης, κατηγορίες 25 και 26) για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ίδια ανώτατη ποινή, αλλά ούτε και δικαιολογείται η διαφοροποίηση μεταξύ της ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα και της επιεικέστερης που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα Στάθη Κιττή, δεδομένης της θέσης που κατείχε ο τελευταίος και του στοιχείου της κατάχρησης εμπιστοσύνης που αναφύεται.
Το Κακουργιοδικείο στην πορεία καθορισμού της πρέπουσας ποινής δεν παρέλειψε να σημειώσει την σοβαρότητα των εγκλημάτων στα οποία κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες. Συνεκτίμησε, περαιτέρω, τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα όσο και το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιόν του. Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια αποτίμησε υπέρ των Εφεσειόντων και το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να μην κατηγορήσει το Νίκο Λίλλη για το σύνολο των ποινικών αδικημάτων που αυτός παραδέχθηκε ότι τέλεσε. Ελαβε επίσης υπόψη τα εκδοθέντα διατάγματα δήμευσης της περιουσίας.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.
Το ερώτημα αν μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται και η επέμβαση του Εφετείου, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το κριτήριο για τη διαπίστωση υπερβολής στην ποινή είναι αντικειμενικό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί - (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 465).
Όπως υποδεικνύεται στη Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Μπορεί δε να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από τους δύο πιο κάτω αναφερόμενους παράγοντες ή/και με συνδυασμό των δύο:- (σελ. 531)
«(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.»»
Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1 και Κκούτα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 331, όπου επαναλήφθηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.
Στην πρόσφατη απόφαση Ευτύχιου Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 40/2015, ημερ. 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534, απασχόλησε το ζήτημα της ορθότητας της ποινής φυλάκισης έξι ετών που επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή, στον Εφεσείοντα σε σχέση με κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο Εφεσείων είχε κριθεί ένοχος, όπως λέχθηκε μετά από δική του παραδοχή, για επιλήψιμες πράξεις που είχαν σχέση με οικονομικές ατασθαλίες στα έργα του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, του οποίου ήταν γενικός διευθυντής. Αποκόμισε ίδιον προσωπικό όφελος και νομιμοποίησε παράνομα το συνολικό ποσό των €498.000. Ας σημειωθεί ότι η νομιμοποίηση των υπό αναφορά εσόδων αφορούσε σε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις και κάλυπτε μία περίοδο δέκα περίπου ετών. Το Εφετείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, απορρίπτοντας τη σχετική έφεση.
Παρεμβάλλουμε ότι στην Μαληκκίδης (ανωτέρω) δίδεται απάντηση και στις εισηγήσεις που έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα σε σχέση (α) με τις επιπτώσεις της ποινής στην επαγγελματική σταδιοδρομία καταδικασθέντος, (β) με την επιβολή μεγαλύτερης ποινής στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από την ποινή στα γενεσιουργά αδικήματα του δεκασμού και (γ) με την ανάγκη αποφυγής παράδοξων αποτελεσμάτων, ως αποτέλεσμα εντελώς δυσανάλογης ποινής μεταξύ του γενεσιουργού αδικήματος και του αδικήματος της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων. Τα υιοθετούμε και δεν κρίνουμε ότι υπάρχει ανάγκη επανάληψης του δικαστικού λόγου, απορρίπτοντας, κατά προέκταση, τις ανάλογες τοποθετήσεις της πλευράς του Εφεσείοντα.
Εχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα έχουν προβληθεί εκ μέρους του Εφεσείοντα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η ποινή άμεσης φυλάκισης ήταν επιβεβλημένη. Αδικήματα αυτής της μορφής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρές, αποτρεπτικές ποινές.
Όμως, εντοπίζουμε ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα από το πλαίσιο που έχει οριοθετηθεί, μεταγενέστερα, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πιο συγκεκριμένα από τη Μαληκκίδης (ανωτέρω), τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με την παρούσα υπόθεση. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση, σε αντίθεση με τη Μαληκκίδης, προηγήθηκε ακροαματική διαδικασία, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε τη διαφοροποίηση ως προς την ιδιότητα των εμπλεκομένων, τη χρονική διάρκεια της έκνομης συμπεριφοράς, αλλά και ως προς την έκδοση διατάγματος δήμευσης της περιουσίας του Εφεσείοντα. Όπως ήδη λέχθηκε, η παράνομη νομιμοποίηση στην υπόθεση Μαληκκίδης ήταν εκτεταμένης μορφής, κάλυπτε μια περίοδο δέκα περίπου ετών και αφορούσε σε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις.
Περαιτέρω, εντοπίζουμε αδικαιολόγητη αναντιστοιχία μεταξύ της ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα στα υπό κρίση αδικήματα, σε σχέση με αυτή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα Κιττή. Η αυστηρότερη ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον Εφεσείοντα δεν βρίσκει έρεισμα και δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα του ρόλου και της ευθύνης που εκ της ιδιότητάς του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων είχε ο Εφεσείων Κιττής.
Με οδηγό τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι ποινές φυλάκισης των εννέα ετών που έχουν επιβληθεί στον Εφεσείοντα για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων (κατηγορίες 27 και 28) είναι έκδηλα υπερβολικές. Τις μειώνουμε σε ποινές φυλάκισης 7 ετών αντίστοιχα, οι οποίες και θα συντρέχουν.
Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 13/2015 (Ευστάθιος Κιττής)
Ο Εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν δικηγόρος και λειτουργούσε ταυτόχρονα υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Την τελευταία αυτή ιδιότητά του, του Προέδρου δηλαδή της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων, είλκε, κατά το Κακουργιοδικείο, ως εκ του διορισμού του στη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντιμετώπισε αρχικά 19 κατηγορίες. Συγκεκριμένα, της συνομωσίας για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 (κατηγορίες 1 και 2 επί του κατηγορητηρίου, την τελευταία από κοινού με τον Εφεσείοντα Χαράλαμπο Τσουρή), της απάτης, κατά παράβαση των άρθρων 300, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 3, από κοινού με τον Εφεσείοντα Τσουρή), του δεκασμού δημοσίου λειτουργού, κατά παράβαση του άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 4, 5 και 6), της δωροληψίας για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 102 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 7, 8 και 9), της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(3) και 6 του Ν. 23(ΙΙΙ)/2000 (κατηγορίες 10, 11 και 12), των συναλλαγών με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(α), 4, 5 και 6 του περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου Κεφ. 161, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97(Ι)/2012 (κατηγορίες 13, 14 και 15), της πλαστογραφίας, κατά παράβαση των άρθρων 331(α), 333, 334, 335, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 16), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 17), της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007 (κατηγορία 18) και της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 20, από κοινού με τον Εφεσείοντα Τσουρή). Όπως ήδη λέχθηκε, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες 2, 3 και 20.
Ηταν, στη βάση της, η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους, μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Απριλίου 2012, ο Εφεσείοντας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, συνωμότησε με τον Λίλλη όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων, παρουσιάζοντας υπερτιμημένο το έργο Aero Center προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου και ότι ο Εφεσείων, υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και δημοσίου λειτουργού, και με την απαιτούμενη πρόθεση, έλαβε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ από τον Λίλλη, με τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ως αντάλλαγμα επίδειξης θετικής στάσης, προς ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας μεταξύ Wadnic και Ταμείου Συντάξεων.
Το Κακουργιοδικείο, ως απόρροια της αξιολόγησης της προσφερθείσας από την Κατηγορούσα Αρχή μαρτυρίας, ιδίως αυτής του ΜΚ5 Λίλλη, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:
Πριν από την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 25.2.2011, τεκμήριο 4, είχε ξεκινήσει φιλικότατη σχέση μεταξύ Λίλλη και Εφεσείοντα. Στην εξέλιξη της γνωριμίας τους, φίλος του Λίλλη, ο οποίος τους είχε φέρει αρχικά σε επαφή, πληροφόρησε τον Εφεσείοντα πως ο Λίλλης είχε εκδηλώσει και εταιρικό ενδιαφέρον για συνεργασία με την ΑΤΗΚ και ότι η εταιρεία του είχε προτείνει το επίδικο ακίνητο προς το Ταμείο Συντάξεων για σκοπούς επένδυσης. Ο Εφεσείων, ενημέρωσε τον Λίλλη ότι πράγματι το Ταμείο Συντάξεων προέβαινε σε τέτοιου είδους επενδύσεις. Περί των εξελίξεων και των συνεχών συζητήσεων με το Ταμείο, ο Λίλλης ενημέρωνε τον Εφεσείοντα. Γύρω στις αρχές Δεκεμβρίου 2009, σε μία από τις συζητήσεις τους, ο Εφεσείοντας ανέφερε στον Λίλλη ότι ήταν πρόθυμος να βοηθήσει και ο ίδιος και πως γνώριζε για το ενδιαφέρον υψηλά ισταμένων ατόμων περί του συγκεκριμένου, επίδικου, έργου. Γνώριζε επίσης ότι «. μέσα από αυτό το έργο θα εξοφληθούν δάνεια και υποχρεώσεις ανθρώπων που πρέπει να εξοφληθούν, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, πάντα έτσι γίνεται, εν να χρειαστώ τζιαι εγώ κάποια λεφτά». Ο Λίλλης ρώτησε τον Εφεσείοντα ποιο ήταν το ποσό για το οποίο μιλούσε και ο τελευταίος του είπε ότι «σε πρώτη φάση», το ποσό ήταν γύρω στις €100.000. Στην πορεία της συζήτησης κατέστησε σαφές στο Λίλλη πως « .. οι πρώτες 100.000 και οι δεύτερες 100.000 ήταν υπόψη μου για το πρώτο δίμηνο». Ο Λίλλης ρώτησε τον Εφεσείοντα ως προς το τελικό ύψος του ποσού που θα έπρεπε να πληρώσει και ο τελευταίος απάντησε «. όταν εν να πιάσεις και την προκαταβολή, άλλη καμιά εκατοστή». Τον Δεκέμβριο 2009 ο Λίλλης κατέβαλε προς τον Εφεσείοντα ποσό €100.000 σε μετρητά. Η πρώτη αυτή δωροδοκία έλαβε χώραν στο γραφείο του Λίλλη στη Λάρνακα. Περί τον Νοέμβριο 2011 ο Εφεσείων ζήτησε από τον Λίλλη ακόμα €100.000, στη βάση των διαμειφθέντων μεταξύ τους. Παρά την απαίτηση του Εφεσείοντα να του καταβληθούν επίσης σε μετρητά, ο Λίλλης τον ενημέρωσε ότι υπήρχαν δυσκολίες, λόγω προβλημάτων που άρχισαν να δημιουργούν οι τράπεζες και περιορισμών που είχαν επιβληθεί από την Κεντρική Τράπεζα σε ό,τι αφορούσε στις χρηματικές αναλήψεις. Ως εκ τούτου, στις 25.11.2011, ο Λίλλης εξέδωσε επιταγή της Wadnic για το ποσό των €100.000 με δικαιούχο τον ίδιο, την οποία στη συνέχεια έδωσε στον Εφεσείοντα και ο τελευταίος την κατέθεσε σε λογαριασμό πελατών. Ένα μήνα περίπου αργότερα, ο Εφεσείων πληροφόρησε τον Λίλλη ότι η διαδικασία της δεύτερης αυτής πληρωμής ήταν λανθασμένη και πως η συναλλαγή αυτή θα μπορούσε να εντοπιστεί και να μην υπάρχει δικαιολογία για ποιο λόγο είναι που κατατέθηκαν τα λεφτά στο λογαριασμό πελατών του Εφεσείοντα. Ως εκ τούτου, ενεργώντας ο Εφεσείων με στόχο την όσο το δυνατό καλύτερη συγκάλυψη και απόκρυψη αυτής της συναλλαγής, σε συνεννόηση με τον Λίλλη, επέστρεψε προς τον τελευταίο ποσό €90.000 με κατάθεση σε λογαριασμό της Wadnic, κρατώντας το υπόλοιπο ποσό των €10.000 ως εγγύηση, δήθεν, που σχετιζόταν με κάποια υποτιθέμενη πράξη που αφορούσε σε προφορική συμφωνία πελάτη του. Ο Λίλλης, ανέλαβε να επιστρέψει προς τον Εφεσείοντα το ποσό των €90.000 σε μετρητά την ίδια ή την επόμενη μέρα. Προς τον σκοπό αυτό, εξέδωσε επ΄ ονόματι του (του Λίλλη) επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό του σωματείου Αλκή, του οποίου ο Λίλλης ήταν πρόεδρος, και ακολούθως την εξαργύρωσε από συνεργατικό ίδρυμα σε μετρητά. Το απόγευμα της ίδιας μέρας παρέδωσε το ποσό αυτό στον Εφεσείοντα, τον οποίο συνάντησε σε καφετέρια στη Λευκωσία. Ας σημειωθεί ότι, πάντα ως εύρημα του Κακουργιοδικείου, το καλοκαίρι του 2013 και ως αποτέλεσμα δημοσίων πλέον παρεμβάσεων του Υπουργού Εσωτερικών Σωκράτη Χάσικου για το θέμα της Δρομολαξιάς, ο Λίλλης μαζί με τον Εφεσείοντα προχώρησαν σε συνομολόγηση ψεύτικης συμφωνίας μεταξύ εταιρείας συμφερόντων του Εφεσείοντα, της Leagros Investment Ltd και της Wadnic, τεκμήριο 64, με βάση την οποία η πρώτη παραχωρούσε προς τη δεύτερη, δήθεν έναντι ανταλλάγματος ύψους €100.000, δικαίωμα αγοράς τεμαχίου γης στο χωριό Σοφτάδες της επαρχίας Λάρνακας. Η εικονική αυτή συμφωνία έγινε προκειμένου να καλυφθεί το ποσό των €100.000 της δεύτερης δωροδοκίας που είχε αρχικά κατατεθεί στο λογαριασμό πελατών του Εφεσείοντα. Όταν, μεταγενέστερα, έλαβε χώραν η τροποποιητική συμφωνία, τεκμήριο 12, της αρχικής συμφωνίας, τεκμήριο 4, ο Εφεσείων ζήτησε από τον Λίλλη, για τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως, επιπρόσθετο ποσό €100.000. Οντως, τον Μάϊο του 2012, σε καφετέρια της Λάρνακας, ο Λίλλης κατέβαλε το ποσό αυτό στον Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την εις βάρος του καταδικαστική απόφαση, αλλά και την επιβληθείσα ποινή άμεσης φυλάκισης των οκτώ ετών στην 18η κατηγορία, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με εκτεταμένους λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβαλλόταν ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε, υποβληθέν, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, αίτημα για χωριστή εκδίκαση της υπόθεσης των συγκατηγορουμένων. Θα πρέπει να λεχθεί εξ υπαρχής ότι, κατά τη συζήτηση της ενώπιόν μας έφεσης, διεφάνη ότι δεν αμφισβητήθηκε τελικά η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για συνεκδίκαση, αλλά προβλήθηκε ο ισχυρισμός, γενικά, ότι η συνεκδίκαση είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή εκτεταμένης μαρτυρίας και κατέστησε την όλη υπόθεση ιδιαίτερα πολύπλοκη, σε βαθμό που το Κακουργιοδικείο περιέπλεξε τα γεγονότα και οδηγήθηκε σε λανθασμένη προσέγγισή τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ουσία του πρώτου λόγου έφεσης, εντάσσεται στα πλαίσια εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Αλλωστε, ενώπιον του Εφετείου ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε τόσο αυτόν όσο και τον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο τέθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επιλήφθηκε, προσέγγισε και αξιολόγησε, σε ενιαίο πλαίσιο, τη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Λίλλη και όχι ξεχωριστά για κάθε υπόθεση και για κάθε κατηγορούμενο.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην ενοχή του Εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία. Προβάλλεται ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία ουδόλως είχε καταδείξει οποιαδήποτε συμφωνημένη συμπεριφορά μεταξύ Εφεσείοντα και Λίλλη, ούτε και σύμπτωση στο μυαλό τους για υλοποίηση του κατ΄ ισχυρισμό στο κατηγορητήριο παράνομου σκοπού.
Μέσω του τέταρτου λόγου έφεσης πλήττεται, ως εσφαλμένη, η πρωτόδικη κατάληξη περί ενοχής του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 4 - 9. Προβάλλεται η εισήγηση ότι η διαπίστωση περί συνδρομής του συστατικού στοιχείου του «δημόσιου λειτουργού» σε σχέση με τις πιο πάνω κατηγορίες στερείται της δέουσας αιτιολογίας και ότι είναι, εν πάση περιπτώσει, λανθασμένη.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδίκη του Εφεσείοντα σε αναφορά με τις κατηγορίες 10, 11 και 12. Η αιτιολογία του κινείται γύρω από τη θέση ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να είχε αθωωθεί από το σύνολο των πιο πάνω κατηγοριών λόγω της απουσίας του συστατικού στοιχείου του «δημόσιου αξιωματούχου».
Ο έκτος λόγος έφεσης πλήττει ως εσφαλμένη την κατάληξη περί ενοχής του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 13, 14 και 15. Προβάλλεται, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στον τρίτο λόγο έφεσης, ότι θα έπρεπε να είχε αθωωθεί λόγω απουσίας του συστατικού στοιχείου του όρου «αντιπροσώπου της Δημοκρατίας».
Με τον έβδομο λόγο έφεσης πλήττεται, ως εσφαλμένη, η κρίση του Κακουργιοδικείου περί ενοχής του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 16 και 17. Τίθεται ως αιτιολογία ότι, όπως και να αποτιμηθεί η μαρτυρία Λίλλη, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της πλαστογραφίας, και κατ΄ επέκταση, το αντίστοιχο της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στην κρίση περί ενοχής σε σχέση με την 18η κατηγορία, η οποία αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στηρίζεται στην, κατ΄ ακολουθία της λογικής, θέση ότι τυχόν αποδοχή των λόγων έφεσης 4, 5 και 6 που αφορούν την ακύρωση της καταδίκης στα αδικήματα δεκασμού, θα έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα και την ακύρωση της καταδίκης στην υπό εξέταση κατηγορία.
Μέσω του ένατου λόγου έφεσης πλήττεται, ως εσφαλμένη, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί της αξιοπιστίας του ΜΚ5 Λίλλη, με αναφορά σε επίμαχα μέρη της μαρτυρίας του και αντιπαραβολή βασικών του θέσεων με αυτές άλλων μαρτύρων. Ο υπό αναφορά λόγος έφεσης, συμπλέκεται με τον δωδέκατο λόγο έφεσης, ο οποίος κινείται γύρω από τη θέση ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασιστεί και να καταδικάσει, στηριζόμενο στη μαρτυρία Λίλλη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.
Κατά παρόμοιο τρόπο πλήττεται, μέσω του δέκατου λόγου έφεσης, ως λανθασμένη, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου γύρω από το ζήτημα της αξιοπιστίας των επικεφαλής του ανακριτικού έργου ΜΚ24 και ΜΚ28. Ο λόγος αυτός έφεσης συμπλέκεται με το ζήτημα του άμεμπτου και δίκαιου τρόπου διεξαγωγής του ανακριτικού και διωκτικού έργου.
Ο ενδέκατος λόγος έφεσης, επίσης κινείται γύρω από τα ευρήματα περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας, των ΜΚ21 και ΜΚ26 αντίστοιχα, οι οποίοι επιβεβαίωσαν σημαντικά στοιχεία της μαρτυρίας του ΜΚ5 Λίλλη. Προβάλλεται ότι οι υπό αναφορά μάρτυρες υπέπεσαν σε αντιφάσεις και ότι το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό αφού κατέταξε τους εν λόγω μάρτυρες στην κατηγορία «μαρτύρων με δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν».
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης επί της καταδίκης, δέκατο τρίτο λόγο, πλήττεται, ως εσφαλμένη, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί της αναξιοπιστίας του Εφεσείοντα και του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης. Προβάλλεται ότι η κρίση του δικαστηρίου ήταν αποσπασματική και αποτέλεσμα μικροσκοπικής θεώρησης των πραγμάτων και πως η εν λόγω μαρτυρία δεν προσεγγίσθηκε στο ευρύτερο πλαίσιο της δίκης και «με τον ίδιο βαθμό ανεκτικότητας» που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τους μάρτυρες κατηγορίας.
Η επιβληθείσα ποινή άμεσης φυλάκισης των οκτώ ετών στην κατηγορία 18, που αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική. Υποβάλλεται ότι δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη ή δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα σε μια σειρά από μετριαστικούς παράγοντες, στους οποίους σε έκταση βεβαίως θα αναφερθούμε σε κατάλληλο, κατοπινό, στάδιο.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Ο Εφεσείοντας είχε κριθεί, μεταξύ άλλων, ένοχος στην πρώτη κατηγορία που αντιμετώπιζε, που αφορούσε στο αδίκημα της συνομωσίας προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ήταν ικανή για να καταδείξει τη διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος.
Η εν λόγω κατηγορία, με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος, περιστρεφόταν γύρω από κατ΄ ισχυρισμό συνομωσία του Εφεσείοντα με τον ΜΚ5, προς τον σκοπό καταδολίευσης του Ταμείου Συντάξεων, παρουσιάζοντας στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου «... το έργο Aero Center στη Δρομολαξιά υπερτιμημένο.».
Το Κακουργιοδικείο, στη σελίδα 229 της απόφασής του, έκρινε ότι ο Εφεσείων «.. σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Απριλίου 2012 στις Επαρχίες Λάρνακας και Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, συνωμότησε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, παρουσιάζοντας υπερτιμημένο το έργο Aero Center προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με τον τρόπο και υπό τις περιστάσεις που έχουμε περιγράψει.».
Παρεμβάλλουμε ότι, παρά την καταδίκη, στην υπό αναφορά κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή στον Εφεσείοντα, αφού, κατά το Κακουργιοδικείο, τα γεγονότα της εμπεριέχονται στα συστατικά στοιχεία και γεγονότα που αφορούν τις υπόλοιπες κατηγορίες στις οποίες είχε επιβληθεί ποινή.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ότι η πιο πάνω κατάληξη περί ενοχής στερείται αιτιολογίας και πως, εν πάση περιπτώσει, σε κανένα σημείο της προσφερθείσας μαρτυρίας, αυτής του ΜΚ5, προβλήθηκε ο ισχυρισμός περί ύπαρξης οποιασδήποτε συμφωνίας του με τον Εφεσείοντα προς παρουσίαση υπερτιμημένου του έργου.
Το ζήτημα της αιτιολογίας έχει ήδη εξετασθεί και κριθεί σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας. Εχουμε ήδη εντοπίσει ότι υφίσταται το αναγκαίο υπόβαθρο της αιτιολογίας στην υπό κρίση δικαστική απόφαση. Οι αδυναμίες που εντοπίζονται στο κείμενό της ως προς την σαφή καταγραφή και παράθεση των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, προς παρακολούθηση κατά τρόπο ευχερέστερο της υπαγωγής των ευρημάτων και ευκολότερης αντίληψης της κατάληξης σε καταδίκη, δεν τεκμηριώνει εισήγηση περί έλλειψης της αναγκαίας αιτιολογίας. Είναι όμως βάσιμη η υποβολή του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου οποιαδήποτε μαρτυρία προς στήριξη της κατηγορίας περί ύπαρξης συμφωνίας με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, δηλαδή την παρουσίαση του έργου ως υπερτιμημένου, όπως οι λεπτομέρειες του αδικήματος που καλύπτει η πρώτη κατηγορία αφορούν. Συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στην κατηγορία αυτή. Κατ΄ ακολουθία, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης πετυχαίνει.
Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 8 είναι αλληλένδετοι. Εχουν ως κοινή συνισταμένη τη θέση ότι η πρωτόδικη κατάληξη περί ενοχής του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 4-15 είναι εσφαλμένη καθότι, λανθασμένα κρίθηκε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία της ιδιότητας του «δημόσιου λειτουργού» και του «αντιπροσώπου της Δημοκρατίας», σε σχέση με τις πιο πάνω κατηγορίες.
Η ουσία των υπό εξέταση λόγων έφεσης, σε ό,τι αφορά τις εισηγήσεις που προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, κινείται γύρω από την προσέγγιση ότι ο Εφεσείοντας, σε όλο το εύρος της διαδικασίας της επίδικης συμφωνίας, λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνο με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Ταμείου Συντάξεων. Υπό το πρίσμα αυτής της θέσης, προωθήθηκε η εισήγηση ότι η πιο πάνω ιδιότητα του Εφεσείοντα δεν εμπίπτει στα όρια των προαναφερθέντων ορισμών του «δημοσίου λειτουργού» ή «αντιπροσώπου της Δημοκρατίας».
Τα όσα με πολλή επιμέλεια έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προς στήριξη των υπό εξέταση λόγων έφεσης είναι, με όλο το σεβασμό, έκθετα σε απόρριψη. Ο Εφεσείοντας, όπως παρέμεινε αναντίλεκτο, έφερε σε κάθε ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο την ιδιότητα τόσο του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ, όσο και του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων. Την τελευταία αυτή ιδιότητα είλκε, όπως ήδη λέχθηκε, εκ του διορισμού του στη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ. Συνεπώς, και οι δύο ιδιότητες του Εφεσείοντα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πέραν τούτων, ήταν ξεκάθαρη η θέση του ΜΚ5, με συνακόλουθο το ανάλογο εύρημα του Κακουργιοδικείου, ότι γνώριζε τον Εφεσείοντα ως «Πρόεδρο της CYTA», τον οποίο, υπό αυτή την ιδιότητα, όπως κατέθεσε, «έχω τον και ανάγκη». Υπό το φως αυτών των δεδομένων, τα συστατικά στοιχεία των όρων «δημόσιος λειτουργός» και «αντιπρόσωπος της Δημοκρατίας», όπως ερμηνεύονται από τα ανάλογα νομοθετήματα, στοιχειοθετούνται, καθότι ο Εφεσείοντας κατείχε αξίωμα μετά από διορισμό του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπηρετώντας σε δημόσιο οργανισμό. Υπό αυτή την ιδιότητά του χρηματίστηκε, κατά τον τρόπο που ήδη έχει εκτεθεί.
