ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Supatan Mary Jane ν. Νικόλα Περιστιάνη (2007) 1 ΑΑΔ 1286
PANAYIOTIS KALLENOS ν. THE POLICE (1969) 2 CLR 210
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41
Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 510
Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1
Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 220
Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303
Iωάννου Aιμίλιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 327
Ευγενίου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 540
Nικολαΐδης Γιάννος Χρ. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 485
Τσιόλης Γεώργιος ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 154
Aboutalebi Touras ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 677
Μακρή Ιωάννης Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42
Mansour Antoine ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 465
Bezanidis Ντένι και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 785
Κρασοπούλη Σκορδέλλη Έλλη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 436, ECLI:CY:AD:2016:B267
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Michelakis Ioannis ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1281, ECLI:CY:AD:2016:D540
ΜΙΛΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.153/2017, 27/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D321
IOANNIS MICHELAKIS ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ. 326/15, 2/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:D540
ECLI:CY:AD:2016:D519
(2016) 2 ΑΑΔ 1100
14 Νοεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΛΕΥΚΙΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινική Έφεση Αρ. 290/2014)
Ποινή ― Απειλή βιαιοπραγίας ― Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 2 μηνών ― Απόφανση Εφετείου ότι ήταν θεμιτό το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι στην υπό κρίση περίπτωση προείχε το στοιχείο της αποτροπής.
Ποινικός Κώδικας ― Απειλή βιαιοπραγίας ― Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 ― Επικύρωση καταδίκης και απόρριψη λόγων έφεσης οι οποίοι στηρίχθηκαν σε εισηγήσεις περί εσφαλμένης αξιολόγησης.
Ποινή ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, ή υπερβολική, ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής.
Ποινικός Κώδικας ― Απειλή βιαιοπραγίας ― Συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Εφαρμοστέες αρχές.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Το θέμα της δίκαιης δίκης κρίνεται in concreto και όχι αφηρημένα.
Δικαστική απόφαση ― Δεν κρίνεται μικροσκοπικά και το έργο της αξιολόγησης δεν κατακερματίζεται αναλόγως και σε συνάρτηση με κάθε ισχυρισμό.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε κατηγορία απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (κατηγορία 2). Σε άλλη κατηγορία για το αδίκημα της άσκησης βίας προκαλούσας ψυχική βλάβη που αντιμετώπιζε με βάση τον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο, Ν.119(Ι)/2000, Άρθρα 2 και 3(1) και (4) αθωώθηκε από το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων και η παραπονούμενη είναι πρώην σύζυγοι. Παντρεύτηκαν το 2000 και ο γάμος τους λύθηκε με διαζύγιο στις 12.2.2014. Μέχρι τη διάσταση του γάμου τους το έτος 2011 διέμεναν με το παιδί τους σε οικία στην οδό Σαλαμίνος 21 στα Πάνω Πολεμίδια.
Η εν λόγω οικία αποτέλεσε αντικείμενο περιουσιακών διαφορών των αναφερομένων προσώπων.
Κατόπιν ακρόασης της αίτησης σε αγωγή και αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε στις 5.8.2014 ενδιάμεσο διάταγμα σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων διατασσόταν, μεταξύ άλλων, όπως εντός 15 ημερών από την επίδοση σ' αυτόν του διατάγματος εγκαταλείψει την εν λόγω οικία. Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, παρά το ότι γνώριζε τα πιο πάνω, προχώρησε στις 25.7.2014 χωρίς να ενημερώσει την παραπονούμενη στη σύνταξη ενοικιαστηρίου εγγράφου προς ενοικίαση της οικίας σε φίλο του (Μ.Υ.2).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου στι 15.9.2014 το πρωί η παραπονούμενη μετέβηκε στην προαναφερόμενη οικία μαζί με την κόρη της και μια φίλη της. Πήγε με τη φίλη της γιατί φοβόταν να πάει μόνη της. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο με τη φίλη της και ενώ βρισκόταν έξω από το κάγκελο εισόδου της οικίας, ο κατηγορούμενος που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού σε απόσταση 3-4 μέτρα από αυτήν, την απείλησε με την φράση: «Τόλμα έμπα του καγκελιού και εγώ θα σε σκοτώσω».
Η παραπονούμενη φοβήθηκε και αναστατώθηκε και αμέσως μπήκε στο αυτοκίνητο με τη φίλη της και έφυγαν από το μέρος. Το βράδυ της 15.9.2014 η παραπονούμενη ενημερώθηκε από την Αστυνομία ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθη. Η παραπονούμενη δεν γνώριζε ότι στην εν λόγω οικία διέμενε οποιοδήποτε πρόσωπο αλλά από ότι άκουσε από την Αστυνομία, η οικία είχε ενοικιαστεί.
Σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η παραπονούμενη επισκέφθηκε τελικώς την οικία, άλλαξε τις κλειδαριές και πιστοποιών υπάλληλος κατέγραψε τα προσωπικά αντικείμενα που υπήρχαν εκεί.
Στις 16.9.2014, η παραπονούμενη επισκέφθηκε τον ψυχίατρο Μ.Κ.5, ο οποίος αφού την εξέτασε συνέταξε ιατρική έκθεση (τεκμήριο 30).
Mετά την υπαγωγή των πιο πάνω και άλλων ευρημάτων στη βάση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 2 μηνών.
Η πρωτόδικη κρίση τόσο όσον αφορούσε στην καταδίκη όσο και στην επιβολή ποινής προσβλήθηκε με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης:
Λόγοι έφεσης αναφορικά με το έργο της αξιολόγησης:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι εδραιωμένο από παλιά στο δικαιϊκό μας σύστημα, ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα, βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.
2. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.
3. Επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης, εκτός αν ήταν τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή επιμέλεια εξήγησε γιατί θεώρησε αξιόπιστη την παραπονούμενη ΜΚ2 καθώς και τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι εν πάση περιπτώσει ήταν περιθωριακής σημασίας μάρτυρες.
5. Για την παραπονούμενη ΜΚ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην αποτίμηση της εντύπωσης που του άφησε ως μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης αλλά παρείχε μεγάλο αριθμό λεπτομερειών που το έπεισαν για την αλήθεια της εκδοχής της.
6. Ξεκινώντας από το παρελθόν της διαφοράς που είχαν με τον πρώην σύζυγο της, με αναφορά σε σχεδόν αντικειμενικά γεγονότα, θεμελίωσε την αιτιολογία του επί της αποδοχής η οποία ήταν πλήρης και πειστική.
7. Παρατηρώντας τη δομή των ερωτήσεων, απαντήσεων προς αυτή, ειδικά στην αντεξέταση, η αμφισβήτηση της μαρτυρίας της κάλυψε περισσότερο τις διαφορές που είχαν με τον εφεσείοντα στο παρελθόν με τον προφανή σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία της, ενόψει του ότι ποινικές υποθέσεις που καταχωρήθηκαν εναντίον του εφεσείοντα κατόπιν καταγγελίας της δεν οδήγησαν σε καταδίκη αυτού.
8. Το θέμα, όπως ορθά ετέθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούσε να έχει τη βαρύτητα που του προσέδωσε η υπεράσπιση. Εκτός του ότι οι προηγούμενες καταγγελίες δεν οδήγησαν σε αθώωση αλλά σε απλώς απαλλαγή του εφεσείοντα, εκκρεμούσαν εναντίον του κατά το χρόνο της μαρτυρίας της 2 ακόμη ποινικές υποθέσεις εναντίον του, οι οποίες και δεν είχαν οδηγηθεί ακόμη σε κατάληξη.
9. Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα από την πλευρά του εφεσείοντα στο να καταρρίψει την αξιοπιστία της επί των θεμάτων άλλων δικαστικών διαδικασιών, ιδίως του Οικογενειακού Δικαστηρίου ή αν έγινε αίτηση παρακοής αναφορικά με το επίδικο διάταγμα.
10. Όλα αυτά τα θέματα δεν ήταν βαρύνουσας σημασίας και ορθά θεωρήθηκε πρωτοδίκως, ότι αξία είχαν κυρίως τα επίδικα γεγονότα της ημερομηνίας που αφορούσε η κατηγορία.
11. Συνολικά κρίνοντας το έργο της αξιολόγησης που έγινε για την παραπονούμενη δεν παρεχόταν πεδίον επέμβασης επ' αυτού. Ούτε και για τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας. Το ίδιο ίσχυε και για το έργο της αξιολόγησης του εφεσείοντα και του φίλου του ΜΥ2.
12. Προκαλεί πραγματικά απορία το γεγονός ότι κοντά στον ουσιώδη χρόνο έγερσης της πιο πάνω αγωγής και της αίτησης για έκδοση διατάγματος με την οποία η παραπονούμενη προσπαθεί να διασφαλίσει την είσοδο της στην οικία, ο εφεσείων χωρίς καν να την ενημερώσει, ενοικιάζει την οικία στο πλησιέστερο του φίλο.
13. Είναι φανερό ότι αυτό έγινε για να φέρει εμπόδια στην ανάκτηση κατοχής από την παραπονούμενη. Ενάντια στη λογική, επίσης φαίνεται να είναι, η εκδοχή του περί μη γνώσεως του για το επίδικο διάταγμα. Ο συνήγορος του καταχώρησε τόσο έφεση επί αυτής της απόφασης, όσο και certiorari. Θα ήταν ανορθόδοξο αλλά και αντίθετο από τις αρχές της αντιπροσώπευσης δικηγόρου-πελάτη, να θεωρηθεί ότι όλα αυτά έγιναν εν αγνοία του εφεσείοντα.
14. Η επιμονή της Υπεράσπισης ότι δεν είχε συντελεστεί προσωπική επίδοση του διατάγματος στον εφεσείοντα ή ότι η διαφορά ήταν αστικής φύσεως εντασσόταν σε μια γενικότερη προσπάθεια του εφεσείοντα να αποχρωματίσει τα γεγονότα από την ποινική τους υφή και να προβάλει αστικής φύσεως προσκόμματα στην παραπονούμενη (όπως η ενοικίαση της οικίας), ενώ δια των δικών του παραδοχών (συζήτηση με Αστυνόμο στις 15.9.2014 το πρωί), διαφάνηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η παραπονούμενη θα πήγαινε στην οικία και ότι η παρουσία του στο χώρο δεν ήταν τυχαία.
15. Οι δε δικαιολογίες που έδωσε στο γιατί βρέθηκε εκεί, ήταν επίπλαστες και ορθά απορρίφθησαν. Σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης επί του έργου της αξιολόγησης δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης του Εφετείου, αφού τόσο η αξιολόγηση του εφεσείοντα όσο και του ΜΥ2 υπήρξε από όλες τις απόψεις άψογη και απόλυτα πειστική.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω μη διατύπωσης κατηγορίας από την Αστυνομία εναντίον του με βάση το ορθό άρθρο:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ευρήματα του, έκρινε ότι συνέτρεχαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας, ότι δηλαδή υπήρξε πράξη ή συμπεριφορά του εφεσείοντα στις 15.9.2014 διά της εκστόμισης της απειλής στην πρώην σύζυγο του, παραπονούμενη με τη φράση «Τόλμα έμπα του καγκελιού και εγώ θα σε σκοτώσω».
2. Εφόσον δε ήταν σε γνώση του ότι η παραπονούμενη είχε δικαίωμα εισόδου στην κατοικία είτε δυνάμει διατάγματος είτε δυνάμει συμφωνίας, και διά της φράσεως «προσπάθησε να την παρεμποδίσει να το πράξει», ορθά έκρινε ότι η απειλή είχε πραγματικό έρεισμα και δημιουργούσε εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού προς το σκοπό παρεμπόδισης. Δεν επρόκειτο για κενή απειλή.
3. Είχε σκοπό να την εκφοβίσει για να μη διενεργήσει πράξη την οποία νόμιμα δικαιούτο να διενεργήσει, δηλαδή, την είσοδο της στην εν λόγω οικία.
4. Η διατύπωση σχετικού παραπόνου για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα ήταν εντελώς αθεμελίωτη. Εκτός του ότι διά της διατύπωσης κατηγορίας από την Αστυνομία εναντίον του, μεταφέρθηκε σ' αυτόν όλη η εμβέλεια των ουσιωδών γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώριση υπόθεσης εναντίον του, έστω και αν όχι τελικά για τόσο σοβαρά αδικήματα, σημασία έχει ότι ο εφεσείων δεν παραπλανήθηκε και δεν υπέστη οποιαδήποτε βλάβη.
5. Αντιθέτως, η υπεράσπιση του κάλυψε ακριβώς κάθε πτυχή και κάθε λεπτομέρεια, εφόσον αμφισβήτησε σχεδόν τα πάντα και ουδέποτε κατά την ακροαματική διαδικασία ο συνήγορος του ή ο ίδιος φάνηκαν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα αντίκρουσης ισχυρισμών και θέσεων.
6. Το θέμα της δίκαιης δίκης κρίνεται in concreto και όχι αφηρημένα. Κανένας από τους τεθέντες από τον εφεσείοντα ισχυρισμούς δεν οδήγησε στην υπεράσπιση σε αδυναμία χειρισμού της υπόθεσης.
Λόγος έφεσης περί αναιτιολόγητου της πρωτόδικης απόφασης:
Αποφασίστηκε ότι:
Η απόφαση ακολουθεί την κλασσική δομή συγγραφής δικανικής κρίσης, διά της οποίας καταγράφεται (αν και εκτενώς) η μαρτυρία, ακολουθεί το έργο της αξιολόγησης το οποίο περιλαμβάνει αρκετές σελίδες και το οποίο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να κριθεί αναιτιολόγητο.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με την επιβολή ποινής:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στην επιβολή ποινής είναι καλά γνωστές.
2. Η επιβληθείσα ποινή είχε πλήρως αιτιολογηθεί στη βάση πρωτίστως των γεγονότων του αδικήματος για το οποίο ο εφεσείων ευρέθη ένοχος (όπου προνοείται φυλάκιση 3 χρόνων), και των προσωπικών του περιστάσεων.
3. Ήταν θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι στην υπό κρίση περίπτωση προείχε το στοιχείο της αποτροπής. Δεν εντοπιζόταν σφάλμα αρχής και ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος να καταδείξει είτε λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου είτε έκδηλα υπερβολική ποινή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Aboutalebi v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 677,
Παυλίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220,
Αντωνίου v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317,
Supatan v. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,
Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Ευγενίου v. Αστυνομίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 540,
Νετζιήπ v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1,
Βοσκού v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510,
Κallenos v. The Police (1969) 2 C.L.R. 210,
Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,
Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 327,
Mansour v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 465,
Τσιολής v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 154,
Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, ECLI:CY:AD:2016:B267,
Μακρή v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42,
Βezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785.
Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τιμοθέου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23186/2014), ημερομηνίας 17/10/2014.
Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ιωαννίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε κατηγορία απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (κατηγορία 2). Σε άλλη κατηγορία για το αδίκημα της άσκησης βίας προκαλούσας ψυχική βλάβη που αντιμετώπιζε με βάση τον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο, Ν.119(Ι)/2000, Άρθρα 2 και 3(1) και (4) αθωώθηκε από το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων και η παραπονούμενη είναι πρώην σύζυγοι. Παντρεύτηκαν το 2000 και ο γάμος τους λύθηκε με διαζύγιο στις 12.2.2014. Μέχρι τη διάσταση του γάμου τους το έτος 2011 διέμεναν με το παιδί τους σε οικία στην οδό Σαλαμίνος 21 στα Πάνω Πολεμίδια. Η εν λόγω οικία (στο εξής η οικία) αποτέλεσε και αποτελεί από το 2011 το μήλο της έριδος μεταξύ τους. Η άδεια χρήσης του οικοπέδου εντός του οποίου βρίσκεται η οικία και το ποσό των ΛΚ8.510 για την ανέγερση οικίας, παραχωρήθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία στην παραπονούμενη υπό την ιδιότητα της ως εκτοπισθείσας, με συμφωνία ημερ. 14.6.2001 (τεκμ.31). Στη συνέχεια ανεγέρθηκε στο ακίνητο η οικία. Ο εφεσείων γνώριζε ότι με βάση τη συμφωνία ο δικαιούχος χρήσης του ακινήτου ήταν η παραπονούμενη.
Ακολούθησαν δε μεταξύ τους διάφορες διαδικασίες στο Οικογενειακό Δικαστήριο όπως και έντονες διαμάχες που αφορούσαν διάφορες πτυχές της σχέσης τους αλλά κυρίως τη χρήση της εν λόγω οικίας. Χωρίς να είναι ανάγκη να υπεισέλθουμε στις επιμέρους φάσεις των διαφορών τους είναι σημαντικό για τα εδώ επίδικα θέματα ότι ενώ αρχικά ο εφεσείων αναγκαστικά εγκατέλειψε την εν λόγω οικία επανήλθε σε αυτή εμποδίζοντας την παραπονούμενη και την κόρη τους να εισέλθουν σε αυτή. Όλες αυτές οι διαφορές έφεραν στο προσκήνιο την Αστυνομία η οποία πολλές φορές και σε διάφορες φάσεις επενέβαινε. Ο ίδιος ο εφεσείων είχε δεχθεί ότι αστυνομικοί του είχαν μιλήσει προηγουμένως για το όλο πρόβλημα και είναι δεκτό επίσης σε προηγούμενο χρόνο ότι ο ίδιος είχε επιστρέψει τα κλειδιά της οικίας στην Αστυνομία.
Ως εκ του προβλήματος που ανεφύη από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα αναφορικά με την εν λόγω οικία, η παραπονούμενη προσέφυγε στο Δικαστήριο με έγερση πολιτικής αγωγής και στα πλαίσια αυτής στις 5.5.2014 αιτήθηκε την έκδοση προσωρινού διατάγματος για απαγόρευση του εφεσείοντα να εισέρχεται ή να επεμβαίνει στην εν λόγω οικία. Κατόπιν ακρόασης της αίτησης και αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές το Δικαστήριο εξέδωσε στις 5.8.2014 ενδιάμεσο διάταγμα (τεκμ.8) σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων διατάσσετο, μεταξύ άλλων, όπως εντός 15 ημερών από την επίδοση σ' αυτόν του διατάγματος εγκαταλείψει την εν λόγω οικία. Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, παρά το ότι γνώριζε τα πιο πάνω προχώρησε στις 25.7.2014 χωρίς να ενημερώσει την παραπονούμενη στη σύνταξη ενοικιαστηρίου εγγράφου προς ενοικίαση της οικίας σε φίλο του (Μ.Υ.2). Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου επίσης το γεγονός ότι ο εφεσείων γνώριζε για το περιεχόμενο του διατάγματος καθότι είχε ενημερωθεί από το δικηγόρο του. Αυτό προέκυπτε και από την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari και μετά την απόρριψη αυτής και έφεση στις 13.8.2014. Περαιτέρω αντίγραφο αυτού αφέθηκε από τον επιδότη (ΜΚ3) στις 29.8.2014 σε υποστατικό - μπαρ του εφεσείοντα. Πρόσθετα, την Παρασκευή, πριν τις 15.9.2014, ο εφεσείων ειδοποιήθηκε και από Γυναίκα/Λοχία του Αστυνομικού Σταθμού Πολεμιδιών ότι υπήρχε το διάταγμα και ότι έπρεπε μέχρι την Κυριακή το βράδυ να φύγει από την οικία. Ο εφεσείων δεν ανέφερε ότι «δεν είχε το διάταγμα» αλλά δήλωσε στη Λοχία ότι αρνείτο να φύγει διότι «υπάρχει έφεση, δεν το απαγόρευε κανένας και δεν θα φύγει». Σημειώνεται ότι ως εκ του διατάγματος ο εφεσείων έπρεπε να παραδώσει την κατοχή της οικίας στις 14.9.2014.
Η παραπονούμενη, ως εκ της ενημέρωσης που είχε ότι το διάταγμα επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 29.8.2014, και η προθεσμία επιστροφής της κατοχής είχε παρέλθει, στις 15.9.2014, το πρωί μετέβη στην οικία μαζί με την κόρη της και μια φίλη αυτής. Η συνέχεια δίδεται αυτούσια από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως εξής:
«Έτσι στις 15.9.2014 το πρωί η παραπονούμενη μετέβηκε στην προαναφερόμενη οικία μαζί με την κόρη της και μια φίλη της. Πήγε με τη φίλη της γιατί φοβόταν να πάει μόνη της. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο με τη φίλη της και ενώ βρισκόταν έξω από το καγκέλι της οικίας, ο κατηγορούμενος που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού σε απόσταση 3-4 μέτρα από αυτήν την απείλησε με την φράση: «Τόλμα έμπα του καγκελιού και εγώ θα σε σκοτώσω». Η παραπονούμενη φοβήθηκε και αναστατώθηκε και αμέσως μπήκε στο αυτοκίνητο με τη φίλη της και έφυγαν από το μέρος. Το βράδυ της 15.9.2014 η παραπονούμενη ενημερώθηκε από την Αστυνομία ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθη. Η παραπονούμενη δεν γνώριζε ότι στην εν λόγω οικία διέμενε οποιοδήποτε πρόσωπο αλλά από ότι άκουσε από την Αστυνομία η οικία ενοικιάστηκε.
Στις 16.9.2014 το πρωί αφού η παραπονούμενη γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος είχε συλληφθεί και ένιωθε ασφάλεια εφόσον δεν μπορούσε να της κάνει κάτι, πήγε στην προαναφερόμενη οικία με κλειδαρά, πιστοποιούντα υπάλληλο και με δύο φίλους της. Τον κλειδαρά τον πήρε για να αλλάξει τις κλειδαριές και να μην έχει ο κατηγορούμενος τα ίδια κλειδιά με αυτή γιατί φοβάται τι θα συμβεί όταν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Εκεί στο σπίτι συνάντησαν ένα νεαρό, ο οποίος της είπε ότι ήταν γιος του κατηγορούμενου και όταν αυτή τον ρώτησε εάν ξέρει ποια είναι και ο πιστοποιών υπάλληλος του είπε ότι το σπίτι είναι της παραπονούμενης και αυτός μπορεί να μην δικαιούται να είναι εκεί, ο νεαρός έφυγε. Μπήκαν στην οικία, άλλαξαν τις κλειδαριές και ο πιστοποιών υπάλληλος κατέγραψε τα προσωπικά αντικείμενα που υπήρχαν εκεί.
Τέλος στις 16.9.2014 περί ώρα 7 μ.μ. η παραπονούμενη επισκέφθηκε τον ψυχίατρο Μ.Κ.5, ο οποίος αφού την εξέτασε συνέταξε ιατρική έκθεση (τεκμήριο 30)».
Mετά την υπαγωγή των πιο πάνω ευρημάτων στη βάση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Να σημειωθεί ότι, όχι με τον ενδεδειγμένο τρόπο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η έκτιση της ποινής φυλάκισης «θα αρχίζει από τις 16.9.2014» ημερ. κατά την οποία ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση, αντί του ορθού υπολογισμού, δηλαδή ότι θα έπρεπε να μειωθεί, κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τελούσε υπό κράτηση, ο χρόνος κράτησης στην επιβληθείσα ποινή φυλάκισης (βλ. Ποινική Δικονομία, Κεφ.155, Άρθρο117(1), Aboutalebi v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 677 και Παυλίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220). Εν πάση περιπτώσει η μη ακριβής διατύπωση δεν επενεργεί ακυρωτικά επί της ποινής, η οποία θα μας απασχολήσει σε άλλο στάδιο.
Η πρωτόδικη κρίση τόσο όσον αφορά την καταδίκη όσο και την επιβολή ποινής βάλλεται με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης οι οποίοι όμως σε πολλά σημεία επαναλαμβάνονται ή έχουν κοινή ή επάλληλη αιτιολογία. Θα γίνει προσπάθεια ομαδοποίησης αυτών ώστε να είναι πιο ευχερής η εξέταση τους.
Α Ομάδα Λόγων έφεσης (3, 5, 6, 7 και 8)
Όλοι οι λόγοι αυτής της ομάδας αφορούν άμεσα ή έμμεσα το έργο της αξιολόγησης που επιτέλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στο λόγο 3 ο εφεσείων παραπονείται ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα με την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, ειδικά αυτό αφορούσε τις πτυχές της μαρτυρίας, όπως αν ο εφεσείων γνώριζε ή όχι την ύπαρξη της συμφωνίας από την οποία προέκυπτε ότι η παραπονούμενη ήταν η δικαιούχος της οικίας ή ότι γνώριζε για το πιο πάνω διάταγμα και για άλλα συναφή.
Στο λόγο 5 πλήττονται τα ευρήματα αξιοπιστίας επί της παραπονούμενης ΜΚ2 και στο λόγο 6 η εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας όλων των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας. Εν αντιθέσει, με τους λόγους 7 και 8 αντίστοιχα παραπονείται ότι λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα και του φίλου του εφεσείοντα, ΜΥ2.
Β Ομάδα Λόγων έφεσης (4 και 9)
Αυτοί οι λόγοι αφορούν τις επιμέρους διαταγές του Δικαστηρίου για κράτηση του εφεσείοντα κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας στη βάση κυρίως της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων. Θα πούμε από τώρα ότι δεν έχει εφετειακό αντικείμενο αυτή η ομάδα λόγων εφόσον η διαταγή για κράτηση αφορούσε το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης επί της κυρίως απόφασης όπου πλέον ο εφεσείων κρίνεται ένοχος και του επιβάλλεται ποινή. Το θέμα της κράτησης θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστών εφέσεων κατά το χρόνο που διατάσσετο η κράτηση. Εν πάση περιπτώσει παρατηρούμε ότι το Δικαστήριο - ως όφειλε - εκδίκασε την υπόθεση σε σύντομο χρόνο, χωρίς να κατακερματίζει τη διαδικασία.
Γ Ομάδα Λόγων έφεσης (1, 2 και 11)
Αυτή η ομάδα αφορά τη πτυχή της νομικής θεώρησης των επιδίκων γεγονότων εφόσον δια του λόγου 1 βάλλεται ως εσφαλμένη και αυθαίρετη η κρίση του Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας 2, δηλαδή της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του πιο πάνω άρθρου. Όπως επίσης προβάλλεται η θέση δια του λόγου 2 ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων, όπως η μη διατύπωση κατηγορίας από την Αστυνομία εναντίον του με βάση το ορθό άρθρο, μη καθορισμού στο κατηγορητήριο των πρωτογενών γεγονότων του αδικήματος, μη δυνατότητα ετοιμασίας της υπεράσπισης του και άλλα συναφή. Ο λόγος 11 διατυπώνει παράπονο γενικά για πλημμέλεια της απόφασης ενόψει του αναιτιολόγητου αυτής.
Δ Ομάδα Λόγων έφεσης (10 και 11)
Η ομάδα αυτή αφορά το έργο της επιβολής ποινής αφού κατά τον εφεσείοντα η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν έκδηλα υπερβολική (λόγος 10) και δεν ήταν αιτιολογημένη (λόγος 11).
Ως εκ των πιο πάνω προκύπτει ότι οι λόγοι που παρέμειναν για εξέταση είναι αυτοί της ομάδας Α, Γ και Δ. Η αφετηρία μας πρέπει να είναι η Ομάδα Α αφού δι' αυτής πλήττεται το έργο της αξιολόγησης το οποίο αποτελεί το βάθρο για τα περαιτέρω. Όπως είναι εδραιωμένο από παλιά στο δικαιϊκό μας σύστημα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317 και Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286). Εξάλλου στη Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485 λέχθηκε ότι επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης, εκτός αν ήταν τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη. (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41). Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Ευγενίου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις επιμέρους θέσεις του εφεσείοντα ως προς αυτή την πτυχή του παραπόνου. Δεν έχουμε κανένα δισταγμό να πούμε ότι πλήρως διαφωνούμε με τις θέσεις του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή επιμέλεια και θα λέγαμε με σχολαστικότητα εξήγησε γιατί θεώρησε αξιόπιστη την παραπονούμενη ΜΚ2 καθώς και τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι εν πάση περιπτώσει ήταν περιθωριακής σημασίας μάρτυρες. Για την παραπονούμενη ΜΚ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην αποτίμηση της εντύπωσης που του άφησε ως μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης αλλά παρείχε μεγάλο αριθμό λεπτομερειών που το έπεισαν για την αλήθεια της εκδοχής της. Ξεκινώντας από το παρελθόν της διαφοράς που είχαν με τον πρώην σύζυγο της, με αναφορά σε σχεδόν αντικειμενικά γεγονότα, θεμελίωσε την αιτιολογία του επί της αποδοχής η οποία ήταν πλήρης και πειστική. Θα λέγαμε ότι παρατηρώντας τη δομή των ερωτήσεων, απαντήσεων προς αυτή, ειδικά στην αντεξέταση, η αμφισβήτηση της μαρτυρίας της κάλυψε περισσότερο τις διαφορές που είχαν με τον εφεσείοντα στο παρελθόν με τον προφανή σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία της ενόψει του ότι ποινικές υποθέσεις που καταχωρήθηκαν εναντίον του εφεσείοντα κατόπιν καταγγελίας της δεν οδήγησαν σε καταδίκη αυτού. Το θέμα, όπως ορθά ετέθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούσε να έχει τη βαρύτητα που του προσέδωσε η υπεράσπιση. Εκτός του ότι οι προηγούμενες καταγγελίες δεν οδήγησαν σε αθώωση αλλά σε απλώς απαλλαγή του εφεσείοντα, εκκρεμούσαν εναντίον του κατά το χρόνο της μαρτυρίας της 2 ακόμη ποινικές υποθέσεις εναντίον του, οι οποίες και δεν είχαν οδηγηθεί ακόμη σε κατάληξη. Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα από την πλευρά του εφεσείοντα στο να καταρρίψει την αξιοπιστία της επί των θεμάτων άλλων δικαστικών διαδικασιών, ιδίως του Οικογενειακού Δικαστηρίου ή αν έγινε αίτηση παρακοής αναφορικά με το επίδικο διάταγμα. Κρίνουμε ότι όλα αυτά τα θέματα δεν ήταν βαρύνουσας σημασίας και ορθά θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι αξία είχαν κυρίως τα επίδικα γεγονότα της ημερομηνίας που αφορούσε η κατηγορία. Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, η απόφαση δεν κρίνεται μικροσκοπικά και το έργο της αξιολόγησης δεν κατακερματίζεται αναλόγως και σε συνάρτηση με κάθε ισχυρισμό. Συνολικά κρίνοντας το έργο της αξιολόγησης που έγινε για την παραπονούμενη θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας επ' αυτού. Ούτε και για τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας. Το ίδιο ισχύει και για το έργο της αξιολόγησης του εφεσείοντα και του φίλου του ΜΥ2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει κατορθώσει να μεταφέρει ανάγλυφα τις παλινδρομήσεις και τα κατασκευασμένα ψεύδη του εφεσείοντα στην ένορκη του μαρτυρία καθώς και την προσπάθεια ενίσχυσης της ψεύτικης εκδοχής του από τον ΜΥ2. Προκαλεί πραγματικά απορία το γεγονός ότι κοντά στον ουσιώδη χρόνο της έγερσης της πιο πάνω αγωγής και της αίτησης για έκδοση διατάγματος με την οποία η παραπονούμενη προσπαθεί να διασφαλίσει την είσοδο της στην οικία, ο εφεσείων χωρίς καν να την ενημερώσει ενοικιάζει την οικία στο πλησιέστερο του φίλο. Είναι φανερό ότι αυτό έγινε για να φέρει εμπόδια στην ανάκτηση κατοχής από την παραπονούμενη. Ενάντια στη λογική, επίσης φαίνεται να είναι, η εκδοχή του περί μη γνώσεως του για το επίδικο διάταγμα. Ο συνήγορος του καταχώρησε τόσο έφεση επί αυτής της απόφασης, όσο και certiorari. Θα ήταν ανορθόδοξο αλλά και αντίθετο από τις αρχές της αντιπροσώπευσης δικηγόρου-πελάτη, να θεωρηθεί ότι όλα αυτά έγιναν εν αγνοία του εφεσείοντα. Η επιμονή της Υπεράσπισης ότι δεν έχει συντελεστεί προσωπική επίδοση του διατάγματος στον εφεσείοντα ή ότι η διαφορά ήταν αστικής φύσεως εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια του εφεσείοντα να αποχρωματίσει τα γεγονότα από την ποινική τους υφή και να προβάλει αστικής φύσεως προσκόμματα στην παραπονούμενη (όπως η ενοικίαση της οικίας), ενώ διά των δικών του παραδοχών (συζήτηση με Αστυνόμο στις 15.9.2014 το πρωί), διαφάνηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η παραπονούμενη θα πήγαινε στην οικία και ότι η παρουσία του στο χώρο δεν ήταν τυχαία. Οι δε δικαιολογίες που έδωσε στο γιατί βρέθηκε εκεί, ήταν επίπλαστες και ορθά απορρίφθησαν. Θα ήταν άσκοπο να επαναλάβουμε όλες τις επιμέρους πολυάριθμες επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη ψεύτικη εκδοχή του εφεσείοντα. Είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης επί του έργου της αξιολόγησης δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης του Εφετείου, αφού τόσο η αξιολόγηση του εφεσείοντα όσο και του ΜΥ2 υπήρξε από όλες τις απόψεις άψογη και απόλυτα πειστική. Όλοι οι λόγοι έφεσης αυτής της Ομάδας απορρίπτονται.
Ακολουθεί η εξέταση των λόγων της Γ Ομάδας. Ξεκινούμε από το Λόγο 1 της Ομάδας αυτής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ευρήματα του έκρινε ότι συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας, ότι δηλαδή υπήρξε πράξη ή συμπεριφορά του εφεσείοντα στις 15.9.2014 διά της εκστόμισης της απειλής στην πρώην σύζυγο του, παραπονούμενη με τη φράση «Τόλμα έμπα του καγκελιού και εγώ θα σε σκοτώσω». Εφόσον δε ήταν σε γνώση του ότι η παραπονούμενη είχε δικαίωμα εισόδου στην κατοικία είτε δυνάμει διατάγματος είτε δυνάμει συμφωνίας, τεκμήρια 8 και 31, και διά της φράσεως «προσπάθησε να την παρεμποδίσει να το πράξει», ορθά έκρινε ότι η απειλή είχε πραγματικό έρεισμα και δημιουργούσε εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού προς το σκοπό παρεμπόδισης. Δεν επρόκειτο για κενή απειλή. Είχε σκοπό να την εκφοβίσει για να μη διενεργήσει πράξη την οποία νόμιμα δικαιούτο να διενεργήσει, δηλαδή, την είσοδο της στην εν λόγω οικία. (βλ. Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1, Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510, Κallenos v. The Police (1969) 2 C.L.R. 210, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 327).
Σε συνάρτηση με το λόγο 2 της ίδιας Ομάδας βρίσκουμε ότι η διατύπωση σχετικού παραπόνου για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα είναι εντελώς αθεμελίωτη. Εκτός του ότι διά της διατύπωσης κατηγορίας από την Αστυνομία εναντίον του μεταφέρθηκε σ' αυτόν όλη η εμβέλεια των ουσιωδών γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώριση υπόθεσης εναντίον του, έστω και αν όχι τελικά για τόσο σοβαρά αδικήματα, σημασία έχει ότι ο εφεσείων δεν παραπλανήθηκε και δεν υπέστη οποιαδήποτε βλάβη. Αντιθέτως, η υπεράσπιση του κάλυψε ακριβώς κάθε πτυχή και κάθε λεπτομέρεια, εφόσον αμφισβήτησε σχεδόν τα πάντα και ουδέποτε κατά την ακροαματική διαδικασία ο συνήγορος του ή ο ίδιος φάνηκαν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα αντίκρουσης ισχυρισμών και θέσεων. Όπως επανειλημμένα έχουμε πει, το θέμα της δίκαιης δίκης κρίνεται in concreto και όχι αφηρημένα. (βλ. Mansour ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 465, Τσιολής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 154 και Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, ECLI:CY:AD:2016:B267).
Κανένας από τους τεθέντες από τον εφεσείοντα ισχυρισμούς δεν οδήγησε στην υπεράσπιση σε αδυναμία χειρισμού της υπόθεσης.
Ο λόγος 11 με γενικό τρόπο διατυπώνει τη μομφή του αναιτιολόγητου της πρωτόδικης απόφασης. Η απόφαση ακολουθεί την κλασσική δομή συγγραφής δικανικής κρίσης, δια της οποίας καταγράφεται (αν και εκτενώς) η μαρτυρία, ακολουθεί το έργο της αξιολόγησης το οποίο περιλαμβάνει αρκετές σελίδες και το οποίο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να κριθεί αναιτιολόγητο, όπως ήδη εξηγήσαμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συμπεράσματα που ακολουθούν. Και οι λόγοι αυτής της Ομάδας απορρίπτονται.
Ερχόμενοι εν τέλει στην Ομάδα Δ που αφορά το έργο της επιβολής ποινής αναφέρουμε ότι η επέμβαση του Εφετείου στο έργο της επιβολής ποινής γίνεται στα συγκεκριμένα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος και η νομολογία.
Όπως έχει νομολογηθεί το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευθύνη προς τούτο. Το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, ή υπερβολική, ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής. (Βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Βezanidis ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785).
Παρατηρούμε ότι η ποινή έχει πλήρως αιτιολογηθεί στη βάση πρωτίστως των γεγονότων του αδικήματος για το οποίο ο εφεσείων ευρέθη ένοχος (όπου προνοείται φυλάκιση 3 χρόνων), και των προσωπικών του περιστάσεων. Αφού το Δικαστήριο στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες θεώρησε ότι η ποινή που έπρεπε να επιβάλει ήταν αυτή της δίμηνης φυλάκισης. Ήταν θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι στην υπό κρίση περίπτωση προείχε το στοιχείο της αποτροπής. Δεν εντοπίζεται σφάλμα αρχής και ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος να καταδείξει είτε λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου είτε έκδηλα υπερβολική ποινή.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση στην ολότητα της αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.