ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
THEMISTOCLEOUS ν. POLICE (1981) 2 CLR 200
FOURNIDES ν. REPUBLIC (1986) 2 CLR 73
HADJISAVVAS ν. REPUBLIC (1988) 2 CLR 37
Παφίτης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102
Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556
Δημοκρατία, Γρηγόρης Σίμου Γρηγορίου ν. (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571
Μιχαήλ Βάσος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 428
Τσαπατσάρης Ζαννέτος ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 451
Σταυρινού Αντρέας ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706
Κυπριανού Κύπρος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816
Κιουρτζίδης Μαύρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 441
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ 525
Νεοφύτου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 409
Χαραλάμπους Χριστόφορος ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 370
Θεοφάνουs Θεόδωρος Κώστας ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161, ECLI:CY:AD:2015:B251
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΧΙΛΛΕΩΣ v. Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ Ι Α Σ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 327/18, 29/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B325
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 81/2014, 22/2/2016, ECLI:CY:AD:2016:B106
ECLI:CY:AD:2017:B12
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 53/2013
20 Ιανουαρίου 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΣΤΑ ΠΑΛΑΣΚΑ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
-------------------------------------
Σ. Σταυρινίδης, Μ. Παπαδημήτρη (κα), Δ. Παναούτα, για τον Εφεσείοντα
Α. Χατζηκύρου, για την Εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών
-------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ: Στις 31.10.2012 σε συμβολή χωματόδρομων σε περιοχή κοντά στην «Πέτρα του Ρωμιού» με χαμηλή άγρια βλάστηση, μεταξύ του παλαιού δρόμου και νέου αυτοκινητόδρομου Λεμεσού-Πάφου, βρέθηκε νεκρός ο Μιχαήλ Δημητρίου, ηλικίας 67 ετών, τέως από Λάρνακα. Την σωρό του θύματος εντόπισε ο Μάριος Μακρούρης (Μ.Κ.3), ο οποίος ειδοποίησε σχετικά την Αστυνομία. Η σκηνή που αντίκρυσε ο μάρτυρας ήταν το όχημα του θύματος να έχει ανοικτές τις πόρτες οδηγού, συνοδηγού και αυτή πίσω από τον οδηγό και με το γυαλί του παραθύρου του οδηγού κατεβασμένο. Το θύμα ευρίσκετο στο έδαφος, κοντά στο εμπρόσθιο αριστερό φτερό του αυτοκινήτου.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, με μια πολυσέλιδη απόφασή του, έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης του Μιχαήλ Δημητρίου. Επίσης έκρινε αυτόν ένοχο σε δύο άλλες κατηγορίες: της ένοπλης ληστείας του χρηματικού ποσού των €17.000 σε μετρητά, περιουσία του θύματος και παράνομης κατοχής 16 πλήρη φυσιγγίων κυνηγετικού όπλου διαμετρήματος 12, που περιείχαν σφαιρίδια μεγέθους πέραν του επιτρεπτού. Τέσσερις (4) άλλες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων απερρίφθησαν και ο Κατηγορούμενος αθωώθηκε σε αρχικό στάδιο, αφού το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε εναντίον του υπόθεση εκ πρώτης όψεως.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το θύμα δέκτηκε δύο πυροβολισμούς. Ένα πυροβολισμό δέκτηκε στην περιοχή της αριστερής μασχάλης με πορεία προς το κάτω μέρος του σώματος, ενώ ο δεύτερος έπληξε την άνω κρόταφοβρεγματική περιοχή. Το σκηνικό της δολοφονίας, όπως το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε, είναι ότι το θύμα υπέστη κάποιας μορφής επίθεση στο άνοιγμα της πόρτας του οδηγού και συγκεκριμένα κτύπημα στο κεφάλι που προκάλεσε αιμορραγία χωρίς να αποκλείονται άλλα κτυπήματα σ' άλλα μέρη του σώματος. Ακολούθως, κάπου μπροστά από το αριστερό μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου του θύματος, το θύμα δέκτηκε τον πρώτο πυροβολισμό. Το βέβαιο είναι ότι το θύμα στο στάδιο αυτό δεν ήταν όρθιο. Σύμφωνα με την μαρτυρία αμφοτέρων των Ιατροδικαστών που δέκτηκε το Κακουργιοδικείο, το πιθανότερο είναι ότι το θύμα ήταν χαμηλά, γονατούσε ή καθόταν στο έδαφος και για κάποιο λόγο ανασήκωσε το αριστερό του χέρι προς το δράστη. Ο δράστης ήταν όρθιος και σκόπευε με κλίση προς τα κάτω και οι κάννες του όπλου εφάπτοντο κάτω από τη μασχάλη του ανυψωμένου αριστερού χεριού του θύματος. Με την ανύψωση του χεριού ο κορμός του θύματος έγυρε προς το δράστη και τη στιγμή εκείνη ο δράστης πυροβόλησε. Το θύμα έπεσε στο έδαφος και σύντομα μετά δέκτηκε τα χαριστική βολή στο κεφάλι.
Το Κακουργιοδικείο ήταν πεπεισμένο ως εκ του σημείου που στεκόταν ο δράστης, προκειμένου να επιτύχει το δεύτερο πυροβολισμό, πως αναμένετο ότι τα παπούτσια και τα κάτω ενδύματα του θα κηλιδώνονταν με αίματα του θύματος. Το ίδιο και το όπλο του, τόσο κατά τον πρώτο όσο και κατά το δεύτερο πυροβολισμό. Επίσης, ήταν η διαπίστωση του ότι ο δράστης μετά τη δολοφονία εισήλθε εις το αυτοκίνητο του θύματος από την πόρτα του συνοδηγού σε αναζήτηση των χρημάτων του θύματος.
Σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η δολοφονία έγινε μεταξύ των ωρών 14:46:56 και «σύντομα μετά τις 15:30» κάποιο ουσιαστικό χρόνο πριν τις 15:30 και ακόμη, περιορίζοντας την χρονική αυτή περίοδο, προέβηκε σε εύρημα ότι η δολοφονία έγινε εντός περιόδου 12 λεπτών, ήτοι μεταξύ 14:47-14:59 της 31.10.2012.
Οι έρευνες της Αστυνομίας οδήγησαν στον Εφεσείοντα, τον οποίο ως προαναφέραμε, το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο στις κατηγορίες που έχουν αναφερθεί. Το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στην καταδίκη του Εφεσείοντα έχοντας υπόψιν τ' ακόλουθα, όπως παρατίθενται αυτούσια, στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας και ψεύδη του Εφεσείοντα:
«Ο κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που μερίμνησε ώστε το θύμα να μεταβεί στο χώρο όπου δολοφονήθηκε. Για να επιτύχει αυτή τη μετακίνηση του θύματος είχε τηλεφωνική συνομιλία μαζί του το πρωί της ημέρας της δολοφονίας.
Για την τηλεφωνική του συνομιλία με το θύμα, και όσες άλλες ακολούθησαν μέχρι και λίγο πριν τη δολοφονία, χρησιμοποίησε κάρτα προπληρωμένης τηλεφωνίας της ΜΤΝ που δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του χρήστη. Και τούτο παρά το γεγονός πως διέθετε άλλο κινητό τηλέφωνο. Την κάρτα αγόρασε το ίδιο πρωί από περίπτερο, αναφέροντας ψευδώς στην υπάλληλο του περιπτέρου πως η κάρτα του της Primetel για την οποία είχε αμέσως προηγουμένως αγοράσει χρόνο ομιλίας είχε μπλοκάρει. Την κάρτα της ΜΤΝ χρησιμοποίησε σε ένα παλιό του τηλέφωνο και όχι σε ένα από τα δύο τηλέφωνα που συνήθιζε να κρατεί μαζί του. Χρησιμοποίησε την κάρτα της ΜΤΝ για να τηλεφωνεί στο θύμα και σε κανένα άλλο. Έκανε δηλαδή επιλογή, όταν τηλεφωνούσε σε οιονδήποτε άλλο χρησιμοποιούσε τον αριθμό του 95113536 με τη συσκευή Τεκμήριο 62, ενώ όταν τηλεφωνούσε στο θύμα χρησιμοποιούσε την κάρτα της ΜΤΝ με αριθμό 96382219 με την συσκευή Τεκμήριο 63. Η κάρτα της ΜΤΝ που χρησιμοποιήθηκε την 31.10.2012 στη τηλεφωνική συσκευή Τεκμήριο 63 δεν ανευρέθηκε μέσα στη συσκευή όταν αυτή εντοπίστηκε σε συρτάρι του γραφείου του κατηγορούμενου από την Αστυνομία δύο ημέρες μετά. Μέσα στο τηλέφωνο υπήρχε άλλη κάρτα. Η κάρτα της ΜΤΝ με αριθμό 96382219 ουδέποτε ανευρέθηκε ενώ οι τηλεφωνικές ενέργειες της 31.10.2012 είχαν διαγραφεί από το Τεκμήριο 63.
Ο κατηγορούμενος είπε ψέματα στην Αστυνομία αρνούμενος ότι την 31.10.2012 αγόρασε κάρτα προπληρωμένης τηλεφωνίας της ΜΤΝ. Είπε επίσης ψέματα πως δεν χρησιμοποίησε την συσκευή τηλεφώνου Τεκμήριο 63 τον τελευταίο χρόνο.
Ο κατηγορούμενος, το θύμα και ο Δήμος ήταν τα μόνα πρόσωπα που γνώριζαν πως το θύμα θα μετέβαινε στο χώρο της συνάντησης μεταφέροντας μαζί του μεγάλο ποσό χρημάτων, και ο Δήμος ούτε καν γνώριζε την ακριβή τοποθεσία της συνάντησης.
Ο κατηγορούμενος το πρωί της 31.10.2012 είχε πει στη Χαριλάου πως ανέμενε κάποιον από τη Λάρνακα για να πάρει κάποια χρήματα. Αυτό είχε ειπωθεί σε συνάρτηση με την υπόσχεση του κατηγορούμενου να δώσει στη Χαριλάου ποσό €500.
Ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην περιοχή της σκηνής της δολοφονίας και βρισκόταν στην περιοχή κατά το χρόνο που βρισκόταν εκεί και το θύμα.
Το θύμα ήταν ζωντανό μέχρι και τις 14:47 ενώ 14:59 ο κατηγορούμενος έχει ήδη εγκαταλείψει την περιοχή και οδεύει στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού Πάφου προς Πάφο. Τηλεφωνεί στη Χαριλάου για να την συναντήσει. Έχει πλέον τα €500 που της υποσχέθηκε. Είπε ψέματα στην αστυνομία αναφέροντας πως δεν θυμόταν πότε είχε δει τη Χαριλάου για τελευταία φορά.
Το ποσό των €17.000 που το θύμα μετέφερε στο αυτοκίνητο του δεν ανευρέθηκε, ο δολοφόνος του τα είχε κλέψει.
Ο κατηγορούμενος προβάλλοντας ψεύτικο άλλοθι ουσιαστικά αρνήθηκε ότι μετέβηκε στη σκηνή του εγκλήματος.
Μετά τη δολοφονία και ληστεία του θύματος ο κατηγορούμενος ξοδεύει χρήματα και μεταξύ άλλων χαρτονομίσματα των €100. Πέντε έδωσε στη Χαριλάου, πέντε στην ΑΤΗΚ ενώ άλλο ένα βρέθηκε στην κατοχή του. Το θύμα μετέφερε 110 χαρτονομίσματα των €100.
.............................
Ότι στο Τεκμήριο 92 υπάρχει κηλίδα αίματος του θύματος εξηγείται από την παρουσία του κατηγορούμενου ντυμένου με αυτό κατά το έγκλημα ή να το φορά στη συνέχεια στη σκηνή του εγκλήματος. Καμιά εξήγηση άλλη από την εμπλοκή του κατηγορούμενου στη δολοφονία δεν προσφέρθηκε για την παρουσία της κηλίδας στο Τεκμήριο 92.
Εισηγήθηκε η δικηγόρος του κατηγορούμενου πως μπορεί το αίμα να προέρχεται από το στόμα του θύματος που μπορεί να είχε κάποια πάθηση π.χ. ουλίτιδα και σε κάποια περίπτωση στο παρελθόν με την ομιλία ή όταν φταρνίστηκε να επικάθισε η κηλίδα με το αίμα του στο Τεκμήριο 92. Το σενάριο δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία, ούτε καν ότι υπήρξαν οι προϋποθέσεις για να συμβεί. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι σε συνάντηση του κατηγορούμενου με το θύμα ο κατηγορούμενος φορούσε το Τεκμήριο 92 ή ότι το θύμα είχε φταρνιστεί ή ότι είχε κάποια πάθηση στο στόμα. Αντίθετα όταν, κατά τις ανακρίσεις, ειπώθηκε στον κατηγορούμενο πως αίμα του θύματος εντοπίστηκε στο παντελόνι παραλλαγής απάντησε πως δεν είχε έρθει σε επαφή με το θύμα, ούτε ποτέ τσακώθηκε μαζί του. Δεν υποστήριξε πως φορούσε το παντελόνι παραλλαγής σε οποιαδήποτε συνάντηση του με το θύμα στο παρελθόν (βλ. Τεκμήριο 294).
Ο τρόπος δολοφονίας του θύματος ήταν τέτοιος που θα προκαλείτο εκτίναξη αίματος από το σώμα του αλλά, κυρίως, από το κεφάλι του και σε παντελόνι του κατηγορούμενου ανευρέθηκε κηλίδα αίματος του θύματος. Ο κατηγορούμενος φορούσε το συγκεκριμένο παντελόνι το πρωινό της ημέρας της δολοφονίας, γεγονός το οποίο ψευδώς αρνήθηκε αναφέροντας πως φορούσε άλλα ενδύματα.
Η ισχύς της περιστατικής μαρτυρίας, περιλαμβανομένων των ψεμάτων του κατηγορούμενου, είναι συντριπτική και οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο κατηγορούμενος ήταν ο δράστης του εγκλήματος ενώ άλλο διαφορετικό συμπέρασμα δεν αντέχει των περιστάσεων όπως έχουν αποδειχθεί.
Ως εκ της φύσης του όπλου που χρησιμοποιήθηκε δεν θα μπορούσε να γίνει βαλλιστική ταύτιση με οποιοδήποτε όπλο. Ούτε υπήρξαν θετικά ευρήματα επί του φλοπέρ του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 88) για να συνδεθεί.
Δεν είναι απαραίτητο να καταλήξουμε με βεβαιότητα στο όπλο που ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε. Η ταύτιση του δολοφονικού όπλου δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος. Σημειώνουμε απλά για σκοπούς πληρότητας πως έχουμε ισχυρή πεποίθηση πως το Τεκμήριο 88 ήταν το δολοφονικό όπλο.
Το θύμα δολοφονήθηκε με πυροβόλο κυνηγετικό όπλο τύπου φλοπέρ και ο κατηγορούμενος ήταν ιδιοκτήτης και κάτοχος τέτοιου όπλου. Είχε συνεπώς τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσει για να δολοφονήσει το θύμα. Ότι λογικά αναμενόταν ήταν πως στη συνέχεια θα προέβαινε σε τέτοιο καθαρισμό του ώστε να απαλείψει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο. Πράγματι το όπλο αυτό, όταν ανευρέθηκε στην κατοικία του από την αστυνομία ήταν καθαρισμένο σε τέτοιο βαθμό ώστε επ' αυτού να μην ανευρεθούν εναπομείναντα στοιχεία συνήθους καθαρισμού.
Ο κατηγορούμενος διαθέτοντας το Τεκμήριο 88 δεν πιστεύουμε ότι θα αναζητούσε άλλο όπλο για να διαπράξει την δολοφονία. Θα ήταν γι΄ αυτόν αρκετό να προβεί στον καθαρισμό του μετά το έγκλημα.»
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω και με παραπομπή στην νομολογία, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο φόνος ήταν προμελετημένος και ως αποτέλεσμα καταδίκασε τον Εφεσείοντα για φόνο εκ προμελέτης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης διά βίου. Ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του με πέντε λόγους έφεσης, θέτοντας ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε στην κρίση του.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, θα πρέπει εξ' αρχής να λεχθεί ότι η όλη υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία, δοθέντος ότι δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του θύματος.
Η περιστατική μαρτυρία δεν είναι με οποιοδήποτε τρόπο υποδεέστερη της άμεσης μαρτυρίας. Αντίθετα, όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 σελ. 119-120 και επαναλήφθηκε στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 748 και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, όταν η μαρτυρία «... είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους ...». Αυτό, διότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να είναι καταλυτική ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου με τους κρίκους της αλυσίδας της να είναι τόσο συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους ώστε να μην παρέχεται έδαφος για άλλη λογική εξήγηση εκτός του ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος του αδικήματος. Με την περιστατική μαρτυρία πρέπει το αδίκημα να συνδέεται με τον κατηγορούμενο και την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία, (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73). Η περιστατική μαρτυρία πρέπει ταυτόχρονα, κατά τη νομολογία, (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτη Νικολάου - πιο πάνω -), να μην περιέχει κενά στην πορεία της, ώστε να παρέχεται η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής. (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 215/2012 ημερ. 6.4.2015).
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις εύλογες διαπιστώσεις Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που είναι το αποτέλεσμα της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας μετά την αποκόμιση των αναγκαίων εντυπώσεων από την παρακολούθηση των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ζύγιση των πραγμάτων και τα όλα δεδομένα της υπόθεσης (βλ. Tekinder Pal κ.α. ν. Δημοκρατία (2010) 2 Α.Α.Δ. 441). Θα επέμβει όμως όπου η αξιολόγηση και ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή ευρίσκονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή μαρτυρία ή όπου τα ευρήματα είναι ανακόλουθα με τη δοθείσα αποδεκτή μαρτυρία ή αξιολόγηση των δεδομένων πάσχει (βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 36). Τονίζεται ότι η μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, αξιολογείται συνολικά και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό κατά τρόπο που θα έτεινε να εκτρέψει την αξιολόγηση από την ορθή της διάσταση. Τονίζεται επίσης ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι για αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας (βλ. Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409).
Οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1-3, είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι και αφορούν την αξιολόγηση, ευρήματα και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου και συνεπώς θα εξεταστούν μαζί.
Ουσιώδες, ίσως το πλέον ουσιώδες, στοιχείο στην παρούσα υπόθεση είναι η παρουσία ή μη του Εφεσείοντα στην περιοχή και ιδιαίτερα στη σκηνή όπου έγινε η δολοφονία κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η σημασία του στοιχείου αυτού επαυξάνεται ιδιαίτερα, ενόψει του ισχυρισμού του Εφεσείοντα ότι αυτός, κατά τον πιο πάνω χρόνο ή άλλο χρόνο της 31.10.2012, δεν μετέβη στην πιο πάνω περιοχή και ιδιαίτερα στην σκηνή του εγκλήματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στηριζόμενος στο Τεκμ. 415, το οποίο είναι η εκτύπωση των δεδομένων της κάρτας κινητής τηλεφωνίας με αριθμό κλήσης 99290704 που ανήκε στο θύμα, πρόβαλε ότι εφόσον σ΄ αυτό φαίνεται ότι το θύμα μίλησε στο κινητό του η ώρα 15:35.47, συνεπάγεται ότι αυτός ήταν εν ζωή κατά το χρόνο αυτό, ενώ παράλληλα, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, ο Εφεσείων η ώρα 15:39 ευρίσκετο εις το χωριό Σκουλλί. Ήταν συνεπώς εκ των πραγμάτων αδύνατο να ευρίσκεται στην Πέτρα του Ρωμιού στις 15:35, να σκοτώσει το θύμα και 4 λεπτά ή 25 λεπτά (αφού πριν τις 16:00 συναντήθηκε με τον Παπαχριστοδούλου) αργότερα να ευρίσκεται στο Σκουλλί, έχοντας κάνει στάση στην Πάφο για να συναντήσει την Χαριλάου.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την πιο πάνω εισήγηση ως ανεδαφική. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:
«Μελετήσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και είμαστε πεπεισμένοι πως πρόκειται για πέντε καταγραφές που εμπεριέχουν σφάλμα. Σημειώνουμε πως αναφορικά με τα τηλεφωνήματα που έκανε και δεχόταν το συγκεκριμένο τηλέφωνο του θύματος έχουμε και άλλες πηγές.
Ο Υπαστ. Ιωάννου και Α/Αστ. Τσαππή κατόπιν συγκατάθεσης του γιου του θύματος Δήμου προέβηκαν στη σκηνή του εγκλήματος σε προκαταρκτική εξέταση των δύο κινητών τηλεφώνων του θύματος του Τεκμηρίου 29 με τον αριθμό κλήσης 99290704 και του Τεκμηρίου 31. Διαπίστωσαν ότι η τελευταία κλήση που έλαβε το θύμα ήταν η ώρα 14:46 από τον αριθμό 96382219. Προδήλως εννοούσαν την τελευταία ενέργεια του τηλεφώνου του. Η κλήση αυτή υπάρχει στο Τεκμήριο 415 και είναι η καταγραφή 16. Ούτε ο Υπαστ. Ιωάννου ούτε και ο Α/Αστ. Τσαππή αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση τους.
Εφόσον το τελευταίο τηλεφώνημα που έλαβε το θύμα ήταν η ώρα 14:46 σημαίνει ότι τα τηλεφωνήματα εισερχόμενα και εξερχόμενα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 415 ότι πραγματοποιήθηκαν σε μεταγενέστερη ώρα εμπεριέχουν σφάλμα.
Αντιπαραβάλαμε τα στοιχεία του Τεκμηρίου 415 με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του συγκεκριμένου τηλεφώνου όπως παραδόθηκαν στην αστυνομία από την ΑΤΗΚ (Τεκμήριο 139). Ως γενική παρατήρηση διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν παρεκκλίσεις κάποιων δευτερολέπτων στις καταγραφές. Οι πέντε «ελεγχόμενες» κλήσεις παρουσιάζονται με τα ίδια περίπου στοιχεία με διαφορά μιας ώρας. Καταγράφουμε τις πέντε κλήσεις όπως παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 415 σε σχέση με τα στοιχεία που καταγράφονται στο Τεκμήριο 139:
- 15:03:07, 19 δευτερόλεπτα - 14:02:42, 20 δευτερόλεπτα
- 15:14:34, 38 δευτερόλεπτα - 14:14:22, 39 δευτερόλεπτα
- 15:19:40, 26 δευτερόλεπτα - 14:19:15, 27 δευτερόλεπτα
- 15:25:01, 20 δευτερόλεπτα - 14:24:47, 22 δευτερόλεπτα
- 15:35:47, 16 δευτερόλεπτα - 14:35:22, 17 δευτερόλεπτα
Παρατηρούμε πως στο χρόνο ομιλίας υπάρχει διαφορά ενός δευτερολέπτου ενώ στην ώρα υπάρχει στις εισερχόμενες διαφορά μιας ώρας και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα ενώ στις εξερχόμενες υπάρχει διαφορά στη μια περίπτωση μιας ώρας και δώδεκα δευτερόλεπτα και στην άλλη μιας ώρας και δεκατεσσάρων δευτερολέπτων.
Πέραν του Τεκμηρίου 139 έχουμε και τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του ύποπτου αριθμού όπως παραδόθηκαν από την ΜΤΝ στην αστυνομία (Τεκμήριο 138) όπου καταγράφονται τα πιο πάνω τηλεφωνήματα ως ακολούθως:
- 14:02:42, 20 δευτερόλεπτα
- Απουσιάζουν στοιχεία
- 14:19:15, 27 δευτερόλεπτα
- 14:24:47, 22 δευτερόλεπτα
- 14:35:23, 16 δευτερόλεπτα
Είμαστε πεπεισμένοι πως οι πέντε ελεγχόμενες κλήσεις πραγματοποιήθηκαν στις ώρες που καταγράφουν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της ΑΤΗΚ Τεκμήριο 139 και της ΜΤΝ Τεκμήριο 138. Πρόκειται για δύο ανεξάρτητες πηγές πληροφοριών που ταυτίζονται. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από υπαλλήλους των εταιρειών αναφορικά με τον τρόπο καταγραφής και το αξιόπιστο των πληροφοριών. Υπενθυμίζουμε τη μαρτυρία του Φιλίππου αναφορικά με τη συμμόρφωση των συστημάτων της ΜΤΝ με διεθνή πρότυπα ISO.
Τα δεδομένα των Τεκμηρίων 139 και 138 εμπεριέχουν και άλλα στοιχεία όπως οι κυψέλες οι οποίες εξυπηρέτησαν τον ανταποκριτή του τηλεφώνου του θύματος, δηλαδή το ύποπτο τηλέφωνο και οι τοποθεσίες που οι κυψέλες καλύπτουν ταιριάζει ότι εκεί βρισκόταν το ύποπτο τηλέφωνο κατά τους χρόνους που το Τεκμήριο 138 αποκαλύπτει. Ότι εκεί πράγματι βρισκόταν το ύποπτο τηλέφωνο στην κατοχή του κατηγορουμένου επιβεβαιώνεται από τις κυψέλες που εξυπηρέτησαν τα άλλα δύο τηλέφωνα του κατηγορούμενου που παραδεχτά κατείχε.
Κλήσεις του τηλεφώνου του θύματος (Τεκμήριο 29) μετά τις 14:46:56 δεν καταγράφονται είτε από την ΑΤΗΚ για το τηλέφωνο του θύματος είτε από την ΜΤΝ για το ύποπτο τηλέφωνο. Οι «ελεγχόμενες» κλήσεις όπως καταγράφονται χρονικά στα Τεκμήρια 139 και 138 δεν παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 415. Συνεπώς δεν πρόκειται περί πρόσθετων κλήσεων. Πρόκειται για τις ίδιες κλήσεις που καταγράφηκαν με λανθασμένη ώρα.
Πώς τούτο προέκυψε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Το ζήτημα δεν είχε επισημανθεί κατά την παρουσία του Αστ. Μιχαηλίδη στο εδώλιο του μάρτυρα για να ερωτηθεί σχετικά. Το σύστημα της ΑΤΗΚ όπως και αυτό της ΜΤΝ εργάζεται αυτόματα και δεν επιδέχεται παρεμβάσεων. Κρίνουμε πως μπορούμε με ασφάλεια να βασιστούμε στα δεδομένα αυτά. Κάτι *πρέπει να συνέβηκε στο κινητό τηλέφωνο του θύματος, ίσως όταν ο Υπαστ. Ιωάννου και ο Α/Αστ. Τσαππή το λειτούργησαν στη σκηνή του εγκλήματος ή όταν ο Αστ. Μιχαηλίδης το έθεσε επί του εξοπλισμού του. Γιατί ότι οι αστυνομικοί είδαν στη σκηνή ήταν πως η τελευταία κλήση ήταν στις 14:46 και όλο το ερώτημα αφορά κλήσεις που η συσκευή παρουσιάζει ότι έγιναν μεταγενέστερα.
Η μαρτυρία του Μακρούρη που ανήβρε τη σωρό του θύματος επιβεβαιώνει πως η καταγραφή 15:35:47 είναι λανθασμένη. Ο Μακρούρη αντίκρισε το θύμα δύο με τρία λεπτά μετά που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του στο παλιό δρόμο Λεμεσού-Πάφου. Αυτό σύμφωνα με τη μαρτυρία του η οποία δεν αμφισβητήθηκε και την οποία αποδεχόμαστε έγινε γύρω στις 15:30. Ακόμα και αν ο Μακρούρης δεν ήταν ακριβής σε σχέση με την ώρα τα χρονικά περιθώρια είναι τέτοια που δεν αφήνουν αμφιβολία πως το θύμα ήταν ήδη νεκρό. Δεν θα μπορούσε η ώρα 15:36 (το τηλεφώνημα ήταν διάρκειας 17 δευτερολέπτων) να ήταν ζωντανός και να ομιλεί στο τηλέφωνο. Τούτο θα σήμαινε πως δολοφονήθηκε μετά τις 15:36. Ο Μακρούρης δεν μπορεί να έχει σφάλμα πέραν από ελάχιστα λεπτά γιατί έχοντας διαπιστώσει το φονικό επέστρεψε πίσω στο αυτοκίνητο του και από εκεί οδήγησε στον Αστυνομικό Σταθμό Κουκλιών όπου έφτασε περί ώρα 15:50. Αν η δολοφονία γινόταν μετά τις 15:36 ο Μακρούρης θα άκουγε τους πυροβολισμούς, θα διαπίστωνε κάποια κίνηση στην περιοχή ενώ, ενδεχομένως να ήταν και αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας.
Η μαρτυρία είναι συντριπτική και τα στοιχεία αλληλένδετα μεταξύ τους ώστε να μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να καταλήξουμε ότι τα πραγματικά δεδομένα των πέντε «ελεγχόμενων» κλήσεων είναι όπως παρουσιάζονται στα Τεκμήρια 139 και 138.»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, την οποία κρίνουμε ορθή, στηριζόμενη σε αξιόπιστη, ανεξάρτητη μαρτυρία. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί, τα συστήματα των δύο εταιρειών λειτουργούν αυτόματα, και δεν επιδέχονται παρεμβάσεων. Σ΄ αυτό προσθέτουμε ότι τα δύο συστήματα λειτουργούν ανεξάρτητα και παρόλα ταύτα ταυτίζονται. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία από την εξέταση του κινητού τηλεφώνου του θύματος με τον πιο πάνω αριθμό (99290704), που έγινε λίγη ώρα μετά τον φόνο, διεπιστώθη ότι η τελευταία κλήση που έλαβε ήταν η ώρα 14:46 και προέρχετο από το κινητό τηλέφωνο με αριθμό 96382219, το οποίο ήταν ένα από τα τρία κινητά τηλέφωνα που χρησιμοποιούσε ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως είναι εύρημα του Κακουργιοδικείου. Εφόσον, λοιπόν, η τελευταία λειτουργία (κλήση) του άνω τηλεφώνου ήταν στις 14:46 το γεγονός αυτό αποκλείει τη μεταγενέστερη λειτουργία του και συνεπώς οι εγγραφές στο Τεκμήριο 415, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο Εφεσείων για να οικοδομήσει την εισήγηση του είναι λανθασμένες. Αυτά σε συνδυασμό με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Κ. 3, Μακρούρη που εισηγείται ότι αυτός αντίκρυσε τη σωρό του θύματος 2΄-3΄ μετά τις 15:30, αποκλείουν οποιαδήποτε άλλη θεώρηση των πραγμάτων ως αληθή και πραγματική.
Η μαρτυρία που συνίσταται από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, παράλληλα καταδείκνυε ότι ο Εφεσείων κατά τον κρίσιμο χρόνο ευρίσκετο στην περιοχή που ευρίσκεται το σημείο διάπραξης του φόνου. Ο κρίσιμος χρόνος μέσα στον οποίον το Κακουργιοδικείο τοποθετεί τη διάπραξη του εγκλήματος είναι η ώρα 14:47 - 14:59. Η 14:47 καθορίζεται ως αποτέλεσμα του τηλεφωνήματος μεταξύ θύματος και Εφεσείοντα στις 14:46.56 διάρκειας 42 δευτερολέπτων. Η ώρα 14:59 καθορίζεται από το Κακουργιοδικείο συνεπεία τηλεφωνήματος του Εφεσείοντα στη Χαριλάου στις 14:59.12. Μόνο και μόνο για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του θέματος θα προεκτείνουμε το χρόνο μέχρι τις 15:30 περίπου, που η σορός του θύματος ανευρέθη στη σκηνή του εγκλήματος από το μάρτυρα Μακρούρη. Μέσω των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων η θέση του Εφεσείοντα καθορίζεται με ακρίβεια. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο χρησιμοποιούσε τρία (3) κινητά τηλέφωνα με αριθμούς 99130013, 95113536 και 96382219, ενώ το θύμα χρησιμοποιούσε δύο κινητά τηλέφωνα με αριθμούς 99290704 και 99648486.
→ Στις 14:35:23 τα τηλέφωνα 99290704 (θύματος) και 96382219 (Εφεσείοντα) είχαν σύνδεση. Σ' αυτόν το χρόνο το τηλέφωνο του θύματος ευρίσκετο εντός της ζώνης κάλυψης της κυψέλης της ΑΤΗΚ α. 108 (Κεραία LEM-PAPHOS RD1 επί Τεμ. 402 και 407) που καλύπτει μέρος του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού-Πάφου αλλά εκτός της σκηνής του εγκλήματος. Το τηλέφωνο 963822191 (Εφεσείοντα) κατά τον ίδιο χρόνο ευρίσκετο στη ζώνη κάλυψης της ΜΤΝ αρ. 15092 που καλύπτει μια ζώνη εφαπτόμενη του άνω αυτοκινητόδρομου και προς νότο που ευρίσκεται η ακτινογραμμή και εφάπτεται της σκηνής του εγκλήματος.
→ Μεταξύ 14:35:23 και 14:39:19 που συνδέθηκαν τα δύο άνω τηλέφωνα ακολούθησαν άλλες τέσσερις (4) ανεπιτυχείς κλήσεις από τον Εφεσείοντα προς το θύμα.
→ Στις 14:39:18 τα δύο τηλέφωνα συνδέθηκαν και πάλι. Το τηλέφωνο του θύματος ευρίσκετο ακόμη στην κυψέλη 108 της ΑΤΗΚ ενώ του Εφεσείοντα εντός της κυψέλης αρ. 15082 της ΜΤΝ που καλύπτει περιοχή ανατολικά πέραν της σκηνής του εγκλήματος.
→ Στις 14:46:56 τα δύο τηλέφωνα είχαν σύνδεση 42" και το τηλέφωνο του θύματος ευρίσκετο εντός της κυψέλης 141 της ΑΤΗΚ (Κεραία LEM-PAPHOS RD2) που καλύπτει την σκηνή του εγκλήματος και το τηλέφωνο του Εφεσείοντα ευρίσκετο στην κυψέλη αρ. 15092 της ΜΤΝ που ευρίσκεται ακριβώς δίπλα και δεξιότερα της κυψέλης 141 και αλληλοκαλύπτονται σε κάποιο μέρος τους.
→ Στις 14:52:16 το τηλέφωνο του Εφεσείοντα με αρ. 95113536 κλήθηκε αλλά δεν υπήρξε απάντηση. Κατά το χρόνο αυτό ευρίσκετο εντός της κυψέλης 141 της ΑΤΗΚ που καλύπτει την σκηνή του εγκλήματος.
→ Στις 14:59:12 ο Εφεσείων με το τηλέφωνο του αρ. 95113536 συνδέθηκε με το τηλέφωνο αρ. 96454334 για 59". Το τηλέφωνο του Εφεσείοντα κατά το χρόνο αυτό ευρίσκεται εντός της ζώνης κάλυψης της κυψέλης 161 (Κεραία LEM-PAPHOS RD3) που καλύπτει μέρος του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού-Πάφου και ευρίσκεται δυτικότερα και εκτός της σκηνής του εγκλήματος.
→ Στις 15:12 τα δύο άνω τηλέφωνα (Εφεσείοντα - Χαριλάου) συνδέθηκαν εκ νέου.
Προκύπτει αβίαστα από την πιο πάνω μαρτυρία ότι ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ευρίσκετο στη σκηνή του εγκλήματος ή, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση γι' αυτόν, στην περιοχή της σκηνής του εγκλήματος. Ο ίδιος στις καταθέσεις και δηλώσεις του, τοποθέτησε κατά τον πιο πάνω χρόνο τον εαυτό του στην περιοχή Γουδίου-Πόλης Χρυσοχούς που ευρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση και αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ψεύδεται και ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου είναι ορθά και στέρεα, βασισμένα σε μαρτυρία που δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων ν΄ αντικρουστεί. Ούτε ασφαλώς μπορεί να πετύχει η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δεν είναι απαραβίαστα και ότι οι τρεις μάρτυρες που κατάθεσαν αυτά δεν ήταν τεχνικοί, γνώστες του αντικειμένου. Με όλο το σεβασμό προς τον συνήγορο, όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν σχετικά κατείχαν τόσο τα προσόντα όσο και την αναγκαία πείρα για το αντικείμενο στο οποίο αναφέροντο. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, η οποία δεν αντικρούσθη, τα τεχνικά συστήματα της ΑΤΗΚ και ΜΤΝ απ' όπου αντλήθησαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα λειτουργούν αυτόματα, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης, καταγράφοντας κάθε λειτουργία, τηλεφώνημα ή μήνυμα και δημιουργούν αρχείο, όπου αποθηκεύονται όλα τα στοιχεία για καθορισμένη από το νόμο χρονική περίοδο. Τα αρχεία δεν επιδέχονται αλλοιώσεις και η πρόσβαση σ΄ αυτά είναι περιορισμένη. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα μπορούσε το Κακουργιοδικείο με ασφάλεια να τα χρησιμοποιήσει και να βασισθεί στα δεδομένα αυτά.
Το επόμενο ουσιαστικό στοιχείο που αφορά την παρούσα υπόθεση είναι η κηλίδα αίματος που ανευρέθη σε παντελόνι του Εφεσείοντα. Το παντελόνι παραλλαγής (Τεκμήριο 92), το οποίο περισυνελέγη στις 2.11.2012 από τ' άπλυτα στο μπάνιο της κατοικίας του Εφεσείοντα από την Αστυνομία, Λοχ. Κωνσταντίνου, δεν αμφισβητείται ότι είναι δικό του. Επίσης δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, πρωϊνό της 31.10.12, το φορούσε ο Εφεσείων και ότι εξετάστηκε από τον κ. Μάριο Καρυόλου (Μ.Κ.19), ειδικό επί του γενετικού υλικού, ο οποίος μετά από τις εξετάσεις που προέβη κατέληξε ότι η κηλίδα αίματος που εντοπίστηκε στο εμπρόσθιο μέρος του δεξιού ποδιού του παντελονιού παρήχθηκε από αίμα του θύματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, προκειμένου να προβάλει ότι ο Εφεσείων δεν ευρίσκετο στη σκηνή του εγκλήματος, εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες αμφοτέρων των ιατροδικαστών (Μ.Κ.64 και Μ.Υ.2), ο δράστης του αδικήματος έπρεπε να φέρει στα ρούχα και κύρια στο παντελόνι του, φανέλα και παπούτσια μεγάλη ποσότητα αίματος και εγκεφαλικού ιστού τα οποία προέρχονταν από την εκτίναξη του κρανίου, συνεπεία εξ επαφής πυροβολισμού. Ενόψει του ότι ουδεμία σχετική μαρτυρία προσήχθη αναφορικά με τυχόν προστατευτικά ενδύματα και ότι στη σκηνή του εγκλήματος, επί των οχημάτων του θύματος και Εφεσείοντα και όπλο του Εφεσείοντα δεν ανευρέθη γενετικό υλικό, αίμα ή οτιδήποτε άλλο. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο δράστης φορούσε προστατευτικά ενδύματα είναι εικασία, αποτελούσα υπόθεση του Δικαστηρίου μη υποστηριζόμενη από μαρτυρία. Εστιάζοντας περισσότερο, έθεσε τα ερωτήματα εάν ο Εφεσείων ήταν ο δράστης γιατί τότε στο όχημα και το όπλο του (Τεκμήριο 88) δεν ανευρέθηκε ίχνος αίματος από τα προστατευτικά ενδύματα, όπλο, υποδήματα ή ακόμη τα χέρια του.
Το καίριο ερώτημα το οποίο τίθεται στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι γιατί δεν βρέθηκε αίμα και στα πιο πάνω αλλά πώς δικαιολογείται το αίμα του θύματος στο παντελόνι του Εφεσείοντα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Εφεσείων το πρωϊνό της 31.10.12 φορούσε το παντελόνι αυτό.
Το Κακουργιοδικείο στη σελ. 111 της απόφασης του αναφέρει τ' ακόλουθα:
«Δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς συνέβηκε, ό,τι βρίσκουμε είναι πως υπάρχει εξήγηση γιατί, αν ο κατηγορούμενος φορούσε το Τεκμήριο 92, μόνο μια κηλίδα με αίμα του θύματος εντοπίστηκε σε αυτό. Ότι στο Τεκμήριο 92 υπάρχει κηλίδα αίματος του θύματος εξηγείται από την παρουσία του κατηγορούμενου ντυμένου με αυτό κατά το έγκλημα ή να το φορά στη συνέχεια στη σκηνή του εγκλήματος. Καμιά εξήγηση άλλη από την εμπλοκή του κατηγορούμενου στη δολοφονία δεν προσφέρθηκε για την παρουσία της κηλίδας στο Τεκμήριο 92.
Εισηγήθηκε η δικηγόρος του κατηγορούμενου πως μπορεί το αίμα να προέρχεται από το στόμα του θύματος που μπορεί να είχε κάποια πάθηση π.χ. ουλίτιδα και σε κάποια περίπτωση στο παρελθόν με την ομιλία ή όταν φταρνίστηκε να επικάθισε η κηλίδα με το αίμα του στο Τεκμήριο 92. Το σενάριο δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία, ούτε καν ότι υπήρξαν οι προϋποθέσεις για να συμβεί. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι σε συνάντηση του κατηγορούμενου με το θύμα ο κατηγορούμενος φορούσε το Τεκμήριο 92 ή ότι το θύμα είχε φταρνιστεί ή ότι είχε κάποια πάθηση στο στόμα. Αντίθετα όταν, κατά τις ανακρίσεις, ειπώθηκε στον κατηγορούμενο πως αίμα του θύματος εντοπίστηκε στο παντελόνι παραλλαγής απάντησε πως δεν είχε έρθει σε επαφή με το θύμα, ούτε ποτέ τσακώθηκε μαζί του. Δεν υποστήριξε πως φορούσε το παντελόνι παραλλαγής σε οποιαδήποτε συνάντηση του με το θύμα στο παρελθόν (βλ. Τεκμήριο 294).
Ο τρόπος δολοφονίας του θύματος ήταν τέτοιος που θα προκαλείτο εκτίναξη αίματος από το σώμα του αλλά, κυρίως, από το κεφάλι του και σε παντελόνι του κατηγορούμενου ανευρέθηκε κηλίδα αίματος του θύματος. Ο κατηγορούμενος φορούσε το συγκεκριμένο παντελόνι το πρωινό της ημέρας της δολοφονίας, γεγονός το οποίο ψευδώς αρνήθηκε αναφέροντας πως φορούσε άλλα ενδύματα.»
Ο Εφεσείων όπως προαναφέρθηκε ουδεμία εξήγηση έδωσε, με αποδεκτή μαρτυρία, αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η κηλίδα αίματος του θύματος βρέθηκε στο παντελόνι του το οποίο φορούσε το πρωϊνό της 31.10.2012. Ήταν απόλυτο δικαίωμα του Εφεσείοντα να μη δώσει οιανδήποτε μαρτυρία επί τούτου, πλην όμως είναι ένα στοιχείο της περιστατικής μαρτυρίας το οποίο το Δικαστήριο δύναται να συνεκτιμήσει με όλα τα άλλα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας. Καθήκον του Δικαστηρίου είναι η εκτίμηση του στοιχείου της περιστατικής μαρτυρίας και όχι η θεωρητική εξήγηση οιωνδήποτε υποθέσεων αποσυναρτημένων από μαρτυρία, όπως αυτές που έθεσε ο συνήγορος του Εφεσείοντα προκειμένου να οδηγηθεί στο αποτέλεσμα που αυτός εισηγείται. Το Κακουργιοδικείο πολύ ορθά ενέταξε και το στοιχείο αυτό μαζί με τα άλλα τα οποία απεδείχθησαν ενώπιον του (βλ. σελ. 108-112 της απόφασης), προκειμένου να προβεί στην αναγκαία δικαστική λειτουργία όπως η νομολογία μας επιτάσσει και δεν ευρίσκουμε λόγω επέμβασης μας.
Ο Εφεσείων παραπονείται περαιτέρω ότι λανθασμένα και αντίθετα με την δοθείσα μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στο εύρημα «ότι δεν εντοπίστηκε αίμα του θύματος επί του φονικού όπλου - φλοπέρ - (Τεκμήριο 88) διότι αυτό καθαρίστηκε». Σύμφωνα με την εισήγηση αυτό είναι λανθασμένο καθότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ.99 Αναστασίου «το αίμα όσο και να καθαριστεί εντοπίζεται».
Με όλο το σεβασμό προς τον συνήγορο και πάλι παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε εύρημα ότι το συγκεκριμένο όπλο φλοπέρ, Τεκμήριο 88, χρησιμοποιήθηκε από τον Εφεσείοντα για τη φόνευση του θύματος. Εις τη σελ. 112 της απόφασης ρητά αναφέρεται ότι «ως εκ της φύσης του όπλου που χρησιμοποιήθηκε δεν θα μπορούσε να γίνει βαλλιστική ταύτιση με οποιοδήποτε τρόπο. Ούτε υπήρξαν θετικά ευρήματα επί του φλοπέρ του Κατηγορουμένου (τεκμήριο 88) για να συνδεθεί» και συμπλήρωσε λέγοντας ότι «η ταύτιση του δολοφονικού όπλου δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος». Τα υπόλοιπα που αναφέρει το Κακουργιοδικείο περί της δυνατότητας του Εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το φλοπέρ του για να δολοφονήσει το θύμα και μετά να το καθαρίσει, ώστε να μην ανευρεθεί οτιδήποτε επ΄ αυτού είναι, όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει, πεποίθηση του και τίποτε άλλο, χωρίς καμιά απολύτως αξία. Δοθείσης της κατάληξης αυτής περιττεύει η οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.
Έτερο σημαντικό στοιχείο στην παρούσα υπόθεση επί του οποίου η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε την υπόθεση της και αυτό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, είναι η υποκινούμενη υπό του Εφεσείοντα συνάντηση με το θύμα, εν γνώσει του πρώτου ότι το θύμα θα έφερε μαζί του μεγάλο χρηματικό ποσό. Αυτά σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε επανειλημμένα τηλεφωνικές επαφές με το θύμα μέχρι και λίγο χρόνο πριν τη δολοφονία του.
Το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων γνώριζε το θύμα και ότι σε τέσσερις συναλλαγές που προηγήθηκαν του εξεταζόμενου εγκλήματος πώλησε στο θύμα χρυσαφικά έναντι μετρητών δεν αμφισβητείται. Περαιτέρω, ενώπιον μας δεν αμφισβητήθηκαν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων στις 8:03 της 31.10.2012 αγόρασε από το περίπτερο "C.Κ. Kesaris Kios" πακέτο προπληρωμένης ομιλίας ή κάρτα σύνδεσης της ΜΤΝ "Pay as you go". Η κάρτα αυτή, σύμφωνα με τα τηλεφωνικά δεδομένα του αριθμού 9638219, χρησιμοποιήθηκε μόνο στο τηλέφωνο Τεκμήριο 63 που ανήκει στον Εφεσείοντα και η πρώτη ημερομηνία ενεργοποίησης της (First Activation date) ήταν η 31.10.2012 και ώρα 9:42 με εισερχόμενο μήνυμα καλωσορίσματος από την ΜΤΝ, ενώ στις 8:17 προηγήθηκαν τρία άλλα εισερχόμενα μηνύματα από τον αριθμό 8855 που αφορούσαν ρυθμίσεις αναγκαίες για διάφορες υπηρεσίες. Η λειτουργία της αφορούσε συνδέσεις ή προσπάθειες σύνδεσης με δύο μόνο αριθμούς τηλεφώνων, ήτοι του 99648486 και 99290704, τα οποία χρησιμοποιούνταν από το θύμα. Σύμφωνα δε με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα (Τεκμήριο 139) στις 31.10.12 η ώρα 09:53 το τηλέφωνο του θύματος με αριθμό 99648486 δέχτηκε τηλεφώνημα από τον πιο πάνω αριθμό (96382219) και εν συνεχεία στις 09:55 τα δύο τηλέφωνα συνδέθηκαν πάλι, με εκείνο του θύματος να καλεί και εκείνο του Εφεσείοντα να το δέχεται. Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν και από τον υιό του θύματος, Δήμο. Οι μεταξύ τους όμως τηλεφωνικές κλήσεις δεν σταματούν μέχρι εδώ. Σύμφωνα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο Κακουργιοδικείο και κρίθηκαν αξιόπιστα για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του, τα δύο τηλέφωνα (96382219 - Εφεσείοντα και 99290704 - θύματος) συνδέθηκαν άλλες 13 φορές μεταξύ 13:26 - 14:46.56. Η τελευταία κλήση ήταν και η τελευταία του θύματος, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω.
Η μετάβαση του θύματος στην Πάφο και ειδικώτερα στην σκηνή του εγκλήματος, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία και συγκεκριμένα από τον υιό του θύματος Δήμο, τροχιοδρομήθηκε από τον Εφεσείοντα. Σύμφωνα με την άνω μαρτυρία, το πρωϊνό της 31.10.2012 ο πατέρα του τον πληροφόρησε ότι θα μετέβαινε στην Πάφο για ν' αγοράσει 1500 γρ. χρυσό από κάποιο Κώστα. Η συνάντηση θα γινόταν κάπου κοντά στο Πισσούρι. Προηγουμένως άκουσε τον πατέρα του να μιλά με κάποιο Κώστα και ακόμη νωρίτερα αναγνώρισε κλήση προς το κινητό τηλέφωνο του πατέρα του από αριθμό που άρχιζε από 963, την οποία απάντησε και πληροφόρησε τον καλούντα ότι θα του τηλεφωνούσε ο πατέρας του σε δύο λεπτά. Όταν ο πατέρας του κάλεσε τον άνω αριθμό τον άκουσε να λέει «έλα ρε Κώστα». Επίσης ο Δήμος εξήγησε την συγκέντρωση του συνολικού ποσού των €17.000 που ο πατέρας του θα μετέφερε μαζί του στη συνάντηση που είχε για την αγορά του χρυσού. Να σημειωθεί ότι ποσό €10.000 εξασφαλίστηκε με επιταγή από μεγαλέμπορο χρυσού εις Λάρνακα, την οποία ο Δήμος εξαργύρωσε σε τράπεζα. Το υπόλοιπο ποσό των €7.000 λήφθηκε από χρηματοκιβώτιο του θύματος. Ότι θα πήγαινε στην Πάφο το θύμα το γνωστοποίησε και στη σύζυγο του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι δεν θα έπρεπε το Κακουργιοδικείο να αποδεχθεί το Δήμο ως αξιόπιστο μάρτυρα, όπως και την αδελφή του, διότι απέκρυψαν προηγούμενη κατάθεση χρημάτων, ύψους €300.-, επ΄ ονόματι του Εφεσείοντα ότι έγινε από το Δήμο. Επίσης, ότι ο Δήμος σκόπιμα απέκρυψε ότι ο πατέρας του ασκούσε παράνομες δραστηριότητες, είχε πολλούς πελάτες στην Πάφο και τη συνεργασία του με τον Αρέστη. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι είναι λανθασμένα τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι το ποσό των €17.000 αποτελούσε το τίμημα για την αγορά του χρυσού από τον Εφεσείοντα ή από άλλους καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία πώς καθορίστηκε η τιμή αυτή και ότι το θύμα ερχόταν στην Πάφο μόνο για το συγκεκριμένο ραντεβού, αφού ο Δήμος δεν γνώριζε ποιον ή ποιους θα συναντούσε ο πατέρας του.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε το θέμα της κατάθεσης των €300 ως επιμέρους ζήτημα, σημειώνοντας ότι το ποιος εκτέλεσε την κατάθεση καμία απολύτως σημασία δεν έχει, ώστε να επηρεάσει τους άνω μάρτυρες να παραποιήσουν την αλήθεια.
Συμφωνούμε με την ως άνω προσέγγιση. Το γεγονός της εκτέλεσης της προηγούμενης κατάθεσης από το ένα ή το άλλο από τα παιδιά του θύματος καμία άλλη σημασία δεν έχει πέραν του ότι το θύμα και ο Εφεσείων γνωρίζονταν από προηγουμένως και είχαν δοσοληψίες αγοραπωλησίας χρυσού. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία δεν προσεγγίζεται από το Δικαστήριο απομονωμένα, αλλά στην ολότητα της, προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση της.
Έχοντας υπόψιν αυτά συμφωνούμε επίσης και με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του άλλου σημείου που ήγειρε ο Εφεσείων, ότι δηλαδή ο Δήμος δεν απεκάλυψε αυτό που γνώριζε ή υποπτευόταν αναφορικά με τις δοσοληψίες του πατέρα του. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα δεν παραβλάπτει το αξιόπιστο της μαρτυρίας του ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν της αναχώρησης του θύματος για την Πάφο. Είναι απόλυτα σωστό το Κακουργιοδικείο, κατά την κρίση μας, καθότι τα γεγονότα που προέβαλε ο Δήμος πριν την αναχώρηση του στην Πάφο ενισχύονται από άλλη ανεξάρτητη αδιάσειστη μαρτυρία την οποία ο Εφεσείων παραγνωρίζει. Τέτοια μαρτυρία είναι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, Τεκμήριο 139, η αξιοπιστία των οποίων σχολιάστηκε νωρίτερα στην απόφαση μας και το Τεκμήριο 184, επιταγή για €10.000 που εξεδόθη από τον μεγαλέμπορα στη Λάρνακα. Επίσης η Χαριλάου (Μ.Κ.42), με την οποία ο Εφεσείων διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, κατέθεσε ότι ο Εφεσείων περί το μεσημέρι της 31.10.2012 τηλεφωνικά της είπε ότι «περίμενε κάποιον από τη Λάρνακα για να εισπράξει λεφτά .....». Τέλος, σύμφωνα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα από τις 9:55 που Εφεσείων και θύμα μίλησαν τηλεφωνικά το θύμα δεν είχε μέχρι το θάνατο του καμία περαιτέρω τηλεφωνική επικοινωνία με άλλο πρόσωπο στα δύο κινητά τηλέφωνα που είχε στην κατοχή του πλην του Εφεσείοντα.
Επομένως, είναι απόλυτα ορθά τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι το θύμα ερχόταν στην Πάφο προκειμένου να συναντήσει τον Εφεσείοντα και κανένα άλλο. Επίσης, λανθασμένη κρίνεται και η εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι το ποσό των €17.000 ήταν το τίμημα για την αγορά χρυσού. Εκείνο που είπε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του είναι ότι το θύμα θα χρειαζόταν τις €17.000 για ν' αγοράσει χρυσό όχι ότι αυτό το ποσό ήταν το τίμημα. Ασφαλώς, ως έμπειρος έμπορας χρυσού, εφόσον του λέχθηκε η ποσότητα (1500 γρ) γνώριζε περίπου και το ποσό που θα έπρεπε να μεταφέρει μαζί του. Έπεται πως οι άνω εισηγήσεις του Εφεσείοντα αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Το επόμενο παράπονο του Εφεσείοντα αφορά το στοιχείο της προμελέτης. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του, δεν αποδείχθηκε προμελέτη διότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων μετέφερε το όπλο του (φλοπέρ) Τεκμήριο 88, από την οικία στην σκηνή του εγκλήματος. Αυτά υποστήριξε ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία. Εις την αιτιολογία του λόγου έφεσης υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν του ότι εάν ο Εφεσείοντας είχε πρόθεση να φονεύσει τον οποιονδήποτε και δη το θύμα και εάν είχε την προνοητικότητα να προστατεύσει τα ρούχα του, θα είχε και την προνοητικότητα να βρεθεί με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή να προβεί σε αναφορές ή άλλες πράξεις, προς δημιουργία άλλοθι.
Εις το διάγραμμα του Εφεσείοντα προβάλλεται περαιτέρω ότι η πάλη που προηγήθηκε μεταξύ θύτη και θύματος δεν συνάδει με το στοιχείο της προμελέτης. Επίσης ο τύπος του όπλου που χρησιμοποιήθηκε (φλοπέρ) δεν συνάδει με προμελετημένο έγκλημα. Εάν ο δράσης ήταν ο Εφεσείων, αυτός είχε στη διάθεση του κυνηγετικό όπλο, ΔΟΚΟ. Ακόμη το σημείο όπου έγινε το έγκλημα είναι ορατό από τον αυτοκινητόδρομο και δεν συνάδει με τόπο στον οποίο κάποιος κλείνει ραντεβού για να διαπράξει φόνο, αφού εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτός (ορατός) από οδηγούς στον αυτοκινητόδρομο. Τα στοιχεία αυτά τα συνέδεσε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του και με την οικονομική του κατάσταση, ότι δηλαδή είχε μεν οικονομικές εκκρεμότητες αλλά όχι πίεση γι' αυτές. Η οικονομική του κατάσταση, ως το έθεσε, είναι ως η κατάσταση πολλών Κυπρίων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, αντίθετα, εισηγήθηκε ότι η πάλη δεν αναιρεί αφ' εαυτής το στοιχείο της προμελέτης, διότι είναι πιθανό το θύμα ν' αντέδρασε στην πρόταξη του όπλου από τον Εφεσείοντα, να πρόβαλε αντίσταση και να υπήρξε πάλη. Περαιτέρω, από το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο Εφεσείων προμελέτησε το έγκλημα του, διότι ήδη οργάνωσε τη συνάντηση με το θύμα, παραπλάνησε και έπεισε το θύμα να μεταφέρει μαζί του μεγάλο χρηματικό ποσό (€17.000), μετέβη στη συνάντηση με όπλο, μετά τη φόνευση του θύματος απέσπασε το ποσό αυτό και ψευδόμενος προσπάθησε να καλύψει την ανόσια πράξη του.
Περαιτέρω, ακριβώς λόγω της προμελέτης εκ μέρους του Εφεσείοντα, αυτός δεν χρησιμοποίησε το κυνηγετικό όπλο του (ΔΟΚΟ) αλλά όπλο τύπου φλοπέρ, διότι γνώριζε τη δράση του τύπου αυτού του όπλου και για το λόγο αυτό πυροβόλησε το θύμα εξ' επαφής ή σχεδόν εξ' επαφής και όχι από κάποια απόσταση, γνωρίζοντας ότι αυτή η ενέργεια δεν θα έφερνε θανατηφόρο αποτέλεσμα. Επίσης αρνήθηκε ότι η σκηνή του εγκλήματος ευρίσκεται σε περίοπτο μέρος, αλλά αντίθετα αυτή ήταν σε απόμερο μέρος με δύσκολη πρόσβαση χωρίς συνηθισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες και είναι θαμνώδης, όπως είναι παραδεκτό και από τον Εφεσείοντα στην παράγρ. 10 του τρίτου λόγου έφεσης. Επίσης, η οικονομική του κατάσταση, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο, οδηγεί στο συμπέρασμα προμελέτης που κατέληξε. Σ΄ αυτά πρόσθεσε και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η όλη εγκληματική ενέργεια περατώθηκε εντός 7΄(14:52 - 14:59) μέσα στα οποία προέβη σ' όλες τις άνομες ενέργειες του, στοιχείο που φανερώνει ότι δεν υπήρχε χρόνος για «σύρραξη» μεταξύ των δύο και, επακόλουθη «εν βρασμώ ψυχής» συμπεριφορά.
Θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την προβαλλόμενη «πάλη» μεταξύ των δύο, ενόψει μάλιστα της εισήγησης του Εφεσείοντα ότι θα πρέπει να απορριφθεί η μαρτυρία της Ιατροδικαστού Αντωνίου στο σύνολο της καθότι δεν απεκάλυψε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθη τη μαρτυρία της κ. Αντωνίου ότι δεν προηγήθηκε πάλη μεταξύ θύτη και θύματος στηριζόμενο στη μαρτυρία της ότι στα χέρια του θύματος όταν αυτά πλύθηκαν δεν υπήρχαν ίχνη πάλης. Αποδέχτηκε όμως ότι το θύμα υπέστη κάποιας μορφής επίθεση στο σημείο «4», που ευρίσκετο στο άνοιγμα της πόρτας του οδηγού του οχήματος του θύματος, καθότι εκεί εντοπίστηκαν κηλίδες αίματος από αιμορραγία στο κεφάλι που προεκλήθη συνεπεία κτυπήματος. Αυτό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ήταν το αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, Σωκράτη Τσαντίρη. Απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 η οποία εισηγείται πάλη μεταξύ θύματος και θύτη καθότι απέδωσε σκοπιμότητα στην επιμονή του προς αυτήν την κατεύθυνση επιλέγοντας ως ορθή τη μαρτυρία της Αντωνίου για το λόγο που ανέφερε.
Δεν έχουμε πειστεί ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας. Το Κακουργιοδικείο δικαιολόγησε την επιλογή του με επαρκή και λογικό τρόπο. Όπως πολύ ορθά παρατήρησε στην απόφαση του, το εύρημα της Μ.Κ. Αντωνίου, ότι στα χέρια του θύματος όταν αυτά πλύθηκαν δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, είναι αντικειμενικό. Ως αντικειμενικό συνεπώς δεν υπόκειται σε υποκειμενική κρίση ώστε να τεθεί η αξιοπιστία της μάρτυρος εν αμφιβόλω. Η μαρτυρία της όμως δεν αφορούσε μόνο το πιο πάνω εύρημα. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, στην σκηνή του εγκλήματος δεν υπήρχαν σημάδια πάλης, στο έδαφος δεν υπήρχε ακαταστασία, ενώ τα γυαλιά και το καπελάκι του θύματος ανευρέθησαν στο έδαφος κοντά στο κεφάλι του. Αυτά δεν αμφισβητήθησαν από τον Εφεσείοντα. Η σημασία τους όμως είναι μεγάλη καθότι η αξιολόγηση αυτών στο σύνολο τους οδηγεί στην ορθότητα της αποδοχής της μαρτυρίας της Αντωνίου επί του θέματος αλλά και του ευρήματος του Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης πάλης κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ θύτη και θύματος. Με την κατάληξη μας αυτή αναπόδραστα η εισήγηση του Εφεσείοντα, χωρίς ουσιαστικά να έχει πλέον στέρεο έδαφος, καταρρέει.
Με δεδομένα τα πιο πάνω επανερχόμαστε στο κύριο ερώτημα, κατά πόσο αποδείχθηκε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προμελέτη εκ μέρους του Εφεσείοντα.
«Η προμελέτη είναι το στοιχείο που διακρίνει το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης (Άρθρο 203 - Κεφ. 154) από εκείνο της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205 - Κεφ. 154). Η πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη προσδιορίζει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Η προμελετημένη ανθρωποκτονία συνιστά το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης.
Η πρόκληση θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφεαυτής προμελέτη. Η προμελέτη δεν εξομοιώνεται αλλά αντίθετα διακρίνεται από την πρόθεση πρόκλησης θανάτου, εκδηλούμενη με την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο, που ήταν το κύριο γνώρισμα του εγκλήματος του φόνου με δόλια πρόθεση (murder with malice aforethought), γνωστό στο Κυπριακό Δίκαιο πριν την ανεξαρτησία. Η προμελέτη, όπως υποδηλώνει ο όρος, και στερεότυπα επαναλαμβάνει η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, πρέπει να αποδειχθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση πρόκλησης του θανάτου, του θύματος, εκδηλούμενη από την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο. Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως η κινητήρια δύναμη για τη φόνευση του θύματος. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της προμελέτης και της θανάτωσης (τον θύματος) πρέπει να είναι άμεση.» (βλ. Σωτήρης Ονήσιλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556)
Στην Hadjisavvas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 37 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
"Premeditation connotes prior planning or contemplation of the heinous deed in circumstances permitting cool reflection upon one's acts. To find premeditated murder the killing must be the result of contemplated action conceived and carried out in cold blood..."
Μετάφραση στα Ελληνικά:
"Η προμελέτη υποδηλώνει προγενέστερο σχεδιασμό ή μελέτη της αποτρόπαιας πράξης (νοείται του φόνου) κάτω από συνθήκες που επιτρέπουν ψυχρό αναλογισμό των πράξεων που μελετούνται. Για την απόδειξη του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης ο φόνος πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μελετημένης πράξης η οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε εν ψυχρώ. .. "
"The significant element of the crime of premeditated murder, the one that primarily distinguishes it from the crime of murder with malice aforethought, known to English law, is that no inference about premeditation can be drawn from the fact of killing itself. In other words the Court cannot infer premeditation from the fact that the accused killed the victim. Premeditation must be proved as a separate fact. ..."
Μετάφραση στα Ελληνικά:
"To κεφαλαιώδες στοιχείο του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης, εκείνο το οποίο διακρίνει το έγκλημα από το φόνο με δόλια πρόθεση, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο, είναι ότι δε μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την προμελέτη από το γεγονός της θανάτωσης. Με άλλα λόγια δε μπορεί να εξαχθεί εύρημα για προμελέτη από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος φόνευσε το θύμα. Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως ξεχωριστό γεγονός. .."
Στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370, λέχθηκε ότι το ζήτημα της ύπαρξης ή μη προμελέτης είναι πραγματικό που εξαρτάται από τη σημασία του συνόλου της μαρτυρία στην κάθε υπόθεση.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα μας τέθησαν από τον Εφεσείοντα για το εξεταζόμενο θέμα και κρίνουμε αταλάντευτα ότι ο λόγος έφεσης είναι πρόδηλα αβάσιμος. Τα αδιάσειστα στοιχεία μαρτυρίας αποκαλύπτουν ότι υπήρξε προσχεδιασμός εκ μέρους του Εφεσείοντα για τον τόπο, τρόπο του φόνου, την επιλογή των φονικών οργάνων και την εξαφάνιση των ιχνών και τεκμηρίων του εγκλήματος σε συνάρτηση με τη διάπραξη του εγκλήματος της ληστείας. Ο Εφεσείων, οπλισμένος με φονικά όργανα, όπλο τύπου φλοπέρ και φυσίγγια, συνάντησε το θύμα σε προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, όπως τροχιοδρομήθηκε από τον ίδιο, με τη ψευδή δικαιολογία της πώλησης χρυσού, πυροβόλησε αυτό δύο φορές, τη δεύτερη στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τον θάνατο του. Η ληστεία του θύματος, το οποίο γνώριζε τον Εφεσείοντα, επιμαρτυρεί υπό τις συνθήκες, περαιτέρω στοιχείο προμελέτης θανάτωσης, αφού δεν είναι συμβατή με τη λογική, ληστεία προσώπου που θα αναγνώριζε αργότερα τον Εφεσείοντα. Η αγορά υπό του Εφεσείοντα προπληρωμένης κάρτας της ΜΤΝ με τον αριθμό 96382219 η οποία χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνο κατά τον ουσιώδη χρόνο, στις 31.12.2012, για επικοινωνία και διευθέτηση της συνάντησης με το θύμα σε συνάρτηση με την κατοπινή εξαφάνιση της, ενώ είχε στη διάθεση του για χρήση τουλάχιστον άλλη μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας, με τον αριθμό 9511356, την οποία χρησιμοποιούσε παράλληλα καθόλη τη διάρκεια της 31.12.2012 και τα ψέματα του Εφεσείοντα σχετικά με την χρησιμοποίηση της κάρτας αυτής και τις κινήσεις του, επιμαρτυρούν μαζί με τα άλλα στοιχεία προσχεδιασμό του εγκλήματος. Παράλληλα δεν τέθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι θανάτωσε το θύμα ως αποτέλεσμα άλλης αιτίας, όπως πάλης ή στιγμιαίας έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή άλλης ικανής δικαιολόγησης. Αντίθετα, αυτός αρνήθηκε μέχρι τέλους, την οιανδήποτε συνάντηση του με το θύμα κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνεπώς διερωτούμαστε ποια η αξία της εισήγησης για πάλη προκειμένου να προσβληθεί η ύπαρξη προμελέτης. Στην Εφεσιβαλλόμενη απόφαση, με επιμέλεια μπορούμε να πούμε, το Κακουργιοδικείο αναφέρει και αναλύει ένα προς ένα τα στοιχεία της μαρτυρίας που το οδηγήσαν στο ακλόνητο συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα για το φόνο εκ προμελέτης του θύματος. Συμφωνούμε πλήρως με αυτή και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δικηγόρου του Εφεσείοντα εντούτοις δεν υπάρχει οτιδήποτε επιλήψιμο, νομικά ή λογικά, στην ανάλυση και κατάληξη του που να επιτρέπει την επέμβαση μας και ανατροπή της. Αν κάτι θα έπρεπε να πούμε αναφορικά με τις προβληθείσες ενώπιον μας αιτιάσεις υπό του Εφεσείοντα είναι ότι η σκηνή του εγκλήματος ευρίσκεται σε συμβολή χωματόδρομου με χαμηλή άγρια βλάστηση μεταξύ του παλιού και νέου αυτοκινητόδρομου Λεμεσού-Πάφου κοντά στην Πέτρα του Ρωμιού (βλ. σελ. 3 πρωτόδικης απόφασης) και ο χώρος αυτός ήταν ερημικός και απόμερος (βλ. σελ. 17 απόφασης). Τα ευρήματα αυτά δεν εφεσιβάλλονται και η εισήγηση ότι η σκηνή του εγκλήματος ήταν ορατή από τον αυτοκινητόδρομο και ότι δεν συνάδει με σημείο στο οποίο κάποιος θα έκλεινε ραντεβού με κάποιο άλλο πρόσωπο για να τον φονεύσει, παραμένει μετέωρη στην σφαίρα των εικασιών χωρίς απολύτως καμία αξία. Ούτε ασφαλώς μπορούν να γίνουν εικασίες τι θα έκανε ή τι δεν θα έκανε ο Εφεσείων και ποια προνοητικότητα θα είχε προκειμένου να εξαφανίσει τα ίχνη του ή τις πράξεις του και μάλιστα εκ των υστέρων.
Το Δικαστήριο, όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, εξετάζει τις υποθέσεις σύμφωνα με τη μαρτυρία που του παρουσιάζεται και προβαίνει σε ευρήματα και συμπεράσματα ως απότοκο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση γίνεται με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της ορθής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι επίσης υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες, που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά ούτε και μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού. (βλ. Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706). Επίσης μη βάσιμη κρίνεται και η εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε προμελέτη επί τη βάσει του ότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων μετέφερε το όπλο του, φλοπέρ, Τεκμήριο 88. Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, θα πρέπει να πούμε ότι η εισήγηση είναι εντελώς αστήρικτη και αντίθετη με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Σύμφωνα με αυτά «το θύμα δολοφονήθηκε με πυροβόλο κυνηγετικό όπλο τύπου φλοπέρ, και ο Κατηγορούμενος ήταν ιδιοκτήτης και κάτοχος τέτοιου όπλου». Τόνισε επίσης το Κακουργιοδικείο ότι «Δεν είναι απαραίτητο να καταλήξουμε με βεβαιότητα στο όπλο που ο Κατηγορούμενος χρησιμοποίησε. Η ταύτιση του δολοφονικού όπλου δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος. Σημειώνουμε απλά για σκοπούς πληρότητας πως έχουμε ισχυρή πεποίθηση πως το τεκμ. 88 ήταν το δολοφονικό όπλο.» Ουδέποτε το Δικαστήριο είπε ή προέβη σε εύρημα ότι είναι το Τεκμήριο 88 που χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία του θύματος. Προέβη όμως σε εύρημα, το οποίο ο Εφεσείων δεν προσβάλλει, ότι το «θύμα δολοφονήθηκε από πυροβόλο κυνηγετικό όπλο τύπου φλοπέρ» και εφόσον η ταύτιση το δολοφονικού όπλου δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο του εγκλήματος, η εισήγηση παραμένει μετέωρη χωρίς αξία ενόψει του ευρήματος αναφορικά με το χρησιμοποιηθέν δολοφονικό όργανο στη σκηνή του εγκλήματος, που προϋποθέτει μεταφορά του.
Το επόμενο θέμα το οποίο προωθήθηκε ενώπιον μας από τον Εφεσείοντα αφορά το κίνητρο που αποδόθηκε σ' αυτόν από το Κακουργιοδικείο και ήταν το χρηματικό ποσό που μετέφερε μαζί του το θύμα, ύψους €17.000. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο Εφεσείων πριν τον χρόνο που έγινε ο φόνος επισκέφθηκε την Alpha Bank και την Ελληνική Τράπεζα, όπου έκανε κατάθεση συνολικού ποσού ύψους €1200 και φεύγοντας από την τελευταία, όπως φαίνεται στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, έβαλε λεφτά στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Συνέδεσε δε αυτό με αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι δεν αποκλειόταν ο Εφεσείων να είχε και άλλα λεφτά και ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν τη μαρτυρία της Μ.Κ. Χαριλάου ότι λίγες μέρες προηγουμένως εισέπραξε χρήματα από ασφαλιστικές εταιρείες και ότι από το λογαριασμό της συζύγου του Εφεσείοντα έγινα αναλήψεις και άλλων ποσών πλην των €2000 με παραπομπή στο Τεκμήριο 345 και τέλος ότι ο Εφεσείων ως εργαζόμενος κέρδιζε χρήματα. Προστρέξαμε στο Τεκμήριο 345 και παρατηρούμε ότι αυτό είναι έκθεση του Αστυφ. 2133 Κ. Βασιλείου,χωρίς οιανδήποτε αναφορά στο εξεταζόμενο θέμα. Προφανώς η ορθή αναφορά για το εξεταζόμενο θέμα να είναι στο Τεκμήριο 354,που είναι φωτοαντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού 648-100-068061-0 της συζύγου του Εφεσείοντα στην Alpha Bank. Σ' αυτή φαίνεται ότι η σύζυγος του Εφεσείοντα προέβη στις ακόλουθες αποσύρσεις:
17.10.2012 €350
23.10.2012 €50
24.10.2012 €130
29.10.2012 €20
02.11.2012 €10
Πρόκειται συνεπώς για απόσυρση μικρών ποσών χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Σημαντικό είναι ότι στις 20.10.2012 το υπόλοιπο του λογαριασμού της ήταν €2.051,88 και στις 2.11.2012 ήταν €2.027,58. Συνεπώς μπορεί κάποιος με ασφάλεια να πει ότι στις 31.10.2012, που είναι η εξεταζόμενη ημέρα των οικονομικών δραστηριοτήτων του Εφεσείοντα, η σύζυγος του ουδέν μεγάλο ποσό απέσυρε από το λογαριασμό της και συνεπώς ουδέν σοβαρό ποσό έδωσε στον σύζυγο της προερχόμενο από το λογαριασμό αυτό, ως ο Εφεσείων εισηγείται. Οι €2000 απεσύρθησαν από τον άνω λογαριασμό αργότερα, στις 12.11.2012 και 13.11.2012 και καμία ουσιαστική σημασία έχουν για το εξεταζόμενο θέμα. Σημασία όμως είχαν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι το πρωϊνό της 31.10.2012 ο Εφεσείων παρουσίασε στην Μ.Κ.51 Έλενα Κωνσταντίνου κλαπείσα επιταγή η οποία και πλαστογραφήθηκε για το ποσό των €2000. Από το ποσό αυτό έλαβε €1450 σε μετρητά ενώ από το υπόλοιπο ποσό των €550, €450 έλαβε η Κωνσταντίνου για χρέος του Εφεσείοντα και €100 θα το χρησιμοποιούσε η τελευταία σύμφωνα με οδηγίες του. Φωτοαντίγραφο της επιταγής κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο ως Τεκμήριο 309. Φαίνεται από το Τεκμήριο 309, ως δικαιούχος ο Εφεσείων, ο οποίος σύμφωνα με την Μ.Κ.51 την οπισθογράφησε στο πίσω μέρος. Δεδομένης της μαρτυρίας του Μ.Κ.68 Χρυσοβαλάντη Τζάκσον ως αξιόπιστης και μη αμφισβητηθείσας και σύμφωνα με την οποία η επιταγή κλάπηκε και δεν φέρει την υπογραφή του ως εκδότη και ελλείψει οιασδήποτε εξηγήσεως από τον Εφεσείοντα, πράγματι θα ήταν μη λογικό και εξωπραγματικό κάποιος άλλος να την έκλεψε και την παρέδωσε πλαστογραφημένη στον Εφεσείοντα, προκειμένου ο τελευταίος να εισπράξει χωρίς αυτός να γνωρίζει οτιδήποτε από την παρανομία που συνόδευε την επιταγή. Πιστεύουμε ότι και η μεταχρονολόγηση της επιταγής στις 22.11.2012 δεν ήταν τυχαία. Αυτό έδιδε χρόνο στον πλαστογράφο να επανορθώσει πριν την ημερομηνία παρουσίασης της σε Τράπεζα και συνεπώς γνώσης πληρωμής της, από τον πραγματικό ιδιοκτήτη του λογαριασμού επί του οποίου εξεδόθη η επιταγή.
Περαιτέρω, και πάντοτε σύμφωνα με τα μη αμφισβητούμενα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείων χρησιμοποίησε από το πιο πάνω ποσό των €1450, ποσό €1200 σε καταθέσεις στις θυγατέρες του και σε δικό του λογαριασμό. Με αυτόν τον τρόπο παρέμεινε στον Εφεσείοντα ποσό €250 σε μετρητά το πρωϊνό της 31.10.2012. Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε και πολύ ορθά, ο Εφεσείων να είχε στην κατοχή του και άλλα μετρητά. Ο τελευταίος στην κατάθεση του Τεκμήριο 299 - Απάντηση 9, ανέφερε ότι πλην των €1200 που κατάθεσε έκανε ακόμη δύο άλλες πληρωμές συνολικού ποσού €170. Αυτό αφήνει υπόλοιπο €80 από το ποσό των €1450 μετρητά που έλαβε από την Κωνσταντίνου.
Λίγο μετά τη διάπραξη του εγκλήματος γύρω στις 15:12 ο Εφεσείων συνάντησε την Χαριλάου με την οποία διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση και της έδωσε €550. Τις επόμενες δύο μέρες ήτοι στις 1.11.2012 και 2.11.2012, ότε και συνελήφθη, προέβη σε διάφορες πληρωμές (5) παλαιών οφειλών του, για το συνολικό ποσό των €1525 σε μετρητά. Κατά την σύλληψη του μετέφερε επίσης το ποσό των €200. Όλα τα πιο πάνω ποσά συμποσούνται σε €1725. Εάν αφαιρέσουμε το ποσό των €80 που του παρέμεινε από το αρχικό ποσό των €1450 που του έδωσε η Κωνσταντίνου, τότε παρέμεινε ένα ποσό της τάξης των €1645 το οποίον ουδέποτε δικαιολογήθηκε και ουδεμία εξήγηση δόθηκε με αποτέλεσμα την συνεκτίμηση του στοιχείου αυτού με τα άλλα στοιχεία που ήταν:
(α) η εξαργύρωση κλαπείσας και πλαστογραφημένης επιταγής
(β) η αποφυγή ή αναβολή διευθέτησης των οικονομικών του υποχρεώσεων πριν το έγκλημα ενώ, αμέσως μετά αυτό να τις εξοφλεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη πληρωμή του λογαριασμού του κινητού τηλεφώνου του με αριθμό 99130013 για τους μήνες Ιούλιο-Σεπτέμβριο 2012 και πλήρωσε το πρωϊ της 1.12.2012 το ποσό των €500 μετρητά και €48.29 με την κάρτα του προκειμένου να επαναλειτουργήσει αυτό.
(γ) Χρέη και οφειλές σε διάφορα νομικά και φυσικά πρόσωπα ύψους αρκετών χιλιάδων ευρώ, ήτοι πέραν των €200.000.
Οι οικονομικές συναλλαγές κατά τον άνω χρόνο ήταν στην αποκλειστική γνώση του Εφεσείοντα και αναμένετο από αυτόν, ενόψει των γεγονότων που απέδειξε η Κατηγορούσα Αρχή για τις οικονομικές του συναλλαγές-πληρωμές, να δώσει κάποια εξήγηση. (βλ. Khadar and another v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-248, Θεμιστοκλέους ν. Αστυνομίας (1981) 2 C.L.R 200, 203-204).
To Κακουργιοδικείο εξέτασε όλα τα στοιχεία ενώπιον του με κάθε σχετική λεπτομέρεια, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών στοιχείων που ο Εφεσείων εισηγήθηκε ενώπιον μας (βλ. σελ. 67-79 της απόφασης) και ορθά κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματα του και ιδιαίτερα ότι το κίνητρο του Εφεσείοντα να διαπράξει το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα ήταν η κλοπή των χρημάτων που μετέφερε το θύμα.
Εξετάσαμε επίσης όλα τα υπόλοιπα επιμέρους θέματα τα οποία ο Εφεσείων ήγειρε ακροθιγώς ενώπιον μας, ήτοι προκατάληψη του Κακουργιοδικείου, πλημμέλεια της αστυνομικής έρευνας, χρόνος κάλυψης της απόσταση σκηνής εγκλήματος - χώρου συνάντησης με Χαριλάου, αντινομικότητας της αθώωσης του Εφεσείοντα στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως στην κατηγορία για μεταφορά κυνηγετικού όπλου τύπου φλοπέρ με την τελική κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ότι ο Εφεσείων φόνευσε το θύμα με όπλο τύπου φλοπέρ και μεταφορά όπλου από το θύμα και κρίνουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Παρατηρούμε ότι η Αστυνομία μέσα στα πλαίσια του ανακριτικού έργου της προέβη σ' όλες τις αναγκαίες ενέργειες, τόσο προς ύποπτα πρόσωπα, τεκμήρια, αλλά και ίχνη που δυνατόν να οδηγούσαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος με ακριβοδίκαιο τρόπο, νομιμότητα αλλά και αναγκαία ταχύτητα. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία που ακολούθησε η Αστυνομία κατά τη διερεύνηση του αδικήματος, αλλά απεναντίας φαίνεται ότι η Αστυνομία ενήργησε με τη δέουσα προσοχή, σεβασμό στο Νόμο και ιδιαίτερα στα δικαιώματα του Εφεσείοντα. Επίσης η απόφαση του Κακουργιοδικείου κρίνεται ισοζυγισμένη, δίκαιη και καθόλα ορθή στην αντιμετώπιση του Εφεσείοντα, χωρίς ίχνος προκατάληψης εναντίον του. Επίσης, οι υπόλοιπες αιτιάσεις και παράπονα του Εφεσείοντα δεν στηρίζονται σε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά κινούνται σε πεδίο θεωριών και εικασιών χωρίς στοιχειοθέτηση.
Η θέση του Εφεσείοντα ότι η αθώωση στις κατηγορίες 3 και 4 στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, που αφορούν την κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου τύπου φλοπέρ, εκθεμελιώνει και την 1η κατηγορία, που αφορά τον φόνο με πυροβόλο όπλο τύπου φλοπέρ στην οποία βρέθηκε ένοχος, παραγνωρίζει την ουσία του θέματος, όπως αυτό αναλύθηκε στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 31.1.2013 του Κακουργιοδικείου όταν έκρινε το ζήτημα αυτό. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Διήλθαμε το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό έχοντας υπόψη μας και τις εισηγήσεις της συνηγόρου Υπεράσπισης. Καταλήξαμε πως από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό δύνανται να τεκμηριωθούν, εξ αντικειμένου, οι βασικές κατηγορίες 1 και 2. Δεν θα αναφερθούμε στα επιμέρους στοιχεία ώστε να μην προκαταβάλουμε τους περαιτέρω χειρισμούς στην υπόθεση.
Συνεπώς, δύναται εξ αντικειμένου να τεκμηριωθεί πως ο κατηγορούμενος κατείχε και μετέφερε στη σκηνή ένα κυνηγετικό όπλο τύπου Flobert και τουλάχιστο δυο φυσίγγια αυτού.
Προσφέρθηκε μαρτυρία πως ο κατηγορούμενος είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του Flobert Τεκμήριο 88 που η αστυνομία περισυνέλεξε από την κατοικία του. Αυτό το κατείχε νόμιμα. Εάν ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης του εγκλήματος, αυτός μπορεί να διέπραξε το φόνο είτε με το Τεκμήριο 88 είτε με άλλο κυνηγετικό όπλο τύπου Flobert. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν γνωρίζει ποιο συγκεκριμένο όπλο χρησιμοποίησε ο δράστης, εξ ου και η αναφορά στο κατηγορητήριο σε «κυνηγετικό όπλο τύπου Flobert αγνώστων στοιχείων». Η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσέφερε μαρτυρία που να δύναται εξ αντικειμένου να τεκμηριώσει πως το φονικό όπλο ήταν άλλο από το Τεκμήριο 88. Το δεδομένο δεν δημιουργεί πρόβλημα στις κατηγορίες 1 και 2. Οι κατηγορίες αυτές μπορούν να τεκμηριωθούν και στις δυο περιπτώσεις δηλαδή να είχε χρησιμοποιηθεί το Τεκμήριο 88 ή άλλο Flobert. Οι κατηγορίες 3 και 4 δεν στοιχειοθετούνται στην περίπτωση που το Flobert που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Τεκμήριο 88. Εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσέφερε μαρτυρία που να δύναται εξ αντικειμένου να τεκμηριώσει πως το φονικό όπλο ήταν άλλο από το Τεκμήριο 88 οι κατηγορίες δεν μπορούν να προχωρήσουν. Η κατηγορία 4 δεν αφορά οτιδήποτε άλλο παρά στην κατοχή χωρίς άδεια κατοχής και η κατηγορία 3 δεν αφορά οτιδήποτε άλλο παρά στην μεταφορά χωρίς άδεια κατοχής. Η κατηγορία 3 δεν αφορά, για παράδειγμα, μεταφορά σε κλειστή περίοδο για το κυνήγι.»
Τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα και την απόρριψη των λόγων Έφεσης 4 και 5 που αφορούν κατ' ισχυρισμό αναστροφή του βάρους της απόδειξης, και ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας (4ος λόγος) και προκατάληψη, κακοδικία (5ος λόγος).
Η Έφεση επί της καταδίκης αναπόφευκτα απορρίπτεται.
Έφεση επί της Ποινής
Με τον 6ο λόγο ο Εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή των 18 ετών που του επεβλήθη στην 2η κατηγορία, που αφορά το αδίκημα της ένοπλης ληστείας, είναι υπερβολική. Στην αιτιολογία όμως, αντινομικά κατά τη γνώμη μας, προβάλλεται ότι δεν έπρεπε να επιβληθεί ποινή στην κατηγορία αυτή, εφόσον ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην πρώτη κατηγορία που αφορά φόνο εκ προμελέτης με γεγονότα τα οποία περιλαμβάνουν τη 2η κατηγορία.
Η επιβολή υπερβολικής ή μη ποινής είναι θέμα κρίσης, αφού λαμβάνονται υπόψιν διάφοροι παράγοντες ως ορίζει η νομολογία. Η μη επιβολή ποινής όμως για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογία ως ανωτέρω, είναι θέμα αρχής.
Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψιν ότι με την αιτιολογία τίθεται θέμα Αρχής θα το εξετάσουμε έστω και αν δεν περιλαμβάνεται στο λόγο Έφεσης.
Η αρχή του κοινού δικαίου που απαγορεύει την έκθεση του Κατηγορουμένου στον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φοράς (the rule against double jeopardy) δεν ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Αυτές είναι (α) η περίπτωση που καλύπτεται από το Άρθρο 19 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154 και (β) όπου τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων είναι διαφορετικά (βλ. Sentencing in Cyprus 2h Ed., G.M. Pikis, σελ. 17-18).
«19. Κανένας δεν δύναται να είναι δύο φορές ποινικά υπεύθυνος, είτε δυνάμει των διατάξεων του Κώδικα αυτού είτε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, για την ίδια πράξη ή παράλειψη, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία, ότι από τέτοια πράξη ή παράλειψη προκλήθηκε ο θάνατος άλλου, οπότε ο υπαίτιος δύναται να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα για το οποίο, είναι ένοχος λόγω της πρόκλησης τέτοιου θανάτου, ανεξάρτητα του ότι ήδη έχει καταδικαστεί για άλλο ποινικό αδίκημα που συνίσταται από την πράξη ή παράλειψη που διαπράχτηκε από αυτόν.»
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι ισχύει η δεύτερη περίπτωση ήτοι τα συστατικά των δύο αδικημάτων στα οποία βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων είναι διαφορετικά. Συνεπώς, ορθά το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην επιβολή ποινής και στη 2η κατηγορία.
Αναφορικά με το ύψος της ποινής παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας την ποινή της φυλάκισης 18 ετών καθοδηγήθηκε από τη Νομολογία και συγκεκριμένα από τις Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571 και Τσαπατσάρης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 451, που αφορούσαν ποινές για το ίδιο αδίκημα όπως αυτό που βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων. Στην πρώτη επεβλήθηκε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 10 ετών. Τα γεγονότα ήταν ότι ο Εφεσείων φορώντας κουκούλα και με τη χρήση όπλου απέσπασε από Τράπεζα το ποσό των £11.300 περίπου το οποίο προφανώς οικειοποιήθηκε. Ο Εφεσείων είχε ψυχολογικά προβλήματα και δεν βαρύνετο από προηγούμενες καταδίκες. Το Εφετείο επικύρωσε την ποινή τονίζοντας ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτή αυτή η συμπεριφορά η οποία πρέπει να παταχθεί.
Στην Τσαπατσάρης (άνω), ο Εφεσείων με χρήση όπλου διέπραξε ληστεία σε Τράπεζα και στην προσπάθεια του να διαφύγει πυροβόλησε άνδρα, ο οποίος αφού αντελήφθη τη ληστεία τον καταδίωξε, επιφέροντας τελικά τον θάνατο του από αιμορραγία. Ο Εφεσείων, που παραδέχθηκε ενοχή, βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν, η πρώτη, ληστεία τράπεζας και κατοχή πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών και λήφθηκε υπόψιν και άλλη υπόθεση που αφορούσε διάρρηξη και κλοπή. Η δεύτερη αφορούσε τραυματισμό και μεταφορά μαχαιριού. Επιβλήθησαν από το Κακουργιοδικείο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας 26 έτη και για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας 20 έτη. Η ποινή επικυρώθηκε από το Εφετείο.
Το Κακουργιοδικείο τόνισε στις αποφάσεις του την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών πολυετών ποινών φυλάκισης για σκοπούς πάταξης τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών.
Υπενθυμίζεται ότι το αδίκημα της ένοπλης ληστείας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και διά βίου σύμφωνα με το Άρθρο 283 του ΚΕΦ. 154.
Εξετάσαμε με κάθε δυνατή προσοχή όλα τα γεγονότα της υπόθεσης και προσωπικά δεδομένα του Εφεσείοντα. Η επιβληθείσα ποινή των 18 ετών είναι αυστηρή. Παρόλα ταύτα δεν κρίνουμε ότι δικαιολογείται η επέμβαση μας. Δεν μπορεί στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η ληστεία να απομονωθεί και να αντικριστεί ως απλή ένοπλη ληστεία. Εδώ υπήρχε, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, προσχεδιασμός και χρήση πυροβόλου όπλου. Ο Εφεσείων αφού παραπλάνησε το θύμα του το οδήγησε σε ερημική περιοχή και αφού το φόνευσε, απέσπασε σοβαρό ποσό το οποίο δεν ανακτήθηκε, αφού ο Εφεσείων μέχρι τέλους αρνήθηκε ενοχή. Δεν βρίσκουμε λάθος προσέγγισης στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το οποίο αναφέρθηκε στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ούτε στην καθοδήγηση του από τη Νομολογία. Δεν διακρίνουμε σφάλμα αρχής ή ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Η Έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/γκ