Η απόρριψη των λόγων έφεσης 4, 5 και 6, συμπαρασύρει σε απόρριψη και τον όγδοο λόγο έφεσης, ως αποτέλεσμα της διασύνδεσής του με τη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που περιγράφονται στις κατηγορίες 4-15 του κατηγορητηρίου.
Οι κατηγορίες 16 και 17 στις οποίες κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, αφορούσαν κατάρτιση και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, αντίστοιχα. Περιστρέφονταν γύρω από γραπτή συμφωνία μεταξύ της Leagros και Wadnic, το τεκμήριο 64. Αποδόθηκαν στον Εφεσείοντα μεθοδεύσεις ως προς την ετοιμασία του τεκμηρίου 64, ότι δηλαδή καταρτίστηκε με συγκεκριμένο σκοπό, ήτοι, απλά και μόνο για να δικαιολογηθεί και να συγκαλυφθεί η δεύτερη δόση του χρηματισμού των €100.000 και να αποπροσανατολίσει τις ανακριτικές αρχές.
Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στην προχειρότητα που κάλυπτε τη συγκεκριμένη συμφωνία τεκμήριο 64, κατέληξε στην απόρριψη των θέσεων της υπεράσπισης και το έκρινε ως πλαστό, καταλήγοντας στις σελίδες 236 και 237 της απόφασής του:
«Σε σχέση με την κατηγορία 16 (πλαστογραφία), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.13 και 25.8.13 στην Επαρχία Λευκωσίας - και με την απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης, σύμφωνα με το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 - κατάρτισε παρανόμως μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), πλαστό έγγραφο συμφωνίας μεταξύ Leagros Investment Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 64, το οποίο εμφανιζόταν ως πραγματικό, ενώ δεν ήταν, μια και ήταν εικονικό και πλαστό, κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Αναφορικώς με την κατηγορία 17 (κυκλοφορία πλαστού εγγράφου), ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), στις 17.9.13 στην Επαρχία Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, εν γνώσει του και με δόλιο τρόπο, έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, δηλαδή παρουσίασε στον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (ΜΚ34) το πλαστό συμφωνητικό έγγραφο - Τεκμήριο 64, με σκοπό να δικαιολογήσει την τραπεζική επιταγή με αριθμό 8216224, ημερομηνίας 25.11.11 για το χρηματικό ποσό των €100.000 (βλ. Παράρτημα 98 - στο Έγγραφο Ε), που είχε λάβει από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), ως αντάλλαγμα για τη θετική στάση που θα τηρούσε ο εν λόγω κατηγορούμενος για την επένδυση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στο έργο Aero Center.»
Είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα, μέσω του έβδομου λόγου έφεσης, ότι η πιο πάνω κατάληξη του Κακουργιοδικείου στερείται αιτιολογίας και είναι εν πάση περιπτώσει εσφαλμένη, καθότι δεν στοιχειοθετήθηκε από την ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία το αδίκημα της πλαστογραφίας και κατ΄ επέκταση και το αντίστοιχο της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Το άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα, διέπει το ζήτημα της κατάρτισης πλαστού εγγράφου. Σύμφωνα με το άρθρο 331, που προηγείται, «Πλαστογραφία είναι ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου με σκοπό καταδολίευσης». Στην υπόθεση Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65, γίνεται εκτενής ανάλυση του υπό εξέταση εγκλήματος και του συστατικού στοιχείου της πρόθεσης καταδολίευσης.
Ο,τι είναι σημαντικό στην υπό κρίση περίπτωση, είναι η κατάδειξη, μέσα από τη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο είχε αποδεχθεί, της εικονικότητας του τεκμηρίου 64, το οποίο παρουσίαζε μια πλαστή κατάσταση πραγμάτων, προς τον σκοπό συγκάλυψης της πραγματικότητας και, κατ΄ επέκταση, καταδολίευσης. Όπως προέκυψε μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, στόχος ήταν η προσκόμιση οφέλους στον Εφεσείοντα μέσω της αλλοίωσης προς όφελός του, της πραγματικής εικόνας των γεγονότων. Της δικαιολόγησης, ψευδώς, δηλαδή του ποσού των €100.000 που έλαβε από τον ΜΚ5, ως παράνομο αντάλλαγμα για τήρηση θετικής στάσης σε σχέση με την ανάληψη του επίδικου έργου.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 10, 11 και 13, στοχεύουν σε ζητήματα αξιοπιστίας. Ο δέκατος λόγος, αφορά στους επικεφαλής του ανακριτικού έργου, ΜΚ24 και ΜΚ28, ο ενδέκατος, στους ΜΚ21 και ΜΚ26, οι οποίοι επιβεβαίωσαν σημαντικά στοιχεία της μαρτυρίας του ΜΚ5 και ο δέκατος τρίτος, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, παρέθεσε εκτεταμένα αποσπάσματα της μαρτυρίας των πιο πάνω προσώπων, τα οποία ενέταξε στο γενικότερο πλαίσιο της υπόθεσης και στις θέσεις που προέβαλαν οι δύο πλευρές στα πλαίσια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, προκειμένου να εισηγηθεί ότι η αξιολόγηση ήταν μεμπτή. Επικεντρώθηκε περαιτέρω, στα οφέλη που είχαν οι ΜΚ21 και ΜΚ26 από την έκβαση της διαδικασίας και λόγω της συνδρομής τους ως μάρτυρες κατηγορίας, προκειμένου να εισηγηθεί ότι, τα όσα κατέθεσαν, έφεραν το στίγμα της υποψίας και το μίασμα της εξυπηρέτησης ιδίου συμφέροντος.
Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή την κάθε πτυχή που καλύπτει τους υπό κρίση λόγους έφεσης. Εχουμε ήδη καταγράψει την κρίση μας ως προς το άμεμπτο του ανακριτικού έργου, όπως αυτό επιβεβαιώθηκε όχι μόνο από τη νομική διάσταση που καλύπτει το ζήτημα, αλλά και από το όλο περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, όπως αποτυπώθηκε μέσα από την εκτεταμένη μαρτυρία των ανακριτών στην πρωτόδικη διαδικασία. Προσθέτουμε περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο, εξονυχιστικά, ανέλυσε την κάθε εισήγηση της υπεράσπισης ως προς τις κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις ή κενά στη μαρτυρία των εν λόγω προσώπων και εξήγησε, κατά τρόπο πειστικό, τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη των αντίστοιχων εισηγήσεων. Όπως έχουμε ήδη επαναλάβει, το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο δικαστήριο και δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε περιθώριο άσκησης της εξουσίας μας για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας, στη βάση των νομικών αρχών που έχουμε ήδη αναπτύξει.
Ως προς τους ΜΚ21 και 26, επίσης δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους από το Κακουργιοδικείο, το οποίο, ορθά εντόπισε ότι οι εν λόγω μάρτυρες θα έπρεπε να αντικρισθούν με ιδιαίτερη προσοχή και επιφυλακτικότητα, αφού τους κατέταξε στην κατηγορία μαρτύρων με δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν. Υπό το φως αυτών των δεδομένων εξέτασε με κάθε προσοχή τους ισχυρισμούς που προέβαλαν, χωρίς να παραβλέπει τις όποιες αντιφάσεις υπήρχαν στη μαρτυρία τους. Η τελική κρίση του Κακουργιοδικείου περί αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας των εν λόγων προσώπων αιτιολογήθηκε επαρκώς και, κατ΄ ακολουθίαν, δεν υπάρχει περιθώριο αποδοχής των προβαλλομένων θέσεων της πλευράς του Εφεσείοντα.
Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, καταγράφονται στις σελίδες 66-80 της πρωτόδικης απόφασης με κάθε λεπτομέρεια οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας τους και στην κρίση περί της αναξιοπιστίας τους. Αντί οποιασδήποτε άλλης δικής μας παρεμβολής, παραθέτουμε αυτούσιο το μέρος αυτό του κειμένου της απόφασης:
«Αρχίζουμε με τους αναξιόπιστους εξ αυτών.
Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιoς Κιττής), προσπαθώντας να προωθήσει τη θέση ότι θα ήταν από μέρους του ανεύθυνο και επικίνδυνο να προσέγγιζε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) «.και να του ζητήσω εγώ να μου δώσει χρήματα...», περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις, ιδιαίτερα σε αντιπαραβολή με το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 169. Απαντώντας στην Ερώτηση 2, η οποία του τέθηκε στο πλαίσιο της υπό αναφορά κατάθεσης - Τεκμήριο 169 («Γνωρίζετε τον Νίκο Λίλλη και αν ναι κάτω από ποιες συνθήκες τον έχετε γνωρίσει;»), απάντησε ότι είχε γνωρίσει τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) τον Αύγουστο 2009, μετά που ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) διορίστηκε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και ότι η καθαυτό γνωριμία του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) έγινε μερικούς μήνες αργότερα (πιθανώς το Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο 2009, ως είπε), όταν ο τελευταίος ζήτησε συνάντηση μαζί του ως Πρόεδρος της ΑΛΚΗΣ για να τον παρακαλέσει να εξέταζαν (προφανώς ως Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ), τη δυνατότητα διαφήμισης της ΑΤΗΚ μέσω της ΑΛΚΗΣ, διά της τοποθέτησης του εμβλήματος της ΑΤΗΚ στις φανέλες της ποδοσφαιρικής ομάδας «.ή σε ταπέλες των γηπέδων όπως γίνεται με όλες τις ποδοσφαιρικές ομάδες». Είπε επίσης ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), σε σχέση με τις άλλες δραστηριότητες του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), ότι «.περί τα τέλη του 2009, νομίζω προς το τέλος Νοεμβρίου δέχτηκα επίσκεψη από συνεργάτες του όπως έμαθα αργότερα, τον κ. Μάριο Πολυβίου και Αντώνη Ιωακείμ σαν εκπροσώπους μίας εταιρείας με την ονομασία GLARISANO, οι οποίοι με ενημέρωσαν ότι ενδιαφέρονταν να υποβάλουν πρόταση προς το ταμείο συντάξεων της CYTA για συγκεκριμένο έργο που εσκόπευαν να πραγματοποιήσουν στην περιοχή Δρομολαξιάς και ερωτούσαν κατά πόσο το ταμείο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει αυτό το έργο. Τους ζήτησα να υποβάλουν γραπτή πρόταση για να την παραπέμψω στις αρμόδιες υπηρεσίες του οργανισμού για να εξεταστεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που ίσχυαν. Πράγματι ακολούθησε μετά από λίγες εβδομάδες σχετική επιστολή, η οποία πήρε την πορεία της μέσω των υπηρεσιών και αργότερα μετά από αλλεπάλληλες προτάσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων πήρε την μορφή του ενδιαφέροντος από το ταμείο να εξετάσουν την δυνατότητα αγοράς κτιρίου σε συγκεκριμένο οικόπεδο στην περιοχή της Δρομολαξιάς, το γνωστό αργότερα ως AERO CENTER. Στη διάρκεια των επαφών διαπίστωσα ότι ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους ήταν και ο κύριος Λίλλης». Σε αντίθεση με τις πιο πάνω αναφορές του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 169 (όπου ο τελευταίος διαχωρίζει το ζήτημα της χρονικής στιγμής τής αρχικής του γνωριμίας με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), από εκείνη κατά την οποία έμαθε περί του ενδιαφέροντος του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), στα του Aero Center), δήλωσε κατά την κυρίως εξέταση πως ο τελευταίος τού ήταν ένα άγνωστο πρόσωπο («ο κύριος Λίλλης ήταν ένα άγνωστο σε εμένα πρόσωπο») και ότι τον γνώρισε για πρώτη φορά όταν αναφέρθηκε στο έργο Aero Center («.όταν αναφέρθηκε στο έργο πρώτη φορά τον είχα γνωρίσει.»). Η αντιφατική και ανακόλουθη τούτη τοποθέτηση του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) ως προς το χρόνο γνωριμίας του με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), έχει εδώ τη δική της σημασία, κυρίως, όταν ενταχθεί στους λόγους που προέταξε στην προφορική του μαρτυρία για να πείσει πως θα απέκλινε από τη λογική τάξη των πραγμάτων η όποια τυχόν απαίτηση του από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), για οποιασδήποτε μορφής δωροδοκία από μέρους του τελευταίου, τη στιγμή που - κατά τον κρίσιμο χρόνο της δωροδοκίας αυτής, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) - ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), θα ήταν για τον τελευταίο ένα παντελώς άγνωστο πρόσωπο, με όλους ασφαλώς τους έμφυτους κινδύνους που το διάβημα αυτό θα εμπερίκλειε. Τούτη τη θέση, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) την επανέλαβε πέραν της μιας φοράς στη μαρτυρία του λέγοντας μάλιστα σε άλλο στάδιο της κυρίως εξέτασης του, ότι τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) τον είχε γνωρίσει «.το 2009, εντελώς τυχαία.» και όχι, όπως ισχυρίστηκε στην Απάντηση 2 της γραπτής του κατάθεσης προς την Αστυνομία - Τεκμήριο 169, «.πιθανόν Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 2009, όταν ζήτησε συνάντηση μαζί μου σαν πρόεδρος του σωματείου ΑΛΚΗ Λάρνακας.», κάτι που με καμιά λογική δεν θα μπορούσε να καταταχθεί ως τυχαία συνάντηση αντί ως προγραμματισμένη και στοχευμένη όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) την περιέγραψε στην υπό αναφορά απάντηση του, ή ακόμη και στην απάντηση που έδωσε - κατά τα περιεχόμενα του σχετικού Τεκμηρίου 331, στη σελίδα 43 - ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής σε αντίστοιχη ερώτηση για το κατά πόσο γνώριζε τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), δηλώνοντας προς τούτο ότι «[τ]ον γνώρισα αρχικά σαν Πρόεδρο της Αλκής που ήρθε από την αρχή.Μετά που είχα διοριστεί εγώ σαν πρόεδρος, δηλαδή τον Αύγουστο του 2009, πιθανόν το Σεπτέμβρη εκεί γύρω ή Οκτώβρη, δε θυμάμαι, με επισκέφθηκε για να μου ζητήσει βοήθεια για το σωματείο του, όπως πολλοί άλλοι πρόεδροι σωματείων έπρατταν και παρέπεμψα το θέμα...». Ας σημειωθεί - στο πλαίσιο της ίδιας μείξης τοποθετήσεων από μέρους του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) σε σχέση με το πώς, πότε και γιατί γνώρισε ή γνωρίστηκε με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) - πως είπε κατά την αντεξέταση ότι τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5), του τον σύστησε «κάποιος κοινός γνωστός . σε μια εντελώς τυχαία κατά την γνώση τη δική μου συνάντηση .», περί το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο 2009, οπόταν και ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τού ανέφερε ότι επρόκειτο να υποβάλει αίτημα προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ για κάποια επένδυση («Έχω αναφέρει στις καταθέσεις μου και ενώπιον της διερευνητικής επιτροπής ότι σε μια περίπτωση στο τέλος του '09, Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του ΄09 κάποιος κοινός γνωστός με σύστησε στον Λίλλη σε μια εντελώς τυχαία κατά την γνώση τη δική μου συνάντηση στην οποία ο κύριος Λίλλης αναφέρει ότι πρόκειτο ούτε εταιρεία μου ανέφερε ούτε έργο, μου ανέφερε ότι πρόκειται να υποβάλει αίτημα προς το Ταμείο για κάποια επένδυση και η απάντηση μου ήταν ότι άμα θέλετε να υποβάλετε κύριε Λίλλη αίτημα ετοιμάστε επιστολές και φέρτε τις πάνω για να προωθηθούν όπως όλες, ξέρετε υπάρχει διαδικασία που μελετάται από το Ταμείο Συντάξεων, αυτά λέχθηκαν και μόνο, δεν μου είχε αναφέρει τίποτε άλλο ούτε περί ποια εταιρεία ήταν αυτή ούτε περί τι θα ήταν το έργο αυτό») και όχι - σύμφωνα με προηγούμενη τοποθέτηση του εν λόγω κατηγορούμενου (την οποία έχουμε ήδη παραθέσει) - πως η συνάντηση αυτή ήταν προγραμματισμένη μαζί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου της ΑΛΚΗΣ και ότι τούτη αφορούσε στην εξέταση των δυνατοτήτων για διαφήμιση της ΑΤΗΚ μέσω της ΑΛΚΗΣ. Με την ευκαιρία της ως ανωτέρω αναφοράς μας στη μαρτυρία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, θα πρέπει να προσθέσουμε - και ορθώς εντοπίσθηκε και τούτο από την κ. Παπαγαπίου κατά την αγόρευση της - πως ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε ερωτηθεί κατά την εκεί μαρτυρία του περί της απόφασης αγοράς των υπόλοιπων εκ των 7/10 μεριδίων του επίδικου ακινήτου και για το αν θυμόταν για ποιο λόγο είναι που έγινε αυτό. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), απάντησε πως τούτο έγινε για να διασφαλιστεί και η έκδοση του χωριστού τίτλου, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτει πως η δεύτερη αυτή συμφωνία (βλ. Τεκμήριο 12), συνομολογήθηκε λόγω των απαιτήσεων της Wadnic Trading Ltd για τα επιπρόσθετα τετραγωνικά μέτρα. Σημαντική η παράλειψη του αυτή δεδομένων των εξεταζόμενων ζητημάτων ενώπιον της Επιτροπής Διερεύνησης και της γνώσης που είχε τούτος περί του θέματος κατά τους κρίσιμους χρόνους. Μένοντας στο ζήτημα των επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων, επιβάλλεται να σημειωθεί περαιτέρω πως ενώ ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) ισχυριζόταν κατά τη μαρτυρία του πως δεν είχε περιέλθει στην αντίληψη του η σχετική επιστολή της Wadnic Trading Ltd ημερομηνίας 7.12.11, η οποία καταπιανόταν με το ζήτημα των επιπλέον εμβαδών για τα κτήρια στο Aero Center (βλ. Τεκμήρια 10 και 11) και ενώ αρνείτο έτσι και αλλιώς γνώση του ζητήματος τούτου (στην έκταση που του υποβαλλόταν αντεξεταστικώς), αναγκάσθηκε στην πορεία των πραγμάτων, να παραδεχθεί πως στις 9.12.11 και ώρα 10:15 π.μ. υπέγραψε (στο πάνω δεξιό μέρος της πρώτης σελίδας του εν λόγω εγγράφου), παραλαβή της σχετικής τούτης επιστολής, ως το Τεκμήριο 49, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το ψευδές των προηγούμενων του ισχυρισμών που σκοπό είχαν βεβαίως στο να τον απομακρύνουν από οποιαδήποτε ενεργό εμπλοκή στα της συνομολόγησης της δεύτερης συμφωνίας. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) - και το διατυπώνουμε τούτο με πλήρη επίγνωση και συναίσθηση της σημασίας των πραγμάτων και των αρχών που διέπουν το ζήτημα των αξιολογικών κριτηρίων της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα ενώ καταθέτει στο εδώλιο (τις οποίες δεν θα επαναλάβουμε ξανά σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα χάριν συντομίας λόγου) - δεν ήταν καθόλου πειστικός (και είμαστε συγκαταβατικοί στον όρο που χρησιμοποιούμε), σε σχέση με τον ισχυρισμό που προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση ότι είχε παραλάβει από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) περί το Μάρτιο-Απρίλιο 2011 (όπως είπε), στο γραφείο του τελευταίου στη Λάρνακα, κάποιο υλικό που «.περιείχε μέσα όλο το αναγκαίο ιστορικό, επιτυχίες της ΑΛΚΗΣ, κύπελα κλπ, ιστορία από έρευνα που έκαναν οπαδών, γιατί ήταν ένα από τα κριτήρια . αν θα δώσεις χορηγία προς κάποιες κατευθύνσεις, το μέγεθος της ανταπόκρισης που θα έχεις από τους οπαδούς σαν κερδοσκοπικός οργανισμός, όπως ήταν η CYTAVISION και όλα αυτά με φωτογραφίες και πράγματα .». Και ότι σε μια άλλη περίπτωση, ο ίδιος μάρτυς τού είχε «. δώσει στη Λευκωσία φάκελο με φανέλα της Manchester United να έρχεται στην Κύπρο, τους χειμερινούς μήνες να γυμνάζεται στις αθλητικές εγκαταστάσεις της ΑΛΚΗΣ». Είπε επίσης ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ότι το φάκελο αυτό τον έδωσε στον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), ο οποίος - μολονότι άλλοτε ισχυριζόταν στη μαρτυρία του πως παρέλαβε τη φανέλα το 2011-2012 και άλλοτε το 2010 - «προφανώς τον παρέδωσε και έγινε εξέταση του θέματος». Κατ' αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ανέφερε αυτά που παραθέτουμε στις πιο πάνω περικοπές αναφορικά με το υλικό που υποτίθεται ότι του είχε δώσει ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μετά που του υποβλήθηκε δύο φορές η σχετική ερώτηση από τον κ. Πική κατά την κυρίως εξέταση (δοσμένου ότι ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) δεν απαντούσε ευθέως στο ερώτημα εάν σε οποιοδήποτε στάδιο βρέθηκε στο γραφείο του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) και παρέλαβε οποιοδήποτε φάκελο) και τούτο επειδή, φανερά στα μάτια μας, ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν έλεγε την αλήθεια. Η σημασία της τοποθέτησης του τελευταίου ήταν - και το γνώριζε - καίρια και καταλυτική σε ό,τι αφορά στην εκδοχή του πως ουδέποτε χρηματίστηκε από τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) με τον τρόπο (και κατά το χρόνο) που περιέγραψε ο τελευταίος στη μαρτυρία του. Γνώριζε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ότι υπήρχε εναντίον του μαρτυρία πως είχε θεαθεί να εξέρχεται των γραφείων του Νίκου Λίλλη (ΜΚ5) στη Λάρνακα κρατώντας φάκελο αλλά και ότι ο τελευταίος είχε αναφέρει πως του παρέδωσε σε φάκελο το ποσό της πρώτης δόσης της δωροδοκίας που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους σε σχέση με το Aero Center. Επέλεξε λοιπόν ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) να ισχυρισθεί ότι εντός των φακέλων αυτών (πάντοτε κατά τη θέση του), δεν περιείχοντο λεφτά αλλά ιστορικό υλικό και άλλα τινά σε σχέση με την ΑΛΚΗ, όπως και κάποια φανέλα της Manchester United (που στην εξέλιξη της διαδικασίας μετατράπηκε σε φανέλα άλλης αγγλικής ποδοσφαιρικής ομάδας, της Arsenal), αρνούμενος επίσης πως είχε ποτέ βρεθεί με τον Νίκο Λίλλη (ΜΚ5) και σε καφετερία της Λευκωσίας παραλαμβάνοντας οποιοδήποτε φάκελο. Βεβαίως - εκτός του ότι ο τρόπος με τον οποίο έδωσε τη μαρτυρία αυτή ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), κατεδείκνυε πασιφανώς προς την κατεύθυνση της αναλήθειας - η προβαλλόμενη από αυτόν εκδοχή, αντί να επιρρωθεί από τον Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9), τον οποίο ο ίδιος κάλεσε ως μάρτυρα Υπεράσπισης (και προς τον οποίο υποτίθεται πως είχε δοθεί ο φάκελος από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), μετά που τον παρέλαβε από τον Νίκο Λίλλη [ΜΚ5]), αποδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό που ανέδειξε και μια έκδηλη αδυναμία και ασυνέπεια στην προβολή της υπό αναφορά εκδοχής. Επειδή (όπως επεξηγούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια κατωτέρω κατά την ανάλυση τής αξιοπιστίας του Νικόλα Γεωργιάδη [ΜΥ9]), ο τελευταίος ήταν και δεν ήταν σε θέση να πει κατά πόσο το υλικό - που αφορούσε (προφανώς στην ΑΛΚΗ), ή στην πολλά αναφερόμενη φανέλα της Manchester United (όπως την προσδιόρισε αρχικώς ο κατηγορούμενος 1 [Ευστάθιος Κιττής]), ή στην εξίσου πολυσυζητημένη φανέλα της Arsenal (όπως την περιέγραψε ο Νικόλας Γεωργιάδης [ΜΥ9]) - του δόθηκε από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), ή από οποιονδήποτε άλλον. Υπάρχουν και άλλα που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε στο χαρτί εν σχέσει με την αναξιοπιστία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) και τα οποία, όμως, δεν κρίνουμε πως χρειάζεται να παραθέσουμε (αν και τα αξιολογήσαμε) αφού κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό δεδομένων των όσων έχουμε ήδη αναλύσει ανωτέρω σε σχέση με την πτυχή αυτή του πράγματος. Ενδείκνυται όμως να επισημάνουμε επί μιας γενικότερης διάστασης - και σε πλήρη σύμπνοια, θα πρέπει να πούμε, με τις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής (και ανάλογης απόκλισης από εκείνες των δικηγόρων των κατηγορουμένων και ιδιαίτερα του κ. Πική) - πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) εμφανώς είναι που επιχείρησε κατά τη μαρτυρία του να θολώσει το (στοχευμένο) ζήλο που επέδειξε για τη συνομολόγηση και υλοποίηση των δύο συμφωνιών που υπέγραψε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ με την Wadnic Trading Ltd, ως τα Τεκμήρια 4-4Α και 12. Πολύ συχνά, εάν όχι πάντοτε, είναι που προέτασσε ως ασπίδα στις πράξεις ή παραλείψεις του το γεγονός πως λειτουργούσε βάσει γνωματεύσεων ή απόψεων πραγματογνωμόνων και ότι ο ίδιος δεν είχε παρά μόνο μια ψήφο στα πράγματα, κάτι που εκ των πραγμάτων όχι μόνο αποδυναμώνει αλλά και εξοβελίζει κάθε πιθανότητα άνομων ενεργειών από μέρους του. Το πώς λειτούργησε ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), φαίνεται και από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει στην ενότητα αυτή αλλά και σε άλλα τα οποία ακολουθούν. Εκείνο που μπορεί και επιβάλλεται να ειπωθεί τώρα, είναι πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ως Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - όπως συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών και στην περίπτωση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), αλλά και των Νικόλα Γεωργιάδη (ΜΥ9) και Γιώργου Τσακιστού (ΜΥ22), που επίσης απείχαν πολύ κατά τους κρίσιμους χρόνους από την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους ως μελών του υπό αναφορά ταμείου - είχε υποχρέωση να λειτουργεί σε όλους τους ουσιώδεις χρόνους ως πραγματικός (και όχι μόνο εννοιολογικώς), θεματοφύλακας των συμφερόντων του υπό αναφορά ταμείου. Δεν το έπραξε όμως και τούτο το λέμε στη βάση εκείνων που ο ίδιος παραδέχθηκε πως έπραττε (ή δεν έπραττε), αναλόγως της περίπτωσης. Έπεται από τη μαρτυρία του, πως δεν επέδειξε επαρκές ενδιαφέρον ή και καθόλου για να δει και μελετήσει τα σχέδια του έργου Aero Center, για το οποίο το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ είχε συμφωνήσει να καταβάλει συνολικό ποσό ύψους €24.050.000, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ούτε και ενδιαφέρθηκε να δει τις σχετικές συμφωνίες που υπογράφθηκαν - ήταν, ας μη ξεχνούμε (όπως ο ίδιος είπε), ένας έμπειρος δικηγόρος - ούτε και νοιάστηκε για τα επιπλέον χρήματα που απαίτησε η Wadnic Trading Ltd, η οποία προέταξε τα περί επιπλέον τετραγωνικών μέτρων που θα έπρεπε να κατασκευαστούν (βλ. Τεκμήρια 3Α, 10, 11 και 49), ή γνώριζε τελικώς ποια κτήρια αγόραζαν. Μήτε και ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για ποιο λόγο η προκαταβολή που καταβλήθηκε θα έπρεπε να ήταν τόσο ψηλή, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη το είδος και εμβέλεια των εξασφαλίσεων και εγγυήσεων που δόθηκαν αναφορικώς με την εκτέλεση της συμφωνίας - Τεκμήριο 4-4Α. Καθόλου δεν προβληματίστηκε για το γεγονός ότι η Wadnic Trading Ltd, ήταν μια άγνωστη εταιρεία δίχως εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα η οποία, μάλιστα, ούτε καν είχε εξασφαλίσει τις νομοθετικώς απαιτούμενες άδειες για το έργο Aero Center. Ούτε και ποτέ φαίνεται να ανησύχησε για την απουσία αίτησης εξασφάλισης άδειας κατά παρέκκλιση όταν υπογραφόταν η επίδικη συμφωνία, ή ζήτησε ποτέ να λάβει εκτίμηση για την αξία της γης που αγόραζε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, αρκούμενος στην εκτίμηση που παρουσίασε η Wadnic Trading Ltd και βεβαίως, ποτέ δεν επιδίωξε να μάθει, για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει εντασσόμενο στο σύνολο των συνειρμών στους οποίους όφειλε να προβεί αν είχε συναίσθηση των υψηλών του θεσμικών καθηκόντων (ως αξιωματούχου της ΑΤΗΚ), για το πώς είναι που περιήλθε το προς πώληση τότε ακίνητο στην κατοχή της Wadnic Trading Ltd και για ποιο ποσό. Αντιθέτως δήλωσε, χαρακτηριστικά σε απάντηση σχετικής ερώτησης της κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση, πως «[μ]πορούσε και να το πάρει δωρεάν από τη μάνα του. Σημαίνει αν το πήρε δωρεάν από τη μάνα του, θα το έδινε ένα εκατομμύριο αν η αξία ήταν 15 εκατομμύρια; Μιλούμε για τις συνθήκες αγοράς, το επήρε 1 εκατομμύριο 700, το έμαθα εκ των υστέρων, αλλά λέω εκείνος που επήρε 1 εκατομμύριο 700 τη γη και γέλασε του Τουρκοκύπριου, δεν είναι δουλειά δική μου αυτό. Ρωτήστε τον κύριο Λίλλη σας». Συνεχίζουμε για να υποδείξουμε πως ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν ζήτησε ούτε τη συμβουλή του Αντώνη Λοΐζου (ΜΚ29) που ήταν σύμβουλος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ σε θέματα πολιτικής για επενδύσεις σε ακίνητα ώστε να διαπιστωθεί, ή έστω να μετρηθεί αν μη τι άλλον, η άποψη του μάρτυρα αυτού μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποκομιστεί για το πόσο πρόσφορη ή απρόσφορη θα ήταν ή μπορούσε να ήταν η αγορά του επίδικου ακινήτου και η δημιουργία γραφειακών χώρων εντός αυτού. Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), αντεξεταζόμενος για το περιεχόμενο της συζήτησης που είχε με τους εκπροσώπους της Grarisano Enterprises Ltd στις 23.10.09, για το κατά πόσο γνώριζε περί της αφορώσας πρότασης κατ' εκείνο το χρόνο, απάντησε γενικώς, πως του «. μιλούσαν για χρηματοδότηση, για διάφορα είδη και λέω "Κοιτάξετε, δεν είναι στο προφορικό, ετοιμάστε μια έκθεση, μια εμπεριστατωμένη θέση και να την φέρετε στο Ταμείο όταν θα είστε έτοιμοι"». Σημείωσε, επίσης, ότι δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει περί ποιου έργου γινόταν λόγος και ότι «. ούτε AERO ήξερα ούτε το όνομα της εταιρείας. Μου έλεγαν για ένα έργο στην περιοχή αεροδρομίου, απέναντι από το αεροδρόμιο και αφού θεωρείτο ένα ιδιαίτερο στοιχείο γιατί το αεροδρόμιο θεωρείται από όλους μας όπως προέκυψε εκ των υστέρων ένας χώρο[ς] στον οποίο αναπτύσσεται πάντα μια ιδιαίτερη δραστηριότητα», χωρίς ποτέ να έχει υπόψη λεπτομέρειες για το τι είναι που θα ανεγειρόταν εντός του συγκεκριμένου αυτού χώρου. Ξέχασε εντούτοις ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), πως το έργο Aero Center είχε προκαταρτικώς παρουσιαστεί από την Glarisano Enterprises Ltd προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στις 23.10.09, ως το περιεχόμενο της επιστολής - Τεκμήριο 14(77). Όταν πλέον ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), διαπίστωσε τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε ως εκ των απαντήσεων του επί του ζητήματος, άρχισε να λέγει - με καθόλου πειστικό τρόπο για να πούμε το λιγότερο - ότι η περί ης ο λόγος παρουσίαση αφορούσε σε κάποιες γενικές αναφορές επί εγγράφων που είχαν στην κατοχή τους οι παρουσιάζοντες, με τον ίδιο να μη βλέπει τη μέρα εκείνη οποιοδήποτε ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο για ό,τι είναι που αναλυόταν επιτόπου. Υπάρχουν και άλλα. Παρακολουθήσαμε με μεγάλη προσοχή την προσπάθεια του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), να πείσει ότι είχε αποστείλει προς τον δικηγόρο Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) - διά τοποθέτησης στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του τελευταίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας - την επιστολή (Τεκμήριο 146), με την οποία εσωκλείετο τιμολόγιο ημερομηνίας 29.12.11 για υπηρεσίες που ο εν λόγω κατηγορούμενος διατείνεται πως είχε προσφέρει, ως δικηγορικό γραφείο, προς τη Leagros Investment Ltd και δη, για υποτιθέμενες προσπάθειες πώλησης κάποιου ακινήτου «. όπως είχαμε συνεννοηθεί και με τους πελάτες σας (Dominges Co Ltd)». Ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), ανέφερε πως την επιστολή αυτή την τοποθέτησαν στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2), δικηγόροι του γραφείου του «. που πάνε κάτω στα δικαστήρια». Είπε επίσης πως δεν είχε ενημερώσει τον Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) ότι θα του έστελνε την επιστολή - Τεκμήριο 146 από προηγουμένως «. διότι ξέραμε ότι θα την πάρει κάποια ώρα και δεν υπήρχε και απαραίτητος λόγος δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να τρέχω γι' αυτό». Επί αυτής της τοποθέτησης του, ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής) ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση από την κ. Παπαγαπίου, γιατί δεν επέλεξε να στείλει την επιστολή - Τεκμήριο 146 με φαξ (τηλεομοιότυπο), έτσι ώστε να μη χρειαζόταν «. να πάνε οι δικηγόροι σας στο Δικαστήριο να τη βάλουν στο κουτί του κυρίου Μιχαηλίδη;», με τον εν λόγω κατηγορούμενο να δηλώνει, με πολύ ευθύ και κοφτό τρόπο (όπως είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε), ότι «έτσι επικοινωνούμε με τους δικηγόρους». Δοθείσας της απάντησης τούτης και ιδιαίτερα του τρόπου εκφοράς της, συνοδευόμενης από κάποιες αιτιάσεις ως διατυπώνονται στο πρακτικό - που θα πρέπει να πούμε πως φανερώς είναι που κατέδειχναν σε αναλήθεια - δεν μπορεί παρά ευλόγως να δημιουργήσει ερώτημα, για ποιο λόγο είναι που ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν απέστειλε παρόμοια επιστολή, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο τής διά χειρός μεταφοράς στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) και στην περίπτωση του γραπτού μηνύματος (email) ημερομηνίας 23.4.12, ως το Τεκμήριο 399Α-Β, το οποίο είχε αποσταλεί προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) από το δικηγορικό γραφείο PHC TSANGARIDES LLC, εν σχέσει με ζήτημα που αφορούσε στην επικείμενη, τότε, εκπνοή τής αναστολής εκτέλεσης απόφασης που είχε δοθεί (στις 31.10.11) στο πλαίσιο της αγωγής 80/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας [Brisynea Ltd v Leagros Investment Ltd] (βλ. Τεκμήριο 386) και την παράκληση προς τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για «. καταβολή της 2ης δόσης του εξ αποφάσεως χρέους σας που είναι €113.906,66». Παρομοίως, διερωτάται κανείς γιατί ο κατηγορούμενος 1 (Ευστάθιος Κιττής), δεν απέστειλε διά επιστολής στη δικαστική (δικηγορική) θυρίδα του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2) και την ειδοποίηση πληρωμής ημερομηνίας 3.5.12, εν σχέσει με την αγωγή 80/08 - Τεκμήριο 386. Κάτι τελευταίο, που μπορεί και να μη δύναται να αποτμηθεί από τα όσα περιβάλλουν την αμέσως προηγούμενη συζήτηση μας περί της Leagros Investment Ltd και την αντιστοίχως περιγραφόμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή). Κρίνουμε ως ατυχή - και συνειδητώς είναι που υιοθετούμε τον ήπιο αυτό χαρακτηρισμό - την επίκληση από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), της συμφωνίας μεταξύ Leagros Investment Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 64, μέσω της οποίας, ως γίνεται αντιληπτό, ο κατηγορούμενος αυτός αποπειράθηκε να δικαιολογήσει την κατάθεση ύψους €100.000 στο λογαριασμό του γραφείου του, αποσυναρτόντας την από τα όσα συναφώς είναι που υπέδειξε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλαν την (τραπεζική) συναλλαγή. Δεν κρίνουμε, ας καταστεί σαφές το στοιχειώδες τούτο, την αξιοπιστία του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή) επί της πτυχής που συζητούμε με βάσει τι είναι που είπε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5). Παραπέμπουμε στα αναφερθέντα από τον τελευταίο, για να αποδώσουμε την ευρύτερη διάσταση των πραγμάτων σε ό,τι είναι που αφορά στις εκατέρωθεν προβαλλόμενες εκδοχές. Το επιτηδευμένο της σκέψης και των περιγραφόμενων ενεργειών του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), για ό,τι τώρα είναι που εξατομικευμένως συζητούμε, καθίσταται ευκόλως διακριτό στον ανεξάρτητο παρατηρητή. Όπως άλλωστε και το προσχηματικό σύνταξης τής φερόμενης συμφωνίας - Τεκμήριο 64. Η υπό αναφορά συμφωνία, παρουσιάζει εξόφθαλμες ελλείψεις και εκπτώσεις σε νομικό περιεχόμενο και περιγραφή, όπως για παράδειγμα, σε σχέση με την απουσία ουσιωδών όρων, τη μη καταγραφή του τρόπου και του χρόνου καταβολής του αναφερόμενου τιμήματος και τη λανθασμένη αναφορά στον τόπο υπογραφής. Τούτες οι επισημάνσεις καταδεικνύουν όχι μόνο προχειρότητα αλλά και το εσπευσμένο σύνταξης του εγγράφου - Τεκμήριο 64. Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί πως ο προκαθορισμός του ποσού των €100.000, σε περίπτωση που δεν ασκείτο το δικαίωμα αγοράς, ήταν όχι μόνο αχρείαστος αλλά και επί της ουσίας αδικαιολόγητος επειδή στην περίπτωση μη άσκησης των απορρεόντων από την κατ' ισχυρισμόν συμφωνία δικαιωμάτων, θα μπορούσε να κατακρατηθεί μόνο το ποσό των €10.000, ενώ το υπόλοιπο ποσό ύψους €90.000 θα έπρεπε να επιστραφεί στο άλλο συμβατικό μέρος. Η θέση του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), πως ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) τον είχε ενημερώσει προφορικώς (μέρες πριν λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στη συμφωνία - Τεκμήριο 64), περί της πρόθεσης του να μην προβεί σε εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που συμβατικώς του προσφέρονταν, εκτός του ότι από μόνη της δεν πείθει, ενισχύει και το εμφανώς (και αναδυόμενο εκ των πραγμάτων), ανυπόστατο της προβαλλόμενης τοποθέτησης. Διερωτάται κανείς, σταθμίζοντας τη δυναμική του υπερασπιστικού επιχειρήματος, για ποιο λόγο ο όποιος αντισυμβαλλόμενος της Leagros Investment Ltd - που στην προκειμένη περίπτωση φέρεται να είναι η Wadnic Trading Ltd - να επιθυμεί την απώλεια των πλεονεκτημάτων που εκπηγάζουν από τη συμφωνία - Τεκμήριο 64, παραιτούμενος πρόωρα από αυτά, δίχως να αποκομίζει οτιδήποτε το θετικό ως εκ της ενέργειας του αυτής. Αποφαινόμαστε, πως η άποψη αυτή του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή), στερείται (και τούτη), αξιόπιστου υποβάθρου, χωρίς να χρειάζεται να πούμε κάτι τι περισσότερο, μια και η συμπεριφορά που περιγράφεται, αυτοδήλως είναι που ακυρώνει τα όσα ο μάρτυς προέταξε.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του κατηγορούμενου 1 (Ευστάθιου Κιττή).
Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης (ΜΥ2), δεν ήταν καθόλου πειστικός στη θέση που προέβαλε κατά τη μαρτυρία του - που ομολογουμένως ήταν εν πολλοίς ταυτισμένη με τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία (βλ. Τεκμήριο 190) - πως παρέλαβε στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την επιστολή ημερομηνίας 11.1.12 - Τεκμήριο 146, από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) «. η οποία συνοδεύετο με τιμολόγιο με αρ. 94/11 για το ποσό των €10000 .», αλλά και «. ένα συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) .». Ο μάρτυς δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς είναι που είχε παραλάβει την εν λόγω επιστολή, σίγουρα όμως ο χρόνος αυτός «. δεν υπέρβαινε τις δύο εβδομάδες ή τρεις εβδομάδες maximum, γιατί εάν ήταν μια ημερομηνία η οποία είχε διάσταση από την ημερομηνία της επιστολής, θα μου έκανε κάτι κλικ και θα πήγαινα πίσω να ρωτήσω "μα γιατί άργησες να μου δώσεις την επιστολή" ήταν μέσα σε λογικά πλαίσια δηλαδή η επιστολή εκείνη, την πήρα στο κουτί μου στο Δικαστήριο, maximum να ήταν δύο εβδομάδες μετά την ημερομηνία της επιστολής». Κατά την παράθεση της μαρτυρίας του επί της αναλυόμενης τούτης πτυχής, ο μάρτυς (με τον τρόπο που απαντούσε εντός του εδωλίου), μας δημιούργησε την εντύπωση πως δεν έλεγε τα όσα πραγματικώς γνώριζε επί του θέματος και ότι απέφευγε να παρουσιάσει την πλήρη αλήθεια. Δεν ήταν όμως μόνο τούτο που οδήγησε στη διάπλαση της αρνητικής μας εντύπωσης. Ο μάρτυς ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση εάν είχε παραδώσει προς την Αστυνομία το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς [option] (βλ. Τεκμήρια 64 και 144), με αυτόν να απαντά, με απόλυτη σιγουριά (καθώς είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά την εκφορά του λόγου του), ότι είχε παραδώσει το συμβόλαιο αυτό προς την Αστυνομία εκείνη την ημέρα κατά την παράθεση της γραπτής του κατάθεσης - Τεκμήριο 190. Η κ. Παπαγαπίου κάλεσε τον μάρτυρα να εξηγήσει για ποιο λόγο είναι που δεν ανέφερε το γεγονός αυτό στην εν λόγω γραπτή κατάθεση, δεδομένου πως η μνήμη του στις 29.11.13 (όταν έδινε την κατάθεση) ήταν σαφώς εγγύτερη στα πράγματα. Ο μάρτυς παραδέχθηκε ότι δεν ανέφερε τίποτε περί παράδοσης του υπό αναφορά συμβολαίου (συμφωνίας) στη γραπτή του κατάθεση, λέγοντας συν τω χρόνω, πως δεν ήταν σίγουρος ούτε και για το αν είχε πράγματι παραδώσει το εν λόγω συμβόλαιο προς την Αστυνομία, κάτι που, βεβαίως, αντίκειται στο απόλυτο της θέσης που είχε εκφράσει επί του ζητήματος στιγμές προηγουμένως κατά την αντεξέταση. Υπάρχει άλλη μια έκφανση των πραγμάτων σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα που μας προξένησε κακή εικόνα καίτοι η μαρτυρία του ήταν σχετικώς πολύ σύντομη. Ενώ λοιπόν στη γραπτή του κατάθεση - Τεκμήριο 190, ο μάρτυς λέγει πως το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) επισυναπτόταν στην επιστολή - Τεκμήριο 146 [μαζί με το τιμολόγιο 94/11] («. μου είχε αποσταλεί στην δικαστική μου θυρίδα . ένα συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς (option) . επίσης μαζί επισυνάπτετο επιστολή από το Δικηγορικό Γραφείο Στάθης Κιττής, ημερ. 11/1/12, η οποία συνοδεύετο με τιμολόγιο .»), στην ενώπιον μας μαρτυρία άφησε να νοηθεί πως το υπό αναφορά συμβόλαιο είχε παραδοθεί σε αυτόν στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα, δίχως να είναι επισυνημμένο στην επιστολή - Τεκμήριο 146 (επί της οποίας, όντως, επισυνάπτεται το τιμολόγιο 94/11, όχι όμως το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς). Ακολούθως, υπεβλήθη στον μάρτυρα από την κ. Παπαγαπίου ότι τα υπό αναφορά έγγραφα (δηλαδή το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς και η επιστολή -Τεκμήριο 146, μαζί με το επισυνημμένο τιμολόγιο), δεν τα είχε παραλάβει λίγες μέρες μετά την 11.1.12 (όπως ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του), αλλά «. περί το καλοκαίρι του ΄13 και για να σε συγκεκριμενοποιήσω έτσι λίγο καλύτερα, μετά που βγήκε στη φόρα το σκάνδαλο για τη Δρομολαξιά». Πρέπει να πούμε ότι η αποφατική απάντηση που έδωσε ο μάρτυς στην υποβολή της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, αν και εκ των πραγμάτων απλή στην ουσία της και μονολεκτική («όχι»), μας δημιούργησε τη βεβαιότητα πως αφίστατο της αλήθειας. Ακόμη χειρότερη εντύπωση μας δημιουργήθηκε από την αμέσως επόμενη απάντηση του μάρτυρα στο ερώτημα της κ. Παπαγαπίου πώς είναι που θυμόταν ότι παρέλαβε τα υπό αναφορά έγγραφα στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα στις αρχές 2012, τη στιγμή που είχε δηλώσει ότι απλώς θυμόταν περί του γεγονότος αυτού δίχως όμως να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση. Η κακή εντύπωση που μας δημιουργήθηκε ένεκα της τελευταίας αυτής απάντησης του μάρτυρα δεν διαπλάστηκε από το γεγονός ότι δεν έδωσε λεπτομέρειες για το πώς θυμόταν αυτό επί του οποίου ερωτήθηκε αλλά από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε παραθέτοντας τα λεχθέντα του κατά τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπάρχουν και άλλα. Ο μάρτυς ρωτήθηκε από την κ. Παπαγαπίου κατά την αντεξέταση για το κατά πόσο είχε οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για «. αυτά τα έγγραφα πριν σας τα βάλει στη δικαστική σας θυρίδα .», με τον μάρτυρα να απαντά αρνητικά και με τρόπο απολύτως βέβαιο («όχι»). Μετέπειτα όμως, σε άλλη αντεξεταστική ερώτηση, ο μάρτυς μετέβαλε το άτεγκτο της αρχικής του θέσης δηλώνοντας ότι ίσως και να είχε τηλεφωνήσει στον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) για να του πει πως είχε παραλάβει τα έγγραφα, δεν ήταν ωστόσο σίγουρος γι' αυτό, διότι «. μετά που τόσα χρόνια, δεν ήξερα ότι θα υπάρχει αυτή η διαδικασία για να παίρνω σημειώσεις». Κατανοητή ως είναι (ως ζήτημα γενικότερης διαπίστωσης), η θέση του μάρτυρα περί εξασθένισης της μνήμης λόγω έλευσης μακρού χρόνου από το σημείο αναφοράς - και καταπιανόμαστε με την απάντηση αυτή πέραν και ανεξαρτήτως της αρνητικής εντύπωσης που μας δημιούργησε ο μάρτυς και σε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του - δεν μπορεί παρά να προκαλέσει το εύλογο ερώτημα γιατί είναι που το πέρασμα του επίδικου τούτου χρόνου δεν είχε επηρεάσει τη μνήμη του μάρτυρα εν σχέσει και με το ζήτημα του προσδιορισμού τού χρόνου παραλαβής της επιστολής - Τεκμήριο 146 στη δικαστική (δικηγορική) του θυρίδα (όσο και αν δόθηκε από αυτόν ένα περιθώριο απόκλισης κάποιων εβδομάδων ως του χρόνου παραλαβής), ή για το ότι το συμβόλαιο δικαιώματος αγοράς ήταν υπογραμμένο από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή) «. και την εταιρεία Wadnic .», όπως με βεβαιότητα είχε τονίσει ο μάρτυς κατά τη μαρτυρία του. Θυμόταν επίσης - ασχέτως του παρελεύσαντος χρονικού διαστήματος - ότι μετά που έλαβε την επιστολή - Τεκμήριο 146, του φάνηκε ότι το ποσό της χρέωσης στο επισυνημμένο τιμολόγιο 94/11 «. ήταν λίγο υπερβολικό .», γεγονός που τον ώθησε να επικοινωνήσει με τους πελάτες του (Dominges Co Ltd) και να τους αναφέρει περί του γεγονότος, με τους τελευταίους εντούτοις να του ανταπαντούν «"ξέχνα το, είναι εντάξει"», όπως θυμόταν και το ότι δεν είχε παραλάβει τις γραπτές οδηγίες πληρωμής ύψους €113.906.66 - Τεκμήριο 398, με οποιαδήποτε συνοδευτική επιστολή από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή). Κατ' ακολουθίαν, ούτε και σε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του, ο μάρτυς δήλωσε με παρρησία όσα είναι που γνώριζε.
'Εχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και χωρίς ασφαλώς να θέτουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπόλοιπες (γενικότερες) διαπιστώσεις μας σε σχέση με την αξιοπιστία των κατηγορουμένων και των μαρτύρων Υπεράσπισης (όπως τις έχουμε διατυπώσει προηγουμένως στην ετυμηγορία μας), απορρίπτουμε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή του Μιχάλη Μιχαηλίδη (ΜΥ2).»
Ολοκληρώνοντας, σχετικά, επισημαίνουμε ότι εύκολα εντοπίζεται από το πιο πάνω εκτεταμένο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, ότι δεν έχει βάση στήριξης η θέση που προώθησε η πλευρά του Εφεσείοντα περί αποσπασματικής και μικροσκοπικής θεώρησης των πραγμάτων από το Κακουργιοδικείο και περί μεμπτής αξιολόγησης και αποτυχίας κρίσης της ποιότητας της μαρτυρίας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της δίκης.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ο Εφεσείοντας αθωώνεται και απαλλάσσεται από την πρώτη κατηγορία που αντιμετώπιζε. Κατά τα λοιπά, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Η έφεση κατά της ποινής αφορά την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των οκτώ ετών στην κατηγορία 18, της νομιμοποίησης δηλαδή εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη και/ή δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι είχε εκδοθεί χωρίς ένσταση διάταγμα δήμευσης για είσπραξη του ποσού των €300.000 που αποκόμισε ο Εφεσείοντας από τις έκνομες δραστηριότητές του και ότι δεν σταθμίστηκε το γεγονός ότι, οι λεπτομέρειες του υπό αναφορά αδικήματος ταυτίζονται ουσιαστικά με τις λεπτομέρειες του γενεσιουργού αδικήματος του δεκασμού δημοσίου υπαλλήλου, για το οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Προβάλλει, περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι δεν φαίνεται να λήφθηκε επαρκώς υπόψη το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων που τέθηκαν γραπτώς ενώπιον του Κακουργιοδικείου και οι οποίοι αφορούσαν στο πρόσωπο του Εφεσείοντα και στις συνέπειες που θα είχε η ποινή σε αυτόν.
