ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B58
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
21 Φεβρουαρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 167/2013)
1. ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ,
2. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΣΚΟΣ,
3. ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΚΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητου.
Γ. Λουκαΐδης για Δρα Α. Ποιητή, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της εκδοθείσας στις 18 Ιανουαρίου 2017 απόφασης, σύμφωνα με την οποία παραμερίστηκε η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, ο εφεσίβλητος κρίθηκε, τελικώς, ένοχος στη τέταρτη κατηγορία που αντιμετώπιζε ήτοι της κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Καθίσταται υπό τις συνθήκες δικό μας έργο ο καθορισμός της ποινής.
Τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση είναι τα πιο κάτω.
Ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο συμφωνίας που έγινε το 1980, με τον αποβιώσαντα Θεόδωρο Μαρσέλλο, είχε αναλάβει την κατοχή υποστατικών, τα οποία βρίσκονται στο τεμάχιο 289, Φ/Σχ 40/57 στο χωριό Πυργά και είχαν ανεγερθεί από τον πρώτο το 1965, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως κτηνοτροφική μονάδα. Έκτοτε χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό.
Για τα εν λόγω υποστατικά δεν έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής ούτε πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως. Το χρησιμοποιούμενο από τον εφεσίβλητο κτίριο, ήταν αρχικώς σε κυβερνητική γη, αλλά στη συνέχεια, μετά από ανταλλαγή που έγινε το 2003, βρίσκεται κατά 77% εντός του κτήματος των εφεσειόντων.
Στο πλαίσιο της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρθηκε στην ανυπαρξία προηγούμενων καταδικών και αιτήθηκε, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών στη βάση του άρθρου 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (ο ″Νόμος″), όπως επίσης την επιδίκαση εξόδων προς όφελος των εφεσειόντων.
Στην αντίπερα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να ζητούν την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης διότι, όπως υποστήριξε, το συγκεκριμένο άρθρο ελλείπει από τη νομική βάση του κατηγορητηρίου.
Στη συνέχεια ο συνήγορος έκαμε αναφορά στον τρόπο απόκτησης κατοχής των υποστατικών από τον προηγούμενο κάτοχο τους, και την καταβολή υπέρογκου, όπως το χαρακτήρισε, για την εποχή (1965) ποσού των ΛΚ 500. Περαιτέρω έγινε αναφορά στις προσωπικές συνθήκες του εφεσιβλήτου ο οποίος είναι πρόσφυγας από την Άσσια και συνταξιούχος και ο ίδιος βοηθά οικονομικά τη διαζευγμένη θυγατέρα του η οποία έχει παιδί με διανοητική καθυστέρηση.
Μελετώντας το κατηγορητήριο διαπιστώνουμε ότι η εισήγηση του εφεσιβλήτου είναι βάσιμη. Στο πλαίσιο της 4ης κατηγορίας προσδιορίζεται ως νομική βάση το «άρθρο 10, παρ 1 του Κεφ. 96». Το συγκεκριμένο άρθρο του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, προνοεί:
″10.(1) Ουδέν πρόσωπο κατέχει .... οποιαδήποτε οικοδομή .. μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με την εν λόγω οικοδομή ... με βάση το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου.″
Όπως γίνεται ευλόγως αντιληπτό δεν προσδιορίζεται οποιαδήποτε ποινή ή άλλη επιβολή στο συγκεκριμένο άρθρο, θέμα το οποίο θα μπορούσε πρωτοδίκως να θεραπευθεί με σχετική τροποποίηση, αλλά η πλευρά των εφεσειόντων δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα.
Στη βάση των άρθρων 38 και 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, απαιτείται, πέραν του καθορισμού όλων των ουσιωδών στοιχείων του ποινικού αδικήματος «και περιλαμβάνει αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα». Περαιτέρω η παράγραφος (γ) του άρθρου 39 του Κεφ. 155 υπαγορεύει όπως, σε περίπτωση που η ποινή προβλέπεται σε άλλο νομοθέτημα, η αναφορά και σε αυτό είναι απαραίτητη. (Βλ. Suleiman v. Police (1963) 2 C.L.R. 96).
Όπως γίνεται αντιληπτό, ποινικοποιείται η κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, πλην, όμως, για να νομιμοποιηθεί το δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμο ή περαιτέρω, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης, θα πρέπει να ενυπάρχει, εξ υπαρχής, η δικαιοδοτική βάση που προβλέπει το άρθρο 20 του Νόμου, το οποίο προβλέπει, στα ουσιώδη για την υπόθεση:
″20.(1) Ανεξαρτήτως .. πρόσωπο το οποίο
......
(γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί . οικοδομή . πριν την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης ..
......
διαπράττει αδίκημα για το οποίο υπόκειται σε . φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(3) Επιπρόσθετα . το Δικαστήριο δύναται να διατάξει
(α) όπως η οικοδομή .. κατεδαφιστεί . εντός τέτοιου χρόνου, ως ήθελε καθοριστεί ... αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες ..″
Μπορεί στην απουσία του άρθρου 20 να προχωρήσει το δικαστήριο και να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα; Η απάντηση είναι αρνητική.
Στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο λόγος της υπόθεσης Suleiman, ανωτέρω, διαφοροποιείται ουσιωδώς. Στην εν λόγω απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε, πέραν από την επιβολή ποινής προστίμου για τροχαίο αδίκημα στη βάση του άρθρου 6 του Motor Vehicles and Road Traffic Law, Cap. 332, και επέβαλε στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού στη βάση του άρθρου 13(1) του εν λόγω Νόμου. Η απουσία του τελευταίου άρθρου από το κατηγορητήριο κρίθηκε ότι δεν επηρέασε την καταδίκη, ούτε ερχόταν σ' αντίθεση με δεύτερο σκέλος του άρθρου 39(c) του Criminal Procedure Law, Cap. 155.
Το σκεπτικό του Εφετείου εδραζόταν στο γεγονός ότι το άρθρο 6 του Cap. 332, προέβλεπε ποινή για το αδίκημα και η εξουσία, που παρεχόταν στο δικαστήριο με βάση το άρθρο 13(1), ήταν επικουρική. Συνεπώς, δεν είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα του εφεσείοντα.
Επί του προκειμένου, δεν έχουμε δικαιοδοτική βάση επιβολής είτε προστίμου, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στο άρθρο 10(1) του Νόμου, που παρατίθεται στο κατηγορητήριο, είτε διατάγματος κατεδάφισης, ελλείψει του άρθρου 20 του Νόμου.
Στη βάση των πιο πάνω δεν θα επιβάλουμε καμιά ποινή στον εφεσίβλητο.
Αναφορικά με το θέμα των εξόδων, θεωρούμε ορθό, στη βάση της μερικής επιτυχίας της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης, να επιδικαστούν στους εφεσείοντες το ήμισυ των εξόδων που δικαιούνται.
Συνακόλουθα, το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα διαφοροποιείται και επιδικάζεται στους εφεσείοντες το ½ των επιδικασθέντων εξόδων. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων μειωμένα κατά το ½.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.