ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B488

(2016) 2 ΑΑΔ 1024

19 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΑΣΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 29/2015)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Ποινική διαδικασία ― Κατά πόσον ήταν ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι οδηγίες οι οποίες περιλαμβάνονται σε σχετική κανονιστική διοικητική πράξη και προνοούσαν το επίδικο αδίκημα, εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής «delegatus non potest delegare», και καθ' υπέρβαση εξουσίας, ως εκδοθείσες χωρίς εξουσιοδότηση Νόμου.

 

Ζώα ― Παράνομη βόσκηση ή είσοδος ζώων ― Νομοθετικό πλαίσιο και εφαρμοστέες αρχές.

 

Η εφεσίβλητη είχε κατηγορηθεί ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο πουνικής υπόθεσης ότι «παρανόμως διακινούσε ή συνόδευε σκύλους μέσα στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας».

 

Η κατηγορία στηριζόταν στα Άρθρα 2, 3, 4, 15, 22, 36, 43, 55, 66 και 67(2) του περί Δασών Νόμου, Ν. 25(Ι)/2012 και στα Άρθρα 2(π), 3 και 8 των περί Δασών Οδηγιών (Κ.Δ.Π. 32/1995).

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από τη συμπλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, εξέτασε κατά πόσο είχε, εκ πρώτης όψεως, αποδειχθεί η υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης. Μετά την ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και την παράθεση της μαρτυρίας, θεώρησε ότι, αρχικώς, το Άρθρο 36 του Νόμου 25(Ι)/2012, ποινικοποιεί την παράνομη είσοδο ή βόσκηση ζώων, και στο Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, που ενέχει θέση ερμηνευτικού, εντός της εννοίας του όρου «ζώο» δεν περιλαμβάνεται ο σκύλος.

 

Ταυτόχρονα, το δικαστήριο επεσήμανε, ορθώς, κάτι το οποίο η πλευρά των εφεσειόντων αποδέχθηκε ότι, ο Νόμος 25(Ι)/2012 θεσπίστηκε στις 30 Μαρτίου 2012, ήτοι, ημερομηνία μεταγενέστερη της, κατ' ισχυρισμό, διάπραξης των αδικημάτων που ήταν η 4 Μαρτίου 2012.

 

Επομένως, η νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε το κατηγορητήριο, δεν ήταν ορθή και το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις του προγενέστερου σε ισχύ Νόμου, ήτοι του Νόμου 14/1967, το οποίο επίσης στον όρο «ζώα» δεν περιλαμβάνει τους σκύλους. Στη συνέχεια, το δικαστήριο εξέτασε, κατά πόσο, η ετέρα νομική βάση, επί της οποίας στηρίχθηκε το κατηγορητήριο, και δη οι περί Δασών Οδηγίες (Κ.Δ.Π. 32/1995), θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το αδίκημα.

 

Στις 28 Ιουλίου 1967 το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Άρθρου 14 του Νόμου, εξέδωσε τους περί Δασών Κανονισμούς του 1967 (620/1967). Ο Κανονισμός 6 των εν λόγω Κανονισμών, προνοεί ότι «μετά από έγκριση του Υπουργού, ο Διευθυντής δύναται να εκδίδει κανονισμούς που διέπουν τα θέματα που αφορούν το Εθνικό Δασικό Πάρκο». Στη βάση του εν λόγω Κανονισμού 6, (620/1967), ο Διευθυντής εξέδωσε, στις 10 Φεβρουαρίου 1995, τις περί Δασών Οδηγίες του 1994, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Κ.Δ.Π. 32/1995, που αφορούν το Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας. Στο Άρθρο 2 αναφέρεται ότι, χωρίς την άδεια του Διευθυντή, «Κάθε πρόσωπο» .. «σκόπιμα ή υπό αμέλεια», και στην υποπαράγραφο «(π) διακινεί, μεταφέρει ή κυκλοφορεί, σέρνει, συνοδεύει οποιοδήποτε ζώο», είναι ένοχο αδικήματος. Το δε Άρθρο 3 της εν λόγω Οδηγίας αναφέρεται ότι ανεξαρτήτως των προνοιών της Οδηγίας 2(π), «η κυκλοφορία σκύλων μπορεί να γίνεται από κάθε πρόσωπο μόνο σε χώρους του πάρκου που έχουν καθοριστεί ειδικά για το σκοπό αυτό και εφόσον αυτοί είναι δεμένοι και συνοδεύονται».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εκδοθείσες Οδηγίες                   (Κ.Δ.Π. 32/1995) βρίσκονται έξω από την εξουσιοδότηση την οποία ο περί Δασών Νόμος (Ν. 14(Ι)/1967) παραχώρησε.

 

Έκρινε δε, ότι διαφαινόταν από τη σχετική μαρτυρία ότι είχε  μεταβιβαστεί στην παρούσα περίπτωση από το Υπουργικό Συμβούλιο η εξουσιοδότηση που έλαβε από τη Βουλή, στον «Διευθυντή» ο οποίος σύμφωνα με τον κανονισμό 6 των Περί Δασών Κανονισμών του 1967, τη εγκρίσει του Υπουργού εκδίδει Κανονισμούς για τα θέματα που αναφέρονται στον ίδιο κανονισμό 6, χωρίς να υπάρχει νομοθετική πρόνοια ή υπόνοια προς τούτο.

 

Κατέληξε δε, ότι ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Υπεράσπισης ευσταθούσε και ότι η σχετική Κ.Δ.Π. εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε κατά παράβαση της αρχής «delegatus non potest delegare» και καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) κατά τρόπο ώστε να μην μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση οι πρόνοιες των Οδηγιών 2(π) και 3 που περιέχονται σε αυτή.

 

Η κατάληξη αυτή οδήγησε στην απόρριψη της υπόθεσης, και κατ' επέκταση, στην αθώωση της εφεσίβλητης από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Λανθασμένα αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης δεν έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 32/1995.

 

β)  Δεν υπήρχε εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας έκδοσης της Κ.Δ.Π. 32/1995.

 

γ)  Ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη προσέγγιση ότι ο σκύλος δεν αποτελεί «ζώο» για σκοπούς του Ν. 14/1967.

 

δ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές που διέπουν την εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Εξετάζοντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, προέκυπτε ότι το δικαστήριο δεν είχε προσανατολίσει τη σκέψη του στις πρόνοιες του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962).

 

2.  Από τη μελέτη του περί Δασών Νόμου (Ν. 14/1967) στην ολότητά του, δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε διάταξη ή πρόνοια που ν' απαγορεύει στο Υπουργικό Συμβούλιο να εξουσιοδοτεί «αρμόδιον Υπουργόν» ή «αρμόδιον Αξιωματούχον», να ενεργήσει προς το σκοπό υλοποίησης των προνοιών της εν λόγω νομοθεσίας, ήτοι επί του προκειμένου της προστασίας των δασών και της ρύθμισης της λειτουργίας τους.

3.    Το Υπουργικό Συμβούλιο με τρόπο σαφή εκδήλωσε την «πρόθεση» του, στη βάση του Καν. 6(1) των Κανονισμών 1967 (620/1967), όπως ο Διευθυντής εκδίδει Κανονισμούς με την έγκριση του Υπουργού.

 

4.  Τούτο έγινε με τις Οδηγίες της ΚΔΠ 32/1995 και κατ' εφαρμογή της παρ. (2) του Καν. 6, οι Οδηγίες δημοσιεύθηκαν, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10 Φεβρουαρίου 1995.

 

5.  Στη βάση των πιο πάνω το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι Οδηγίες της ΚΔΠ 32/1995 εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής «delegatus non potest delegare», και καθ' υπέρβαση εξουσίας, ως εκδοθείσες χωρίς εξουσιοδότηση Νόμου, ήταν λανθασμένο.

 

6.  Η εξουσιοδότηση ρυθμίστηκε νομοθετικά (Ν. 23/1962) και ασκήθηκε, συνεπώς ήταν εντός του νομοθετικού πλαισίου η έκδοση των Οδηγιών της ΚΔΠ 32/1995.

 

7.  Στη βάση της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος της νομιμοποίησης της εκδοθείσας οδηγίας ΚΔΠ 32/1995, οι λόγοι έφεσης 1 και 2, είχαν επιτυχή κατάληξη. Τούτου δοθέντος, παρήλκε η εξέταση των υπολοίπων.

 

8.  Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι, σε περίπτωση ανατροπής του συμπεράσματος για έλλειψη νομοθετικού ερείσματος, και επίσης ότι, τα λοιπά συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν εκ πρώτης όψεως αποδειχθεί το Εφετείο με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης δεν διέταξε επανεκδίκαση.

 

9.  Επρόκειτο για αδίκημα ήσσονος σημασίας, το οποίο διαπράχθηκε προ 4½ και πλέον ετών, χρόνος ο οποίος ήταν υπερβολικός για την ολοκλήρωση μιας τέτοιας φύσεως ποινικής δίκης.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Εκδόθηκε διαταγή για τερματισμό της ποινικής διαδικασίας.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Pierides v. Republic (1971) 2 Α.Α.Δ. 263,

 

Παπαπαύλου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 399, ECLI:CY:AD:2016:B252.

 

Έφεση κατά Απόφασης.

 

Έφεση από τον Παραπονούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Οικονόμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 28894/2012), ημερομηνίας 22/01/2015.

 

Λ. Ανδρέου για Α. Πλαστήρα, για τον Εφεσείοντα.

 

Χλ. Τοφαρίδου (κα), για Χ. Χρίστη, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είχε κατηγορηθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο πλαίσιο της υπόθεσης 28894/2012 ότι «παρανόμως διακινούσε ή συνόδευε σκύλους μέσα στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας».

 

Η κατηγορία στηριζόταν στα Άρθρα 2, 3, 4, 15, 22, 36, 43, 55, 66 και 67(2) του περί Δασών Νόμου, Ν. 25(Ι)/2012 και στα Άρθρα 2(π), 3 και 8 των περί Δασών Οδηγιών (Κ.Δ.Π. 32/1995).

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, εξέτασε κατά πόσο είχε, εκ πρώτης όψεως, αποδειχθεί η υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης. Μετά την ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και την παράθεση της μαρτυρίας, που συνοψίζεται, στο γεγονός ότι, ο παρκοφύλακας Κυριάκος Ιωάννου, ενώ βρισκόταν στις 4 Μαρτίου 2012 σε περιπολία, στη νοτιοδυτική πλευρά/είσοδο του Εθνικού Πάρκου Αθαλάσσας, όπου η διακίνηση και η συνοδεία σκύλων απαγορεύεται, είδε την εφεσίβλητη να καταφθάνει με ιδιωτικό όχημα μέσα στο οποίο υπήρχαν και δύο σκύλοι. Την προσέγγισε, όπως αναφέρεται, και της ζήτησε να μην βγάλει τους σκύλους από το όχημα γιατί στο συγκεκριμένο χώρο απαγορευόταν η διακίνηση σκύλων. Η εφεσίβλητη κατέβασε από το αυτοκίνητο τους δύο σκύλους, διέσχισε το χώρο στάθμευσης και κατευθύνθηκε προς το περίπτερο της νοτιοδυτικής εισόδου του πάρκου και προς το χώρο με τα παιγνίδια, σε σημείο που απαγορευόταν η διακίνηση σκύλων. Αφού έλαβε τα στοιχεία της εφεσίβλητης, την πληροφόρησε ότι θα εκδιδόταν εναντίον της εξώδικο.

 

Ο Στέλιος Ιωάννου, Λειτουργός του Τμήματος Δασών, ανέφερε στο δικαστήριο ότι, μετά την αναφορά του παρκοφύλακα, εξέδωσε στις 14 Μαρτίου 2012, «εξώδικο συμβιβασμό», αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο 1. Επικοινώνησε με την εφεσίβλητη, η οποία αρνήθηκε να πληρώσει το πρόστιμο.

 

Επ' αυτών των γεγονότων, το δικαστήριο θεώρησε ότι, αρχικώς, το Άρθρο 36 του Νόμου (N. 25(Ι)/2012), ποινικοποιεί την παράνομη είσοδο ή βόσκηση ζώων, και στο Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, που ενέχει θέση ερμηνευτικού, εντός της εννοίας του όρου «ζώο» δεν περιλαμβάνεται ο σκύλος. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο επεσήμανε, ορθώς, κάτι το οποίο η πλευρά των εφεσειόντων αποδέχεται ότι, ο Νόμος 25(Ι)/2012 θεσπίστηκε στις 30 Μαρτίου 2012, ήτοι, ημερομηνία μεταγενέστερη της, κατ' ισχυρισμό, διάπραξης των αδικημάτων που ήταν η 4 Μαρτίου 2012. Επομένως, η νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε το κατηγορητήριο, δεν ήταν ορθή και το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του προγενέστερου σε ισχύ Νόμου, ήτοι του Νόμου 14/1967, το οποίο επίσης στον όρο «ζώα» δεν περιλαμβάνει τους σκύλους. Στη συνέχεια, το δικαστήριο εξέτασε, κατά πόσο, η ετέρα νομική βάση, επί της οποίας στηρίχθηκε το κατηγορητήριο, και δη οι περί Δασών Οδηγίες (Κ.Δ.Π. 32/1995), θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το αδίκημα.

 

Κάμνουμε μια παρένθεση εδώ, για να σημειώσουμε ότι, αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των ευπαίδευτων συνηγόρων, και στο σημείο αυτό τους ευχαριστούμε για τη βοήθεια στον προσδιορισμό της υπάρχουσας νομικής βάσης, ότι το Άρθρο 14 του περί Δασών Νόμου, Ν. 14/1967, δίδει την εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς, με στόχο την εφαρμογή του Νόμου. Στις               28 Ιουλίου 1967 το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Άρθρου 14 του Νόμου, εξέδωσε τους περί Δασών Κανονισμούς του 1967 (620/1967). Ο Κανονισμός 6 των εν λόγω Κανονισμών, προνοεί ότι «μετά από έγκριση του Υπουργού, ο Διευθυντής δύναται να εκδίδει κανονισμούς που διέπουν τα θέματα που αφορούν το Εθνικό Δασικό Πάρκο». Στη βάση του εν λόγω Κανονισμού 6, (620/1967), ο Διευθυντής εξέδωσε, στις 10 Φεβρουαρίου 1995, τις περί Δασών Οδηγίες του 1994, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Κ.Δ.Π. 32/1995, που αφορούν το Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας. Στο Άρθρο 2 αναφέρεται ότι, χωρίς την άδεια του Διευθυντή, «Κάθε πρόσωπο» .. «σκόπιμα ή υπό αμέλεια», και στην υποπαράγραφο «(π) διακινεί, μεταφέρει ή κυκλοφορεί, σέρνει, συνοδεύει οποιοδήποτε ζώο», είναι ένοχο αδικήματος. Το δε Άρθρο 3 της εν λόγω Οδηγίας αναφέρεται ότι ανεξαρτήτως των προνοιών της Οδηγίας 2(π), «η κυκλοφορία σκύλων μπορεί να γίνεται από κάθε πρόσωπο μόνο σε χώρους του πάρκου που έχουν καθοριστεί ειδικά για το σκοπό αυτό και εφόσον αυτοί είναι δεμένοι και συνοδεύονται».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εκδοθείσες Οδηγίες                   (Κ.Δ.Π. 32/1995) βρίσκονται έξω από την εξουσιοδότηση την οποία ο περί Δασών Νόμος (Ν. 14(Ι)/1967) παραχώρησε. Ανέφερε δε το εξής:

 

"Κατά συνέπεια διαφαίνεται ότι έχει μεταβιβαστεί στην παρούσα περίπτωση από το Υπουργικό Συμβούλιο η εξουσιοδότηση που έλαβε από τη Βουλή, στον «Διευθυντή» ο οποίος σύμφωνα με τον κανονισμό 6 των Περί Δασών Κανονισμών του 1967, τη εγκρίσει του Υπουργού εκδίδει Κανονισμούς για τα θέματα που αναφέρονται στον ίδιο κανονισμό 6, χωρίς να υπάρχει νομοθετική πρόνοια ή υπόνοια προς τούτο. Κατά συνέπεια φαίνεται ότι ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Υπεράσπισης φαίνεται να ευσταθεί. Η Κ.Δ.Π. εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε κατά παράβαση της αρχής «delegatus non potest delegare» και καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) κατά τρόπο ώστε να μην μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση οι πρόνοιες των Οδηγιών 2(π) και 3 που περιέχονται σε αυτή."

 

Η κατάληξη αυτή οδήγησε στην απόρριψη της υπόθεσης, και κατ' επέκταση, στην αθώωση της εφεσίβλητης από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Με την καταχωρηθείσα έφεση, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης δεν έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 32/1995 (1ος λόγος). Η απουσία εξουσίας ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας έκδοσης της Κ.Δ.Π. 32/1995, ήταν η βάση του δεύτερου λόγου έφεσης. Χαρακτηρίστηκε, επίσης, ως λανθασμένη η πρωτόδικη προσέγγιση ότι ο σκύλος δεν αποτελεί «ζώο» για σκοπούς του Ν. 14/1967 (3ος λόγος έφεσης). Τέλος, ο εφεσείων υποστήριξε με τον τελευταίο λόγο έφεσης ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις αρχές που διέπουν την εκ πρώτης όψεως υπόθεση (4ος λόγος).

 

Επιχειρηματολογώντας ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, εντόπισε, μια αντιφατικότητα στην εκκαλούμενη απόφαση που επηρεάζει, κατά την άποψη του, καταλυτικά την ορθότητά της. Ενώ, υποστήριξε, το δικαστήριο καταλήγει σε συμπέρασμα ότι οι εκδοθέντες Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 32/1995) και κατ' επέκταση η οδηγία, συνάδουν με τον εξουσιοδοτικό Νόμο (Ν. 14/1967), άρα μη ultra vires, στη συνέχεια τους χαρακτηρίζει ultra vires, χρησιμοποιώντας μέθοδο εξέτασης αντίθετη της προσφερόμενης στον ποινικό δικαστή διαδικασίας ελέγχου βρισκόμενης εκτός του πλαισίου της ποινικής δίκης και κατ' αντίθεση προς την υπάρχουσα νομολογία. Λειτούργησε ως διοικητικό δικαστήριο, κατέληξε.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της δυνατότητας του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει τη συμβατότητα των εκδοθέντων Κανονισμών, όπως περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 32/1995, στη βάση του περιεχομένου του Ν. 14/1967.

 

Θα εξετάσουμε, κατ' αρχάς, το θέμα της νομιμότητας των εκδοθέντων Οδηγιών της (ΚΔΠ 32/1995), καθότι αποτελεί το καθοριστικό για την παραπέρα πορεία της υπόθεσης.

 

Η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 14 του περί Δασών Νόμου (Ν. 14/1967), όπως αρχικώς, και δη, μέχρι τις 15 Απριλίου 2005, ίσχυε, παρείχε στο Υπουργικό Συμβούλιο τη δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών για τη χρήση και ρύθμιση του τρόπου προστασίας των δασών.

 

Σημειώνουμε ότι μέχρι την τροποποίηση του εν λόγω εδαφίου, που έγινε με τον περί Δασών Τροποποιητικό Νόμο (34(Ι)/2005), δεν υπήρχε πρόνοια για έκδοση Οδηγιών από το Διευθυντή, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' εφαρμογή του Άρθρου 14 του περί Δασών Νόμου (Ν. 14/1967), προχώρησε και εξέδωσε τους περί Δασών Κανονισμούς του 1967 (620/1967).

 

Ο Κανονισμός 6(1) προβλέπει:

 

"6.-(1) Τη εγκρίσει του Υπουργού ο Διευθυντής δύναται να εκδώση Κανονισμούς διέποντας άπαντα ή τινα των κατωτέρω θεμάτων, καθ' όσον αφορά εις οιονδήποτε Εθνικόν Δασικόν Πάρκον."

 

και ιδιαιτέρως η παράγραφος (δ) προνοεί:

 

"(δ) γενικώς, διά πάντα σκοπόν, όστις ήθελε τύχει της εγκρίσεως του Υπουργού και αποσκοπεί εις την προστασίαν, διαχείρισιν και προσήκουσαν χρήσιν του Εθνικού Δασικού Πάρκου."

 

Το καίριο ζήτημα που αναφύεται έχει ως επίκεντρο τη δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να παραχωρεί την, κατ' εξουσιοδότηση νόμου, δυνατότητα έκδοσης, επί του προκειμένου, Οδηγιών.

 

Εξετάζοντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούμε ότι το δικαστήριο δεν είχε προσανατολίσει τη σκέψη του στις πρόνοιες του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962).

 

Το εδάφιο (1) του Άρθρου 3 του Ν. 23/1962, προβλέπει:

 

"3.-(1) Οσάκις δυνάμει Νόμου ή διοικητικής πράξεως γενομένης κατ' εξουσιοδότησιν Νόμου το Υπουργικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν ενασκήσεως οιωνδήποτε εξουσιών απορρεουσών εκ τινος Νόμου, το Υπουργικόν Συμβούλιον, εκτός εάν διά Νόμου ρητώς απαγορεύεται τούτο, δύναται διά της επί τούτω αποφάσεως να εξουσιοδοτήση τον αρμόδιον Υπουργόν ή τον αρμόδιον Ανεξάρτητον Αξιωματούχον της Δημοκρατίας ή ετέραν αρμοδίαν αρχήν εν τη Δημοκρατία, όπως ενασκή τας τοιαύτας εξουσίας εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό τοιούτους όρους, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις, ως το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελεν εν τη τοιαύτη αποφάσει καθορίσει."

 

Μελετώντας τον περί Δασών Νόμο (Ν. 14/1967) στην ολότητά του, δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε διάταξη ή πρόνοια που ν' απαγορεύει στο Υπουργικό Συμβούλιο να εξουσιοδοτεί «αρμόδιον Υπουργόν» ή «αρμόδιον Αξιωματούχον», να ενεργήσει προς το σκοπό υλοποίησης των προνοιών της εν λόγω νομοθεσίας, ήτοι επί του προκειμένου της προστασίας των δασών και της ρύθμισης της λειτουργίας τους.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο με τρόπο σαφή εκδήλωσε την «πρόθεση» του, στη βάση του Καν. 6(1) των Κανονισμών 1967 (620/1967), όπως ο Διευθυντής εκδίδει Κανονισμούς με την έγκριση του Υπουργού.

 

Τούτο έγινε με τις Οδηγίες της ΚΔΠ 32/1995 και κατ' εφαρμογή της παρ. (2) του Καν. 6, οι Οδηγίες δημοσιεύθηκαν, όπως σημειώσαμε, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις                10 Φεβρουαρίου 1995.

Στη βάση των πιο πάνω θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι Οδηγίες της ΚΔΠ 32/1995 εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής «delegatus non potest delegare», και καθ' υπέρβαση εξουσίας, ως εκδοθείσες χωρίς εξουσιοδότηση Νόμου, κρίνεται λανθασμένο.

 

Η εξουσιοδότηση ρυθμίστηκε νομοθετικά (Ν. 23/1962) και ασκήθηκε, συνεπώς ήταν εντός του νομοθετικού πλαισίου η έκδοση των Οδηγιών της ΚΔΠ 32/1995.

 

Στη βάση της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος της νομιμοποίησης της εκδοθείσας οδηγίας ΚΔΠ 32/1995, επιτυγχάνουν οι λόγοι έφεσης 1 και 2. Τούτου δοθέντος δεν θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Είναι, συναφώς, η κατάληξη μας ότι η έφεση, για τους πιο πάνω λόγους, επιτυγχάνει και η εφεσιβληθείσα απόφαση παραμερίζεται.

 

Έχοντας ως δεδομένο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι, σε περίπτωση ανατροπής του συμπεράσματος για έλλειψη νομοθετικού ερείσματος, και επίσης ότι, τα λοιπά συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν εκ πρώτης όψεως αποδειχθεί, θα εξετάσουμε πώς θα αντικριστεί η παρούσα υπόθεση.

 

Ως συνέπεια του πιο πάνω αποτελέσματος αναφύεται θέμα επανεκδίκασης στη βάση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου, όπως αυτή πηγάζει από τις πρόνοιες του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι το κατ' εξοχήν δεσπόζον κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου. (Pierides v. Republic (1971) 2 Α.Α.Δ. 263 και Παπαπαύλου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 399, ECLI:CY:AD:2016:B252). Με αναφορά στα δεδομένα της υπόθεσης, φρονούμε ότι δεν είναι πρέπον να διατάξουμε επανεκδίκαση.

 

Πρόκειται για αδίκημα ήσσονος σημασίας, το οποίο φέρεται να διαπράχθηκε προ 4½ και πλέον ετών, χρόνος ο οποίος κρίνεται υπερβολικός για την ολοκλήρωση μιας τέτοιας φύσεως ποινικής δίκης. Επιπροσθέτως, συνέχιση της υπόθεσης, θα επέφερε περαιτέρω δαπάνη και διάθεση χρόνου και, ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της έφεσης, τα έξοδα της ενώπιον του Εφετείου διαδικασίας θα βαρύνουν την εφεσίβλητη.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται. Η ποινική διαδικασία τερματίζεται. Περαιτέρω, ποσό €250 ως έξοδα, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Εκδίδεται διαταγή για τερματισμό της ποινικής διαδικασίας.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο