ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PAPADOPOULOS ν. STAVROU (1982) 1 CLR 321
Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 35
Στρατής Kώστας ν. Πεντέλης-Eταιρείας Mωσαϊκών Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1708
Ανδρέας Ηλία κ.α. ν. Δημήτρη Σταυρινίδη (2000) 1 ΑΑΔ 874
Γεωργιάδης Χρίστος ν. Κόκος Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 735
Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 289
Oμήρου Όμηρος Σάββα ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98
Xριστοδούλου Iωάννα ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 449
Aνθία Xριστάκης Aνδρέου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 558
Νικολάου Χρίστος Σ. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390
Hodfield Henry Harry ν. Διευθύντριας Tμήματος Tελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414
Παυλόπουλος Αθανάσιος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261
Ανδρονίκου Ιωάννης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486
Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Χρίστου Ορφανίδη και Άλλης (2015) 2 ΑΑΔ 721, ECLI:CY:AD:2015:B706
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:B200
(2016) 2 ΑΑΔ 322
15 Απριλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 296/2014)
VRONTIS BUILDERS LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
M & H STEEL CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 320/2014)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΡΟΝΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
M & H STEEL CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 296/2014, 320/2014)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επτά συνολικά επιταγών άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης σε ιδιωτική ποινική υπόθεση και απορριπτική κατάληξη λόγων έφεσης οι οποίοι στηρίχθηκαν σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Το γεγονός ότι η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής των επιταγών γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία, δεν σημαίνει ότι αυτά αποτελούν το μόνο τρόπο απόδειξης γιατί δεν τιμήθηκε μια επιταγή.
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Από τη στιγμή που δεν αμφισβητείτο ο λόγος για τον οποίο επεστράφησαν οι επιταγές επί των οποίων υπήρχε σφράγιση, δεν μπορούσε να ανατραπεί το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την απόδειξη του συστατικού στοιχείου της παρουσίασης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν.
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ένοχη διάνοια ― Ευθύνη Διευθυντή ή Συμβούλου εταιρείας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το στοιχείο της γνώσης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αντιφάσεις σε μαρτυρία ― Παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση ― Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί ― Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο.
Οι εφεσείοντες στην έφεση 296/2014 (εφεσείοντες 1) και ο εφεσείων στην έφεση 320/2014 (εφεσείων 2) αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού υπόθεση που αφορούσε την έκδοση επτά συνολικά επιταγών άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι εφεσείοντες 1 αντιμετώπισαν επτά κατηγορίες για την έκδοση των εν λόγω επιταγών, ενώ ο εφεσείων 2 κατηγορήθηκε για την έκδοσή τους υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής των εφεσειόντων 1, στη βάση ότι παρείχε συνδρομή σ' αυτούς κατά τη διάπραξη των εν λόγω ποινικών αδικημάτων.
Κρίθηκαν ένοχοι σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και επιβλήθηκε, στους μεν εφεσείοντες 1, χρηματική ποινή €3.000 στην κάθε κατηγορία, ενώ στον εφεσείοντα 2 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ύψους 12 μηνών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στο εύρημα ότι οι παραπονούμενοι εκτέλεσαν εργασίες μεταλλικών κατασκευών εν σχέση με συγκεκριμένα έργα που ανέλαβε η κατηγορούμενη 1. Η κατηγορούμενη 1 ως αντάλλαγμα για τις εν λόγω εργασίες εξέδωσε προς τους παραπονούμενους τις επίδικες επιταγές τεκμ. 2, 5, 7, 9, 12, 15 και 18, τις οποίες υπέγραψε ο κατηγορούμενος 2. Οι επιταγές εκδόθηκαν τις ημερομηνίες που αυτές φέρουν σαν ημερομηνίες πληρωμής. Οι επιταγές κατατέθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, πλην της επιταγής τεκμήριο 7 που κατατέθηκε στην Marfin Popular Bank, και παρουσιάστηκαν ηλεκτρονικά στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν δηλαδή στην Εθνική Τράπεζα και επιστράφηκαν όλες λόγω ανεπαρκών υπολοίπων αλλά περαιτέρω πλην της επιταγής τεκμήριο 7 και επειδή ο λογαριασμός της κατηγορούμενης 1 μπήκε στο ΚΑΠ και παγοποιήθηκε. Οι επιταγές μετά την παρουσίαση τους στην τράπεζα για πληρωμή δεν πληρώθηκαν εντός 15 ημερών και παραμένουν απλήρωτες μέχρι και σήμερα. Οι ημερομηνίες κατάθεσης και επιστροφής των επιταγών έχουν ως οι μάρτυρες κατηγορίας, 1, 5, 10 και 11 είχαν αναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(1), του Κεφ. 154, και ανέλυσε τη μαρτυρία επί της οποίας εδράζοντο, κατέληξε στην καταδικαστική απόφαση, τόσο εναντίον των εφεσειόντων 1 όσο και εναντίον του εφεσείοντα 2.
Με ταυτόσημους λόγους έφεσης και οι δύο εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι εφέσεις στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Πρώτος λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του ΜΚ1, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα που πηγάζουν από την εν λόγω μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Διευθυντής των εφεσιβλήτων, ΜΚ1, αποτέλεσε τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων επιταγών.
2. Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο έχει ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
3. Περαιτέρω, αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο.
4. O λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.Ο ΜΚ1 παρουσίασε κάποια σύγχυση κυρίως ως προς τη σειρά που του δόθηκαν οι επιταγές, όπως άλλωστε αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όμως δεν υπήρχαν αντιφάσεις ως προς τα κύρια στοιχεία της μαρτυρίας του.
5. Η θέση του ΜΚ1 παρέμεινε σταθερή ότι οι επιταγές του δόθηκαν κατά τις ημερομηνίες που αναγράφονταν σ' αυτές. Το γεγονός ότι δόθηκε λανθασμένη σειρά ως προς την ημερομηνία παραλαβής τους δεν αλλοιώνει τον πυρήνα των θέσεων του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός. Η ημερομηνία που ο λογαριασμός εντάχθηκε στο ΚΑΠ επίσης δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας έχοντας υπόψη ότι η γνώση του ΜΚ1 ως προς αυτή την ημερομηνία προήλθε από το τι του ανέφερε ο εφεσείων 2.
6. Ως προς τα τιμολόγια που εξέδωσε η παραπονούμενη εταιρεία, ο ΜΚ1 δικαιολόγησε το ότι είχαν συνεχόμενους αριθμούς γιατί για κάθε πελάτη είχαν διαφορετικό μπλόκ τιμολογίων.
7. Ως προς τις συμφωνίες στη βάση των οποίων εκτελέστηκαν οι εργασίες έναντι των ποσών των επιταγών η μαρτυρία του ΜΚ1 δεν μπορούσε να κριθεί αντιφατική. Άλλωστε ο μάρτυρας επανέλαβε σε αρκετές περιπτώσεις τις θέσεις του ως προς το θέμα αυτό, ότι δηλαδή αρχικά η συμφωνία του ήταν με την Vrontis Intelibuild, ενώ στη συνέχεια, μετά που ο Μιχάλης Βρόντης τον ενημέρωσε ότι η εταιρεία και ο ίδιος είχαν πτωχεύσει, ανέλαβε η εφεσείουσα εταιρεία η οποία ανέλαβε και τις πληρωμές.
8. Από την προσαχθείσα μαρτυρία στη βάση των εισηγήσεων των εφεσειόντων δεν διαπιστωνόταν σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1. Δεν υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του, τέτοιες που να δικαιολογούσα την παρέμβασή του Εφετείου.
9. Ο πυρήνας της μαρτυρίας του δεν πλήγηκε κατά την αντεξέταση, ούτε υπήρξε διαφορετική μαρτυρία από τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας.
10. Δεν υπήρξε ούτε οποιαδήποτε διιστάμενη εκδοχή από τους εφεσείοντες, αφού η υπεράσπιση περιορίστηκε στην αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς να προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους τους, κάτι το οποίο, βέβαια, ήταν δικαίωμά τους.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της παρουσίασης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν, επειδή η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο, δηλαδή αυτή των ΜΚ11 και ΜΚ5 ήταν αντιφατική ως προς το θέμα αυτό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία τόσο της ΜΚ11 όσο και των ΜΚ5 και ΜΚ10 έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το Δικαστήριο και δεν είχε καταδειχθεί ουσιώδης λόγος επέμβασης στην αξιολόγηση.
2. Οι επιταγές, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ11, παρουσιάστηκαν ηλεκτρονικά στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν και επιστράφηκαν για τους λόγους που εμφαίνονται σε αυτές με τις σχετικές σφραγίδες, κάτι που συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 305Α(4)(α) και (8) του Κεφ. 154.
3. Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίστηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τους λόγους για τους οποίους επιστράφηκαν οι επιταγές, όπως αυτοί εμφαίνονται στις σφραγίδες επί των επιταγών, με αποτέλεσμα να μην έχει ανατραπεί το τεκμήριο του Άρθρου 305Α(4)(γ) του Κεφ. 154.
4. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής των επιταγών γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία, δεν σημαίνει ότι αυτά αποτελούν το μόνο τρόπο απόδειξης γιατί δεν τιμήθηκε η επιταγή.
5. Τα γεγονότα αυτά μπορούν να αποδειχθούν και με οποιανδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Στην προκείμενη δε περίπτωση, από τη στιγμή που δεν αμφισβητείτο ο λόγος για τον οποίο επεστράφησαν οι επιταγές επί των οποίων υπάρχει σφράγιση, δεν μπορούσε να ανατραπεί το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την απόδειξη του συστατικού στοιχείου της παρουσίασης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν.
Τρίτος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένα τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ύπαρξη ένοχης διάνοιας (mens rea) από τον εφεσείοντα 2 ως προς την παροχή βοήθειας για την έκδοση των επίδικων επιταγών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Και αυτός ο λόγος έφεσης εδραζόταν στην αξιολόγηση του ΜΚ1 και ετύγχαναν εφαρμογή τα όσα αναφέρθηκαν στον πρώτο λόγο έφεσης ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα της ύπαρξης ένοχης διάνοιας του εφεσείοντα 2, στη βάση όχι μόνο της μαρτυρίας του ΜΚ1 ότι κατά την έκδοση των επιταγών ο εφεσείων 2 του ανέφερε ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και σε αριθμό άλλων στοιχείων και περιστατικών, όπως λεπτομερώς καταγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του.
3. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την ένοχη διάνοια του εφεσείοντα 2 στηρίχθηκε σε αριθμό στοιχείων και περιστατικών που, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, οδηγούν σε αυτή την κατάληξη.
Πέμπτος λόγος έφεσης:
Η μαρτυρία της ΜΚ11 ήταν αναξιόπιστη, αφού σε ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας της υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και/ή παραλείψεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της ΜΚ11, έλαβε υπόψη ότι η μάρτυρας σε κάποιες ερωτήσεις δεν μπορούσε να απαντήσει, όμως δεν διαπίστωσε προσπάθεια υπεκφυγής των ερωτήσεων ή προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια.
2. Θεώρησε δε το γεγονός ότι δεν απάντησε σε ερωτήσεις για πράγματα που δεν γνώριζε ότι προσέδιδε ειλικρίνεια και αξιοπιστία στη μαρτυρία της και όχι το αντίθετο.
3. Από τα πρακτικά, δεν διαπιστωνόταν σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εν λόγω μάρτυς ήταν η υπεύθυνη του λογαριασμού της εφεσείουσας εταιρείας και προσήλθε στο Δικαστήριο για να δώσει τα στοιχεία που γνώριζε, χωρίς να έχει αποκαλυφθεί οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση.
4. Θα έπρεπε να επαναληφθεί αυτό που παρατηρήθηκε και σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή, δεν αμφισβητείται ο λόγος που επιστράφηκαν οι επιταγές και ο οποίος συνάδει με τις σφραγίδες επί των επιταγών.
Έκτος λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τις θέσεις της υπεράσπισης σε σχέση με την καταχώρηση του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 στο ΚΑΠ και τη μη γνωστοποίηση των εν λόγω επιταγών στην Κεντρική Τράπεζα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η Εθνική Τράπεζα είχε διαβιβάσει στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και τη Διαχειριστική Επιτροπή τα απαιτούμενα στοιχεία μόνο σε συνάρτηση με μίαν επιταγή και παρέλειψε να το πράξει για τις υπόλοιπες έξι.
2. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αυτή η παράλειψη της Εθνικής Τράπεζας τους οδήγησε σε δυσμενή θέση αφού, σε περίπτωση που γίνονταν οι γνωστοποιήσεις, ενδέχεται να είχαν τιμηθεί, αφού είχαν γίνει εμβάσματα αξίας €183.231,00, μετά τις 18.4.2011 που καταχωρήθηκε ο λογαριασμός στο ΚΑΠ.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997-2000 και τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985-2001, η Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε κοινές οδηγίες προς όλες τις εμπορικές τράπεζες και τις συνεργατικές εταιρείες να καταχωρούν στο προβλεπόμενο από τις Οδηγίες Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) τα ονόματα των φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία είχαν εκδώσει επιταγές, οι οποίες παρέμειναν απλήρωτες για 15 μέρες μετά την παρουσίασή τους για πληρωμή.
2. Είναι γεγονός, όπως άλλωστε διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα των επίδικων επιταγών, πλην μίας επιταγής, Τεκμήριο 5, λόγω παράλειψης της τράπεζας.
3. Το στοιχείο, όμως, αυτό δεν επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υπόθεση, καθότι αποτελούσε διοικητικό θέμα μεταξύ των δύο τραπεζών, αλλά και έχοντας υπόψη ότι η επιστροφή των επιταγών έγινε και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό, κάτι που δεν επηρεαζόταν από την παράλειψη γνωστοποίησης των επιταγών στο ΚΑΠ.
Οι εφέσεις απορρίφθησαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Kαννάουρος κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Γεωργιάδης ν. Κόκος Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 735,
Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,
Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,
Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,
Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874,
Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261,
Σάββα Θεοχάρους & Υιοί Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706,
Υoussef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,
Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486.
Εφέσεις κατά Καταδίκης.
Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαθανασίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10165/2011), ημερομηνίας 8/10/2014.
Γ. Διογένους με Μ. Προδρόμου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Ε. Ιωάννου-Χαραλάμπους (κα) με Ν. Χαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες στην έφεση 296/2014 (στο εξής «εφεσείοντες 1») και ο εφεσείων στην έφεση 320/2014 (στο εξής «εφεσείων 2») αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού υπόθεση που αφορούσε την έκδοση επτά συνολικά επιταγών άνευ αντικρύσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι εφεσείοντες 1 αντιμετώπισαν επτά κατηγορίες για την έκδοση των εν λόγω επιταγών, ενώ ο εφεσείων 2 κατηγορήθηκε για την έκδοσή τους υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής των εφεσειόντων 1, στη βάση ότι παρείχε συνδρομή σ' αυτούς κατά τη διάπραξη των εν λόγω ποινικών αδικημάτων. Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και επιβλήθηκε, στους μεν εφεσείοντες 1, χρηματική ποινή €3.000 στην κάθε κατηγορία, ενώ στον εφεσείοντα 2 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ύψους 12 μηνών.
Με ταυτόσημους λόγους έφεσης και οι δύο εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αρχικά η έφεση αφορούσε και την επιβληθείσα ποινή, όμως, αυτός ο λόγος έφεσης αποσύρθηκε και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν εκ μέρους της παραπονούμενης εταιρείας έντεκα συνολικά μάρτυρες κατηγορίας, ενώ από πλευράς εφεσειόντων, μέσω του εφεσείοντα 2, οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε ανώμοτη δήλωση, όπως άλλωστε είχαν δικαίωμα, χωρίς να κληθούν οποιοιδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Οι παραπονούμενοι εκτέλεσαν εργασίες μεταλλικών κατασκευών εν σχέση με συγκεκριμένα έργα που ανέλαβε η κατηγορούμενη 1. Η κατηγορούμενη 1 ως αντάλλαγμα για τις εν λόγω εργασίες εξέδωσε προς τους παραπονούμενους τις επίδικες επιταγές τεκμ. 2, 5, 7, 9, 12, 15 και 18, τις οποίες υπέγραψε ο κατηγορούμενος 2. Οι επιταγές εκδόθηκαν τις ημερομηνίες που αυτές φέρουν σαν ημερομηνίες πληρωμής. Οι επιταγές κατατέθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, πλην της επιταγής τεκμήριο 7 που κατατέθηκε στην Marfin Popular Bank, και παρουσιάστηκαν ηλεκτρονικά στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν δηλαδή στην Εθνική Τράπεζα και επιστράφηκαν όλες λόγω ανεπαρκών υπολοίπων αλλά περαιτέρω πλην της επιταγής τεκμήριο 7 και επειδή ο λογαριασμός της κατηγορούμενης 1 μπήκε στο ΚΑΠ και παγοποιήθηκε. Οι επιταγές μετά την παρουσίαση τους στην τράπεζα για πληρωμή δεν πληρώθηκαν εντός 15 ημερών και παραμένουν απλήρωτες μέχρι και σήμερα. Οι ημερομηνίες κατάθεσης και επιστροφής των επιταγών έχουν ως οι μάρτυρες κατηγορίας, 1, 5, 10 και 11 έχουν αναφέρει.»
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(1), του Κεφ. 154, και ανέλυσε τη μαρτυρία επί της οποίας εδράζοντο, κατέληξε στην καταδικαστική απόφαση, τόσο εναντίον των εφεσειόντων 1 όσο και εναντίον του εφεσείοντα 2.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του ΜΚ1, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα που πηγάζουν από την εν λόγω μαρτυρία.