Το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής, συνεκτίμησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα όσο και το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιόν του. Διαπίστωσε, περαιτέρω, ότι ο Εφεσείοντας λειτούργησε με τρόπο προσεγμένο και μεθοδευμένο, ώστε να καλύψει κάθε πιθανότητα αποκάλυψης των ποινικώς κολάσιμων ενεργειών του. Υπενθυμίζουμε ότι σε σχέση με τη δεύτερη δόση χρηματισμού του, ο Εφεσείοντας, αντιλαμβανόμενος ότι υπήρχε κίνδυνος εντοπισμού της εμπλοκής του σε έκνομες ενέργειες, κυκλοφόρησε δολίως πλαστό έγγραφο συμφωνίας μεταξύ Leagros και Wadnic, τεκμήριο 64, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τις ανακριτικές αρχές.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο Εφεσείοντας ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και, εκ της θέσεώς του, Πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων. Εκμεταλλευόμενος τα αξιώματά του και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε η πολιτεία, κατ΄ επανάληψη, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, απαίτησε και έλαβε το ποσό των €300.000 από τον Νίκο Λίλλη, ΜΚ5. Λειτούργησε, τοιουτοτρόπως, καταχρώμενος της εξουσίας και της εμπιστοσύνης, ζημιώνοντας το Ταμείο Συντάξεων και κατά συνέπεια την ίδια την ΑΤΗΚ.
Υπό το φως των πιο πάνω η επιβολή αυστηρότερης ποινής στον Εφεσείοντα, σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους στις άνομες ενέργειες, ήταν επιβεβλημένη. Ως προς το ύψος της δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε βάσιμο λόγο επέμβασης του Εφετείου. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε ορθά το σύνολο των παραγόντων που διαδραμάτιζαν αποφασιστικό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής και δεν υπέπεσε σ΄ οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτως ώστε να παρέχεται η εξουσία επέμβασής μας κατ΄ έφεση.
Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 14/2015 (Βενιζέλος Ζαννέττου)
Η εμπλοκή τόσο του Εφεσείοντα, όσο και σειράς άλλων στελεχών πολιτικού κόμματος, του ΑΚΕΛ, υπό τις συνθήκες που έχουν διαπιστωθεί από το Κακουργιοδικείο και συνιστούν μέρος των ευρημάτων του, προσέδωσε πολιτική χροιά στην υπό κρίση υπόθεση.
Ο Εφεσείων, ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ 13.4.2011 και Φεβρουαρίου 2012, οικονομικός υπεύθυνος του ΑΚΕΛ. Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ο Εφεσείων μαζί με άλλο πρόσωπο, τον πρώην συγκατηγορούμενό του Αντώνη Ιωακείμ, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος για άλλα πρόσωπα, εξανάγκασαν τον Λίλλη να εξοφλήσει δάνεια παλαιών παραγόντων του αθλητικού σωματείου Αλκή Λάρνακας, ύψους €650.000, απειλώντας τον ότι, σε περίπτωση που δεν το έπραττε, θα έθεταν προσκόμματα στην υλοποίηση της επένδυσης του Ταμείου Συντάξεων για το έργο Aero Center.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων και ο πρώην συγκατηγορούμενός του αντιμετώπισαν, από κοινού, την κατηγορία της εκβίασης, κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα. Ο Εφεσείων, κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 3½ ετών. Το Κακουργιοδικείο, κρίνοντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεσή της εναντίον του πρώην συγκατηγορούμενου Ιωακείμ, τον αθώωσε και τον απάλλαξε από την εναντίον του κατηγορία.
Η μαρτυρία του ΜΚ5 Λίλλη ήταν το θεμέλιο της καταδίκης και του Εφεσείοντα Ζαννέττου. Τα ανάλογα ευρήματα του δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας Λίλλη, και έχουν ως ακολούθως:
Κατά το έτος 2007 ο Λίλλης, μέσω συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία ασχολείτο με αγοραπωλησίες ακίνητης περιουσίας, ενδιαφέρθηκε για την αγορά τεμαχίου γης, του οποίου η ανάπτυξη διά της ανέγερσης του έργου Aero Center, διαδραμάτισαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρούσα υπόθεση. Το υπό αναφορά τεμάχιο ήταν τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου, λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη χώρα μας, ήταν απαραίτητο όπως ακολουθηθεί συγκεκριμένη νομική διαδικασία, μέσω της εμπλοκής και του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, προς πώληση του εν λόγω ακινήτου. Ακολούθησε η σύσταση της εταιρείας Wadnic Trading Ltd και στις 10.4.2007 υπογράφηκε συμφωνία αγοράς του πιο πάνω τεμαχίου, μεταξύ του τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη και της Wadnic, έναντι ποσού, τότε ΛΚ1.085.000. Παρά ταύτα, ανεφύησαν περαιτέρω προβλήματα, ως αποτέλεσμα της μετέπειτα διαπίστωσης ότι ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν διέμενε στις ελεύθερες περιοχές. Ο Λίλλης, έχοντας ήδη καταβάλει την προκαταβολή, αναζήτησε στήριξη προς ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας. Στα πλαίσια αυτά, έλαβε χώραν, πάντα σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η παρεμβολή διαφόρων στελεχών του ΑΚΕΛ, προς υποβοήθηση της διεκπεραίωσης της αγοραπωλησίας. Στην πορεία, και όταν πλέον είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για την υπογραφή συμφωνίας με το Ταμείο Συντάξεων προς ανάπτυξη του εν λόγω ακινήτου, ενεπλάκη εντονότερα στο όλο ζήτημα και ο Εφεσείων. Ζητούσε, όπως και άλλα στελέχη του ΑΚΕΛ, την υλοποίηση δημόσιων εξαγγελιών του Λίλλη, όταν αναλάμβανε την προεδρία της Αλκής, περί εξόφλησης παλαιών χρεών του σωματείου, ύψους ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ, τα οποία επηρέαζαν πολλά άτομα, κάποια από τα οποία μάλιστα κατείχαν, κατά την περίοδο εκείνη, σημαντικές πολιτειακές θέσεις και εκκρεμούσαν εναντίον τους ακόμη και φυλακιστήρια. Ο Λίλλης αντιδρούσε, αφού τότε δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί η επίδικη συμφωνία με το Ταμείο Συντάξεων, ούτε και είχε εισπράξει οποιαδήποτε χρήματα ως προκαταβολή. Κατά τον Φεβρουάριο του 2010, ο Λίλλης δεχόταν εντονότατες πιέσεις για να εξοφλήσει δάνεια της Αλκής σε συγκεκριμένο συνεργατικό ίδρυμα. Συναντήθηκε στη Λάρνακα μαζί με τον Επαρχιακό Γραμματέα του ΑΚΕΛ Λάρνακας, ο οποίος τον διαβεβαίωνε πως το έργο θα εγκρινόταν και ότι θα έπαιρνε τα χρήματα από το Ταμείο Συντάξεων. Την ίδια ημέρα, του τηλεφώνησε ο Εφεσείων, ο οποίος με έντονο ύφος του είπε πως έπρεπε να εξοφλήσει το δάνειο της Αλκής. Στη συνέχεια, και κατ΄ επανάληψη, ο Εφεσείων επικοινωνούσε με τον Λίλλη και τον διαβεβαίωνε ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί, ζητώντας του όμως, επανειλημμένως, όπως από τα χρήματα που θα λάμβανε από το Ταμείο Συντάξεων θα έπρεπε να εξοφλούσε τα δάνεια της Αλκής. Στις 25.2.2011 υπογράφηκε η επίδικη συμφωνία, τεκμήρια 4-4Α, για ανάπτυξη του έργου, μεταξύ Ταμείου Συντάξεων και Wadnic. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η είσπραξη, λίγους μήνες αργότερα, στις 4.11.2011, προκαταβολής ύψους €9.200.000 από την Wadnic. Μόλις λήφθηκε η υπό αναφορά προκαταβολή, ο Εφεσείων τηλεφώνησε στον Λίλλη και του ζήτησε να τον επισκεφθεί στα γραφεία του ΑΚΕΛ στη Λευκωσία. Ο Λίλλης το έπραξε περί τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο 2011 και κατά τη συνάντηση αυτή ο Εφεσείων, με πιεστικό τρόπο, απείλησε τον Λίλλη πως θα έπρεπε να εξοφλήσει αμέσως και «μονοφατσιάς» τα δάνεια της Αλκής για τα οποία ήσαν υπεύθυνοι κάποιοι παλιοί παράγοντες και στελέχη του ΑΚΕΛ. Ο Λίλλης αντέδρασε, λέγοντας πως θα έπρεπε πρώτα να αρχίσει το έργο Aero Center και, αφού γινόταν αυτό, θα προχωρούσε σε σταδιακή εξόφληση των υπό αναφορά χρεών. Ο Εφεσείων θύμωσε, απειλώντας περαιτέρω τον Λίλλη, πως θα έπρεπε να εξοφλήσει αμέσως τα χρέη, επειδή, μπορεί μεν να εγκρίθηκε το έργο και να πληρώθηκε η προκαταβολή με τη βοήθεια του ΑΚΕΛ, όμως, με τον ίδιο τρόπο, μπορούσε να ληφθεί και απόφαση να μην πληρωθεί η Wadnic άλλα λεφτά από το Ταμείο Συντάξεων. Μετά από αυτό το γεγονός, ο Λίλλης υπαναχώρησε και αποφάσισε να εκτελέσει την επιθυμία του Εφεσείοντα. Κατόπιν τούτου, και ακριβώς ως αποτέλεσμα των όσων προηγήθηκαν, ο Λίλλης εξέδωσε επιταγές για διάφορα ποσά, οι οποίες τελικά, παραδόθηκαν σε άλλο πρόσωπο, το οποίο είχε αναλάβει εκ μέρους της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Λάρνακας να εξοφλήσει τα παλαιά χρέη των παραγόντων της Αλκής.
Ο Εφεσείων, προβάλλει ότι η εις βάρος του καταδικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη και την προσβάλλει με 17 συνολικά λόγους έφεσης.
Εισηγείται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη. Προβάλλει, ως αιτιολογία, πως παραβιάζει τις νομολογιακές αρχές περί αιτιολόγησης δικαστικών αποφάσεων, αφού δεν ασχολείται με ουσιαστικά θέματα που έθεσε η υπεράσπιση, μεταξύ των οποίων, τη μη αναφορά του Λίλλη στην πρώτη κατάθεσή του, έγγραφο Η, περί εκβιασμού.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, εντάσσεται στο ευρύτερο πνεύμα της, κατ΄ επίκληση, αναξιοπιστίας του Λίλλη και εστιάζεται σε αντιφάσεις στη μαρτυρία του γύρω από το ζήτημα του εκβιασμού σε αναφορά με το θέμα των δανείων των παλαιών παραγόντων της Αλκής. Συμπλέκεται δε με τους λόγους έφεσης 4 και 5, οι οποίοι καλύπτουν, γενικότερα πλέον, το ζήτημα της αξιοπιστίας του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Λίλλη. Προβάλλεται ότι, λανθασμένα κρίθηκε ότι ο Λίλλης ήταν άμεμπτος, αφού οι παραλείψεις, οι ανακολουθίες και αντιφάσεις που εντοπίζονται στη μαρτυρία του, ήταν τέτοιας φύσης και εμβέλειας που θα έπρεπε, τουλάχιστον, να οδηγήσουν το δικαστήριο στην ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της έκδοσης προηγούμενης ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ξεχωριστής εκδίκασης των συγκατηγορουμένων. Δεν αμφισβητείται η ορθότητα αυτής καθ΄ εαυτής της απόφασης, προβάλλεται όμως η εισήγηση ότι λανθασμένα έγινε συνολική αξιολόγηση της μαρτυρίας Λίλλη και όχι ξεχωριστή, στη βάση των όσων ανέφερε για κάθε σειρά γεγονότων που αφορούσαν την κάθε επιμέρους υπόθεση.
Το όλο πλέγμα των γεγονότων που καλύπτουν το ανακριτικό έργο και, ιδίως, οι εκτεταμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μεταξύ ανακριτών και Λίλλη κατά τους ουσιώδεις χρόνους διερεύνησης της υπόθεσης, συνιστούν την ουσία του έκτου λόγου έφεσης. Τίθεται ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ανακριτικό έργο ήταν αλάνθαστο και άμεμπτο, ότι δεν έγινε η δέουσα ή ικανοποιητική διερεύνηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου πλήρης και ξεκάθαρη εικόνα για τον ακριβή ρόλο του κάθε εμπλεκόμενου. Συνακόλουθα, προβάλλεται, ότι εντοπίζεται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης του Εφεσείοντα.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του δεν επέτρεψε αποκάλυψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων συγκεκριμένων αριθμών τηλεφώνων, προς το σκοπό και μόνο, εξέτασης του ποιού μαρτυρικού υλικού είχαν κατά το ανακριτικό έργο οι ανακριτές.
Με τους λόγους έφεσης οκτώ και εννέα προσβάλλεται, με βάση λεπτομέρειες της μαρτυρίας που παρατίθενται, ως λανθασμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΚ21, Φαντούση και ΜΚ26, Κυριάκου, άλλως Κοτσιηνή.
Μέσω του δέκατου λόγου έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε κατά πόσο η εκδοχή περί εμπλοκής του ΑΚΕΛ, σε όλη την πορεία των γεγονότων, για το οποίο ο Εφεσείοντας ενεργούσε θεσμικά, αποτελούσε το σενάριο της Κατηγορούσας Αρχής, ως προς τα αληθή γεγονότα. Συναφώς, δεν εξέτασε και τις συνέπειες της παράλειψης αντεξέτασης, ως προς αυτό το κρίσιμο θέμα, για την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης, πλήττεται, ως εσφαλμένη, η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα. Παρομοίως, στους λόγους έφεσης δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα και δεκαπέντε, τίθεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης 19, 20, 9 και 22 αντίστοιχα.
Με τον δέκατον έκτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η υπεράσπιση παρέλειψε να αντεξετάσει επί συγκεκριμένων σημείων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι οι ανάλογες θέσεις και ισχυρισμοί ήταν εικασίες και πιθανολογήσεις, στερούμενες ουσιαστικής μαρτυρικής αξίας.
Τέλος, μέσω του δέκατου όγδοου λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι η μαρτυρία του ΜΚ21 Φαντούση, αναφορικά με τα όσα άκουσε να λέγονται μέσω τηλεφώνου σε ανοικτή ακρόαση μεταξύ Εφεσείοντα και Λίλλη, είναι παράνομη και αντισυνταγματική και κακώς λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο.
Ο δέκατος έβδομος λόγος έφεσης, που αφορούσε σε προσβολή της επιβληθείσας ποινής, απεσύρθη και δεν θα απασχολήσει.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Τα όσα καλύπτουν τους έξι πρώτους λόγους έφεσης, έχουν ήδη κριθεί και παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση ή επανάληψη.
Ο έβδομος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση περί λανθασμένης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου ως προς ζήτημα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων συγκεκριμένων αριθμών τηλεφώνων.
Εισηγείται η πλευρά του Εφεσείοντα ότι προς το σκοπό διερεύνησης και μόνο του μαρτυρικού υλικού που είχαν στην κατοχή τους οι ανακριτικές αρχές είχε ζητηθεί η αποκάλυψη κατάστασης τηλεφωνικών κλήσεων που φέρονται να έγιναν από αριθμούς τηλεφώνων του ΜΚ5 και τρίτου προσώπου, του τότε βουλευτή κ. Κατσουρίδη. Η ακολουθήσασα απόρριψη του αιτήματος από το Κακουργιοδικείο επηρέασε, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, το δικαίωμα της υπεράσπισης για δίκαιη δίκη.
Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφασή του, σελίδα 2291 των πρακτικών, έκρινε ότι στην απουσία συναίνεσης του φερόμενου ως ιδιοκτήτη ή κατόχου του συγκεκριμένου τηλεφωνικού αριθμού, η κατάθεση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων δεν μπορούσε να επιτραπεί. Προχωρώντας, πρόσθεσε ότι η υπεράσπιση, εάν επιθυμούσε, θα μπορούσε να επιδιώξει, στο κατάλληλο στάδιο, την παρουσίαση αυτής της μαρτυρίας με άλλο, δικονομικώς επιτρεπτό, τρόπο.
Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε νομικά μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Προσθέτουμε μόνο ότι δεν είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε σχετικότητα των πιο πάνω τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με τα επίδικα θέματα, στοιχείο που από μόνο του θα ήταν ικανό να οδηγήσει σε απόρριψη του σχετικού αιτήματος και, συνακόλουθα, του υπό εξέταση λόγου έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 8 και 9, προσβάλλουν ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση των ΜΚ21 και ΜΚ26. Τα όσα επικαλείται η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν διαφοροποιούνται από τα όσα μας έχουν ήδη απασχολήσει κατά την εξέταση ανάλογου λόγου έφεσης, του 11ου λόγου, στην ποινική έφεση 13/2015. Ως εκ τούτου είναι αχρείαστη η όποια προέκταση. Συνακόλουθα, και οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης επιχειρείται, ουσιαστικά, να τεθεί υπό αμφισβήτηση η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς την ορθή διάσταση των γεγονότων. Προωθείται, βασικά, ότι λανθασμένα δεν εξετάσθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο το σενάριο περί θεσμικής εμπλοκής κόμματος, του ΑΚΕΛ, ώστε να επιβεβαιωνόταν και ως βάσιμος ο ισχυρισμός του ΜΚ5 για εκβιασμό του από τον Εφεσείοντα.
Δεν εντοπίζουμε, με όλο το σεβασμό, βάση στήριξης ούτε στον υπό κρίση λόγο έφεσης. Η καταδίκη του Εφεσείοντα εδράζεται στη μαρτυρία του ΜΚ5, μαρτυρία η οποία αξιολογήθηκε ορθά, όπως καταλήξαμε. Υπό το πρίσμα της αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας του ΜΚ5, αναπόφευκτα ήταν τα ανάλογα ευρήματα του Κακουργιοδικείου και αναπόδραστη η τεκμηρίωση των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας της εκβίασης, στην οποία και κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας.
Οι λόγοι έφεσης 11, 12, 13, 14 και 15 αφορούν την αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και των ΜΥ9, 19, 20 και 22.
Εχουμε εξετάσει με κάθε προσοχή τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε ενώπιόν μας προκειμένου να προσβάλει την αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου και την κατάταξη των υπό αναφορά μαρτύρων στην κατηγορία των αναξιόπιστων. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με επάρκεια τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του και έδωσε ικανοποιητικούς λόγους απόρριψης της μαρτυρίας των υπό αναφορά μαρτύρων. Εχοντας κατά νουν όλα όσα έχουν τεθεί ενωπιόν μας και με δεδομένες τις αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και της εξουσίας που έχει το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εφετείο, προς ανατροπή σχετικής πρωτόδικης κρίσης, δεν εντοπίζουμε να υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας και, κατ΄ ακολουθία, επιτυχίας των υπό εξέταση λόγων έφεσης.
Το παράπονο του Εφεσείοντα, μέσω του 16ου λόγου έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η υπεράσπιση παρέλειψε να αντεξετάσει επί συγκεκριμένων σημείων, με αποτέλεσμα κάποιες από τις θέσεις της να κριθούν ως εικασίες και πιθανολογήσεις, στερούμενες ουσιαστικής μαρτυρικής αξίας.
Ούτε και ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το Κακουργιοδικείο, πέραν της γενικής τοποθέτησής του, στις σελίδες 47-48 της απόφασης περί παράλειψης αντεξέτασης επί κάποιων σημείων, στη συνέχεια προέβηκε σε συγκεκριμένη καταγραφή των σημείων αυτών, όπως για παράδειγμα στις σελίδες 100, 119, 124, 133 και 142 που ακολουθούσαν. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία, δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω γενική αναφορά του Κακουργιοδικείου, αλλά ούτε και στη διαπίστωσή του ότι παρά την απουσία αντεξέτασης προσφέρθηκε σχετική μαρτυρία από την πλευρά των κατηγορουμένων και των μαρτύρων υπεράσπισης. Με αυτά ως δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάλογη μαρτυρία που εκ των υστέρων παρουσιάστηκε.
Με τον δέκατο όγδοο και τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, σελίδα 1222 των πρακτικών, μέσω της οποίας έγινε επιτρεπτή παράθεση μαρτυρίας εκ μέρους του ΜΚ21 σε σχέση με το περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του Εφεσείοντα και του ΜΚ5 Λίλλη. Προβάλλεται ότι, η εν λόγω μαρτυρία φέρει το στίγμα της παρανομίας και κακώς λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που καλύπτουν τον υπό κρίση λόγο έφεσης, ο ΜΚ1 βρισκόταν στο γραφείο του ΜΚ5 κατά το χρόνο που ο τελευταίος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Εφεσείοντα και έλαβε γνώση του περιεχομένου της, δεδομένου ότι λάμβανε χώραν σε ανοικτή ακρόαση, χωρίς όμως να το γνωρίζει ο Εφεσείοντας. Η τηλεφωνική συζήτηση αφορούσε έντονη αξίωση του Εφεσείοντα προς εξόφληση από τον ΜΚ5 διαφόρων υποχρεώσεων του σωματείου ΑΛΚΗ.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα ότι η υπό αναφορά μαρτυρία καλύπτεται από αντισυνταγματικότητα, παραβιάζουσα το ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.
Παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο, στην ενδιάμεση απόφασή του, άφησε ανοιχτό το ζήτημα της υποχρέωσης του δικαστηρίου να αγνοήσει στο τελικό στάδιο την εν λόγω μαρτυρία, εάν και εφόσον κρινόταν ως αντισυνταγματικώς ληφθείσα, εντούτοις δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με το όλο θέμα κατά την έκδοση της τελικής του απόφασης. Παρά ταύτα, κρίνουμε ότι είναι αχρείαστο να επεκταθούμε, εξετάζοντας την ουσία του λόγου έφεσης. Τούτο διότι, θεμέλιο της καταδίκης του Εφεσείοντα, συνιστούσε αυτή καθ΄ εαυτή η μαρτυρία του ΜΚ5 και τα όσα ο ίδιος παρέθεσε κατά την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν σε συναντήσεις του που είχε με τον Εφεσείοντα και αποτυπώνονται με λεπτομέρεια στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ιδιαίτερα στη σελίδα 213 της απόφασής του. Συνεπώς, θεωρητική και μόνο σημασία θα είχε η περαιτέρω ανάλυση του όλου ζητήματος.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 15/2015 (Γρηγόρης Σουρουλλάς)
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 16/2015 (Polleson Holdings Ltd)
Τα γεγονότα που καλύπτουν τις παρούσες εφέσεις, συμπλέκονται με τα όσα αφορούν την έφεση 12/2015 και τον Εφεσείοντα Ορέστη Βασιλείου. Συνδετικό κρίκο συνιστά η σχέση του Βασιλείου με την Εφεσείουσα εταιρεία Polleson, με την οποία εταιρεία επίσης συνδεόταν ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς, αδελφός του πρώην συγκατηγορούμενου 4, Γιάννη Σουρουλλά, ο οποίος ήταν, όπως και ο Βασιλείου, υψηλόβαθμο στέλεχος της ΑΤΗΚ.
Η Polleson δημιουργήθηκε το 2006. Αρχικοί μέτοχοι και διευθυντές ήταν άλλα νομικά και φυσικά πρόσωπα, στη συνέχεια όμως, στις 16.11.2006, ως διευθύντρια διορίστηκε η πεθερά του πρώην συγκατηγορούμενου 4 και ως γραμματέας η μητέρα του Εφεσείοντα Βασιλείου. Την ίδια ημέρα, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μεταβιβάστηκε στις πιο πάνω. Τα πρόσωπα αυτά ανέλαβαν να κατέχουν τυπικώς τις θέσεις, χωρίς να γνωρίζουν τις εργασίες της Polleson. Η Εφεσείουσα εταιρεία διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς σε τράπεζες και συνεργατικά ιδρύματα, για τους οποίους δικαίωμα υπογραφής και διαχείρισης είχε μόνο ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς. Ο Εφεσείοντας αυτός, όπως κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν και το πρόσωπο που παρουσιάστηκε σε δύο περιπτώσεις, στις 2.3.2012 και 20.4.2012, στη ΣΠΕ Κοντέας και κατέθεσε στο λογαριασμό της Εφεσείουσας εταιρείας δύο επιταγές, εκ €80.000 έκαστη.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς αντιμετώπισε αρχικά τρεις κατηγορίες και η Εφεσείουσα εταιρεία δύο. Ηταν από κοινού οι κατηγορίες 22 και 27 επί του κατηγορητηρίου (τις οποίες αντιμετώπισαν επίσης και ο Εφεσείοντας Βασιλείου και ο πρώην συγκατηγορούμενος 4, Ιωάννης Σουρουλλάς) και, επιπρόσθετα σε σχέση με τον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά, η κατηγορία 25 επί του κατηγορητηρίου (την οποία αντιμετώπισαν επίσης και οι πιο πάνω Βασιλείου και Γιάννης Σουρουλλάς). Η κατηγορία 22 αφορούσε στο αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, η κατηγορία 27 αφορούσε στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii)(2), 5, 7 και 8 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007 και η κατηγορία 25 αφορούσε στο αδίκημα της εκβίασης κατά παράβαση των άρθρων 290Α, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα. Τελικά, ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες 22 και 25 και η Εφεσείουσα εταιρεία από την κατηγορία 22. Κρίθηκαν ένοχοι σε σχέση και μόνο με την κατηγορία 27, ήτοι της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην οποία και επιβλήθηκε, στο μεν Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά ποινή άμεσης φυλάκισης 6½ ετών, στη δε Εφεσείουσα Polleson χρηματική ποινή ύψους €300.000.
Το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε ουσιαστικά στα όσα ο ΜΚ5 Λίλλης κατέθεσε, προκειμένου να οδηγηθεί στην καταδικαστική απόφαση εις βάρος των Εφεσειόντων. Τα ευρήματα του δικαστηρίου, ήταν, όπως τα έχουμε ήδη, σε μεγάλο βαθμό, παραθέσει, κατά την καταγραφή των σχετικών ευρημάτων που αφορούσαν τον Εφεσείοντα Ορέστη Βασιλείου. Η έκδοση των επιλήψιμων επιταγών επ΄ ονόματι της Εφεσείουσας Polleson, η κατάθεσή τους στους σχετικούς λογαριασμούς της εταιρείας από τον Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά και η εμπλοκή του τελευταίου στην υπογραφή δύο ψεύτικων και εικονικών εγγράφων, των τεκμηρίων 65 και 66, ώστε να δοθεί κάλυψη σε σχέση με τα χρήματα που ο Λίλλης είχε δώσει στον Βασιλείου, ήταν και τα καθοριστικά για την ενοχή των Εφεσειόντων ευρήματα.
Οι Εφεσείοντες, με κοινούς λόγους έφεσης, προσβάλλουν την εις βάρος τους καταδικαστική απόφαση. Επιπρόσθετα, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, πλήττεται και η επιβληθείσα ποινή, φυλάκισης και προστίμου αντίστοιχα.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη. Προβάλλεται, συναφώς, η αιτιολογία πως παραβιάζει τις νομολογιακές αρχές περί αιτιολόγησης δικαστικών αποφάσεων, αφού δεν προκύπτει βάσει ποιου σκεπτικού, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε συμπέρασμα γνώσης του Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά και δεν υπάρχει καμιά ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.
Με τον δεύτερο και δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλονται ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου με τις οποίες δεν επετράπη η δικανική εξέταση από εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης του πρωτότυπου δικανικού αντιγράφου ενός δίσκου, ο οποίος περιείχε δύο συμβόλαια μεταξύ Wadnic και Polleson, τεκμήρια 67 και 100. Προβάλλεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων και υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης, αφού δεν δόθηκε η ευκαιρία να καταδειχθεί απόκρυψη ουσιαστικής μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής.
Μέσω του τρίτου λόγου έφεσης, τίθεται ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εκ μέρους του Εφεσείοντα Γρηγόρη Σουρουλλά, γνώση των συστατικών στοιχείων του βασικού αδικήματος για το οποίο βρέθηκε ένοχος συγκάλυψης, ήτοι του αδικήματος της δωροληψίας από οικείους δημοσίους αξιωματούχους, για το οποίο καταδικάστηκε, στην κατηγορία 23 επί του κατηγορητηρίου, ο Εφεσείοντας Βασιλείου.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά, όπως και στις εφέσεις 13 και 14/2015, το ζήτημα της συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας Λίλλη και όχι της ξεχωριστής στη βάση των όσων ανέφερε για κάθε σειρά γεγονότων που αφορούσαν την κάθε επιμέρους υπόθεση και κατηγορούμενο.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης και ο έκτος επίσης, όπως και στις υπόλοιπες εφέσεις, κινούνται γύρω από την προσέγγιση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως άμεμπτη τη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Λίλλη και πως, επίσης εσφαλμένα, υπό το φως των αντιφάσεων και κενών που εντοπίζονται, στηρίχθηκε σε αυτή, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, για να καταδικάσει τους Εφεσείοντες.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη, κατ΄ αντίθεση με την κοινή λογική και την πραγματική μαρτυρία, η κρίση του δικαστηρίου περί του αξιόπιστου της ΜΚ35 Μαίρης Λάμπρου.
Ο όγδοος λόγος έφεσης, συναρτάται με την κρίση του δικαστηρίου περί αλάνθαστου και άμεμπτου ανακριτικού έργου. Προβάλλεται ότι το έργο αυτό φέρει το στίγμα της μη πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης και του ύποπτου χειρισμού εκ μέρους των ανακριτών, με αποτέλεσμα την πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης.
Με τον ένατο, δέκατο και δωδέκατο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς, ο ΜΥ10 Βαρνάβας Βαρνάβα και ο ΜΥ21 Αλέξης Μαύρος, αντίστοιχα.
Τέλος με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δεν έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που προσήχθη, ότι οι διωκτικές αρχές είχαν εντοπίσει τον εκτυπωτή από τον οποίο τυπώθηκαν τα τεκμήρια 66 και/ή 67.
Ως προς το ζήτημα της επιβληθείσας ποινής άμεσης φυλάκισης, ο Εφεσείοντας Γρηγόρης Σουρουλλάς προβάλλει ότι είναι έκδηλα υπερβολική, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη ελαφρυντικοί παράγοντες και δεν συνυπολογίστηκαν στο ορθό πλαίσιο και μέτρο οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του, αλλά και τα γεγονότα τέλεσης του αδικήματος.
Αντίστοιχα, η Εφεσείουσα εταιρεία, προσβάλλοντας την επιβληθείσα χρηματική ποινή, εισηγείται ότι είναι έκδηλα υπερβολική, αφού δεν συνυπολογίστηκαν στο ορθό πλαίσιο και μέτρο μετριαστικοί παράγοντες, στους οποίους, επίσης, σε έκταση, θα αναφερθούμε σε κατοπινό κατάλληλο στάδιο.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Σε μεγάλο βαθμό, τα όσα αφορούν τον πρώτο λόγο έφεσης έχουν ήδη αποφασισθεί στα πλαίσια της εξέτασης αντίστοιχων θέσεων που προβλήθηκαν στις προηγούμενες ποινικές εφέσεις. Προσθέτουμε μόνο, σε απάντηση του ισχυρισμού ότι δεν προκύπτει βάσει ποιού σκεπτικού το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε συμπέρασμα γνώσης, ότι το σκεπτικό αποτυπώνεται στα ευρήματα του δικαστηρίου, όπως τα έχουμε ήδη καταγράψει. Ιδιαίτερα, στις σελίδες 226-227 της πρωτόδικης απόφασης, τις οποίες και παραθέτουμε για σκοπούς πληρότητας:
«Στις αρχές του Καλοκαιριού 2013, όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται κάποια γεγονότα σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), με το οποίο ο τελευταίος του είπε ότι ο κατηγορούμενος 3 (Ορέστης Βασιλείου) είχε ετοιμάσει κάποιο έγγραφο το οποίο ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) θα έπρεπε να υπέγραφε έτσι ώστε να είναι όλοι καλυμμένοι για τα χρήματα που ο τελευταίος τους είχε δώσει. Πράγματι, ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), μετέβη κατά τις αρχές του Καλοκαιριού 2013, στο σταθμό βενζίνης του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά) στη Λάρνακα, όπου και υπέγραψε αυθημερόν δύο ψεύτικα και εικονικά έγγραφα τα οποία του είχε δώσει προς τούτο ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς). Το πρώτο έγγραφο, αφορούσε σε υποτιθέμενη συμφωνία ημερομηνίας 15.9.10, μεταξύ Polleson Holdings Ltd και Wadnic Trading Ltd, ως το Τεκμήριο 66 και το δεύτερο, σε κατ' ισχυρισμόν επιστολή της Wadnic Trading Ltd προς την Polleson Holdings Ltd, με ημερομηνία 1.9.11, ως το Τεκμήριο 65. Την εικονική (και πλαστή) συμφωνία - Τεκμήριο 66, την υπέγραψαν ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) διά την Polleson Holdings Ltd και ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5) διά την Wadnic Trading Ltd, δίχως την παρουσία μαρτύρων. Οι δυο τους έθεσαν επίσης τη μονογραφή τους στην πρώτη σελίδα της συμφωνίας - Τεκμήριο 66, με τη μονογραφή του κατηγορούμενου 5 (Γρηγόρη Σουρουλλά), να αποτυπώνεται με τα αρχικά ΓΣ, του δε Νίκου Λίλλη (ΜΚ5), να τίθεται δίπλα από τη μονογραφή του υπό αναφορά κατηγορούμενου. Την επιστολή - Τεκμήριο 65 (προς την Polleson Holdings Ltd), την υπέγραψε ο Νίκος Λίλλης (ΜΚ5), εκ μέρους της Wadnic Trading Ltd. Ο κατηγορούμενος 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς), ενεργούσε καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους ως εκ των πραγμάτων διευθυντής της Polleson Holdings Ltd (de facto director), εκτελώντας στην πράξη τα καθήκοντα του εκ δικαίου εταιρικού διευθυντή (de jure director), αντιμετωπιζόμενος ως τέτοιος από τρίτους. Εκτελούσε καθήκοντα και λάμβανε αποφάσεις που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να εκτελεστούν μόνο από νομίμως διορισμένο εταιρικό διευθυντή. Συμμετείχε στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων που αφορούσαν στην Polleson Holdings Ltd, με τρόπο καθοριστικό και αποφασιστικό, έχοντας δυνατότητα ουσιαστικού επηρεασμού των λειτουργιών και δραστηριοτήτων της σε κάθε τους έκφανση - κατά τα πρότυπα (θα λέγαμε) των αντικειμενικών κριτηρίων που τίθενται προς διαπίστωση της ιδιότητας προσώπου ως εκ των πραγμάτων εταιρικού διευθυντή, στις Gemma Ltd v Davies (2008) 2 BCLC 281 και The Secretary of State for Trade and Industry v Holier and Others (2006) EWHC 1804 - μετατρεπόμενος έτσι σε κεντρικό εταιρικό νευρώνα της Polleson Holdings Ltd, κατά ανάλογο σκεπτικό εκείνου στη Mumtaz Properties Ltd and Others v Ahmed and Others (2011) EWCA Civ 610.»
Υπό το φως όλων των δεδομένων που κάλυπταν την υπόθεση, όπως κατέστησαν ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα ουσιαστικά μέρη των οποίων παραθέσαμε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας, προκύπτει ξεκάθαρα η γνώση του Εφεσείοντα Σουρουλλά και, συνακόλουθα, τεκμηριώνεται και η ενοχή των Εφεσειόντων σε ό,τι αφορά την κατηγορία 27, του εγκλήματος δηλαδή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά τον τρόπο που παρατίθεται στις σελίδες 243 και 244 της πρωτόδικης απόφασης:
«Για ό,τι αφορά στην κατηγορία 27 (αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), οι κατηγορούμενοι 3 (Ορέστης Βασιλείου), 5 (Γρηγόρης Σουρουλλάς) και 6 (Polleson Holdings Ltd), μεταξύ 15.11.11 και 2.3.12 στην Επαρχία Λάρνακας, απέκτησαν παρανόμως και με την απαιτούμενη πρόθεση (ως τα συστατικά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4(1)(iii) του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/07) - αλλά και βάσει των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - το συνολικό ποσό των €250.000, ενώ γνώριζαν ως εξάγεται και συνάγεται από τη μαρτυρία που δεχθήκαμε ως αξιόπιστη αλλά και τα συνακόλουθα ευρήματα μας (ο μεν κατηγορούμενος 3 [Ορέστης Βασιλείου]), ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που περιγράφονται στις κατηγορίες 23 και 25, οι δε, κατηγορούμενοι 5 [Γρηγόρης Σουρουλλάς] και 6 (Polleson Holdings Ltd), ότι τούτο αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος που περιγράφεται στην κατηγορία 23 στο κατηγορητήριο.»
Ο δεύτερος και δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης, κινούνται γύρω από τη θέση ότι, λανθασμένα και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των όπλων, δεν επιτράπηκε η δικανική εξέταση από την υπεράσπιση, αντιγράφου ενός δίσκου. Το όλο ζήτημα συνδέθηκε και με το θέμα της αξιοπιστίας του ΜΚ5.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων ότι η μη αποδοχή των αιτημάτων της υπεράσπισης προς δικανική εξέταση του δίσκου, εντός του οποίου εντοπίστηκαν δύο συμβόλαια μεταξύ Wadnic και Pollesson, τεκμήρια 67 και 100, δεν επέτρεψε να καταφανεί το εύρος και η αξιοπιστία του ανακριτικού έργου και οδήγησε σε παραβίαση της αρχής της ισότητας και συνακόλουθα και της δίκαιης δίκης.
Στην Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 ΑΑΔ 1718, εξετάσθηκε σε έκταση η έννοια της δίκαιης δίκης σε συνάρτηση με την αρχή της ισότητας των όπλων, ήτοι την αρχή της διαδικαστικής ισότητας ανάμεσα στα μέρη. Επιβεβαιώθηκε ότι, σε κάθε μέρος θα πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία προς παρουσίαση της υπόθεσής του, τόσο σε σχέση με τα γεγονότα όσο και σε αναφορά με το Νόμο. Επιβεβαιώθηκε επίσης, με αναφορά στην θεμελιακή απόφαση Δημοκρατία ν. Alan Ford κ.α. (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232, 244, ότι είναι με βάση την αξιολόγηση της δίκης στο σύνολό της που πρέπει να απαντάται το ερώτημα κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη ή όχι. Στην Kouppis v. Republic (1977) 2 CLR 361, 388, τονίστηκε ότι η θεμελίωση της παραβίασης των αρχών που καλύπτουν τη δίκαιη δίκη δεν μπορεί να αποφασισθεί με τρόπο αφηρημένο, αλλά αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να εξετασθεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.
Με γνώμονα τις πιο πάνω νομικές αρχές, δεν βρίσκουμε να ευσταθούν οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης. Μέσα από το όλο φάσμα γεγονότων που καλύπτουν το υπό κρίση ζήτημα, προκύπτει ότι η Κατηγορούσα Αρχή, από τα αρχικά στάδια της πρωτόδικης διαδικασίας, ικανοποίησε το αίτημα της υπεράσπισης για εξέταση του περιεχομένου όλων των ηλεκτρονικών υπολογιστών που παραλήφθηκαν κατά το στάδιο της ανάκρισης, παρέχοντας όλες τις σχετικές διευκολύνσεις. Στα πλαίσια αυτά, δεν αρνήθηκε να παραχωρήσει δικανικό αντίγραφο του εν λόγω σκληρού δίσκου, προκειμένου να το επεξεργαστεί ο εμπειρογνώμονας της υπεράσπισης, όπως και δεν αρνήθηκε ο υπό αναφορά εμπειρογνώμονας να ελέγξει αυτούσιο τον συγκεκριμένο υπολογιστή. Η άρνηση προς παραχώρηση δικανικού αντιγράφου το οποίο ετοιμάστηκε από την ΜΚ23, εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής, και στη βάση του οποίου ετοίμασε τη σχετική έκθεσή της, δεν τεκμηριώνει ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων. Εχει καταδειχθεί ότι οποιαδήποτε εργασία στο συγκεκριμένο δικανικό αντίγραφο από τον εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης θα συνιστούσε επέμβαση, η οποία δυνατό και να αλλοίωνε τα δεδομένα. Ούτως ή άλλως η πλευρά της υπεράσπισης είχε σε προηγούμενα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας τη δυνατότητα να υποβάλει τις σχετικές θέσεις της και να αντεξετάσει την εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής, προωθώντας τις όποιες σχετικές θέσεις της και δίδοντας και την ευχέρεια στην Κατηγορούσα Αρχή να προτάξει τη δική της εκδοχή.
Ο τρίτος λόγος έφεσης συνδέεται άρρηκτα με τα όσα έχουν αποφασισθεί στα πλαίσια της απόρριψης του πρώτου λόγου έφεσης. Επαναλαμβάνουμε, επιγραμματικά, ότι η στοιχειοθέτηση της γνώσης εκ μέρους του Εφεσείοντα Σουρουλλά του βασικού αδικήματος της δωροληψίας εξάγεται αβίαστα και ξεκάθαρα μέσα από το όλο φάσμα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, εδραζομένων στη μαρτυρία του ΜΚ5, το ουσιαστικό μέρος των οποίων έχουμε ήδη παραθέσει. Υπενθυμίζουμε μόνο την αναφορά του ΜΚ5 στη συνάντησή του με τον Εφεσείοντα Σουρουλλά, το καλοκαίρι του 2013, και την αναφορά του τελευταίου ότι είχε ετοιμάσει κάποιο έγγραφο ο Ορέστης Βασιλείου, το οποίο θα έπρεπε να υπογράψει ο Λίλλης «για να είναι καλυμμένοι για τα χρήματα», το προϊόν δηλαδή της δωροδοκίας.
Τα πιο πάνω απαντούν και στη θέση που προέβαλε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, ότι δηλαδή η αθώωση των τελευταίων στις κατηγορίες 22 και 25 που αντιμετώπιζαν, οδηγούσε, αναπόδραστα και στην αθώωσή τους στην κατηγορία 27, όπου κρίθηκαν ένοχοι. Οι κατηγορίες 22 και 25 αφορούσαν, αντίστοιχα, σε συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της εκβίασης και εκβίαση προς το σκοπό αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ορθά αθωώθηκαν οι Εφεσείοντες στις πιο πάνω κατηγορίες, δεδομένου ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά στοιχεία των υπό αναφορά εγκλημάτων. Αντιθέτως, η κατηγορία 27, στην οποία κρίθηκαν ένοχοι, αφορά στα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και έχει ως κύριο συστατικό στοιχείο τη γνώση σε σχέση με το έκνομο της προέλευσης των εσόδων. Οι ενέργειες του Εφεσείοντα Σουρουλλά - και κατά προέκταση της Εφεσείουσας εταιρείας Pollesson - όπως αποτυπώνονται στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου και οι οποίες έλαβαν χώραν προς το σκοπό να είναι « .. καλυμμένοι για τα χρήματα», που αφορούσαν τη δωροδοκία, τεκμηρίωναν στον απαραίτητο βαθμό και τη γνώση περί της παρανομίας που κάλυπτε την όλη συμπεριφορά και θεμελίωναν την ενοχή των Εφεσειόντων στην κατηγορία 27.
Οι λόγοι έφεσης 7, 9, 10 και 12, αφορούν ζητήματα αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας σειράς μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένου του Εφεσείοντα. Με εκτεταμένες αναφορές στην εν λόγω μαρτυρία και σε συνάρτηση με τη σχετική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παρέμβαση του Εφετείου.
Δεν συμμεριζόμαστε τις εισηγήσεις της πλευράς των Εφεσειόντων. Εχουμε ενδιατρίψει με πολλή προσοχή στα όσα μας έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων. Παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο είχε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, σφαιρικά και στα πλαίσια των επίδικων θεμάτων, την ενώπιόν του μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης αυτής των υπό αναφορά μαρτύρων. Με εκτεταμένες αναφορές του, τεκμηριωμένα και πειστικά, παραθέτει τους λόγους για τους οποίους έκανε δεκτή τη μαρτυρία της ΜΚ35, Μαίρης Λάμπρου. Ταυτόσημα, με λεπτομέρεια και επάρκεια, επεξηγεί τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και των ΜΥ10 και ΜΥ21. Εχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω και τη νομική διάσταση του ζητήματος της αξιολόγησης μαρτυρίας και του περιθωρίου επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείου, δεν εντοπίζουμε να παρέχεται εξουσία παρέμβασής μας.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, ενδέκατος λόγος, εδράζεται, με όλο το σεβασμό, σε υποθέσεις και εικασίες ως προς την γνώση των διωκτικών αρχών περί εντοπισμού του εκτυπωτή από τον οποίο τυπώθηκαν τα τεκμήρια 66 και/ή 67. Προβάλλεται η εισήγηση ότι η μαρτυρία καταδεικνύει πως οι διωκτικές αρχές γνώριζαν ότι τα εν λόγω τεκμήρια ετοιμάσθηκαν από τον ΜΚ5 ή συνεργάτη του.
Πέραν της περιθωριακής έως θεωρητικής σημασίας των όσων καλύπτονται από τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, ό,τι απομένει να σημειωθεί προς απόρριψή του είναι πως η μόνη μαρτυρία που προσφέρθηκε σε σχέση με τη σύνταξη των τεκμηρίων 66 και 67 προερχόταν από τον ΜΚ5 και σύμφωνα με αυτή τα τεκμήρια αυτά στάληκαν από τον Ορέστη Βασιλείου προς υπογραφή. Συνεπώς, δεν υπήρχαν περιθώρια διαφορετικής προσέγγισης εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Οι εφέσεις κατά της καταδίκης απορρίπτονται.
ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (Ποινική Εφεση 15/2015)
Στον Εφεσείοντα Σουρουλλά επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 6½ ετών. Προβάλλεται εισήγηση ότι είναι έκδηλα υπερβολική, αφού, όπως τίθεται, το Κακουργιοδικείο λεκτικά και μόνο έλαβε υπόψη του σειρά από ελαφρυντικούς παράγοντες, τόσο σχετικούς με τα γεγονότα τέλεσης του εγκλήματος όσο και με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος, χωρίς να παραγνωρίζει τη σοβαρότητα της έκνομης συμπεριφοράς στην οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, εισηγήθηκε ότι η μη εμπλοκή του στο κύριο αδίκημα, αυτό της διαφθοράς, ο περιορισμένος ρόλος του στην όλη έκνομη συμπεριφορά αλλά και η χωρίς ένσταση δήμευση της περιουσίας του, το λευκό ποινικό του μητρώο, οι οικογενειακές του περιστάσεις και οι συνέπειες στην εργασία του, δεν σταθμίσθηκαν ορθά από το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια της εξατομίκευσης της ποινής.
Όπως είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε στην υπόθεση Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Εφεση Αρ. 222/2014, ημερομηνίας 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779:
«Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον της δικαιοσύνης. Στην έκταση που καλύπτει την επιβολή ποινής είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση. Αλλως η ανισότητα προκαλεί, δικαιολογημένα, αισθήματα αδικίας. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε η φράση «ίσοι ενώπιον του νόμου», δεν σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων. Όπως καθορίστηκε στην απόφαση Koukos v. Police (1986) 2 CLR 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική». Περαιτέρω, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Η διαφοροποίηση στην ποινή ανόμοιων καταστάσεων δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αποκλείονται βεβαίως εύλογες διακρίσεις που μπορεί και πρέπει να γίνονται λόγω της διαφορετικής φύσης της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Όπου ένας παραβάτης διαθέτει ευεργέτημα το οποίο δεν διαθέτει άλλος συγκατηγορούμενός του καλύπτεται και από ανάλογο ελαφρυντικό, το οποίο επιβάλλεται να αντανακλάται στο ύψος και στη διαφοροποίηση της ποινής.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, η διαφοροποίηση, ως προς το ύψος, της ποινής του Εφεσείοντα σε σχέση με τους Εφεσείοντες Βασιλείου και Κιττή ήταν δικαιολογημένη. Το επέβαλλε, ιδιαιτέρως, ο διαφορετικός ρόλος που διαδραμάτισαν στην όλη έκνομη συμπεριφορά και η διαφορετική ιδιότητα που περιέβαλλε τα πρόσωπά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές και με δεδομένη πλέον τη μείωση της ποινής που επιβλήθηκε πρωτόδικα στον Βασιλείου, ως αποτέλεσμα της κατ΄ έφεση επέμβασής μας, ανάλογα θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και η ποινή που καλύπτει τον Εφεσείοντα Σουρουλλά, ούτως ώστε να αντανακλά, σε αντιδιαστολή, τον δικό του ρόλο συμμετοχής. Η επιβληθείσα ποινή των 6½ ετών φυλάκισης στην κατηγορία 27 μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 4½ ετών.
Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται.
ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (Ποινική Εφεση 16/2015)
Η ποινή προστίμου ύψους €300.000, εφεσιβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική. Τίθεται ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη μια σειρά από γεγονότα και μετριαστικούς παράγοντες. Πιο συγκεκριμένα, τη μη εμπλοκή της Εφεσείουσας στο κύριο αδίκημα της διαφθοράς, τον περιορισμένο ρόλο και εμπλοκή που είχε στην όλη έκνομη συμπεριφορά, τη χωρίς ένσταση δήμευση της περιουσίας της, το λευκό ποινικό μητρώο και το ύψος του ποσού της νομιμοποίησης εσόδων από την έκνομη συμπεριφορά. Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη την υφιστάμενη επί του θέματος νομολογία και πως η επιβληθείσα ποινή, στη βάση και της μέγιστης προβλεπόμενης στο νόμο, είναι ασύμμετρη.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε βάσιμο λόγο επέμβασής μας στην χρηματική ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην Εφεσείουσα εταιρεία. Η κατηγορία είναι σοβαρής μορφής, αφορά σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και καλύπτει ποσά εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Η ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην υπό κρίση Εφεσείουσα, αλλά και η διοικητική της δομή, παρέπεμπαν σε νομικό πρόσωπο που συστάθηκε με απώτερο σκοπό τη διευκόλυνση συγκάλυψης έκνομων ενεργειών. Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένη τη σοβαρότητα της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχη η Εφεσείουσα εταιρεία, η επιβληθείσα χρηματική ποινή ήταν απόλυτα αιτιολογημένη και δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασής μας.
Η έφεση επί της ποινής απορρίπτεται.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 17/2015 (Χαράλαμπος Τσουρής)
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν αρχιτέκτονας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντιμετώπισε, αρχικά, συνολικά τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, της συνομωσίας για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 (κατηγορία 2 επί του κατηγορητηρίου, την οποία αντιμετώπιζε από κοινού με τον Εφεσείοντα Ευστάθιο Κιττή), της απάτης, κατά παράβαση των άρθρων 300, 21 και 20 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 3, την οποία αντιμετώπιζε από κοινού με τον Εφεσείοντα Κιττή), της κατάχρησης εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 133 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 19) και της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 20, την οποία αντιμετώπιζε, επίσης από κοινού, με τον Εφεσείοντα Κιττή). Αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την κατηγορία 2, της συνομωσίας για καταδολίευση και κρίθηκε ένοχος για τις υπόλοιπες. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών, σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 20 και καμία ποινή σε αναφορά με την κατηγορία 19, ως εκ της επιβολής ποινής στις πιο πάνω.
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ο Εφεσείων, μαζί με τον Εφεσείοντα Κιττή, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαρτίου 2012 και 19.4.2012, συνωμότησαν με τον Λίλλη, όπως καταδολιεύσουν το Ταμείο Συντάξεων, εξασφαλίζοντας επιπλέον χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η σχετική προς τούτο συμφωνία, ημερομηνίας 25.2.2011 (τεκμήρια 4-4Α), ισχυριζόμενοι ότι μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας του έργου Aero Center, προέκυψαν επιπλέον τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του εν λόγω έργου, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και εισηγούμενοι την αγορά περαιτέρω τεμαχίου γης και παρουσιάζοντάς το υπερτιμημένο εις βάρος των συμφερόντων του Ταμείου Συντάξεων. Επιπρόσθετα, οι πιο πάνω Εφεσείοντες, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ 1.3.2012 και 19.4.2012, με επινόημα, υποκίνησαν το Ταμείο Συντάξεων να καταβάλει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η προαναφερθείσα συμφωνία, παρουσιάζοντας έκθεση με ψευδή στοιχεία προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων, διά της οποίας εισηγούνταν ικανοποίηση του αιτήματος της Wadnic για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού από εκείνο που προνοούσε η υπό αναφορά συμφωνία, για τα επιπλέον, δήθεν, τετραγωνικά μέτρα που προέκυψαν μετά την έκδοση πολεοδομικής άδειας του Aero Center, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, και λαμβάνοντας, ιδιαίτερα, υπόψη την επαγγελματική ιδιότητα του Εφεσείοντα και την εμπειρία του ως αρχιτέκτονα, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της εισήγησης που ετοίμασε προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων, τεκμήριο 3Α, κατέληξε σε ευρήματα ενοχής. Ηταν η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείοντας, όντας δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός, κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία των υπό εξέταση κακουργημάτων, υποκίνησε το Ταμείο Συντάξεων προς καταβολή μεγαλύτερου χρηματικού ποσού προς την Wadnic, από εκείνο που προνοούσε η αρχική συμφωνία ημερομηνίας 25.2.2011 και ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα η παρουσίαση εκ μέρους του πρόσθετων τετραγωνικών μέτρων και, η συνακόλουθη πρότασή του για αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης, το οποίο παρουσίασε υπερτιμημένο σε βάρος των συμφερόντων του Ταμείου Συντάξεων.
Ο Εφεσείων, προσβάλλει την εις βάρος του καταδικαστική απόφαση με έντεκα λόγους έφεσης. Θέτει, περαιτέρω, με δύο επιπρόσθετους λόγους έφεσης, ότι οι κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε τελικά ένοχος, θα έπρεπε να είχαν καταρρεύσει μετά την αθώωσή του από την δεύτερη κατηγορία, αυτή δηλαδή της συνομωσίας για καταδολίευση και ότι οι κατηγορίες 3, 19 και 20 δεν απεδείχθησαν και θα πρέπει να απορριφθούν. Προτού παραθέσουμε με λεπτομέρεια τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι η παρούσα έφεση διακρίνεται από τις υπόλοιπες στο ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα δεν εδράζεται στη μαρτυρία του ΜΚ5 Λίλλη. Όπως ήδη λέχθηκε, στηρίζεται ουσιαστικά στην εισήγηση που ετοίμασε ο Εφεσείων, Τεκμήριο 3Α, σε συνάρτηση με την εμπειρία του ως αρχιτέκτονα και την αποδοχή εκ μέρους του Κακουργιοδικείου της μαρτυρίας που περιστρεφόταν γύρω από τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τα τεχνικά - οικοδομικά δεδομένα του έργου Aero Center. Ολοκληρώνοντας επί του ζητήματος, προσθέτουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, παρά το ότι σημείωσε ότι η καταδίκη δεν εδράζεται επί της μαρτυρίας Λίλλη, συντάχθηκε με τους συνηγόρους των υπολοίπων Εφεσειόντων ως προς το θέμα της, κατ΄ ισχυρισμό, αναξιοπιστίας του Λίλλη. Επανερχόμαστε στους λόγους έφεσης πιο αναλυτικά:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά και στο σύνολό της την ενώπιόν του μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μη γίνεται καμία αναφορά σε αξιόπιστη μαρτυρία η οποία στηρίζει και επιβεβαιώνει τις θέσεις του Εφεσείοντα.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε επαρκώς με ζητήματα καθοριστικής σημασίας ως προς τα επίδικα θέματα και ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση δεν προβαίνει στα αναγκαία ευρήματα και δεν περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση.
Ο τρίτος λόγος έφεσης, συνδέεται με τους πιο πάνω και περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η λανθασμένη και μη επαρκής αξιολόγηση της μαρτυρίας οδήγησε σε αυθαίρετα ευρήματα.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, επίσης συναρτάται με τους πιο πάνω, αφού, ουσιαστικά, πλήττονται ως αναιτιολόγητα τα ευρήματα και η τελική κρίση του Κακουργιοδικείου.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, κινείται γύρω από την απόρριψη ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Προβάλλεται ότι η αιτιολογία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόρριψη είναι λανθασμένη και/ή επισφαλής.
Ο έκτος λόγος έφεσης, συνδέεται με τον αμέσως προηγούμενο. Τίθεται ότι, λανθασμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ως ένοχο τον Εφεσείοντα και τον καταδίκασε στις κατηγορίες 3, 19 και 20 του κατηγορητηρίου. Προβάλλεται ως αιτιολογία ότι εναντίον του Εφεσείοντα δεν υπήρξε καμία απολύτως μαρτυρία ή οποιοδήποτε παράπονο και πως μέσα από όλη τη μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένων των τεκμηρίων, βεβαιώνεται η ύπαρξη των επιπρόσθετων 3244,2 τ.μ., για τα οποία προέβηκε σε σχετική εισήγηση ο Εφεσείοντας προς το Ταμείο Συντάξεων.
Οι λόγοι έφεσης επτά και οκτώ αφορούν την προσβολή ως λανθασμένης της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου προς απόρριψη μαρτυρίας πραγματογνωμόνων που κατέθεσαν εκ μέρους του Εφεσείοντα και, αντίστοιχα, αποδοχής ως αξιόπιστης μαρτυρίας ειδικού εκτιμητή ακινήτων, του ΜΚ30.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη παραβιάστηκε. Τίθεται ως αιτιολογία η μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά και η καθυστερημένη ή καθόλου παροχή ανακριτικού υλικού ή σημαντικών τεκμηρίων προς την υπεράσπιση.
Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά τη δεύτερη κατηγορία, στην οποία αθωώθηκε ο Εφεσείοντας. Το παράπονο εστιάζεται στη θέση ότι ορθά μεν αθωώθηκε ο Εφεσείοντας, πλην όμως το σκεπτικό της απαλλαγής ήταν λανθασμένο, αφού δεν παρατίθενται οι πραγματικοί λόγοι απαλλαγής του.
Τέλος, μέσω του εντέκατου λόγου έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου για μη απαλλαγή του Εφεσείοντα από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Τίθεται ότι η ενδιάμεση απόφαση ήταν λανθασμένη και αναιτιολόγητη, αφού απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα όλων των δικηγόρων υπεράσπισης χωρίς την παράθεση αιτιολογίας και χωρίς εις βάθος εξέταση των θέσεων των Εφεσειόντων.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Θα πρέπει εξαρχής να αναφερθεί ότι οι λόγοι έφεσης αρ. 7, 8 και 10 ρητά εγκαταλείφθηκαν ενώ ο λόγος έφεσης 11 και πρόσθετος λόγος αρ. 2 δεν προωθήθηκαν ενώπιον μας είτε γραπτώς είτε προφορικά και θεωρούμε ότι αυτοί εγκαταλείφθησαν. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης με αριθμό 7, 8, 10 και 11 όπως και ο πρόσθετος λόγος έφεσης αριθμός 2 δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.
Πέραν των όσων, γενικότερα, έχουμε ήδη παραθέσει στο αρχικό στάδιο της απόφασής μας, στα πλαίσια της ενότητας που κάλυπτε την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, προχωρούμε στην περαιτέρω εξέταση των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 4.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον 3ο λόγο έφεσης, τον οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προώθησε με ιδιαίτερη έμφαση. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος κατά την προφορική αγόρευση επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό σε αρκετά θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από το λόγο έφεσης και αιτιολογία του. Ο λόγος έφεσης αρ. 3 προσβάλλει την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι το τελευταίο «κατέληξε μέσα από λανθασμένη και/ή μη επαρκή και/ή καθόλου αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε λανθασμένα και αυθαίρετα ευρήματα όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία κα τα κατατεθέντα έγγραφα.». Τα ευρήματα τα οποία προσβάλλονται μέσα στα πλαίσια του λόγου αυτού σύμφωνα με την αιτιολογία του είναι:
«1. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξαν επιπρόσθετα μέτρα στο έργο AERO CENTER παρά την ύπαρξη των Τεκ. 4, 11, 49, 221 και τη μαρτυρίας των Μ.Κ. κ.κ.Σολωμού, Λίλλη, Ματθαίου.
2. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα αγοράς της εναπομείνασας στην WADNIC TRADING LTD γης για κάλυψη του συντελεστή δόμησης των κτιρίων παρά το ότι το Ταμείο δεσμεύτηκε ότι η γη που αγόρασε για τα 4 κτίρια ήταν το 48% των 7/10 που ανήκαν στην WADNIC TRADING LTD και της αξιόπιστης κατά το Δικαστήριο μαρτυρίας και θέση του Μ.Κ. Ματθαίου ότι για κάλυψη του συντελεστή δόμησης απαιτείτο το 63% της γης, θέση που συνέπεσε πλήρως με τη θέση του Εφεσείοντα/Κατ.2.
3. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Π.Δ.) ότι είναι αδιάφορο αν η γη αγοράστηκε υπερτιμημένη ή όχι μετά από εισήγηση του Εφεσείοντα/Κατ.2, θέση που είχε ως αποτέλεσμα την μη ενασχόληση του Π.Δ. με το θέμα αυτό. Υπενθυμίζουμε ότι και στις 3 κατηγορίες, ο Εφεσείων/Κατ.2 (στις λεπτομέρειες αδικήματος) κατηγορείτο ότι «εισηγήθηκε την αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης, στο οποίο ανεγείρετο το εν λόγω έργο παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο σε βάρος των συμφερόντων του Ταμείου.».
4. Λανθασμένα κατέληξε στο εύρημα ότι η περίληψη του 48% στη Συμφωνία Τεκ. 4, δεν είχε επιπτώσεις στη συμφωνία και δεν καθιστούσε το Ταμείο όμηρο της WADNIC TRADING LTD, γεγονός που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.
5. Λανθασμένα προβαίνει σε ευρήματα και επιρρίπτει προσωπικά στον Εφεσείοντα/Κατ. 2, ευθύνες και ύποπτες συμπεριφορές για αποφάσεις που έλαβαν συλλογικά και με μεγάλη πλειοψηφία οι διαχειριστές του Ταμείου όπως π.χ. την απόρριψη της θέσης Αμερικάνου και Παπαχαραλάμπους, σε σχέση με το AERO CENTER την μη παραπομπή του θέματος στους εξωτερικούς νομικούς συμβούλους κ.α.
6. Παντελώς λανθασμένο είναι το εύρημα που φαίνεται στη σελ. 173 της απόφασης ότι «Ενώ στην επιστολή - Τεκμήριο 49 (η οποία και αποτέλεσε τη βάση των διεκδικήσεων της Wadnic Trading Ltd από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ), δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή) αύξηση του κόστους κατασκευής του έργου, εντούτοις στην Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, ο εν λόγω κατηγορούμενος αναδεικνύει από μόνος του τις αξιώσεις αυτές, τις οποίες και προσδιορίζει κατά προσέγγιση, προβάλλοντας συνάμα και τη θέση πως τούτες θα έπρεπε να ικανοποιηθούν από την ΑΤΗΚ, για τους λόγους που εκεί παραθέτει». Απλή ανάγνωση του Τεκ. 49, καταρρίπτει το εύρημα αυτό.»
Το πρώτο εύρημα, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο είναι πρόδηλα λανθασμένο. Σύμφωνα με αυτόν, η αποδεκτή μαρτυρία, Συμφωνία αγοράς ημερ. 25.2.2011, Τεκμήριο 4, αναφέρει την αγορά 4 μονάδων συνολικού εμβαδού 6640 τ.μ. (1660 τ.μ. εκάστη). Σχετική επίσης είναι η τροποποιητική συμφωνία ημερ. 19.4.2011 (Τεκμήριο 12). Τα τεκμήρια 10, 11 και 49, τα οποία να σημειωθεί είναι πανομοιότυπα έγγραφα, ήτοι επιστολή της πωλήτριας εταιρείας, Wadnic Trading Ltd, αναφέρει ότι «σύμφωνα με την οικοδομική άδεια και λόγω πολεοδομικών κανονισμών και υποδείξεων προκύπτει διαφορά μεταξύ των προσχεδίων και των τελικών σχεδίων όπως αυτά εγκρίθηκαν από τις αρμόδιες αρχές και ότι προκύπτουν 3.244,2 τ.μ. επιπλέον των 6.640 τ.μ. και στις τέσσερις μονάδες που συμφωνήθηκε να εξαγοράσουν και/ή παραδοθεί.» Η πωλήτρια εταιρεία ζητούσε με την επιστολή της αναπροσαρμογή της τιμής συνεπεία των επιπλέον τετραγωνικών. Στην επιστολή αυτή επισυνάπτετο ανάλυση (Τεκμήριο 222) του αρχιτεκτονικού του έργου, κ. Σολωμού (ΜΚ10), με την οποία δίδοντο λεπτομέρειες των επιπρόσθετων μέτρων (3.244,2 τ.μ.) όπως και οικονομική ανάλυση με την οποία η πωλήτρια εταιρεία απαιτούσε γι' αυτά τα επιπρόσθετα μέτρα το ποσό των €6.401,750 πλέον ΦΠΑ. Ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε επίσης σε μέρος της μαρτυρίας των ΜΚ10 και ΜΚ31, Σολωμού και Ματθαίου όπως και στο Τεκμήριο 221, Άδεια Οικοδομής του Έργου ΑΕRΟ τα οποία, κατά την εισήγηση του, τεκμηριώνουν τα ύπαρξη επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων και συνεπώς το ρηθέν εύρημα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα μας τέθησαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο όπως και τη σχετική μαρτυρία. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα. Η αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, την οποία να σημειωθεί επικαλείται και ο Εφεσείων, δεν οδηγεί στα όσα εισηγείται ο Εφεσείων. Αντίθετα, οδηγεί σ' ένα και μοναδικό εύρημα που δεν είναι άλλο από αυτό που προέβη το Κακουργιοδικείο. Ο ΜΚ10, Γ. Σολωμού, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας του έργου από την αρχή μέχρι το τέλος, όπως και ο ΜΚ31 Χαράλαμπος Ματθαίου, εξήγησαν τα τεκμήρια τα οποία επικαλείται ο Εφεσείων και η μαρτυρία συντριπτικά αποδεικνύει το αντίθετο απ' όσα αυτός εισηγείται. Ειδικότερα, ο ΜΚ10 κατέθεσε ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια του έργου ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος τα ίδια και είναι αυτά του Τεκμηρίου 4Α και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας των μερών, Τεκμήριο 4. Το έργο οικοδομήθηκε σύμφωνα με τα σχέδια αυτά και ουδεμία Αρχή, Πολεοδομική ή άλλη, δεν έθεσε όρους βύθισης του έργου ή άλλους όρους οι οποίοι μπορούσαν να οδηγήσουν σε τροποποιήσεις όπως αυτές που κατάγραψε ο Εφεσείων στην έκθεση του Τεκμήριο 3Α. Επίσης σύμφωνα με τον ΜΚ10 Σολωμού η βύθιση του έργου κατά 90 εκατοστά έγινε κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας και δεν αλλοίωσε το κτηριακό εμβαδόν. Αρνήθηκε, επίσης, οιανδήποτε αναγκαιότητα δημιουργίας ή ανέγερσης νέων εισόδων στο επίπεδο του χώρου στάθμευσης. Αναφορικά δε με το Τεκμήριο 222, επιστολή του ημερ. 29.11.11, την οποία επικαλείται ο Εφεσείων και η οποία επισυνάπτεται στο Τεκμήριο 49, επεξήγησε ότι τα εμβαδά που αναφέρονται σ' αυτό και τα οποία ο ίδιος υπολόγισε είναι από την αρχή τα ίδια και ταυτόσημα με αυτά των σχεδίων του έργου, Τεκμήριο 4Α, και αυτά που παρουσιάζονται ως επιπλέον, είναι μη δομήσιμα εμβαδά, εξαιρούνται και δεν υπολογίζονται στον συντελεστή δόμησης. Περαιτέρω, ως εξήγησε, στην άδεια οικοδομής του έργου, Τεκμήριο 21, αναγράφονται περισσότερα τετραγωνικά μέτρα αλλά αυτό οφείλεται στον διαφορετικό τρόπο υπολογισμού τους από την Επαρχιακή Διοίκηση και όχι γιατί προέκυψαν επιπλέον τετραγωνικά μέτρα.
Επί του ιδίου θέματος, ο ΜΚ31 Χ. Ματθαίου, Τεχνικός Επιθεωρητής στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, επιβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι ουδείς όρος τέθηκε από την Πολεοδομική Αρχή για βύθιση των κτηρίων πέραν της όσης προβλέπετο από τα σχέδια, την Πολεοδομική Άδεια και Άδεια Οικοδομής. Η αναφορά στο Τεκμήριο 49 περί επιπλέον τετραγωνικών μέτρων παραπέμπει, όπως στο ίδιο τεκμήριο φαίνεται, στην Οικοδομική Άδεια (Τεκμήριο 21) στην οποία όπως εξηγήθηκε νωρίτερα καταγράφονται τα τετραγωνικά μέτρα του Έργου, τα οποία προέκυψαν από τη διαφορετικότητα της μέτρησης του από την Επαρχιακή Διοίκηση. Ως ανακριβείς και λανθασμένοι κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο, πολύ ορθά κατά την κρίση μας, οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα ότι οι τροποποιήσεις (βύθιση κτηρίων, νέοι εισόδοι στον επίπεδο χώρου στάθμευσης) που επιτεύχθησαν, οδήγησαν αναγκαστικά και στην αύξηση των συνολικών τετραγωνικών μέτρων. Όπως εξηγήθηκε και πιο πάνω, η αποδεκτή μαρτυρία του αρχιτέκτονα του έργου κ. Γεώργιου Σολωμού, κατηγορηματικά αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό. Όπως εξήγησε, η βύθιση των κτηρίων κατά 90 εκ., ουδόλως επηρέασε το κτηριακό εμβαδόν και ποτέ δεν παρέστη η ανάγκη δημιουργίας νέων εισόδων, στο επίπεδο του χώρου στάθμευσης. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια ουδεμία τροποποίηση υπέστησαν από την αρχή μέχρι το τέλος και ήταν σύμφωνα τόσο με την Πολεοδομική Άδεια όσο και με την Άδεια Οικοδομής. Προς την ίδια κατεύθυνση είναι και η μαρτυρία του ΜΚ31 ότι δηλαδή με τη βύθιση κατά 90 εκ. δεν διαφοροποιείτο η έκταση της ανάπτυξης. Η προσπάθεια δε του Εφεσείοντα να εμπλέξει τα σχέδια του Business Plan, Τεκμήριο 15, που ετοιμάστηκαν από άλλο αρχιτέκτονα (Νίκο Λυσιώτη) προκειμένου να δικαιολογήσει την δήθεν αύξηση των τετραγωνικών, δεν μπορεί να έχει οιονδήποτε αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων, και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψιν ότι, αυτά δεν μπορούσαν λόγω της ατέλειας τους να υποβληθούν και δεν υπεβλήθησαν, για Πολεοδομική Άδεια. Την ίδια τύχη έχει και η προσπάθεια του να καταδείξει την ύπαρξη επιπρόσθετων πολεοδομικών όρων, ενώ γνώριζε πολύ καλά και από προηγουμένως ποια ήταν τ' αρχιτεκτονικά σχέδια της οικοδομής (Τεκμήρια 4-4Α) όπως και την ανυπαρξία πολεοδομικών ή άλλων όρων.
Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω μαρτυρίας και ιδιαίτερα του αρχιτέκτονα του Έργου, ΜΚ10 κ. Γ. Σολωμού, ο οποίος ήταν το πλέον αρμόδιο πρόσωπο να καταθέσει επί του εξεταζόμενου θέματος και η οποία έγινε αποδεκτή ως ειλικρινής και αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο, το μόνο εύρημα στο οποίο μπορούσε να οδηγηθεί το Κακουργιοδικείο είναι στη μη ύπαρξη επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων στο Έργο. Το εύρημα του Κακουργιοδικείου είναι καθόλα ορθό και στέρεο.
Το δεύτερο εύρημα του Κακουργιοδικείου που προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα ως ασύμβατο με τη δοθείσα μαρτυρία, αφορά αυτό της μη αναγκαιότητας αγοράς της εναπομείνασας γης της Wadnic Trading Ltd για κάλυψη του συντελεστή δόμησης (βλ. άνω).
Το όλο οικοδόμημα της πιο πάνω αμφισβήτησης στηρίζεται στην εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το Ταμείο Συντάξεων αγόρασε με την συμφωνία ημερ. 25.2.2011 (Τεκμήριο 4) το 48% του εμβαδού των 7/10 του τεμαχίου γης που ανήκε στην Wadnic και ήταν 22.030 τ.μ. Το τελικό όμως εμβαδόν που της ανήκε μετά τις δεσμεύσεις που τέθησαν από την Πολεοδομική Άδεια και την Άδεια Οικοδομής περιοριζόταν σε 16.250 τ.μ. Συνεπώς, κατά την εισήγηση του Εφεσείοντα, αγοράστηκε από το Ταμείο γη (16.250 τ.μ. x 0.48) 7.800 τ.μ. Τα κτίρια όμως προκειμένου ν΄ ανεγερθούν με εμβαδόν 6.640 τ.μ., ως η συμφωνία αγοράς τους, και με συντελεστή δόμησης 63% χρειάζονταν τεμάχιο εμβαδού 10.540 τ.μ. (10.540 x 63% = 6.640 τ.μ.). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελλείματος 2.740 τ.μ. οικοπεδικής γης. Γι΄ αυτό το λόγο και για εξάλειψη του κινδύνου συνιδιοκτησίας της γης μεταξύ του Τεμαχίου και της Wadnic, ο Εφεσείων πρότεινε με την Έκθεση του, Τεκμήριο 3Α, την αγορά περαιτέρω 8.450 τ.μ. Ο πιο πάνω συλλογισμός υποστηρίχθηκε και με αναφορά στην αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ31, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, η ουσία της μαρτυρίας του ΜΚ31 είναι άλλη. Όπως ο μάρτυρας το έθεσε, το 48% τέθηκε στη συμφωνία Τεκμήριο 4 για να καταδείξει τη δέσμευση του 48% των 7/10 μεριδίων της εταιρείας που ήταν κατά το χρόνο που τέθηκε επί της συμφωνίας 22.030 τ.μ. Με τον τρόπο αυτό δεσμεύονταν 10.540 τ.μ. εμβαδόν που απαιτείτο για τη συγκεκριμένη ανάπτυξη των 6.640 τ.μ. συμφώνως του συντελεστή δόμησης, όπως δηλώθηκε στην υποβληθείσα αίτηση. Η δέσμευση αυτή των 10.540 τ.μ. δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί καθότι σ' αντίθετη περίπτωση θ΄ ακυρώνετο η άδεια ανάπτυξης που εγκρίθηκε στη βάση της υποβληθείσας αίτησης. Εάν, δε, διαφοροποιείτο, όπως και είχε διαφοροποιηθεί μετά τη χορήγηση των πολεοδομικών αδειών, με αφαίρεση απ΄ αυτό του προβλεπόμενου οδικού δικτύου, χώρου πρασίνου και κοινοτικού εξοπλισμού, το εμβαδόν της ανάπτυξης θα εξακολουθούσε να ήταν 10.540 τ.μ. και θα αυξάνετο το ποσοστό του επί τοις εκατόν προς το καθαρό εμβαδόν (16.250 τ.μ.) το οποίο παρέμενε μετά την αφαίρεση προηγούμενων δεσμεύσεων.
Είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι το τελικό εμβαδόν του τεμαχίου που παρέμεινε μετά τις δεσμεύσεις που επέβαλαν οι Αρμόδιες Αρχές, είναι 16.250 τ.μ. Αυτό οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το υπόλοιπο προς ανάπτυξη που παρέμεινε ήταν 5.710 τ.μ. Όμως αυτά δεν είχαν καμία σημασία ενόψει της σαφούς μαρτυρίας του ΜΚ31 ως αναλύθηκε ανωτέρω, αλλά και της ΜΚ27 Βασιλικής Πάλμα, Κτηματολογικού Λειτουργού και Υπεύθυνης του Κλάδου Εγγραφής στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λάρνακας, όπως επίσης και της Συμφωνίας Αγοράς Τεκμήριο 4-4Α, αφού το αντικείμενο αγοράς ήταν οι τέσσερις μονάδες. Ο λόγος που ανεγράφη το ποσοστό του 48% επί της συμφωνίας, σύμφωνα με την ΜΚ27, ήταν μόνο και μόνο διότι δεν ήταν δυνατό από τη συμφωνία που παρουσιάστηκε προς κατάθεση στο Κτηματολόγιο να προσδιοριστούν οι τέσσερις μονάδες. Μετά την αποπεράτωση του όμως το Ταμείο Συντάξεων δικαιωματικά θα αξίωνε την τιτλοποίηση των τεσσάρων μονάδων επ΄ ονόματι του από το αρμόδιο Κτηματολογικό γραφείο, ανεξάρτητα από την αναγραφή ή όχι οποιουδήποτε ποσοστού.
Με βάση τα πιο πάνω το εύρημα του Κακουργιοδικείου κρίνεται ορθό και βάσιμο.
Το Κακουργιοδικείο στις σελ. 90-91 της απόφασης του αναφέρει τ' ακόλουθα:
«Παρά την εξαιρετική σημασία που φαίνεται να αποδόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και την Υπεράσπιση στο ζήτημα του καθορισμού της αξίας (κατά πάντα ουσιώδη χρόνο) του μέρους του ακινήτου που αποτέλεσε αντικείμενο αγοράς από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (βάσει της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12), εκείνο που κατά μείζονα λόγο απασχολεί εδώ ευρύτερα είναι το δικαιολογημένο ή μη της εισήγησης του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για την αναγκαιότητα αγοράς του υπόλοιπου επίδικου ακινήτου. Ουσιαστικά ο καθορισμός της αξίας του επίδικου ακινήτου παραμένει αδιάφορη μεταβλητή για τους επίδικους σκοπούς και ιδιαίτερα στην περίπτωση που ήθελεν διαφανεί πως η εισήγηση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) για αγορά του υπόλοιπου μέρους του ακινήτου υπήρξε όχι μόνο λανθασμένη από την πρώτη στιγμή αλλά και ποινικώς κολάσιμη.»
Ο Εφεσείοντας προσβάλλει τα πιο πάνω ως «εσφαλμένο εύρημα» του Κακουργιοδικείου και περαιτέρω διερωτάται, ενόψει του ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε και δεν προέβη σε εύρημα το οποίο να καθορίζει την αξία του υπολοίπου της γης που αγόρασε το Ταμείο Συντάξεων, πώς καταδικάστηκε στις κατηγορίες 3, 19 και 20 όπου στις λεπτομέρειες τους αναφέρεται ότι:
«... εισηγήθηκε την αγορά του υπολοίπου τεμαχίου γης το οποίο ανεγείρετο το εν λόγω έργο παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο σε βάρος των συμφερόντων του Ταμείου.»
Με όλο το σεβασμό προς τον Εφεσείοντα και τον συνήγορο του, τα πιο πάνω δεν αποτελούν εύρημα του Κακουργιοδικείου, αλλά αναφορά στο συγκεκριμένο επίδικο θέμα που το απασχολούσε και αφορούσε τον Εφεσείοντα. Είναι δε ορθό το Κακουργιοδικείο στην παρατήρηση του ότι «ουσιαστικά ο καθορισμός της αξίας του επίδικου ακινήτου παραμένει αδιάφορη μεταβλητή» ενόψει της αποδοχής της σχετικής μαρτυρίας και ευρημάτων και συγκεκριμένα:
1. Με τη δέσμευση των 10.540 τ.μ., των 7/10 της ιδιοκτησίας της Wadnic η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 22.030 τ.μ. και τα οποία (10.540 τ.μ.) δικαιωματικά θα τιτλοποιούντο επ' ονόματι του Ταμείου.
2. Το πραγματικό κόστος των εκσκαφών που έγινε ήταν του ύψους των €2000-€4000 και κανένα άλλο επιπλέον κόστος ή έξτρα εργασία δεν υπήρχε ώστε να επιβαρυνθεί το Ταμείο. Περαιτέρω ο εργολάβος του Έργου ουδέν ποσό ζήτησε για πληρωμή πέραν του συμφωνηθέντος.
3. Δεν προέκυψαν επιπλέον τετραγωνικά μέτρα στις οικοδομές που αγόρασε το Ταμείο και ήταν 6.640 τ.μ.
4. Το Ταμείο υποκινήθηκε από τον Εφεσείοντα να πληρώσει συνολικά το ποσό των €4.500.000 στο οποίο περιλαμβάνετο και το ποσό των €4.225.000 αξίας της γης που κατά τον Εφεσείοντα παρέμενε στην ιδιοκτήτρια εταιρεία Wadnic Trading Ltd, για έκταση δήθεν 8.450 τ.μ. ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι το εναπομείναν μέρος ήταν μόνο 5.710 τ.μ. Δηλαδή με αυτόν τον τρόπο το Ταμείο, ως αποτέλεσμα των ενεργειών του Εφεσείοντα, διπλοαγόρασε, όπως πολύ ορθά αναφέρει και η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης στην αγόρευσης της, 2.740 τ.μ. τα οποία ήταν ήδη δεσμευμένα από την αγορασθείσα ανάπτυξη υπό του Ταμείου.
Ο Εφεσείων στην Έκθεση του Τεκμήριο 3Α προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αναφέρει τα ακόλουθα:
i. «Επιπρόσθετα τετραγωνικά μέτρα στις οικοδομές 497 τ.μ. με κόστος €1.217.650 συν Φ.Π.Α.
ii. Κόστος για βοηθητικές και άλλες έξτρα εργασίες €500.000.
iii. Αγορά 8.450 τ.μ. γης ως υπόλοιπο που παρέμεινε στην Wadnic προς €500 = 4.225.000 πλέον Φ.Π.Α, ενώ το υπόλοιπο μέρος γης που παρέμεινε στην Wadnic ήταν 5.710 τ.μ.»
Απ΄ όλα τα πιο πάνω, εύκολα γίνεται αντιληπτή και κατανοητή η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι «εκείνο που κατά μείζονα λόγο απασχολεί ειδικότερα είναι το δικαιολογημένο ή μη της εισήγησης του Κατηγορουμένου 2 για την αναγκαιότητα αγοράς του υπόλοιπου επίδικου ακινήτου» και ότι «ουσιαστικά ο καθορισμός της αξίας του επίδικου ακινήτου παραμένει αδιάφορα μεταβλητή.......».
Η υπερτίμηση ήταν δεδομένη και αυτόδηλη και αυτό είναι που είπε, πολύ ορθά, το Κακουργιοδικείο με την πιο πάνω αναφορά του.
Το επόμενο παράπονο του Εφεσείοντα, μέρος του τρίτου λόγου Έφεσης, με αριθμό 4, το οποίο αναφέρεται στην περίληψη του 48% στη Συμφωνία, Τεκμήριο 4 και εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι αυτό δεν είχε επιπτώσεις και δεν καθιστούσε το Ταμείο Συντάξεων όμηρο της Wadnic Trading Ltd, έχει εξετασθεί νωρίτερα και απερρίφθη με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται να ασχοληθούμε εκ νέου με αυτό.
Η επόμενη ενέργεια του Κακουργιοδικείου που πλήττεται ως εσφαλμένη από τον Εφεσείοντα, είναι η κατάληξη του σε ευρήματα και η επίρριψη ευθυνών στον Εφεσείοντα για ευθύνες και ύποπτες συμπεριφορές για αποφάσεις που έλαβαν συλλογικά Όργανα και με μεγάλη ευθύνη οι διαχειριστές του Ταμείου Συντάξεων.
Προς απάντηση του πιο πάνω παραπόνου παραθέτουμε αυτούσιο το μέρος της απόφασης του Κακουργιοδικείου σελ. 169-170 το οποίο ομιλεί από μόνο του και απαντά στο παράπονο του Εφεσείοντα. Το υιοθετούμε, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε περισσότερο.
«Όπως υπέδειξε ο Πέτρος Χ'' Αντωνίου (ΜΚ1), η συνομολόγηση της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12, στηρίχθηκε, κατ' ουσίαν, στην έκθεση του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Τούτο έγινε - χωρίς να ακολουθηθεί η συνήθης πρακτική - στο πλαίσιο έκτακτης συνεδρίας των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ στις 20.3.12, δίχως η σχετική εισήγηση να παραπεμφθεί πρώτα στη Συμβουλευτική Επιτροπή Επενδύσεων όπου, το πιο πιθανό, ήταν η εν λόγω έκθεση να τύγχανε εξονυχιστικής ανάλυσης και διήθησης από τους εντεταλμένους τεχνοκράτες. Κατηγορηματικός ήταν εξάλλου ο Λοΐζος Παπαχαραλάμπους (ΜΚ19), όταν υπεδείκνυε πως τα μόνα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του ιδίου και των συναδέλφων του για να αποφασίσουν περί της τροποποιητικής συμφωνίας - Τεκμήριο 12 ήταν η Έκθεση - Τεκμήριο 3Α, του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή) η οποία και αποτέλεσε τη βάση με την οποία αποφάσισαν το ζήτημα. Ο καθοριστικός ρόλος του εν λόγω κατηγορούμενου για το ζήτημα επιβεβαιώθηκε μάλιστα, χωρίς να αμφισβητηθεί, όχι μόνο από τον κατηγορούμενο 1 (Ευστάθιο Κιττή), αλλά και από τα άλλα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ που κατέθεσαν στο Δικαστήριο. Αναδεικνύεται με απόλυτη ενάργεια, η αντικειμενική σημασία που η Έκθεση αυτή του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), θα μπορούσε να έχει κατά τους κρίσιμους εκείνους χρόνους - και είχε, ως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων - στη λήψη της σχετικής απόφασης του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Άλλωστε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), υπέδειξε πως το όλο ζήτημα είχε ανατεθεί σε αυτόν από τους συναδέλφους του και ότι ουσιαστικά είχε αναλάβει να τους καθοδηγήσει προς τούτο ώστε να λάβουν την ορθή υπό τις περιστάσεις επιζητούμενη απόφαση.»
Τέλος, κρίνεται εντελώς ανεδαφικό το παράπονο του ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι παρόλο που στην επιστολή - Τεκμήριο 49 - της Wadnic δεν προβάλλεται αύξηση του κόστους κατασκευής του έργου, εντούτοις στην Έκθεση Τεκμήριο 3Α ο Εφεσείων αναδεικνύει αυτή. Απλή ανάγνωση των δύο Τεκμηρίων (Τεκμήριο 3Α και Τεκμήριο 49) επιβεβαιεί τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Ενώ στο Τεκμήριο 3Α αναφέρονται, μεταξύ άλλων, το κόστος κατασκευής τοίχων αντιστήριξης, βοηθητικές εργασίες και δημιουργίας νέας εισόδου στο επίπεδο του χώρου στάθμευσης «με κόστος που δεν αναμένετο να ξεπεράσει τις €500.000 συν Φ.Π.Α.», στο Τεκμήριο 49 δεν αναφέρεται απαίτηση για τα πιο πάνω, αλλά απαίτηση για επιπλέον εμβαδόν στα πωληθέντα κτίρια.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά και/ή επαρκώς τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του με αποτέλεσμα, λανθασμένα να καταλήξει σε εύρημα ενοχής του.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή το λόγο Έφεσης όπως και το περίγραμμα και Γραπτή Αγόρευση του Εφεσείοντα. Το μόνο μέρος της μαρτυρίας που προσδιορίζεται από τον Εφεσείοντα σ΄ αυτά ως μαρτυρία που δεν αξιολογήθηκε ορθά και επαρκώς είναι τα Τεκμήρια 4, 8, 10, 11, 49, 221 και 222. Σχετικά με τα τεκμήρια αυτά παρατηρούμε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Το Τεκμήριο 4 που είναι η Συμφωνία ημερ. 25.2.2011 μεταξύ του Ταμείου Συντάξεων και της Wadnic απασχόλησε επί πολύ το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αναφέρεται σε πολλές περιπτώσεις στην απόφαση του, τουλάχιστον 14 (βλ. σελ. 23, 72, 72, 87, 139-140, 170-171, 178, 184, 212, 217, 221, 224). Το ίδιο τα Τεκμήρια 8, 221 και 222 αναφέρονται στις σελίδες της απόφασης, 84, 14, 86 και 176 και τα Τεκμήρια 10, 11 και 49 τα οποία να σημειωθεί είναι ένα και το αυτό έγγραφο, στις σελ. 84, 176-177. Όλα τα πιο πάνω τεκμήρια σχολιάζονται ή γίνεται παραπομπή σ΄ αυτά μέσα στο γενικό ή ειδικότερο σχολιασμό και αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου ανάλογα με τις ανάγκες της απόφασης. Δεν παρατηρούμε οτιδήποτε το μεμπτό ώστε να παρέμβουμε. Οι γενικότητες που προβάλλονται στο λόγο αυτό όπως π.χ. «τα τεκμήρια αυτά δεν συγκρίνονται με θέσεις του Εφεσείοντα», χωρίς όμως να αναφέρονται οι θέσεις του ή ότι σημαντικές θέσεις που προώθησε ο Εφεσείων κατά την ακροαματική διαδικασία και αφορούν τα επίδικα θέματα δεν αντιπαραβάλλονται με τη μαρτυρία και ούτε καν αναφέρονται στην απόφαση, χωρίς και πάλι ο Εφεσείων να καθορίσει αυτές και τη σημασία τους, ουδόλως προωθούν το παράπονο του Εφεσείοντα. Σε υποθέσεις όπως η παρούσα, που αφορούσε οκτώ κατηγορούμενους, ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών (28 κατηγορίες), 35 μάρτυρες κατηγορίας και 38 μάρτυρες υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένων των Κατηγορουμένων, μεγάλο αριθμό Τεκμηρίων και χιλιάδες σελίδες πρακτικών, είναι αδύνατο για το Εφετείο, εάν ο Εφεσείων δεν υποδείξει και καθορίσει το μέρος της μαρτυρίας για το οποίο παραπονείται, αλλά και τη σημασία της στο όλο φάσμα της υπόθεσης, από μόνο του, να υποθέσει σε ποια μαρτυρία ή ισχυρισμό ο Εφεσείων αναφέρεται. Παρόλα ταύτα προσπαθήσαμε, στο βαθμό που είναι δυνατό, πλην όμως δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε μεμπτό ή λανθασμένο αναφορικά με τις εξεταζόμενες παραμέτρους.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο Έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε καθόλου και/ή επαρκώς και δεν προέβηκε σε διαπιστώσεις πάνω σ' όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα ώστε η απόφαση του να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, στα γραπτά κείμενα του, περίγραμμα και αγόρευση, προώθησε τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο για μια σειρά αμφισβητούμενων γεγονότων που ήταν καθοριστικής σημασίας διά την πορεία της υπόθεσης, είτε δεν προέβη σε ευρήματα, είτε προέβη σε λανθασμένα ευρήματα και ακόμη ότι δεν εξέτασε επαρκώς τις θέσεις του Εφεσείοντα. Ανέφερε δε ως τέτοιες περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες:
Δεν προέβη σε σχολιασμό ή εύρημα κατά πόσο η Συμφωνία ημερ. 25.2.11 (Τεκμήριο 4) συνομολογήθηκε στη βάση των σχεδίων Λυσιώτη, ο Εφεσείων δεν γνώριζε το γεγονός ότι τελικά στην άνω Συμφωνία επισυνάφθηκαν τα σχέδια Σολωμού και δεν γνώριζε και δεν μελέτησε το περιεχόμενο της συμφωνίας ημερ. 25.2.11 (Τεκμήριο 4) πριν την υποβολή απαιτήσεως από την Wadnic Trading Ltd για επιπρόσθετη πληρωμή. Επιπλέον δεν εξετάστηκε η θέση του Εφεσείοντα ότι με την λανθασμένη περίληψη των σχεδίων Σολωμού στη Συμφωνία ημερ. 25.2.11, ως παράρτημα, τέθηκε η βάση για κατασκευή μεγαλύτερων κτηρίων. Ως εισηγείται, το Ταμείο αγόρασε, σύμφωνα με τη Συμφωνία ημερ. 25.2.11, τέσσερις οικοδομές με βάση τα σχέδια Λυσιώτη με συνολικό εμβαδόν 6.640 τ.μ. και σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα Σολωμού η Wadnic Trading Ltd του έδωσε οδηγίες να σχεδιάσει τέσσερα κτίρια με εμβαδόν 6.640 τ.μ. καθαρά γραφειακούς χώρους αλλά υπήρχαν ξεκάθαρα και άλλοι χώροι πλην των γραφειακών χώρων, με αποτέλεσμα το συνολικό καλυμμένο εμβαδόν των τεσσάρων κτιρίων να ανεβαίνει στα 8.951,54 τ.μ. Περαιτέρω, δεν εξέτασε και δεν έκανε εύρημα αναφορικά με την αξία του υπόλοιπου τεμαχίου γης στο οποίο ανεγείρετο το έργο ΑΕRΟ και ανήκε στην Wadnic Trading Ltd και ότι αυτό αγοράστηκε υπερτιμημένο, δεν εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων εξαπατήθηκε ή όχι από τις παραστάσεις των ανθρώπων της Wadnic Trading Ltd, δεν εξέτασε ότι η Συμφωνία Τεκμήριο 4 συνομολογήθηκε από τις υπηρεσίες της CYTA χωρίς εμπλοκή του Εφεσείοντα, δεν εξέτασε ότι υπάρχει παραδεκτό γεγονός ότι η Άδεια Οικοδομής του επίδικου έργου καθορίζει το εμβαδόν σε 8.951,54 τ.μ., δεν εξέτασε τα δεδομένα που είχε μπροστά του ο Εφεσείων όταν ετοίμαζε την Έκθεση του Τεκμήριο 3Α, απουσιάζει από την απόφαση η συγκροτημένη και ξεκάθαρη παράθεση των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου, δεν έγινε εύρημα αναφορικά με την AD HOC Επιτροπή που συστάθηκε και η οποία ομόφωνα εισηγήθηκε την αγορά του Έργου, η απόφαση της Επιτροπής Επενδύσεων για την αγορά του Έργου, δεν γίνεται αναφορά στα 6.640 τ.μ. συνολικού καλυμμένου εμβαδού τα οποία αγόρασε το Ταμείο με τη Συμφωνία Τεκμήριο 4, ώστε να συγκριθούν με το συνολικό εμβαδόν με βάση τα τελικά σχέδια Σολωμού, δεν γίνεται εύρημα αναφορικά με τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε το Ταμείο εάν δεν αγόραζε την επιπρόσθετη γη, δεν εξετάστηκε η θέση του Εφεσείοντα ότι το 48% επί της Συμφωνίας, Τεκμήριο 4, τέθηκε λανθασμένα από τους υπογράψαντες τη Συμφωνία εν αγνοία των Διαχειριστών του Ταμείου Συντάξεων και δη του Εφεσείοντα, δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο τα ορθά σχέδια του Έργου επισυνάφθηκαν στη Συμφωνία Τεκμήριο 4 και τέλος ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να εξηγήσει πώς αυξήθηκαν τα μέτρα του έργου σε 8.951,54 τ.μ. εφόσον τα αρχιτεκτονικά σχέδια από την αρχή μέχρι τέλους δεν έχουν αλλάξει και το Τεκμήριο 4 ξεκάθαρα βεβαιώνει την αγορά μόνο 6.640 τ.μ. συνολικού καλυμμένου χώρου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης απορρίπτει όλα τα πιο πάνω υποστηρίζουσα την πρωτόδικη απόφαση με παραπομπές σ΄ αυτήν.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα πιο πάνω και ως πρώτη παρατήρηση αναφέρουμε ότι πολλά από τα πιο πάνω εξετάστηκαν ήδη στα πλαίσια της εξέτασης του πρώτου και τρίτου λόγου Έφεσης, απερρίφθησαν και συνεπώς δεν θα επανέλθουμε.
Όσον αφορά την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε τις θέσεις του, με όλο το σεβασμό, μια απλή ανάγνωση της απόφασης του αποκαλύπτει ξεκάθαρα την εξέτασή τους. Στις σελ. 80-84 εξέτασε το θέμα του 48% επί του Τεκμηρίου 4 σε σχέση με τα 7/10 μερίδια του τεμαχίου που ανήκε στην Wadnic Trading Ltd και ανέλυσε πλήρως τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του Εφεσείοντα, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε αλλά και με την όλη αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του. Έκρινε δε τους ισχυρισμούς του ως αναληθείς και τον ίδιο ως πρόσωπο που απέκρυψε την αλήθεια με πλήρη δικαιολόγηση της κατάληξης του αυτής. Προέβη περαιτέρω, σε διαπιστώσεις όσον αφορά τις ενέργειες του Εφεσείοντα που δεν ήταν ο,τιδήποτε άλλο από την απόκρυψη του «εξόχως σημαντικού ζητήματος (ως ο ίδιος το ανήγαγε) και αφορούσε τα παρεπόμενα εισαγωγής του 48% στην επίδικη συμφωνία τόσο από τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων ΑΤΗΚ και νομικούς συμβούλους της», δεν αναζήτησε νομική συμβουλή για τη σημασία του, όλα κατά τον ουσιώδη χρόνο αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας ημερ. 25.2.11 Τεκμήριο 4. Επίσης εξέτασε (βλ. σελ. 84-86) και απέρριψε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα ότι έλαβε γνώση του υπογραφέντος συμβολαίου που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και των Αρχιτεκτονικών Σχεδίων που το συνόδευαν (Τεκμήριο 4 και Τεκμήριο 4Α) μετά τη λήψη της επιστολής ημερ. 7.12.11 που απέστειλε η Wadnic Trading Ltd και υπέβαλε απαίτηση για επιπλέον εμβαδόν στο έργο. Ορθά το απέρριψε για το λόγο που αναφέρει και αφορούσε συντριπτική μαρτυρία που προερχόταν από αξιόπιστους μάρτυρες (ΜΚ1, ΜΚ3, ΜΚ4, ΜΚ10) αλλά και πρακτικά της συνάντησης μεταξύ Wadnic Trading Ltd και εκπροσώπων του Ταμείου Συντάξεων, ημερ. 1.11.11 (Τεκμήρια 6-8) ότι αυτός γνώριζε από τότε τα Σχέδια του Τεκμηρίου 4Α και τα γνώριζε διότι τα παρουσίασε στην πιο πάνω συνάντηση όλων των πιο πάνω συμπεριλαμβανομένου του Εφεσείοντα, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του Έργου, Σολωμού, ΜΚ10. Περαιτέρω ο Εφεσείων, όπως η αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου απεκάλυψε, (και προέρχετο από τον Διευθυντή Πολεοδομίας, ΜΚ14, και τον Πρόεδρο Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ΜΚ5) παρενέβη προς αυτούς για σκοπούς επιτάχυνσης των διαδικασιών, προκειμένου το Έργο να εξασφαλίσει τη σχετική Πολεοδομική Άδεια (βλ. σελ. 86-87 της απόφασης). Περαιτέρω στην κατάθεση του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, Τεκμήριο 333, ο ίδιος ο Εφεσείων δέχεται ότι τα σχέδια που είχε και συνέκρινε ήταν αυτά του αρχιτέκτονα Γιώργου Σολωμού (ΜΚ10) με τον οποίο είχε επαφές και συζητήσεις πολύ πριν την απαίτηση της Wadnic Trading Ltd με την επιστολή της ημερ. 7.12.11, Τεκμήριο 49. Είναι, συνεπώς, τουλάχιστον ατυχές να υποβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε ουσιώδεις θέσεις του Εφεσείοντα και ιδίως όταν στις σελ. 169 και επόμενες αναφέρει ρητά το ρόλο του Εφεσείοντα και της Έκθεσης του, Τεκμήριο 3Α, που ήταν αποφασιστικοί παράγοντες στη συνομολόγηση της Τροποποιητικής Συμφωνίας, Τεκμήριο 12, για αγορά της πρόσθετης γης από την Wadnic, χωρίς να ακολουθηθεί η συνήθης πρακτική παραπομπής της εισήγησής του στη Συμβουλευτική Επιτροπή Επενδύσεων. Προέβη δε το Κακουργιοδικείο σε ξεκάθαρη διαπίστωση ότι η παράμετρος του 48%, αποτελούσε επινόηση του Εφεσείοντα και ότι τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ καθοδηγήθηκαν λανθασμένα και στην ουσία υποκινήθηκαν παρανόμως από τον Εφεσείοντα να λάβουν την τελική απόφαση λόγω ακριβώς του περιεχομένου της Έκθεσης του Εφεσείοντα Τεκμήριο 3Α. Το Κακουργιοδικείο επίσης στις σελ. 169-181 εξέτασε και ανέλυσε με περισσή, μπορούμε να πούμε, λεπτομέρεια όλα τα θέματα τα οποία εγείρει ο Εφεσείων και απεφάσισε επ' αυτών κατά τρόπο ορθό και θεμιτό, σύμφωνα με την αξιόπιστη ενώπιον του μαρτυρία.
Παρόλο που κρίνουμε το λόγο έφεσης εντελώς ανυπόστατο, θα προχωρήσουμε για ακόμη μια φορά, να εξετάσουμε τον πυρήνα του παραπόνου του Εφεσείοντα, ότι δηλαδή το Κακουργιοδικείο δεν αποδέκτηκε ότι το εμβαδόν του Έργου ανήλθε σε 8.951,54 τ.μ.
Η Συμφωνία των μερών προνοούσε την αγορά 6.640 τ.μ. συνολικό καλυμμένο χώρο σε τέσσερις μονάδες. Η Wadnic με την επιστολή της ημερ. 7.12.11, Τεκμήριο 49, ισχυρίστηκε ότι προέκυψε διαφορά στα τετραγωνικά μέτρα μεταξύ των προσχεδίων και των τελικών σχεδίων όπως αυτά εγκρίθηκαν από τις Αρχές. Η διαφορά συνίστατο σε 3.244,2 τ.μ. Επισύναψε δε προς τούτο κατάσταση που ετοίμασε ο αρχιτέκτονας Σολωμού (ΜΚ10), Τεκμήριο 222, η οποία υποστήριζε, κατά την εισήγηση της, την απαίτηση της.
Ο Εφεσείων, στην Έκθεση του Τεκμήριο 3Α, αναφέρει ότι, κατά το στάδιο μελέτης από τις Αρμόδιες Αρχές, της Αίτησης για αδειοδότηση, τέθηκαν όροι που οδήγησαν στις ακόλουθες τροποποιήσεις:
1. Οι χώροι στάθμευσης καθώς και κύρια είσοδος των κτηρίων που θα τοποθετούντο στο ισόγειο των κτηρίων (Piloti) τοποθετήθηκαν σε ημιυπόγειο χώρο κάτω από τα κτήρια.
2. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες κύριες εισόδοι στο ισόγειο κάθε κτηρίου.
Οι άνω τροποποιήσεις οδήγησαν, κατά τον Εφεσείοντα, αναγκαστικά στην αύξηση των συνολικών τετραγωνικών μέτρων που το Ταμείο Συντάξεων αγόρασε με το Τεκμήριο 4-4Α. Συμφώνησε με την Wadnic ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ προσχεδίων και των τελικών αρχιτεκτονικών σχεδίων αλλά τα πρόσθετα μέτρα τα χαρακτήρισε ως βοηθητικούς χώρους και πρότεινε την αγορά 497 τ.μ. ως επιπρόσθετο εμβαδόν.
Είναι εύρημα του Κακουργιοδικείου και δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας αλλά ούτε και πρωτόδικα, ότι τα Σχέδια που συνόδευαν τη Συμφωνία Τεκμήριο 4 είναι αυτά του Τεκμηρίου 4Α. Με αυτά είναι που αγοράστηκε το επίδικο έργο. Ο αρχιτέκτονας του έργου Γιώργος Σολωμού, η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε αξιόπιστη, είπε ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια, Τεκμήριο 4Α, δεν άλλαξαν καθόλου από την αρχή μέχρι την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας και της Άδειας Οικοδομής. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, αλλά και τον ΜΚ31 Χαράλαμπο Ματθαίου ο οποίος είχε εξετάσει την αίτηση για Πολεοδομική Άδεια, ουδείς πρόσθετος όρος τέθηκε από τις Αρχές για σκοπούς αδειοδότησης. Όσον αφορά δε το Τεκμήριο 222, που επισυνάπτεται στην επιστολή Τεκμήριο 49, ο αρχιτέκτονας και συγγραφέας του Τεκμηρίου 222, επεξήγησε ότι τα εκεί αποτυπωμένα εμβαδά, τα οποία ο ίδιος υπολόγισε, εμπεριέχοντο από την αρχή στα Σχέδια του Τεκμηρίου 4Α και όπως εξήγησε είναι από τα εμβαδά που υπολόγισε η Πολεοδομική Αρχή από τα 6.640, μη δομήσιμα εμβαδά που προκύπτουν λόγω των κατασκευαστικών. Επίσης, εξήγησε τον λόγο γιατί στην άδεια οικοδομής αναφέρονται πρόσθετα εμβαδά και αφορούσε τον διαφορετικό τρόπο μέτρησης τους χωρίς όμως αυτό να διαφοροποιεί τις αρχικές τοποθετήσεις του. Συνεπώς, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου είναι απόλυτα ορθή και συμβατή με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του.
Ο λόγος έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται και πάλι ότι όλες οι θέσεις του έχουν απορριφθεί αλλά και αγνοηθεί από το Κακουργιοδικείο. Οι θέσεις που αναφέρονται, είναι σε σχέση με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι το εμβαδόν του ανεγερθέντος έργου δεν αυξήθηκε, για μη αλλαγή των αρχιτεκτονικών σχεδίων, για μη αναφορά στο Τεκμήριο 21, για την άδεια οικοδομής του καλυμμένου χώρου και για το ότι δεν υπάρχει σαφές εύρημα του Κακουργιοδικείου για το τελικό εμβαδόν του έργου.
Όλα αυτά εξετάστηκαν και απερρίφθησαν νωρίτερα όταν εξετάζοντο οι λόγοι έφεσης 1-3 και συνεπώς δεν θα εξεταστούν εκ νέου.
Πέραν όμως των πιο πάνω στον ίδιο λόγο έφεσης καταγράφονται και τα ακόλουθα:
«Παρά το γεγονός ότι το Π.Δ. είχε αφιερώσει 20 σελίδες στην απόφαση του στη μαρτυρία του Εφεσείοντα/Κατ.2, εν τούτοις, δεν παραθέτει στις σελίδες αυτές τις θέσεις του Εφεσείοντα/Κατ.2 επί των πλείστων κύριων επίδικων γεγονότων. Σαν αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος μέσα στην απόφαση οι πλείστες θέσεις του Εφεσείοντα/Κατ.2 δε φαίνονται πουθενά. Συνεπακόλουθα αυτές δεν καταγράφονται, δεν αντιπαραβάλλονται με την υπόλοιπη μαρτυρία και τα Τεκμήρια, με τις αντίθετες θέσεις και δεν υπάρχει η απαραίτητη δικαστική κρίση σε σχέση με αυτές και κατ' επέκταση σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα. Επισημαίνουμε το γεγονός ότι οι θέσεις του Εφεσείοντα/Κατ.2 υποστηρίζονται τόσο από τα κατατεθέντα τεκμήρια, όσο και από τη μαρτυρία πλείστων Μ.Κ. Εφ' όσον λοιπόν οι θέσεις του Εφεσείοντα/Κατ.2 ούτε καν καταγράφηκαν στην απόφαση του Π.Δ. δεν δημιουργήθηκε η ανάγκη αιτιολόγησης των ευρημάτων του Π.Δ. που είναι σε αντίθεση με τις θέσεις αυτές του Εφεσείοντα/Κατ.2 και όπως φαίνεται στην ίδια την απόφαση δεν υπάρχει τέτοια αιτιολογία.»
Στο γραπτό περίγραμμα του Εφεσείοντα και στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου του, επαναλαμβάνεται αυτούσια η πιο πάνω παράγραφος χωρίς να προστίθεται οτιδήποτε άλλο. Επίσης στην αγόρευση ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα τήρησε σιγή όσον αφορά το πιο πάνω.
Με τη γενικότητα και επανάληψη θεμάτων που χαρακτηρίζει το πιο πάνω κείμενο χωρίς να εξειδικεύει για ποιο θέμα ακριβώς παραπονείται ο Εφεσείων, δηλαδή ποιες θέσεις του δεν εξετάζονται και δεν υπάρχει δικαστική κρίση επ΄ αυτών, δεν μπορούμε να εξετάσουμε το όποιο παράπονο του Εφεσείοντα. Το Εφετείο, δεν μπορεί από μόνο του να υποθέτει ποιο είναι το παράπονο του Εφεσείοντα και να προβεί σε εξέταση του.
Ο λόγος έφεσης αρ. 4 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης αρ. 5 ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας του η οποία απερρίφθη ως αναξιόπιστη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορός του εισηγήθηκε ότι στις πλείστες περιπτώσεις η μαρτυρία του κρίθηκε αρνητικά στη βάση λανθασμένης και/ή ανακριβούς παράθεσης μαρτυρίας του ιδίου ή άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο, προκειμένου να απορρίψει τη μαρτυρία του, αποδέχτηκε άλλη αντίθετη μαρτυρία, η οποία όμως έπρεπε να απορριφθεί από το Κακουργιοδικείο. Επίσης παραγνώρισε άλλη μαρτυρία που επιβεβαιώνει αυτή του Εφεσείοντα.
Εχουμε ήδη υπενθυμίσει τις αρχές που καλύπτουν το ζήτημα εξουσίας επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην πρόσφατη απόφαση μας, Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 166/15, ημερ. 8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335, αναφέρουμε και τα ακόλουθα σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα.
«Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).
Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Ανδρέας Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεόδωρος Κώστας Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 215/12 ημερ. 6.4.15).»
Δυστυχώς και πάλι, ούτε με την Αιτιολογία του λόγου Έφεσης ούτε με τα γραπτά κείμενα, περίγραμμα και αγόρευση, εξειδικεύονται τα παράπονα του ώστε να καταστεί δυνατή η εξέτασή τους. Παρόλα ταύτα εξετάζοντας το θέμα, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, δεν παρατηρούμε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου μη τήρηση των αποδεκτών πλαισίων που καθορίζει η Νομολογία. Η όλη μαρτυρία του Εφεσείοντα εξετάστηκε σε συνάρτηση με τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου αλλά και την άλλη αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία και η αξιολόγησή της δεν παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων. Επίσης, δεν παρατηρούμε οποιαδήποτε λογική ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση των δεδομένων. Αντίθετα, παρατηρούμε πλήρη ικανοποιητική και ορθή αιτιολόγηση της αποδοχής μαρτυρίας ή αντίθετα, της απόρριψής της, όπου αυτό επιβάλλετο.
Για τον πιο πάνω λόγο, ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες 3, 19 και 20 επί του κατηγορητηρίου και με τον επιπρόσθετο λόγο έφεσης αρ. 1 προβάλλεται η θέση ότι μετά την αθώωση του Εφεσείοντα από την κατηγορία αρ.2 επί του κατηγορητηρίου, θα έπρεπε ν' απαλλαγεί και αθωωθεί και από τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, ο τελευταίος εσφαλμένα κρίθηκε ένοχος τις κατηγορίες 3, 19 και 20 εφόσον το Κακουργιοδικείο τον απάλλαξε από την 2η κατηγορία, η οποία αφορούσε συνομωσία για καταδολίευση του Ταμείου Συντάξεων από κοινού με τον Νίκο Λίλλη και τον εκ των κατηγορουμένων, Ευστάθιο Κιττή. Μετά την αθώωση στην κατηγορία 2, το βάθρο επί του οποίου στηρίζετο η καταδίκη του στις υπόλοιπες κατηγορίες κατέπεσε με αποτέλεσμα οι άλλες κατηγορίες να παραμείνουν μετέωρες. Επίσης, ότι η καταδίκη του στις κατηγορίες 3, 9 και 20 δεν δικαιολογείται ενόψει του ότι ο ΜΚ5 Λίλλης ουδόλως τον εμπλέκει σε οιανδήποτε παρανομία αλλά αντίθετα, επιβεβαίωσε με την μαρτυρία του τις θέσεις του Εφεσείοντα. Επίσης, ουδείς από το Ταμείο Συντάξεων δεν δήλωσε ότι ο Εφεσείων τους παραπλάνησε και ότι η αναφορά υπό του Εφεσείοντα στην Έκθεση Τεκμήριο 3Α, περί αύξησης καλυμμένων χώρων ήταν το αποτέλεσμα των όρων που επέβαλε η Πολεοδομική Αρχή που πίστευε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως πραγματικό γεγονός. Τέλος, ότι η αναγκαιότητα αγοράς από το Ταμείο Συντάξεων της υπόλοιπης γης που παρέμεινε στη Wadnic, ως αποτέλεσμα της αναφοράς του 48% επί της Συμφωνίας, Τεκμήριο 4, επιβεβαιώθηκε πλήρως από τους ΜΚ31 Ματθαίου και ΜΚ10 αρχιτέκτονα Σολωμού.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τα όσα τέθησαν ενώπιον μας και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τον πρώτο επιπρόσθετο λόγο έφεσης. Ξεκινώντας από τον τελευταίο κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα σχετικά μέρη της πρωτόδικης απόφασης από τις σελ. 229, 230, 237,238:
«Αναφορικώς με την κατηγορία 2 (συνωμοσία για καταδολίευση), αποφαινόμαστε πως το υπό αναφορά κακούργημα, με τον πολύ συγκεκριμένο και στοχευμένο τρόπο που αποτυπώνεται στο κατηγορητήριο, δεν έχει αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή στον απαιτούμενο βαθμό εναντίον των κατηγορουμένων 1 (Ευστάθιου Κιττή) και 2 (Χαράλαμπου Τσουρή), κατά των οποίων αποκλειστικώς είναι που στρέφεται, με την κατάληξη μας αυτή να προκύπτει εναργώς από τα όσα εκτενώς έχουμε αναφέρει επί του ζητήματος κατά τη σχετική συζήτηση στην οποία προβήκαμε ανωτέρω.
Εν σχέσει με την κατηγορία 3 (απάτη), καταλήγουμε πως η Κατηγορούσα Αρχή .. ........... ...... .....πέτυχε όμως να την αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναντίον του κατηγορούμενου 2 (Χαράλαμπου Τσουρή). Αποδείχθηκε επαρκώς, πως ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του υπό αναφορά κακουργήματος βάσει του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με επινόημα, υποκίνησε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, όπως το τελευταίο καταβάλει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11 - Τεκμήριο 4-4Α, παρουσιάζοντας Έκθεση με ψευδή στοιχεία που ο ίδιος είχε ετοιμάσει (ως το Τεκμήριο 3Α), προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την οποία εισηγείτο ικανοποίηση του αιτήματος της Wadnic Trading Ltd (ως η επιστολή - Τεκμήριο 49), για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού, πέραν εκείνου που προνοούσε η συμφωνία - Τεκμήριο 4-4A, για πρόσθετα τετραγωνικά μέτρα που προέκυψαν μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας για το Aero Center (γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα), προτείνοντας και αγορά του υπόλοιπου τεμαχίου γης στο οποίο ανεγειρόταν το εν λόγω έργο και παρουσιάζοντας το υπερτιμημένο σε βάρος του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.»
Σελ. 237-238:
«Σε ό,τι αφορά στην κατηγορία 19 (δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό), ο κατηγορούμενος 2 (Χαράλαμπος Τσουρής), σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.12 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός (συμφώνως του άρθρου 11 του Περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302 και του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), δηλαδή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ και του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την απαιτούμενη πρόθεση και κατά τα συστατικά στοιχεία του επίδικου πλημμελήματος που περιγράφεται στο άρθρο 133 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατά την εκπλήρωση καθηκόντων τού λειτουργήματος του και κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης που επηρεάζει το κοινό, ισχυρίστηκε ενώπιον των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, διά της Έκθεσης που συνέταξε ως το Τεκμήριο 3Α, πως το υπό αναφορά Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ θα έπρεπε να καταβάλει επιπλέον χρηματικό ποσό στην Wadnic Trading Ltd, πέραν του συμβατικώς συμφωνηθέντος στη συμφωνία - Τεκμήριο 4-4Α, ημερομηνίας 25.2.11, επειδή κατά τον ισχυρισμό του, προέκυψαν δήθεν, περαιτέρω τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του έργου Aero Center.
Σε σχέση με την κατηγορία 20 (εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις), ............. ... ........ .... .... αναφορικώς με τον κατηγορούμενο 2 (Χαράλαμπο Τσουρή), αποφαινόμαστε πως τούτος, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαρτίου 2012 και 19.4.12 στην Επαρχία Λευκωσίας (με ψευδείς παραστάσεις), ως τούτες ορίζονται στο άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και με σκοπό την καταδολίευση του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, υποκίνησε τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ - σε σύμπνοια με τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος, όπως τούτο καθορίζεται στο άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - να παραδώσει στην Wadnic Trading Ltd επιπλέον χρηματικό ποσό, πέραν εκείνου που προνοείτο στη συμφωνία ημερομηνίας 25.2.11 - Τεκμήριο 4-4Α, διατεινόμενος πως είχαν προκύψει επιπλέον τετραγωνικά μέτρα για τη δόμηση του έργου Aero Center μετά την έκδοση της σχετικής πολεοδομικής άδειας, κάτι ωστόσο που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.»
Η απόδειξη της 3ης κατηγορίας που αφορούσε το αδίκημα της απάτης κατά το Άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα Κεφάλαιο 154 ασφαλώς δεν προϋποθέτει την απόδειξη της 2ης κατηγορίας εναντίον του Εφεσείοντα, ούτε αποτελούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απάτης (3η κατηγορία) η συνωμοσία με άλλους (2η κατηγορία) αλλά ούτε η στάση που τήρησαν κατά τη δίκη ο ΜΚ5 Λίλλης και το Ταμείο Συντάξεων. Εκείνο το οποίο απαιτείται και έχει σημασία είναι η απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της απάτης (3η κατηγορία) η οποία ήταν και η κύρια κατηγορία στην παρούσα υπόθεση αναφορικά με τον Εφεσείοντα. Θα πρέπει να αποδειχθεί τόσο η εγκληματική ενέργεια (actus reus) όσο και η ένοχη διάνοια (mens rea).
Το Άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, προβλέπει:
«Απάτη
300. Όποιος με δόλιο τέχνασμα ή επινόημα αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν ή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη η οποία θα παραδιδόταν αν δεν χρησιμοποιείτο τέτοιο τέχνασμα ή επινόημα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αποδεικνύονται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος όπως αυτά εξειδικεύονται στις λεπτομέρειες του. Ο Εφεσείων επινόησε την αναγκαιότητα αγοράς της υπόλοιπης γης που παρέμεινε εκτός έργου χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, την επιβολή δήθεν όρων από τις αρμόδιες αρχές, την ύπαρξη επιπρόσθετου εμβαδού και κόστους κατασκευής του έργου ύψους μέχρι €500.000 πλέον Φ.Π.Α. προκειμένου να υποκινήσει το Ταμείο Συντάξεων να πληρώσει στην Wadnic Trading Ltd ποσό (€4.500.000) μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν εάν δεν χρησιμοποιείτο το επινόημα του εν γνώσει του ότι όλα όσα παρέστησε πιο πάνω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Το ζητούμενο δηλαδή τόσο με την κατηγορία 3, αλλά και τις κατηγορίες 19 και 20 που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων ήταν η απόδειξη στον απαιτούμενο βαθμό των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων και τίποτε άλλο.
Η έννοια της ένοχης διάνοιας (mens rea) αναλύθηκε στην Ακκελίδου ν. Αστυνομία (2005) 2 ΑΑΔ 249, στη σελ. 270:
«Πρόθεση του δράστη είναι να επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει· και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Και βέβαια η πρόθεση δεν συναρτάται με το ελατήριο: Πρόκειται και πάλι για κανόνα του κοινού δικαίου που εξηγείται με λεπτομέρεια στη Hyam v. D.P.P. [1974] 2 All E.R. 41. Βρίσκεται και στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154:
«Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.»
Πρόθεση, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, σημαίνει ένοχη σκέψη. Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράστης τι θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία της περίπτωσης παρέχουν συχνά το έρεισμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση. Δεν προεξοφλούν όμως το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεων του. Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης. Όχι ότι έτσι θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη.»
Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στη νομολογία, η πρόθεση συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδεικνύεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του (βλ. Ανδρέας Χατζηξενοφώντος κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Χαράλαμπος Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 175).
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε διεξοδικά με τα γεγονότα της υπόθεσης και στις σελ. 229-230 αναφέρει ότι αποδείχτηκε επαρκώς η πρόθεση του Κατηγορουμένου, κ. Χαράλαμπου Τσουρή, όπως και τα συστατικά στοιχεία του Άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154. Δεν επεκτείνεται περαιτέρω στο θέμα αυτό αλλά αυτό δεν μπορεί να έχει καταλυτικές συνέπειες, (βλ. Ανδρονίκου κ.α. (άνω)). Παρατηρώντας την απόφαση στο σύνολο της, διαπιστώνουμε ότι, από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, το στοιχείο αυτό αποδεικνύεται συμπερασματικά. Η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά την εξέλιξη των γεγονότων, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, στο σύνολο τους, παρέχει στέρεο έρεισμα διάγνωσης πρόθεσης εκ μέρους του, ως απαιτείται από το Άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα. Ο Εφεσείων γνώριζε πολύ καλά τι επιθυμούσε να επιτύχει τόσο με τις ενέργειες του, έκθεσή του που ετοίμασε (Τεκμήριο 3Α), καθώς και τον σκοπό που αυτός ήθελε να επιτύχει με αυτά.
Οι λόγοι έφεσης 6 και πρόσθετος λόγος έφεσης 1 απορρίπτονται.
Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά παράπονο του Εφεσείοντα για παραβίαση του συνταγματικού του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι η μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε το «σκάνδαλο της Δρομολαξιάς» κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της Διερευνητικής Επιτροπής, των συλλήψεων των υπόπτων αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία, επέδρασε αρνητικά σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία και τη μαρτυρία.
Επίσης, ότι σημαντικά έγγραφα όπως τα Τεκμήρια 10, 11 και 49 απεκρύβησαν από την υπεράσπιση και μόνο από τύχη έγινε δυνατή η παρουσίασή τους στο Δικαστήριο.
Αναφορικά με το τελευταίο παρατηρούμε ότι μετά την παραδοχή από πλευράς Εφεσείοντα ότι τα τρία αυτά τεκμήρια είναι πανομοιότυπα και ότι το Τεκμήριο 10 κατατέθηκε από τον Εφεσείοντα στην προηγηθείσα της δίκης έρευνα της συσταθείσας Ερευνητικής Επιτροπής για εξέταση καταγγελιών που αφορούσαν Τουρκοκυπριακές περιουσίες και ότι το Τεκμήριο 11, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ευρίσκετο στα χέρια της Υπεράσπισης, είμαστε της γνώμης ότι κανένα Συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσείοντα παραβιάστηκε.
Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό δημοσιότητα, το ακόλουθο απόσπασμα από την Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1764 είναι σχετικό:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη στιγματίσει την αχρείαστη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας ή εν αναμονή της παραπομπής υπόπτου ενώπιον της Δικαιοσύνης. Αρκεί η αναφορά στις αποφάσεις που εκδόθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, επί αιτήσεως που έγινε από τον Εφεσίβλητο για διακοπή της εξέτασης της εφέσεως υπό το φως ανοίκειων δηλώσεων από τον Γενικό Εισαγγελέα για το έργο του Δικαστηρίου και της δικαιοσύνης ευρύτερα.
Οι αχρείαστες και εν πολλοίς υπερβολικές δηλώσεις κρατικών και άλλων αξιωματούχων σ' ότι αφορά, γενικότερα, τα δικαστικά δρώμενα και η συνεχής επεμβατική δημοσιογραφία, καθοδηγώντας, ή, ακόμη και δημιουργώντας, στις πλείστες όσες περιπτώσεις, το λεγόμενο περί δικαίου κοινό αίσθημα, δεν περιποιεί τιμή σε κανένα. Θα ήταν ευχής έργο που πραγματικά και κυριολεκτικά θα διατράνωνε το αίσθημα δικαίου σ' ολόκληρη την κοινωνία και θα εμπέδωνε την εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, αν η δημοσιογραφική οικογένεια, οι πολιτικοί και οι κομματικοί παράγοντες, αλλά και ευρύτερα οι παράγοντες της δίκης, (και αυτό περιλαμβάνει και τους δικηγόρους της κάθε πλευράς σε μια δίκη), είναι φειδωλοί σε δηλώσεις που αφορούν μια δικαστική υπόθεση, πριν, κατά, ή, και μετά τη δίκη και οι όποιες απόψεις διατυπώνονται με τη μεγίστη προσοχή, αν πρέπει να γίνονται καθόλου. Ιδιαιτέρως, όταν οι δηλώσεις πλήττουν και την προσωπικότητα και υπόληψη ενός ατόμου που είναι, απλώς, κατ' ισχυρισμόν ύποπτος. Η αμετροέπεια είναι χαρακτηριστικό μιας φθίνουσας κοινωνίας που υποδαυλίζει η ίδια τους θεσμούς της και οδηγεί σε ηθική παρακμή. Αντίθετα, το μέτρο υποστηλώνει την κοινωνία και τους θεσμούς της και έρχεται αρωγός στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως θεσμού, με τα Δικαστήρια να αφήνονται να εκτελούν απερίσπαστα το πλέον δύσκολο ίσως ανθρώπινο έργο, αυτό του να είναι κάποιος κριτής του συνανθρώπου του. Τα λεχθέντα δεν υπονοούν στο ελάχιστο ότι δεν πρέπει η κοινωνία να ασχολείται με τα αφορώντα στη δικαιοσύνη και ιδίως τις δικαστικές αποφάσεις. Αντίθετα, επιβάλλεται. Υπό την αίρεση ότι διατηρείται το μέτρο στην όποια κριτική, η οποία είναι καλοδεχούμενη, ιδιαίτερα όταν αυτή ισχυροποιείται με επιστημονική επάρκεια.
Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην πρωτόδικη κρίση. Το Δικαστήριο συζήτησε επί ορθής νομικής και πραγματικής βάσης τα όσα τέθηκαν επί του θέματος ενώπιόν του και ορθά αναφέρθηκε στη διαχρονική νομολογία, ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, όσο έντονα και να είναι, ούτε και εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δίκη, (Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 501 και Δημοκρατία v. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232). Και εύστοχα το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, απ' όπου παρέθεσε το εξής απόσπασμα, το οποίο δίδει το στίγμα της όλης συσχέτισης δημοσιευμάτων και δίκαιης δίκης:
«Τα ίδια στην ουσία λέχθηκαν και στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, όπου τονίστηκε ότι «. τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.» Δεν υπάρχει όμως αρχή ότι χωρίς συγκεκριμένη αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, τα δυσμενή δημοσιεύματα καθιστούν «. αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη». Εδώ, δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη εισήγηση προς την κατεύθυνση αυτή και επομένως εντελώς αόριστο και μετέωρο παρέμεινε το όλο επιχείρημα.»
Δεν μας υπεδείχθη αλλά ούτε και διαπιστώνουμε συγκεκριμένη αρνητική επίπτωση, πρακτική ή πραγματική, υποδεικνυόμενη, ή, έστω ευλόγως αναδυόμενη, από τα ενώπιον του Εφετείου στοιχεία.
Τα δικαιώματα τα οποία ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι θίγονται δεν εξετάζονται in abstracto αλλά πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται και να τεκμηριώνονται. Στην παρούσα υπόθεση δεν μας υποδείχθηκε οτιδήποτε σχετικό και ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτόν προς τη συζητούμενη κατεύθυνση.
Κρίνουμε, για ακόμα μια φορά σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα όσα λέχθηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας v. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 ΑΑΔ 319, που περιέχουν το στίγμα του δικαστικού λειτουργήματος, λειτούργημα που επιτελείται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ανεπηρέαστα από κάθε λογής δημοσιεύματα, δηλώσεις, επιθέσεις και ανοίκειες κριτικές.
«Οι Δικαστές συνεχίζουν το έργο τους και απονέμουν το δίκαιο σύμφωνα με τις αέναες αρχές της δικαιοσύνης, όπως έχουν θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα, στους Νόμους και στις Διεθνείς Συμβάσεις. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς της Πολιτείας είναι ίδιον των πολιτών με στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Η ανταπόκριση των Δικαστηρίων και η άμυνα τους σε περίπτωση κρίσης των θεσμών είναι ακριβώς η συνέχιση του έργου τους για την υπεράσπιση, κυρίως των ατομικών δικαιωμάτων που έχει ο άνθρωπος σε μια δημοκρατική και καλά αναπτυγμένη κοινωνία.»
Ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.