ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B90
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 240/2016
17 Μαρτίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΛΚΙΑ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Δ. Κακουλλή, για τον Εφεσείοντα
Ελ. Κληρίδου (κα), για την Εφεσίβλητη
Εφεσείοντας παρών
.......
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από παραδοχή, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 1 και 15 μηνών για αδικήματα που προβλέπονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν.29/77, όπως τροποποιήθηκε). Αφορούσαν κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ - παρασκευάσματα βάρους 201,04 γρ. που περιείχαν ινδαζολο-3-καρβοξυαλδεύδη με υποκατάσταση στον άνθρακα της αλδεϋδης με δακτύλιο 1-αμινοαδαμαντονίου και με υποκατάσταση στο άζωτο του ινδαζολύου με φθοροπεντιλομάδα και παρασκευάσματα βάρους 195,02 γρ. με υποκατάσταση του άνθρακα της ανδεϋδης με κυκλικό δακτύλιο και με υποκατάσταση στο άζωτο του ινδολύου με άρκυλο - το οποίο ο εφεσείων μετέφερε το μεσημέρι της 10.12.15 με σκοπό να το παραδώσει σε μη κατονομασθέν πρόσωπο.
Ο εφεσείων θεωρεί ότι στην περίπτωση του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(2) του περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 186(1)/2003 (στο εξής ο Νόμος), για αναστολή των ποινών και με την παρούσα έφεση αποβλέπει σε επέμβαση του εφετείου στη βάση ότι, λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε το σχετικό αίτημα της Υπεράσπισης αφού τα περιστατικά της υπόθεσης και το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων δικαιολογούσαν τέτοια προσέγγιση.
Τα περιστατικά της υπόθεσης και οι προσωπικές συνθήκες που επικαλείται ο εφεσείων δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Ο εφεσείων διαμένει σε οικία που απέχει 500-600 μέτρα από τις Κεντρικές Φυλακές και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές.
Μετά από πληροφορία ότι ο εφεσείων διακινούσε ναρκωτικά, άντρες της ΥΚΑΝ, στις 10.12.15, έθεσαν την οικία του υπό παρακολούθηση και όταν αυτός πήρε, ένστολος, το αυτοκίνητο του για να μεταβεί (προφανώς) στην εργασία του, τον ανέκοψαν για έλεγχο, στις 12:02 μ.μ., σε σημείο μεταξύ της οικίας του και των Κεντρικών Φυλακών. Με την ενημέρωση του ότι θα διενεργηθεί έρευνα τόσο στο αυτοκίνητό του όσο και στον ίδιο, ανάφερε ότι είχε στην κατοχή του «Dream» και στη συνέχεια παρέδωσε οικειοθελώς στους αστυνομικούς ένα πλαστικό σακούλι μέσα στο οποίο υπήρχε ξηρή φυτική ύλη και μία πλαστική διαφανή συσκευασία που επίσης περιείχε ξηρή φυτική ύλη, αντικείμενα που είχε κρυμμένα στην κοιλιακή του χώρα και στα εσώρουχα του αντίστοιχα. Όπως δε διαπιστώθηκε στη συνέχεια από το Κρατικό Χημείο, τα εν λόγω αντικείμενα περιείχαν παρασκευάσματα με ναρκωτικά τάξεως Β τα οποία αναφέρονται στην αρχή της παρούσας.
Μία (1) εβδομάδα μετά, στις 17.12.15, ο εφεσείων έδωσε θεληματική κατάθεση στην οποία ισχυρίστηκε ότι τις τελευταίες εβδομάδες δεχόταν απειλές και εκβιασμούς από πρώην βαρυποινίτη να προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά. Διαφορετικά, όπως τον εκβίαζε ο πρώην βαρυποινίτης, το όνομα του οποίου δεν απεκάλυψε, θα παρουσίαζε βίντεο όπου φαινόταν ο ίδιος γυμνός να λαμβάνει μέρος σε σεξουαλικές δραστηριότητες. Μάλιστα του έδειξε από το κινητό του και το βίντεο, για να προσθέσει ότι τις τελευταίες 10 μέρες δεχόταν καθημερινά τηλεφωνήματα και από κάποια γυναίκα που τον πίεζε να προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά γιατί, αν δεν το έπραττε, θα φρόντιζε να δημοσιευθεί το βίντεο στο διαδίκτυο και περαιτέρω να περιέλθει σε γνώση της μητέρας και αδελφής του. Κάτω από το βάρος των εκβιασμών αυτών, κατέληγε στη θεληματική του κατάθεση, δέχτηκε να προβεί στη μεταφορά για να μην ξαναπεράσει αυτά που πέρασε μερικά χρόνια προηγουμένως όταν, μετά από κάποιο δημοσίευμα σε εφημερίδα, διεξήχθη εναντίον του πειθαρχική έρευνα για ισχυριζόμενες περιπτύξεις του ίδιου με ισοβίτες.
Όπως αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου και προτού του επιβληθεί ποινή ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία περιγράφονται οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Επιγραμματικά:- Είναι ηλικίας 37 ετών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και από το 2005 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κύπρο όπου αρχικά εργάστηκε σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά το 2009 εργοδοτήθηκε ως δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές και με τη μόνιμη μετεγκατάσταση των γονιών του στην Κύπρο, τόσο αυτοί όσο και η αδελφή του προσπαθούν να τον στηρίξουν οικονομικά και συναισθηματικά. Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ χρήση ουσιών και από το Δεκέμβρη του 2015 βρίσκεται σε διαθεσιμότητα λόγω της παρούσας υπόθεσης και η όλη υπόθεση είχε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην επαγγελματική όσο και η προσωπική του κατάσταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνεκτίμησε αφενός τη σοβαρότητα του αδικήματος - το οποίο ορθώς έκρινε ότι ήταν πολύ σοβαρό - και αφετέρου τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, κατέληξε να του επιβάλει τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας. Ακολούθως εξέτασε εισήγηση της Υπεράσπισης για αναστολή των ποινών και με αναφορά στο Νόμο και σε σχετική νομολογία έκρινε πως δεν δικαιολογείτο αναστολή. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-
«Στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι η σοβαρότητα των περιστάσεων δεν επιτρέπει την αναστολή των ποινών φυλάκισης, παρά το λευκό ποινικό μητρώο, τη συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία έδρασε ο Κατηγορούμενος, την μεταμέλεια, τις προσωπικές του περιστάσεις, την εξωδικαστική τιμωρία που του έχει επιβληθεί, καθώς και αυτή που ενδέχεται να του επιβληθεί.
Η επιείκεια του Δικαστηρίου έχει εξαντληθεί στο ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν και οι μετριαστικοί παράγοντες, είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά, δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετοί ώστε να δικαιολογείται ταυτόχρονα και η αναστολή. Τυχόν αναστολή, ενόψει της αναγκαιότητας αποτρεπτικής ποινής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο, θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Νόμου.
Συνεπώς οι ποινές φυλάκισης να εκτελεστούν αμέσως».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε το λόγο έφεσης με άξονα τη θέση ότι, αφενός, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων μετέφερε τις απαγορευμένες ουσίες στις Κεντρικές Φυλακές και, αφετέρου, εσφαλμένα δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες καθώς και τις συνέπειες που επέφερε η πράξη του στην επαγγελματική, οικονομική και ψυχική του κατάσταση. Συγκεκριμένα πρόβαλε ότι:-
Στις 10.12.15 ο εφεσείων θα αναλάμβανε υπηρεσία στις Κεντρικές Φυλακές η ώρα 12:50 μ.μ. και ναι μεν ανεκόπη ένστολος για έρευνα πλησίον των Κεντρικών Φυλακών, αλλά αυτό δεν δικαιολογούσε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα μετέφερε τα ναρκωτικά στις Κεντρικές Φυλακές. Και αυτό έστω και αν ο (τότε) συνήγορος Υπεράσπισης δεν επέμενε στη θέση ότι τα ναρκωτικά δεν θα μεταφέρονταν στις Κεντρικές Φυλακές. Κατά συνέπεια, εισηγήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς ποινής - και αναστολής της ποινής - συνεκτίμησε επιβαρυντικό παράγοντα που δεν συνέτρεχε στην περίπτωση του εφεσείοντα. Επεσήμανε περαιτέρω ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου, παραδέχτηκε τη διάπραξη του αδικήματος, απώλεσε την εργασία του, αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, έτυχε απομόνωσης από το κοινωνικό του περιβάλλον ως αποτέλεσμα της δημοσιοποίησης της πράξης του και λαμβανομένου υπόψη ότι έχει τη φροντίδα του άρρωστου πατέρα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής ποινής.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης. Ειδικά απέρριψε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι τα ναρκωτικά προορίζονταν για τις Κεντρικές Φυλακές και σ΄ ό,τι αφορά την αναστολή παρέπεμψε σε νομολογία, υποβάλλοντας ότι ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέστειλε την ποινή.
Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων επί του υπό κρίση θέματος. Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα, όσο εύλογο ενδεχομένως και να ήταν, ότι ο εφεσείων θα μετέφερε τα ναρκωτικά στις Κεντρικές Φυλακές. Επί του προκειμένου η φρασεολογία που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πολύ προσεκτική, αλλά να παρατηρήσουμε ότι το στοιχείο αυτό δεν ήταν τόσο καθοριστικό αφ΄ εαυτού για αναστολή της ποινής. Επιβαρυντικό στοιχείο για τον εφεσείοντα, πέραν από το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών, ήταν το γεγονός ότι μετέφερε ένστολος τα ναρκωτικά και περαιτέρω, όντας δεσμοφύλακας των Κεντρικών Φυλακών, είχε υποκύψει σε εκβιασμό πρώην βαρυποινίτη για μεταφορά των ναρκωτικών. Μετατράπηκε δηλαδή από φύλακας εντεταλμένος στην τήρηση του Νόμου και των Κανονισμών που διέπουν τις Κεντρικές Φυλακές σε υποχείριο βαρυποινίτη και ενεπλάκη σε ένα αδίκημα το οποίο κατά πάγια νομολογία είναι εξαιρετικά σοβαρό λόγω των καταστροφικών συνεπειών που επιφέρουν τα ναρκωτικά. Το αδίκημα επομένως στο οποίο ενεπλάκη, έστω υπό το βάρος εκβιασμού, ήταν πολύ σοβαρό και το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου ορθώς το κατέταξε από απόψεως σοβαρότητας στο ανάλογο επίπεδο. Όπως δε έχει επισημανθεί στην Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/16 ημερ. 29.3.16, με αναφορά στην επί του θέματος προγενέστερη νομολογία, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής.
Στην υπό κρίση περίπτωση η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείων είναι εξ αντικειμένου δεδομένη, με επιβαρυντικό το στοιχείο ότι το διέπραξε όντας δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές και μάλιστα ένστολος. Το γεγονός ότι το διέπραξε υπό καθεστώς εκβιασμού δεν μειώνει σε καμία περίπτωση τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά αντίθετα την επιτείνει εφόσον προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι όργανα του Νόμου και της Τάξεως - ως ήταν ο εφεσείων - είναι ευάλωτα σε εκβιασμούς και εύκολα υποχείρια παρανόμων για τέλεση έκνομων πράξεων. Όση δε βαρύτητα και να προσέδιδε ένα Δικαστήριο στις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος θα δικαιολογούσε αναστολή της ποινής. Τέτοια προσέγγιση θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σ΄ ό,τι αφορά την ποινική μεταχείριση τέτοιων παραβατών και θα έπληττε αφενός σοβαρώς την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και αφετέρου θα αποδυνάμωνε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής που κατά πάγια νομολογία πρέπει να διέπουν αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως. Κατά συνέπεια καταλήγουμε πως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