ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στ. Στυλιανού και Γ. Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα στην 80/15 και εφεσίβλητο στην 89/15 Κρ. Κυθραιώτου (κα) για την εφεσίβλητη στην 80/15 και CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 80/2015, 89/2015, 2/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B541

(2016) 2 ΑΑΔ 1247

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 80/2015

Σχ. με 89/2015

 

 

2 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

                                               

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ

                                                                                  Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                       Εφεσίβλητης

--------

 

Ποινική Έφεση Αρ. 89/2015

Σχ. με 80/2015

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                              Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ  ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ

                                                                                       Εφεσίβλητου

Στ. Στυλιανού και Γ. Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα στην 80/15 και εφεσίβλητο στην 89/15

Κρ. Κυθραιώτου (κα) για την εφεσίβλητη στην 80/15 και

Εφεσείοντα στην 89/15

Εφεσείων παρών

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες της (α) απόπειρας φόνου του Πέτρου Στυλιανού (άρθρο 214(α) του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154), (β) της παράνομης κατοχής και χρήσης πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ (άρθρα 2, 5(1)(α), 28(1) και 51 του Πρώτου Παραρτήματος του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(1)/2004, (γ) της παράνομης κατοχής και χρήσης εκρηκτικών υλών (άρθρα 2, 4(4)(δ) και (ζ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 και (δ) της κατοχής επικίνδυνου αντικειμένου του άρθρου 25(1) του Ν.113(1)/2004 και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6, 5, 3 και 1 ½ χρόνων (αντίστοιχα), ενώ τον αθώωσε στην κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 231 του ΠΚ.

 

      Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη τόσο την καταδίκη όσο και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε, τις οποίες και προσβάλλει με την πρώτη έφεση (την υπ΄ αρ. 80/15), ενώ η εφεσίβλητη θεωρεί ότι η αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντα στην κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης είναι προϊόν πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης και στη βάση αυτή επιδιώκει την ανατροπή της με τη δεύτερη έφεση (την υπ΄ αρ. 89/15). Πρώτα όμως η σκιαγράφηση του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, με την καταγραφή των παραδεκτών και μη παραδεκτών γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση και τα οποία διαδραματίστηκαν μεταξύ της 00:40 και 01:05 π.μ. της 12.9.14 στην καφετέρια Τraffic στο Παλιομέτοχο, ιδιοκτησίας  του Κώστα Αργυρού (ΜΚ8).

 

      Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι γύρω στις 00:40 της 12.9.14 ο εφεσείων επισκέφθηκε την καφετέρια του ΜΚ8 και ζήτησε να του σερβίρει μία μπύρα, ενώ στη βεράντα της καφετέριας κάθονταν οι Πέτρος Στυλιανού (ΜΚ3, παραπονούμενος) και Παύλος Χριστοφή (ΜΚ7).  Όταν όμως ο ΜΚ8 του είπε ότι δεν σερβίρει ποτό τέτοια ώρα γιατί θα κλείσει, ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει και να τον απειλεί πως «αν θέλεις πόλεμο θα τον έχεις» και πως «εννά μπω μες το καφέ σου με το αυτοκίνητο μου», απειλή που επιχείρησε να  υλοποιήσει οδηγώντας το αυτοκίνητο του, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο στο πλάι της καφετέριας, μπρος και πίσω προς τη μεταλλική ράμπα της καφετέριας.

 

      Η προσπάθεια του εφεσείοντα να οδηγήσει το αυτοκίνητο του μέσα στην καφετέρια προκάλεσε την αντίδραση του ΜΚ3, ο οποίος τον πλησίασε και προσπάθησε να τον ηρεμήσει προτρέποντάς τον να πάει σπίτι του για να μη γίνει κάποιο κακό.  Ο εφεσείων όμως, αντί να ανταποκριθεί θετικά στη φιλική συμβουλή του ΜΚ3, πήγε στο απέναντι καφενείο και αφού πήρε μία μπύρα κάθισε έξω από το καφενείο να την πιεί γιατί η υπεύθυνη του καφενείου μόλις τον σέρβιρε έκλεισε το καφενείο και έφυγε.

