ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Κ. Γρηγορίου, για εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗ κ.α. ν. CHRIGESA CONSTRUCTIONS amp;amp; DEVELOPMENTS LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 110/2015, 5/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B127

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 110/2015

 

 

 5 Απριλίου, 2017

 

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                               

ΜΕΤΑΞΥ: 

                                         1.  ΑΝΝΑΣ  ΓΙΑΝΝΗ

2.    ΚΩΣΤΑ  ΑΝΤΩΝΙΟΥ

                                                                       Εφεσειόντων

 

ν.

 

1.    CHRIGESA CONSTRUCTIONS & DEVELOPMENTS LTD

2.    ΣΤΑΥΡΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ

                                                                             Εφεσιβλήτων

 

--------

 

Α. Σαουρής, για εφεσείοντες

Κ. Γρηγορίου, για εφεσίβλητους

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Οι εφεσείοντες ήταν παραπονούμενοι (κατήγοροι) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 6485/13 του Επαρχιακού δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία είχαν προσάψει στην εταιρεία Chrigesa Constructions and Developments Ltd (εφεσίβλητη 1, στο εξής η Εταιρεία) και στον διευθυντή της Σταύρο Χρίστου (εφεσίβλητο 2) κατηγορία για ανέγερση οικοδομής σε κτήματα τους στον Ύψωνα - του κτηριακού συγκροτήματος «Ipsonas Gardens» - χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής.

 

      Για απόδειξη της κατηγορίας κατέθεσαν για τους εφεσείοντες ο τεχνικός του Δήμου Ύψωνα Χ. Σεργίου (ΜΚ1) και η εφεσείουσα 1 (ΜΚ2), με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των οποίων ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε ότι δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ενώ αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της εισήγησης, ήγειρε εξ ιδίας πρωτοβουλίας (αυτεπάγγελτα) θέμα κατά πόσο οι εφεσείοντες, ως ιδιώτες κατήγοροι, είχαν δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσιβλήτων και αφού άκουσε τις επί του θέματος θέσεις του συνηγόρου των εφεσειόντων, κατέληξε πως ναι μεν από την προσαχθείσα μαρτυρία είχαν αποδειχτεί τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας, αλλά οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσουν ποινική δίωξη εναντίον των εφεσιβλήτων και περαιτέρω πως η εν λόγω ποινική δίωξη συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας.

 

      Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων από το εκ πρώτης όψεως στάδιο με την παρούσα έφεση, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά και/ή αυθαίρετα κατέληξε ότι (α) οι παραπονούμενοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να εγείρουν την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση (1ος λόγος έφεσης) και (β) η έγερση και προώθηση της εν λόγω υπόθεσης συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας (2ος λόγος έφεσης).

 

      Όπως γίνεται αντιληπτό η εξέταση των παραπόνων των εφεσειόντων προϋποθέτει τη σκιαγράφηση της μαρτυρίας που είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως και, στη συνέχεια, την αποτύπωση των λόγων για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ως ανωτέρω.

      Αποτελεί κοινό τόπο ότι δυνάμει Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου ημερ. 10.9.2010 οι εφεσείοντες αγόρασαν από την Εταιρεία μία κατοικία στο υπό ανέγερση κτηριακό συγκρότημα της Εταιρείας  «Ipsonas Gardens» αντί του τιμήματος πώλησης των €289.000, το οποίο οι εφεσείοντες συμφώνησαν να καταβάλουν σε έξι (6) δόσεις - €5.000 ως προκαταβολή, €22.000 με την  υπογραφή της συμφωνίας, €59.935 με την έναρξη των εργασιών ανέγερσης της κατοικίας, €50.000 με την ολοκλήρωση του σκελετού, €102.065 με την ολοκλήρωση των πατωμάτων και €50.000 με την παράδοση της κατοχής της κατοικίας - ενώ η Εταιρεία συμφώνησε να αποπερατώσει και παραδώσει την κατοικία στους εφεσείοντες εντός 24 μηνών από την έκδοση της άδειας οικοδομής.

 

      Η Εταιρεία, όπως κατέθεσε ο ΜΚ1, όντως υπέβαλε στις 30.11.11 αίτηση για άδεια οικοδομής η οποία εγκρίθηκε στις 6.7.12, αλλά αυτή δεν εκδόθηκε καθότι η Εταιρεία δεν προσήλθε να καταβάλει τα σχετικά δικαιώματα, προβάλλοντας ότι το ποσό ήταν μεγάλο και θα έπρεπε να της δοθεί πίστωση χρόνου για να βρει τα χρήματα.

 

      Εκκρεμούσης της έκδοσης της άδειας οικοδομής - η οποία μέχρι τις 20.1.15 που κατέθεσε ο ΜΚ1 δεν είχε εκδοθεί - οι διάδικοι προχώρησαν σε δύο (2) συμπληρωματικές συμφωνίες ημερ. 13.7 και 27.9.12, με τις οποίες επέφεραν τροποποιήσεις στο Αγοραπωλητήριο Έγγραφο, το οποίο είχε κατατεθεί στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης στις 14.9.10.

 

      Σύμφωνα με τις  προαναφερθείσες συμπληρωματικές συμφωνίες η Εταιρεία δεσμεύτηκε να αποπερατώσει την επίδικη κατοικία και να την παραδώσει στους εφεσείοντες μέχρι 23.12.12, δέσμευση όμως που δεν εκπλήρωσε.  Με αποτέλεσμα, στις 14.1.13, η εφεσείουσα 1 να τερματίσει τις συμφωνίες που είχε συνάψει με την Εταιρεία και να αξιώσει επιστροφή, εντός 7 ημερών, του ποσού των €149.000 πλέον τόκους, που είχε καταβάλει έναντι του τιμήματος πωλήσεως.

 

      Όπως γίνεται αντιληπτό, η Εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε θετικά στην αξίωση της εφεσείουσας 1 για επιστροφή του καταβληθέντος ποσού με αποτέλεσμα, στις 13.2.13, η εφεσείουσα 1 να καταχωρίσει εναντίον της την αγωγή 657/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, πλέον τόκους και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.  Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σ΄ αυτό το δικαστικό διάβημα.  Επιπρόσθετα, στις 19.3.13, μαζί με τον σύζυγο της εφεσείοντα 2 καταχώρισε εναντίον των εφεσιβλήτων και την ιδιωτική ποινική υπόθεση 6488/13 καταλογίζοντας τους το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομών - του κτηριακού συγκροτήματος «Ipsonas Gardens» - χωρίς άδεια από την αρμόδια Αρχή κατά παράβαση προνοιών του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

 

      Εξετάζοντας την πιο πάνω μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως κατά πάγια νομολογία (Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 290, του Α. Λοϊζου, Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Ltd (1997) 2 A.A.Δ. 434 και Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363) o ιδιώτης δεν έχει δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης όταν τα δικαιώματα του δεν επηρεάζονται άμεσα από την παράνομη πράξη.  Με αυτό ως δεδομένο, κατέληξε πως με τον τερματισμό, στις 14.1.13, των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών και ακολούθως με την καταχώριση στις 13.2.13 της αγωγής 657/13, οι εφεσείοντες απώλεσαν το δικαίωμα τους για άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσιβλήτων καθότι «. αν οι κατηγορούμενοι ενήργησαν παράνομα για τους ίδιους δεν έχει καμιά απολύτως σημασία.  Ή διαφορετικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι από την παράνομη πράξη των κατηγορουμένων τα δικαιώματα των τελευταίων δεν εκτείνονται εις βάρος των παραπονουμένων ως αποτέλεσμα της παρανομίας που διαπράχθηκε σε σχέση με τις επίδικες οικοδομές (Π.Ε. 194/13, Ν. Παναγιώτου ν. Σ. Ευαγγέλου ημερ. 02/12/14)».  Επιπρόσθετα, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε πως η παράλληλη έγερση και προώθηση αγωγής και ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης από τους εφεσείοντες συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας καθότι αμφότερα τα δικαστικά διαβήματα στόχευαν στον ίδιο σκοπό:- την επανάκτηση του ποσού που καταβλήθηκε έναντι του τιμήματος πωλήσεως και με την πληρωμή του οποίου, όπως κατέθεσε η εφεσείουσα 1, θα προχωρούσε σε απόσυρση τόσο της αγωγής όσο και της ποινικής υπόθεσης.

 

      Αναπτύσσοντας τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε πως το αδίκημα που καταλογίζεται στους εφεσίβλητους διαπράχθηκε πριν τον τερματισμό των συμφωνιών - μεταξύ 1.10.11 και 30.11.12 - και ενόψει τούτου οι εφεσείοντες είχαν έννομο συμφέρον να προχωρήσουν στην ποινική δίωξη των εφεσιβλήτων.  Κατά συνέπεια, υπέβαλε, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συσχέτισε τον τερματισμό της συμφωνίας με το έννομο συμφέρον.  Αναφορικά δε με το θέμα της κατάχρησης διαδικασίας διατύπωσε τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την απόφαση της πλειοψηφίας στην Χαραλαμπίδη ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522  η οποία υιοθετήθηκε στην Charilaou Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. 70/14 ημερ. 20.5.15 εφόσον ο παθών μπορεί να χρησιμοποιήσει τόσο την αστική όσο και την ποινική διαδικασία.

 

      Διαμετρικά αντίθετες είναι βεβαίως οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων ο οποίος, με αναφορά σε σχετική νομολογία, υποστήριξε ότι αποτελεί προϋπόθεση για άσκηση ποινικής δίωξης από ιδιώτη, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος κατά το χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης που στην παρούσα περίπτωση δεν υφίσταται.  Σ΄ ό,τι δε αφορά την κατάχρηση διαδικασίας τόνισε ότι στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες προχώρησαν σε άσκηση ποινικής δίωξης για εξυπηρέτηση του σκοπού της αγωγής που είχαν ήδη καταχωρίσει, στοιχείο που συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.  Παρέπεμψαν συναφώς και σε νομολογία.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων και καταλήξαμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον να εγείρουν την επίδικη ιδιωτική ποινική δίωξη, δεν ευσταθεί.

      Το δικαίωμα του ιδιώτη να διώξει ποινικώς άλλο πρόσωπο εξετάστηκε στην Ttofinis (ανωτέρω) και όπως αποφασίστηκε, με αναφορά σε αγγλικές αυθεντίες που πραγματεύονται αρχές του Κοινοδικαίου, τέτοιο δικαίωμα ενυπάρχει όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται άμεσα από ποινική πράξη.  Ο δικαστικός λόγος της εν λόγω αυθεντίας υιοθετήθηκε στη συνέχεια από άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναλύθηκε στη Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-

 

«Η ουσία του παραπόνου του (εφεσείοντα) είναι ότι η κατάληξη του πρω­τόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν είχε «έννομο συμφέ­ρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση, είναι εσφαλμένη. Το δικαίωμα ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη, ξεκαθάρισε στην Ttofinis v. Theocharides κ.ά., ανωτέρω, ότι πηγάζει από το αγγλικό κοινοδίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, με βάση το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Τονίστηκε ότι καμιά πρόνοια του Συντάγματος δεν έχει εξουδετερώσει τα ισχύοντα στο κοινοδίκαιο για το δικαίωμα του πολίτη να εγείρει ιδιωτική ποινική. Όπως εξηγήθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, το δικαίωμα δεν το έχει κάθε πολίτης, αλλά μόνο όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται από μια παράνομη πράξη. Στην απόφαση υιοθε­τούνται τα όσα ανέφερε ο Λόρδος Diplock στην υπόθεση Gourier v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All ER 70, 97 (HL), ότι η ποινική δίωξη αποτελεί «χρήσιμη συ­νταγματική εγγύηση εναντίον της αυθαίρετης διεφθαρμένης ή μεροληπτικής παράλειψης ή άρνησης των αρμοδίων αρχών να διώξουν αδικοπραγούντες».* Στην υπόθεση Ttofinis το Δικα­στήριο ανέφερε στη σελίδα 369 της απόφασης, τα πιο κάτω σε σχέση με το Κεφ. 96, στο οποίο αφορούσε η υπόθεση:-

 

            «By allowing the appeal it must not be assumed that we decide that a citizen, however affected by the violations of the provisions of Cap. 96 or regulations made thereunder, has a right to pro-secute the offender. On the contrary, as explained in this judgment, the right to prosecute vests only in the victim of crime. Only where the rights of an individual are directly affected, as in this case where, allegedly, the illegal structure was erected upon his land, a right to prosecute accrues. In other words, there must be direct encroachment upon one's rights in order to sustain a private prosecution. In every other case the body entrusted by law for its enforcement, is the appropriate authority. In consequence, the owner of adjoining property does not have a right per se to move the machinery of the law whenever his neighbour builds on his own land in violation of the provisions of Cap. 96.» (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

 

Το δικαίωμα του πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Gourier και στην Ttofinis, ανωτέρω, να προβεί σε ποινική δίωξη, επιβεβαιώθη­κε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 ΑΑΔ 522, η οποία εκδικάστηκε από διευρυμένη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δεν χωρεί πα­ρερμηνεία. Όπως νομολογήθηκε, το δικαίωμα ενυπάρχει όπου δια­πιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πρά­ξη. Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.».

 

 

      Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, οι εφεσείοντες αγόρασαν κατοικία σε υπό ανέγερση κτηριακό συγκρότημα εν γνώσει τους ότι αυτό ανεγειρόταν χωρίς άδεια οικοδομής.  Εξ ου και ο σχετικός όρος στο Αγοραπωλητήριο Έγγραφο ότι η Εταιρεία θα αποπεράτωνε την κατοικία εντός 24 μηνών μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής.  Παρανομία που συνεχίστηκε να είναι σε γνώση των εφεσειόντων και όταν συνάφθηκαν οι συμπληρωματικές συμφωνίες ημερ. 13.7 και 27.9.12 και αυτό στη βάση ρητής επί τούτου μαρτυρίας της εφεσείουσας 1, εξ ου και με τις υπό αναφορά συμπληρωματικές συμφωνίες οι μεν εφεσείοντες προχώρησαν σε καταβολή περαιτέρω ποσών έναντι του τιμήματος πωλήσεως, η δε Εταιρεία ανέλαβε να αποπερατώσει και παραδώσει την επίδικη κατοικία μέχρι 23.12.12.  Κατά συνέπεια η παρανομία της Εταιρείας - η ανέγερση δηλαδή του κτηριακού συγκροτήματος χωρίς άδεια - ήταν καθόλο τον ουσιώδη χρόνο σε γνώση των εφεσειόντων, οι οποίοι παρολ΄ αυτά όχι μόνο την ανέχθηκαν αλλά και κατέβαλλαν διάφορα ποσά έναντι του τιμήματος πωλήσεως.   Θεώρησαν δηλαδή οι ίδιοι ότι καθόλο το πιο πάνω διάστημα τα δικαιώματα τους δεν επηρεάζονταν από την παρανομία της Εταιρείας και ως εκ τούτου, καθόλο αυτό το διάστημα, δεν είχαν έννομο συμφέρον για (ιδιωτική) ποινική δίωξη της Εταιρείας.  Τοσούτο μάλλον μετά τον τερματισμό των συμφωνιών που είχαν συνάψει με την Εταιρεία και την έγερση εναντίον της αγωγή για επιστροφή των χρημάτων που είχαν καταβάλει πλέον αποζημιώσεις, στοιχείο που εν πάση περιπτώσει θα εξάλειφε το δικαίωμα τους για άσκηση ποινικής δίωξης εφόσον η συνεχιζόμενη παρανομία έπαυσε να επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα τους τα οποία περιόρισαν μόνο σε αξίωση για αποζημιώσεις.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η παρανομία της Εταιρείας (και του διευθυντή της) δεν επηρέαζε άμεσα τα δικαιώματα των εφεσειόντων και ορθώς για το λόγο αυτό αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.  Κατάληξη που καθιστά αχρείαστη την εξέταση και του δεύτερου σκέλους της (αθωωτικής) απόφασης που αφορά την κατάχρηση διαδικασίας, θέμα για το οποίο απλώς περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στις Χαραλαμπίδης και Charilaou Bros Ltd (ανωτέρω) που πραγματεύονται  το όλο ζήτημα με διαφορετική απ΄ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγιση.

 

      Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και προς όφελος των εφεσιβλήτων.

 

      Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

                                                                   Κ.  ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/κβπ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο