ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Θ. Καραμανής, για τον Εφεσείοντα. Μ. Μασούρα (κα.), Δικηγόρος για τη Δημοκρατία, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο VIOREL COSMIN MACIUCA ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 72/2015, 22/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B16

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 72/2015)

 

22 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

VIOREL COSMIN MACIUCA,

Εφεσείοντα

και

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

-----------------------

Θ. Καραμανής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μασούρα (κα.), Δικηγόρος για τη Δημοκρατία, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

           -----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, ο κατηγορούμενος-εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ και της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορίες 2, 3 και 4).   Ο κατηγορούμενος-εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την 1η  κατηγορία, η οποία αφορούσε σε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.   Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 13 ½ ετών στις κατηγορίες 2 και 4 για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ και δεν επέβαλε ποινή στην 3η  κατηγορία για κατοχή.

 

Με την παρούσα έφεση, με τους τέσσερις πρώτους λόγους, προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης για καταδίκη του εφεσείοντα, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή, ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στα πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα:

 

1.     Ότι αποδείχθηκε η κατοχή των ναρκωτικών με την ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου (actus reus και mens rea).

2.     Ότι ο εφεσείων είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο φυσική κατοχή και έλεγχο της βαλίτσας στην οποίαν ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά.

3.     Ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας, και

4.     Ότι η ενοχή του εφεσείοντα αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε εκείνη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα.  Για τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ότι η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από βασικές αντιφάσεις και ανακολουθίες.   Η συμπεριφορά του ήταν τέτοια που έδειχνε ότι προσπαθούσε να αποκρύψει την αλήθεια και να αποφύγει τις ευθύνες του.   Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ότι,  κατά την προφορική του ανάκριση στις 7.8.2014, είχε πει στον ανακριτή, Μ.Κ.2, πως έφθασε στην Κύπρο για διακοπές στις 22.7.2014 και ότι στη συνέχεια θα πήγαινε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας επίσης για διακοπές.   Κατά τη μαρτυρία του, όμως, ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι ήλθε στην Κύπρο στις 22.7.2014 για να μεταφέρει δηλητήριο φιδιού, όπως ισχυρίστηκε, από τη Βραζιλία στην Κύπρο.    Το Κακουργιοδικείο σημείωσε, συναφώς, ότι ο εφεσείων είχε παραδεχθεί, στη μαρτυρία του, ότι είχε πει ψέματα και αναφορικά με την έκδοση εισιτηρίου για να πάει από την Κύπρο στο Σάο Πάολο και ότι άλλο ήταν το πρόσωπο που διευθέτησε το εισιτήριο από εκείνο που αρχικά είχε κατονομάσει.   Σημείωσε ακόμα ότι, όταν στις 7.8.2014 (ο εφεσείων) ανακόπηκε για έλεγχο στο αεροδρόμιο Λάρνακας και του ζητήθηκε να τοποθετήσει τη βαλίτσα που κρατούσε στην ακτινοδιαγνωστική μηχανή για σκοπούς ελέγχου, και ρωτήθηκε αν γνώριζε το περιεχόμενο της, αυτός απάντησε «δεν ξέρω».   Στη συνέχεια, μετά την ανεύρεση οχτώ συσκευασιών που βρίσκονταν κρυμμένες κάτω από τη φόδρα της βαλίτσας και δεν ήταν ορατές και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο, ο εφεσείων απάντησε, ξανά, «δεν ξέρω».   Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε επίσης ότι ο εφεσείων ξεκλείδωσε τη βαλίτσα χρησιμοποιώντας κλειδιά που κρατούσε και όταν του υπεδείχθη ότι το περιεχόμενο των οχτώ συσκευασιών που βρέθηκαν μέσα στη βαλίτσα του ήταν παράνομο και ο εφεσείων κλήθηκε να εξηγήσει τι περιείχαν και πάλι αυτός απάντησε «δεν ξέρω».   Τελικά όταν του λέχθηκε ότι η άσπρη σκόνη που περιείχαν οι οχτώ συσκευασίες ήταν κοκαίνη αυτός και πάλι είπε ότι δεν γνώριζε ενώ και όταν συνελήφθη επί τόπου για τα αυτόφορα αδικήματα της παράνομης εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια κοκαίνης, αφού και πάλι του επεστήθη η προσοχή στο νόμο, αυτός είπε, για άλλη μια φορά, «δεν ξέρω».   Αυτές οι επαναλαμβανόμενες αρνήσεις του εφεσείοντα ως προς τη γνώση του περιεχομένου των οχτώ συσκευασιών που βρέθηκαν στη βαλίτσα του αντιπαραβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο με τη θέση που πρόβαλε τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του, στην ανακριτική του κατάθεση, τεκμήριο 23, στην οποία για πρώτη φορά είπε ότι πίστευε πως μετέφερε δηλητήριο φιδιού και όχι κοκαίνη.

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα και συμπέρανε πως αυτός γνώριζε, καθόλον τον ουσιώδη χρόνο, ότι το εμπόρευμα που θα εισήγαγε στην Κύπρο ήταν απαγορευμένο και παράνομο και ότι τα ψέματα του είχαν ως στόχο την απόκρυψη της παρανομίας.

 

Με δεδομένα λοιπόν ότι στις 7.8.2014 ο εφεσείων  έφθασε στο αεροδρόμιο Λάρνακας κρατώντας μια βαλίτσα στην οποία ανευρέθηκαν οχτώ συσκευασίες καλά κρυμμένες μέσα στη φόδρα της βαλίτσας, οι οποίες περιείχαν κοκαίνη βάρους 3 κιλών και 750 γραμμαρίων περίπου, ότι η βαλίτσα ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά της τα κρατούσε ο εφεσείων, ότι είχε ευκαιρίες και στη Βραζιλία και στην Κύπρο να ελέγξει το περιεχόμενο της βαλίτσας αν ήθελε, ότι επανειλημμένα αρνήθηκε, στο αεροδρόμιο, ότι γνώριζε για το περιεχόμενο της, ενώ στη συνέχεια, τρεις μέρες αργότερα, είπε ότι πίστευε πως επρόκειτο για δηλητήριο φιδιού, το Κακουργιοδικείο συμπέρανε ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του τα προαναφερόμενα ναρκωτικά, χωρίς βέβαια την άδεια του Υπουργού Υγείας  και με γνώση ότι είχε στην κατοχή του τέτοια ναρκωτικά.  

 

Αναφέρθηκε συναφώς το Κακουργιοδικείο στις αποφάσεις R v. Hussain (1981) 2 All E.R. 287, 289, Warner v. Metropolitan Police Commissioner (1968) 2 All E.R. 356, 376, 381, 383-384 και R v. Tao (1976) 3 All E.R. 65, 69 από τις οποίες και καθοδηγήθηκε σχετικά.  Ακολούθως παρατήρησε πως ο εφεσείων ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την κοκαίνη και να την ξεχωρίσει από το δηλητήριο φιδιού, αν προέβαινε σε σχετική έρευνα,  εφόσον, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, αν γνώριζε ότι η βαλίτσα, η οποία του δόθηκε στη Βραζιλία, περιείχε κοκαίνη και όχι δηλητήριο φιδιού, δεν θα δεχόταν να τη μεταφέρει.   Εύστοχα το Κακουργιοδικείο σημειώνει στην απόφαση του πως ο εφεσείων είχε την ευχέρεια να εξετάσει το περιεχόμενο της βαλίτσας είτε κατά τη φερόμενη παράδοση της σ΄ αυτόν (στη Βραζιλία), είτε σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ακόμη και μετά την άφιξη του στην Κύπρο και προτού εισέλθει στη δίοδο «ουδέν προς δήλωση» σχίζοντας ίσως και την εσωτερική φόδρα της βαλίτσας και, λογικώς, ήταν αναμενόμενο να το πράξει.   Δεν έπραξε όμως οτιδήποτε από τα προαναφερόμενα και επομένως, συμπέρανε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων εν γνώσει του και συνειδητώς είχε φυσική και εξυπακουόμενη κατοχή και έλεγχο της βαλίτσας, σε όλους τους κρίσιμους χρόνους, γνωρίζοντας καλώς πως εντός αυτής υπήρχε παράνομο περιεχόμενο.  Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο της βαλίτσας βρισκόταν στην κατοχή και τον προσωπικό έλεγχο του ιδίου, ασχέτως εάν εν τέλει αποδείχθηκε πως το περιεχόμενο τούτο αφορούσε στην επίδικη κοκαίνη και όχι στο «παρουσιαζόμενο ως δηλητήριο φιδιού». 

 

Καταλήγοντας επί του ζητήματος της κατοχής των επίδικων ναρκωτικών, από τον κατηγορούμενο, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε και από το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 250 στην οποίαν ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) ανέλυσε την έννοια της κατοχής σύμφωνα με την αγγλική νομολογία.

 

Αναφορικά με την ποινή το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης, στο ότι τα ναρκωτικά ήταν κοκαίνη βάρους περίπου 3 κιλών και 750 γραμμαρίων, ότι έγινε ακροαματική διαδικασία, ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου και οικογενειάρχης ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τους εμπόρους ναρκωτικών ως βαποράκι, λόγω της οικονομικής του δυσπραγίας, και ότι ήταν ηλικίας 28 ετών, και αφού καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία, επέβαλε τις προαναφερόμενες ποινές.   Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο περιλαμβάνει τις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Dos Santos (2005) 2 ΑΑΔ, 297, στην οποίαν επιβλήθηκε ποινή 9 ετών φυλάκισης σε κατηγορούμενο ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή για παρόμοια αδικήματα με αυτά που καταδικάστηκε και ο εφεσείων, αλλά τα ναρκωτικά ήταν κοκαίνη βάρους ενός περίπου κιλού, και Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 256 στην οποίαν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, για παρόμοια αδικήματα με αυτά της παρούσας υπόθεσης σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, αλλά τα ναρκωτικά ήταν κοκαίνη βάρους σχεδόν 5 κιλών και ο κατηγορούμενος βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες και ήταν, από χρόνια, αναμεμειγμένος στο σοβαρό έγκλημα.                   

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.   Αναφορικά με το ζήτημα της αναξιοπιστίας του εφεσείοντα (λόγος έφεσης 3) δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτός ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας.  Επανειλημμένα αρνήθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας, μόλις έφθασε, ότι είχε οποιαδήποτε γνώση του περιεχόμενου της κλειδωμένης βαλίτσας την οποίαν είχε στη φυσική κατοχή του και της οποίας κρατούσε τα κλειδιά.   Ούτε πριν ανοιχθεί η βαλίτσα, ούτε και μετά που ανοίχθηκε και ανευρέθηκαν σ΄ αυτή οι οχτώ συσκευασίες, που ήταν καλά κρυμμένες μέσα στη φόδρα της βαλίτσας, αλλά ούτε και όταν του αναφέρθηκε ότι το περιεχόμενο των συσκευασιών ήταν κοκαίνη, είπε οτιδήποτε για μεταφορά δηλητηρίου φιδιού, εκδοχή την οποία εκ των υστέρων, και μετά από παρέλευση τριών ημερών, προέβαλε στην ανακριτική του κατάθεση.  Διευκρινίζουμε ότι ο εφεσείων δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.  Προέβη σε δήλωση ότι δεν είχε καμιά γνώση, την οποία όμως αργότερα ανακάλεσε παραδεχόμενος έτσι, κατ΄ ουσίαν, ότι είχε καταφύγει στο ψεύδος.  Είναι βέβαια θεμελιωμένο πως η καταφυγή στο ψέμα δεν μπορεί να έχει άμεση σχέση με την απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορουμένου (Δέστε:  R v. Loucas (1981) 2 All E.R. 1007).  Όμως είναι  επίσης θεμελιωμένο ότι ψέματα που λέγονται από ένα κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορεί να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία εις βάρος του, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (Δέστε:  Ξυδάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 807, Nvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 505 και Τεβλετιάν κ.α. ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ, 512).  Οι προϋποθέσεις αυτές εν προκειμένω πληρούνται εφόσον: 

 

(α)   Το ψέμα ήταν ηθελημένο.

 

(β)   Αναφετόταν σε ουσιώδες ζήτημα.

 

(γ)  Το κίνητρο για το ψέμα ήταν η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας, και

 

 

(δ)   Το ψέμα αποδείχθηκε με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή με παραδοχή.

 

(Δέστε:  Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 260).  

 

Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται δεδομένου ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι και ορθή και δεόντως αιτιολογημένη αναφορικά με το εύρημα αναξιοπιστίας του κατηγορούμενου-εφεσείοντα.

 

Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν στην απόδειξη της κατοχής των ναρκωτικών ενώ ο τέταρτος λόγος αφορά στην απόδειξη της ενοχής του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Θα τους εξετάσουμε μαζί.  Κατοχή στα πλαίσια του νόμου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Δέστε:  Αθηνής (ανωτέρω), Καϊμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 662 και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 211).   Η έννοια της κατοχής έχει και νομοθετικό έρεισμα στη Διάταξη 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν 29/77 όπως τροποποιήθηκε, όπου αναγράφεται ότι, για σκοπούς του νόμου, κάθε πρόσωπο θεωρείται ως έχον στην κατοχή του οποιαδήποτε αντικείμενα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, έστω αν και αυτά βρίσκονται στη φύλαξη άλλου προσώπου.  

 

Η κατοχή ενός πακέτου, μιας συσκευασίας, από ένα κατηγορούμενο δημιουργεί δυνατή εξαγωγή συμπεράσματος ότι ο κατηγορούμενος έχει και την κατοχή του περιεχομένου της συσκευασίας, συμπέρασμα που μπορεί να ανατραπεί με τη δημιουργία πραγματικής αμφιβολίας (Δέστε:  Warner (ανωτέρω)).   Δημιουργία τέτοιας πραγματικής αμφιβολίας επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, αν ο κατηγορούμενος, όντας ο ιδιοκτήτης της συσκευασίας, δεν είχε γνώση του περιεχομένου της ή της παράνομης φύσης του περιεχομένου της, την παρέλαβε αθώα ή τελούσε υπό γνήσιο λάθος, και δεν είχε εύλογη ευκαιρία, από την παραλαβή της συσκευασίας, να πληροφορηθεί το περιεχόμενο της.   Στην προκείμενη περίπτωση, όπως εύστοχα παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να ελέγξει το περιεχόμενο της βαλίτσας που κατ΄ ισχυρισμό του παραδόθηκε, τόσο στη Βραζιλία πριν αναχωρήσει για την Κύπρο, όσο και στην Κύπρο, πριν προχωρήσει στον έλεγχο των αποσκευών.   Σύμφωνα με τη δική του παραδοχή και τα ευρήματα του δικαστηρίου αυτός δεν το έπραξε.  Επομένως η δυνατή εξαγωγή, εκ πρώτης όψεως, συμπεράσματος γνώσης του περιεχομένου της βαλίτσας, η οποία είναι αποτέλεσμα της φυσικής κατοχής και του ελέγχου της βαλίτσας που είχε ο εφεσείων, δεν ανατρέπεται, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, με την παράλειψη του εφεσείοντα (όπως είπε) να ελέγξει το περιεχόμενο της βαλίτσας που μετέφερε, παρά την ύπαρξη ευλόγων ευκαιριών προς τούτο.  

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε ευρεία αναφορά και στο άρθρο 32 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1971, όπως τροποποιήθηκε.   Το εδάφιο 2 του άρθρου 32 προνοεί ότι, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, η απόδειξη ότι δεν είχε γνώση ή υποψία ούτε λόγο να υποψιαστεί την ύπαρξη οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου από την Κατηγορούσα Αρχή, το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει για να επιτύχει την καταδίκη του. Το εδάφιο 3 (β) (i) του άρθρου 32 προνοεί ότι ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται του αδικήματος εάν αποδείξει ότι δεν είχε γνώση ή υποψία ή λόγο να υποπτεύεται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήταν ελεγχόμενο φάρμακο.   Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων πρόβαλε ισχυρισμούς οι οποίοι, για καλούς λόγους, κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι και απορρίφθηκαν.  Επομένως δεν μπορεί να αποδειχθεί η, εκ μέρους του, έλλειψη γνώσης ή υποψίας ή λόγου να υποπτεύεται ότι το προϊόν που μετέφερε δεν ήταν ελεγχόμενο φάρμακο, με αναξιόπιστη μαρτυρία.    Θα έπρεπε ο εφεσείων, για να επιτύχει, στην υπεράσπιση του άρθρου 32(3) (β) (i), να δώσει αξιόπιστη μαρτυρία η οποία να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο και να αποδείξει με αυτή, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την ύπαρξη ενός από τα προαναφερόμενα στοιχεία ή, εν πάση περιπτώσει, να προκαλέσει έστω και υποβόσκουσα αμφιβολία για το ζήτημα της γνώσης του.   Δεν πρόκειται για νομικό βάρος απόδειξης (legal burden of proοf), αλλά για αποδεικτικό βάρος απόδειξης (evidential burden of proοf), το οποίο δεν απέσεισε. 

 

Συναφώς παρατηρούμε ότι η καταδίκη στην κατηγορία για κατοχή, με σκοπό την προμήθεια, δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, όσον αφορά τον σκοπό.

 

Σχετικά με την ποινή, έχοντας κατά νουν τη φύση του σκληρού ναρκωτικού που εισήξε ο εφεσείων στην Κύπρο, τη μεγάλη της ποσότητα και το γεγονός ότι δεν παραδέχθηκε ενοχή, σε συνδυασμό με την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους αδικήματα, με σκοπό την προστασία της κοινωνίας, δεν μπορούμε παρά να επιβεβαιώσουμε την πρωτόδικη ποινή των 13 ½ ετών φυλάκισης, ως μή έκδηλα υπερβολική.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                Π.

 

                                                Δ.

 

/ΕΑΠ.                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο