ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B468
(2016) 2 ΑΑΔ 845
5 Οκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
NICOLAE SAMOILA,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Ποινική Έφεση Αρ. 155/2012)
Έφεση ― Αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ποια τα κριτήρια και οι αρχές που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ' έφεση, όπως καθορίζονται από ευθυγραμμισμένη επί του θέματος νομολογία ― Απορριπτική κατάληξη λόγω μη ύπαρξης απαιτούμενων προϋποθέσεων.
΄Εφεση ― Έφεση κατά καταδίκης μετά από παραδοχή της κατηγορίας ― Δεν χωρεί, εκτός εάν τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την κατηγορία δεν αποκαλύπτουν το προσαφθέν αδίκημα, ή εάν προβάλλονται ισχυρισμοί στην αγόρευση προς μετριασμό της ποινής, οι οποίοι είναι αντίθετοι προς τις παραδοχές γεγονότων ή όπου ο κατηγορούμενος δεν εκτίμησε ορθά τη φύση της κατηγορίας και δεν είχε πραγματική πρόθεση να την παραδεχτεί.
Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή του σε κατηγορία ανθρωποκτονίας και το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του δεδομένα, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Mετά την επιβεβαίωση του θανάτου του θύματος, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα και των συγκάτοικών του. Kατά τις ανακρίσεις που ακολούθησαν, ο Εφεσείων με κατάθεσή του επιβεβαίωσε γεγονότα και τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του θύματος.
Τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκάτοικοί του κατηγορήθηκαν για την πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη, στραγγαλισμό, του θύματος. Όπως προέκυπτε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στις 9.7.2012 το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το διορισμό δικηγόρου για να αντιπροσωπεύσει όλους τους κατηγορούμενους με νομική αρωγή. Ο συνήγορος ζήτησε χρόνο μερικών ημερών για σκοπούς απάντησης στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι.
Κατά την τελευταία ορισθείσα ημερομηνία, η διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων 2, 3 και 4 αναστάληκε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα και ακούστηκαν τα γεγονότα σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Ακολούθησε η επιβολή ποινής δύο μέρες αργότερα, στις 8.8.2012. Όπως ήταν επιβαλλόμενο, σε όλη την πορεία των εμφανίσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων παρακολουθούσε τη διαδικασία με τη βοήθεια μεταφράστριας, η οποία μετάφραζε από τα ελληνικά στα ρουμανικά και αντίστροφα.
Την περάτωση της πρωτόδικης διαδικασίας ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης, με αντικείμενο την αναζήτηση, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, ανατροπής της καταδίκης του Εφεσείοντα. Προβλήθηκε, ουσιαστικά, στα πλαίσια των λόγων έφεσης, ότι ο εφεσείων δεν είχε πραγματική πρόθεση να παραδεχθεί την κατηγορία, ότι η απόφαση καταδίκης ήταν επισφαλής, κ.ά.
Εκκρεμούσης της έφεσης, η συνήγορος του Εφεσείοντα προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.
Ζητήθηκε άδεια και/ή διάταγμα του δικαστηρίου που να διέτασσε την προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση. Συγκεκριμένα, όπως προσκομιστούν «όλες οι καταθέσεις και τα έγγραφα που είναι ήδη στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασία (συμπεριλαμβανομένων όλων των πρακτικών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), και η ιατροδικαστική έκθεση του θύματος Costica Mera, όπως και το ψηφιακό ή φωτογραφικό υλικό της νεκροψίας του θύματος και της αυτοψίας της σκηνής του χώρου».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, παρέχει ευρεία εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της κατ' έφεση δικαιοδοσίας του. Μεταξύ άλλων, παρέχεται, υπό προϋποθέσεις, η εξουσία παροχής άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου.
2. Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει την προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας να πείσει το δικαστήριο για την αναγκαιότητα του αιτήματός του.
3. Με βάση τα κριτήρια και τις αρχές που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ' έφεση, όπως καθορίζονται από ευθυγραμμισμένη επί του θέματος νομολογία, δεν παραγνωριζόταν το γεγονός ότι τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης ήταν ιδιόμορφα.
4. Οι λόγοι έφεσης εστιάζονται στην ανατροπή της καταδίκης του Εφεσείοντα, καταδίκη που προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας, αλλά μετά από παραδοχή της κατηγορίας.
5. Υπό το πρίσμα αυτό, ανάλογη θα έπρεπε να είναι και η προσέγγιση επί του αιτήματος, με αναφορά πάντα στην ουσία των λόγων έφεσης και στην επίδραση που, κατά λογική πρόβλεψη, θα μπορούσε να είχε η μαρτυρία που επιζητείτο να παρουσιαστεί.
6. Στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης δεν ήταν επιτρεπτή η εξέτασης της ουσίας των λόγων έφεσης. Ήταν όμως επιβεβλημένο να σημειωθεί, ότι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, μέσα από τα οποία αποτυπώνεται η πορεία της δίκης και των εμφανίσεων του Εφεσείοντα και των τότε συγκατηγορούμενών του στο Κακουργιοδικείο, ήταν ενώπιον του Εφετείου.
7. Συνεπώς, εάν κατά την ακρόαση της έφεσης καταδειχθεί ότι στερήθηκε ο Εφεσείων πρωτόδικα οιουδήποτε δικαιώματός του ή ότι η απάντησή του στην κατηγορία ήταν αντικανονική, μια τέτοια διαπίστωση θα έχει τις ανάλογες επιπτώσεις στην έκβαση της έφεσης.
8. Σε ό,τι αφορούσε μέρος της μαρτυρίας που επιδιωκόταν να παρουσιαστεί κατ' έφεση και το οποίο αφορούσε σε καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, καθώς επίσης και την ιατροδικαστική έκθεση, ψηφιακό ή φωτογραφικό υλικό της νεκροψίας του θύματος και της αυτοψίας της σκηνής, δεν εντοπιζόταν πώς θα ήταν δυνατό να ήταν παραδεκτή δυνάμει του Άρθρου 25(3) του Νόμου, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με την επιλογή του Εφεσείοντα προς απάντηση παραδοχής, που αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.
9. Αντικείμενο της εξουσίας για την ακρόαση μαρτυρίας κατ' έφεση δεν είναι η επέκταση της δικαιοδοσίας του Εφετείου σε εκδικάζον δικαστήριο.
10. Δεν έγινε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα στο πιο πάνω μαρτυρικό υλικό, η οποία να καταδεικνύει, κατά λογική πρόβλεψη, ότι ο Εφεσείων δεν είχε σκοπό να παραδεχθεί την κατηγορία ή δεν είχε εμπλοκή στα γεγονότα που την περιέβαλλαν.
11. Αντίθετα, ακόμη και στην ένορκο δήλωσή του που συνοδεύει την αίτηση, βεβαίωνε ότι ο ίδιος κτύπησε και έδεσε το θύμα, σημειώνοντας όμως την πεποίθησή του ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει από τον τρόπο που τον έδεσε.
12. Η ιατροδικαστική όμως έκθεση, ως η μόνη επιστημονική μαρτυρία, επιβεβαιώνει το θάνατο διά στραγγαλισμού.
13. Οι πιο πάνω αναφορές, σκοπό είχαν την κατάδειξη του αβάσιμου του αιτήματος για παρουσίαση, κατ' έφεση, μαρτυρίας και όχι στην πρόωρη κρίση της ουσίας των λόγων έφεσης.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 8,
Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249,
Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2003) 2 Α.Α.Δ. 338,
Athlitiki Efimeris "O Filathlos" a.ο. v. The Police (1967) 2 C.L.R. 249,
Pierides v. The Police (1974) 2 C.L.R. 51.
Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής - Αίτηση.
Αίτηση από τον Εφεσείοντα για προσαγωγή μαρτυρίας στα πλαίσια της Έφεσης από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12775/2012), ημερομηνίας 8/8/2012.
Δ. Σορβατζιώτη (κα), για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη-Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή του σε κατηγορία ανθρωποκτονίας και το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του δεδομένα, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο Εφεσείων, ρουμάνος υπήκοος, διέμενε με τρεις ομοεθνείς του σε ενοικιαζόμενη κατοικία στην Παλλουριώτισσα. Στις 28.4.2012 ο Εφεσείων και το θύμα, συνάδελφός του και επίσης ρουμάνος υπήκοος, αφού προηγουμένως κατανάλωσαν ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών, άρχισαν να λογομαχούν έντονα με αφορμή ποσό €250 το οποίο όφειλε το θύμα στον Εφεσείοντα. Στην εξέλιξη του επεισοδίου, το οποίο λάμβανε χώραν στην οικία του Εφεσείοντα, το θύμα άρπαξε ένα μαχαίρι και κινήθηκε με απειλητικές διαθέσεις εναντίον του Εφεσείοντα. Ανακόπηκε όμως και αφοπλίστηκε από τους τρεις συγκάτοικους του Εφεσείοντα. Αμέσως μετά ο Εφεσείων επέφερε κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του θύματος και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας σχοινί, τον έδεσε χειροπόδαρα και από το λαιμό και άρχισε να τον κτυπά στην παρουσία των συγκατοίκων του, οι οποίοι παρά τις προσπάθειές τους δεν κατάφεραν να τον αποτρέψουν. Ακολούθως, ο Εφεσείων και οι συγκάτοικοί του πήγαν για ύπνο, αφήνοντας το θύμα δεμένο και κτυπημένο στο πάτωμα του σπιτιού. Μερικές ώρες αργότερα, γύρω στις 9.00 π.μ. της 29.4.2012, ένας από τους συγκάτοικους του Εφεσείοντα βλέποντας ακίνητο στο δάπεδο το θύμα προσπάθησε να τον λύσει και να του προσφέρει βοήθεια. Διαπιστώθηκε όμως στη συνέχεια, όταν επί τόπου έφθασε η Αστυνομία και ασθενοφόρο, ότι το θύμα ήταν ήδη νεκρό. Όπως προέκυψε από τη νεκροψία που ακολούθησε, αιτία θανάτου ήταν στραγγαλισμός, που επήλθε κατά τη διάρκεια των κτυπημάτων που δέχθηκε το θύμα από τον Εφεσείοντα ενώ ήταν στο δάπεδο, με αποτέλεσμα να σφίξει το σχοινί με το οποίο ο Εφεσείων είχε δέσει το λαιμό του θύματος και έτσι να αποβιώσει.
Προς ολοκλήρωση του όλου φάσματος των σημαντικών γεγονότων που ενδιαφέρουν και την παρούσα διαδικασία, προσθέτουμε ότι μετά την επιβεβαίωση του θανάτου του θύματος εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα και των συγκάτοικών του. Kατά τις ανακρίσεις που ακολούθησαν, ο Εφεσείων με κατάθεσή του επιβεβαίωσε τα πιο πάνω γεγονότα. Τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκάτοικοί του κατηγορήθηκαν για την πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη, στραγγαλισμό, του θύματος. Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στις 9.7.2012 το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το διορισμό του δικηγόρου κ. Χριστοδουλίδη για να αντιπροσωπεύσει όλους τους κατηγορούμενους με νομική αρωγή. Ο συνήγορος ζήτησε χρόνο μερικών ημερών για σκοπούς απάντησης στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι. Η υπόθεση επανορίστηκε στις 13.7.2012, ημέρα κατά την οποία ο Εφεσείων παραδέχθηκε την εναντίον του κατηγορία. Οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοί του δεν παραδέχθηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υπόθεση παρέμεινε για γεγονότα και επιβολή ποινής σε σχέση με τον Εφεσείοντα στις 31.7.2012 και για προγραμματισμό σε σχέση με τους υπόλοιπους, καθότι δηλώθηκε ότι σε σχέση με αυτούς εξεταζόταν ζήτημα αναστολής της ποινικής δίωξης. Στις 31.7.2012 ζητήθηκε εκ νέου αναβολή και για τους ίδιους λόγους επανορίστηκε η υπόθεση στις 6.8.2012. Τελικά, κατά την ημερομηνία αυτή, η διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων 2, 3 και 4 αναστάληκε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα και ακούστηκαν τα γεγονότα σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Ακολούθησε η επιβολή ποινής δύο μέρες αργότερα, στις 8.8.2012. Όπως ήταν επιβαλλόμενο, σε όλη την πορεία των εμφανίσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων παρακολουθούσε τη διαδικασία με τη βοήθεια μεταφράστριας, η οποία μετάφραζε από τα ελληνικά στα ρουμάνικα και αντίστροφα.
Την περάτωση της πρωτόδικης διαδικασίας ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης, με αντικείμενο την αναζήτηση, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, ανατροπής της καταδίκης του Εφεσείοντα. Προβάλλεται, ουσιαστικά, στα πλαίσια των λόγων έφεσης, ότι ο εφεσείων δεν είχε πραγματική πρόθεση να παραδεχθεί την κατηγορία και ότι η απόφαση καταδίκης ήταν επισφαλής αφού, κατ' ισχυρισμό, παραβιάστηκαν οι αρχές περί δίκαιης δίκης στο πλαίσιο της ανάκρισης και πριν τη δίκη, δεν έτυχε ο Εφεσείων ικανοποιητικής μετάφρασης σε όλα τα στάδια μέχρι και την επιβολή ποινής, αλλά ούτε και αποτελεσματικής εκπροσώπησης διά συνηγόρου, λόγω σύγκρουσης καθηκόντων του δικηγόρου υπεράσπισης. Προβάλλεται ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο δεν προστάτευσε επαρκώς τα δικαιώματα του Εφεσείοντα, αφού δεν του επεξήγησε την εναντίον του κατηγορία και τη σοβαρότητά της, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην ήταν σε θέση να εκτιμήσει ορθά τη φύση της κατηγορίας που αντιμετώπιζε.
Εκκρεμούσης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Ζητείται άδεια και/ή διάταγμα του δικαστηρίου που να διατάσσει την προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση. Συγκεκριμένα, όπως προσκομιστούν «. όλες οι καταθέσεις και τα έγγραφα που είναι ήδη στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασία (συμπεριλαμβανομένων όλων των πρακτικών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), και η ιατροδικαστική έκθεση του θύματος Costica Mera, όπως και το ψηφιακό ή φωτογραφικό υλικό της νεκροψίας του θύματος και της αυτοψίας της σκηνής του χώρου .».
Το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, παρέχει ευρεία εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της κατ' έφεση δικαιοδοσίας του. Μεταξύ άλλων, παρέχεται, υπό προϋποθέσεις, η εξουσία παροχής άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου. Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει την προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας να πείσει το δικαστήριο για την αναγκαιότητα του αιτήματός του. Γενικά, τα κριτήρια και οι αρχές που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ' έφεση, όπως καθορίζονται από ευθυγραμμισμένη επί του θέματος νομολογία, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
1. Ολη η σχετική μαρτυρία πρέπει να τίθεται ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου.
2. Η προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου δεν αποτελεί υποκατάστατο της προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου.
3. Το δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας κατ' έφεση περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου η υπό αναφορά μαρτυρία υφίστατο μεν κατά το χρόνο της δίκης, αλλά δεν ήταν γνωστή στον κατηγορούμενο ή δεν θα μπορούσε να είχε, με τη λήψη λογικών μέτρων, γνώση της ή ήταν αδύνατη η εξασφάλισή της κατά τη δίκη.
4. Η μαρτυρία είναι τέτοιας υφής που αν προσαγόταν κατά τη δίκη θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στην απόφαση του δικαστηρίου. Και,
5. Η μαρτυρία πρέπει να εμφαίνεται ως αξιόπιστη, αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι αναντίλεκτη.
(Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 8, Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249, Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2003) 2 Α.Α.Δ. 338.)
Παραθέτοντας τις πιο πάνω αρχές, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης είναι ιδιόμορφα. Οι λόγοι έφεσης εστιάζονται στην ανατροπή της καταδίκης του Εφεσείοντα, καταδίκη που προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας, αλλά μετά από παραδοχή της κατηγορίας. Υπό το πρίσμα αυτό ανάλογη θα πρέπει να είναι και η προσέγγιση μας επί του ενώπιόν μας αιτήματος, με αναφορά πάντα στην ουσία των λόγων έφεσης και στην επίδραση που, κατά λογική πρόβλεψη, θα μπορούσε να είχε η μαρτυρία που επιζητείται να παρουσιαστεί.
Έφεση κατά καταδίκης μετά από παραδοχή της κατηγορίας δεν χωρεί, εκτός εάν τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την κατηγορία δεν αποκαλύπτουν το προσαφθέν αδίκημα, ή εάν προβάλλονται ισχυρισμοί στην αγόρευση προς μετριασμό της ποινής οι οποίοι είναι αντίθετοι προς τις παραδοχές γεγονότων ή όπου ο κατηγορούμενος δεν εκτίμησε ορθά τη φύση της κατηγορίας και δεν είχε πραγματική πρόθεση να την παραδεχτεί (Athlitiki Efimeris "O Filathlos" a.ο. v. The Police (1967) 2 C.L.R. 249, Pierides v. The Police (1974) 2 C.L.R. 51).
Όπως ήδη λέχθηκε, αντικείμενο της έφεσης είναι η αναθεώρηση, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, της πρωτόδικης καταδίκης, σε συνάρτηση πάντα με τη διαδικασία που οδήγησε σε αυτή.
Στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης δεν θα ήταν βεβαίως επιτρεπτό να υπεισέλθουμε στην ουσία των λόγων έφεσης. Είναι όμως επιβεβλημένο να σημειώσουμε, ότι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, μέσα από τα οποία αποτυπώνεται η πορεία της δίκης και των εμφανίσεων του Εφεσείοντα και των τότε συγκατηγορούμενών του στο Κακουργιοδικείο, είναι ενώπιόν μας. Συνεπώς, εάν κατά την ακρόαση της έφεσης καταδειχθεί ότι στερήθηκε ο Εφεσείων πρωτόδικα οιουδήποτε δικαιώματός του ή ότι η απάντησή του στην κατηγορία ήταν αντικανονική, μια τέτοια διαπίστωση θα έχει τις ανάλογες επιπτώσεις στην έκβαση της έφεσης.
Σε ό,τι αφορά το μέρος της μαρτυρίας που επιδιώκεται να παρουσιαστεί κατ' έφεση και το οποίο αφορά σε καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, καθώς επίσης και την ιατροδικαστική έκθεση, ψηφιακό ή φωτογραφικό υλικό της νεκροψίας του θύματος και της αυτοψίας της σκηνής, δεν εντοπίζουμε πώς θα ήταν δυνατό να ήταν παραδεκτή δυνάμει του Άρθρου 25(3) του Νόμου, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με την επιλογή του Εφεσείοντα προς απάντηση παραδοχής, που αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.
Υπενθυμίζοντας ότι αντικείμενο της εξουσίας για την ακρόαση μαρτυρίας κατ' έφεση δεν είναι η επέκταση της δικαιοδοσίας του Εφετείου σε εκδικάζον δικαστήριο, παρεμβάλλουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν έγινε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα στο πιο πάνω μαρτυρικό υλικό, η οποία να καταδεικνύει, κατά λογική πρόβλεψη, ότι ο Εφεσείων δεν είχε σκοπό να παραδεχθεί την κατηγορία ή δεν είχε εμπλοκή στα γεγονότα που την περιέβαλλαν. Αντίθετα, ακόμη και στην ένορκο δήλωσή του που συνοδεύει την ενώπιόν μας αίτηση, στην παράγραφο 7, βεβαιώνει ότι ο ίδιος κτύπησε και έδεσε το θύμα, σημειώνοντας όμως την πεποίθησή του ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει από τον τρόπο που τον έδεσε. Η ιατροδικαστική όμως έκθεση, ως η μόνη επιστημονική μαρτυρία, επιβεβαιώνει το θάνατο διά στραγγαλισμού, όπως ήδη εκθέσαμε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας.
Σε αντιπαραβολή με τα πιο πάνω, στην υπόθεση Pierides (ανωτέρω), λίγο μετά την καταδίκη του μετά από παραδοχή, ο Εφεσείων διαπίστωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πλήρως καλυμμένος από την απαραίτητη ασφαλιστική κάλυψη. Το πιστοποιητικό ασφάλειας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ως προς το παράτυπο της παραδοχής, αφού, αδιαμφισβήτητα, ο Εφεσείων είχε καλή υπεράσπιση σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετώπιζε.
Οι πιο πάνω αναφορές μας σκοπό έχουν, όπως προαναφέραμε, την κατάδειξη του αβάσιμου του αιτήματος για παρουσίαση, κατ΄ έφεση, μαρτυρίας και όχι την πρόωρη κρίση της ουσίας των λόγων έφεσης.
Κατ' ακολουθία η αίτηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.