ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ. Χριστοφίδης, Π. Σταύρου, Ειρ.-Χρ. Άνθη (κα), για τον Εφεσείοντα Ν. Δημητρίου, Χρ. Θεμιστοκλέους (κα) για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΥΛΛΟΥΡΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 189/2016 και 190/2016, 20/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B559

(2016) 2 ΑΑΔ 1396

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινικές Εφέσεις Αρ. 189/2016

και 190/2016

 

 

20 Δεκεμβρίου, 2016

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ποινική Έφεση Aρ. 189/2016

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΣΥΛΛΟΥΡΗ

                                                                       Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητης

--------

 

Ποινική Έφεση Αρ. 190/2016

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΣΥΛΛΟΥΡΗ

                                                                       Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητης

 

Χρ. Χριστοφίδης, Π. Σταύρου, Ειρ.-Χρ. Άνθη (κα), για τον Εφεσείοντα

Ν. Δημητρίου, Χρ. Θεμιστοκλέους (κα) για την Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

.............

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή 9 μάρτυρες (ΜΚ) και για την Υπεράσπιση ο εφεσείων και 6 μάρτυρες  (ΜΥ), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορία της πρόκλησης του θανάτου του Σεμπάστιαν Πέτρου Καραπατέα λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης (Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154) και του επέβαλε άμεση ποινή φυλάκισης 1 έτους.

 

      Η προαναφερθείσα κατηγορία προσάφθηκε εναντίον του εφεσείοντα ως αποτέλεσμα διερεύνησης από την Αστυνομία θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος το οποίο επεσυνέβη στις 3:15 π.μ. της 21.9.13 στην οδό Πεντέλης, στο Στρόβολο, όταν το αυτοκίνητο ΕΥΕ 721 που οδηγούσε ο εφεσείοντας απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας ΚΝQ 752 που οδηγούσε ο Σεμπάστιαν στην οδό Πεντέλης, με τραγικό επακόλουθο να του κοπεί  το νήμα της ζωής.

 

      Τα δεδομένα της σκηνής του δυστυχήματος και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό συνέβη δεν αμφισβητούνται.  Όπως δεν αμφισβητείται από τον εφεσείοντα ότι το δυστύχημα προκλήθηκε ως αποτέλεσμα και της δικής του αμέλειας.  Αυτό που αμφισβητεί είναι ότι η αμέλεια που επέδειξε δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ, εξ  ου και με την πρώτη  έφεση  (την υπ΄ αρ. 189/16) προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη ετυμηγορία, ενώ με τη δεύτερη (την υπ΄ αρ. 190/16) προσβάλλει ως εσφαλμένη την ποινή του 1 έτους άμεσης φυλάκισης που του επιβλήθηκε. 

 

      Πρώτα όμως η περιγραφή της σκηνής και στη συνέχεια η σκιαγράφηση των αδιαμφισβήτητων συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα, καθώς επίσης και η παράθεση των λόγων  στη βάση των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα στην κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

      Η σκηνή του δυστυχήματος αποτυπώνεται σε σχεδιάγραμμα επί κλίμακος (τεκμ.3), το οποίο ετοιμάστηκε από τον εξεταστή του δυστυχήματος λοχία Σολέα (ΜΚ1).  Πρόκειται, κατά κοινή παραδοχή, για ιδιόμορφη διασταύρωση εφόσον ένθεν και ένθεν του κυρίου δρόμου - της οδού Πεντέλης - υπάρχουν δύο κάθετες πάροδοι - οι οδοί Καλλιόπης και Δημ. Χαραλάμπους - τα στόμια των οποίων δεν βρίσκονται ακριβώς απέναντι το ένα από το άλλο, αλλά απέχουν μεταξύ τους ελάχιστα μέτρα.  Η ιδιομορφία αυτή, όπως διαπιστώθηκε  από σχετική παρακολούθηση αστυνομικών που διενεργήθη μετά το δυστύχημα, συμβάλλει ώστε το σύνολο σχεδόν των οδηγών που εξέρχονται από την οδό Καλλιόπης με πρόθεση να κατευθυνθούν στην λοξώς απέναντι οδό Δημ. Χαραλάμπους, να διασταυρώνουν τον κύριο δρόμο διαγώνια.  Λαμβανομένου δε  υπόψη ότι από επιτόπιες εξετάσεις της αστυνομίας διαπιστώθηκε πως λόγω παράνομης στάθμευσης οχημάτων, κυρίως στη γωνία της οδού Καλλιόπης με τον κύριο δρόμο, «. μειώνονται δραστικά οι ορατότητες εξερχόμενων οχημάτων από τις κάθετες παρόδους, με μεγάλες πιθανότητες τροχαίων συγκρούσεων» η αστυνομία εισηγήθηκε στο Τμήμα Δημοσίων Έργων «.. την τοποθέτηση μέτρων κυκλοφοριακής ύφεσης επί της οδού Πεντέλης, καθώς και μονοδρόμηση της οδού Δημητράκη Χαραλάμπους για αποτροπή κάθετων διασταυρώσεων οχημάτων» ώστε να απαμβλυνθεί  ο κίνδυνος πρόκλησης δυστυχημάτων (επιστολή αστυνομίας ημερ. 23.10.13 στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, τεκμ. 44).

 

      Αναφορικά τώρα με τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα, αποτελεί κοινό τόπο ότι ο εφεσείων οδηγούσε επί της οδού Καλλιόπης με πρόθεση να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο - την οδό Πεντέλης - και να κατευθυνθεί στην οδό Δημ. Χαραλάμπους.  Προσεγγίζοντας δε τον κύριο δρόμο σταμάτησε στο αλτ και επειδή στ΄ αριστερά του υπήρχαν τρία παρανόμως σταθμευμένα αυτοκίνητα, με πρώτο το VAN ΚUF063, που τού εμπόδιζαν την ορατότητα, επεχείρησε να διασταυρώσει διαγώνια τον κύριο δρόμο πλάτους 6 μ. με ταχύτητα (όπως έγινε δεκτό) 0-5 χλμ/ω.  Mε αποτέλεσμα να εισέλθει στον κύριο δρόμο κατά 4.90 μ. καταλαμβάνοντας μέρος του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας και αποκόπτοντας την ελεύθερη πορεία της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο Σεμπάστιαν στον κύριο δρόμο και την οποία δεν αντιλήφθηκε.  Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο αποδίδει και (τα εκατέρωθεν αποδεκτά) ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

«Στις 21.9.2013 και περί ώρα 03:15 ο κατηγορούμενος οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής EYE 721 στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της οδού Καλλιόπης στην Λευκωσία. Φθάνοντας στο αλτ της εν λόγω οδού σταμάτησε το όχημα του με κλίση προς τα αριστερά. Αριστερά του βρίσκονταν κατά σειρά τα παράνομα σταθμευμένα οχήματα με αριθμούς εγγραφής KUF 063, KJY 456 και ΚΧΝ 194 τα οποία και περιόριζαν την ορατότητα του προς τα αριστερά.  Όταν το όχημα του κατηγορούμενου ήταν σταματημένο στο αλτ , η ορατότητα του προς τα αριστερά ήταν 20,90 μέτρα διαγώνια και προς την γωνία της οδού Δημήτρη Χαραλάμπους. Ο κατηγορούμενος παρά το ότι ευρισκόμενος στο αλτ είχε περιορισμένη ορατότητα προς τα αριστερά, αντί να οδηγήσει το όχημα του με κλίση αριστερά και δίπλα από το παράνομα σταθμευμένο όχημα με αριθμούς εγγραφής KUF 063 ως όφειλε και είχε την δυνατότητα να πράξει, εσφαλμένα οδήγησε το όχημα προς τα εμπρός και διαγώνια με σκοπό να εισέλθει στην οδό Δημήτρη Χαραλάμπους. Παρά το ότι ακολούθως είχε πλέον αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα προς τα αριστερά και πιο συγκεκριμένα 53 μέτρα, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως την παρουσία της μοτοσυκλέτας με αριθμούς εγγραφής KNQ 752 η οποία ερχόταν από τα αριστερά του και την οποία οδηγούσε ο Σεμπαστιάν Πέτρος Καραπατέας.  Χωρίς λοιπόν να αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας προς τα αριστερά, συνέχισε χωρίς διακοπή την ευθεία και διαγώνια πορεία του με σκοπό να εισέλθει στην οδό Δημήτρη Χαραλάμπους .  Αποτέλεσμα ήταν να καταλάβει μεγάλο μέρος του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας και να ανακόψει την ελεύθερη πορεία της πιο πάνω μοτοσυκλέτας. Αποτέλεσμα ήταν ο μοτοσικλετιστής να χάσει τον έλεγχο της και να επέλθει σύγκρουση συνεπεία της οποίας προκλήθηκε σε αυτόν πολυτραυματισμός ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του κατά την ίδια ημέρα.»

 

 

      Έχοντας προσδιορίσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε ο εφεσείων ως ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το σφάλμα του εφεσείοντα να οδηγήσει το αυτοκίνητο του διαγώνια «. αντί να στρίψει αριστερά ως όφειλε και είχε τη δυνατότητα να πράξει, δημιούργησε μια αντικειμενικά επικίνδυνη κατάσταση για όσους χρησιμοποιούσαν το δρόμο» και η παράλειψη του να αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας από απόσταση 53 μ. δεν συνάδει «. με τον τρόπο που η λογική καθορίζει ότι θα πρέπει να ενεργήσει ένας οδηγός υπό τις περιστάσεις».  Στη βάση αυτή και αντλώντας καθοδήγηση από τις Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 Α.Α.Δ. 18 και Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδική συμπεριφορά που επέδειξε ο εφεσείοντας κατά τον επίδικο χρόνο ήταν επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη και κατά συνέπεια η Κατηγορούσα Αρχή είχε πετύχει να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την υπόθεση της.

 

      Ο εφεσείων αμφισβητεί ότι τα λάθη στα οποία υπέπεσε στοιχειοθετούν το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ, προβάλλοντας βασικά ότι αυτά στοιχειοθετούν το αδίκημα της αμελούς οδήγησης του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/1972) και επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε για αλόγιστη, επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση (Λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 8).  Επιπρόσθετα παραπονείται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ9 Λοχία Αντρέου (4ος λόγος έφεσης), (β) απόρριψε ως αναξιόπιστη τη δική του μαρτυρία (6ος λόγος έφεσης) και (γ) αποφάνθηκε πως η όποια οδική συμπεριφορά του θύματος ήταν αδιάφορη σ΄ ό,τι αφορά τη δική του ποινική ευθύνη (7ος λόγος έφεσης), ενώ ο 3ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε τους πιο πάνω λόγους έφεσης με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.

 

      Έχοντας εξετάσει στο σύνολο της την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα, θεωρούμε ότι προέχει η εξέταση του 4ου λόγου έφεσης με τον οποίο διατυπώνεται η θέση πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του λοχία Ανδρέου (ΜΚ9).  Ποια όμως ήταν η ουσία της εν λόγω μαρτυρίας;  Δεν ήταν άλλη από το ότι ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να μην επιχειρήσει διαγώνια διασταύρωση του κυρίου δρόμου, αλλά θα έπρεπε να στρίψει αριστερά προκειμένου να αυξήσει το οπτικό του πεδίο προς την κατεύθυνση από την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα.  Πόρισμα στο οποίο κατέληξε ο μάρτυρας μετά από αυτοψία που διενήργησε στη σκηνή του δυστυχήματος στις 11.11.15, στο πλαίσιο της οποίας τοποθέτησε το Van KUF063 στην ίδια θέση που ήταν (παράνομα) σταθμευμένο το βράδυ του δυστυχήματος.  Αυτή ήταν η πεμπτουσία της μαρτυρίας του την οποία αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που σύμφωνα με ό,τι εξηγείται στο διάγραμμα του εφεσείοντα δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή γιατί παραγνωρίστηκε αφενός η ιδιομορφία της σκηνής και αφετέρου γιατί η αυτοψία έγινε υπό το φως της ημέρας ενώ το δυστύχημα έγινε βράδυ.

 

      Εξετάσαμε με προσοχή ό,τι επί του προκειμένου προβλήθηκε και καταλήξαμε ότι ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

      Ανεξάρτητα από την ιδιομορφία της σκηνής και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κατά κανόνα οι οδηγοί διασταύρωναν τον κύριο δρόμο με κατεύθυνση από την οδό Καλλιόπης προς την οδό Δημ. Χαραλάμπους διαγώνια, παραμένει ως γεγονός ότι ο εφεσείων διασταύρωσε διαγώνια τον κύριο δρόμο κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που θέτει στους οδηγούς το καθήκον όταν στρίβουν δεξιά να το πράττουν υπό γωνία 90°.  Το ότι δε είχε τη δυνατότητα να οριζοντιοποιήσει πρώτα το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά του κυρίου δρόμου ώστε  να αυξήσει το πεδίο ορατότητας του και ακολούθως να το οδηγήσει κατά μερικά μέτρα απέναντι από το στόμιο της οδού Δημ. Χαραλάμπους για να στρίψει δεξιά υπό γωνία 90°, δεν απορρέει μόνο από τη μαρτυρία του ΜΚ9.  Απορρέει και από το σχεδιάγραμμα και ως εκ τούτου το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενώ είχε αυτή τη δυνατότητα εσφαλμένα επιχείρησε διαγώνια διασταύρωση του κυρίου δρόμου παραμένει αλώβητο.  Με την επισήμανση ωστόσο ότι λόγω της ιδιομορφίας της σκηνής, με τα στόμια των δύο επιδίκων παρόδων να απέχουν μεταξύ τους ελάχιστα μέτρα, η προσφερόμενη δυνατότητα γίνεται υπό την πλέον αυστηρή θεώρηση της οδικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα, η οποία προϋπόθετε επίδειξη εκ μέρους του αυξημένης προσοχής και επιμέλειας.  Επισήμανση που θα έχουμε υπόψη όταν θα εξετάσουμε πιο κάτω αν τα δύο σφάλματα τα οποία του καταλόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τεκμηρίωναν την αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη του άρθρου 210 του ΠΚ.  Πριν όμως επιληφθούμε αυτού του - κρίσιμου για την υπόθεση - ζητήματος θα΄ ταν χρήσιμο να εξετάσουμε και τους λόγους έφεσης 6 και 7, για τους οποίους δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά.

 

      Με το λόγο έφεσης υπ΄ αρ. 6 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και περαιτέρω, παρόλο που έκρινε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη εντούτοις χρησιμοποίησε «. κομμάτια της μαρτυρίας του για να καταλήξει στα πραγματικά γεγονότα και στον τρόπο με τον οποίο συνέβη το δυστύχημα».

 

      Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

 

 

      Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από εξονυχιστική ανάλυση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, έκρινε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και ενόψει τούτου σύμφωνα με τη νομολογία (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002)  2 Α.Α.Δ. 499 και Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266) δεν είχε δυνατότητα επιλογής μέρους της μαρτυρίας του καθότι μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων που κρίνονται αξιόπιστοι παρέχεται τέτοια δυνατότητα.  Ωστόσο προσεκτική μελέτη της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει πως βασικά απορρίφθηκε μόνο το σημείο της μαρτυρίας του ότι δεν επιχείρησε διαγώνια διασταύρωση του κυρίου δρόμου και πως αντιλήφθηκε την τελευταία στιγμή «ένα φως» να έρχεται από αριστερά του και «πάτησε τα φρένα του και σταμάτησε τελείως το αυτοκίνητό του».  Το ότι ακινητοποίησε το αυτοκίνητο  του με τη σύγκρουση επιβεβαιώνεται και από την τελική θέση του αυτοκινήτου στη σκηνή και το στοιχείο αυτό δεν έτυχε αμφισβήτησης.  Όπως δεν έτυχε αμφισβήτησης και άλλο σημείο της μαρτυρίας του ότι πριν επιχειρήσει είσοδο στον κύριο δρόμο σταμάτησε στο αλτ της οδού Καλλιόπης, κάτι που υπήρξε και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα δεν έχει εν τέλει σημασία η χρησιμοποίηση μέρους της μαρτυρίας του, αφού στην πραγματικότητα το μέρος που χρησιμοποιήθηκε υποστηρίζεται από άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. 

 

      Ο 7ος λόγος έφεσης προωθήθηκε με άξονα τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδική συμπεριφορά του θύματος ήταν αδιάφορη σ΄ ό,τι αφορά την ποινική ευθύνη του εφεσείοντα, τη στιγμή μάλιστα που στο αίμα του θύματος ανιχνεύτηκε αλκοόλη 95 mg/dl.  Δεν διαφωνούμε ότι η γενίκευση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη.  Σημασία, σ΄ό,τι αφορά την υπό κρίση περίπτωση, είναι ότι το θύμα οδηγούσε κανονικά τη μοτοσυκλέτα του στην αριστερή πλευρά του δρόμου και η γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης ήταν τα δύο σφάλματα που καταλόγισε στον εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο και όχι η οδική συμπεριφορά του θύματος.  Με την προσθήκη βεβαίως ότι ήταν εκτός του πλαισίου της ποινικής δίκης ο καταμερισμός ευθύνης λόγω της μη λήψης αποτρεπτικών (ενδεχομένως) μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης εκ μέρους του μοτοσικλετιστή.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω απορρίπτεται και ο 7ος λόγος έφεσης.

 

      Παρέμεινε το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο τα δυο σφάλματα που διέπραξε κατά τον επίδικο χρόνο ο εφεσείων τεκμηριώνουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη που προνοείται από το  άρθρο 210[1] του ΠΚ, ερώτημα που καλύπτεται από τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 8.

 

      Επί του προκειμένου είναι θέση του εφεσείοντα ότι, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οδικής του συμπεριφοράς και της ιδιομορφίας της σκηνής, τα δύο λάθη στα οποία υπέπεσε δεν στοιχειοθετούν το αδίκημα του άρθρου 210 αλλά το αδίκημα του άρθρου 8 του Ν.86/72.  Παρέπεμψε συναφώς στις Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάζου (2001) 2 Α.Α.Δ. 18, Ζυπίτης κ.α. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, Μίσιης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 421 και Clarke v. Winchurch and Others (1969) 1 All E.R. 275.

 

      Tα υπό αναφορά σφάλματα, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, αν και στιγμιαία, εντούτοις δημιούργησαν μία επικίνδυνη κατάσταση που αποτέλεσαν τη βασική αιτία του δυστυχήματος και ως εκ τούτου στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ.  Παρέπεμψε σχετικά στις Σαζός και Πέτρου (ανωτέρω) καθώς επίσης και στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 473 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 140/14 ημερ. 8.4.15, ECLI:CY:AD:2015:B267.

 

      Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των δύο συνηγόρων των διαδίκων και των αυθεντιών στις οποίες παρέπεμψαν.  Ό,τι προκύπτει από τις εν λόγω αυθεντίες, αλλά και άλλες (ενδεικτικά αναφέρουμε τις Φιντανάκης ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 98/13 ημερ. 30.9.14, ECLI:CY:AD:2014:B725, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποιν. Εφ. 71/12 ημερ. 21.2.14 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 52/11 ημερ. 29.7.14, ECLI:CY:AD:2014:B585), είναι ότι για να βρεθεί κάποιος ένοχος στο αδίκημα του άρθρου 210 πρέπει η πρόκληση θανάτου να οφείλεται σε αλόγιστη (rash), απερίσκεπτη (reckless) ή επικίνδυνη πράξη και συμπεριφορά, κριτήρια που το νομοθέτημα αφήνει στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης (Πέτρου ανωτέρω).  Σε οδικές δε συμπεριφορές που εδράζονται στο άρθρο 210 του ΠΚ απαιτείται απόδειξη αμέλειας μεγαλύτερου βαθμού απ΄ ότι για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα (Μαυρομάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69) ή, όπως τέθηκε στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 52/11 ημερ. 29.7.14, ECLI:CY:AD:2014:B585απαιτείται η ύπαρξη λανθασμένης ενέργειας η οποία δεν εξομοιώνεται με την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα εφόσον σε τέτοια περίπτωση ο βαθμός του σφάλματος υπολείπεται εκείνου της αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης οδήγησης. 

 

      Έχοντας λοιπόν υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία το κρίσιμο ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσο, υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, τα δύο σφάλματα στα οποία υπέπεσε ο εφεσείων στοιχειοθετούν, από απόψεως βαθμού, το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ.  Με την επισήμανση ωστόσο ότι, κατά τη γνώμη μας, πρόκειται ουσιαστικά για ένα σφάλμα που αφορά την ενέργεια του εφεσείοντα να διασταυρώσει διαγώνια το δρόμο λόγω αφενός της ύπαρξης παρανόμως σταθμευμένων στ΄αριστερά του  αυτοκινήτων τα οποία του εμπόδιζαν την ορατότητα και αφετέρου λόγω της ιδιομορφίας της σκηνής. 

 

      Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική.  Ο εφεσείων πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο σταμάτησε, ως είχε καθήκον, στο αλτ της οδού Καλλιόπης και αφού βεβαιώθηκε ότι στο δρόμο από δεξιά  δεν υπήρχε τροχαία κίνηση προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο με μηδενική σχεδόν ταχύτητα (0-5 χλμ/ω, όπως έγινε αποδεκτό) εφόσον το παρανόμως σταθμευμένο Van του εμπόδιζε την επόπτευση του δρόμου αριστερά.  Είναι γεγονός ότι επιχείρησε  διαγώνια διασταύρωση του δρόμου λόγω της ιδιομορφίας της σκηνής - η οποία σύμφωνα με την αστυνομία επενεργεί ώστε το σύνολο σχεδόν των οδηγών να προβαίνουν στο συγκεκριμένο σημείο σε διαγώνια διασταύρωση και να εισηγηθεί μονοδρόμηση της οδού Δημ. Χαραλάμπους προκειμένου να αποφευχθούν οι ελλοχεύοντες κίνδυνοι συγκρούσεων - ενώ αν επιδείκνυε αυξημένη προσοχή και επιμέλεια θα έπρεπε πρώτα να οριζοντιοποιήσει το όχημα του στον κύριο δρόμο.  Αυτό δηλαδή που παρέλειψε να πράξει ήταν να επιδείξει αυξημένη προσοχή και επιμέλεια, ώστε να αντιληφθεί έγκαιρα το μοτοσικλετιστή και να μην του εμποδίσει την ελεύθερη πορεία του.  Η παράλειψη όμως αυτή, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιομορφίας της σκηνής και της ύπαρξης σ΄ αριστερά του του παρανόμως σταθμευμένου  Van που του εμπόδιζε την απρόσκοπτη επόπτευση του δρόμου, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μας να κριθεί αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη εν τη εννοία του άρθρου 210 αλλά οδήγηση χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα εν τη εννοία του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72).  Ενόψει τούτου οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 8 επιτυγχάνουν και η καταδίκη του εφεσείοντα βάσει του άρθρου 210 του ΠΚ, παραμερίζεται.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση για εφαρμογή του άρθρου 145(1)(γ)[2] της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, για ακύρωση της καταδίκης του εφεσείοντα δυνάμει του άρθρου 210 του ΠΚ και καταδίκης του για αμελή οδήγηση δυνάμει του άρθρου 8 του Ν.86/72 (ανωτέρω).

 

      Η έφεση υπ΄ αρ. 190/16 για την ποινή.

      Όπως γίνεται αντιληπτό, η επιτυχία της έφεσης  αναφορικά με την καταδίκη του εφεσείοντα δυνάμει του άρθρου 210 του ΠΚ εκθεμελιώσει το βάθρο επί του οποίου βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να του επιβάλει την ποινή του 1 έτους φυλάκισης και έχει θέσει ως νέο βάθρο την επιβολή ποινής δυνάμει του άρθρου 8 του Νόμου 86/72.

 

      Το άρθρο 8 προνοεί κατ΄ ανώτατο όριο ποινής το 1 έτος φυλάκιση, το οποίο κατά πάγια νομολογία συνιστά και τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο επιμέτρησης της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166, Καφάρη ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 632 και Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 40/2015 ημερ. 25.11.16, ECLI:CY:AD:2016:B534). 

 

      Στην παρούσα περίπτωση τα σφάλματα του εφεσείοντα επέφεραν το θάνατο ενός νεαρού άντρα, στοιχείο που ασφαλώς δεν μπορεί παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη για σκοπούς επιβολής της αρμόζουσας ποινής.  Από την άλλη όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου και από τη διάπραξη του αδικήματος, στις 21.9.2013, παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα για το οποίο δεν ευθύνεται ο ίδιος.  Λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των προσωπικών του συνθηκών - στρατιώτης κατά τον επίδικο χρόνο και στη συνέχεια φοιτητής - θεωρούμε ορθό και δίκαιο ότι υπό τις περιστάσεις η ποινή φυλάκισης του ενός έτους θα πρέπει να μειωθεί και μειώνεται ώστε ο εφεσείων να τύχει άμεσης απόλυσης.     

 

      Κατά τα άλλα διατηρούνται σε ισχύ οι 10 βαθμοί ποινής που του επιβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως επίσης και η αποστέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 18 μηνών από 22.9.16 που του επιβλήθηκε η ποινή.

 

 

                                                                    Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

     

                                                                    Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

     

                                                                    Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/κβπ



[1]210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.

[2] άρθρο 145.-(1)  Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-

(α) .....

(β) .....

(γ)  να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο