ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B127
(2016) 2 ΑΑΔ 207
1 Μαρτίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2016)
Ποινή ― Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού ― Άρθρο 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Νόμος 87(I)/2007) και διαφθορά νεαρής γυναίκας, με βάση το Άρθρο 154, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Πρωτοδίκως επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών και αμφισβητήθηκε ως ανεπαρκής με έφεση ασκηθείσα από το Γενικό Εισαγγελέα ― Εκρίθη έκδηλα ανεπαρκής από το Εφετείο και αντικαταστάθηκε με δωδεκάμηνη φυλάκιση ― Υπόμνηση Εφετείου ότι η υπόθεση κρίθηκε στη βάση των δικών της ιδιαζόντων γεγονότων και δεν αποτελεί καθοδήγηση.
Ποινή ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Αποτελεί θέση της νομολογίας, η οποία αναφέρεται και από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σε αδικήματα σεξουαλικής φύσης πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος.
Ποινή ― Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.
Ποινή ― Η επιβολή της ποινής είναι καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου.
Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία σε δύο κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, με βάση το Άρθρο 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Νόμος 87(I)/2007), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και σε δύο κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας, με βάση το Άρθρο 154, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Ο εφεσίβλητος μαζί με τους πρώην κατηγορούμενους 2 και 3 αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο στο οποίο περιλαμβάνονταν επίσης και κατηγορίες βιασμού, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, στις οποίες όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Οι πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3 επίσης αθωώθηκαν στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού ενώ κρίθηκαν ένοχοι, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε μία κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών μηνών σε κάθε μία από τις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και τεσσάρων μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες της διαφθοράς νεαρής γυναίκας. Στους κατηγορούμενους 2 και 3, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή για περίοδο δύο ετών για την κατηγορία της διαφθοράς νεαρής γυναίκας.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και επί τω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας και το Νόμο σε σχέση με το ύψος της ποινής.
Τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος διαπράχθηκαν στις 5.9.2008 και στις 14.6.2009. Στις 5.9.2008, η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 15 ετών και τριών μηνών και στις 14.6.2009 ήταν σχεδόν 16 ετών, ενώ ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 25 ετών.
Η παραπονούμενη πάσχει από γενετικό νόσημα του συνδετικού ιστού το οποίο ανήκει στην οικογένεια νοσημάτων με την επωνυμία Ehlers Danlos και παρουσιάζει υπερεκτασιμότητα και ευθραυστότητα του δέρματος και των συναφών ιστών και υπερκινητικότητα των αρθρώσεων.
Η παραπονούμενη με τον πρώτο κατηγορούμενο συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 5.9.2008 στην οικία της παραπονούμενης. Δεν είχαν ποτέ πριν συναντηθεί μεταξύ τους σε προσωπικό επίπεδο αλλά είχαν τηλεφωνικές επικοινωνίες. Οι γονείς της παραπονούμενης και η αδελφή της, στις 5.9.2008 απουσίαζαν από την οικία τους και ο πρώτος κατηγορούμενος κατέφθασε στις 08:00 το πρωί. Αφού αρχικά η παραπονούμενη και ο πρώτος κατηγορούμενος συζήτησαν διάφορα θέματα στη συνέχεια συνευρέθηκαν σεξουαλικά. Η παραπονούμενη κατά την πιο πάνω ημερομηνία ήταν η πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή όπου και επήλθε ρήξη του παρθενικού της υμένα. Η σεξουαλική συνεύρεση τους συνίστατο σε ερωτική πράξη τόσο από τον κόλπο όσο και παρά φύση.
Αργότερα, η παραπονούμενη και ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισαν να έχουν συχνή επικοινωνία δια τηλεφώνου και ανταλλαγή μηνυμάτων.
Η παραπονούμενη στις 14.6.2009 κατά την διάρκεια του απογεύματος είχε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρώτο κατηγορούμενο.
Περί ώρα 20:30 ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν μόνη της στην οικία της, δέχτηκε επίσκεψη από τον πρώτο και τρίτο κατηγορούμενο. Οι γονείς της παραπονούμενης και η αδελφή της εκείνο το βράδυ είχαν αποχωρήσει από την οικία τους περί ώρα 20:20 και είχαν μεταβεί για επίσκεψη σε φιλικό τους σπίτι.
Η παραπονούμενη ήταν αυτή που προσκάλεσε στις 14.6.2009 τον πρώτο κατηγορούμενο στην οικία της.