Ο Ερμής Σιάχουρος, Διευθυντής των εφεσιβλήτων, ΜΚ1, αποτέλεσε τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων επιταγών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, την οποία έκανε αποδεκτή, αναφέρει τα εξής:
«- Εξ αρχής αναφέρω ότι είναι γεγονός ότι η μαρτυρία του μάρτυρα σε ότι αφορά την ημερομηνία έκδοσης των επιταγών παρουσιάζει κάποια σύγχυση. Ανέφερε για παράδειγμα για την επιταγή τεκμήριο 2 ημερ.30-04-11 ότι αυτή ελήφθη 1η στη σειρά, ενώ αυτή με βάση την θέση του ότι οι επιταγές λήφθηκαν τις ημερομηνίες πληρωμής τους χρονικά θα έπρεπε να είχε παραληφθεί 6η στη σειρά, μετά δηλαδή από τις επιταγές τεκμήρια 5, 7, 9, 12 και 15 που χρονολογικά προηγούνται και πριν την επιταγή τεκμήριο 18 που χρονολογικά ακολουθεί. Επιπλέον σε σχέση με την επιταγή τεκμήριο 7 ημερ.27-03-11 ανέφερε ότι την ημέρα της επιταγής αυτής οι άλλες 6 επιταγές ήταν απλήρωτες. Η επιταγή αυτή ανέφερε ήταν η τελευταία που παρέλαβε και είδε τις άλλες 6 επιταγές και ήταν ακάλυπτες. Μέχρι τις 27-03-11 είχε παραλάβει όλες τις επιταγές και ήρθαν πίσω ακάλυπτες. Τα πράγματα όμως δεν μπορεί να είναι έτσι αφού η επιταγή τεκμήριο 7 χρονικά θα έπρεπε να ληφθεί 2η στη σειρά μετά την επιταγή τεκμήριο 5 ημερ.23-03-11 και πριν από τις υπόλοιπες πέντε επιταγές που ακολουθούν χρονικά. Τέλος για την επιταγή τεκμήριο 5 δεν ήταν σε θέση να πει πότε παραλήφθηκε λέγοντας ότι δεν θυμάται αλλά και ότι δεν θεωρεί ότι έχει σημασία αν είναι πρώτη ή τελευταία.
- Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αναφέρεται εδώ ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει με μεγάλη προσοχή τον μάρτυρα ενώ κατέθετε και σε καμία περίπτωση δεν διαπίστωσε ότι πρόκειται για μάρτυρα που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να πει ψέματα. Αντίθετα το Δικαστήριο διέκρινε μέσα από την μαρτυρία του και τις απαντήσεις του έναν ειλικρινή άνθρωπο, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, ο οποίος κατέθεσε ότι γνώριζε και θυμόταν για την υπόθεση αυτή. Δεν έχω καμία αμφιβολία συνεπώς ότι οι αναφορές του πιο πάνω οφείλονταν σε σύγχυση και μόνον. Όταν ο μάρτυρας κατέθετε ότι η επιταγή τεκμήριο 2 που του υποδείχθηκε σημειωτέον 1η κατά την κυρίως εξέταση του, ελήφθη 1η στη σειρά αλλά είναι εμφανές ότι χρονικά είναι 6η στη σειρά, ή όταν κατέθετε ότι η επιταγή τεκμήριο 7 ημερ. 27-03-11 ήταν η τελευταία στη σειρά και μέχρι τις 27-03-11 είχε δει τις υπόλοιπες επιταγές και ήταν απλήρωτες/ακάλυπτες ενώ στην πραγματικότητα όλες οι επιταγές πλην του τεκμηρίου 5 δεν θα μπορούσαν να ήταν ακάλυπτες και απλήρωτες μέχρι τις 27-03-11 επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η ημερομηνία πληρωμής τους και δεν είχαν καν κατατεθεί για πληρωμή, δεν μπορεί η μαρτυρία αυτή παρά να πηγάζει από σύγχυση και όχι από οτιδήποτε άλλο.
- Έχοντας συνεπώς υπόψη τα πιο πάνω, το γεγονός ότι κατά την μαρτυρία του συνέδεσε την έκδοση των επιταγών με την έκδοση των τιμολογίων που έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο (τεκμ. 3, 8, 11, 14, 17, 19) και που φέρουν ίδιες ημερομηνίες με αυτές των επιταγών, αλλά και έχοντας υπόψη ότι δεν έχει υποβληθεί ποτέ συγκεκριμένη θέση από την υπεράσπιση σε ότι αφορά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία στον μάρτυρα να απαντήσει και να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε αξιολόγηση ανάλογα, αναφέρεται ότι η μαρτυρία του μάρτυρα συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του ότι οι επιταγές εκδόθηκαν κατά τις ημερομηνίες που φέρουν θα γίνει αποδεκτή.
- Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι δεν έχει σε καμία περίπτωση διαφύγει του Δικαστηρίου το γεγονός ότι ο μάρτυρας ανέφερε σε δύο περιπτώσεις κατά την αντεξέταση του ότι λόγω προβλήματος υγείας και λήψης φαρμάκων δεν θυμάται όλα τα πράγματα / πολλά πράγματα. Όμως αυτό κρίνει το Δικαστήριο από μόνο του δεν σημαίνει οτιδήποτε. Έχοντας εν πάση περιπτώσει εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας του μάρτυρα το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο μάρτυρας δεν θυμόταν πράγματα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία του. Αντίθετα, παρατηρώ ότι στην πορεία της μαρτυρίας του απάντησε εις τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και έχει δώσει άμεσες και πειστικές απαντήσεις επί των θεμάτων για τα οποία ερωτήθηκε, ενώ περαιτέρω θα έλεγα έχει δώσει τέτοιες λεπτομέρειες σε σχέση με συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα τις ημέρες που έλαβε συγκεκριμένες επιταγές, τον τόπο που τις έλαβε και κάτω από ποιες συνθήκες (ανέφερε για παράδειγμα ότι την επιταγή τεκμήριο 2 την έλαβε ημέρα Σάββατο και εξήγησε το λόγο, την επιταγή τεκμήριο 5 έλαβε στα γραφεία των κατηγορουμένων ενώ η επιταγή τεκμ.7 τους δόθηκε Κυριακή στο Νηπιαγωγείο όπου εργάζονταν), καθώς επίσης και για τα παρόντα πρόσωπα αλλά και άλλες λεπτομέρειες για άλλα θέματα που θεωρώ ότι η μαρτυρία του έχει όλα τα εχέγγυα για να κριθεί αξιόπιστη και την ίδια στιγμή αποδεκτή.»
Ο συνήγορος των εφεσειόντων αναλώνει 21 περίπου σελίδες της αγόρευσης του στην ανάλυση του πρώτου λόγου έφεσης, όπου με πολλή λεπτομέρεια παραθέτει τόσο τις αντιφάσεις που κατ' ισχυρισμό παρατηρούνται στη μαρτυρία του ΜΚ1 όσο και στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα σε σχέση με τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας.
Παραθέτουμε παραδείγματα των κατ' ισχυρισμό αντιφάσεων. Κατά την κυρίως εξέταση του ΜΚ1, αυτός ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες επιταγές υπογράφηκαν και εκδόθηκαν από τον εφεσείοντα 2 στην παρουσία του ΜΚ1, κατά την ημέρα που αυτές ήταν πληρωτέες, ενώ κατά την αντεξέτασή του, πέραν του ότι αναφέρθηκε σε λανθασμένη σειρά ως προς την ημερομηνία παραλαβής της κάθε επιταγής, είπε ότι είχε στην κατοχή του όλες τις επίδικες επιταγές σε ημερομηνία προγενέστερη από την ημερομηνία που αυτές ήταν πληρωτέες. Αποτέλεσε θέση του ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση ότι εξέδωσε τιμολόγια τα οποία φέρουν τις ίδιες ημερομηνίες με τις ημερομηνίες έκδοσης των επίδικων επιταγών τα οποία κατάθεσε ως τεκμήρια. Τα εν λόγω τιμολόγια δεν φέρουν υπογραφή παραλαβής από τον εφεσίβλητο 2 και επιπλέον έχουν αριθμητική αλληλουχία, γεγονός που δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, όπως δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε οι αντιφατικές απαντήσεις που έδωσε ο ΜΚ1 κατά την αντεξέταση. Περαιτέρω ο ΜΚ1 ανέφερε ότι ο εφεσείων 2 όταν του έδιδε τις επιταγές γνώριζε ότι ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 ήταν παγοποιημένος ή κλειστός ή και στο ΚΑΠ, ενώ, με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή, ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 είχε καταχωρηθεί στο ΚΑΠ στις 18.4.2011, ημερομηνία μεταγενέστερη από την έκδοση των πέντε από τις επτά επιταγές.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο ΜΚ1 κατά το στάδιο της αντεξέτασης ανέφερε ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν χρήματα στο λογαριασμό της εφεσείουσας 1 αφού οι επιταγές επιστρέφονταν πίσω, ενώ είπε κατά την κυρίως εξέταση ότι ο εφεσείων 2 του ανέφερε κατά το στάδιο που του έδιδε τις επιταγές ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων περαιτέρω υπέδειξε ότι στην κυρίως εξέταση ο ΜΚ1 ανέφερε ότι συμφώνησε με την εφεσείουσα 1 δια μέσω του εφεσείοντα 2 για την υλοποίηση των εργασιών στο νηπιαγωγείο Πολεμιδιών και στην Τεχνική Σχολή, ενώ κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι αρχικά συμφώνησε με την Vrontis Intelibuild Ltd μέσω του Μιχάλη Βρόντη, και προς τούτο κατατέθηκαν κατά την αντεξέταση οι συμφωνίες που υπεγράφησαν ως Τεκμήρια 25 και 26. Οι συμφωνίες φέρουν ημερομηνία Φεβρουάριο του 2011 ενώ, με βάση τη μαρτυρία, οι εργασίες συμπληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2010. Όπως ανέφερε ο ΜΚ1 κατά την αντεξέταση του «Έκαμα συμφωνία με τον Μιχάλη στην Intelibuild. Μετά που λίγον καιρόν μου είπε ότι η εταιρεία εν παττισμένη και θα με πληρώνει ο Αντρέας ο Βρόντης διότι τα έργα θα εκτελούνταν από την εταιρεία του Ανδρέα του Βρόντη, και της κατηγορούμενης 1 εταιρείας ...». Επίσης, κατά την κυρίως εξέταση, ανέφερε ότι είχε υλοποιήσει όλες τις εργασίες που του είχαν ανατεθεί σχετικά με τα επίδικα έργα, ενώ στην αντεξέταση ανέφερε ότι συμπλήρωσε τις εργασίες μέχρις ενός σημείου και ακολούθως τις τερμάτισε λόγω των ακάλυπτων επιταγών.
Είναι γνωστή η αρχή ότι το εφετείο έχει ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (Βλ. μεταξύ άλλων Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Kαννάουρος κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Γεωργιάδης ν. Κόκος Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 735). Περαιτέρω, αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο (βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874).
O λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο ΜΚ1 παρουσίασε κάποια σύγχυση κυρίως ως προς τη σειρά που του δόθηκαν οι επιταγές, όπως άλλωστε αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όμως δεν υπάρχουν αντιφάσεις ως προς τα κύρια στοιχεία της μαρτυρίας του. Η θέση του ΜΚ1 παρέμεινε σταθερή ότι οι επιταγές του δόθηκαν κατά τις ημερομηνίες που αναγράφονται σ' αυτές. Το γεγονός ότι δόθηκε λανθασμένη σειρά ως προς την ημερομηνία παραλαβής τους δεν αλλοιώνει τον πυρήνα των θέσεων του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός. Η ημερομηνία που ο λογαριασμός εντάχθηκε στο ΚΑΠ επίσης δεν κρίνουμε ότι είναι ουσιαστικής σημασίας έχοντας υπόψη ότι η γνώση του ΜΚ1 ως προς αυτή την ημερομηνία προήλθε από το τι του ανέφερε ο εφεσείων 2. Ως προς τα τιμολόγια που εξέδωσε η παραπονούμενη εταιρεία, ο ΜΚ1 δικαιολόγησε το ότι είχαν συνεχόμενους αριθμούς γιατί για κάθε πελάτη είχαν διαφορετικό μπλόκ τιμολογίων. Ως προς τις συμφωνίες στη βάση των οποίων εκτελέστηκαν οι εργασίες έναντι των ποσών των επιταγών θεωρούμε ότι η μαρτυρία του ΜΚ1 δεν μπορεί να κριθεί αντιφατική. Άλλωστε ο μάρτυρας επανέλαβε σε αρκετές περιπτώσεις τις θέσεις του ως προς το θέμα αυτό, ότι δηλαδή αρχικά η συμφωνία του ήταν με την Vrontis Intelibuild, ενώ στη συνέχεια, μετά που ο Μιχάλης Βρόντης τον ενημέρωσε ότι η εταιρεία και ο ίδιος είχαν πτωχεύσει, ανέλαβε η εφεσείουσα εταιρεία η οποία ανέλαβε και τις πληρωμές. Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, να ενδιατρίψουμε περισσότερο σε λεπτομέρειες. Έχοντας εξετάσει την προσαχθείσα μαρτυρία στη βάση των εισηγήσεων των εφεσειόντων δεν διαπιστώσαμε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1. Δεν υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του, τέτοιες που να δικαιολογούν την παρέμβασή μας. Ο πυρήνας της μαρτυρίας του δεν πλήγηκε κατά την αντεξέταση, ούτε θεωρούμε ότι υπήρξε διαφορετική μαρτυρία από τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας. Δεν υπήρξε βεβαίως οποιαδήποτε διιστάμενη εκδοχή από τους εφεσείοντες, αφού η υπεράσπιση περιορίστηκε στην αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς να προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους τους, κάτι το οποίο, βέβαια, είναι δικαίωμά τους.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν έχει αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της παρουσίασης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν, επειδή η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο, δηλαδή αυτή των ΜΚ11 και ΜΚ5 ήταν αντιφατική ως προς το θέμα αυτό. Ειδικότερα αναφέρουν ότι η υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, ΜΚ11, είπε ότι οι επίδικες επιταγές παρουσιάστηκαν στην Εθνική Τράπεζα αλλά οι σφραγίδες που έφεραν με ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη» και «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε», τοποθετήθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα. Όμως, η ΜΚ5, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου, είπε ότι οι σφραγίδες τοποθετήθηκαν από τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας. Ούτε η ΜΚ5, ούτε η ΜΚ10 δεν έχουν αναφέρει ότι οι εν λόγω σφραγίδες έχουν τοποθετηθεί από αυτούς, κατόπιν ηλεκτρονικής ενημέρωσης που έτυχαν από την Εθνική Τράπεζα.
Η μαρτυρία τόσο της ΜΚ11 όσο και των ΜΚ5 και ΜΚ10 έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το Δικαστήριο και δεν κρίνουμε ότι έχει καταδειχθεί ουσιώδης λόγος για να επέμβουμε στην αξιολόγηση. Οι επιταγές, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ11, παρουσιάστηκαν ηλεκτρονικά στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν και επιστράφηκαν για τους λόγους που εμφαίνονται σε αυτές με τις σχετικές σφραγίδες, κάτι που συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 305Α(4)(α) και (8) του Κεφ. 154. Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίστηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τους λόγους για τους οποίους επιστράφηκαν οι επιταγές, όπως αυτοί εμφαίνονται στις σφραγίδες επί των επιταγών, με αποτέλεσμα να μην έχει ανατραπεί το τεκμήριο του Άρθρου 305Α(4)(γ) του Κεφ. 154. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής των επιταγών γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία, δεν σημαίνει ότι αυτά αποτελούν το μόνο τρόπο απόδειξης γιατί δεν τιμήθηκε η επιταγή. Τα γεγονότα αυτά μπορούν να αποδειχθούν και με οποιανδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Στην προκείμενη δε περίπτωση, από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται ο λόγος για τον οποίο επεστράφησαν οι επιταγές επί των οποίων υπάρχει σφράγιση, δεν μπορεί να ανατραπεί το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την απόδειξη του συστατικού στοιχείου της παρουσίασης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητούνται τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ύπαρξη ένοχης διάνοιας (mens rea) από τον εφεσείοντα 2 ως προς την παροχή βοήθειας για την έκδοση των επίδικων επιταγών.
Στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, αναφέρθηκε ότι γενικά ένας διευθυντής ή σύμβουλος εταιρείας θεωρείται ως αντιπρόσωπός της και το γεγονός ότι υπογράφει μία επιταγή υπό αυτή του την ιδιότητα, ο ίδιος δεν έχει αστική ευθύνη. Τούτο, όμως, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης ποινικής ευθύνης ως συνεργός σε αδίκημα. Έτσι, στις κατάλληλες περιπτώσεις, και όπου αποδεικνύεται υποκειμενική υπόσταση (mens rea) τότε μπορεί να κριθεί ένοχος.
Όπως παρατηρήθηκε στην πρόσφατη απόφαση Σάββα Θεοχάρους & Υιοί Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706, το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στη νοητική λειτουργία των κατηγορουμένων και η κατηγορούσα αρχή μπορεί να αποδείξει, με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τη γνώση (βλ. επίσης Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289 και Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).
Και αυτός ο λόγος έφεσης εδράζεται στην αξιολόγηση του ΜΚ1. Υιοθετούμε τα όσα αναφέραμε στον πρώτο λόγο έφεσης ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1.
Θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα της ύπαρξης ένοχης διάνοιας του εφεσείοντα 2, στη βάση όχι μόνο της μαρτυρίας του ΜΚ1 ότι κατά την έκδοση των επιταγών ο εφεσείων 2 του ανέφερε ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και σε αριθμό άλλων στοιχείων και περιστατικών, όπως λεπτομερώς καταγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«(α) Ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο μοναδικός διευθυντής της κατηγορούμενης 1, το μοναδικό πρόσωπο που μπορούσε να διαχειριστεί τον επίδικο λογαριασμό και τα χρήματα του λογαριασμού και το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές.
(β) Εξηγήθηκε κατά το άνοιγμα του λογαριασμού στον κατηγορούμενο 2 όπως ανέφερε η ΜΚ11 ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός είναι χωρίς όριο και ότι έχει βιβλιάριο επιταγών και οι επιταγές πληρώνονται μόνο εάν υπάρχει διαθέσιμο πιστωτικό υπόλοιπο.
(γ) Είναι ξεκάθαρο μέσα από την μαρτυρία που αποδέκτηκε το Δικαστήριο ότι ετηρείτο συνεχώς ενήμερος για ότι αφορούσε τον επίδικο λογαριασμό και το υπόλοιπο του.
(δ) Σε όλη την περίοδο που αφορά η κατάσταση λογαριασμού που έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δηλ. από 01-01-11 μέχρι 31-12-11 είναι προφανές ότι εκδόθηκαν δεκάδες επιταγές, πολλές εκ των οποίων επιστράφηκαν και γενικά έγιναν δεκάδες συναλλαγές, με μοναδικό εξουσιοδοτημένο πρόσωπο γι' αυτές τον κατηγορούμενο 2. Ο κατηγορούμενος 2 συνεπώς και με δεδομένη την συνεχή ενημέρωση που είχε για την κατάσταση του λογαριασμού, γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε στο λογαριασμό τόσο για την περίοδο μέχρι την έκδοση της κάθε επιταγής όσο και μεταγενέστερα και γνώριζε ότι διάφορες επιταγές επιστρέφονταν απλήρωτες. Από την 1η Ιανουαρίου του 2011 ας σημειωθεί μέχρι τις 23-03-11 που ήταν πληρωτέα η 1η επιταγή τεκμ.5, δηλαδή πριν την έκδοση ακόμη της 1ης επιταγής, με βάση την κατάσταση τεκμ.47 ο λογαριασμός ήταν σχεδόν πάντοτε χρεωστικός. Όπως γνώριζε επίσης σημειώνεται για τις υποχρεώσεις της εταιρείας και τις μεταφορές ποσών από τον λογαριασμό της εταιρείας αφού ο ίδιος είχε υπογράψει ανέκκλητες οδηγίες προς την τράπεζα για τούτο (τεκμ.55Α-Β).
(ε) Προκύπτει επίσης μέσα από την μαρτυρία του ΜΚ1 ότι κατά την έκδοση των επιταγών ο κατηγορούμενος 2 με βάση τα λεγόμενα του γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια και έλεγε απλά ότι θα διευθετούσε το θέμα πληρωμής.
(στ) Με την έκδοση των επιταγών, και έχοντας υπόψη αφενός την εικόνα που παρουσίαζε ο λογαριασμός με τα χρεωστικά υπόλοιπα, την έκδοση δεκάδων επιταγών και τις συνεχείς επιστροφές επιταγών αφού είναι προφανές δεν φρόντιζε να υπάρχουν πάντα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό, και περαιτέρω τη γνώση του ότι δεν υπήρχαν χρήματα για να καλύπτονται όλες οι επιταγές που εξέδιδε ως μοναδικό εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για το σκοπό αυτό, συνεπάγεται ότι γνώριζε, αντιλήφθηκε και αποδέκτηκε ότι η κατάθεση των συγκεκριμένων επιταγών για πληρωμή θα σήμαινε την επιστροφή τους. Γνώριζε, αντιλήφθηκε και αποδέκτηκε θα πρόσθετα ότι η λογικά αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων με βάση τα δεδομένα που ο ίδιος γνώριζε και είχε ενώπιον του ήταν ότι οι επιταγές θα επιστρέφονταν, όπως ακριβώς έγινε και με άλλες επιταγές πριν από τις επίδικες.
(ζ) Όμως εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και το εξής. Αν ο κατηγορούμενος 2 παρά τα ανωτέρω δεδομένα υπόγραφε επιταγές «κλείνοντας τα μάτια» του στο φανερό ότι δηλαδή τα υπόλοιπα στο λογαριασμό δεν επαρκούν για να καλυφθούν, θα πρέπει να αναφερθεί ότι και η εθελοτυφλία καταδεικνύει γνώση και είναι ποινικά κολάσιμη. Στην υπόθεση Henry Hudfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414 στη σελίδα 428 παραπέμπει στο απόσπασμα από το Criminal Law Review, 1989, σελίδα 212, το οποίο αναφέρει, υπό μορφή σχολίου, τι αποτελεί εθελοτυφλία η οποία συνιστά γνώση:
"A requirement of knowledge is sometimes held to be satisfied by proof of a "willful blindness" as where "the defendant had deliberately shut his eyes to the obvious or refrained from inquiring because he suspected the truth but did not want to have his suspicion confirmed". Westminster City Council v. Croyalgrange [1986] 2 All E.R. 353 at p.359 (H.L.)"
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Μερικές φορές θεωρείται ότι υπάρχει το στοιχείο της γνώσης με την απόδειξη εθελοτυφλίας όπου π.χ. ο κατηγορούμενος εσκεμμένα έκλεισε τα μάτια του στο φανερό (αγνόησε το φανερό) ή δεν προέβη σε διερεύνηση καθότι υποψιάστηκε την αλήθεια αλλά δεν επιθυμούσε να επιβεβαιωθούν οι υποψίες του.»»
Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την ένοχη διάνοια του εφεσείοντα 2 στηρίχθηκε σε αριθμό στοιχείων και περιστατικών που, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, οδηγούν σε αυτή την κατάληξη. Συνακόλουθα, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η μαρτυρία της ΜΚ11 ήταν αναξιόπιστη, αφού σε ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας της υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και/ή παραλείψεις. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αποτελεί σφάλμα του Δικαστηρίου, παρά τη διαπίστωση ότι η εν λόγω μάρτυρας δεν απαντούσε σε αρκετές από τις ερωτήσεις που της τέθηκαν, να την κρίνει αξιόπιστη. Επιπλέον, σε συνάρτηση με τις σφραγίδες που τέθηκαν στις επίδικες επιταγές, ενώ η ΜΚ11 αρχικά ανέφερε ότι τις τοποθέτησε η ίδια, στη συνέχεια ανέφερε ότι αυτό που εννοούσε ήταν ότι έδιδε οδηγίες στα τραπεζικά ιδρύματα επί των οποίων κατατέθηκαν οι εν λόγω επιταγές και αυτά ακολούθως τις σφράγισαν. Σημειώνουν δε, ότι η ΜΚ5, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου, ανέφερε κατά το στάδιο της αντεξέτασης ότι οι σφραγίδες επί των επίδικων επιταγών τοποθετήθηκαν από τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας και κανένας από τους ΜΚ5 και ΜΚ10 δεν έχει αναφέρει ότι οι σφραγίδες τοποθετήθηκαν από αυτούς κατόπιν ηλεκτρονικής ενημέρωσης της Εθνικής.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της ΜΚ11, έλαβε υπόψη ότι η μάρτυρας σε κάποιες ερωτήσεις δεν μπορούσε να απαντήσει, όμως δεν διεπίστωσε προσπάθεια υπεκφυγής των ερωτήσεων ή προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια. Θεώρησε δε το γεγονός ότι δεν απάντησε σε ερωτήσεις για πράγματα που δεν γνώριζε ότι προσδίδει ειλικρίνεια και αξιοπιστία στη μαρτυρία της και όχι το αντίθετο. Αφού διεξήλθαμε τα πρακτικά, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εν λόγω μάρτυς ήταν η υπεύθυνη του λογαριασμού της εφεσείουσας εταιρείας και προσήλθε στο Δικαστήριο για να δώσει τα στοιχεία που γνώριζε, χωρίς να έχει αποκαλυφθεί οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση. Αναφορικά με το θέμα των σφραγίδων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μάρτυρα, αναφέροντας «ότι εν σχέσει με την φαινομενική αντίφαση στην μαρτυρία της όταν ανέφερε αρχικά ότι τις σφραγίδες στο τεκμήριο 2 έβαλε η ίδια, ενώ αργότερα διευκρίνισε ότι αυτό που εννοούσε είναι ότι η ίδια έδωσε οδηγίες για να μπουν οι σφραγίδες από την τράπεζα στην οποία κατατέθηκαν, η μάρτυρας έδωσε την εξήγηση της για την φαινομενική αυτή διάσταση και μάλιστα πειστικότατα και ήταν σταθερή επί της θέσης της για το ποιος τοποθέτησε τις σφραγίδες επί των επιταγών μέχρι τέλους χωρίς να κλονιστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο επί τούτου. Συνεπώς κρίνω ότι δεν προκύπτει όπως είναι η εισήγηση της Υπεράσπισης ουσιαστικό θέμα από αυτό και μάλιστα σε βαθμό που το Δικαστήριο να την θεωρήσει, χρησιμοποιώντας την φρασεολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της Υπεράσπισης στην αγόρευση του, μεροληπτική και όχι αδέκαστη.» Δεν διακρίνουμε ούτε σ' αυτό το σημείο σφάλμα. Θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε αυτό που παρατηρήσαμε και σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή, δεν αμφισβητείται ο λόγος που επιστράφηκαν οι επιταγές και ο οποίος συνάδει με τις σφραγίδες επί των επιταγών.
Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τις θέσεις της υπεράσπισης σε σχέση με την καταχώρηση του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 στο ΚΑΠ και τη μη γνωστοποίηση των εν λόγω επιταγών στην Κεντρική Τράπεζα. Η Εθνική Τράπεζα είχε διαβιβάσει στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και τη Διαχειριστική Επιτροπή τα απαιτούμενα στοιχεία μόνο σε συνάρτηση με μίαν επιταγή και παρέλειψε να το πράξει για τις υπόλοιπες έξι. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες αυτή η παράλειψη της Εθνικής Τράπεζας τους οδήγησε σε δυσμενή θέση αφού, σε περίπτωση που γίνονταν οι γνωστοποιήσεις, ενδέχεται να είχαν τιμηθεί, αφού είχαν γίνει εμβάσματα αξίας €183.231,00, μετά τις 18.4.2011 που καταχωρήθηκε ο λογαριασμός στο ΚΑΠ.
Σύμφωνα με τους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997-2000 και τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985-2001, η Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε κοινές οδηγίες προς όλες τις εμπορικές τράπεζες και τις συνεργατικές εταιρείες να καταχωρούν στο προβλεπόμενο από τις Οδηγίες Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) τα ονόματα των φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία είχαν εκδώσει επιταγές, οι οποίες παρέμειναν απλήρωτες για 15 μέρες μετά την παρουσίασή τους για πληρωμή. Οι εφεσείοντες στηρίζονται στην Οδηγία 13, η οποία προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι από της γνωστοποίησης της καταχώρησης προσώπου στο ΚΑΠ, η τράπεζα οφείλει να μην επιτρέπει την ανάληψη ή χρέωση σε σχέση με οποιονδήποτε τέτοιο λογαριασμό, εξαιρουμένων των οφειλών προς τη συγκεκριμένη τράπεζα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός. Ο εν λόγω περιορισμός δεν εμποδίζει την τράπεζα να προβεί σε πληρωμή για εξόφληση ακάλυπτων επιταγών, οι οποίες εκδόθηκαν πριν την γνωστοποίηση της καταχώρησης του εκδότη του στο ΚΑΠ. Περαιτέρω, με βάση τον ίδιο κανονισμό, η τράπεζα οφείλει να διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα όλα τα στοιχεία των επιταγών, οι οποίες εκδόθηκαν από πρόσωπο το οποίο είναι καταχωρημένο στο ΚΑΠ, και οι οποίες επιστράφηκαν απλήρωτες μετά την παγοποίηση του λογαριασμού του εκδότη.
Είναι γεγονός, όπως άλλωστε διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα των επίδικων επιταγών, πλην μίας επιταγής, Τεκμήριο 5, λόγω παράλειψης της τράπεζας. Το στοιχείο, όμως, αυτό δεν κρίνουμε ότι επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υπόθεση, καθότι αποτελεί διοικητικό θέμα μεταξύ των δύο τραπεζών, αλλά και έχοντας υπόψη ότι η επιστροφή των επιταγών έγινε και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό, κάτι που δεν επηρεάζεται από την παράλειψη γνωστοποίησης των επιταγών στο ΚΑΠ. Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αντιφατική μαρτυρία που δόθηκε από τους ΜΚ5 και 10 και της ΜΚ11 σε σχέση με την τοποθέτηση των σφραγίδων επί των επίδικων επιταγών. Αυτός ο λόγος έφεσης απαντάται με τα όσα κρίθηκαν στο δεύτερο και πέμπτο λόγο έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ11, σε συνάρτηση με την τοποθέτηση των σφραγίδων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται. Λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.