ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628
Ζαχαρία Παύλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 180
Rana Zulfigar Ali και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489
K.K. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 294
Λαζάρου Παντελής και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633
Κλείτου Σοφρώνης Μιχαλάκη ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113
Χριστοδούλου Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 83
Κρασοπούλη Σκορδέλλη Έλλη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 436, ECLI:CY:AD:2016:B267
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:B24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 317/2014
26 Iανουαρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΣΑΠΗ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Αχ. Αιμιλιανίδης, για εφεσείοντα
Θ. Παπανικολάου, για εφεσίβλητη
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για την εφεσίβλητη 3 μάρτυρες (ΜΚ) και για τον εφεσείοντα ο ίδιος και 1 μάρτυρας (ΜΥ), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορία της αλόγιστης και επικίνδυνης οδήγησης του άρθρου 7 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72, όπως τροποποιήθηκε) και του επέβαλε (μικρή) χρηματική ποινή.
Ο εφεσείων θεωρεί ότι η καταδίκη του είναι προϊόν εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων που διέπουν το βάρος απόδειξης ποινικών υποθέσεων και της αξιολόγησης μαρτυρίας, παράπονα που θα γίνουν κατανοητά με τη σκιαγράφηση των διιστάμενων εκδοχών που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τους λόγους που αυτό έκρινε πως η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν αξιόπιστη σε αντίθεση με την εκδοχή του εφεσείοντα που κρίθηκε αναξιόπιστη.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο εφεσείων είναι ανεψιός - από την πλευρά του πατέρα του - του Π. Κασάπη (ΜΚ2, παραπονούμενου) και ότι μεταξύ των οικογενειών των δύο αυτών προσώπων υπάρχουν οικονομικές διαφορές για τις οποίες εκκρεμούν δικαστικές υποθέσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Είναι επίσης παραδεκτό ότι γύρω στις 10:00 π.μ. της 28.6.2012, ο παραπονούμενος οδηγούσε το υπ΄ αρ. εγγραφής ΚLX 215 αυτοκίνητό του στον κύριο δρόμο Βασιλικού-Ζυγίου και ο εφεσείων το υπ΄ αρ. ΚSD 459 αυτοκίνητό του από την αντίθετη κατεύθυνση.
Σύμφωνα με την εκδοχή του παραπονούμενου, την οποία επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία του ο συνοδηγός του Α. Σάββα (ΜΚ2), ενώ οδηγούσε κανονικά το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ταχύτητα 50 περίπου χ/ω αντιλήφθηκε από απόσταση 50 περίπου μέτρων τον εφεσείοντα να οδηγεί το αυτοκίνητο του στη λανθασμένη λωρίδα και να κατευθύνεται κατά πάνω του. Προκειμένου δε να αποφευχθεί η σύγκρουση των δύο οχημάτων, ελάττωσε ταχύτητα στα 10 χ/ω (περίπου), πλην όμως ο εφεσείων συνέχισε να κατευθύνεται κατά πάνω του και όταν τον πλησίασε στα 10-15 μ. περίπου έκανε απότομο ελιγμό και επανήλθε στη λωρίδα του. Ακολούθως, όπως ήταν η μαρτυρία του πρωτοδίκως, απευθύνθηκε μέσω κοινού φίλου στον πατέρα του εφεσείοντα για να τον συνετίσει, αλλά η αντίδραση του αδελφού του ήταν «καλά να του κάμει». Αντίδραση που των ώθησε να καταγγείλει το συμβάν στον αστυνομικό Κακουλλή (ΜΚ1) του αστυνομικού σταθμού Ζυγίου, ο οποίος κάλεσε αυθημερόν τον εφεσείοντα για κατάθεση με την οποία αυτός απέρριψε την εναντίον του καταγγελία ως ψευδή και την απέδωσε στις οικονομικές διαφορές που είχε η οικογένεια του παραπονούμενου με τη δική του οικογένεια.
Αντικρούοντας την πιο πάνω εκδοχή, ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι εκείνη την ημέρα ερχόμενος από το Ζύγι σταμάτησε μπροστά από την ανεγειρόμενη τότε κατοικία του και μόλις σταμάτησε είδε τον παραπονούμενο να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση και να σταματά 20 μ. περίπου απέναντι και μέχρι να κατέβει ο ίδιος από το αυτοκίνητο του, ο παραπονούμενος ξεκίνησε το αυτοκίνητο του και έφυγε. Εκδοχή που επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία του και ο εργοδοτούμενος του Γ. Χριστοφόρου (ΜΥ), ο οποίος τη συγκεκριμένη ώρα εκτελούσε οικοδομικές εργασίες στην υπό ανέγερση κατοικία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του ΜΥ, καταλήγοντας προς τούτο σε ανάλογα ευρήματα. Στη βάση δε τούτων έκρινε πως η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την υπόθεση της και κατά συνέπεια έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορία που αντιμετώπιζε. Συναφώς, σ΄ ότι αφορά τον παραπονούμενο και το ΜΚ3, σημείωσε πως αμφότεροι του έκαναν θετική εντύπωση, ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο να πουν την αλήθεια και ότι οι μικροδιαφορές στη μαρτυρία τους που εντόπισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά την αγόρευση του δεν ήταν ουσιώδεις ώστε να πλήξουν την αξιοπιστία τους. Διαφορετική όμως ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του εφεσείοντα και του ΜΥ, τους οποίους έκρινε αναξιόπιστους ως αποτέλεσμα της πιο κάτω αξιολόγησης:-
«Ο Κατηγορούμενος, από την άλλη, μου έδωσε την εντύπωση ατόμου που προσήλθε στο Δικαστήριο με απώτερο σκοπό να προωθήσει τη δική του εκδοχή και να αθωωθεί από τη κατηγορία με την οποία βαρύνεται. Ανάφερε στο Δικαστήριο απλώς τη θέση του ως προς τα γεγονότα, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε παρεμφερές, χαρακτηριστικό ή αξιοπρόσεχτο σε σχέση με την εκδοχή του που θα προσέδιδε σ' αυτήν πειστικότητα ή αξιοπιστία. Στηρίχθηκε εξ' ολοκλήρου για την αλήθεια της εκδοχής του στο ελατήριο που απέδωσε στον παραπονούμενο, ότι ήθελε δηλαδή να τον δυσκολέψει και τον φέρει ενώπιον Δικαστηρίου λόγω των οικονομικών διαφορών που έχουν οι οικογένειες τους. Ως ανέφερα και προηγουμένως, δεν μου φάνηκε από τη μαρτυρία του παραπονούμενου αυτές οι διαφορές, να ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την καταγγελία του.
Βρίσκω, επίσης, ότι ο ΜΥ1, λόγω της σχέσης εργοδοτούμενου-εργοδότη μεταξύ του και του Κ. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητος μάρτυρας. Αντιθέτως ο ΜΚ3, μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιος, εφόσον δεν μου αναφέρθηκε οποιαδήποτε σχέση εξάρτησης μεταξύ του και του παραπονούμενο. Πάντως, βρίσκω λογικό εφόσον ο ΜΚ3 ένοιωσε πως κινδύνεψε από τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου Σημειώνω ότι διαπίστωσα την εξής αντίφαση μεταξύ των εκδοχών του Κατηγορούμενου και του ΜΥ1, την οποία κρίνω ως ουσιώδη και ενδεικτική της μη αξιοπιστίας της εκδοχής τους. Ο Κατηγορούμενος στην κατάθεση του ανέφερε ότι όταν έφτασε έξω από την αναφερόμενη οικία του είδε τον παραπονούμενο να σταματά στην αντίθετη κατεύθυνση, εντός της λωρίδας του, σχεδόν απέναντι από την κατοικία του και περίπου 20 μέτρα μακριά από αυτόν. Μέχρι να κατέβει ο Κατηγορούμενος από το αυτοκίνητο του ο παραπονούμενος ξεκίνησε και έφυγε. Ενώ, ο ΜΥ1 ανέφερε στο Δικαστήριο ότι είδε τον παραπονούμενο να παρκάρει 3-5 λεπτά πριν την άφιξη του Κατηγορούμενου απέναντι από την ανεγειρόμενη οικία και επέμενε για αυτό αντεξεταζόμενος.
Επίσης, ο Κατηγορούμενος κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο απέκλινε από την εκδοχή της κατάθεσης του και μαρτύρησε ότι όταν έφτασε και πάρκαρε έξω από την ανεγειρόμενη οικία του είδε τον παραπονούμενο, ο οποίος ήταν ήδη σταματημένος στην απέναντι μεριά του δρόμου να ξεκινά και να φεύγει.
Βρίσκω, επίσης, ότι η χρήση της λέξης «συμβάν» τόσο στο Δικαστήριο όσο και στην κατάθεση του ο Κατηγορούμενος (Τεκμήριο Β), είναι φραστικό ατόπημα εκ μέρους του. Εάν τα πράγματα είχαν ακριβώς όπως τα ανέφερε, δεν μπορεί η απλή στάθμευση του παραπονούμενου έξω από την οικία του Κ. και η αποχώρηση του μόλις ο Κ. έφτασε, να χαρακτηριστεί ως «συμβάν».
Παρά το γεγονός ότι με τους δύο αλληλένδετους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως τους κανόνες που διέπουν το βάρος απόδειξης ποινικών υποθέσεων και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, εντούτοις τόσο με την εκτεταμένη αιτιολογία των λόγων έφεσης όσο και με το Διάγραμμα Αγόρευσης του εφεσείοντα ό,τι βασικά προσβάλλεται είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματα στα οποία κατέληξε. Συγκεκριμένα, είναι θέση του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
1. Αντιμετώπισε την ενώπιον του υπόθεση ως εάν επρόκειτο περί αστικής υπόθεσης εφόσον απλώς σύγκρινε τις ενώπιον του διαφορετικές εκδοχές για να κρίνει ποια κατά τη γνώμη του ήταν πιο πειστική, παραγνωρίζοντας ότι το κριτήριο στις ποινικές υποθέσεις δεν είναι απλώς επιλογή της πλέον πειστικής μαρτυρίας αλλά η κρίση ότι η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής έχει αποδειχθεί πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας.
2. Αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία με τρόπο που αντίκειται σε κάθε καθιερωμένη αρχή αξιολόγησης. Έψεξε επί του προκειμένου τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία του όσο και τη μαρτυρία του ΜΥ - ως το απόσπασμα που αυτούσιο παρατίθεται πιο πάνω - τους οποίους και σχολίασε ένα προς ένα για να εισηγηθεί εν τέλει ότι πρόκειται περί εντελώς λανθασμένου τρόπου αξιολόγησης ο οποίος οδήγησε σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
3. Προσέδωσε αυξημένη βαρύτητα στην υποκειμενική εντύπωση που σχημάτισε για την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του σε βάρος του περιεχομένου της ίδιας της μαρτυρίας, προσέγγιση που σύμφωνα με τη θέση του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε ποινικές υποθέσεις εφόσον θα οδηγούσε σε αυθαιρεσία και
4. Παραγνώρισε τις αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του παραπονούμενου και του ΜΚ3 - ο παραπονούμενος ανέφερε ότι πριν το συμβάν συνταξίδευε με τον ΜΚ3 για 2 ώρες ενώ ο ΜΚ3 περιόρισε το χρόνο στη ½ ώρα, ο παραπονούμενος ανέφερε ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στα 50 μ. και ο ΜΚ3 ότι το είδε στα 20 μ. και αμφότεροι ισχυρίστηκαν ότι πριν καταγγείλουν την υπόθεση στην Αστυνομία είχαν μεταβεί στο καφενείο του Κ. Μιχαηλίδη που (ως κοινός φίλος) τηλεφώνησε στον πατέρα του εφεσείοντα, ενώ αυτό δεν το ανάφεραν στις καταθέσεις τους στην αστυνομία - καθώς επίσης και τις οικονομικές διαφορές των δύο οικογενειών, οι οποίες κάλλιστα μπορούσαν να αποτελέσουν το λόγο για να ταλαιπωρήσει (δικαστικά) τον εφεσείοντα ο παραπονούμενος.
Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αντέτεινε η εφεσίβλητη, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και λαμβανομένου υπόψη ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο σε υποκειμενική κρίση επί της αξιοπιστίας αλλά εξέτασε και το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα, δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου. Κατά τα άλλα απέρριψε όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα, τονίζοντας ότι αυτές φαντάζουν να οδηγούν σε υποστήριξη της λανθασμένης αντίληψης ότι για καταδίκη ενός κατηγορουμένου απαιτείται απόδειξη «απόλυτης βεβαιότητας».
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι ο 1ος λόγος έφεσης - ότι δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση είναι προϊόν μη εφαρμογής του κανόνα ότι η ενοχή ενός κατηγορουμένου πρέπει να αποδεικνύεται πέραν από κάθε λογική αμφιβολία - προωθήθηκε με τρόπο που φαίνεται να ταυτίζει τη δικαστική κρίση ως προς το αξιόπιστο μιας μαρτυρίας με το νομικό βάρος που φέρει η Κατηγορούσα Αρχή για απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορουμένου πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Δεν πρόκειται όμως για ταυτόσημα ζητήματα εφόσον το πρώτο αφορά τη δικαστική προσέγγιση ως προς την αξιοπιστία μιας μαρτυρίας, ενώ το δεύτερο είναι η εν τέλει δικαστική κρίση που βασίζεται στα ήδη αποκρυσταλλωθέντα πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Κατά συνέπεια η δικαστική κρίση ως προς την πειστικότητα ή αξιοπιστία μιας εκδοχής και η απόρριψη άλλης ως μη πειστικής ή αξιόπιστης δεν παραβιάζει τον υπό αναφορά κανόνα ή βάρος απόδειξης ως η θέση του εφεσείοντα. Ούτε μπορεί να δώσει έρεισμα στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την ενώπιον του υπόθεση ως εάν να ήταν αστική όπου το βάρος απόδειξης αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Όσον αφορά τον 2ο λόγο έφεσης έχει κατ΄ επανάληψη τονιστεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει στον τομέα αυτό μόνο όταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματα του (βλ. ενδεικτικά Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 113, Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 κ.α. ημερ. 6.6.16, ECLI:CY:AD:2016:B267). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η θετική ή αρνητική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ένας μάρτυρας αποτελεί σε γενικές γραμμές στοιχείο εξαιρετικής σημασίας εφόσον αυτό ακούει απευθείας τους μάρτυρες και έχει υπόψη τη συμπεριφορά τους, πλεονέκτημα που δεν έχει το Εφετείο (Ζαχαρία ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 180, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 83), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου να αντιπαραβάλει και διερευνά στο σύνολο της τη μαρτυρία που παρουσιάζουν ενώπιον του οι δύο πλευρές (Rana κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, Σκορέλλη, ανωτέρω). Τέλος, για τις ανάγκες της παρούσας, να υπενθυμίσουμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων πολύ σπάνια και εφόσον δοθούν ισχυροί λόγοι (Χριστοδούλου, ανωτέρω), ενώ σ΄ ό,τι αφορά αντιφάσεις στη μαρτυρία επεμβαίνει όταν αυτές είναι ουσιώδεις ως πλήττουσες καίρια και καθοριστικά την αξιοπιστία συγκεκριμένων μαρτύρων (Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).
Υπό τα περιστατικά της κρινόμενης περίπτωσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο σε υποκειμενική κρίση για την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του. Προχώρησε και εξέτασε τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα και ως προς το περιεχόμενο της, έχοντας προς τούτο υπόψη το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και διατυπώνοντας λόγους για την εν τέλει κρίση του σ΄ ότι αφορά το αξιόπιστο της μαρτυρίας του παραπονούμενου (ΜΚ2) και του ΜΚ3 και το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ΜΥ. Στη βάση αυτή, δεν βλέπουμε ότι ο τρόπος που αξιολόγησε τη μαρτυρία των εν λόγω προσώπων το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύεται την κοινή λογική, ούτε θεωρούμε τους λόγους που επικαλέστηκε ο εφεσείων ισχυρούς σε βαθμό που να δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου σε ένα τομέα που όπως σημειώθηκε ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ περισσού δε να τονίσουμε πως οι «αντιφάσεις» που προσδιόρισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στη μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΚ3 είναι, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασήμαντες και εν πάση περιπτώσει δεν είναι τέτοιας σημασίας που θα μπορούσαν να πλήξουν καίρια και καθοριστικά την αξιοπιστία τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους και ο 2ος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