ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628
Kυριάκου Kυριάκος ν. Aστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 499
K.K. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 294
Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
Κλείτου Σοφρώνης Μιχαλάκη ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 ΑΑΔ 713
Νικολάου Νίκος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 376, ECLI:CY:AD:2014:B344
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:B170
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 227/2016
11 Μαΐου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΛΕΥΤΕΡΗ ΧΑΜΠΙΑΟΥΡΗ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα
Σ. Συμεού, για την Εφεσίβλητη
.......
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία - στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ) και για την Υπεράσπιση μόνο ο εφεσείων - ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρα 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) Κεφ. 154), της διάρρηξής αποθήκης (άρθρα 294(α) και 20 ΠΚ) και της κλοπής (άρθρα 255 και 262 ΠΚ) και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 6 και 4 μηνών.
Για την ίδια υπόθεση είχε κατηγορηθεί και ο Samuil Simeonov Georgiev o οποίος, αφού παραδέχθηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 7 μηνών, κατάθεσε ως ΜΚ2 εναντίον του εφεσείοντα με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να αποτελέσει και τη βάση της καταδίκης του.
Ο εφεσείων θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να στηριχθεί στη μαρτυρία του συγκατηγορούμενου του (στο εξής ο ΜΚ2) χωρίς ενίσχυση (1ος λόγος έφεσης) και περαιτέρω θα έπρεπε αντ΄ αυτής να δεχθεί τη δική του μαρτυρία, η οποία ήταν και η μόνη λογική εξήγηση των περιστατικών της υπόθεσης (2ος λόγος έφεσης).
Όπως γίνεται αντιληπτό οι δύο λόγοι έφεσης είναι αλληλένδετοι και προς κατανόηση τους θα΄ ταν χρήσιμο να γίνει αναφορά αφενός στα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και αφετέρου να σκιαγραφηθεί η μαρτυρία του ΜΚ2, η οποία όπως σημειώθηκε αποτέλεσε και τη βάση για καταδίκη του εφεσείοντα.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι μεταξύ 17.11 και 21.11.2011 διαρρήχθηκε η αποθήκη της κατοικίας της οδού Νικολάου Έλληνα 53Α, στην Πάφο, (στο εξής η αποθήκη) από την οποία κλάπηκαν οικοδομικά υλικά και ηλεκτρικά εργαλεία αξίας €1.370.
Η αποθήκη είναι ιδιοκτησίας του Samex Barsoum, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο απουσίαζε από την Κύπρο και τη διαχείριση της είχε ο συγγενής του Mιχάτ Χαλί ο οποίος προέβη και στη σχετική καταγγελία, στις 21.11.11, προς την Αστυνομία.
Η Αστυνομία, αξιοποιώντας σχετικές πληροφορίες, εξασφάλισε αυθημερόν δικαστικό ένταλμα έρευνας της οικίας του ΜΚ2, στο υπνοδωμάτιο και αυλή της οποίας εντόπισε την κλαπείσα περιουσία. Με τον εντοπισμό δε της κλαπείσας περιουσίας του επεστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και ο ΜΚ2 έδωσε αντίστοιχα δύο απαντήσεις:- «Εγώ δεν τα έκλεψα. Μου είπε ο Λευτέρης να τα φέρω εδώ» και «Και αυτές τις έφερα μαζί με τον Λευτέρη και μου είπε να τις φέρω σπίτι μου».
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, στο σπίτι του ΜΚ2 διέμενε και ο Τάνιο Ρουμιάνοφ Ντότσιεφ και όταν αμφότεροι συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν για ανάκριση στο ΤΑΕ Πάφου, ο Tάνιο ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμιά ανάμιξη στην υπόθεση ενώ ο ΜΚ2 έδωσε αυθημερόν ανακριτική κατάθεση με την οποία ενέπλεξε στην υπόθεση τον εφεσείοντα. Δύο δε ημέρες αργότερα, στις 23.11.11, έδωσε και δεύτερη κατάθεση που συμπλήρωνε την πρώτη.
Συναφώς ισχυρίστηκε ότι κατάγεται από τη Βουλγαρία, διαμένει μόνιμα στην Κύπρο από το 1990 και κατά τον ουσιώδη χρόνο φιλοξενούσε στο σπίτι του τον ομοεθνή του Τάνιο. Πριν 3-4 ημέρες, συνέχισε, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του ο εφεσείων και του ζήτησε να μετακομίσουν τα πράγματα κάποιου φίλου του που απουσίαζε από την Κύπρο για να τα φυλάξουν. Πράγματι την ίδια ημέρα, κατά το μεσημέρι, αμφότεροι μετέβησαν σε κάποιο σπίτι και αφού άνοιξαν την αποθήκη, η οποία ήταν στην αυλή του σπιτιού, πήραν απ΄ αυτή κάποια πράγματα τα οποία φόρτωσαν στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα - μάρκας Honda Integra - και με υπόδειξη του εφεσείοντα τα μετέφεραν στο σπίτι του όπου τα ξεφόρτωσαν. Στην συνέχεια ξαναπήγαν στην αποθήκη ακόμη δύο φορές, από την οποία πήραν και τα υπόλοιπα πράγματα και όπως συνέβη την πρώτη φορά έτσι και τις επόμενες φορές τα μετέφεραν με υπόδειξη του εφεσείοντα στο σπίτι του για φύλαξη. Τη δεύτερη φορά, ανάφερε, πήγε μαζί τους και ο Tάνιο ο οποίος όμως όταν είδε να υπάρχει εκεί «κόσμος» έφυγε χωρίς να πει οτιδήποτε. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι μεταξύ των αντικειμένων που κλάπηκαν από την αποθήκη ήταν και 3 ηλεκτρογεννήτριες, την μία από τις οποίες ο ΜΚ2 αποσυναρμολόγησε γιατί, όπως εξήγησε, αυτό του ζήτησε ο εφεσείων που την ήθελε να την εφαρμόσει σε ένα αυτοκίνητο του τύπου «Πισκαουερ».
Το περιεχόμενο των πιο πάνω καταθέσεων υιοθετήθηκε από τον ΜΚ2 και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο έχοντας κατά νου τη συμμετοχή του στη διάπραξη των αδικημάτων προσέγγισε τη μαρτυρία του με τον (ορθολογιστικό) τρόπο που εισηγείται η Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628. Επί του προκειμένου αφού παρατήρησε ότι δεν είχε εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία στα όσα καταλόγισε στον εφεσείοντα και αφού εντόπισε κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία του, τις οποίες έκρινε μη ικανές να κλονίσουν ή διασαλεύσουν την αλήθεια των εν γένει ισχυρισμών του, κατέληξε μετά από σχετική αυτοπροειδοποίηση να αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του σε βαθμό που μπορούσε να βασισθεί σ΄ αυτή με απόλυτη ασφάλεια χωρίς ενίσχυση. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσια τη σχετική αυτοπροειδοποίηση:-
«Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία εναντίον του Κατηγορούμενου ή η ουσιώδης ή η κύρια μαρτυρία εναντίον του Κατηγορούμενου προέρχεται από τον μάρτυρα. Ενισχυτική μαρτυρία δεν έχω εντοπίσει στην υπόθεση. Έχοντας δε αναλογισθεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας του μάρτυρα χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων μου κατέληξα ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας του μάρτυρα είναι τέτοια που μπορώ και αισθάνομαι με βεβαιότητα ότι μπορώ να βασισθώ με απόλυτη ασφάλεια σε αυτήν χωρίς άλλη ενίσχυση».
Σ΄ ό,τι δε αφορά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της οποίας ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι τη διάρρηξη την έκανε κάποιος ξάδελφος του μαζί με τον ΜΚ2, αυτή κρίθηκε εντελώς αναξιόπιστη και όπως είναι νομολογημένο (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 499, Shahim Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266 και Συλλούρη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 189/16 και 190/16 ημερ. 20.12.16) τέτοια μαρτυρία απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να παρέχεται δυνατότητα επιλογής έστω και μέρους της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους δύο λόγους έφεσης με λιτό και σύντομο διάγραμμα αγόρευσης, διατυπώνοντας αντίστοιχα δύο θέσεις τις οποίες τόνισε και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Η πρώτη, ότι, ενόψει των αντιφάσεων που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μαρτυρία του ΜΚ2 και της παραδοχής του σε αδικήματα που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του «δεν ήξερε ότι διέπραττε», το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να τον κρίνει αξιόπιστο και να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση και, η δεύτερη, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διερεύνησε δεόντως τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων στην αστυνομία και ενώπιον του.
Αντίθετη βεβαίως ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στην πάγια και διαχρονική νομολογία ότι αυτό δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιολόγησης της αξιοπιστίας μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε ότι και οι δύο λόγοι έφεσης στερούνται ερείσματος και προς τούτο είναι αρκετό να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:-
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του ΜΚ2 με τον (ορθολογιστικό) τρόπο που εισηγείται η Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (ανωτέρω) και αφού δεν εντόπισε ενισχυτική μαρτυρία προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο η μαρτυρία του, ως συνεργού, θα μπορούσε να κριθεί αξιόπιστη. Προς τούτο ανάλυσε - και ορθώς - σχολαστικά κάθε σημείο της μαρτυρίας του και δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι για να εισέλθουν στην αποθήκη δεν έσπασαν την κλειδαριά και ότι δεν γνώριζε πως διέπραττε αδίκημα. Περαιτέρω έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείοντας τον είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι του είχε κλέψει 1 πυξίδα από το σκάφος του, πλην όμως αποφάνθηκε ότι η καταγγελία αυτή δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για να αποδοθούν αλλότρια κίνητρα στον ΜΚ2 εφόσον δεν προσδιορίστηκε χρονικώς πότε έγινε η καταγγελία και, περαιτέρω δεν προέκυψε από τη μαρτυρία κατά πόσο ο ΜΚ2 γνώριζε ότι όντως είχε γίνει τέτοια καταγγελία εναντίον του τη στιγμή που αυτή δεν προωθήθηκε και με ποινική δίωξη. Όμως τα πιο πάνω, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν ικανά να κλονίσουν τη μαρτυρία του ΜΚ2 εφόσον ο πυρήνας της ήταν στέρεος και απέπνεε ποιότητα, δύναμη και πειστικότητα. Στοιχεία, τα οποία σε συνδυασμό με τη θετική εντύπωση που αποκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του, δεν παρέχουν δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην υπό αναφορά προσβαλλόμενη πρωτόδικη κρίση. Με αυτό ως δεδομένο και λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει και χωρίς ενίσχυση εφόσον αυτοπροειδοποιηθεί για τους ελλοχεύοντες κινδύνους - όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση - ο 1ος λόγος έφεσης και το μέρος του 2ου λόγου έφεσης που έχουν ως άξονα τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς ενίσχυση, απορρίπτονται.
Αναφορικά τώρα με το μέρος του 2ου λόγου έφεσης, σύμφωνα με το οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διερεύνησε δεόντως τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων στην αστυνομία και ενώπιον του, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε εντελώς αναξιόπιστη όχι μόνο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο σχημάτισε γι΄ αυτόν αρνητική εντύπωση, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι «ήταν τόσο παράδοξη που ο Κατηγορούμενος δεν μου ενέπνευσε την πεποίθηση ότι ήταν ειλικρινής στη μαρτυρία του. Φρονώ χωρίς επί τούτου να έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η εκδοχή του κατηγορούμενου αποτελεί εκ των υστέρων κατασκεύασμα και, μάλιστα κακά διαμορφωμένο». Προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει τέτοιες επισημάνσεις που τεκμηριώνουν πλήρως την επί τούτου κρίση του και δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό η επανάληψη τους. Περιοριζόμαστε επομένως να επαναλάβουμε τα τετριμμένα σ΄ ό,τι αφορά και για τους δύο λόγους έφεσης. Ότι δηλαδή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του (βλ. μεταξύ άλλων, Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 713, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 23/13 ημερ. 22.5.14, ECLI:CY:AD:2014:B344 και Κυριάκου Ε. Νεοπτολέμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 80/15 και 89/15 ημερ. 2.12.16), κάτι που στην παρούσα υπόθεση δεν συμβαίνει.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