ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PANTELIS VRAKAS AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1973) 2 CLR 139
ANDREAS ANASTASSIADES ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 97
THEMISTOCLEOUS ν. POLICE (1981) 2 CLR 200
ONISIFOROU ν. POLICE (1987) 2 CLR 261
Iωάννου Σάββας Πλαστήρα και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195
Kαϊλής Kυριάκος ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251
Σταυρινού Αντρέας ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706
Γεωργίου Αρέστης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354
Αχτάρ Ανδρέας και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397
Λαζάρου Παντελής και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633
Σιβιτανίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 166
Δρουσιώτης Φίλιππος Τάσου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505
Εφραιμίδου Άννα ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 319, ECLI:CY:AD:2014:B288
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
VLADIMIR KORBACKA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 170/2021, 13/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B352
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 152/2017, 20/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D246
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 191/2016, 6/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B477
ECLI:CY:AD:2016:B296
(2016) 2 ΑΑΔ 544
22 Ιουνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
Α.Δ.,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 91/2014)
Βιασμός ― Άρθρα 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επικύρωση καταδίκης και απορριπτική κατάληξη λόγων έφεσης, αναφορικά με ισχυριζόμενη εσφαλμένη αξιολόγηση ανόμωτης δήλωσης κατηγορουμένου και εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας εν γένει.
Ποινή ― Βιασμός ― Άρθρα 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον παράγοντα μέθη ― Ούτε η υπεράσπιση έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ'αυτόν τον παράγοντα ― Η σοβαρότητα των αδικημάτων ήταν τέτοια, που ήταν λίγα τα περιθώρια για περαιτέρω εξατομίκευση της ποινής.
Απόδειξη ― Άμεσο παράπονο ― Βιασμός ― Απόφανση Εφετείου περί ορθότητας πρωτόδικης προσέγγισης, άμεσου παραπόνου.
Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου ― Παρατήρηση Εφετείου ότι ωρίμασε ο καιρός για κατάργηση και στην Κύπρο του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε ανόμωτη δήλωση.
Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου ― Αποδεικτική αξία ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η αποδεικτική αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική ― Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι καθόλου πειστική, τότε το θέμα τελειώνει εκεί ― Για να καταλήξει όμως ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να της προσδώσει, είναι αναπόφευκτη η εξέτασή της, έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή δεν χωρούν αμφισβήτηση.
Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου ― Αξιολόγηση ― Η αξιολόγηση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ή να χρησιμοποιείται μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου ― Θα πρέπει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η δήλωση δεν είναι μαρτυρία και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδείξει οποιοδήποτε γεγονός για το οποίο υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το αποδεικνύει.
Κατόπιν υποβολής παραπόνου, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε ότι την 21.1.2014:- (1) Βίασε την παραπονούμενη θυγατέρα του, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (2) κατακράτησε την παραπονούμενη θυγατέρα του χωρίς τη θέλησή της με σκοπό τη συνουσία, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (3) προέβη σε αιμομιξία, κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (4) εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά ενήλικο πρόσωπο, ήτοι τη θυγατέρα του κατά παράβαση του Άρθρου 2 και 9(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 87(Ι)/2007 και (5) επιτέθηκε άσεμνα εναντίον της, κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004, και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κατά την ακροαματική διαδικασία απαλλάχτηκε στις κατηγορίες 2 και 5, αφού οι Εφεσίβλητοι ανακοίνωσαν αναστολή ποινικής δίωξης για το λόγο ότι οι λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών εμπεριέχονταν στις άλλες πιο σοβαρές κατηγορίες.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, κλήθηκαν 13 συνολικά μάρτυρες, μεταξύ αυτών και η παραπονούμενη η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν περίπου 18 χρονών. Ο Εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα για την υπεράσπισή του.
Το Κακουργιοδικείο με την εμπεριστατωμένη απόφασή του, αφού κατέγραψε περιληπτικά αλλά με σαφήνεια την ενώπιον του μαρτυρία, προχώρησε σε αξιολόγησή της. Έκρινε την παραπονούμενη καθ' όλα αξιόπιστη, καθώς και τους 11 από τους 13 μάρτυρες που κατέθεσαν για λογαριασμό των Εφεσιβλήτων. Έκρινε ότι ο Εφεσείων είπε ψέματα κατά την ανάκρισή του και στην κατάθεσή του προς την αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι τα ψέματα του Εφεσείοντα από μόνα τους δεν αποδείκνυαν την υπόθεση των Εφεσιβλήτων, όμως ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Αφού εξέτασε τα γεγονότα όπως με λεπτομέρεια εκτέθηκαν ενώπιον του και τη νομική πτυχή των αδικημάτων, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα τρία αδικήματα του βιασμού, αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, στα οποία έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή δεκαπενταετούς φυλάκισης μόνο στην πρώτη κατηγορία του βιασμού.
Έκρινε δε, ότι δεν ήταν αναγκαίο να του επιβληθεί ποινή στις κατηγορίες της αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου (κατηγορίες 3 και 4), καθότι τα γεγονότα των δύο αυτών κατηγοριών εμπεριέχονταν στα γεγονότα της κατηγορίας του βιασμού.
Για προστασία της παραπονούμενης και της οικογένειάς της, η δίκη, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών.
Το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση με τα επίδικα γεγονότα, εμφαίνονται στα αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.
Ο Εφεσείων καταχώρησε έφεση θεωρώντας λανθασμένη την πρωτόδικη καταδίκη. Οι πρώτοι επτά λόγοι έφεσης αφορούσαν στην καταδίκη, ενώ οι δύο τελευταίοι την ποινή, από τους οποίους ο ένας αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων.
Η έφεση εναντίον της καταδίκης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγος έφεσης 1:
Εσφαλμένη αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα.
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωσή του, ως να ήταν μαρτυρία».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα. Με αναφορά σε νομολογία, καθοδήγησε ορθά τον εαυτό του ως προς τον τρόπο που θα έπρεπε να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα. Απέφυγε επιμελώς να σχολιάσει την επιλογή του Εφεσείοντα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αντί να δώσει ένορκη μαρτυρία, που είναι το πιο σύνηθες σφάλμα.
2. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα για να αποφασίσει αν έπρεπε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σ' αυτήν, δεν ξέφυγε από τις νομολογιακές αρχές και ούτε εξέτασε τη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα.
3. Αν γινόταν δεχτή η εισήγηση του δικηγόρου ότι τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να επεξηγούν έστω και ακροθιγώς τον τρόπο που προσεγγίζουν μια ανώμοτη δήλωση, θα οδηγούμασταν σε αχρείαστο περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και στην ουσία θα ισοδυναμούσε με εξουδετέρωση της όποιας αξίας αποδίδει η νομολογία στην ανώμοτη δήλωση.
4. Το Κακουργιοδικείο επιλέγοντας να δώσει λόγους για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, ενήργησε με περισσή επιμέλεια και με απόλυτα λογικό και δίκαιο τρόπο προς την υπεράσπιση.
5. Επί τη ευκαιρία θα έπρεπε να διατυπωθεί ο προβληματισμός του Εφετείου, εάν η Πολιτεία θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον ωρίμασε ο χρόνος για να καταργηθεί και στην Κύπρο το δικαίωμα του κατηγορούμενου να επιλέγει να προβαίνει σε ανώμοτη δήλωση.
6. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την αποδεικτική αξία της ανώμοτης δήλωσης, ανέφερε ότι κατά την κρίση του, τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη του δήλωση συνιστούσαν σκέψεις εκ των υστέρων οι οποίες προβλήθηκαν όταν αυτός αντιλήφθηκε πως το περιεχόμενο της κατάθεσής του στην Αστυνομία δεν τον βοηθούσε πλέον.
7. Σε προγενέστερο στάδιο, είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι είναι ο βιολογικός πατέρας της παραπονούμενης. Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η έκθεση του γενετιστή. Ως εκ τούτου, τίποτε το πειστικό δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης.
8. Τουναντίον, με την ανώμοτη δήλωσή του, ουσιαστικά, επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων παραδέχεται πως στην Αστυνομία είπε ψέματα όταν ισχυρίστηκε ότι σε καμιά περίπτωση η παραπονούμενη δεν μπορεί να είναι θυγατέρα του αφού γνώρισε τη μητέρα της όταν ήταν τριών μηνών έγκυος την παραπονούμενη.
9. Παραδέχεται, επίσης σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, ότι ουσιαστικά είπε ψέματα ότι δεν γνώριζε όταν έφευγε με την παραπονούμενη ότι δεν θα μετέβαιναν στην οικία της γιαγιάς της. Σε σχέση με τους λόγους που δεν απάντησε στις τηλεφωνικές κλήσεις της Α.Λ., δεν είχε καθαρές θέσεις, όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο.
10. Ομολογουμένως, δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου.
