ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B545
(2016) 2 ΑΑΔ 1321
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 155/2012)
8 Δεκεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
NICOLAE SAMOILA,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Δ. Σορβατζιώτη (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος Α, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή του σε κατηγορία ανθρωποκτονίας και το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του δεδομένα, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Την περάτωση της πρωτόδικης διαδικασίας ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης, με αντικείμενο την αναζήτηση, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, ανατροπής της καταδίκης του Εφεσείοντα. Προβάλλεται, ουσιαστικά, στα πλαίσια των λόγων έφεσης, ότι ο εφεσείων δεν είχε πραγματική πρόθεση να παραδεχθεί την κατηγορία και ότι η απόφαση καταδίκης ήταν επισφαλής αφού, κατ΄ ισχυρισμό, παραβιάστηκαν οι αρχές περί δίκαιης δίκης στο πλαίσιο της ανάκρισης και πριν τη δίκη, δεν έτυχε ο Εφεσείων ικανοποιητικής μετάφρασης σε όλα τα στάδια μέχρι και την επιβολή ποινής, αλλά ούτε και αποτελεσματικής εκπροσώπησης διά συνηγόρου, λόγω σύγκρουσης καθηκόντων του δικηγόρου υπεράσπισης. Προβάλλεται ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο δεν προστάτευσε επαρκώς τα δικαιώματα του Εφεσείοντα, αφού δεν του επεξήγησε την εναντίον του κατηγορία και τη σοβαρότητά της, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην ήταν σε θέση να εκτιμήσει ορθά τη φύση της κατηγορίας που αντιμετώπιζε. Επικουρικά - και σε περίπτωση αποτυχίας των λόγων έφεσης επί της καταδίκης - προσβάλλεται ως υπέρμετρη και λανθασμένη για λόγους αρχής η επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών.
Εφεση κατά καταδίκης μετά από παραδοχή της κατηγορίας δεν χωρεί, εκτός εάν τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την κατηγορία δεν αποκαλύπτουν το προσαφθέν αδίκημα, ή εάν προβάλλονται ισχυρισμοί στην αγόρευση προς μετριασμό της ποινής οι οποίοι είναι αντίθετοι προς τις παραδοχές γεγονότων ή όπου ο κατηγορούμενος δεν εκτίμησε ορθά τη φύση της κατηγορίας και δεν είχε πραγματική πρόθεση να την παραδεχτεί (Athlitiki Efimeris "O Filathlos" and Another v. The Police (1967) 2 CLR 249, Demetrios Pierides v. The Police (1974) 2 CLR 51).
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών επιβάλλεται να κριθεί η ενώπιόν μας έφεση. Προτού όμως επεκταθούμε στην ουσία των λόγων έφεσης, παραθέτουμε το όλο πλέγμα των γεγονότων που καλύπτουν την παρούσα υπόθεση, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα όσα είχαμε την ευκαιρία να αποτυπώσουμε σε προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή μας, η οποία αφορούσε αίτημα της πλευράς του Εφεσείοντα για παροχή άδειας προς προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, αίτημα το οποίο και απερρίφθη:
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο Εφεσείων, ρουμάνος υπήκοος, διέμενε με τρεις ομοεθνείς του σε ενοικιαζόμενη κατοικία στην Παλλουριώτισσα. Στις 28.4.2012 ο Εφεσείων και το θύμα, συνάδελφός του και επίσης ρουμάνος υπήκοος, αφού προηγουμένως κατανάλωσαν ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών, άρχισαν να λογομαχούν έντονα με αφορμή ποσό €250 το οποίο όφειλε το θύμα στον Εφεσείοντα. Στην εξέλιξη του επεισοδίου, το οποίο λάμβανε χώραν στην οικία του Εφεσείοντα, το θύμα άρπαξε ένα μαχαίρι και κινήθηκε με απειλητικές διαθέσεις εναντίον του Εφεσείοντα. Ανακόπηκε όμως και αφοπλίστηκε από τους τρεις συγκάτοικους του Εφεσείοντα. Αμέσως μετά ο Εφεσείων επέφερε κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του θύματος και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας σχοινί, τον έδεσε χειροπόδαρα και από το λαιμό και άρχισε να τον κτυπά στην παρουσία των συγκατοίκων του, οι οποίοι παρά τις προσπάθειές τους δεν κατάφεραν να τον αποτρέψουν. Ακολούθως, ο Εφεσείων και οι συγκάτοικοί του πήγαν για ύπνο, αφήνοντας το θύμα δεμένο και κτυπημένο στο πάτωμα του σπιτιού. Μερικές ώρες αργότερα, γύρω στις 9.00 π.μ. της 29.4.2012, ένας από τους συγκάτοικους του Εφεσείοντα βλέποντας ακίνητο στο δάπεδο το θύμα προσπάθησε να τον λύσει και να του προσφέρει βοήθεια. Διαπιστώθηκε όμως στη συνέχεια, όταν επί τόπου έφθασε η Αστυνομία και ασθενοφόρο, ότι το θύμα ήταν ήδη νεκρό. Όπως προέκυψε από τη νεκροψία που ακολούθησε, αιτία θανάτου ήταν στραγγαλισμός, που επήλθε κατά τη διάρκεια των κτυπημάτων που δέχθηκε το θύμα από τον Εφεσείοντα ενώ ήταν στο δάπεδο, με αποτέλεσμα να σφίξει το σχοινί με το οποίο ο Εφεσείων είχε δέσει το λαιμό του θύματος και έτσι να αποβιώσει.
Προς ολοκλήρωση του όλου φάσματος των σημαντικών γεγονότων που ενδιαφέρουν και την παρούσα διαδικασία, προσθέτουμε ότι μετά την επιβεβαίωση του θανάτου του θύματος εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα και των συγκάτοικών του. Kατά τις ανακρίσεις που ακολούθησαν, ο Εφεσείων με κατάθεσή του επιβεβαίωσε τα πιο πάνω γεγονότα. Τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκάτοικοί του κατηγορήθηκαν για την πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη, στραγγαλισμό, του θύματος. Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στις 9.7.2012 το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το διορισμό του δικηγόρου κ. Χριστοδουλίδη για να αντιπροσωπεύσει όλους τους κατηγορούμενους με νομική αρωγή. Ο συνήγορος ζήτησε χρόνο μερικών ημερών για σκοπούς απάντησης στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι. Η υπόθεση επανορίστηκε στις 13.7.2012, ημέρα κατά την οποία ο Εφεσείων παραδέχθηκε την εναντίον του κατηγορία. Οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοί του δεν παραδέχθηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υπόθεση παρέμεινε για γεγονότα και επιβολή ποινής σε σχέση με τον Εφεσείοντα στις 31.7.2012 και για προγραμματισμό σε σχέση με τους υπόλοιπους, καθότι δηλώθηκε ότι σε σχέση με αυτούς εξεταζόταν ζήτημα αναστολής της ποινικής δίωξης. Στις 31.7.2012 ζητήθηκε εκ νέου αναβολή και για τους ίδιους λόγους επανορίστηκε η υπόθεση στις 6.8.2012. Τελικά, κατά την ημερομηνία αυτή, η διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων 2, 3 και 4 αναστάληκε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα και ακούστηκαν τα γεγονότα σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Ακολούθησε η επιβολή ποινής δύο μέρες αργότερα, στις 8.8.2012. Όπως ήταν επιβαλλόμενο, σε όλη την πορεία των εμφανίσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων παρακολουθούσε τη διαδικασία με τη βοήθεια μεταφράστριας, η οποία μετάφραζε από τα ελληνικά στα ρουμάνικα και αντίστροφα.
Όπως ήδη λέχθηκε, αντικείμενο της έφεσης είναι η αναθεώρηση, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, της πρωτόδικης καταδίκης, σε συνάρτηση πάντα με τη διαδικασία που οδήγησε σε αυτή.
Το αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, είχε άμεση συνάφεια με την ουσία των λόγων έφεσης που καλύπτουν την καταδίκη, αφού προωθήθηκε με στόχο την υποστύλωσή τους. Η δε αποτυχία και απόρριψή του, αναπόδραστα έχει καταλυτικές συνέπειες στην έκβαση της υπό κρίση έφεσης. Ο,τι βρίσκεται πλέον ενώπιόν μας ως αποδεκτό στοιχείο για σκοπούς έφεσης είναι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση επί της ποινής. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης που κινούνται γύρω από το στάδιο της ανάκρισης και μέχρι την παραπομπή του Εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, παραμένουν χωρίς πραγματικό υπόβαθρο και, ως μετέωροι, απορρίπτονται.
Προβάλλεται επίσης ότι ο Εφεσείων έτυχε ελλιπούς μετάφρασης κατά το στάδιο της πρωτόδικης δίκης και, ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας αυτής, δεν αποτυπώθηκε ορθά η θέση του περί άρνησης της εναντίον του κατηγορίας, ούτε και αντιλήφθηκε τα διαδραματιζόμενα κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι τα πρακτικά της διαδικασίας αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα έλαβαν χώραν ενώπιον του δικαστηρίου. Ταυτόχρονα, συνιστούν και τη μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας (Ζερβού κα ν. Τράπεζας Κύπρου Δημ. Εταιρ. Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 2192, 2206, Αυξεντίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 5, 11). Εχουμε ήδη παραθέσει την πορεία που έλαβε η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπως αυτή αποτυπώνεται στα πρακτικά ημερομηνίας 9.7.2012, 13.7.2012, 31.7.2012 και 6.8.2012. Δεν αμφισβητήθηκαν ούτε και ενώπιόν μας τα όσα καταγράφονται σε αυτά. Προκύπτει αβίαστα ότι ο Εφεσείων τύγχανε των υπηρεσιών μεταφράστριας, τα προσόντα της οποίας και είχαν δεόντως διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τίποτε δεν συνηγορεί υπέρ των όσων προβάλλονται σήμερα ενώπιόν μας περί ελλιπούς μετάφρασης και αδυναμίας του Εφεσείοντα να αντιληφθεί τα όσα διημείφθησαν σε όλα τα στάδια της πρωτόδικης διαδικασίας. Αντιθέτως, είναι και κατά αντικειμενική, αλλά και λογική, αντίκριση, ανυπόστατα. Τούτο διότι ο Εφεσείοντας - κατηγορούμενος εμφανίστηκε κατ΄ επανάληψη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και στην παρουσία του έλαβε χώραν η διαδικασία έκθεσης των γεγονότων, στα πλαίσια της οποίας προβλήθηκαν οι ισχυρισμοί του ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα που κάλυπταν την εναντίον του κατηγορία και οι εισηγήσεις του τότε συνηγόρου του προς μετριασμό της ποινής. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν έχει λογική συνοχή η θέση του ότι ο ίδιος δεν αντελήφθη να παραδέχθηκε την κατηγορία. Πολύ περισσότερο αφού, κατά δική του παραδοχή, ανέμενε, μετά από συζήτηση με το συνήγορο που τον εκπροσωπούσε, ότι η ποινή φυλάκισης που θα αντιμετώπιζε θα ήταν πολύ περιορισμένης χρονικής διάρκειας.
Πέραν των πιο πάνω ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα περί προώθησης απάντησης μη παραδοχής συνδέεται και με τους λόγους έφεσης που αφορούν τη θέση περί μη αποτελεσματικής εκπροσώπησής του από το δικηγόρο υπεράσπισης, ο οποίος διορίστηκε με το σύστημα της νομικής αρωγής. Προβάλλεται, αναλυτικότερα, ότι ο συνήγορος υπεράσπισης δεν του εξήγησε επαρκώς την ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε, δεν του επέτρεψε να αρνηθεί την εις βάρος του κατηγορία και, γενικότερα, δεν μελέτησε εις βάθος την όλη υπόθεση επιμένοντας σε παραδοχή της κατηγορίας.
Δεν υπάρχει ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί την αποδοχή των πιο πάνω θέσεων της πλευράς του Εφεσείοντα, στα πλαίσια των αρχών που καλύπτουν την ανατροπή καταδίκης μετά από παραδοχή. Αντιθέτως, η καταγραφή παραδοχής εκ μέρους του Εφεσείοντα προέβαλλε ως η μόνη φυσική απάντηση επί της κατηγορίας, με βάση τα δεδομένα που κάλυπταν την υπόθεση. Συγκεκριμένα, πέραν της ίδιας της ομολογίας του Εφεσείοντα που αφορούσε τα κτυπήματα που επέφερε στο θύμα και τη χρησιμοποίηση σχοινιού προκειμένου να το δέσει χειροπόδαρα και από το λαιμό - στοιχεία που επανέλαβε και στην ένορκο δήλωσή του που συνόδευε την απορριφθείσα αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση - η ιατροδικαστική έκθεση, που ήταν και η μόνη επιστημονική μαρτυρία, επιβεβαίωνε το θάνατο διά στραγγαλισμού από το σχοινί, λόγω των κτυπημάτων που δέχθηκε το θύμα από τον Εφεσείοντα, όπως ήδη εκθέσαμε σε προηγούμενη στάδιο της απόφασής μας.
Παραπονείται ακόμη ο Εφεσείων ότι ο τότε συνήγορος υπεράσπισής του όφειλε λόγω σύγκρουσης καθηκόντων να μην αναλάβει την υπεράσπιση όλων των τότε συγκατηγορουμένων από κοινού.
Ούτε το υπό εξέταση παράπονο έχει έρεισμα. Το αναντίλεκτο γεγονός ότι τόσο ο Εφεσείων όσο και οι πρώην συγκατηγορούμενοί του είχαν κοινή εκπροσώπηση δεν είναι ικανό, από μόνο του, αποσυναρτημένο από τα δεδομένα της υπόθεσης, να προσφέρει βάση στήριξης σύγκρουσης καθηκόντων. Η πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας αποτυπώνεται στα πρακτικά των ημερομηνιών που έχουν ήδη αναφερθεί. Δεν προέκυψε σε κανένα στάδιο ο,τιδήποτε που να υποδηλοί ότι ο συνήγορος υπεράσπισης βρέθηκε αντιμέτωπος με δεδομένα τέτοια που θα έθεταν, έστω και κατά το ελάχιστο, ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων των συγκατηγορουμένων. Η μαρτυρία που υπήρχε ήταν αυτή που συνέδεε τον Εφεσείοντα και μόνο, με τη διάπραξη του εγκλήματος. Η αναστολή της ποινικής δίωξης εκ μέρους του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των υπολοίπων, ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απουσίας οποιουδήποτε περί του αντιθέτου αποδεικτικού στοιχείου. Υπό το πρίσμα αυτό, ο ισχυρισμός περί σύγκρουσης καθηκόντων είναι εντελώς αόριστος και αποσυνδεδεμένος από οποιαδήποτε βάση γεγονότων και, αναπόφευκτα, έκθετος σε απόρριψη, αφού δεν εντοπίζεται σε καμία περίπτωση ότι η κοινή εκπροσώπηση όλων των κατηγορουμένων επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε αρνητικό τρόπο τα δικαιώματα του Εφεσείοντα και δεδομένης της παραδοχής του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Το τελευταίο μέρος των λόγων έφεσης αφορά την προσέγγιση ότι το Κακουργιοδικείο δεν εκπλήρωσε το καθήκον που του επιφορτίζει το άρθρο 68(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, να ικανοποιηθεί δηλαδή ότι ο Εφεσείων είχε αντιληφθεί το χαρακτήρα και τη βαρύτητα της απάντησης παραδοχής στην σοβαρή κατηγορία που αντιμετώπιζε. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας του Εφεσείοντα και, ότι, εν τέλει, απονεμήθηκε πλημμελώς η δικαιοσύνη.
Είναι, με όλο το σεβασμό, εντελώς αβάσιμες οι πιο πάνω θέσεις. Εχουμε ήδη εκθέσει την πορεία των γεγονότων και το όλο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ο Εφεσείων είχε τύχει τόσο των υπηρεσιών συνήγορου υπεράσπισης όσο και αυτών της ικανής μετάφρασης. Τα εναντίον του στοιχεία ως προς την εμπλοκή του στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας που αντιμετώπιζε ήταν συντριπτικά. Υπό τα δεδομένα αυτά το εκδικάσαν Κακουργιοδικείο δεν απέστη οποιουδήποτε καθήκοντός του, ούτε και παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του Εφεσείοντα. Επιπρόσθετα, το τεκμήριο της αθωότητας συναρτάται με την απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της ενοχής. Στην ενώπιόν μας περίπτωση η παραδοχή του Εφεσείοντα, υπό τις συνθήκες που έχουμε ήδη εξηγήσει, οδήγησε και σε συμπέρασμα, χωρίς αμφιβολία, ενοχής του.
Η προσβολή της επιβληθείσας ποινής των 15 ετών φυλάκισης στηρίζεται στη θέση περί μη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης, υπό το βάρος των μετριαστικών παραγόντων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση. Εισηγήθηκε, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα ότι η πρόκληση που δέχθηκε ο Εφεσείοντας και το γεγονός ότι τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και υπό συνθήκες αυτοάμυνας, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη μεγάλη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος, που έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, με αναφορά στην ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το νόμο, της διά βίου φυλάκισης. Σημείωσε επίσης τα περιορισμένα περιθώρια εξατομίκευσης και την αναγκαιότητα επιβολής αυστηρής ποινής.
Κατ΄ αρχάς δεν υπεισέρχεται στην όλη εικόνα ζήτημα επίκλησης της υπεράσπισης της αυτοάμυνας, δεδομένου ότι το θύμα αφοπλίστηκε από τους πρώην συγκατηγορούμενους του Εφεσείοντα προτού λάβουν χώραν τα γεγονότα που οδήγησαν στη διάπραξη του εγκλήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές η επίκληση ως μετριαστικού παράγοντα της πρόκλησης, συνδέθηκε με τη θέση ότι ο Εφεσείων ενήργησε εν βρασμώ ψυχής, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης επιθετικής συμπεριφοράς του θύματος.
Δεν συμφωνούμε με τη πιο πάνω προσέγγιση. Όπως, ορθά, διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, οι αποτρόπαιες πράξεις του Εφεσείοντα, που οδήγησαν τελικά στο θάνατο του θύματος, εκδηλώθηκαν όταν οι πρώην συγκατηγορούμενοί του είχαν ήδη αφοπλίσει το θύμα και δεν περιορίστηκαν σε μια στιγμιαία αντίδραση, αλλά επεκτάθηκαν χρονικά και έλαβαν τη μορφή βάναυσων συνεχών κτυπημάτων. Όταν δε πλέον το θύμα εξουδετερώθηκε και δεν πρόβαλλε καμία αντίσταση, ο Εφεσείων το έδεσε και συνέχισε να το κτυπά. Στη συνέχεια, το εγκατέλειψε στη μοίρα του και πήγε για ύπνο. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρείχετο ο χρόνος για ανάκτηση της ψυχραιμίας του Εφεσείοντα και δεν θεμελιώνεται επίκληση ξαφνικής και προσωρινής απώλειας του αυτοελέγχου του.
Τέθηκε, τέλος, από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα ότι το παραδεκτό γεγονός πως αυτός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη από το Δικαστήριο κατά την πορεία επιμέτρησης της ποινής.
Είναι νομολογημένο ότι η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού όμως συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η επήρεια του ποτού κάτω από την οποία τελεί δράστης κατά τη διάπραξη εγκλημάτων είναι δυνατό να υπεισέλθει ως παράγοντας που μετριάζει τη σοβαρότητά τους στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και επιδρά στις πράξεις ενός παραβάτη. Υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας, νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν είχε ως στόχο τη διευκόλυνση της υλοποίησης ειλημμένης απόφασης για τη διάπραξη του αδικήματος. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 ΑΑΔ 194 και Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417).
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε ενώ ο Εφεσείων τελούσε υπό καθεστώς μέθης. Δέχθηκε, περαιτέρω, ότι η κατανάλωση αλκοόλ από τον Εφεσείοντα μείωσε σε κάποιο βαθμό την ικανότητα αυτοελέγχου, χωρίς όμως να την εξουδετερώνει. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λάθος αρχής στην πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ούτε και χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο που προσέγγισε το υπό εξέταση ζήτημα του μετριαστικού παράγοντα της μέθης.
Καταληκτικά, δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η έκταση της επιβληθείσας ποινής ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα και τις συνθήκες που την περιέβαλλαν. Το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιον του δεδομένα και ορθά εφαρμόζοντας τα, νομολογιακά, καθορισμένα κριτήρια επέβαλε την αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή, τονίζοντας, ως όφειλε, τον βάναυσο τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Εφεσείοντας και την πλήρη απάθειά του για τις συνέπειες των πράξεών του.
Συνακόλουθα, η εφέση απορρίπτεται και η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.