 

      Ο εφεσείων όταν τέλειωσε τη μπύρα του, μπήκε στο αυτοκίνητο του και αφού το στάθμευσε μπροστά από την καφετέρια κατέβηκε απ΄ αυτό και πλησιάζοντας τους ΜΚ 3, 7 και 8 άρχισε να βρίζει, να ρίχνει ποτήρια στο δρόμο και να σπρώχνει τον ΜΚ8.  Δεν περιορίστηκε μόνο σ΄ αυτά.  Κάποια στιγμή ανέσυρε από την τσέπη του ηλεκτροφόρο ρόπαλο μήκους 30 εκ. (περίπου) διοχετεύοντας ηλεκτρικό ρεύμα στο χέρι του ΜΚ8 και στον ομφαλό του ΜΚ3, ενέργεια που προκάλεσε την αντίδραση του ΜΚ3 ο οποίος τον κτύπησε με μια καρέκλα.  Με το που δέχτηκε δε το κτύπημα, ο εφεσείων μπήκε στο αυτοκίνητό του και εγκατέλειψε τη σκηνή απειλώντας πως «εν να έρτω να σας παίξω, εν να σας σκοτώσω».

 

      Το τι συνέβη στη συνέχεια αμφισβητείται.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΚ 3, 7 και 8, ο εφεσείων  επανήλθε στη σκηνή οπλισμένος με κυνηγετικό όπλο και αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητό του στάθηκε στη μέση του δρόμου και έριξε εναντίον τους δύο πυροβολισμούς.  Με αποτέλεσμα σφαιρίδιο που προήλθε από το δεύτερο πυροβολισμό να σφηνωθεί σε σημείο πίσω από το αριστερό αυτί του ΜΚ3 το οποίο αφαιρέθηκε στις 29.9.14 με εγχείρηση αφού ο τραυματισμός κρίθηκε επικίνδυνος γιατί αφορούσε τραύμα στην κεφαλή και μπορούσε να προκαλέσει ζημιά σε μεγάλα αγγεία των νεύρων.  Σ΄ ό,τι δε αφορά τον εφεσείοντα, αυτός συνελήφθη στις 8:34 π.μ. της 12.9.15 και ανακρίθηκε στις 30.9.15, προβάλλοντας πως δεν θυμόταν ή δεν γνώριζε οτιδήποτε σε σχέση με το περιστατικό.

 

      Προσθέτουμε, τέλος, ότι στο πλαίσιο των αστυνομικών εξετάσεων αναζητήθηκαν τόσο το ηλεκτροφόρο ρόπαλο που χρησιμοποίησε ο εφεσείων εναντίον των ΜΚ 3 και 8 όσο και το κυνηγετικό όπλο με το οποίο τους πυροβόλησε, χωρίς όμως να εντοπιστούν.  Παραλήφθηκε  όμως από την αστυνομία  η φανέλα που φορούσε κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, την οποία ο εφεσείων είχε βγάλει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο μετά από τηλεφώνημα της συζύγου του στην αστυνομία, γύρω στις 2:45 π.μ. της 12.9.15, ότι ο σύζυγος της είχε πέσει αναίσθητος στο πάτωμα.

 

      Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, το κατ΄ εξοχήν ζήτημα που απασχόλησε το Κακουργιοδικείο ήταν το κατά πόσο ο εφεσείων επισκέφθηκε για τρίτη φορά την καφετέρια οπλισμένος με κυνηγετικό με το οποίο έριξε δύο πυροβολισμούς, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο τραυματισμός του ΜΚ3 με σφαιρίδιο πίσω από το αριστερό αυτί.  Επ΄ αυτών το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία όλων των ΜΚ, άξονας της οποίας ήταν η μαρτυρία των αυτοπτών ΜΚ 3, 7 και 8 και απέρριψε τη θέση του εμπειρογνώμονα σε θέματα όπλων και πυρομαχικών Β. Ακάμα (ΜΥ2) ότι κατά το επεισόδιο μόνο ένας πυροβολισμός ρίφθηκε και όχι δύο.  Στη συνέχεια έθεσε την ενώπιον του κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία υπό νομική ανάλυση, καταλήγοντας εν τέλει σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα στις επτά (7) από τις οκτώ (8) κατηγορίες που αντιμετώπιζε (ανωτέρω), πλην όμως τον αθώωσε στην κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Και αυτό  καθοδηγούμενο από την Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446, στην οποία λέχθηκε πως η απόδειξη ειδικής πρόθεσης θανάτωσης ενός προσώπου αποκλείει την ταυτόχρονη ύπαρξη ειδικής πρόθεσης για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.

 

      Η καταδικαστική για τον εφεσείοντα απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται ως εσφαλμένη και η ετυμηγορία του ως επισφαλής για τέσσερις (4) λόγους, ενώ ένας περαιτέρω λόγος έφεσης - ο υπ΄ αρ. 5 - που αφορούσε την κατοχή και χρήση του ηλεκτροφόρου ροπάλου αποσύρθηκε και επομένως το ζήτημα αυτό έπαυσε να αποτελεί σημείο αμφισβήτησης.  Συγκεκριμένα:

 

      Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία των ΜΚ 3, 7 και 8, η οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα ήταν εξωπραγματική και πέραν της λογικής, με το δεύτερο (που αντιστοιχεί στους υπ΄ αρ. 2 και 3 λόγους έφεσης) προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα ότι ο εφεσείων κατείχε πυροβόλο όπλο και εκρηκτικές ύλες εφόσον δεν βρέθηκε στην κατοχή του ούτε όπλο ούτε εκρηκτικές ύλες, με τον τρίτο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα ότι ρίφθηκαν δύο πυροβολισμοί αφού δεν αποδείχθηκε η χρήση δεύτερου φυσιγγίου και με τον τέταρτο (6ος λόγος έφεσης),  γιατί με τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστη δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόπειρας φόνου.

 

      Ο πρώτος λόγος έφεσης προωθήθηκε με άξονα τη θέση ότι οι τρεις αυτόπτες μάρτυρες (οι ΜΚ 3, 7 και 8) τοποθέτησαν τον εφεσείοντα κατά το χρόνο που κατ΄ ισχυρισμό έριξε τους δύο πυροβολισμούς σε διαφορετικά σημεία και, περαιτέρω, ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ΜΥ2, την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε εν μέρει, δεν ρίφθηκαν δύο πυροβολισμοί αλλά ένας.  Κατά συνέπεια, υποστηρίχτηκε, κακώς το Κακουργιοδικείο έκρινε τους εν λόγω μάρτυρες αξιόπιστους εφόσον τα όσα είχαν διηγηθεί ήταν εξωπραγματικά και πέραν της λογικής.

 

      Το Εφετείο, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας και επί τούτου παρέπεμψε σε σχετική νομολογία.  Απαντώντας δε στην πρώτη θέση του εφεσείοντα συμφώνησε πως ναι μεν οι  υπό αναφορά μάρτυρες υπέδειξαν διαφορετικά σημεία, αλλά επεσήμανε πως αυτό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αναφέρονταν σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές και παρέπεμψε επί του προκειμένου στις σελ. 79-80 της  πρωτόδικης απόφασης όπου ορθώς - κατά την εισήγησή της - το Κακουργιοδικείο προσέγγισε  το όλο ζήτημα.  Αναφορικά δε με τη δεύτερη θέση, επεσήμανε ότι ενώ με τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης  προσβάλλεται η  κρίση του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία των ΜΚ 3, 7 και 8, εντούτοις με το διάγραμμα του ο εφεσείων επεκτείνεται ανεπίτρεπτα και στην κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία των δύο εμπειρογνωμόνων - των ΜΚ4 και του ΜΥ2 - και εισηγήθηκε να μην ασχοληθεί το Εφετείο με το θέμα αυτό.  Εν πάση όμως περιπτώσει, υιοθέτησε ως ορθή την απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της θέσης του ΜΥ2 ότι κατά το επεισόδιο ρίφθηκε μόνο ένας πυροβολισμός και επί τούτου παρέπεμψε στη σελ. 43 της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

      Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

      Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Κ.Κ. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 713 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 23/13 ημερ. 22.5.14, ECLI:CY:AD:2014:B344), η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.

 

      Στην προκείμενη περίπτωση δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων και στα συνακόλουθα με αυτή ευρήματα.  Αντίθετα το Κακουργιοδικείο δίδει εξαντλητικούς και στέρεους λόγους γιατί έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ 3, 7 και 8, η οποία περιστρέφεται γύρω από γεγονότα που οι ίδιοι βίωσαν κατά την (αρχικά) ανέμελη έξοδο τους εκείνο το βράδυ για χαλάρωση στην καφετέρια του ΜΚ8.  Ειδικά σ΄ ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία τους είναι αντιφατική αφού έθεσαν τον εφεσείοντα σε διαφορετικά σημεία, το Κακουργιοδικείο διευκρινίζει ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν τον είδαν και οι τρεις ακριβώς το ίδιο χρονικό σημείο.  Και αυτό καθότι ο ΜΚ3 τον έθεσε στο σημείο που τον είχε δει να στοχεύει και όχι να πυροβολεί, ο ΜΚ7 στο σημείο από το οποίο έριξε το δεύτερο πυροβολισμό και ο ΜΚ 8 στο σημείο που τον είδε να προτάσσει το όπλο προς την καφετέρια και αμέσως ο ίδιος κρύφτηκε πίσω από το μικρό μπαρ και επομένως δεν είχε άμεση οπτική επαφή με τον εφεσείοντα κατά το στάδιο ρίψης των δύο πυροβολισμών.  Κατά συνέπεια καμία αντίφαση δεν υπήρχε στη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων για το θέμα αυτό και μάλιστα τέτοιας σημασίας που να έθετε τη μαρτυρία τους εν αμφιβόλω.

 

      Αναφορικά, τώρα, με τη δεύτερη θέση του εφεσείοντα παρατηρούμε ότι η επισήμανση της κας Κυθραιώτου ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου ως  προς την αξιοπιστία του ΜΥ2 (και του ΜΚ4) είναι εκτός των λόγων έφεσης είναι ορθή.  Όμως επειδή με τον 4ο λόγο έφεσης αφήνεται να αιωρείται πως θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΥ2 ότι κατά το επεισόδιο ρίφθηκε μόνο ένας πυροβολισμός, εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό.   Όπως διαπιστώσαμε, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως δεν είχε ικανοποιηθεί «. για την ορθότητα του συμπεράσματος του ΜΥ2 περί της ύπαρξης ενός πυροβολισμού .» στη βάση σχολαστικής ανάλυσης της μαρτυρίας του που εκτείνεται σε 17 πυκνογραφημένες σελίδες (σελ. 43-60).  Ο εφεσείων δεν προσβάλλει την ορθότητα όλων των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο ως αποτέλεσμα της ανάλυσης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, αλλά με τον 4ο λόγο έφεσης περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι αφ΄ ης στιγμής στη σκηνή βρέθηκε μόνο ένα (1) πιστονάκι (από φυσίγγιο κυνηγετικού) το Κακουργιοδικείο κακώς απεδέχθη ότι ρίφθηκαν δύο πυροβολισμοί.  Παραβλέπει όμως ότι επί τούτου  o MY2 επιβεβαίωσε ουσιαστικά αδιαμφισβήτητο σημείο της μαρτυρίας του Λοχία Σολέα (ΜΚ2), ο οποίος υπηρετεί στο Κλιμάκιο Διερεύνησης Σκηνών του ΤΑΕ Λευκωσίας, ότι δεν είναι λίγες οι φορές που δεν εντοπίστηκαν τέτοια τεκμήρια σε σκηνές πυροβολισμών, αφού και αυτός παραδέχτηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να μην εντοπιστεί πιστονάκι.  Έπεται πως ορθώς το Κακουργιοδικείο απεφάνθη πως η μη ανεύρεση και δεύτερου πιστονιού δεν διέψευδε τους ΜΚ3, 7 και 8 επί του ζητήματος.

 

      Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος, όπως αβάσιμος κρίνεται και ο εμπλεκόμενος  με αυτό τέταρτος λόγος έφεσης.

 

      Έκδηλα αβάσιμος κρίνεται και ο επόμενος λόγος έφεσης - ο οποίος αντιστοιχεί στους υπ΄ αρ. 2 και 3 λόγους έφεσης - εφόσον είναι νομολογημένο ότι η μη ανεύρεση του όπλου που χρησιμοποιήθηκε για διάπραξη ενός αδικήματος δεν αποτελεί προϋπόθεση απόδειξης του αδικήματος.  Παραπέμπουμε σχετικά στη Σκορδέλλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101, 102, 103 και 104/13 ημερ. 6.6.16, οι οποίες υιοθέτησαν επί του προκειμένου τις R v. Thatcher (1987) 1 SCR 652 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1)(2012) 2 Α.Α.Δ. 370.

 

      Ένα επιπρόσθετο επιχείρημα που προώθησε ο εφεσείων για αποσύνδεση του από τους δύο πυροβολισμούς που ρίχτηκαν εκείνο το βράδυ, είναι ότι στη φανέλα που φορούσε δεν ανιχνεύτηκαν υπολείμματα εκπυρσοκρότησης.  Παρά το γεγονός όμως ότι το σημείο αυτό είναι εκτός των λόγων έφεσης, να παρατηρήσουμε  ότι ούτε αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην αξιοπιστία των ΜΚ 3, 7 και 8 εφόσον σύμφωνα με τη μαρτυρία της χημικού Μ. Κανάρη (ΜΥ1) - η οποία ήταν μάρτυρας Υπεράσπισης και η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο - η ανίχνευση τέτοιων υπολειμμάτων προϋποθέτει αυστηρή τήρηση των κανόνων διενέργειας δειγματοληψίας που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν καθότι η φανέλα παραλήφθηκε στο  Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας από τον Αστ. Στυλιανού (ΜΚ5) χωρίς γάντια και ως εκ τούτου ο χειρισμός της δεν ήταν ο ενδεδειγμένος.

 

      Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη δεν αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόπειρας φόνου και ειδικά της πρόθεσης θανάτωσης του ΜΚ3.

 

      Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ενώ το Κακουργιοδικείο στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής έλαβε  υπόψη του ότι κατά το χρόνο του επεισοδίου ήταν υπό την επήρεια αλκοόλης που επηρέασε αρνητικά τις αντιδράσεις του, εντούτοις εξετάζοντας την προβλεπόμενη από το άρθρο 214(α) του ΠΚ ειδική πρόθεση παρέλειψε να αξιολογήσει το βαθμό και την έκταση της μέθης που σύμφωνα με το άρθρο 13(3) του ΠΚ λαμβάνεται υπόψη για να διακριβωθεί κατά πόσο κατά τη διενέργεια της πράξης υφίστατο τέτοια πρόθεση.  Περαιτέρω, σ΄ ό,τι αφορά το κίνητρο διατυπώνει τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν διαμορφώνει πρόθεση θανάτωσης απλώς και μόνο γιατί κάποιος τον κτύπησε, όπως στην παρούσα περίπτωση.  Κατά συνέπεια, εισηγήθηκε, οι πράξεις του θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι απέβλεπαν είτε σε εκφοβισμό είτε σε πρόκληση κάποιας μορφής σωματικής βλάβης και εσφαλμένα κρίθηκε πως στοιχειοθετούσαν την ειδική πρόθεση του άρθρου 214(α) του ΠΚ.  Όπως εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο δεύτερος πυροβολισμός αποκάλυπτε αποφασιστικότητα και επιθυμία να επιφέρει το θάνατο του ΜΚ3.

 

      Η απόφαση του Κακουργιοδικείου επί του υπό κρίση ζητήματος, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι καθόλα ορθή.  Η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα, τόνισε, τόσο πριν όσο και κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, δείχνει άτομο που ήταν σε θέση να γνωρίζει τι έπραττε, ποιες ήταν οι επιπτώσεις των πράξεων του και επομένως η όποια κατάχρηση αλκοόλ έγινε πριν τη διάπραξη του αδικήματος της απόπειρας φόνου δεν ισοδυναμεί με τη νομική έννοια της μέθης του άρθρου 13(3) του ΠΚ.  Επεσήμανε επί του προκειμένου ότι με βάση τη μαρτυρία της Κανάρη (ΜΥ1) δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί η ποσότητα αλκοόλης που είχε ο εφεσείων γύρω στις 1:05 π.μ. όταν πυροβόλησε εναντίον του ΜΚ3 καθότι τα 186 mg/dl ανιχνεύτηκαν σε δείγμα αίματος που λήφθηκε από τον εφεσείοντα στις 3:00 π.μ. και ορθώς το Κακουργιοδικείο, στη σελ. 82 της απόφασης του, απέρριψε ως αβάσιμη την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το στοιχείο της  μέθης για τελική κρίση ως προς την απόδειξη της ειδικής πρόθεσης.  Σ΄ ό,τι δε αφορά τις περαιτέρω δύο αιτιάσεις του εφεσείοντα, υποστήριξε πλήρως τον τρόπο που προσέγγισε το όλο ζήτημα το Κακουργιοδικείο και παρέπεμψε επί τούτων στις σελ. 88 και 89 της πρωτόδικης απόφασης όπου εξετάζεται το κίνητρο και η σημασία του δεύτερου πυροβολισμού ως στοιχεία που λήφθηκαν, μεταξύ άλλων, υπόψη για κατάληξη στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα.

     

      Εξετάσαμε και επ΄ αυτού του ζητήματος την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.

 

      Το ότι ο εφεσείων πριν από το επεισόδιο είχε καταναλώσει τρία (3) μεγάλα μπουκάλια μπύρα είναι αδιαμφισβήτητο.  Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο εφεσείων μετά την κατανάλωση της τρίτης μπύρας - στις 0:40 π.μ. - και πριν τη ρίψη των πυροβολισμών - στις 1:05 π.μ. - ή ακόμα μετά τους πυροβολισμούς, είχε καταναλώσει και άλλο αλκοόλ ώστε να συσχετιστεί και αυτό το στοιχείο με την ώρα λήψης του δείγματος αίματος στις 3:00 π.μ. στο οποίο ανιχνεύτηκαν 186 mg/dl αλκοόλης. Κατά συνέπεια, κατέληξε το Κακουργιοδικείο, η εισήγηση της Υπεράσπισης ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και το στοιχείο της μέθης προς διαμόρφωση κρίσης ως προς την  ύπαρξη ειδικής πρόθεσης θανάτωσης του ΜΚ3 δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία των ΜΚ 3, 7 και 8 ναι μεν ο εφεσείων μύριζε αλκοόλ, αλλά δεν φαινόταν μεθυσμένος ούτε παραπατούσε, ούτε τραύλιζε και ούτε έλεγε ασυναρτησίες.

 

      Υιοθετούμε ως ορθές τις πιο πάνω επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου και το σκεπτικό στη βάση του οποίου απέρριψε την υπό αναφορά εισήγηση της Υπεράσπισης.  Με αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι το στοιχείο της μέθης που προνοείται από το άρθρο 13(3) του ΠΚ δεν θα μπορούσε υπό τις  περιστάσεις να ληφθεί  υπόψη προς διακρίβωση κατά πόσο, κατά τη διενέργεια της πράξης, υφίστατο πράγματι συγκεκριμένη πρόθεση θανάτωσης του ΜΚ3.

      Σ΄ ό,τι αφορά τώρα το κίνητρο, συμφωνούμε με τη θέση της Υπεράσπισης ότι, γενικά, κανένας σώφρων άνθρωπος δεν διαμορφώνει πρόθεση θανάτωσης κάποιου άλλου ανθρώπου απλώς γιατί αυτός τον κτύπησε.  Ωστόσο, όπως λέχθηκε στην Παφίτης και άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τις νοητικές διεργασίες του άλλου και - προσθέτουμε - δεν είναι λίγες οι φορές που για ασήμαντη αιτία κάποιος οδηγείται στο έγκλημα.  Αυτό φαίνεται να συνέβη και στην παρούσα περίπτωση εφόσον, όπως αποκαλύπτουν τα περιστατικά της υπόθεσης, ο εφεσείων μόλις δέχτηκε το κτύπημα με καρέκλα του ΜΚ3 απείλησε ότι θα επέστρεφε «να τους παίξει, να τους σκοτώσει» και προς υλοποίηση της απειλής του επανήλθε στη σκηνή μετά από δέκα (10) περίπου λεπτά οπλισμένος με κυνηγετικό.  Συνεπώς ορθώς το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε κίνητρο να διαπράξει το έγκλημα λόγω της προηγηθείσας συμπλοκής και του κτυπήματος που δέχθηκε με καρέκλα από τον ΜΚ3, το οποίο διαφωτίζει πλήρως το τι τον ώθησε να δράσει όπως έδρασε.

 

      Αβάσιμες, τέλος, κρίνονται και οι περαιτέρω τρεις εισηγήσεις του εφεσείοντα ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι πράξεις του εφεσείοντα θα μπορούσαν να θεωρηθούν από το Κακουργιοδικείο ότι απέβλεπαν είτε σε εκφοβισμό είτε σε πρόκληση κάποιας μορφής σωματικής βλάβης, ο δε δεύτερος πυροβολισμός δεν αποκάλυπτε επιθυμία να επιφέρει το θάνατο του ΜΚ3.  Και αυτό για τον απλό λόγο ότι  ενώ αστόχησε με τον πρώτο πυροβολισμό, εντούτοις έριξε και δεύτερο στοχεύοντας αυτή τη φορά από μικρή απόσταση - 7 με 8 μ., σύμφωνα με τη μαρτυρία - το κεφάλι του ΜΚ3, τον οποίο και τραυμάτισε πίσω από το αριστερό αυτί.

 

      Εν κατακλείδι θεωρούμε ως ορθό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που αποδέχτηκε είχε στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο ύπαρξης της συγκεκριμένης πρόθεσης του άρθρου 214(α) του ΠΚ εφόσον, όπως λέχθηκε στην Παρούτη (ανωτέρω), από την οποία το Κακουργιοδικείο άντλησε καθοδήγηση, ««Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η ύπαρξη αυτού του στοιχείου μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία (προπαρασκευα­στικές πράξεις, ελατήριο, δηλώσεις του κατηγορουμένου, όπλο που χρησιμοποιήθηκε, επιμονή στην επίθεση, φύση των πράξεων και ενεργειών του δράστη που συνθέτουν την επίθεση, φύση των τραυμάτων που προκλήθηκαν σε συνάρτηση και προς το μέρος του σώματος του θύματος στο οποίο τα τραύματα εντοπίστηκαν κλπ.» (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560 και Μενελάου ν. Δημοκρατίας 40 (2004) 2 Α.Α.Δ. 407).  Και αυτό αφού συνεκτίμησε ότι ο εφεσείων  (α) πριν εγκαταλείψει τη σκηνή απείλησε, απευθυνόμενος στους ΜΚ3 και 8, ότι θα επέστρεφε να τους «παίξει» (εν να έρτω να σας παίξω, εν να σας σκοτώσω», (β) είχε κίνητρο να διαπράξει το έγκλημα λόγω της προηγηθείσας συμπλοκής με τους εν λόγω μάρτυρες και του κτυπήματος που του επέφερε με καρέκλα ο ΜΚ3, (γ) χρησιμοποίησε κυνηγετικό όπλο ΔΟΚΟ προς υλοποίηση της απειλής του, το οποίο ήξερε να χρησιμοποιεί εφόσον από το 1997-2014 ήταν κάτοχος τέτοιου όπλου, (δ) δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα πυροβολισμό αλλά προέβη και σε δεύτερο όταν αντελήφθη ότι αστόχησε στον πρώτο, στοιχείο που αποκαλύπτει αποφασιστικότητα και επιθυμία να επιφέρει το θάνατο του θύματος, (ε) στόχευσε το κεφάλι του θύματος, το οποίο και έπληξε με σφαιρίδιο με το δεύτερο πυροβολισμό και (στ) δεν ενήργησε υπό το κράτος στιγμιαίας ή  παρορμητικής ενέργειας, αλλά μετά από κάποιου είδους προπαρασκευής αφού αναχώρησε από τη σκηνή και επέστρεψε οπλισμένος για υλοποίηση της απειλής του ότι «εν να σας παίξω, εν να σας σκοτώσω».

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω και ο υπό αναφορά λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, γεγονός που οδηγεί στην απόρριψη της έφεσης και στην επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ποινή

 

      Ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένες τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 6, 5 και 3 χρόνων που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες της απόπειρας φόνου, της χρήσης πυροβόλου όπλου και της χρήσης εκρηκτικών υλών (αντιστοίχως), προβάλλοντας βασικά δύο λόγους.  Ο πρώτος, ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων έκανε χρήση πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών με σκοπό τη θανάτωση του ΜΚ3 και  ο δεύτερος, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος - δηλαδή ότι το περιστατικό με τους πυροβολισμούς ήταν ολιγόλεπτο, ότι κατ΄ αυτό χρησιμοποιήθηκε  πυροβόλο όπλο κατηγορίας Δ και ότι δεν προκλήθηκε σοβαρός τραυματισμός του ΜΚ3 - οι οποίες ελάφρυναν τη θέση του εφεσείοντα που σε συνδυασμό με τους μετριαστικούς παράγοντες καθιστούσαν την ποινή εσφαλμένη.  Δεν συμφωνούμε.  Με δεδομένο ότι ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι αποδείχτηκε η ειδική πρόθεση του άρθρου 214(α) του ΠΚ και με δεδομένο ότι ταξινόμησε από απόψεως σοβαρότητας τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείοντας στο ορθό επίπεδο, θεωρούμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στο ύψος των ποινών που του επέβαλε εφόσον προσμέτρησε προς όφελός του τόσο τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες όσο και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωσή του.  Να προσθέσουμε επί του προκειμένου ότι για το αδίκημα της απόπειρας φόνου η ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης, από την οποία κατά πάγια νομολογία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο της επιμέτρησης της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166, Καφάρη ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 632, Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 40/2015 ημερ. 25.11.16, ECLI:CY:AD:2016:B534 κ.α.) και η επιβολή στον εφεσείοντα για το εν λόγω αδίκημα της ποινής των 6 χρόνων φυλάκισης αντανακλά αφ΄ εαυτής τη σοβαρή έκπτωση που του έγινε λόγω των προσωπικών του συνθηκών και όλων των μετριαστικών παραγόντων που συνέτρεχαν στην περίπτωση του.

 

      Έπεται ότι και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

 

H έφεση του Γενικού Εισαγγελέα (η υπ΄ αρ. 89/15)

 

 

 

      Όπως σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντα (εφεσίβλητου στην παρούσα) στην κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης είναι προϊόν πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης.  Και αυτό γιατί ενώ η εν λόγω κατηγορία βασίζεται στο άρθρο 231 του ΠΚ, το Κακουργιοδικείο τον αθώωσε με αναφορά στα συστατικά στοιχεία του άρθρου 228(α) του ΠΚ καθοδηγούμενο από την Παρούτη (ανωτέρω), όπου λέχθηκε  πως δεν μπορεί ταυτόχρονα να συνυπάρχει η συγκεκριμένη πρόθεση του αδικήματος της απόπειρας φόνου με αυτή της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 228(α) του ΠΚ.

 

      Η υπό κρίση έφεση προσέκρουσε σε προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου στη βάση ότι είναι εκπρόθεσμη, καθότι η αθωωτική απόφαση ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 14 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Πράγματι η απόφαση του Κακουργιοδικείου απαγγέλθηκε στις 3.3.15 και η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα ασκήθηκε στις 14.4.2015 και το ερώτημα που εγείρεται είναι αν όντως είναι εκπρόθεσμη, λαμβανομένου υπόψη ότι η ποινή στις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων επιβλήθηκε στις 30.3.15.  Επί του προκειμένου η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα αναγνώρισε πως την έχει προβληματίσει και την ίδια το ζήτημα, αλλά θεωρεί πως εμπίπτει στην εξουσία του Εφετείου να θεωρήσει εμπρόθεσμη την έφεση εφόσον η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο για τις άλλες κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος στις 30.3.15.

 

      Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με το άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για τους λόγους που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, νοουμένου ότι ασκεί ή εγκρίνει την άσκηση τέτοιας έφεσης εντός 14 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.  Παραθέτουμε αυτούσιο το υπό αναφορά άρθρο:

 

«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

 

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας

 

(β) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής.

(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την πρόκληση παράδοσης ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση ή στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας όπου συνεδρίασε το Κακουργιοδικείο κατά της αποφάσεως του οποίου ασκείται η έφεση εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.»

 

 

      Στην προκείμενη περίπτωση η αθωωτική (για την κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης) απόφαση, εκδόθηκε στις 3.3.15 και η έφεση ασκήθηκε 38 ημέρες μετά και επομένως έκδηλα είναι εκπρόθεσμη.  Το γεγονός δε ότι για τις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος η ποινή επιβλήθηκε στις 30.3.15 δεν διαφοροποιεί την κατάσταση καθότι οι πρόνοιες του άρθρου 137 είναι σαφείς:-  Οποιαδήποτε έφεση κατ΄ αθωωτικής αποφάσεως ασκείται μέσα στην προθεσμία των 14 ημερών, προθεσμία που ισχύει και για άσκηση έφεσης στην περίπτωση που κατά την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανεπαρκής.  Με τη διαφορά ότι, νομοθετικώς, οι δύο εφέσεις διακρίνονται μεταξύ τους και κατά συνέπεια ο χρόνος επιβολής της ποινής δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την προθεσμία των 14 ημερών για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης.  Η έφεση επομένως του Γενικού Εισαγγελέως είναι εκπρόθεσμη και  λαμβανομένου υπόψη ότι δεν καταχωρήθηκε αίτηση δυνάμει του άρθρου 134 της Ποινικής Δικονομίας για παράταση του χρόνου καταχώρισης της, υπόκειται σε απόρριψη.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη.

 

 

                                                          Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο