ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 81/2015 και 82/2015)
12 Ιουνίου, 2017
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Εφεση Αρ. 81/2015)
ΣΤΑΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση Αρ. 82/2015)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Κ. Γεωργίου για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Θεοδότου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, αντιμετώπιζαν πρωτοδίκως σειρά κατηγοριών, εδραζομένων στον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμο του 1972, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε, και στους περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμούς του 1984, ΚΔΠ 66/84, όπως τροποποιήθηκαν.
Ο Εφεσείων Σταύρος Ιωάννου αντιμετώπιζε τέσσερις κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας. Ειδικότερα, ότι στις 7.10.2012 στην οδό Στασίνου στη Λευκωσία, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμό εγγραφής ΗΕΚ 344 με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανώτατου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 154 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω.
Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης σε οδηγίες αστυνομικού με στολή, προκειμένου να ακινητοποιήσει το όχημά του.
Η τρίτη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης με την ένδειξη του κόκκινου φανού σε φωτεινούς σηματοδότες.
Η τέταρτη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της χρήσης οχήματος, μετά που κατέστη ιδιοκτήτης, χωρίς να εγγραφεί ως νέος ιδιοκτήτης.
Ο Εφεσείων Παναγιώτης Ιωάννου, πατέρας του Εφεσείοντα Σταύρου Ιωάννου, αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες:
Η πρώτη, πέμπτη επί του κατηγορητηρίου, αφορούσε το αδίκημα της παράλειψης γνωστοποίησης των στοιχείων του νέου ιδιοκτήτη οχήματος στον Εφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων εντός 30 ημερών από της ημερομηνίας αλλαγής της ιδιοκτησίας.
Η δεύτερη, έκτη επί του κατηγορητηρίου, αφορούσε τα αδίκημα της παράλειψης επιστροφής στον Εφορο του πιστοποιητικού εγγραφής του οχήματος εντός 30 ημερών από της ημερομηνίας αλλαγής της ιδιοκτησίας.
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η Εφεσίβλητη - Κατηγορούσα Αρχή πρόσφερε τη μαρτυρία τριών μαρτύρων, ενώ οι Εφεσείοντες - κατηγορούμενοι κατέθεσαν ενόρκως. Οι τρεις μάρτυρες της πλευράς της Εφεσίβλητης ήταν ο αστυφύλακας που διενεργούσε έλεγχο ταχύτητας κατά τον ουσιώδη χρόνο στη λεωφόρο Στασίνου (ΜΚ1), ο αστυφύλακας ο οποίος έλαβε ανακριτική κατάθεση και κατηγόρησε γραπτώς τους Εφεσείοντες (ΜΚ2) και αστυφύλακας ο οποίος εργαζόταν στον Κλάδο Τηλεπικοινωνιών του Τμήματος Δ του Αρχηγείου Αστυνομίας, ο οποίος παρέθεσε μαρτυρία σχετικά με την ορθή λειτουργία και την αξιοπιστία των ταχύμετρων τύπου laser.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τα βασικά μέρη της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και με παραπομπή σε παραδοχές των κατηγορουμένων στις ανακριτικές τους καταθέσεις, έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα Σταύρο Ιωάννου στις πρώτες τρεις κατηγορίες, αθωώνοντάς τον στην τέταρτη. Εκρινε επίσης ένοχο τον Εφεσείοντα Παναγιώτη Ιωάννου στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Στον πρώτο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 21 ημερών, 8 βαθμούς ποινής και αποστέρηση της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 45 ημερών. Στον δεύτερο επέβαλε ποινή προστίμου €300 στην πέμπτη κατηγορία.
Η πρωτόδικη κρίση ως προς την καταδίκη προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης σε σχέση με τον Εφεσείοντα Σταύρο Ιωάννου και με δύο λόγους έφεσης αναφορικά με τον Εφεσείοντα Παναγιώτη Ιωάννου. Λόγος έφεσης που κάλυπτε την ποινή φυλάκισης έχει αποσυρθεί και δεν θα μας απασχολήσει.
Προσεκτική ανασκόπηση των λόγων έφεσης επιμαρτυρεί ότι ουσιαστικά συμπλέκονται. Στο σύνολό τους, αποδίδουν εσφαλμένη κρίση στο πρωτόδικο δικαστήριο σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας και, κατά προέκταση, σε ό,τι καλύπτει το τελικό συμπέρασμα περί απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας των κατηγοριών.
Θα παραθέσουμε σύνοψη των λόγων έφεσης και στη συνέχεια θα τους εξετάσουμε σε μία ενότητα, ακριβώς λόγω της αλληλοσύνδεσής τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης στην ποινική έφεση 81/2015 τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του ΜΚ1, εσφαλμένα απεφάνθη ότι οδηγός του συγκεκριμένου οχήματος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο Εφεσείοντας, με το δεύτερο προβάλλεται ότι λανθασμένα έγιναν αποδεκτές οι μαρτυρίες των ΜΚ1 και ΜΚ2, αφού, κατ΄ ισχυρισμό, είναι αντιφατικές, ασαφείς και αναληθείς, με τους λόγους έφεσης 3 και 4, προωθείται εισήγηση ότι η καταδικαστική απόφαση στηρίχθηκε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και όχι σε απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται σφάλμα και αντινομικότητα στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απόρριψη ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.
Με τους λόγους έφεσης που καλύπτουν την ποινική έφεση 82/2015 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείοντας πώλησε το επίδικο όχημα στον υιό του Σταύρο και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης παρά την απουσία ουσιαστικής μαρτυρίας απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της ενοχής του Εφεσείοντα.
Με δεδομένο ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας είναι διάχυτο στο σύνολο των λόγων έφεσης, κρίνεται σκόπιμη η υπενθύμιση της νομικής διάστασης του θέματος, όπως έχει παγιωθεί μέσα από ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν εντοπίζουμε περιθώρια επέμβασής μας στην όλη πορεία και στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής με προσοχή και επιμέλεια ανέλυσε την ενώπιόν της μαρτυρία σφαιρικά και υπό το πρίσμα των επιδίκων θεμάτων. Εντόπισε τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες που κάλυπταν τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, τις οποίες, με ορθό τρόπο προσέγγισε και έκρινε ως μη ουσιαστικές. Ως προς το κρίσιμο ερώτημα της ταυτότητας του προσώπου που οδηγούσε το επίδικο όχημα, κατέληξε ότι απεδείχθη μέσα από την ίδια την παραδοχή του Εφεσείοντα Σταύρου Ιωάννου στην ανακριτική του κατάθεση, με τη δήλωσή του ότι είναι το πρόσωπο που οδηγεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Αλλωστε, δεν αρνήθηκε ότι τη συγκεκριμένη νύχτα οδηγούσε το όχημα, προσπάθησε όμως, ανεπιτυχώς, να θέσει ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν διέσχισε τη λεωφόρο Στασίνου. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ενοχή του Εφεσείοντα Παναγιώτη Ιωάννου, η οποία στηρίχθηκε στο ουσιαστικό γεγονός ότι είχε πωλήσει το επίδικο όχημα στον υιό του, Εφεσείοντα Σταύρο, εδράζεται σε παραδοχή του στην ανακριτική του κατάθεση, τεκμήριο 5, ότι όντως πώλησε το όχημα πέντε μήνες προηγουμένως, για το ποσό των €5000. Ηταν δηλώσεις ενάντια στο συμφέρον των Εφεσειόντων, ορθά αξιολογήθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικές από το πρωτόδικο δικαστήριο και βάσιμα αποτέλεσαν το θεμέλιο για καταδίκη. Καταδίκη η οποία - υπό το φως των γεγονότων και των συνακόλουθων ευρημάτων του δικαστηρίου - έφερε τη σφραγίδα της απόσεισης του βάρους απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, ούτε και περιθώριο επέμβασής μας προς αποδοχή των λόγων έφεσης. Αντιθέτως, κρίνουμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε ότι δεν υπήρχαν βάσιμοι νομικοί λόγοι προσβολής της καταδίκης και θα αναμέναμε ανάλογα να είχαν προβληματιστεί και οι συνήγοροι των Εφεσειόντων, σεβόμενοι τον δικαστικό χρόνο, προτού καταχωρήσουν και προωθήσουν τις εφέσεις.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.