ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B165
(2016) 2 ΑΑΔ 254
24 Μαρτίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΔΩΡΑ ΦΑΝΤΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΑΛΑΤΑΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Ποινική Aίτηση Aρ. 13/2015)
Έφεση ― Αίτηση για παράταση προθεσμίας καταχώρησης έφεσης εναντίον καταδίκης ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 134 ― Αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και πρέπει να ασκείται πολύ σπάνια ― Δίδεται όταν συντρέχει ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα να ενεργήσει έγκαιρα ως προς την καταχώριση της έφεσης, η οποία πρέπει να υφίσταται σε όλο το χρονικό διάστημα ― Εφαρμοστέες αρχές.
Έξοδα ― Μη επιδίκαση εξόδων σε επιτυχόντα διάδικο επί τω ότι δεν έκανε χρήση της ορθής νομικής βάσης στην καταχωρηθείσα ένσταση του.
Η αιτήτρια αιτήθηκε παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, με την οποία αφενός καταδικάστηκε ερήμην σε συνολικό πρόστιμο €60 για οφειλόμενους φόρους, τέλη, δικαιώματα και επιβαρύνσεις προς Κοινοτικό Συμβούλιο για το έτος 2014 και αφετέρου διατάχθηκε να πληρώσει προς το Συμβούλιο τα οφειλόμενα ποσά.
Η αίτηση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκε γραπτώς από το Συμβούλιο για οφειλόμενα τέλη και ουδέποτε της επιδόθηκε οποιοδήποτε κατηγορητήριο και κατά συνέπεια είχε αποστερηθεί το συνταγματικό της δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση της.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση, με νομική βάση θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας και συνοδεύτηκε και από ένορκη δήλωση ιδιώτη δικαστικού επιδότη, στην οποία αναφερόταν ότι αυτός επισκέφθηκε την οικία της αιτήτριας για να της επιδώσει το κατηγορητήριο, αλλά εκείνη μόλις άνοιξε την πόρτα και τον είδε, αμέσως την έκλεισε ορμητικά, οπότε αναγκάστηκε να ρίξει το κατηγορητήριο κάτω από την πόρτα και σημείωσε ότι αυτή αρνήθηκε να παραλάβει το κατηγορητήριο και να υπογράψει το αντίγραφο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Παρόλο που η αίτηση δεν αποκάλυπτε νομική βάση εντούτοις δεν προσδόθηκε στο ζήτημα οποιαδήποτε σημασία εφόσον η αιτήτρια δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Συνακόλουθα θεωρήθηκε ότι η αίτηση προωθήθηκε στη βάση του Άρθρου 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου κεφ. 155.
2. Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία η παράταση του χρόνου για υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Η σχετική εξουσία πρέπει να ασκείται πολύ σπάνια. Παράταση δίδεται όταν συντρέχει ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα να ενεργήσει έγκαιρα ως προς την καταχώριση της έφεσης. Και αυτή η αδυναμία πρέπει να υφίσταται σε όλο το χρονικό διάστημα.
3. Η αιτήτρια δεν είχε καταδείξει «καλό λόγο» ώστε να της δοθεί η αιτούμενη άδεια. Ο ισχυρισμός της ότι δεν της επιδόθηκε το κατηγορητήριο, απορρίφθηκε ως αναληθής με όσα ο ιδιώτης δικαστικός επιδότης ανέφερε στην ένορκη του δήλωση.
4. Ομοίως απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός της ότι δεν έλαβε γνώση των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας και τελών για την ακίνητη ιδιοκτησία που έχει εντός της δικαιοδοσίας του Κοινοτικού Συμβουλίου, αφού οι εν λόγω ειδοποιήσεις, όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις, της αποστάληκαν ταχυδρομικώς στη διεύθυνση της.
5. Άλλοι ισχυρισμοί που προέβαλε η αιτήτρια μόνο στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος μπορούσαν να εξεταστούν.
Η αίτηση απορρίφθηκε. Κάθε πλευρά τα έξοδα της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Andreou ν. Republic (1972) 2 C.L.R. 4,
Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151,
Finch v. The Police (1963) 1 C.L.R. 42,
Eurohouse Finance Ltd v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52,
Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98,
Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479,
Ιωάννου (1997) 2 Α.Α.Δ. 387,
Naydenov v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 607, ECLI:CY:AD:2015:B610,
Αριστείδου ν. Sisamos Refrigeration Ltd (2015) 2 Α.Α.Δ. 973, ECLI:CY:AD:2015:B870,
Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2016) 2 Α.Α.Δ. 35, ECLI:CY:AD:2016:B35.
Αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα, αυτοπροσώπως.
Δ. Κυνηγοπούλου (κα), για τον Καθ' ου η αίτηση.
Ex tempore
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά να της δοθεί παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 9.10.15 στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 12434/15, με την οποία αφενός καταδικάστηκε ερήμην σε συνολικό πρόστιμο €60 για οφειλόμενους φόρους, τέλη, δικαιώματα και επιβαρύνσεις προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Γαλάτας (στο εξής το Συμβούλιο) για το έτος 2014 και αφετέρου διατάχθηκε να πληρώσει προς το Συμβούλιο τα οφειλόμενα ποσά.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της αιτήτριας με την οποία βασικά ισχυρίζεται ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκε γραπτώς από το Συμβούλιο για οφειλόμενα τέλη και ουδέποτε της επιδόθηκε οποιοδήποτε κατηγορητήριο και κατά συνέπεια έχει αποστερηθεί το συνταγματικό της δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση της. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, η δίωξη της είναι εκδικητική εφόσον η δικηγόρος του Συμβουλίου (αδελφή του Κοινοτάρχη) το φέρει βαρέως ότι κέρδισε στο Δικαστήριο υπόθεση του μακαρίτη του πατέρα της για αρδευτικά τέλη που του είχε επιβάλει το Συμβούλιο και η εν τέλει καταδίκη της επετεύχθη με ψέματα που είπε η εν λόγω δικηγόρος στο Δικαστήριο.
Τέλος ισχυρίζεται πως έλαβε γνώση για το κατηγορητήριο από γνωστό της που ήταν παρών στο Δικαστήριο στις 9.10.15, αλλά ένα μήνα μετά και αμέσως προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας αίτησης.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση, με νομική βάση θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας και συνοδεύεται από τρεις ενόρκους δηλώσεις. Με πρώτη, την ένορκη δήλωση του ιδιώτη δικαστικού επιδότη Α. Τσολιά στην οποία αναφέρει ότι επισκέφθηκε την οικία της αιτήτριας για να της επιδώσει το κατηγορητήριο, αλλά αυτή μόλις άνοιξε την πόρτα και τον είδε «. αμέσως την έκλεισε ορμητικά, οπότε αναγκάστηκα να ρίξω το κατηγορητήριο κάτω από την πόρτα και σημείωσα ότι αυτή αρνήθηκε να παραλάβει το κατηγορητήριο και να υπογράψει το αντίγραφο». Οι επόμενες δύο ένορκες δηλώσεις προέρχονται από τη γραφέα του Συμβουλίου Ε. Πετρίδου και από τον Κοινοτάρχη. Όπως σχετικά αναφέρεται σ' αυτές, η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια πολλών ακινήτων στη Γαλάτα και από το 2004 αρνείται να πληρώσει οποιαδήποτε φορολογία που της επιβάλλει το Συμβούλιο και για το θέμα αυτό εκκρεμούν στο Δικαστήριο εναντίον της πολλές υποθέσεις. Μεταξύ αυτών ήταν και επίδικη ποινική υπόθεση 12434/15, η οποία αφορά φορολογίες για το έτος 2014 και γι' αυτές της αποστάληκαν ταχυδρομικώς στη διεύθυνση της στην οδό Ελλησπόντου 7, Τ.Τ. 2015 Στρόβολος οι σχετικές ειδοποιήσεις. Επειδή όμως η αιτήτρια παρέλειψε να πληρώσει ακόμη μια φορά τους επίδικους φόρους και τέλη, ανατέθηκε η υπόθεση στη δικηγόρο του Συμβουλίου, η οποία έλαβε εναντίον της δικαστικά μέτρα και τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια για εκδικητικότητα και ψέματα είναι εκτός πραγματικότητας και η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης η αιτήτρια επανέλαβε βασικά την άρνησή της ότι παρέλαβε τις ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, χαρακτήρισε ψέμα τον ισχυρισμό του επιδότη ότι άφησε το κατηγορητήριο κάτω από την πόρτα της οικίας της προβάλλοντας ότι λόγω κατασκευής της πόρτας κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει και, τέλος, διατύπωσε σειρά ισχυρισμών με τους οποίους προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου με την οποία της επέβαλε τις επίδικες φορολογίες. Σ' ότι αφορά την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτος συνήγορός της περιορίστηκε στο να υιοθετήσει τα όσα προβάλλονται στην ένσταση και στις υποστηρικτικές ενόρκους δηλώσεις.
Παρόλο που η αίτηση δεν αποκαλύπτει νομική βάση εντούτοις δεν θα προσδώσουμε στο ζήτημα οποιαδήποτε σημασία εφόσον η αιτήτρια δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Θα θεωρήσουμε λοιπόν ότι η αίτηση προωθείται στη βάση του Άρθρου 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου κεφ. 155, το οποίο έχει ως ακολούθως:
"134. Εξαιρούμενης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπι απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο".
Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία η παράταση του χρόνου για υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί μόνο εφόσον καταδειχθεί καλός λόγος, τέτοιος που τα αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων συνυφασμένο με την τελεσιδικία. (βλ. Andreou ν. Republic (1972) 2 C.L.R. 4, Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151, Finch v. The Police (1963) 1 C.L.R. 42, Eurohouse Finance Ltd v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98, Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479).
Στην Ιωάννου (1997) 2 Α.Α.Δ. 387 τονίστηκε και πάλι ότι η εξουσία για παράταση σύμφωνα με τον κανόνα πρέπει να ασκείται πολύ σπάνια. Παράταση δίδεται όταν συντρέχει ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα να ενεργήσει έγκαιρα ως προς την καταχώριση της έφεσης. Και αυτή η αδυναμία πρέπει να υφίσταται σε όλο το χρονικό διάστημα.
Τις πιο πάνω αρχές είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε σε πρόσφατες μας αποφάσεις την Naydenov v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 607, ECLI:CY:AD:2015:B610, Αριστείδου ν. Sisamos Refrigeration Ltd (2015) 2 , ECLI:CY:AD:2015:B870Α.Α.Δ. 973 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2016) 2 Α.Α.Δ. 35, ECLI:CY:AD:2016:B35.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών εξετάσαμε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας και καταλήξαμε, αφού εξετάσαμε και τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση, ότι η αιτήτρια δεν έχει καταδείξει «καλό λόγο» ώστε να της δοθεί η αιτούμενη άδεια. Με προεξάρχοντα τον ισχυρισμό της ότι δεν της επιδόθηκε το κατηγορητήριο, ο οποίος είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι απορρίπτεται ως αναληθής με όσα ο ιδιώτης δικαστικός επιδότης αναφέρει στην ένορκη του δήλωση. Όπως απορρίπτεται και ο ισχυρισμός της ότι δεν έλαβε γνώση των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας και τελών για την ακίνητη ιδιοκτησία που έχει στη Γαλάτα αφού οι εν λόγω ειδοποιήσεις, όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις, της αποστάληκαν ταχυδρομικώς στη διεύθυνση της. Σημειώνουμε τέλος ότι δεν θα ασχοληθούμε με τους ισχυρισμούς που προώθησε η αιτήτρια κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης και οι οποίοι άπτονται της νομιμότητας της απόφασης του Συμβουλίου να τις επιβάλει τις επίδικες φορολογίες εφόσον τέτοιοι ισχυρισμοί μόνο στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος μπορούν να εξεταστούν.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται ως νόμω και ουσία αβάσιμη και σ' ότι αφορά τα έξοδα έχουμε καταλήξει όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα, και αυτό καθότι από την ένσταση απουσιάζει η ορθή νομική βάση που είναι το Άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας και αντ' αυτής παραπέμπει σε θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας.
Η αίτηση απορρίπτεται. Κάθε πλευρά τα έξοδα της.