Ο τρίτος κατηγορούμενος σε κάποιο χρονικό σημείο αποχώρησε από την οικία της παραπονούμενης και στη συνέχεια κατέφθασε ο δεύτερος κατηγορούμενος, όπου οι τρεις τους (παραπονούμενη, πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενος) παρέμειναν μέχρι την άφιξη των γονέων της και της αδελφής της περί ώρα 22:20.
Τους κατηγορούμενους 2 και 3, η παραπονούμενη δεν τους γνώριζε προηγουμένως και για πρώτη φορά τους συνάντησε το βράδυ της 14ης Ιουνίου 2009 όταν επισκέφθηκαν το σπίτι της.
Η ίδια, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με τους τρεις κατηγορούμενους και προέβη σε αντίστοιχες πράξεις ως το περιστατικό στις 5/9/2008.
Ενώ η παραπονούμενη και οι κατηγορούμενοι 1 και 2 βρίσκονταν όλοι μαζί στο υπνοδωμάτιο της, εισήλθαν στην οικία οι γονείς της.
Οι τελευταίοι κάλεσαν την Αστυνομία με κατάληξη την προώθηση ποινικής υπόθεσης η οποία οδηγήθηκε σε Ακρόαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, ιδιαίτερα αυτό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, όπως προκύπτει τόσο από την ανώτατη ποινή που προνοείται από το Νόμο, όσο και λόγω της φύσης των αδικημάτων, τα οποία αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με αυστηρότητα. Τονίστηκε από το Δικαστήριο μεταξύ άλλων ότι ο εφεσίβλητος, ηλικίας 25 ετών, εκμεταλλεύτηκε την παραπονούμενη, ηλικίας 15 - 16 ετών με νοητικό επίπεδο αντίληψης λόγω του ψυχισμού της, ηλικίας 12 ετών και δεν αποδέχθηκε τη θέση του συνηγόρου του ότι οι πράξεις του οφείλονταν σε αφέλεια και ανωριμότητα.
Παράλληλα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικά, τις προσωπικές του συνθήκες και το λευκό του ποινικό μητρώο.
Λήφθηκε επίσης υπόψη από το Δικαστήριο το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την διάπραξη των αδικημάτων καταγράφοντας τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την καθυστέρηση.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ εντόπισε τα επιβαρυντικά στοιχεία που υπήρχαν εναντίον του εφεσίβλητου, δεν έδωσε σ' αυτά τη δέουσα βαρύτητα.
β) Έδωσε δε δυσανάλογη βαρύτητα στην καθυστέρηση που παρουσιάστηκε, από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, χωρίς να κατευθύνει την προσοχή του στο γεγονός ότι η καθυστέρηση οφείλετο, κατά κύριο λόγο, στον ίδιο τον εφεσίβλητο.
γ) Δεν έλαβε υπόψη τα τραύματα που κατά κανόνα αφήνουν αδικήματα τέτοιας φύσης σε άτομα της ηλικίας της παραπονούμενης, ούτε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος λόγω της μη παραδοχής του υποχρέωσε την παραπονούμενη να ξαναζήσει τις τραυματικές εμπειρίες που υπέστη, υποβάλλοντας την σε μακράν αντεξέταση.
δ) Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, ήταν χαμηλότερη από αυτή της διαφθοράς νεαρής γυναίκας, παρά το ότι ο Νόμος προνοεί κατά πολύ μεγαλύτερη ανώτατη ποινή στην πρώτη περίπτωση, και αυτό αποτελούσε σφάλμα αρχής του Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, αντικατοπτρίζεται και από την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος.
2. Όπως τονίστηκε στη νομολογία «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.
3. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο παρά την ρητή αναφορά του σε αυτές τις αρχές, παρέλειψε να τις εφαρμόσει. Η επιβολή χαμηλότερης ποινής στο πολύ σοβαρό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλευσης παιδιού, ένα αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 20 χρόνια, από αυτή που επιβλήθηκε στο λιγότερο σοβαρό αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια, χωρίς αποχρώντα λόγο, αποτελεί σφάλμα.
4. Το ίδιο σφάλμα διαπιστωνόταν και στα υπόλοιπα επιβαρυντικά στοιχεία που αναφέρονται στην απόφαση, τα οποία όμως δεν αντανακλούνταν στην επιβληθείσα έκδηλα χαμηλή ποινή.
5. Ο εφεσίβλητος διέπραξε τα αδικήματα σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, με χρονική διάσταση 9 περίπου μηνών, ενώ ο ίδιος ήταν 25 χρόνων και η παραπονούμενη 15 - 16, με νοητικό επίπεδο αντίληψης λόγω ψυχισμού 12 ετών, κάτι που ο ίδιος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί, λόγω της γνωριμίας του μαζί της.
6. Εκμεταλλεύτηκε τα συναισθήματα της ανήλικης και την ανάγκη που είχε να του είναι αρεστή και την οδήγησε όχι μόνο σε σεξουαλική επαφή, κατά φύση και παρά φύση, με τον ίδιο για να ικανοποιήσει τις δικές του ορέξεις, αλλά «την πάσαρε» όπως ενδεικτικά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο φίλο του και στον εξάδελφό του (ηλικίας 27 ετών), εκμεταλλευόμενος την επιρροή που ασκούσε σ' αυτήν, συνεπεία της σχέσης εξάρτησης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους.
7. Η ανάγκη αποτρεπτικής ποινής τονίστηκε από το Δικαστήριο και σε συνάρτηση με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αυτής της κατηγορίας αδικημάτων, μέτρο που πρέπει να δρα κατασταλτικά αλλά και καταλυτικά και να εκπέμπει τα κατάλληλα μηνύματα προς την κοινωνία και σε κάθε επίδοξο παραβάτη του νόμου.
8. Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες, οι οποίοι αναλύονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι επιβαρυντικοί για τον εφεσίβλητο αλλά, δεν αντικατοπτρίζονται στην επιβληθείσα ποινή.
9. Πέραν των πιο πάνω, ο εφεσίβλητος με την μη παραδοχή του, υποχρέωσε την παραπονούμενη να ξαναζήσει στο Δικαστήριο τις τραυματικές της εμπειρίες.
10. Όπως ορθά υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης οφειλόταν αποκλειστικά στον εφεσίβλητο και, συνεπώς, δεν μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του.
11. Εκ των ως άνω, προέκυπτε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν ήταν ούτε αποτρεπτική, ούτε αντανακλούσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ούτε εξυπηρετούσε το σκοπό της τιμωρίας του εφεσίβλητου, αλλά έστελλε λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες και, υπό τις περιστάσεις, ήταν έκδηλα ανεπαρκής. Για τους λόγους αυτούς δικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου με την αύξηση της επιβληθείσας ποινής.
12. Στα πλαίσια εξέτασης της αρμόζουσας ποινής, ελήφθη υπόψη και η ποινή που επιβλήθηκε στους πρώην κατηγορουμένους 2 και 3, που δεν εφεσιβλήθηκε, δεδομένου ότι θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή η οποία να είναι δυσανάλογα αυστηρή για τον εφεσίβλητο, έτσι ώστε να του δημιουργεί, εύλογα, αίσθημα αδικίας λόγω άνισης μεταχείρισης.
13. Δικαιολογείτο η αυστηρότερη τιμωρία του εφεσίβλητου, εφόσον έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και ήταν ο ιθύνων νους στη διάπραξη των αδικημάτων, καθώς επίσης και ότι οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι δεν κρίθηκαν ένοχοι για σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά μόνο για μία κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας, η οποία είναι λιγότερο σοβαρή.
14. Υπό τις περιστάσεις, οι ποινές για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού αυξήθηκαν από τρεις μήνες σε δώδεκα μήνες φυλάκιση στην κάθε κατηγορία. Οι ποινές για τα αδικήματα της διαφθοράς παρέμειναν ως είχαν. Όλες οι ποινές θα συνέτρεχαν.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η παρούσα υπόθεση κρίθηκε στη βάση των δικών της ιδιαζόντων γεγονότων και δεν αποτελεί καθοδήγηση για τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα».
Η έφεση επέτυχε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,
Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9,
Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632,
Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259,
Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551.
Έφεση κατά Ποινής.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουνίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1932/2010), ημερομηνίας 3/12/2015.
Ξ. Ξενοφώντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Σάββα, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε δύο κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, με βάση το Άρθρο 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Νόμος 87(I)/2007), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και σε δύο κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας, με βάση το Άρθρο 154, του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Ο εφεσίβλητος μαζί με τους πρώην κατηγορούμενους 2 και 3 αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο στο οποίο περιλαμβάνονταν επίσης και κατηγορίες βιασμού, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, στις οποίες όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Οι πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3 επίσης αθωώθηκαν στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού ενώ κρίθηκαν ένοχοι, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε μία κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών μηνών σε κάθε μία από τις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και τεσσάρων μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες της διαφθοράς νεαρής γυναίκας. Στους κατηγορούμενους 2 και 3 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή για περίοδο δύο ετών για την κατηγορία της διαφθοράς νεαρής γυναίκας.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και επί του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας και το Νόμο σε σχέση με το ύψος της ποινής.
Τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος διαπράχθηκαν στις 5.9.2008 και στις 14.6.2009. Στις 5.9.2008 η παραπονούμενη, η οποία γεννήθηκε στις 20.6.1993, ήταν ηλικίας 15 ετών και τριών μηνών και στις 14.6.2009 ήταν σχεδόν 16 ετών, ενώ ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 25 ετών.
Η παραπονούμενη πάσχει από γενετικό νόσημα του συνδετικού ιστού το οποίο ανήκει στην οικογένεια νοσημάτων με την επωνυμία Ehlers Danlos και παρουσιάζει υπερεκτασιμότητα και ευθραυστότητα του δέρματος και των συναφών ιστών και υπερκινητικότητα των αρθρώσεων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως συνοψίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου έχουν ως εξής:
«Η παραπονούμενη με τον πρώτο κατηγορούμενο συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 5.9.2008 στην οικία της παραπονούμενης. Η παραπονούμενη και πρώτος κατηγορούμενος είχαν μιλήσει προηγουμένως αρκετές φορές στο τηλέφωνο και την προηγούμενη της πιο πάνω ημερομηνίας, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν η παραπονούμενη κάλεσε τον πρώτο κατηγορούμενο στο σπίτι της.
Η παραπονούμενη και ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είχαν ποτέ πριν συναντηθεί μεταξύ τους σε προσωπικό επίπεδο. Οι γονείς της παραπονούμενης και η αδελφή της, στις 5.9.2008 απουσίαζαν από την οικία τους και ο πρώτος κατηγορούμενος κατέφθασε στις 08:00 το πρωί. Αφού αρχικά η παραπονούμενη και ο πρώτος κατηγορούμενος συζήτησαν διάφορα θέματα στη συνέχεια συνευρέθηκαν σεξουαλικά. Η παραπονούμενη κατά την πιο πάνω ημερομηνία ήταν η πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή με άντρα όπου και επήλθε ρήξη του παρθενικού της υμένα. Η σεξουαλική συνεύρεση τους συνίστατο σε ερωτική πράξη τόσο από τον κόλπο όσο και από τον πρωκτό και έγινε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης.
Ο πρώτος κατηγορούμενος λίγες ημέρες μετά το πιο πάνω περιστατικό αναχώρησε για την Αγγλία και επέστρεψε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2009. Από τον Μάιο του 2009 η παραπονούμενη και ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισαν να έχουν συχνή επικοινωνία δια τηλεφώνου. Η επικοινωνία τους γινόταν με τηλεφωνήματα και ανταλλαγή μηνυμάτων.
Η παραπονούμενη στις 14.6.2009 κατά την διάρκεια του απογεύματος είχε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρώτο κατηγορούμενο.
Στις 14.6.2009 περί ώρα 20:30 ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν μόνη της στην οικία της, δέχτηκε επίσκεψη από τον πρώτο και τρίτο κατηγορούμενο. Οι γονείς της παραπονούμενης και η αδελφή της εκείνο το βράδυ είχαν αποχωρήσει από την οικία τους περί ώρα 20:20 και είχαν μεταβεί για επίσκεψη σε φιλικό τους σπίτι στην Αγ. Μαρινούδα.
Η παραπονούμενη ήταν αυτή που προσκάλεσε στις 14.6.2009 τον πρώτο κατηγορούμενο στην οικία της.
Ο τρίτος κατηγορούμενος σε κάποιο χρονικό σημείο αποχώρησε από την οικία της παραπονούμενης και στην συνέχεια κατέφθασε ο δεύτερος κατηγορούμενος, όπου οι τρεις τους (παραπονούμενη, πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενος) παρέμειναν μέχρι την άφιξη των γονέων της και της αδελφής της περί ώρα 22:20.
Τους κατηγορούμενους 2 και 3, η παραπονούμενη δεν τους γνώριζε προηγουμένως και για πρώτη φορά τους συνάντησε το βράδυ της 14ης Ιουνίου 2009 όταν επισκέφθηκαν το σπίτι της.
Η παραπονούμενη στις 14.6.2009 ήλθε σε σεξουαλική επαφή με τους τρεις κατηγορούμενους, αρχικά με τον πρώτο κατηγορούμενο στη συνέχεια με τον τρίτο, ακολούθως μετά την αποχώρηση του τρίτου και την άφιξη του δεύτερου, με τον δεύτερο, μετά εναλλάξ με τον δεύτερο και πρώτο αλλά και ταυτόχρονα με τον δεύτερο και πρώτο. Επίσης, στους κατηγορούμενους 1 και 3 έκαμε στοματικό έρωτα ενώ ήρθε σε συνουσία από τον πρωκτό με όλους τους κατηγορούμενους σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Ενώ η παραπονούμενη και οι κατηγορούμενοι 1 και 2 βρίσκονταν όλοι μαζί στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης, εισήλθαν στην οικία οι γονείς της και στη συνέχεια αφού ανέβηκαν στο υπνοδωμάτιο της και άνοιξαν την πόρτα βρήκαν πάνω στο κρεβάτι να στέκεται γυμνός ένας άντρας, ο οποίος διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, πάνω στο κρεβάτι στεκόταν και η παραπονούμενη, η οποία φορούσε τα ρούχα της (φούστα - μπλούζα, στηθόδεσμο) αλλά όχι το κάτω εσώρουχο της, επίσης εντός του δωματίου δίπλα από το κρεβάτι στεκόταν γυμνός ακόμη ένας άντρας, ο οποίος διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος.
Ο πατέρας της παραπονούμενης επιτέθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος κατάφερε, αφού βγήκε από το δωμάτιο να διαφύγει από την κύρια είσοδο της οικίας γυμνός.
Ο πατέρας της παραπονούμενης, επιτέθηκε και στον δεύτερο κατηγορούμενο, τον οποίο κατάφερε να ακινητοποιήσει. Η παραπονούμενη η οποία εξήλθε από το υπνοδωμάτιο της τελευταία, αφού κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στον κάτω χώρο του σπιτιού λιποθύμησε.
Στο μέρος κλήθηκε και κατέφθασε αστυνομία, καθώς και ασθενοφόρο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Η παραπονούμενη λιπόθυμη μεταφέρθηκε, με το ασθενοφόρο, στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
Κατά την άφιξη της αστυνομίας στην οικία, ο δεύτερος κατηγορούμενος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πάφου. Ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε τραυματιστεί από τα χτυπήματα που δέχτηκε από τον πατέρα της παραπονούμενης.
Κατά το χρόνο που η αστυνομία βρισκόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου όπου είχε μεταφερθεί η παραπονούμενη, τον χώρο του Νοσοκομείου επισκέφθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος για περίθαλψη ο οποίος είχε τραυματιστεί στα πόδια λόγω του ότι διέφυγε από την οικία της γυμνός χωρίς παπούτσια και περιφερόταν. Ο πρώτος κατηγορούμενος αφού εντοπίστηκε από την αστυνομία κλήθηκε στο ΤΑΕ για εξετάσεις.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, ιδιαίτερα αυτό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, όπως προκύπτει τόσο από την ανώτατη ποινή που προνοείται από το Νόμο, όσο και λόγω της φύσης των αδικημάτων, τα οποία αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με αυστηρότητα. Τονίστηκε από το Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος, ηλικίας 25 ετών, εκμεταλλεύτηκε την παραπονούμενη, ηλικίας 15 - 16 ετών με νοητικό επίπεδο αντίληψης λόγω του ψυχισμού της, ηλικίας 12 ετών και δεν αποδέχθηκε τη θέση του συνηγόρου του ότι οι πράξεις του οφείλονται σε αφέλεια και ανωριμότητα. Όπως αναφέρεται στην απόφαση «ο πρώτος κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες και τα συναισθήματα της παραπονούμενης, αλλά και την ανάγκη της να του είναι αρεστή ως επίσης και την αφέλεια της παιδικής της ηλικίας, την οδήγησε σε ένα ερωτικό όργιο με συνομήλικούς του, αψηφώντας και καταπατώντας κάθε ανθρώπινο συναίσθημα που πρέπει να περιβάλλει την υγιή ερωτική επαφή με σύντροφο της επιλογής του κάθε ανθρώπου». Αναφέρθηκε επίσης στη συχνότητα διάπραξης τέτοιου είδους αδικημάτων και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Παράλληλα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικά, το λευκό του ποινικό μητρώο και τα δύσκολα χρόνια της νεαρής του ηλικίας συνεπεία των προστριβών και του μετέπειτα χωρισμού των γονέων του, καθώς επίσης και την ανάμιξη που είχε με τα ναρκωτικά από τα οποία κατάφερε να ξεφύγει, καθώς και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει συνεπεία των πιο πάνω παραγόντων. Λήφθηκε επίσης υπόψη από το Δικαστήριο το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την διάπραξη των αδικημάτων καταγράφοντας τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την καθυστέρηση.
Η κα Ξενοφώντος εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ εντόπισε τα επιβαρυντικά στοιχεία που υπάρχουν εναντίον του εφεσίβλητου, όπως παρατίθενται πιο πάνω, δεν έδωσε σ' αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Έδωσε δε δυσανάλογη βαρύτητα στην καθυστέρηση που παρουσιάστηκε, από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, χωρίς να κατευθύνει την προσοχή του στο γεγονός ότι η καθυστέρηση οφείλετο, κατά κύριο λόγο, στον ίδιο τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, τόνισε η ευπαίδευτη συνήγορος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα τραύματα που κατά κανόνα αφήνουν αδικήματα τέτοιας φύσης σε άτομα της ηλικίας της παραπονούμενης, ούτε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος λόγω της μη παραδοχής του υποχρέωσε την παραπονούμενη να ξαναζήσει τις τραυματικές εμπειρίες που υπέστη, υποβάλλοντας την σε μακράν αντεξέταση. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, ήταν χαμηλότερη από αυτή της διαφθοράς νεαρής γυναίκας, παρά το ότι ο Νόμος προνοεί κατά πολύ μεγαλύτερη ανώτατη ποινή στην πρώτη περίπτωση, και αυτό αποτελεί σφάλμα αρχής του Δικαστηρίου, εισηγήθηκε η συνήγορος.
Αντίθετη υπήρξε η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσιβλήτου ο οποίος εισηγήθηκε ότι η ποινή που επέβαλε το Δικαστήριο αντανακλά κατά τρόπο ισοζυγισμένο όλους τους παράγοντες και ειδικότερα τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων. Τονίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι και τις δύο φορές που ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε το σπίτι της παραπονούμενης, το έπραξε κατόπιν δικής της πρόσκλησης και ότι και στις δύο περιπτώσεις που είχε σεξουαλική επαφή μαζί της ήταν με τη θέλησή της, γι' αυτό άλλωστε και αθωώθηκε από την κατηγορία του βιασμού. Δεν υπήρξε μεθοδικότητα και σχέδιο εκ μέρους του εφεσίβλητου σε μίαν υπόθεση που αφορούσε δύο μεμονωμένα περισταστικά και όχι μία κατ' επανάληψη παραβατική συμπεριφορά, τόνισε ο συνήγορος. Με αναφορά σε ευρήματα του Δικαστηρίου στην καταδικαστική απόφασή του ο κ. Σάββα ανέφερε ότι η παραπονούμενη δεν έφερε καμία αντίρρηση στην επίσκεψη των άλλων δύο κατηγορουμένων και οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή υπήρξε με τους άλλους δύο ήταν πάντοτε με τη θέληση της και χωρίς να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε βία. Η παραπονούμενη, ενώ παρουσιάζεται από τον εφεσείοντα ως άτομο που έχει υποστεί κοινωνικό αποκλεισμό, ήταν άριστη μαθήτρια και είναι τώρα φοιτήτρια της νομικής. Ορθά δόθηκε βαρύτητα στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, εισηγήθηκε ο συνήγορος, καθυστέρηση που σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Απέδωσε δε τις πράξεις του εφεσίβλητου σε αφέλεια και ανωριμότητα.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή της ποινής είναι καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος αντικατοπτρίζεται και από την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος. Στην προκείμενη περίπτωση για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, ο Νόμος 87(Ι)/2007, ως ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι είκοσι χρόνια. Σημειώνουμε ότι μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με το Νόμο 91(Ι)/2014 και προνοείται πλέον ποινή φυλάκισης διά βίου. Για δε το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας, προνοείται από το Άρθρο 154, του Κεφ. 154, ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια. Όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης για σκοπούς καθορισμού του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). Όπως δε τονίστηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο παρά την ρητή αναφορά του σε αυτές τις αρχές, παρέλειψε να τις εφαρμόσει. Η επιβολή χαμηλότερης ποινής στο πολύ σοβαρό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλευσης παιδιού, ένα αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 20 χρόνια, από αυτή που επιβλήθηκε στο λιγότερο σοβαρό αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια, χωρίς αποχρώντα λόγο, αποτελεί σφάλμα.
Το ίδιο σφάλμα διαπιστώνουμε και στα υπόλοιπα επιβαρυντικά στοιχεία που αναφέρονται στην απόφαση, τα οποία όμως δεν αντανακλούνται στην επιβληθείσα έκδηλα χαμηλή ποινή. Ο εφεσίβλητος διέπραξε τα αδικήματα σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, με χρονική διάσταση 9 περίπου μηνών, ενώ ο ίδιος ήταν 25 χρόνων και η παραπονούμενη 15 - 16, με νοητικό επίπεδο αντίληψης λόγω ψυχισμού 12 ετών, κάτι που ο ίδιος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί, λόγω της γνωριμίας του μαζί της. Εκμεταλλεύτηκε τα συναισθήματα της ανήλικης και την ανάγκη που είχε να του είναι αρεστή και την οδήγησε όχι μόνο σε σεξουαλική επαφή, κατά φύση και παρά φύση, με τον ίδιο για να ικανοποιήσει τις δικές του ορέξεις, αλλά «την πάσαρε» όπως ενδεικτικά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο φίλο του και στον εξάδελφό του (ηλικίας 27 ετών), εκμεταλλευόμενος την επιρροή που ασκούσε σ' αυτήν, συνεπεία της σχέσης εξάρτησης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους. Η παραπονούμενη, όπως επισημαίνεται στην απόφαση «ήταν ένα παιδί με συναισθηματικά κενά, ενώ ως αποτέλεσμα του κοινωνικού αποκλεισμού που βίωνε, δεν είχε αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, χαρακτηριζόταν από έλλειψη δυναμικότητας, είχε έντονη την ανάγκη για συναισθηματική κάλυψη και γενικά ήταν άτομο που παρουσίαζε συναισθηματικά και ψυχικά ελλείμματα και κενά». Το Δικαστήριο, όπως έχουμε ήδη σημειώσει ανωτέρω, επίσης δεν έκανε αποδεκτή τη θέση του εφεσίβλητου ότι η συμπεριφορά του οφειλόταν σε αφέλεια και ανωριμότητα.
Αποτελεί θέση της νομολογίας, η οποία αναφέρεται και από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σε αδικήματα σεξουαλικής φύσης πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (βλ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259). Ειδικότερα, σε περιπτώσεις ανηλίκων, όπου η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, κατά κανόνα, τους δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα. Στην προκείμενη δε περίπτωση, η παραπονούμενη ήδη παρουσίαζε συναισθηματικά και ψυχικά ελλείμματα και κενά. Η θέση του εφεσίβλητου ότι η παραπονούμενη σήμερα, σπουδάζει νομικά δεν εξουδετερώνει αυτό το στοιχείο.
Η ανάγκη αποτρεπτικής ποινής τονίστηκε από το Δικαστήριο και σε συνάρτηση με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αυτής της κατηγορίας αδικημάτων, μέτρο που πρέπει να δρα κατασταλτικά αλλά και καταλυτικά και να εκπέμπει τα κατάλληλα μηνύματα προς την κοινωνία και σε κάθε επίδοξο παραβάτη του νόμου (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).
Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες, οι οποίοι αναλύονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι επιβαρυντικοί για τον εφεσίβλητο αλλά, κατά την κρίση μας, δεν αντικατοπτρίζονται στην επιβληθείσα ποινή. Πέραν των πιο πάνω, ο εφεσίβλητος με την μη παραδοχή του υποχρέωσε την παραπονούμενη να ξαναζήσει στο Δικαστήριο τις τραυματικές της εμπειρίες. Δεν μας διαφεύγει η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι πρότεινε στην κατηγορούσα αρχή να αποσύρει κάποιες κατηγορίες και να παραδεκτεί τις υπόλοιπες, όμως το γεγονός παραμένει ότι δεν παραδέχθηκε καμία κατηγορία.
Σε ό,τι αφορά τους μετριαστικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτοί συνίστανται στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, καθώς και τα δύσκολα χρόνια της νεαρής του ηλικίας, συνεπεία των προστριβών και του μετέπειτα χωρισμού των γονέων του, την ανάμιξη που είχε με τα ναρκωτικά από τα οποία κατάφερε να ξεφύγει, καθώς και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει συνεπεία αυτών των καταστάσεων.
Ένας άλλος παράγοντας που επέδρασε, ελαφρυντικά, στην κρίση του Δικαστηρίου ήταν και ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, τόσο αυτών που διαπράχθησαν στις 5.9.2008, όσον και εκείνων που διαπράχθησαν στις 14.6.2009, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και την επιβολή ποινής. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο χρόνος μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, που έγινε στις 22.2.2010, κρίνεται ως δικαιολογημένος, με δεδομένο ότι δεν έγινε καταγγελία στην Αστυνομία για το πρώτο περιστατικό, κατόπιν απόφασης των γονέων της παραπονούμενης, παρά μόνο ακολούθησε καταγγελία του πρώτου περιστατικού μετά τη διάπραξη του δεύτερου. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι έγινε κατορθωτό να επιδοθεί το κατηγορητήριο στον εφεσίβλητο, ο οποίος όμως παρέλειψε να εμφανιστεί στις 26.7.2010, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ο εφεσίβλητος στη συνέχεια εγκατέλειψε την Κύπρο και έτσι το ένταλμα σύλληψης δεν κατέστη δυνατό να εκτελεστεί και τελικά εκδόθηκε Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, αυτοβούλως, στις 8.5.2012 με δικηγόρο και αρνήθηκε τις κατηγορίες και τότε η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 1.6.2012 και, ακολούθως, στις 12.9.2012, οπόταν άρχισε η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Όπως ορθά υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης οφείλεται αποκλειστικά στον εφεσίβλητο και, συνεπώς, δεν μπορεί να προσμετρήσει υπέρ του. Υπήρξε και περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, τόσο συνεπεία του γεγονότος ότι διεξήχθη ακρόαση και για τους τρεις κατηγορούμενους, οι οποίοι εκπροσωπούνταν από διαφορετικούς δικηγόρους, με τις παρεπόμενες καθυστερήσεις λόγω, μεταξύ άλλων, και της διεξαγωγής σε δύο περιπτώσεις δίκης εντός δίκης που ζητήθηκε από την πλευρά των κατηγορουμένων 2 και 3. Περαιτέρω, αποσύρθηκε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου και υπήρξε κάποια καθυστέρηση μέχρι το διορισμό νέου δικηγόρου με νομική αρωγή, υπήρξαν αιτήματα αναβολής που προέρχονταν συνήθως από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων και σε μία ή δύο περιπτώσεις από την κατηγορούσα αρχή, και σε προβλήματα που υπήρξαν στο σύστημα για την κατάθεση της παραπονούμενης κατά την ακρόαση της υπόθεσης, καθώς και σε αλλαγή του προγράμματος του δικαστηρίου.
Από την πορεία της υπόθεσης διαφαίνεται ότι μεγάλη ευθύνη για την καθυστέρηση βαρύνει την πλευρά του εφεσίβλητου. Παραμένει, βέβαια, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο χρόνος που διέρρευσε είναι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, μεγάλος και αυτό έχει τη δική του επίπτωση στην ποινή που επιβάλλεται. Όμως, έχοντας υπόψη τη συμβολή του ίδιου του εφεσίβλητου στη μεγάλη αυτή καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, δεν μπορεί αυτός ο παράγοντας να έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην επιβαλλόμενη ποινή. Σίγουρα, η καθυστέρηση θα πρέπει να συνυπολογίζεται, ελαφρυντικά, στην επιμέτρηση της ποινής, όχι όμως σε βαθμό που να εξουδετερώνονται όλοι οι άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως έχει συμβεί στην παρούσα περίπτωση.
Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας και ιδιαίτερα των ανηλίκων προσώπων από τη σεξουαλική εκμετάλλευσή τους από ενήλικες, τη συχνότητα με την οποία διαπράττονται και την ανάγκη αποτροπής, καθώς και τις περιστάσεις διάπραξής τους, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω και σταθμίζοντας τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, καθώς και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι ούτε αποτρεπτική, ούτε αντανακλά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ούτε εξυπηρετεί το σκοπό της τιμωρίας του εφεσίβλητου, αλλά στέλλει λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες και, υπό τις περιστάσεις, είναι έκδηλα ανεπαρκής. Για τους λόγους αυτούς κρίνουμε ότι δικαιολογείται η παρέμβασή μας με την αύξηση της επιβληθείσας ποινής.
Στα πλαίσια εξέτασης της αρμόζουσας ποινής, λαμβάνουμε υπόψη, πέραν των πιο πάνω παραγόντων, και την ποινή που επιβλήθηκε στους πρώην κατηγορουμένους 2 και 3, που δεν εφεσιβλήθηκε και θεωρούμε ότι δεν πρέπει να επιβάλουμε ποινή η οποία να είναι δυσανάλογα αυστηρή για τον εφεσίβλητο, έτσι ώστε να του δημιουργεί, εύλογα, αίσθημα αδικίας λόγω άνισης μεταχείρισης. Βέβαια, τονίζεται, όπως άλλωστε έχει παρατηρήσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δικαιολογείται η αυστηρότερη τιμωρία του εφεσίβλητου, εφόσον έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και ήταν ο ιθύνων νους στη διάπραξη των αδικημάτων, καθώς επίσης και ότι οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι δεν κρίθηκαν ένοχοι για σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά μόνο για μία κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας, η οποία είναι λιγότερο σοβαρή.
Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει και οι ποινές για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού (κατηγορίες 2 και 6) αυξάνονται από τρεις μήνες σε δώδεκα μήνες φυλάκιση στην κάθε κατηγορία. Οι ποινές για τα αδικήματα της διαφθοράς παραμένουν ως έχουν. Όλες οι ποινές θα συντρέχουν.
Προτού τελειώσουμε, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η παρούσα υπόθεση κρίθηκε στη βάση των δικών της ιδιαζόντων γεγονότων και δεν αποτελεί καθοδήγηση για τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα.
Η έφεση επιτυγχάνει.