ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B15
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Ιανουαρίου 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 87/2015)
ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 23 Σεπτεμβρίου 2012, σ ένα υπαίθριο παζαράκι στα Λειβάδια της Επαρχίας Λάρνακας ο αστυφύλακας 3216, Σ. Κωνσταντίνου, υποψιάστηκε ότι ο εφεσείων πωλούσε παράνομα αντίτυπα ψηφιακών δίσκων κινηματογραφικού περιεχομένου (DVD). Σε ερώτηση που του υπέβαλε αυτός απάντησε ότι γνώριζε ότι επρόκειτο περί «αντιτύπων».
Ως αποτέλεσμα τούτου κατασχέθηκαν 268 ψηφιακοί δίσκοι (DVD) και μετά από σχετική διερεύνηση καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα ποινική υπόθεση. Η κατηγορία ήταν προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Εξειδικεύεται δε στις λεπτομέρειες του αδικήματος ότι, «πρόσφερε προς πώληση 268 αντίτυπα ψηφιακών δίσκων (DVD) κινηματογραφικού περιεχομένου σε τέτοια έκταση ώστε να επηρεάζει επιζήμια τους δικαιούχους της πνευματικής ιδιοκτησίας τις οποίες αντιπροσωπεύει στην Κύπρο η «Εταιρεία Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων»».
Μετά από ακροαματική διαδικασία στη βάση της αξιόπιστης, όπως χαρακτηρίστηκε, προσαχθείσας μαρτυρίας, το δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε πρόστιμο €1.600. Το δικαστήριο στήριξε την καταδίκη επί των πιο κάτω ευρημάτων:
″1. Ο κατηγορούμενος έκθετε προς πώληση τα DVD που καταγράφονται και έχουν το περιεχόμενο πνευματικών έργων ως αναφέρεται στο Τεκμήριο 7.
2. Το δικαίωμα πώλησης και κυκλοφορίας αυτών των κινηματογραφικών έργων στην Κύπρο και Ελλάδα την κατέχουν εταιρείες που ανέφεραν οι ΜΚ3 και ΜΚ4 δηλαδή μέλη της εταιρείας ΚΕΠΟΕ.
3. Αυτά τα μέλη έχουν κάνει εγγραφή της εταιρείας ΚΕΠΟΕ με συγκεκριμένο σκοπό, σύμφωνα με το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας, την προάσπιση αυτών των δικαιωμάτων στην Κύπρο.
4. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ3, τα συγκεκριμένα DVD ήταν κλεψίτυπα αντίτυπα υπό την έννοια ότι δεν είχαν παρασκευαστεί από τις εταιρείες αυτές και ούτε είχαν την έγκριση των μελών της ΚΕΠΟΕ να κυκλοφορούν και να διανέμονται στην Κύπρο.
5. Ο κατηγορούμενος έκθετε προς πώληση αυτά τα DVD που περιείχαν έργα που προστατεύονται από τον νόμο. Οικειοποιήθηκε το πνευματικό έργο των δικαιούχων αυτών των έργων για δικό του όφελος εις ζημία αυτών.″
Ο εφεσείων καταχώρισε έφεση εναντίον της πιο πάνω καταδικαστικής απόφασης. Το εφετήριο αποτελείτο από δώδεκα λόγους έφεσης. Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης αποσύρθησαν οι λόγοι έφεσης 1 και 8.
Με τη δέσμη των λόγων έφεσης 2, 3 και 7 ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τεκμηριώθηκε το δικαίωμα πώλησης και κυκλοφορίας των ψηφιακών δίσκων, από τους παραπονουμένους. Περαιτέρω, αμφισβητεί ότι έχουν ικανοποιηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 ( Ν. 59/76) «ο Νόμος» και ως αποτέλεσμα τούτου, εισηγήθηκε, ότι ο ίδιος δεν έκθετε προς πώληση τους ψηφιακούς δίσκους που περιείχαν έργα προστατευμένα από το νόμο.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα δεν έχει αποδειχθεί, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινική δίκη, ποιος είναι ο δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας των κινηματογραφικών ταινιών, ποία είναι η φύση του επίδικου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και εάν αυτό εμπίπτει στις περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 4 του Νόμου.
Υπάρχει μια δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης που, με την οποία εμμέσως, πλην σαφώς, αμφισβητείται η αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαιτέρως του Παντελή Πέταλη (ΜΚ3). Προσβάλλεται, με τον 4ο λόγο ότι το δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα για κλεψίτυπα αντίγραφα στη βάση των εξωτερικών γνωρισμάτων και μόνο, όταν ο ίδιος ο μάρτυρας, δεν είχε δει, όπως λέχθηκε, το περιεχόμενο των γνήσιων αντιτύπων. Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν εμπειρογνώμονας, αποτελεί τη βάση του 5ου λόγου έφεσης. Υποστηρίζεται ότι το συμπέρασμα αυτό δεν τεκμηριώνεται. Τέλος, με τον 6ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η μη αξιολόγηση από το δικαστήριο του Τεκμ. 8. Αυτό κατατέθηκε, κατά την αντεξέταση του ΜΚ3, για να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του ως προς τον χρωματισμό των πρωτοτύπων και αδειούχων ψηφιακών δίσκων. Το δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του, επί του προκειμένου, σημειώνοντας ότι θα μελετούσε το ίδιο (το δικαστήριο) όλα τα τεκμήρια, στο τέλος της υπόθεσης, κάτι το οποίο δεν έγινε, όπως υποστήριξε ο εφεσείων.
Με τον 9ο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία, αναφορικά με το δικαιούχο, δεν ήταν σε ευθυγράμμιση με το κατηγορητήριο. Από το σύνολο της μαρτυρίας προσδιορίστηκε ως δικαιούχος η εταιρεία ΚΕΠΟΕ, ενώ στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι τους δικαιούχους στην Κύπρο αντιπροσωπεύει η «Εταιρεία Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων», νομική προσωπικότητα διάφορη της πρώτης.
Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η φραστική διατύπωση της παραδοχής του εφεσείοντα, ήταν σαφής και μη αμφιλεγόμενη, αμφισβητείται με το 10ο λόγο έφεσης.
Ο 11ος λόγος διέπεται από μια ασάφεια τόσο στη διατύπωση όσο και στην ουσία. Πέραν από την περίπτωση της «INDEPENDENT» δεν υπάρχει προσδιορισμός πόσα από τα 103 που αναφέρονται στην απόφαση αφορούν τις εταιρείες FEELGOOD, HOLLYWOOD ή SPHE, έτσι ώστε να αποκτήσει έρεισμα η εισήγηση του εφεσείοντα.
Με το 12ο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι ένα εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος δεν είχε αποδειχθεί. Ο εφεσείων, αναφερόμενος στις λεπτομέρειες του αδικήματος, εισηγήθηκε ότι η αναφορά σε πώληση τέτοιας έκτασης «ώστε να επηρεάζει επιζήμια τους δικαιούχους», δεν έχει αποδειχθεί. Η ύπαρξη τέτοιου επηρεασμού δεν μπορεί ν' αποτελεί αντικείμενο εικασίας, αλλά απαιτείται η ύπαρξη θετικής, επί τούτου μαρτυρίας, κάτι που δεν έγινε, κατέληξε.
Από τη μελέτη της εκκαλούμενης απόφασης διαπιστώνουμε να υπάρχουν εγγενή προβλήματα, τα οποία ουσιαστικώς άπτονται της ορθότητας της εκκαλούμενης απόφασης και δημιουργούν δυσκολία στον τρόπο αντιμετώπισης των εγειρόμενων θεμάτων.
Αποτελεί δοσμένη νομολογιακή αρχή ότι ο τρόπος γραφής, η διατύπωση και η έκφραση γνώμης κάθε δικαστή, προστατεύεται και τεκμηριώνεται ως πρωταρχική αξία της ανεξαρτησίας του, στοιχείου απαραίτητου και θεμελιακού της ιδίας της φύσεως του δικαστικού λειτουργήματος. Πλην, όμως, αυτή η ελευθερία διέπεται από κανόνες. Αποτελεί υποχρέωση κάθε δικαστή να περιλαμβάνει, σε κάθε απόφαση του, τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία, που θα παρέχουν αφενός τη δυνατότητα αντίληψης του σκεπτικού της δικανικής κρίσης και αφετέρου την άσκηση του εφετειακού ελέγχου, όταν και εφόσον τούτο καταστεί αναγκαίο.
Απαιτείται, συναφώς, η καταγραφή της προσαχθείσας μαρτυρίας, σε έκταση που η περίσταση και η φύση της υπόθεσης το απαιτεί, αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί, με την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων ως προς την αξιοπιστία όλων των μαρτύρων. Στη συνέχεια, η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης είναι θεμελιακή υποχρέωση. Στη βάση αυτών των γεγονότων υπεισέρχεται η αναγκαιότητα ένταξης τους στο νομικό πλαίσιο, επί του οποίου στηρίζεται η αγωγή ή το κατηγορητήριο. Και τέλος, το ουσιαστικό έργο της κατάληξης σε ευρήματα τα οποία πρέπει να έχουν έρεισμα στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος ή της κατηγορίας, όταν πρόκειται περί ποινικής υπόθεσης.
Εξετάζοντας την εκκαλούμενη απόφαση έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει μια σύζευξη της παράθεσης των γεγονότων, με την υποτιθέμενη αξιολόγηση, και τα τελικά ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Τούτο παρατηρείται για την αστυφ. 2583 Ε. Κουμπαρή, ΜΚ1, που είχε παραλάβει το κασόνι με τους ψηφιακούς δίσκους και με τον αστυφ. 3216 Σ. Κωνσταντίνου, ΜΚ2, που κατέθεσε τα συμβάντα στις 23 Σεπτεμβρίου 2012. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, στη βάση της μη σοβαρής αμφισβήτησης κατά την αντεξέταση, παρέχει τη δυνατότητα παρακολούθησης του σκεπτικού του δικαστηρίου. Το πρόβλημα, όμως, αναφύεται όταν συζητείται και η μαρτυρία του Παντελή Πέταλη, ΜΚ3, όσο και του Μιχάλη Ανδρέου, ΜΚ4.
Προτού όμως ασχοληθούμε με αυτή την πτυχή της υπόθεσης, που, όπως έχουμε σημειώσει, άπτεται της ορθότητας των συμπερασμάτων του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων, θα προχωρήσουμε και θα εξετάσουμε και άλλους λόγους έφεσης.
Όπως σημειώθηκε, πιο πάνω, υπάρχει μια διάσταση μεταξύ του κατηγορητηρίου, το οποίο προσδιορίζει ότι ενόψει της προσφοράς προς πώληση αντίτυπων ψηφιακών δίσκων κινηματογραφικού περιεχομένου επηρεάζονται επιζήμια οι δικαιούχοι, τους οποίους αντιπροσωπεύει στην Κύπρο η «Εταιρεία Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων». Η μαρτυρία που έχει προσκομιστεί τόσο από το ΜΚ3, όσο και από το ΜΚ4, ήταν ότι η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και ο «παραπονούμενος» στη βάση του κατηγορητηρίου, ήταν η ΚΕΠΟΕ, ήτοι, η Κυπριακή Εταιρεία Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων Λτδ. Το θέμα αυτό είχε εγερθεί και στην πρωτόδικη διαδικασία και το δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση της υπεράσπισης για διαφορά μεταξύ των λεπτομερειών του αδικήματος και της μαρτυρίας της υπόθεσης, δεν ήταν ορθή. Αναφέρθηκαν δε τα εξής:
″Η ΚΕΠΟΕ και η ΕΠΟΕ μπορεί να είναι διαφορετικές νομικές οντότητες, αλλά με βάση τη μαρτυρία προκύπτει ότι η ΚΕΠΟΕ πρόκειται για εταιρεία ιδίων συμφερόντων με την ΕΠΟΕ που συστάθηκε στην Κύπρο. Εν πάση περιπτώσει, η μη αναφορά στο όνομα ΚΕΠΟΕ στις λεπτομέρειες του αδικήματος δεν είναι μοιραίο λάθος στη διατύπωση της κατηγορίας.″
Σ' άλλο σημείο της απόφασης το δικαστήριο σημείωσε ότι «η υπεράσπιση δεν έχει καταθέσει καμιά μαρτυρία που να θέτει σε αμφισβήτηση το γεγονός ότι η ΚΕΠΟΕ που είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο έχει το δικαίωμα, εκ μέρους των μελών της, στα εν λόγω αντικείμενα προστατευμένα από το νόμο».
Από την πιο πάνω διατύπωση δημιουργείται η εντύπωση ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης δικαιώματος προστασίας ενυπάρχει και ανάλογο βάρος μετατίθεται στους ώμους του κατηγορουμένου για να το αντικρούσει. Είναι δοσμένη αρχή ότι το βάρος απόδειξης της κατηγορίας και όλων των συστατικών που την περιβάλλουν, ενυπάρχει και διατηρείται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής σ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Συνεπώς, το συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι εσφαλμένο επί τούτου. Η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι δικαιούχος αυτών των δικαιωμάτων ήταν η ΕΠΟΕ, όπως είναι διατυπωμένο το κατηγορητήριο. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η ύπαρξη διαφορετικού νομικού προσώπου και διαφορετικής νομικής οντότητας μεταξύ της ΕΠΟΕ, που δεν υπάρχει μαρτυρία τι είδους νομική προσωπικότητα είναι, και της ΚΕΠΟΕ Λτδ, είναι εμφανής. Συνεπώς, το δικαστήριο όφειλε να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία ή να προχωρήσει σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου, αν και εφόσον αισθανόταν ότι η κατηγορία είχε αποδειχθεί στη βάση του νέου ονόματος του παραπονουμένου. Αυτό το σφάλμα δεν μπορεί να θεραπευθεί στη βάση των εξουσιών που έχει το Εφετείο, καθότι δεν υπάρχει μαρτυρία του τι είναι η ΚΕΠΟΕ, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται η διατυπωθείσα κατηγορία.
Ο λόγος υπ' αριθ. 10 εδράζεται στην εισήγηση του εφεσείοντα ότι η φραστική διατύπωση της παραδοχής που έγινε από τον εφεσείοντα δεν ήταν σαφής και το συμπέρασμα του δικαστηρίου «περί μη αμφιλεγόμενης παραδοχής», ήταν εσφαλμένο. Το δικαστήριο ανέφερε ότι «δεν είναι αμφιλεγόμενο στοιχείο στην κατάθεση του κατηγορούμενου και η φραστική διατύπωση της παραδοχής ήταν σαφής».
Ο εφεσείων στην κατάθεση του Τεκμ. 3, ημερομηνίας 23 Σεπτεμβρίου 2012, ημερομηνία διάπραξης του κατ' ισχυρισμού αδικήματος, ανέφερε τα εξής:
″Σήμερα 23/09/12 κατά η ώρα 08.30 πήγα στο παζαράκι στα Λειβάδια για να πουλήσω κάτι DVD που είχα αγοράσει πριν καιρό από κάποιο πραματευτή με βαν στη Λευκωσία. Τα αγόρασα δύο ευρώ το ένα και θα τα πουλούσα τέσσερα ευρώ. Τον πραματευτή ούτε τον ξέρω ούτε τον ξαναείδα από τότε... Κατά η ώρα 12.00 με πλησίασε κάποιος και μου έδειξε την ταυτότητα του και μου είπε είναι αστυνομικός. Μου είπε ότι είναι παράνομο να πουλώ τέτοια DVD. Δεν γνώριζα ότι είναι παράνομο να πουλώ DVD που είναι copy. Εγώ τα αγόρασα με σκοπό να τα πουλήσω γιατί μου έμειναν στο σπίτι. Απολογούμαι αν έκαμα οποιοδήποτε λάθος.″
Στη βάση αυτής της διατύπωσης σαφώς υπάρχει αμφιλεγόμενο στοιχείο κατά πόσο ο εφεσείων παραδέχεται την πώληση κλεψίτυπων αντιτύπων. Αυτός τα χαρακτήρισε ως copy. Δεν υπάρχει στο κείμενο διατύπωση γνώσεως. Περαιτέρω, δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς την αξία των νομότυπων αντιτύπων, έτσι ώστε να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς την αξία αγοράς τους. Συνεπώς, ούτε αυτό το συμπέρασμα του δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ορθό και ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Για τον 11ο λόγο έχουμε ήδη αποφασίσει ως προς την ορθότητά του και έτσι δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω.
Υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο εγείρεται με το 12ο λόγο έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος, όπως παρουσιάζονται στο κατηγορητήριο και δη η προσφορά προς πώληση να είναι τέτοιας έκτασης «ώστε να επηρεάζει επιζήμια τους δικαιούχους της πνευματικής ιδιοκτησίας ..». Αυτό το στοιχείο δεν έχει αποδειχθεί, υποστήριξε ο συνήγορος, αλλά αποτελεί αντικείμενο εικασίας και μόνο.
Το δικαστήριο εξέτασε αυτή την εισήγηση και κατέληξε να την απορρίψει καθότι, όπως ανέφερε, η κατηγορία εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 14(1)(β) του Νόμου και όχι στο άρθρο 13, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, δεν δημιουργεί αυτοτελές αδίκημα.
Όντως, το κατηγορητήριο προσδιορίζει ως νομική βάση, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 13 και 14(1)(β).
Το άρθρο 14 αναφέρει ότι:
″(1) Οποιοσδήποτε ο οποίος εν γνώσει του -
(α) ..........
(β) πωλεί, εκμισθώνει, ή διαφημίζει την πώληση ή μίσθωση ή εκθέτει εμπορικά ή προσφέρει για πώληση ή εκμίσθωση οποιουδήποτε τέτοιου αντικειμένου ή.″
Το άρθρο 13 του Νόμου προσδιορίζει ποιες ενέργειες προσβάλλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων είναι στο άρθρο 13(2) και η πώληση, που μας ενδιαφέρει επί του προκειμένου.
Παρατηρούμε όμως ότι υπάρχει και το άρθρο 14(γ) του Νόμου, το οποίο αναφέρει:
″Αποκτά κατοχή ή διανέμει αυτά τα αντίτυπα είτε με σκοπό την εμπορία τους είτε σε τέτοια έκταση ώστε να επηρεάζει επιζήμια τον δικαιούχο της πνευματικής ιδιοκτησίας, ή.″
Παρατηρούμε συναφώς ότι οι λεπτομέρειες αδικήματος προσδιόριζαν το αδίκημα της παραγράφου 14(1)(γ) και η βάση επί της οποίας στηρίζεται η κατηγορία είναι το 14(1)(β). Αυτές οι λεπτομέρειες αδικήματος, όπως προσδιορίζονται στο κατηγορητήριο, δεν έχουν αποδειχθεί. Όφειλε συναφώς το δικαστήριο να ξεκαθαρίσει αφενός μεν τη νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η κατηγορία, και αφετέρου να προσδιορίσει με ακρίβεια τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σε κανένα σημείο δεν προσήχθη μαρτυρία περί επιζήμιας επίδρασης, πόσο μάλλον η επίδραση αυτή να είναι σε έκταση όπως προνοεί το κατηγορητήριο.
Στη βάση των εγγενών αυτών προβλημάτων και της αρχικής μας παρατήρησης περί έλλειψης ικανοποιητικής αναφοράς ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας, θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί και παραμερίζεται.
Ενόψει της φύσεως της υπόθεσης και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει στο μεταξύ διαρρεύσει μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος το 2012, θεωρούμε ότι δεν πρέπει η υπόθεση να επαναεκδικαστεί και ως εκ τούτου, ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