11. Όπως προκύπτει από την κυπριακή και ξένη νομολογία, τα πάντα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος, π.χ. κατά πόσο προβάλλει απλώς την αθωότητά του ή προβάλλει κάποιο άλλοθι ή προσπαθεί να αντικρούσει ένορκη μαρτυρία ή απλώς να εξηγήσει τη νοητική του κατάσταση, εξήγηση η οποία όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με δοθείσα μαρτυρία ή εγείρει θέμα αυτοάμυνας. Η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης.
12. Τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου, το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς προβλημάτισε τα Δικαστήρια. Γι' αυτό στην Αγγλία το συγκεκριμένο δικαίωμα καταργήθηκε με το Άρθρο 72 του Criminal Justice Act 1982, εφόσον θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Λόγοι έφεσης 2- 4:
Αξιοπιστία παραπονούμενης.
«Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη, αγνοώντας πτυχές της μαρτυρίας στις οποίες υπήρχαν αντιφάσεις».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τον τρόπο που εξέτασε την αξιοπιστία της δεν προέκυπτε ότι υπήρχαν τέτοιες αντιφάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν επέμβαση του Εφετείου.
2. Σε κάθε υπόθεση μπορεί να εντοπιστούν μικρές διαφορές στη μαρτυρία ή ασάφειες. Όμως για να μπορεί να επέμβει το Εφετείο, οι αντιφάσεις ή οι ασάφειες θα πρέπει να είναι τέτοιες που είτε να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, είτε να είναι ουσιαστικής μορφής και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα.
3. Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο αφιέρωσε πέραν των 15 σελίδων για αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Προειδοποίησε ορθά τον εαυτό του ως προς τις επιταγές της νομολογίας και είναι διάχυτη η εγρήγορση του Κακουργιοδικείου να εντοπίσει τυχόν αντιφάσεις, αδυναμίες ή υπερβολές.
4. Ασχολήθηκε με μερικές από τις κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις που πρόβαλε ο συνήγορος του Εφεσείοντα και έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί δεν τις θεώρησε ουσιώδεις.
5. Ως προς το πού εκσπερμάτωσε ο Εφεσείων που ήταν και ο πιο σοβαρός ισχυρισμός, το Κακουργιοδικείο ορθώς ανέφερε ότι επρόκειτο για φυσιολογική υπόθεση εκ μέρους της παραπονούμενης, χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφιβολία την αξιοπιστία της.
Λόγος Έφεσης 3:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία την αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης, χωρίς να αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους ότι ήταν προσποιητή και κατασκευασμένη».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Το πρώτο που θίγει το Κακουργιοδικείο, είναι ότι η πλευρά του Εφεσείοντα δεν έθεσε στην παραπονούμενη ή άλλο μάρτυρα, τη θέση ότι η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης ήταν πλαστή. Και επ' αυτού του ζητήματος κατέθεσαν πέραν της παραπονούμενης και η γιαγιά της (Μ.Κ.8), ο Π.Ι. (Μ.Κ.1), η Γ/Αστ. Μ.Κ. (Μ.Κ.9) και ο ιατροδικαστής Ν.Χ. (Μ.Κ.6).
2. Παρά τη μη υποβολή οποιασδήποτε συγκεκριμένης θέσης στους μάρτυρες εκ μέρους της Υπεράσπισης, το Κακουργιοδικείο εξέτασε την αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης, με αναφορά στην πολύπλευρη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και ορθά κατέληξε ότι δεν υπήρχε προσποίηση ή θεατρινισμός και περαιτέρω ορθά θεώρησε ότι η κατάσταση της συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία.
3. Αναίτια ο συνήγορος του Εφεσείοντα ήγειρε ένα τέτοιο θέμα, αγνοώντας τις ρητές αναφορές του Κακουργιοδικείου για το θέμα της προειδοποίησης για τους κινδύνους.
Λόγος Έφεσης 4:
«Ήταν αντινομικό το ότι το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι υπήρχε πρώτο παράπονο στην υπόθεση, ως ενισχυτικό της μαρτυρίας της παραπονούμενης ότι βιάστηκε, εφόσον δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το πρώτο πρόσωπο με το οποίο μίλησε η παραπονούμενη ήταν η γιαγιά της. Της ανέφερε ότι κάτι της είχε συμβεί, αλλά της είπε ότι δεν μπορούσε να της πει λεπτομέρειες και ότι θα μιλούσε στον Π.Ι. (Μ.Κ.1), στον οποίο είχε εμπιστοσύνη.
2. Το Κακουργιοδικείο έχοντας υπόψη ότι μίλησε στη γιαγιά της στις 4.15 το πρωί και 15 λεπτά αργότερα αναφέρει στον Π.Ι. ότι ο πατέρας της την βίασε, ορθά θεώρησε ότι το παράπονο της προς τον Π.Ι. ήταν άμεσο και ότι υπό τις περιστάσεις που έγινε κατατάσσεται ως πρώτο παράπονο σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κεφ. 9.
3. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι η παραπονούμενη θα έπρεπε να μιλήσει πρώτα είτε στη γιαγιά της, είτε στη θεία της. Όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, η παραπονούμενη έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν το έπραξε και επομένως τίποτε το μεμπτό δεν προκύπτει.
Λόγος Έφεσης 6:
«Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων είπε ψέματα στην κατάθεσή του ότι η παραπονούμενη δεν είναι κόρη του, για να θεωρήσει στη συνέχεια ότι το ψέμα αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπήρχε σφάλμα στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα.
2. Στην κατάθεσή του ο Εφεσείων σαφώς αναφέρει ότι η παραπονούμενη δεν είναι θυγατέρα του, αφού η μητέρα της ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος αυτήν όταν την γνώρισε.
3. Έχοντας υπόψη αυτή τη σαφή θέση και το παραδεχτό γεγονός που έγινε στη συνέχεια από τον Εφεσείοντα ότι ήταν ο βιολογικός της πατέρας, ορθά το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι το αρχικό ψέμα του Εφεσείοντα συνιστά ενισχυτική μαρτυρία.
Λόγος Έφεσης 7:
Το Κακουργιοδικείο προσήψε κατηγορία στο δικηγόρο υπεράσπισης για την προβολή θέσης, που έδειχνε ουσιαστικά ότι έπραξε το καθήκον του. Το Κακουργιοδικείο προσπάθησε να επέμβει στην ανεξαρτησία του δικηγόρου υπεράσπισης να προβάλει τις θέσεις του πελάτη του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθή η εν λόγω εισήγηση. Το Κακουργιοδικείο καθόλου δεν κατακρίνει το συνήγορο του Εφεσείοντα, αλλά απλώς περιγραφικά αναφέρει ότι στην αγόρευσή του ο συνήγορος «ουσιαστικά κατακρίνει την παραπονούμενη» για διάφορα θέματα, π.χ. ότι δεν έμεινε στην ανάδοχη οικογένεια και ότι ήταν η ίδια που «ήθελε εκείνο το βράδυ να βγει έξω με τον πατέρα της για να έρθουν σε ερωτικές περιπτύξεις εντός του αυτοκινήτου».
2. Είναι σαφές ότι με τη συγκεκριμένη αναφορά το Κακουργιοδικείο δεν διατυπώνει οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη κριτική κατά του δικηγόρου, αλλά αντίθετα σημειώνει ότι η υπεράσπιση ήταν επικριτική της συμπεριφοράς της παραπονούμενης.
3. Αν αφήνονται οποιαδήποτε επικριτικά υπονοούμενα, είναι για τις θέσεις της υπεράσπισης και όχι για την προβολή τους από το συνήγορο υπεράσπισης.
Έφεση κατά της ποινής:
«Το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπόψιν και/ή δεν έλαβε δεόντως υπόψιν ως μετριαστικό παράγοντα την κατάσταση μέθης που ευρίσκετο ο Εφεσείων κατά τη διάπραξη του αδικήματος».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ποινή του Κακουργιοδικείου αποτελείται από 18 σελίδες. Με υποδειγματικό τρόπο και με αναφορά στη νομολογία καθοδηγεί τον εαυτό του επί όλων των νομικών σημείων και παραγόντων που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για επιβολή της ορθής ποινής.
2. Το παράπονο ήταν αδικαιολόγητο. Από την προφορική αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου για μετριασμό της ποινής προέκυπτε ότι το μόνο που ζήτησε να ληφθεί υπόψη ήταν ότι ο Εφεσείων όταν κατανάλωνε αλκοόλ δεν το έκανε για να προβεί σε διάπραξη του αδικήματος και απλώς ζήτησε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ως μετριαστικός παράγοντας.
3. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τη συγκεκριμένη εισήγηση και δεν υπήρχε έρεισμα στο παράπονο ότι δεν έλαβε «καθόλου υπόψη» τον συγκεκριμένο μετριαστικό παράγοντα.
4. Ως προς το κατά πόσο το Κακουργιοδικείο έλαβε «δεόντως υπόψη» το θέμα της μέθης, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα δεν προέβη σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση, όπως για παράδειγμα ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική.
5. Στην προκειμένη περίσταση δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον παράγοντα μέθη.
6. Ούτε η ίδια η υπεράσπιση έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ' αυτόν τον παράγοντα. Εξάλλου η σοβαρότητα των αδικημάτων ήταν τέτοια, που ήταν λίγα τα περιθώρια για περαιτέρω εξατομίκευση της ποινής.
7. Ήταν απόλυτα ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο εκτίμησε το στοιχείο της μέθης και εν πάση περιπτώσει δεν προέκυπτε κανένα σφάλμα αρχής, ούτε έγινε εισήγηση ότι η συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
DPP v. Walker [1974] 1 WLR 1090,
Mills a.ο. v. The Queen [1995] 1 WLR 511,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
Onisiforou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 261,
Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505,
Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397,
R. v. Coughlan [1976] Crim.L.R. 629,
Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 319, ECLI:CY:AD:2014:B288,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354,
Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354,
R. v. Pratt [1971] Crim. L.R. 234,
R. v. Mutch [1973] 1 All ER 178,
Vrakas a.ο. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139,
Themistokleous v. The Police (1981) 2 C.L.R. 200,
Σιβιτανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166,
Σταυρινός ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426,
Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251,
R. v. Lucas [1981] 2 All ER 1008,
R. v. Barnes [1970] 55 Cr. App. R. 100.
Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Ιωαννίδης, Π.Ε.Δ., Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ., Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3318/2014), ημερομηνίας 2/5/2014.
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Μετά από παράπονο, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε ότι την 21.1.2014:- (1) Βίασε την παραπονούμενη θυγατέρα του, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (2) κατακράτησε την παραπονούμενη θυγατέρα του χωρίς τη θέλησή της με σκοπό τη συνουσία, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (3) προέβη σε αιμομιξία, κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (4) εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά ενήλικο πρόσωπο, ήτοι τη θυγατέρα του κατά παράβαση του Άρθρου 2 και 9(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 87(Ι)/2007 και (5) επιτέθηκε άσεμνα εναντίον της, κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(4) και 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004, και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κατά την ακροαματική διαδικασία απαλλάχτηκε στις κατηγορίες 2 και 5, μετά που οι Εφεσίβλητοι ανακοίνωσαν αναστολή ποινικής δίωξης για το λόγο ότι οι λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών εμπεριέχονταν στις άλλες πιο σοβαρές κατηγορίες.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, κλήθηκαν 13 συνολικά μάρτυρες, μεταξύ αυτών και η παραπονούμενη η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν περίπου 18 χρονών. Ο Εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα για την υπεράσπισή του.
Το Κακουργιοδικείο με την εμπεριστατωμένη απόφασή του, αφού κατέγραψε περιληπτικά αλλά με σαφήνεια την ενώπιον του μαρτυρία, προχώρησε σε αξιολόγησή της. Έκρινε την παραπονούμενη καθ' όλα αξιόπιστη, καθώς και τους 11 από τους 13 μάρτυρες που κατέθεσαν για λογαριασμό των Εφεσιβλήτων. Έκρινε ότι ο Εφεσείων είπε ψέματα κατά την ανάκρισή του και στην κατάθεσή του προς την αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι τα ψέματα του Εφεσείοντα από μόνα τους δεν αποδείκνυαν την υπόθεση των Εφεσιβλήτων, όμως ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα (σελ. 63-69 της πρωτόδικης απόφασης*):-
«Η παραπονούμενη Α.Μ.Δ. είναι θυγατέρα του κατηγορούμενου αφού αυτός είναι ο βιολογικός της πατέρας. Το γεγονός αυτό ο κατηγορούμενος γνώριζε κατά πάντα ουσιώδη προς το κατηγορητήριο χρόνο. Μητέρα της παραπονούμενης είναι η Λ.Σ. η οποία έχει αποκτήσει ακόμη ένα υιό με τον κατηγορούμενο. Τόσο η παραπονούμενη όσο και ο αδελφός της, γεννήθηκαν από την εκτός γάμου σχέση των γονέων τους. Οι γονείς της παραπονούμενης συζούσαν για περίπου επτά χρόνια. Υπήρχαν περιστατικά άσκησης σωματικής βίας εναντίον της μητέρας από τον κατηγορούμενο. Η παραπονούμενη, η οποία γεννήθηκε στις 2.9.1995, τέθηκε υπό τη φροντίδα της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας μαζί με τον αδελφό της Α. στις 19.12.2000. Τα δύο παιδιά αρχικά τοποθετήθηκαν σε παιδική στέγη και ακολούθως σε ανάδοχη οικογένεια. Όταν τα δύο παιδιά τέθηκαν υπό φροντίδα ο πατέρας τους εξέτιε ποινή φυλάκισης για περιστατικό άσκησης σωματικής βίας εναντίον της μητέρας τους. Τον Οκτώβριο του 2001 ο κατηγορούμενος, μετά την αποφυλάκισή του, επισκέφθηκε τα δύο παιδιά του στην Παιδική Στέγη ορισμένες φορές. Δύο μήνες αργότερα διέκοψε την επικοινωνία και έκτοτε δεν τον ξαναείδαν. Η παραπονούμενη με την ενηλικίωσή της, στις 2.9.2013, αποφάσισε να φύγει από το σπίτι της ανάδοχης οικογένειας και να εγκατασταθεί στο σπίτι της μητέρας της. Παρουσιάστηκαν δυσκολίες στη μεταξύ τους σχέση και συνεπώς λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας είχε συνεργασία με την παραπονούμενη και τη μητέρα της αλλά και με τους πρώην ανάδοχους γονείς της, οι οποίοι συνέχιζαν να έχουν επικοινωνία με την παραπονούμενη.
Για τους λόγους που αναφέρονται στην πιο πάνω αξιόπιστη μαρτυρία, η παραπονούμενη στις 20.1.2014 εξέφρασε την επιθυμία να μείνει στο σπίτι όπου διέμενε ο πατέρας της με τη συμβία του Α.Λ., με την οποία ο τελευταίος έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τα οποία είναι ακόμη ανήλικα. Ο πατέρας και η συμβία του δέχθηκαν, και έτσι η παραπονούμενη την ίδια ημέρα μετέβηκε στο πιο πάνω σπίτι. Το βράδυ η παραπονούμενη με τον πατέρα της και τη συμβία του Α.Λ., βγήκαν έξω για σουβλάκια με το αυτοκίνητο της Α.Λ.. Μετά το φαγητό, μετέβηκαν σε μία μπυραρία όπου η Α.Λ. και η παραπονούμενη πήραν αναψυκτικό ενώ ο κατηγορούμενος έπινε μπύρες. Εκεί συνάντησαν τον Σ. ο οποίος είναι θείος του νεαρού με τον οποίο είχε μείνει έγκυος η παραπονούμενη. Επειδή η ίδια είχε αναφέρει στον πατέρα της ότι ο νεαρός - πρώην φίλος της, της είχε αναφέρει να ρίξει το παιδί, ο πατέρας της γνωστοποίησε αυτό το γεγονός στο Σ. Αυτοί πήραν τηλέφωνο τον πρώην φίλο της από τη μπυραρία για να τον απειλήσουν, απ' ότι της ανέφερε ο πρώην φίλος της. Η ίδια όμως τους είχε αναφέρει ότι δεν τον ήθελε πλέον για να λήξει το θέμα εκεί.
Γύρω στις 22:30 της ίδιας ημέρας η παραπονούμενη με την Α.Λ. έφυγαν από την μπυραρία και επέστρεψαν σπίτι. Ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο σπίτι με τα πόδια γύρω στα μεσάνυχτα. Η Α.Λ. εισήλθε στο δωμάτιο του μπάνιου για να κάνει μπάνιο και στη συνέχεια να ξαπλώσει. Τότε ο κατηγορούμενος ρώτησε την παραπονούμενη αν νυστάζει και αυτή του απάντησε όχι. Της πρότεινε να πάνε περίπατο με το αυτοκίνητο της Α.Λ. και αυτή δέχθηκε. Της είπε μάλιστα να πουν ψέματα στην Α.Λ., δηλαδή ότι θα μετέβαιναν στη γιαγιά της όπου θα ερχόταν ο πρώην φίλος της για να μιλήσουν για την εγκυμοσύνη της. Αυτό το έκανε γιατί η Α.Λ. δεν θα τον άφηνε να βγει έξω σε τέτοια προχωρημένη ώρα. Ενόσω η Α.Λ. ήταν μέσα στο μπάνιο ήρθε ο κατηγορούμενος και την έβγαλε έξω λέγοντας της ότι «εκατουρήθηκε». Όταν η Α. βγήκε από το μπάνιο ο κατηγορούμενος της ανέφερε ότι πήρε τηλέφωνο η γιαγιά της παραπονούμενης και ανέφερε να πάνε στο σπίτι της για να μιλήσουν σχετικά με την εγκυμοσύνη της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη συμφώνησε και τελικά επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο της Α.Λ. με οδηγό τον κατηγορούμενο και έφυγαν. Η παραπονούμενη ζήτησε από τον πατέρα της να την αφήσει να οδηγήσει το αυτοκίνητο και όντως το οδήγησε από το Lady's Mile μέχρι τις Βάσεις των Άγγλων. Αρχικά η παραπονούμενη είχε την εντύπωση ότι θα μετέβαιναν στην τουριστική περιοχή ή Ανεξαρτησίας αλλά ο κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητο προς Τραχώνι και μετέβηκαν στο Ακρωτήρι. Ο κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητο σε χωράφια όπου το ακινητοποίησε. Τότε είπε στην παραπονούμενη «έλα να σε αγκαλιάσω». Την αγκάλιασε και όπως την αγκάλιαζε τοποθέτησε το χέρι του πάνω στην κοιλιά της και μετά πάνω στο στήθος της. Αυτά έγιναν πάνω από τα ρούχα της. Η ίδια έσπρωξε το χέρι του και έκατσε κανονικά στη θέση της. Ακολούθως ο κατηγορούμενος της ανέφερε «έλα να δω την κοιλιά σου». Αυτή του είπε «δε την». Αυτός της είπε «κάμε πάνω τη φανέλα σου» και αυτή του είπε «αν θέλεις να δεις το αγγονούϊ σου να έρτεις στο Νοσοκομείο» και αυτός της είπε «εν να έρτω». Του ζήτησε να φύγουν γιατί ανησυχούσε η Α.Λ. η οποία τηλεφωνούσε συνέχεια αλλά ο κατηγορούμενος δεν την άφηνε να απαντήσει το κινητό της τηλέφωνο. Ο ίδιος είχε κλείσει το κινητό του τηλέφωνο. Ξεκίνησε το αυτοκίνητό του λέγοντας στην παραπονούμενη ότι θα μετέβαιναν σε κάποιο τόπο πιο πάνω «για να κλέψουν πιθάρκα». Ο κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητό του μέχρι που έφθασαν στην Πάχνα ή υπέθεσε η παραπονούμενη ότι έφθασαν στην Πάχνα αφού έτσι της είπε. Η παραπονούμενη του ζήτησε να επιστρέψουν πίσω. Η Α.Λ. τηλεφώνησε και ρώτησε την παραπονούμενη που βρίσκονταν, και αυτή της ανέφερε «ερκούμαστε». Τελικά ο κατηγορούμενος οδήγησε εκ νέου το αυτοκίνητο στο Ακρωτήρι, σε χωματόδρομους, όπου έκανε ότι έχασε το δρόμο. Είπε στην παραπονούμενη ότι θα σταματούσαν για να πιει ένα τσιγάρο. Η παραπονούμενη του είπε εντάξει. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να ουρήσει και στη συνέχεια εισήλθε εντός του αυτοκινήτου όπου κλείδωσε τις πόρτες. Στη συνέχεια παραθέτουμε τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη στην κατάθεσή της τα οποία καθιστούμε και δικά μας ευρήματα:
«Ήπιε ένα τσιγάρο και όταν ετέλειωσε μού έγυρε την μαξιλάρα του αυτοκινήτου που καθόμουν πίσω και πήγε να με χαϊδέψει πάνω στα γεννητικά μου όργανα. Του έσπρωξα το χέρι του και πήγα να τραβήσω την μαξιλάρα πάνω. Τότε έβαλε το χέρι του πάνω στον λαιμό μου και με δύναμη με έσπρωξε ξανά πίσω στην μαξιλάρα. Εγώ άρχισα να φωνάζω και να κλαίω γιατί κατάλαβα τι ήθελε να μου κάμει, και αυτός μου είπε να μην φωνάζω γιατί θα νευρίαζε και με προειδοποίησε να μην προσπαθήσω να φύγω. Εγώ φοβούμουν να μην θυμώσει και να μου κτυπήσει και να πάθει κακό το μωρό μου και σταμάτησα να φωνάζω. Δεν μπορούσα να φύγω γιατί ήταν από πάνω μου και οι πόρτες ήταν κλειστές και επίσης και να ξέφευγα δεν θα μπορούσα να τρέξω γιατί είχα αποκόλληση του πλακούντα και ήμουν νοσοκομείο και βγήκα πριν δύο μέρες και δεν ήθελα να χάσω το μωρό μου. Επίεζε με το αριστερό του χέρι πάνω στην καρέκλα και με το δεξί του χέρι μου έβγαλε το κολάν που φορούσα, το βρακί μου, τα παπούτσια και τις κάλτσες μου. Στη συνέχεια μου έπιασε το δεξί μου πόδι και το άνοιξε προς το μέρος του και άρχισε να με χαϊδεύει με το χέρι του πάνω στα γεννητικά μου όργανα. Μου έβαζε και έβγαζε το δάκτυλο του μέσα στον κόλπο μου για πολλή ώρα με βία και εγώ του έλεγα ότι πονούσα και του ζητούσα να σταματήσει κλαίγοντας αλλά δεν σταματούσε. Του έσπρωχνα το χέρι αλλά δεν κατάφερνα να τον σταματήσω. Μου εσήκωσε ψηλά το τρικό και την φανέλλα μου που φορούσα και μου χάιδευε και μου έσφιγγε τα στήθη μου και με φιλούσε στο στόμα. Εγώ τον έσπρωχνα με τα χέρια μου και προσπαθούσα να τον απομακρύνω από πάνω μου αλλά δεν τα κατάφερνα. Εκείνος κατέβασε το παντελόνι του μέχρι κάτω και μου ζήτησε να σκύψω και να του γλύψω το πέος του. Εγώ δεν δέχτηκα και μου τράβηξε το κεφάλι μου ενώ καθόταν στη θέση του οδηγού και με υποχρέωσε να του κάμω στοματικό έρωτα για λίγη ώρα. Στη συνέχεια με ξάπλωσε ξανά πίσω στην καρέκλα του αυτοκινήτου και ξάπλωσε από πάνω μου. Μου άνοιξε τα πόδια μου και μου έβαζε το δάκτυλο του και εγώ του έλεγα ότι πονούσα και του ζητούσα να σταματήσει. Τότε εκείνος μου είπε «εν να σου βάλω λίγο την κκελλούα για να μεν καταλάβεται όταν θα πάεις στην Αστυνομία για να σε βκάλω». Το πέος του ήταν σε στύση και το έβαλε μέσα στον κόλπο μου όχι ολόκληρο και μπαινόβγαινε μέσα μου για περίπου 10 λεπτά. Δεν κατάλαβα αν εκσπερμάτωσε και μου ζήτησε να γυρίσω μπρούμυτα. Εγώ γύρισα με το ζόρι και γονάτισα πάνω στην καρέκλα. Ετράβησε και την καρέκλα τέλια πίσω και ήρθε από πίσω μου και έβαλε το πέος του μέσα στο γεννητικό μου όργανο και μπαινόβγαινε για περίπου 5-10 λεπτά. Εγώ έκλαιγα και τον έσπρωχνα αλλά δεν είχα δύναμη να τον σταματήσω. Δεν κατάλαβα αν έχυσε μέσα μου αλλά πάνω μου δεν ένιωσα ούτε είδα χύματα. Έκατσε πάνω στην καρέκλα του οδηγού και το όργανό του δεν ήταν πια σε στύση και το έπαιζε με το χέρι του. Μου ζήτησε να του κάμω στοματικό έρωτα. Εγώ του ζητούσα να φύγουμε και εκείνος μου είπε όταν θα έχυνε θα φεύγαμε και επέμενε να του γλύψω το πέος του. Τον ρώτησα «μα ακόμα εν έχυσες;» και μου είπε ότι έχυσε αλλά ήθελε να χύσει και δεύτερη φορά. Έτσι μου πίεσε το κεφάλι μου και με υποχρέωνε να του κάμνω στοματικό έρωτα για πολλή ώρα.»
Στη συνέχεια βρίσκουμε ότι ο κατηγορούμενος «έπαιζε» το πέος του με το χέρι του και σε κάποια στιγμή είπε «ωχ ετέλειωσα». Ακολούθως ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη, κατόπιν δικής της επιθυμίας, έξω από το σπίτι της γιαγιάς της όπου την άφησε, και έφυγε. Κατά την επιστροφή, βρίσκουμε ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε από την παραπονούμενη να μην τον καταγγείλει στην Αστυνομία γιατί όπως της ανέφερε «είναι κρίμα να μπει ο παπάς σου φυλακή» και η παραπονούμενη κάτω από το κράτος του φόβου του είπε ότι αυτό θα έπραττε. Η παραπονούμενη γύρω στις 4:30 το πρωί της ίδιας ημέρας σε κατ' ιδίαν συνάντηση που είχε με τον Π., τον οποίο εμπιστευόταν, του λέει ότι ο κατηγορούμενος τη βίασε. Η ίδια φοβόταν να αναφέρει αυτό το γεγονός σε άλλους μήπως της κάνει κακό ο πατέρας της. Ο Π. όμως επέμενε ότι έπρεπε να γνωστοποιηθεί αυτό το γεγονός και αυτό έπραξε. Ακολούθησε καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία. Για το τι έλαβε χώρα μετά την καταγγελία, παραπέμπουμε στην πιο πάνω αξιόπιστη μαρτυρία.
Βρίσκουμε επίσης, σύμφωνα με την κατάθεση του Χ.Γ. (η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6 για την αλήθεια του περιεχομένου της) ότι ο κατηγορούμενος γύρω στις 9:30 το πρωί της 21.1.2014 του χτύπησε την πόρτα της οικίας του και του έδωσε το κλειδί του αυτοκινήτου της Α.Λ. εντός του οποίου βίασε την παραπονούμενη. Το αυτοκίνητο ο κατηγορούμενος το είχε σταθμεύσει ακριβώς έξω από την οικία του. Δίδοντας του το κλειδί, του ανέφερε τα ακόλουθα: «Έλα τα κλειδιά της Α.Λ., να της τα δώσεις τζιαι εν να φύγω. Δεν θα ξαναδώ τον Κ. μου.», κάτι που ο μάρτυρας εξέλαβε ότι αναφερόταν στον υιό του. Ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από την οικία του πεζός. Συνελήφθηκε από την Αστυνομία στις 23.1.2014, και αφού πληροφορήθηκε για τους λόγους της σύλληψής του και του επεστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε «Συγγνώμη κύριε εν να πω ούλλη την αλήθκεια».»
Την ίδια ημέρα ο Εφεσείων έδωσε θεληματική κατάθεση στην οποία ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα:-
«Εκείνη οδηγούσε. Ερέξαμε επήγαμε μέσα στις βάσεις, ποτζιεί στο Ακρωτήρι και παρκάραμε σε ένα χωματόδρομο κάπου στο Φασούρι και έγινε ήντα που γίνηκε. Την ώρα που πηγαίναμε η Α.Μ. έγιρνεν πάνω μου, την αγκάλιαζα εγώ, εκατάλαβα ότι ήθελε να κάνουμε σεξ αλλά ήμουν πολλά μεθυσμένος. Όταν παρκάραμε άρχισε να με τρίβει και την έτριβα και εγώ. Νομίζω εγώ έβγαλα πρώτος τα ρούχα μου και μετά τα έβγαλε και εκείνη. Εγώ έβγαλα μόνο το παντελόνι και το σώβρακο ενώ η Α.Μ. έβγαλε το κολάν και το εσώρουχό της. Δεν βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Δεν πήγα που πάνω της ούτε ήρθε εκείνη και έκατσε πάνω μου. Έπαιζε μου τον βίλλο μου και έκαμε μου και πίππα. Εγώ έτριβα με το χέρι μου πάνω στα γεννητικά της όργανα. Δεν τη γάμησα ούτε εδοκίμασα. Δεν μου σηκωνόταν που το μεθύσι μου ούτε έχυσα. Κάναμε εκεί περίπου είκοσι λεπτά και μετά την πήρα σπίτι της γιαγιάς της και εγώ επήγα στο πάρκινγκ του νοσοκομείου και έπεσα μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ δεν την επίεσα την Α.Μ. για να κάνουμε τέτοιο πράγμα, ούτε την απείλησα, γιατί να την απειλήσω; Όπως σου είπα δεν την βίασα ούτε τη γάμησα. Σε καμία περίπτωση δεν έβαλα το βίλλο μου μέσα στο πούττο της. Δεν χρησιμοποιήσαμε καθόλου προφυλακτικό, δεν χρειαζόταν. Δεν μου είπε τίποτε την ώρα που γίνονταν αυτά τα πράγματα, το ένα έφερε το άλλο και καταλήξαμε έτσι. Εκεί στο Φασούρι κατέβηκα κάτω μόλις επήγαμε και κατούρησα, πριν να μου τον παίξει. Εκεί στο Φασούρι έπινα τσιγάρο τυλιχτό, με καπνό «Marlboro Light» και χαρτί «Rizla» μπλε. Όπως σου είπα δεν έχυσα και δεν χρησιμοποίησα χαρτί. Δεν είδα την Α.Μ. να χρησιμοποιά χαρτί εκεί. Την ώρα που την έπαιρνα σπίτι μού ζήτησε να μην πω τίποτε ούτε και εκείνη θα έλεγε τίποτε....................».
Στην ίδια κατάθεση ο Εφεσείων αναφέρει ότι η παραπονούμενη είναι παιδί του, ενώ σε άλλο μέρος ισχυρίζεται ότι αυτή δεν είναι θυγατέρα του, αφού, όπως εξήγησε, η μητέρα της ήταν τριών μηνών έγκυος αυτήν, όταν την γνώρισε. Ωστόσο, κατά την ακροαματική διαδικασία εγκρίθηκε ως παραδεχτό γεγονός ότι ο Εφεσείων είναι ο βιολογικός πατέρας της παραπονούμενης.
Το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια, αφού εξέτασε τη νομική πτυχή των αδικημάτων, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα τρία αδικήματα του βιασμού, αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, στα οποία έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή δεκαπενταετούς φυλάκισης μόνο στην πρώτη κατηγορία του βιασμού. Έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να του επιβληθεί ποινή στις κατηγορίες της αιμομιξίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου (κατηγορίες 3 και 4), καθότι τα γεγονότα των δύο αυτών κατηγοριών εμπεριέχονταν στα γεγονότα της κατηγορίας του βιασμού.
Ο Εφεσείων καταχώρησε έφεση θεωρώντας λανθασμένη την πρωτόδικη καταδίκη. Οι πρώτοι επτά λόγοι έφεσης αφορούν την καταδίκη, ενώ οι δύο τελευταίοι την ποινή, από τους οποίους ο ένας αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων.
Για προστασία της παραπονούμενης και της οικογένειάς της, η δίκη, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών. Για περαιτέρω προστασία της παραπονούμενης και της οικογένειάς της, έχουμε αντικαταστήσει τα πλείστα των ονομάτων, με αρχικά.
Εσφαλμένη αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα - Λόγος έφεσης 1
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωσή του, ως να ήταν μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την αποδεικτική αξία της ανώμοτης δήλωσης, ανέφερε τα εξής:-
«Θεωρούμε και εμείς πως τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη του δήλωση συνιστούν σκέψεις εκ των υστέρων οι οποίες προβλήθηκαν όταν αυτός αντιλήφθηκε πως το περιεχόμενο της κατάθεσής του στην Αστυνομία δεν τον βοηθούσε πλέον. (Να σημειώσουμε εδώ ότι σε προγενέστερο στάδιο είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι είναι ο βιολογικός πατέρας της παραπονούμενης). Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η έκθεση του κ. Καριόλου. Ως εκ τούτου, τίποτε το πειστικό δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης. Τουναντίον, με την ανώμοτη δήλωσή του ουσιαστικά παραδέχεται πως στην Αστυνομία είπε ψέματα όταν ισχυρίστηκε ότι σε καμιά περίπτωση η παραπονούμενη δεν μπορεί να είναι θυγατέρα του αφού γνώρισε τη μητέρα της όταν ήταν τριών μηνών έγκυος την παραπονούμενη. Παραδέχεται επίσης ότι ουσιαστικά είπε ψέματα ότι δεν γνώριζε όταν έφευγε με την παραπονούμενη ότι δεν θα μετέβαιναν στην οικία της γιαγιάς της αφού ισχυρίζεται ότι «μπορεί και να είπα και εγώ ότι θα πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς της και να συμφώνησε η Α.Μ.» για να καταλήξει ότι «δεν είπα στην κατάθεσή μου ψέματα γι' αυτό για να κρύψω κάτι αφού δεν τη βίασα μέσα στο αυτοκίνητο». Σε σχέση με τους λόγους που δεν απάντησε στις τηλεφωνικές κλήσεις της Α.Λ., δεν έχει καθαρές θέσεις αφού λέει «πρέπει να έκλεισε λόγω του ότι πρέπει να έλειψε η μπαταρία του».»
Ομολογουμένως, όπως συμφώνησε και ο κ. Σαουρής, δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου (βλ. To Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδης & Σάντης, Έκδοση 2014, σελ. 10-11). Όπως προκύπτει από την κυπριακή και ξένη νομολογία, τα πάντα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος, π.χ. κατά πόσο προβάλλει απλώς την αθωότητά του ή προβάλλει κάποιο άλλοθι ή προσπαθεί να αντικρούσει ένορκη μαρτυρία ή απλώς να εξηγήσει τη νοητική του κατάσταση, εξήγηση η οποία όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με δοθείσα μαρτυρία ή εγείρει θέμα αυτοάμυνας. Η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης (βλ. DPP v. Walker [1974] 1 WLR 1090, 1096E). Τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου, το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς προβλημάτισε τα Δικαστήρια. Γι' αυτό στην Αγγλία το συγκεκριμένο δικαίωμα καταργήθηκε με το Άρθρο 72 του Criminal Justice Act 1982, εφόσον θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης (βλ. Mills a.ο. v. The Queen [1995] 1 WLR 511). Στην Κύπρο όμως ακόμη δεν καταργήθηκε το δικαίωμα, αν και ωρίμασε ο καιρός, γι' αυτό θα πρέπει να συνοψίσουμε τη νομολογία ώστε να εξετάσουμε στη συνέχεια τον λόγο έφεσης.
Για να γίνουν πιο κατανοητές οι νομολογιακές απαιτήσεις, θα πρέπει να υπομνήσουμε ότι στην Αγγλία, όταν ίσχυε ακόμα το δικαίωμα, οι ένορκοι και όχι ο Δικαστής ήταν οι κριτές μιας ανώμοτης δήλωσης και αυτοί έφεραν το βάρος για να αποφασίσουν ποια βαρύτητα θα της έδιναν. Επειδή όμως οι ένορκοι είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, χωρίς νομική παιδεία, καθοδηγούνταν από το Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση.
Γι' αυτό, όποιο λεκτικό και να χρησιμοποιηθεί στην εξέταση μιας ανώμοτης δήλωσης, πρέπει να έχει σαν βάση την κοινή λογική και τα ελάχιστα προαπαιτούμενα τα οποία συνιστούν την κοινή συνισταμένη της νομολογίας. Οι ένορκοι, στην περίπτωση της Αγγλίας, όταν ακόμα ίσχυε το δικαίωμα, και στην Κύπρο ο Δικαστής, μπορεί να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία υπό την έννοια ότι δεν έχει ελεγχθεί με αντεξέταση*. Απ' εκεί και πέρα, μπορεί να λεχθεί στους ενόρκους ότι είναι ελεύθεροι να δώσουν στην ανώμοτη δήλωση εκείνη τη βαρύτητα που οι ίδιοι θεωρούν ότι αρμόζει στις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Απόδειξη, Γ. Κακογιάννη, 1983, σελ. 253 και Phipson on Evidence, 15th Ed., p. 235). Όμως, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι οι ένορκοι δεν έχουν υποχρέωση να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολογία για την όποια επιλογή τους, σε αντίθεση με το Δικαστή ο οποίος αισθάνεται ότι θα πρέπει τουλάχιστο να εξηγήσει τη βαρύτητα που τελικά θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση για σκοπούς καλύτερης αιτιολόγησης της απόφασής του. Και εδώ ξεκινούν τα προβλήματα και παράπονα των κατηγορουμένων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ότι δηλαδή ο Δικαστής υπερέβη τα όρια και εξέτασε την ανώμοτη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία. Όμως εάν ο Δικαστής ενεργούσε όπως οι ένορκοι και δεν έδιδε οποιαδήποτε αιτιολογία, ενδεχομένως να διατυπώνετο άλλη μομφή εναντίον της απόφασής του, όπως έγινε στην Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397. Έχουμε την άποψη ότι ο Δικαστής βρίσκεται σε κάπως διαφορετική θέση από τους ενόρκους και θα πρέπει να δώσει κάποια ένδειξη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου. Περισσότερο θα πρέπει να καθοδηγήσει τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία ότι η αποδεικτική αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική (βλ. R. v. Coughlan [1976] Crim.L.R. 629, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω και Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 319, ECLI:CY:AD:2014:B288). Γι' αυτό εξετάζοντας την βαρύτητα που θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση, θα πρέπει να έχει υπόψη το σύνολο των γεγονότων. Για παράδειγμα, αν κρίνει ότι η δήλωση είναι πειστική, μπορεί να προσεγγίσει διάφορα γεγονότα που έχει ενώπιον του, με διαφορετικό τρόπο. Όμως, αν κρίνει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι καθόλου πειστική, τότε το θέμα τελειώνει εκεί. Για να καταλήξει όμως ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να της προσδώσει, είναι αναπόφευκτη η εξέτασή της έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή δεν χωρούν αμφισβήτηση (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Η αξιολόγηση του δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ή να χρησιμοποιείται μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354). Θα πρέπει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η δήλωση δεν είναι μαρτυρία και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδείξει οποιοδήποτε γεγονός για το οποίο υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το αποδεικνύει. Όπως αναφέραμε, η δήλωση έχει περισσότερο πειστική αξία, γι' αυτό σε περίπτωση που κριθεί πειστική, μπορεί να επενεργήσει στο μυαλό των ενόρκων και του Δικαστή κατά τρόπο που να τους ωθήσει να δουν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν με μαρτυρία, με διαφορετικό μάτι (R. v. Coughlan, ανωτέρω).
Έχουμε μελετήσει τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα και δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτό. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις υποθέσεις Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354, καθοδήγησε ορθά τον εαυτό του ως προς τον τρόπο που θα έπρεπε να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα. Απέφυγε επιμελώς να σχολιάσει την επιλογή του Εφεσείοντα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αντί να δώσει ένορκη μαρτυρία, που είναι το πιο σύνηθες σφάλμα (βλ. Archbold's Pleading, Evidence and Practice in Criminal Cases, 39th Ed., p.p. 353, 354, para 600, R. v. Pratt [1971] Crim. L.R. 234, R. v. Mutch [1973] 1 All ER 178, 181-182, Vrakas a.ο. v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Themistokleous v. The Police (1981) 2 C.L.R. 200 και Onisiforou v. The Police, ανωτέρω).
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα για να αποφασίσει αν έπρεπε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σ' αυτήν, δεν ξέφυγε από τις νομολογιακές αρχές και ούτε εξέτασε τη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία, όπως διατείνεται ο δικηγόρος του Εφεσείοντα. Αν γινόταν δεχτή η εισήγηση του κ. Σαουρή, ότι τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να επεξηγούν έστω και ακροθιγώς τον τρόπο που προσεγγίζουν μια ανώμοτη δήλωση, θα οδηγούμασταν σε αχρείαστο περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και στην ουσία θα ισοδυναμούσε με εξουδετέρωση της όποιας αξίας αποδίδει η νομολογία στην ανώμοτη δήλωση (βλ. R. v. Coughlan, ανωτέρω). Το Κακουργιοδικείο επιλέγοντας να δώσει λόγους για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, ενήργησε με περισσή επιμέλεια και με απόλυτα λογικό και δίκαιο τρόπο προς την υπεράσπιση και θα λέγαμε ότι μας εξέπληξε το παράπονο του Εφεσείοντα με τον τρόπο που διατυπώθηκε, που τελικά αποδείχθηκε ότι είχε περισσότερη ακαδημαϊκή χροιά παρά πρακτική.
Δραττόμαστε όμως της ευκαιρίας για να διατυπώσουμε τον προβληματισμό μας κατά πόσον η πολιτεία θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον ωρίμασε ο χρόνος για να καταργηθεί και στην Κύπρο το δικαίωμα του κατηγορούμενου να επιλέγει να προβαίνει σε ανώμοτη δήλωση.
Αξιοπιστία παραπονούμενης - Λόγοι έφεσης 2-4
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη, αγνοώντας πτυχές της μαρτυρίας στις οποίες υπήρχαν αντιφάσεις. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα αναφέρθηκε σε τέσσερις αντιφάσεις:- (α) ότι η παραπονούμενη παραδέχθηκε ότι είπε ψέματα στην Μ.Κ.4 Α.Λ. ότι θα πήγαιναν με τον Εφεσείοντα στη γιαγιά της για να μιλήσουν με τον νεαρό που την άφησε έγκυο, (β) ότι αρχικά ανέφερε ότι τους έμαθαν στο σχολείο πώς να ξεχωρίζουν τα ναρκωτικά από τη μυρωδιά, ενώ αργότερα ότι γνώριζε να τα ξεχωρίζει από δικές της εμπειρίες, (γ) ότι ενώ παραδέχθηκε ότι έτρεφε μίσος προς τον πατέρα της, εντούτοις δέχθηκε να τον συναντήσει χωρίς να εξηγήσει τι απέγινε το μίσος που έτρεφε προς αυτόν τόσα χρόνια, και (δ) ότι αρχικά ανέφερε τόσο στην κατάθεσή της, όσο και στην κυρίως εξέτασή της ότι ο Εφεσείων εκσπερμάτωσε «πάνω του», ενώ στην αντεξέτασή της δέχθηκε ότι στην ουσία δεν είδε πού ακριβώς εκσπερμάτωσε. Κατά τον κ. Σαουρή, το Κακουργιοδικείο στην ουσία δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά την προσέγγισε μονόπλευρα, χωρίς να την υποβάλλει σε ορθή και δίκαιη ανάλυση όπως ορίζει η νομολογία, με αποτέλεσμα να μην εντοπίσει τις αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία της. Αν τις εντόπιζε, πρόσθεσε ο συνήγορος του Εφεσείοντα, ενδεχομένως το Κακουργιοδικείο να προέβαινε σε διαφορετική κατάληξη για την αξιοπιστία της και αυτό θα επηρέαζε το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας.
Η συνήγορος για την Εφεσίβλητη δεν απαντά στα ερωτήματα του κ. Σαουρή, περιοριζόμενη απλώς να αναφέρει ότι ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε το θέμα δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης του Εφετείου.
Έχουμε εξετάσει τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τον τρόπο που εξέτασε την αξιοπιστία της και δεν έχουμε πειστεί ότι υπάρχουν τέτοιες αντιφάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν επέμβαση του Εφετείου. Όπως επανειλημμένα τονίσαμε, σε κάθε υπόθεση μπορεί να εντοπιστούν μικρές διαφορές στη μαρτυρία ή ασάφειες. Όμως για να μπορεί να επέμβει το Εφετείο, οι αντιφάσεις ή οι ασάφειες θα πρέπει να είναι τέτοιες που είτε να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, είτε να είναι ουσιαστικής μορφής και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ. Σιβιτανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166). Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο αφιέρωσε πέραν των 15 σελίδων για αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Προειδοποίησε ορθά τον εαυτό του ως προς τις επιταγές της νομολογίας και είναι διάχυτη η εγρήγορση του Κακουργιοδικείου να εντοπίσει τυχόν αντιφάσεις, αδυναμίες ή υπερβολές. Ασχολήθηκε με μερικές από τις κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις που πρόβαλε ο συνήγορος του Εφεσείοντα και έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί δεν τις θεώρησε ουσιώδεις. Ως προς το πού εκσπερμάτωσε ο Εφεσείων που ήταν και ο πιο σοβαρός ισχυρισμός, το Κακουργιοδικείο ορθώς ανέφερε ότι επρόκειτο για φυσιολογική υπόθεση εκ μέρους της παραπονούμενης, χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφιβολία την αξιοπιστία της. Ο κ. Σαουρής κατ' αντίθεση με την πάγια νομολογία (βλ. Σταυρινός ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426), προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης εντελώς μικροσκοπικά και αποσπασματικά, χωρίς να εντάσσει τις όποιες ασάφειες στο σύνολο της μαρτυρίας της.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία την αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης (σελ. 59 της απόφασης). Όπως εισηγείται ο συνήγορος του, το Κακουργιοδικείο παρά το ότι παρέπεμψε στην απόφαση Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251 για καθοδήγηση για το θέμα, εντούτοις παρερμήνευσε τις αρχές που αναδύονταν από τη συγκεκριμένη απόφαση και ενώ έπρεπε να δώσει μικρή ή καθόλου βαρύτητα στην αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης, την θεώρησε σημαντική και την χρησιμοποίησε ως ενισχυτική μαρτυρία, χωρίς να αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους ότι ήταν προσποιητή και κατασκευασμένη.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρώτο που θίγει το Κακουργιοδικείο στη σελίδα 58 της απόφασης είναι ότι η πλευρά του Εφεσείοντα δεν έθεσε στην παραπονούμενη ή άλλο μάρτυρα τη θέση ότι η αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης ήταν πλαστή. Και επ' αυτού του ζητήματος κατέθεσαν πέραν της παραπονούμενης και η γιαγιά της (Μ.Κ.8), ο Π.Ι. (Μ.Κ.1), η Γ/Αστ. Μ.Κ. (Μ.Κ.9) και ο ιατροδικαστής Ν.Χ. (Μ.Κ.6). Παρά τη μη υποβολή οποιασδήποτε συγκεκριμένης θέσης στους μάρτυρες εκ μέρους της Υπεράσπισης, το Κακουργιοδικείο εξέτασε την αναστατωμένη κατάσταση της παραπονούμενης, με αναφορά στην πολύπλευρη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και ορθά κατά την κρίση μας κατέληξε ότι δεν υπήρχε προσποίηση ή θεατρινισμός και περαιτέρω ορθά θεώρησε ότι η κατάσταση της συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν βλέπουμε τίποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε το όλο θέμα. Ούτε είναι ορθή η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους, αφού στην αρχή της σχετικής ενότητας που αφορούσε στην ενισχυτική μαρτυρία (σελίδες 43 και 57 της απόφασης), το Κακουργιοδικείο ρητώς προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους. Κατά συνέπεια, κακώς και αναίτια ο συνήγορος του Εφεσείοντα ήγειρε ένα τέτοιο θέμα, αγνοώντας τις ρητές αναφορές του Κακουργιοδικείου για το θέμα της προειδοποίησης για τους κινδύνους.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ως αντινομικό το ότι το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι υπήρχε πρώτο παράπονο στην υπόθεση, ως ενισχυτικό της μαρτυρίας της παραπονούμενης ότι βιάστηκε, εφόσον δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9. Σύμφωνα με τον συνήγορο του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο σε κανένα σημείο της απόφασης δεν αναφέρει λόγους γιατί φρονεί ότι ήταν φυσικό για την παραπονούμενη να προβεί σε παράπονο στον Μ.Κ.1. Απλά δέχεται τις εξηγήσεις της παραπονούμενης, γιατί δεν έκαμε το πρώτο παράπονο στη θεία της (Μ.Κ.3) που ήταν νευρική και το έκαμε στον Μ.Κ.1. Όμως, τόνισε ο κ. Σαουρής, η νομοθεσία δεν επιτρέπει στο παραπονούμενο πρόσωπο να επιλέγει το πρόσωπο στο οποίο θα υποβάλει το πρώτο παράπονο του. Εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποφάσισε όπως προστάζει το Άρθρο 10, ποιο ήταν το πρόσωπο προς το οποίο ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο.
Δεν συμφωνούμε καθόλου με τις εισηγήσεις του συνηγόρου του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το πρώτο πρόσωπο με το οποίο μίλησε η παραπονούμενη ήταν η γιαγιά της. Της ανέφερε ότι κάτι της είχε συμβεί, αλλά της είπε ότι δεν μπορούσε να της πει λεπτομέρειες και ότι θα μιλούσε στον Π.Ι. (Μ.Κ.1), στον οποίο είχε εμπιστοσύνη. Το Κακουργιοδικείο έχοντας υπόψη ότι μίλησε στη γιαγιά της στις 4.15 το πρωί και 15 λεπτά αργότερα αναφέρει στον Π.Ι. ότι ο πατέρας της την βίασε, ορθά κατά την κρίση μας θεώρησε ότι το παράπονο της προς τον Π.Ι. ήταν άμεσο και ότι υπό τις περιστάσεις που έγινε κατατάσσεται ως πρώτο παράπονο σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κεφ. 9. Δεν συμφωνούμε με το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη θα έπρεπε να μιλήσει πρώτα είτε στη γιαγιά της, είτε στη θεία της. Όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, η παραπονούμενη έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν το έπραξε και επομένως τίποτε το μεμπτό δεν προκύπτει.
Διάφορα άλλα ζητήματα - Λόγοι έφεσης 5-7
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης διατυπώνεται παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι είχε δικαστική γνώση για το τι είναι ένα παντελόνι τύπου «κολάν», με αποτέλεσμα να μην επιτρέψει στο δικηγόρο του Εφεσείοντα να σχολιάσει στην αγόρευσή του ότι το συγκεκριμένο είδος παντελονιού επειδή είναι πολύ στενό θα ήταν δύσκολο να βγει με ένα χέρι, όπως ισχυρίζετο η παραπονούμενη.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, το μόνο που αναφέρει είναι ότι:- «δεν είμαι σίγουρη ότι αντιλαμβάνομαι σε αυτό το στάδιο τον πέμπτο λόγο έφεσης και επιφυλάσσομαι να απαντήσω όταν μου καταστεί σαφέστερος».
Στα διαγράμματα αγόρευσής του ο συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε ότι αν και «δεν φαίνεται στα πρακτικά που ετοιμάστηκαν μέχρι τώρα, εντούτοις όταν αυτά ετοιμαστούν θα διαφανεί ότι δεν δέχθηκε το επιχείρημα της υπεράσπισης». Παρά ταύτα, όταν τα πρακτικά ετοιμάστηκαν, ο κ. Σαουρής δεν επανήλθε στην προφορική αγόρευσή του για να μας υποδείξει τα σχετικά σημεία των πρακτικών, γι' αυτό και δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε περαιτέρω τον πέμπτο λόγο έφεσης, αφού προηγουμένως έχουμε βεβαιωθεί ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προκύπτει από το συγκεκριμένο παράπονο που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφιβολία τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι είπε ψέματα στην κατάθεσή του ότι η παραπονούμενη δεν είναι κόρη του για να θεωρήσει στη συνέχεια ότι το ψέμα αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία εναντίον του. Σύμφωνα με τον κ. Σαουρή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίστηκαν στην αγγλική υπόθεση R. v. Lucas [1981] 2 All ER 1008.
Δυστυχώς το μόνο που θεώρησε σκόπιμο να αναφέρει η συνήγορος για τη Δημοκρατία στο διάγραμμα αγόρευσής της, είναι ότι «και αυτός ο λόγος έφεσης είναι παντελώς αβάσιμος».
Έχουμε εξετάσει τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε τα ψεύδη του Εφεσείοντα και ιδιαίτερα το συγκεκριμένο για το οποίο διατυπώνεται παράπονο και δεν συμφωνούμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα. Στην κατάθεσή του ο Εφεσείων σαφώς αναφέρει ότι η παραπονούμενη δεν είναι θυγατέρα του, αφού η μητέρα της ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος αυτήν όταν την γνώρισε. Έχοντας υπόψη αυτή τη σαφή θέση και το παραδεχτό γεγονός που έγινε στη συνέχεια από τον Εφεσείοντα ότι ήταν ο βιολογικός της πατέρας, ορθά κατά την κρίση μας το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι το αρχικό ψέμα του Εφεσείοντα συνιστά ενισχυτική μαρτυρία.
Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης επί της καταδίκης ο Εφεσείων θεωρεί αυθαίρετη την αναφορά του Κακουργιοδικείου στη σελίδα 52 της απόφασής του, στην οποία αναφέρει ότι:-
«Ο κ. Σαουρής με την αγόρευσή του ουσιαστικά κατακρίνει την παραπονούμενη γιατί δεν έμεινε στην ανάδοχη οικογένεια και πήγε να εγκατασταθεί στο σπίτι της μητέρας της, γιατί δεν έμεινε εκείνο το βράδυ στο σπίτι της Α.Λ. για να «κοιμηθεί ήσυχα και ωραία» και για άλλα πολλά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, άφησε να νοηθεί ότι η παραπονούμενη ήθελε εκείνο το βράδυ να βγει έξω με τον πατέρα της για να έρθουν σε ερωτικές περιπτύξεις εντός του αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος με την ανώμοτη δήλωσή του (και όχι προηγουμένως) παραδέχεται πως εκείνο το βράδυ είπε ψέματα στη συμβία του Α.Λ. για να τον αφήσει να βγει έξω με την παραπονούμενη. Αυτό βεβαίως πρώτη που το είπε ήταν η ίδια η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος αρχικά τη διέψευσε (σχετική είναι η κατάθεσή του στην Αστυνομία ημερ. 23.1.2014).»
Ο κ. Σαουρής στο διάγραμμα αγόρευσής του εισηγείται εκ μέρους του Εφεσείοντα ότι στην ουσία «Το Κακουργιοδικείο προσάπτει κατηγορία στο δικηγόρο υπεράσπισης για την προβολή θέσης, που δείχνει ουσιαστικά ότι έπραξε το καθήκον του. Αφού όπως αναδύετο και μέσα από την κατάθεση του Εφεσείοντα στην Αστυνομία, αυτή ήταν η θέση του Εφεσείοντα ως προς το τι έγινε με την παραπονούμενη εκείνο το βράδυ, την οποία θέση είχε καθήκον να προωθήσει ο δικηγόρος του στη δίκη.». Με αναφορά στην υπόθεση R. v. Barnes [1970] 55 Cr. App. R. 100 καλεί το Εφετείο να θεωρήσει ότι το Κακουργιοδικείο με το πιο πάνω σχόλιό του προσπάθησε να επέμβει στην ανεξαρτησία του δικηγόρου υπεράσπισης να προβάλει τις θέσεις του πελάτη του.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του κ. Σαουρή. Κατ' αρχάς το Κακουργιοδικείο καθόλου δεν κατακρίνει το συνήγορο του Εφεσείοντα, αλλά απλώς περιγραφικά αναφέρει ότι στην αγόρευσή του ο κ. Σαουρής «ουσιαστικά κατακρίνει την παραπονούμενη» για διάφορα θέματα, π.χ. ότι δεν έμεινε στην ανάδοχη οικογένεια και ότι ήταν η ίδια που «ήθελε εκείνο το βράδυ να βγει έξω με τον πατέρα της για να έρθουν σε ερωτικές περιπτύξεις εντός του αυτοκινήτου». Είναι σαφές ότι με τη συγκεκριμένη αναφορά το Κακουργιοδικείο δεν διατυπώνει οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη κριτική κατά του κ. Σαουρή, αλλά αντίθετα σημειώνει ότι η υπεράσπιση ήταν επικριτική της συμπεριφοράς της παραπονούμενης. Αν αφήνονται οποιαδήποτε επικριτικά υπονοούμενα, είναι για τις θέσεις της υπεράσπισης και όχι για την προβολή τους από το συνήγορο υπεράσπισης.
Πέραν των πιο πάνω, η υπόθεση R. v. Barnes, ανωτέρω, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Σαουρής, καμία σχέση δεν έχει με τα γεγονότα της παρούσας. Εκεί οι μομφές που διατυπώθηκαν για τον τρόπο που ο δικηγόρος υπεράσπισης υπερασπιζόταν τον πελάτη του, έγιναν μεσούσης της δίκης, ενώ στην παρούσα υπόθεση ακόμα και αν ήταν επικριτικό το Κακουργιοδικείο για τον κ. Σαουρή, που κατά την κρίση μας δεν ήταν, τα σχόλιά του αποτελούν μέρος της απόφασής του και καθόλου δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρέασαν την ανεξαρτησία του δικηγόρου να χειριστεί την υπόθεση, όπως έγινε και στην R. v. Barnes.
Έφεση κατά της ποινής
Με τον εναπομείναντα λόγο έφεσης ο οποίος διατυπώθηκε χωρίς αιτιολογία, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο «δεν έλαβε καθόλου υπόψιν και/ή δεν έλαβε δεόντως υπόψιν ως μετριαστικό παράγοντα την κατάσταση μέθης που ευρίσκετο ο Εφεσείων κατά τη διάπραξη του αδικήματος».
Η ποινή του Κακουργιοδικείου αποτελείται από 18 σελίδες. Με υποδειγματικό τρόπο και με αναφορά στη νομολογία καθοδηγεί τον εαυτό του επί όλων των νομικών σημείων και παραγόντων που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για επιβολή της ορθής ποινής.
Το παράπονο κατά την κρίση μας είναι αδικαιολόγητο. Μελετήσαμε την προφορική αγόρευση του κ. Σαουρή ενώπιον του Κακουργιοδικείου για μετριασμό της ποινής και παρατηρήσαμε ότι ο κ. Σαουρής το μόνο που ζήτησε να ληφθεί υπόψη είναι ότι ο Εφεσείων όταν κατανάλωνε αλκοόλ δεν το έκανε για να προβεί σε διάπραξη του αδικήματος και απλώς ζήτησε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ως μετριαστικός παράγοντας. Το Κακουργιοδικείο στη σελίδα 17 της ποινής έλαβε υπόψη τη συγκεκριμένη εισήγηση και δεν βλέπουμε έρεισμα στο παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε «καθόλου υπόψη» τον συγκεκριμένο μετριαστικό παράγοντα. Ως προς το κατά πόσο το Κακουργιοδικείο έλαβε «δεόντως υπόψη» το θέμα της μέθης, ο κ. Σαουρής απέφυγε να προβεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση, όπως για παράδειγμα ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Όπως είναι γνωστό τα ελαφρυντικά στοιχεία ενός κατηγορούμενου προσώπου συνεκτιμώνται με τα υπόλοιπα ελαφρυντικά στοιχεία και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίσταση δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον παράγοντα μέθη. Όπως υποδείξαμε, ούτε η ίδια η υπεράσπιση έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ' αυτόν τον παράγοντα. Εξάλλου η σοβαρότητα των αδικημάτων ήταν τέτοια που ήταν λίγα τα περιθώρια για περαιτέρω εξατομίκευση της ποινής. Θεωρούμε απόλυτα ορθό τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο εκτίμησε το στοιχείο της μέθης και εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει κανένα σφάλμα αρχής, ούτε βέβαια έγινε εισήγηση ότι η συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.