ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σ. Ζαννούπας, για τους Εφεσείοντες. Γ. Αργυρού, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GEORGE ELIA-MOTOR ENGINEER LTD κ.α. ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2014, Ποινική Έφεση Αρ. 208/2014, 20/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B560

(2016) 2 ΑΑΔ 1355

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

20 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2014)

(Σχ. με 208/2014)

 

 

GEORGE ELIA-MOTOR ENGINEER LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 208/2014)

(Σχ. με 207/2014)

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΗΛΙΑ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

Σ. Ζαννούπας, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Αργυρού, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία (Ποινική Έφεση 207/2014) και ο εφεσείων (Ποινική Έφεση 208/2014) αντιμετώπιζαν κοινό κατηγορητήριο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην υπόθεση 22186/2011, για αδικήματα που είχαν σχέση με την παράλειψη γραπτής γνωστοποίησης ατυχήματος στο αρμόδιο Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας, κατά παράβαση των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικινδύνων Συμβάντων) Κανονισμών του 2007 και των περί Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία Νόμων του 1996 - 2011.

 

Μετά από ακροαματική διαδικασία αμφότεροι είχαν βρεθεί ένοχοι, στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, και η εφεσίβλητη εταιρεία καταδικάστηκε για την πρώτη και τρίτη κατηγορία σε χρηματική ποινή €1.000 και €700, αντιστοίχως. Ο δε εφεσείων καταδικάστηκε στη δεύτερη κατηγορία που αντιμετώπιζε στη χρηματική ποινή των €800. Περαιτέρω, αμφότεροι καταδικάστηκαν στην καταβολή του ποσού των €180, που αντιπροσώπευαν τα έξοδα της διαδικασίας.

 

Τα ευρήματα του δικαστηρίου στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας ήταν τα ακόλουθα:

 

″Η κατηγορούμενη 1 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν και εξακολουθεί να είναι δεόντως εγγεγραμμένη εταιρεία που κατέχει και λειτουργεί συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων στο χωρίο Πισσούρι της επαρχίας Λεμεσού. Ο κατηγορούμενος 2 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν και εξακολουθεί να είναι ο διευθυντής της κατηγορούμενης 1 εταιρείας. Στις 21.12.2010 ο εργοδοτούμενος της κατηγορούμενης 1 Πανίκος Γεωργίου, ΜΚ3, ασχολείτο με την επιδιόρθωση συγκεκριμένου αυτοκινήτου μετά από οδηγίες του εργοδότη του. Συγκεκριμένα ασχολείτο με την εφαρμογή στη μηχανή του κιβωτίου ταχυτήτων του αυτοκινήτου που ζυγίζει περί τα 120-150 κιλά. Το υπό επιδιόρθωση αυτοκίνητο βρισκόταν πάνω σε κρίκο σε ύψος 1.5 μέτρων. Με τη βοήθεια του κατηγορούμενου 2 ανέβασε το κιβώτιο ταχυτήτων πάνω σε ανυψωτική συσκευή το έμβολο της οποίας έχανε πίεση με αποτέλεσμα το κιβώτιο να μην ανεβαίνει προς τα πάνω. Ο ίδιος άρχισε να πατά με το αριστερό του πόδι το ποδομοχλό για να ανυψώσει το κιβώτιο ταχυτήτων. Ο κατηγορούμενος 2 συγκρατούσε το κιβώτιο από την μία πλευρά και ο ΜΚ3 το κρατούσε αρχικά με τα δύο του χέρια. Ο κατηγορούμενος 2 στη συνέχεια φώναξε και την υπάλληλο του συνεργείου για να τους βοηθήσει να γυρίσουν τη μηχανή αλλά επειδή δεν μπορούσε ο ΜΚ3 κράτησε το κιβώτιο με το αριστερό του χέρι και με το δεξί τη μηχανή για να την γυρίσει. Κάποια στιγμή η συσκευή ανύψωσης οδηγήθηκε απότομα προς τα κάτω με αποτέλεσμα το κιβώτιο ταχυτήτων να μετακινηθεί και ο ΜΚ3 να αναγκαστεί να συγκρατήσει το μεγαλύτερο βάρος αυτού με τα χέρια του. Αμέσως μετά ένοιωσε πόνο στο χέρι και τον ώμο και το ανέφερε την ίδια στιγμή στον εργοδότη του. Στη συνέχεια πήγε σε γειτονικό φαρμακείο και αγόρασε αλοιφή. Όταν έφυγε από την εργασία του επισκέφθηκε γιατρό και συγκεκριμένα τον ορθοπεδικό Δρ. Πίπη Αργυρόπουλλο ο οποίος διέγνωσε ότι ο ΜΚ3 παρουσίαζε πόνο στον αυχένα με μούδιασμα δεξιού άνω άκρου και του χορήγησε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 11.1.2011. Την επόμενη μέρα ο ΜΚ3 παρέδωσε ο ίδιος το ιατρικό πιστοποιητικό με την αναρρωτική άδεια στον εργοδότη του. Στη συνέχεια εξετάστηκε και από γιατρό του Νοσοκομείου Λεμεσού ο οποίος διέγνωσε ότι ο ΜΚ3 παρουσίασε αιφνίδια αυχεναλγία με επέκταση άλγους στην ωμοπλάτη δεξιά και στο δεξιό άνω άκρο. Τα συμπτώματα που παρουσίασε ο ΜΚ3 ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι συγκράτησε μέρος από το βάρος του κιβωτίου ταχυτήτων. Του χορηγήθηκε περαιτέρω αναρρωτική άδεια και του συνέστησαν περαιτέρω εξετάσεις από τις οποίες διαγνώστηκε αυχενική δισκοπάθεια. Το αναφερόμενο συμβάν ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Λεμεσού. Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ΜΚ1 κατά την επιθεώρηση που πραγματοποίησε στο συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων της κατηγορούμενης 1 διαπίστωσε ότι δεν τηρούσε γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων. Η εν λόγω παράβαση μεταξύ και άλλων παραβάσεων γνωστοποιήθηκε στην κατηγορούμενη 1 με την επιστολή του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας ημερομηνίας 2.5.11. Η κατηγορούμενη 1 παρέλειψε να συμμορφωθεί στην αναφερόμενη παράβαση.″

 

 

Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις, μια από κάθε ένα από τους καταδικασθέντες. Οι εφέσεις έχουν ένα μακρύ κατάλογο λόγων έφεσης, 19 τον αριθμό.

 

Θα ομαδοποιήσουμε τους λόγους έφεσης αμφοτέρων των εφέσεων, εκτός όπου υπάρχει διαφοροποίηση και θα τη σημειώσουμε, σε μια προσπάθεια να καταστεί πιο αποτελεσματική η προσέγγιση της παρούσας υπόθεσης, παρόλο που ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων είχε συμφωνήσει, κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης, ότι το κρίσιμο θέμα είναι κατά πόσο στη βάση των γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση αυτό το οποίο είχε επισυμβεί στα υποστατικά της εφεσείουσας εταιρείας, στην οποία εμπλέκετο ο εφεσείων και ο παραπονούμενος (Μ.Κ. 3), στοιχειοθετεί «ατύχημα» εν τη εννοία των Κανονισμών.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποβάλλεται παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει διάταγμα για εξέταση του παραπονουμένου από γιατρό της επιλογής των εφεσειόντων.

 

Υπάρχει μια δέσμη λόγων έφεσης οι οποίοι καλύπτουν και αμφισβητούν το εύρημα αξιοπιστίας στο οποίο προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τους Μ.Κ. 1, 2, 3, 4 και 5. Οι λόγοι αυτοί είναι οι 5ος, 6ος, 7ος, 8ος, 9ος και 10ος. Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου απεσύρθησαν οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4, και έτσι δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Η δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης άπτεται των συμπερασμάτων              του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα. Ήτοι, οι λόγοι έφεσης 11ος, 12ος, 13ος, 14ος και 15ος.

 

Στο πλαίσιο της έφεσης 207/2014 υπάρχει ένας διαφοροποιημένος λόγος, ο 14ος, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε, στο χώρο εργασίας, «εκτίμηση κινδύνων».

 

Υπάρχει τέλος μια δέσμη λόγων έφεσης η οποία είναι ανεξάρτητη από τους υπόλοιπους και συγκεκριμένα με το 16ο λόγο υποβάλλεται παράπονο ότι υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας και του δικηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής. Με το 17ο λόγο οι εφεσείοντες αμφισβητούν το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων διευκόλυνε την εφεσίβλητη εταιρεία              να διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε. Με το               18ο λόγο οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η κατάληξη του δικαστηρίου περί της ενοχής τους, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, βρίσκεται «έξω από κάθε λογική». Με τον τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται το διάταγμα αναφορικά με την καταβολή των εξόδων (19ος λόγος).

 

Πρώτος λόγος έφεσης

Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεση της (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746).

 

Σε υποθέσεις που διεκδικούνται αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα δυστυχήματος αποτελεί κομβικό σημείο η δυνατότητα εξέτασης του τραυματία διάδικου. Αποτελεί υποχρέωση η διάθεση του τραυματία προς εξέταση έτσι ώστε να βεβαιωθεί με ιατρική μαρτυρία, προερχόμενη από την αντίδικη πλευρά, η έκταση των τραυμάτων.

 

Επί του προκειμένου η υπόθεση που εξετάζουμε είναι ποινικής φύσεως. Το βάρος απόδειξης των κατηγοριών και όλων των συναφών προς το αδίκημα συστατικών στοιχείων του αδικήματος βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή. Στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 7(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να δώσει το μαρτυρικό υλικό στην υπεράσπιση. Ο μάρτυρας και συγκεκριμένα ο Μ.Κ.3, ενώ κατέθετε στο δικαστήριο και αντεξεταζόταν, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε αίτημα για να εξεταστεί από γιατρό της επιλογής των εφεσειόντων. Ορθώς, κατά την άποψη μας, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Κατ' αρχάς θα έπρεπε ν' ανασταλεί η διαδικασία μέχρις ότου διεξαχθεί η εξέταση, τουλάχιστον ασύνηθες στην ποινική δίκη. Περαιτέρω, δεν υπήρχε θέμα βάρους απόδειξης που επωμίζοντο οι εφεσείοντες, όπως σε αστική υπόθεση για αποζημιώσεις, ώστε να τίθεται θέμα μη δικαίας αντιμετώπισης. Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε ν' αποδείξει την υπόθεση της και το συστατικό του, επί του προκειμένου, τραυματισμού του Μ.Κ.3. Συνεπώς, δεν τίθεται τέτοιο θέμα και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Πρώτη δέσμη λόγων έφεσης

Με την πρώτη δέσμη λόγων έφεσης αμφισβητείται, στο σύνολο της, η προσαχθείσα μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, και περιλαμβάνει τον παραπονούμενο Πανίκο Γεωργίου (Μ.Κ.3), τους Μαρία Σιάμαρου (Μ.Κ.1), Επιθεωρήτρια Εργασίας, τον Αθανάσιο Αθανασίου (Μ.Κ.2), σύμβουλο ιατρό εργασίας, όπως και τους άλλους δύο ορθοπεδικούς ιατρούς Παναγιώτη Λουκαΐδη (Μ.Κ.4) του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και τον ιδιώτη ιατρό Πίπη Αργυρόπουλο (Μ.Κ.5).

 

Το θέμα της αξιολόγησης και των συνακόλουθων ευρημάτων αξιοπιστίας, τυγχάνει νομολογιακής αποδοχής ότι αποτελεί έργο του δικάσαντος δικαστηρίου, για λόγους που άπτονται της πλεονεκτικής θέσης που βρίσκεται έχοντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες να δίδουν τη μαρτυρία τους ενώπιον του. Το Εφετείο θα επέμβει, καθηκόντως, όταν τα συγκεκριμένα ευρήματα έρχονται σ' αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή αντίκειται στη λογική των πραγμάτων, όπως αυτά εκπηγάζουν από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας.                              (Βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1A A.A.Δ. 317 και Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1286). Η επέμβαση του Εφετείου ενεργοποιείται όταν η αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως ήταν αυθαίρετη, ολωσδιόλου λανθασμένη, αντικειμενικώς, στη βάση της κοινής λογικής, κρινόμενη.                  (Βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485).

 

 Πρέπει, κατ' αρχάς, να σημειώσουμε μια σημαντική, κατά τη γνώμη μας, παράμετρο που συνθέτει την παρούσα υπόθεση. Παρόλο το εύρος της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί, το μακροσκελές των εκατέρωθεν αντεξετάσεων των μαρτύρων, που θεωρούμε ότι ήταν αχρειαστήτως μεγάλη, και το δικαστήριο θα έπρεπε να την περιορίσει, από τη στιγμή που αμφότεροι οι «πρωταγωνιστές» στο επεισόδιο αποδέχονται, ήτοι, Π. Γεωργίου και ο εφεσείων, ότι ήταν εμπλεκόμενοι στην τοποθέτηση του κιβωτίου ταχυτήτων σ' ένα αυτοκίνητο, εντός του συνεργείου της εφεσείουσας εταιρείας και ο εφεσείων βοηθούσε τον πρώτο, χρησιμοποιώντας ανυψωτικό μηχάνημα. Τούτο εξάγεται από τις καταθέσεις και των δύο (Τεκ. 4 και Τεκ. 5).

 

Το καθοριστικό για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος είναι αν έγινε ένα «ασυνεχές συμβάν», όπως προνοεί η παράγραφος (1) του άρθρου 2 των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικινδύνων Συμβάντων) Κανονισμών του 2007 (Κ.Δ.Π. 531/2007).

 

Το να υποχωρήσει το ανυψωτικό τη στιγμή που καταβαλλόταν προσπάθεια να τοποθετηθεί το κιβώτιο ταχυτήτων, που ήταν αποδεχτό από τους εφεσείοντες ότι γι' αυτή την εργασία τούτο ήταν επάναγκες, πώς εξηγείται;

 

Το αν ήταν ασύνηθες, το πιστοποιεί η Μ.Κ.1 που παρουσίασε τον τρόπο που έπρεπε να διεξαχθεί η εργασία. Αυτό το σκέλος της μαρτυρίας της δεν έχει αμφισβητηθεί από την αντεξέταση. Η μετά από καιρό, σε συνάρτηση με το συμβάν, επίσκεψη της στο συνεργείο της εφεσείουσας εταιρείας, σχεδόν τρεις μήνες, ουδόλως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πληγεί η αξιοπιστία της. Τούτο επιβεβαιώνεται όταν ο Π. Γεωργίου υπέβαλε παράπονο για το συμβάν σχεδόν ένα μήνα μετά, ήτοι (19 Ιανουαρίου 2011). Η επίσκεψη έγινε στις 10 Μαρτίου 2011, αφού είχε συλλέξει πληροφορίες, όπως ανέφερε και έγινε αποδεχτό από το δικαστήριο, από τον παραπονούμενο, τον εφεσείοντα και το γιατρό Αθανασίου (Μ.Κ.2). Δεν πρέπει, βεβαίως, να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο σχετικός Κανονισμός εναποθέτει ευθύνη ενημέρωσης του Γραφείου Εργασίας, μόνο στον εργοδότη. Ανάλογη υποχρέωση δεν υπάρχει και στον εργοδοτούμενο και τούτο ίσως δημιουργεί πρόβλημα για τη μη έγκαιρη επίσκεψη στο χώρο εργασίας για την ανάλογη συλλογή στοιχείων ή μαρτυρία.

 

Υπήρχε συνεπώς η εμπλοκή των δύο στην τοποθέτηση του κιβωτίου, ο εφεσείων αποδέχεται ότι ο Π. Γεωργίου του είπε για κάποια δυσκολία να «σφίξει τις βίδες». Υπήρχε ο ισχυρισμός του Π. Γεωργίου, ότι αισθάνθηκε πόνο την περιοχή του ώμου όταν συγκράτησε το κιβώτιο ταχυτήτων, βάρους 120 κιλών, όπως δέχεται ο εφεσείων, ότι ζύγιζε.

 

Είναι αποδεχτό ότι ο Π. Γεωργίου δεν εγκατέλειψε αμέσως την εργασία του. Πήγε σε φαρμακείο για κρέμα, δεν θυμόταν, όμως, τι είδους ήταν. Δεν πλήττεται η αξιοπιστία αν δεν θυμόταν το είδος. Το σημαντικό είναι ότι επισκέφθηκε τον ορθοπεδικό Αργυρόπουλο που πιστοποιεί, ότι τα συμπτώματα που περιγράφει ο                  Π. Γεωργίου, οδηγούσαν το γιατρό στο συμπέρασμα για αυχενικό σύνδρομο.

 

Συνεπώς το θέμα έγκειται στο αν, στη βάση των δεδομένων μπορούσε το δικαστήριο να θεωρήσει τον Π. Γεωργίου ειλικρινή ή ακόμη τον Π. Αργυρόπουλο ειλικρινή. Ήταν εκτός πλαισίου ή εκτός πραγματικότητας ότι ο Π. Γεωργίου δεν θυμόταν τον αριθμό του αυτοκινήτου που επισκεύαζε τη συγκεκριμένη ημέρα; Θα λέγαμε όχι.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος επέμενε σε πολλές λεπτομέρειες που είχαν σχέση με γεγονότα που ακολούθησαν τη συγκεκριμένη ημέρα. Βεβαίως, έχει σημασία αν έλεγε ψέματα για τον τραυματισμό του.

 

Η ιατρική γνωμοδότηση του Π. Αργυρόπουλου, ιδιώτη ορθοπεδικού, όπως σημειώσαμε, που αρχικώς εξέτασε τον                   Π. Γεωργίου, έδειξε να υπάρχει κάποιο αυχενικό πρόβλημα. Τούτο επιβεβαιώθηκε και από τον κυβερνητικό γιατρό Π. Λουκαΐδη (Μ.Κ.4).

 

Για τους δύο αυτούς γιατρούς δεν έχουμε πεισθεί ότι τα στοιχεία που προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο θα έπρεπε να οδηγήσουν το δικαστήριο ν' απορρίψει τη μαρτυρία τους. Το θέμα του αυχενικού πόνου είναι εν μέρει ιατρικό εύρημα, αλλά έχει σχέση με το αίτιο που προέρχεται από τα γεγονότα που έθεσε ενώπιον του γιατρού ο παθών, που η αναγκαιότητα κράτησης ενός μεγάλου φορτίου, όπως ένα κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου,               120 περίπου κιλών, μπορεί να είναι το αίτιο.

 

Για τους λόγους αυτούς δεν θεωρούμε ότι οι λόγοι 9 και 10 έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

Το παράπονο, αναφορικά με την αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως σε συνάρτηση με την Επιθεωρήτρια Εργασίας, πρέπει να πούμε, μ' όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, ότι ενέχει το στοιχείο της υπερβολής. Δεν έδιδε συγκεκριμένες απαντήσεις αλλά μακρόσυρτες και χωρίς νόημα αναφορές, εισηγήθηκε ο συνήγορος. Ο τρόπος έκφρασης είναι στοιχείο υποκειμενικό και δεν αποτελεί ένδειξη ψεύδους όταν ένας μάρτυρας δεν εκφράζεται με σαφήνεια. Η βάση της όλης μαρτυρίας της συγκεκριμένης μάρτυρος, ήταν η συνοπτική της έκθεση (Τεκ. 1).

 

Μεγάλη έμφαση δόθηκε για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε για να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη στο συνεργείο των εφεσειόντων, που αναφερθήκαμε πιο πάνω. Από τη στιγμή που η αναφορά για «συμβάν» έγινε ένα μήνα μετά, και έπρεπε να ληφθούν καταθέσεις, δεν θεωρούμε ότι τούτο πλήττει την αξιοπιστία της μάρτυρος. Η παράθεση των ευρημάτων της δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο που θα δικαιολογούσε εύρημα ότι ψεύδετο. Όταν ειδικώς τα περισσότερα στοιχεία, όπως η ύπαρξη των ανυψωτικών, που ειρήσθω εν παρόδω, είχαν ελεγχθεί και συντηρηθεί στις 3 Μαρτίου 2011, δηλαδή μία εβδομάδα πριν την επίσκεψη της. Αν είχε ειδοποιηθεί, το Γραφείο Εργασίας, για το συμβάν αμέσως και δεν επισκεπτόταν το χώρο, τότε ενδεχομένως θα είχε έρεισμα το παράπονο. Αλλά ο χρόνος που γνωστοποιήθηκε, 19 Ιανουαρίου 2011, και η τελικώς λήψη κατάθεσης από τον παραπονούμενο 24 Φεβρουαρίου 2011 και από τον εφεσείοντα 10 Μαρτίου 2011, δεν σημειολογεί αναξιοπιστία. Ενδεχομένως, καθυστέρηση, πλην, όμως, τούτο είναι άλλο θέμα. Παραπονείται περαιτέρω ο συνήγορος ότι η εν λόγω λειτουργός έχει θεωρήσει την εκδοχή του Π. Γεωργίου ως ορθή και τούτο πλήττει την αξιοπιστία της.

 

Αυτή η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Την εμπλοκή και των δύο στην τοποθέτηση του κιβωτίου ταχυτήτων στο επιδιορθωμένο αυτοκίνητο, με τη χρήση του ανυψωτικού, την αποδέχονται και οι δύο εμπλεκόμενοι. Την εκδοχή για ενοχλήσεις στο χέρι την δέχεται και ο εφεσείων, κατάθεση που έδωσε στη λειτουργό (Τεκ. 5). Οι ενοχλήσεις επιβεβαιώνονται από τα ιατρικά πιστοποιητικά τόσο του Π. Αργυρόπουλου, με άδεια ασθενείας       (21 Δεκεμβρίου 2010 - 11 Ιανουαρίου 2011), όσο και στην έκθεση αναφέρεται: «Στη συνέχεια ο παθόντας υποβλήθηκε σε περαιτέρω εξετάσεις (μαγνητικό τομογράφο, ηλεκτρομηχανογράφημα) οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι πάσχει από αυχενική δισκοπάθεια».

 

Συνεπώς θεωρούμε ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη, ώστε να στηριχθεί και σ' αυτή για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του. Επομένως, οι αιτιάσεις του λόγου 5 είναι χωρίς έρεισμα.

 

Σε συνάρτηση με τον Α. Αθανασίου (Μ.Κ.2) οι εφεσείοντες παραπονούνται στους λόγους έφεσης 6 και 7, ότι αφενός μεν κακώς κρίθηκε πρωτοδίκως ως εμπειρογνώμονας και αφετέρου δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός.

 

Μελετώντας την αναφορά του δικαστηρίου αναφορικά με τον παρόντα μάρτυρα θεωρούμε ότι το παράπονο είναι ανεδαφικό. Σε κανένα σημείο ο εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι είχε άμεση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής, πέραν από συμβουλευτική, παρέμβαση στην εν λόγω υπόθεση. Ως γιατρός, εργοδοτούμενος στο Γραφείο Εργασίας, δεν εξετάζει, όπως είπε, ασθενείς, δεν επισκέπτεται τους χώρους εργασίας, απλώς χρησιμοποιώντας τις ιατρικές του γνώσεις αποφαίνεται, αν στη βάση των γεγονότων που προέρχονται από τη συλλογή των στοιχείων από την Επιθεωρήτρια Εργασίας, και τις ιατρικές εκθέσεις, η ισχυριζόμενη, από τον Π. Γεωργίου, βλάβη, ήταν πιθανό να είχε επισυμβεί ως αποτέλεσμα του «συμβάντος».

 

Συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι αυτό το παράπονο των εφεσειόντων έχει έρεισμα και κατ' επέκταση η πρώτη δέσμη λόγων (5ος, 6ος, 7ος, 8ος, 9ος και 10ος) έφεσης, που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, απορρίπτονται.

 

Δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης

Η δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης (11ος, 12ος, 13ος, 14ος και 15ος), έχει ως επίκεντρο τη μη αποδοχή, από το πρωτόδικο δικαστήριο, της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την Υπεράσπιση.

 

Η βάση για μη αποδοχή και απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που κατέθεσε ενόρκως, ήταν κατά τη γνώμη μας απολύτως δικαιολογημένη στη βάση των λόγων που τίθενται πρωτοδίκως. Ενόρκως δήλωνε απουσία οποιαδήποτε δική του εμπλοκή στην τοποθέτηση του κιβωτίου ταχυτήτων, ενώ δηλώνεται στην κατάθεση του προς τη λειτουργό εργασίας στις                10 Μαρτίου 2011 (Τεκ. 5). Ούτε τον ισχυρισμό περί πιέσεων που δεχόταν για να υποβάλει παράπονο στην ασφαλιστική εταιρεία αναφέρθηκε στην εν λόγω κατάθεση που έγινε μετά το Γενάρη του 2011 (10 Μαρτίου 2011), που υποτίθεται ότι υφίστατο τις πιέσεις.

 

Το δε ιατρικό πιστοποιητικό που του παρουσιάστηκε την επομένη του επεισοδίου, ενώ δεχόταν ότι ο Π. Γεωργίου είχε «κάποια ενόχληση» στο χέρι, θεωρούσε ότι δεν ήταν από το συμβάν αλλά ήταν λόγω ασθενείας του Π. Γεωργίου. Περαιτέρω, η μη αποδοχή, από το δικαστήριο, του ισχυρισμού ότι ο Π. Γεωργίου ήταν «καλά» και αναζητούσε νέο εργοδότη, μετά το υποτιθέμενο «συμβάν», δεν είχε καν υποβληθεί στον Π. Γεωργίου όταν αυτός κατέθετε ενόρκως. Συνεπώς, ορθά δεν έγινε δεκτή η εκδοχή αυτή.

 

Το εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν αόριστος και ασαφής ως προς                     την ύπαρξη της γραπτής γνωστοποίησης κινδύνων, δεν χωρεί αμφισβήτηση καθότι ούτε στις 10 Μαρτίου 2011 το εντόπισε να υπάρχει η Μ.Κ.1, ούτε απαντήθηκε η επιστολή Τεκ. 14 (2 Μαΐου 2011). Τα δε περί εκδικητικότητας της Μ.Κ.1, έμειναν στο στάδιο των ισχυρισμών αφού δεν αντεξετάστηκε επί τούτου η Μ.Κ.1.

 

Με το 12ο λόγο έφεσης επιχειρείται η παρουσίαση μιας προοπτικής εδραζομένης στην ποσοτική αναφορά σελίδων πρακτικών. Τόσες για το Μ.Κ.3, τόσες για τον εφεσείοντα.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, η επάρκεια και η ορθότητα μιας αξιολόγησης δεν εξαρτάται από την ποσότητα αλλά την ποιότητα. Υπάρχουν άτομα που δεν είναι φειδωλοί στην έκφραση ή ακόμη που αδυνατούν να δώσουν περιεκτική απάντηση. Το ίδιο και δικηγόροι που υποβάλλουν πολλές και πολύπλοκες ερωτήσεις ή και ακόμη δικαστές που εκφράζονται με μεγαλύτερη σαφήνεια από άλλους. Το γεγονός ότι υπήρχαν δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των μερών, είναι στοιχείο όχι και τόσης σημασίας, αφού το δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στο τι είχε πει ο εφεσείων τον επίδικο χρόνο, ήτοι στις                       10 Μαρτίου 2011.

 

Στηριζόμενος και πάλι ο συνήγορος σε ποσοτική αναλογία σελίδων, επιχειρεί με το 13ο λόγο έφεσης να τεκμηριώσει επιχείρημα για μη δίκαιη δίκη. Η αναφορά στην υπόθεση Τουμαζή ν. Dixit, Πολ. ΄Εφ. 274/2010, ημερ. 5 Μαΐου 2015, ECLI:CY:AD:2015:A302 είναι, τουλάχιστον, ατυχής. Γιατί στην εν λόγω υπόθεση η τεκμηρίωση της αρχής της μη δίκαιης δίκης, είχε ως βάση την αποδοχή εξ' ακοής μαρτυρίας, χωρίς η δηλούσα να εμφανισθεί για να αντεξεταστεί. Στοιχείο εντελώς διάφορο με την παρούσα υπόθεση.

 

Στη βάση των πιο πάνω λόγων θεωρούμε ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του εφεσείοντα ήταν ορθή.

 

Σε συνάρτηση με το 14ο λόγο έφεσης στην Ποιν. Έφ. 207/2014, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η Μ. Σιάμαρου, είχε αναφέρει στην έκθεση της Τεκ. 1, ότι κατά την επίσκεψη της ημερ. 10 Μαρτίου 2011, δεν υπήρχε «γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργοδοτουμένων». Ο συνήγορος αναφέρθηκε σε δήλωση του συνήγορου της Κατηγορούσας Αρχής ότι η εφεσίβλητη εταιρεία είχε πλήρως συμμορφωθεί. Η δήλωση αυτή, στη βάση της δικαστικής απόφασης, έγινε στο πλαίσιο των γεγονότων για επιβολή ποινής (7 Ιουλίου 2014). Εκείνο που έχει τη σημασία του για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος είναι η περίοδος που προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο. Η τρίτη κατηγορία, που ενδιαφέρει επί του προκειμένου, παραπέμπει στο χρόνο της                  1ης κατηγορίας ήτοι, «από τις 21/12/2010 μέχρι τις 12/5/2011».

 

Συνακόλουθα, το εν λόγω επιχείρημα δεν έχει έρεισμα.

 

Η εισήγηση των εφεσειόντων περί αντίφασης στην πρωτόδικη απόφαση εδραζομένης αφενός στην αποδοχή της μαρτυρίας του Π. Αθανασίου (Μ.Υ.3) ασφαλιστή, που έρχεται σ' αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 (15ος λόγος), δεν μας βρίσκει σύμφωνους καθότι στερείται ερείσματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, όπως το γεγονός ότι ο Μ.Κ.3 είχε επικοινωνήσει μαζί του δηλώνοντας του ότι υπήρξε ατύχημα και ο ίδιος τραυματίστηκε, αφού ήταν αποδεκτό ότι υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη με την εταιρεία που εκπροσωπούσε ο εν λόγω μάρτυρας.

 

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι τούτο έγινε και στη συνέχεια ότι ο ασφαλιστής είχε επικοινωνήσει με τους πελάτες του, εφεσείοντες, οι οποίοι όταν τον διαβεβαίωσαν για το αντίθετο, ο τελευταίος δεν προχώρησε σε περαιτέρω διερεύνηση. Το δικαστήριο, όμως, δεν δέχθηκε ότι του ζήτησε ο εν λόγω Π. Γεωργίου να πει ψέματα ότι έγινε ατύχημα.

 

Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης σ' αυτή την προσέγγιση και το δικαστήριο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για την κατάληξη του.

 

Με το 15ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες επιχείρησαν να στοιχειοθετήσουν σφάλμα του δικαστηρίου στην αντίκριση της μαρτυρίας της Δέσποινας Παπαμιχαήλ (Μ.Υ.4), υπαλλήλου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η μάρτυρας αναφέρθηκε σε αιτήματα για επίδομα ασθενείας που υπέβαλε, αρχικώς, ο Π. Γεωργίου, ήτοι              21 Μαΐου 2011 και στη συνέχεια αίτημα για ανεργιακό επίδομα από 24 Μαΐου 2011 - 3 Μαΐου 2012. Στη συνέχεια αυτός εργάστηκε σε ξενοδοχεία στην Πάφο, 12 Απριλίου 2013 -                      21 Ιουνίου 2013.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι ψευδόταν στο δικαστήριο όταν είπε ότι δεν είχε ξαναεργαστεί αφού αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας μετά το «συμβάν», υποστήριξε ο κ. Ζαννούπας. Ορθώς, κατά την άποψη μας, το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε το θέμα. Δεν επηρέαζε την αξιοπιστία του σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον καθιστά αναξιόπιστο, όταν η επίδικη περίοδος που ενδιαφέρει ήταν η ύπαρξη ή όχι σωματικής βλάβης, ως αποτέλεσμα του συμβάντος, (20 Δεκεμβρίου 2010) αυτή να είχε διαρκέσει πέραν των τριών ημερών.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο λόγος αυτός δεν έχει έρεισμα.

 

Στη βάση των πιο πάνω η δεύτερη δέσμη των λόγων έφεσης που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων υπεράσπισης (11ος, 12ος, 13ος, 14ος και 15ος), όπως και ο 14ος λόγος της Ποιν. ΄Εφ. 207/2014, απορρίπτονται.

 

16ος λόγος έφεσης

Με το 16ο λόγο, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η μαρτυρία που δόθηκε από τους Μ.Κ. 1, 2 και 3 είχε μολυνθεί καθότι στις                         9 Ιανουαρίου 2014 είχαν θεαθεί «σε δωμάτιο στο χώρο του Δικαστηρίου που χρησιμοποιείται από τους δικηγόρους της Δημοκρατίας να συνομιλούν κατ' ιδίαν μεταξύ τους και με κλειστή την πόρτα». Ο συνήγορος αναφερόμενος στα πρακτικά υποστήριξε ότι το συμβάν είχε αναφερθεί στο δικαστήριο, πριν την κατάθεση του Μ.Κ.2, και σε αργότερο στάδιο σε σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε προς τον εν λόγω μάρτυρα για το θέμα αυτό προβλήθηκε ένσταση από πλευράς του συνήγορου της Κατηγορούσας Αρχής και ο συνήγορος των εφεσειόντων απέσυρε την ερώτηση. Το γεγονός ότι ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής παραδέχθηκε ότι, όντως, υπήρξε μια τέτοια συνάντηση, ολιγόλεπτη, όπως είπε, ήταν αρκετό, κατά την εισήγηση του συνηγόρου να θεωρηθεί ως μεμπτό.

 

Από τα πρακτικά φαίνεται ότι υπήρξε μια στιχομυθία μεταξύ των δύο συνηγόρων πριν την έναρξη της ένορκης κατάθεσης του Μ.Κ.2 και το δικαστήριο έχοντας ακούσει και τις δύο πλευρές που ουσιαστικώς αλληλοκατηγορούντο, ανέφερε ότι «οι δηλώσεις των δύο πλευρών έχουν καταγραφεί στα πρακτικά».

 

Το θέμα της επαφής του συνήγορου της Κατηγορούσας Αρχής με ένα μάρτυρα, δεν είναι εκ προϊμίου, και χωρίς οτιδήποτε άλλο, μεμπτό. Το να ενθαρρυνθεί ένας μάρτυρας να αναφέρει την αλήθεια και μόνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι επηρεάζει, με οποιοδήποτε τρόπο, την ορθότητα ή την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα. Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. 101/2013 και επόμενα, ημερ. 6 Ιουνίου 2016, στην οποία γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.

 

Στην προκείμενη περίπτωση τίποτε δεν έχει αναφερθεί, σύμφωνα με το πρακτικό του δικαστηρίου, έτσι ώστε να ήταν δυνατό το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα μόλυνσης της μαρτυρίας, αφού ο συνήγορος είχε στο μεταξύ αποσύρει την επίμαχη ερώτηση, όπως αυτή καταγράφεται στα πρακτικά,                 σελ. 56. Συνεπώς, δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση αυτή.

 

17ος λόγος έφεσης

Ο 17ος λόγος είναι, με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, ασαφής. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων διευκόλυνε την εφεσείουσα εταιρεία στη διάπραξη του αδικήματος. Δεν ξεκαθαρίζεται ποιο είναι ουσιαστικώς το παράπονο, πλην, όμως, υπήρξε δήλωση στο δικαστήριο στο πλαίσιο των παραδεχτών γεγονότων ότι, «Κατά τον ουσιώδη χρόνο η κατηγορούμενη 1 ήταν και εξακολουθεί να είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στα γραφεία του Εφόρου Εταιρειών και ο κατηγορούμενος 2 ήταν και εξακολουθεί να είναι διευθυντής αυτής». Η κατηγορία που έχει προσαφθεί ήταν ότι ο εφεσείων ως διευθυντής της εταιρείας διευκόλυνε την παράλειψη αποστολής στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Λεμεσού κατάλληλου έντυπου γνωστοποίησης ατυχήματος. Η όλη δομή της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ήταν ότι ο εφεσείων ήταν ο διευθυντής της εταιρείας, το πρόσωπο το οποίο διηύθυνε τις επιχειρήσεις της εφεσείουσας εταιρείας, ήτοι το συνεργείο επιδιόρθωσης των αυτοκινήτων και το άτομο με το οποίο ήλθε σε επαφή τόσο η λειτουργός του Γραφείου Επιθεώρησης Εργασίας, όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες. Συνεπώς, δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στον εν λόγω λόγο και απορρίπτεται.

 

18ος λόγος έφεσης

Ο 18ος λόγος άπτεται της γενικής αρχής που διέπει κάθε ποινική υπόθεση, ότι, δηλαδή, υπαρχούσης οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την ενοχή ενός κατηγορουμένου, αυτός θα πρέπει να αθωώνεται στη βάση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

 

Αρχίζοντας, υποστήριξε ο συνήγορος, τη μελέτη της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα αποσπάσματα τα οποία βρίσκονται στις πρώτες σελίδες, υπάρχει εξ' αρχής μια αντίληψη ότι το δικαστήριο είχε ήδη αποφασίσει για την ενοχή των εφεσειόντων, πριν καν τους ακούσει.

 

Δεν προτιθέμεθα να σχολιάσουμε περαιτέρω αυτή την εισήγηση, που είναι, εν πάση περιπτώσει, ανεδαφική, καθότι μια δικαστική απόφαση θα πρέπει να διαβαστεί στο σύνολο της και από την ουσιαστική κατάληξη η οποία βρίσκεται στα ευρήματα ως προς τα γεγονότα, τη νομική πτυχή και την κατάληξη ως προς τη διάπραξη ή όχι του καταλογιζόμενου αδικήματος, τότε θα πρέπει να αμφισβητηθεί αν είναι ορθή ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

 

Στην υπόθεση αυτή έχουμε την εντύπωση ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος συγχέει την έννοια «του εργατικού ατυχήματος» με τον ορισμό του «ατυχήματος», όπως αυτό περιγράφεται στους περί Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικινδύνων Συμβάντων) Κανονισμούς του 2007 (Κ.Δ.Π. 531/2007), ήτοι:

 

″2(1) ..

«ατύχημα» σημαίνει ασυνεχές συμβάν το οποίο προκαλεί σωματική ή διανοητική βλάβη ή απώλεια σε ..″

 

 

 

Η λέξη «ασυνεχές» σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη, ορίζεται ως: «Αυτό που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνέχειας, που παρουσιάζει κενά».

 

Εκείνο για το οποίο είχαν κατηγορηθεί οι εφεσείοντες ήταν ότι από τη στιγμή που υπήρξε ένα ασυνεχές συμβάν, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση ενώ το κιβώτιο ταχυτήτων είχε, με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανήματος, προωθηθεί για να τοποθετηθεί στο αυτοκίνητο το οποίο επισκευαζόταν στο συνεργείο της εφεσείουσας εταιρείας, λόγω απώλειας πίεσης του ανυψωτικού, τούτο υποχώρησε με αποτέλεσμα το κιβώτιο ταχυτήτων να συγκρατηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον εργοδοτούμενο των εφεσειόντων Π. Γεωργίου. Αυτό ήταν το «συμβάν» για το οποίο οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση, εντός της ταχθείσας προθεσμίας των 15 ημερών, να το αναφέρουν στο Γραφείο Εργασίας. Συμβάν που προκάλεσε σωματική βλάβη και ανάγκασε τον εργοδοτούμενο να απουσιάσει με άδεια ασθενείας πέραν των τριών ημερών. Το ποιο θα ήταν το πόρισμα του συγκεκριμένου γραφείου δεν είναι το ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση. Το αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται οι εφεσείοντες είναι ότι παρέλειψαν να γνωστοποιήσουν το «ατύχημα», όπως τούτο το αναλύσαμε πιο πάνω. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης έχει πλήρως αποδειχθεί και ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει πλήρως την κατηγορία εναντίον των εφεσειόντων και τους καταδίκασε. Συνεπώς, ούτε αυτή η πτυχή της έφεσης έχει έρεισμα.

 

19ος λόγος έφεσης

Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται με το 19ο λόγο γιατί                     το πρωτόδικο δικαστήριο τους είχε καταδικάσει στα έξοδα. Αντιλαμβανόμαστε ότι συμπεριελήφθη και αυτός ο λόγος, ο οποίος θα αποκτούσε έρεισμα εάν οι προηγούμενοι λόγοι έφεσης θα είχαν επιτυχή κατάληξη. Στη βάση της αποτυχίας των υπόλοιπων λόγων, αποτυγχάνει και αυτός.

 

Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται με €2.000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ. Δ.

 

 

                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο