ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B252
(2016) 2 ΑΑΔ 399
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 320/2015)
25 Μαϊου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Σ. Αγγελίδης και Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων - κατηγορούμενος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς ως Μόνιμος Υπαξιωματικός, αντιμετώπιζε πρωτόδικα την κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, όπως αποτυπώνονται στο ποινικό έντυπο του κατηγορητηρίου, μεταξύ των ημερομηνιών 7.9.2010 - 9.9.2010 στην επαρχία Λάρνακας και ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Joan Mills από τη Βρετανία, παραπονούμενης, της έκλεψε το ποσό των €20.000, το οποίο του εμπιστεύθηκε για την αγορά από τη Βρετανία ενός αυτοκινήτου, παραλείποντας να προμηθεύσει το εν λόγω αυτοκίνητο και οικειοποιούμενος το πιο πάνω ποσό.
Κατά τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η παραπονούμενη διέμενε τον επίδικο χρόνο στην Κύπρο και εργαζόταν ως τραπεζικός υπάλληλος. Γνώρισε τον Εφεσείοντα μέσω συναδέλφου της, με την οποία ο τελευταίος διατηρούσε σχέσεις. Δεν αποτέλεσε πλέον ενώπιόν μας αμφισβητούμενο γεγονός ότι η παραπονούμενη έδωσε συνολικό ποσό €20.000 σε μετρητά στον Εφεσείοντα, προς το σκοπό αγοράς του επίδικου οχήματος. Παρέμεινε επίσης αδιαμφισβήτητο ότι στην παραπονούμενη, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, δεν παραδόθηκε οποιοδήποτε αυτοκίνητο, αλλά ούτε και της επιστράφηκε το ποσό των €20.000 που κατέβαλε.
Κεντρικό σημείο τριβής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το κατά πόσο η συμφωνία αγοράς του αυτοκινήτου έλαβε χώραν μεταξύ της παραπονούμενης και του Εφεσείοντα, όπως ήταν η θέση της πλευράς της παραπονούμενης ή μεταξύ παραπονούμενης και τρίτου προσώπου, κάποιας εταιρείας P.K.Extreme Ltd, όπως ισχυριζόταν ο Εφεσείοντας. Ηταν, συναφώς, η γραμμή υπεράσπισης που προώθησε η πλευρά του Εφεσείοντα ότι ο ίδιος παρέλαβε το προαναφερθέν ποσό από την παραπονούμενη όχι για δικό του όφελος, αλλά προκειμένου να το παραδώσει, όπως κατ΄ ισχυρισμό το έπραξε, στην πιο πάνω εταιρεία προς υλοποίηση της συμφωνίας της με την παραπονούμενη.
Η πρωτόδικος Δικαστής, αξιολογώντας το σύνολο της ενώπιον της μαρτυρίας, κατέληξε στην αποδοχή της θέσης της παραπονούμενης και απέρριψε ως αναληθή και υστερόβουλα τα όσα προέβαλε ο Εφεσείων. Ακολούθως, με βάση την κριθείσα ως αξιόπιστη πλέον μαρτυρία της Εφεσίβλητης - Κατηγορούσας Αρχής, διαπίστωσε ως πραγματικά γεγονότα ότι ο Εφεσείων υποσχέθηκε στην παραπονούμενη να της πωλήσει και να της παραδώσει συγκεκριμένο όχημα έναντι χρηματικού ποσού και ότι η συμφωνία αυτή έγινε μεταξύ τους. Ηταν περαιτέρω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη έδωσε τα χρήματα στον Εφεσείοντα, αλλά αυτός ουδέποτε της παρέδωσε το αυτοκίνητο, ούτε και της επέστρεψε το ποσό των €20.000. Με αυτά ως δεδομένα και με παραπομπή στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου, όπως αυτά οριοθετούνται από τα άρθρα 255 και 270(β) του Κεφ. 154, το Δικαστήριο έκρινε ότι δόλια πρόθεση εκ μέρους του Εφεσείοντα τεκμηριώθηκε και πως το σύνολο των συστατικών στοιχείων είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Συνακόλουθα, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών.
Τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του Εφεσείοντα όσο και η ποινή που του επιβλήθηκε, προσβάλλονται ως εσφαλμένες με 22 συνολικά λόγους έφεσης, μεγάλος αριθμός των οποίων ουσιαστικά συμπλέκεται.
Προέχει όμως λιτή αναφορά στον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος τελικά απεσύρθη και στη συνέχεια, ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, ο οποίος κινείται γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η ενασχόλησή μας με τον πρώτο λόγο έφεσης θα ήταν βεβαίως αχρείαστη, ως αποτέλεσμα της απόσυρσής του, εάν η ίδια η φύση του υπό αναφορά λόγου δεν καθιστούσε επιβεβλημένο το σχολιασμό του. Μέσω του προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη το καθήκον του για διασφάλιση δίκαιης δίκης και δεν ενήργησε ανεξάρτητα, αμερόληπτα και/ή αντικειμενικά. Στηρίχθηκε αυτή η προσέγγιση σε κατ΄ ισχυρισμό γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και τα οποία δεν θα μπορούσε να γνωρίζει, αφού, πάντα κατά τη θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα, δεν τέθηκαν ενώπιόν του με μαρτυρία. Ηταν, με άλλα λόγια, η προβαλλόμενη θέση, ότι το Δικαστήριο έλαβε πληροφορίες για την υπόθεση κατά τρόπο αμφιλεγόμενο και ύποπτο και έξω από τα πλαίσια της αρμόζουσας διαδικασίας. Διεφάνη όμως κατά τη συζήτηση ενώπιόν μας της υπό κρίση έφεσης ότι οι ισχυρισμοί της πλευράς του Εφεσείοντα ήταν εντελώς αυθαίρετοι και πλήρως ατεκμηρίωτοι, αφού οι συνήγοροι του Εφεσείοντα στηρίχθηκαν πάνω σε ανύπαρκτο βάθρο γεγονότων, στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν τον πρώτο λόγο έφεσης.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω συμπεριφορά και μας προκαλεί δυσάρεστη έκπληξη το γεγονός ότι με τόση ευκολία και εντελώς αδικαιολόγητα προσάπτεται τέτοια μομφή σε Δικαστή. Μας είναι δύσκολο να εντοπίσουμε χειρότερη κατηγορία εις βάρος δικαστικού λειτουργού από αυτή της αμφισβήτησης της εντιμότητας, αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του. Υπό το πρίσμα αυτό, η απόδοση τέτοιας συμπεριφοράς σε λειτουργό της δικαιοσύνης θα πρέπει να εδράζεται σε ατράνταχτα στοιχεία και αδιαμφισβήτητα δεδομένα.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο τρίτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει το υπό κρίση αδίκημα. Προβάλλεται ότι αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το Στρατιωτικό Δικαστήριο, όπως αυτό ιδρύθηκε από το άρθρο 103(1) του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου, Ν. 40/1964.
Το ζήτημα της δικαιοδοσίας δεν τέθηκε προς εξέταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αμφισβήτηση δικαιοδοσίας, ουσιαστικής ή τοπικής, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 69(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, μπορεί να εγερθεί ως ειδική απάντηση από κατηγορούμενο προτού απαντήσει στην κατηγορία. Η περίπτωση αδικήματος το οποίο υπόκειται στη δικαιοδοσία του Στρατοδικείου εμπίπτει στα πλαίσια ένστασης στην ουσιαστική έλλειψη δικαιοδοσίας δικαστηρίου. Εάν το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο λόγω έλλειψης ουσιαστικής δικαιοδοσίας, εάν δηλαδή ένα δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία εσφαλμένα, επιλαμβανόμενο υπόθεσης χωρίς να έχει δικαιοδοσία, η διαδικασία είναι εξ υπαρχής άκυρη και δεν εγείρεται θέμα διαβίβασης της υπόθεσης σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο (Γ. Πική - Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελίδα 155, Komurgu & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 83, 88). Όπως ήδη λέχθηκε, ένσταση στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί υπόθεσης εγείρεται κατά κανόνα πριν την απάντηση του κατηγορούμενου στην κατηγορία (R. v. Ali Ahmet Reis and Others, 12 CLR 8). Παράλειψη όμως εκ μέρους του κατηγορούμενου να εγείρει τέτοια ένσταση, δεν θεραπεύει την ατέλεια στη διαδικασία. Ως εκ τούτου, ένσταση στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι δυνατό να εγερθεί για πρώτη φορά στο στάδιο της έφεσης (Panayiotis Mouzouris (No. 2) v. Republic (1977) 2 CLR 340, Komurgu (ανωτέρω)).
Στην υπό κρίση περίπτωση προβάλλουν ως αδιαμφισβήτητα τα εξής: Τα γεγονότα που περιβάλλουν το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε και κρίθηκε ως ένοχος ο Εφεσείοντας αφορούν, χρονικά, τον Σεπτέμβριο του 2010, περίοδο κατά την οποία ο Εφεσείων υπηρετούσε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς ως Μόνιμος Υπαξιωματικός, ιδιότητα που απώλεσε μετά την καταδίκη του και την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής. Το κατηγορητήριο όμως καταχωρήθηκε πολύ αργότερα, ήτοι τον Νοέμβριο του 2012. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου προέκυψε τροποποίηση του Νόμου 40/1964, τροποποίηση η οποία αποτέλεσε και τη γενεσιουργό αιτία προβολής των ισχυρισμών που καλύπτουν τον υπό εξέταση τρίτο λόγο έφεσης. Πιο συγκεκριμένα, το νομικό καθεστώς μεταβλήθηκε ως ακολούθως:
Ο βασικός Νόμος 40/1964 διαλάμβανε τα εξής σχετικά ως προς την ευθύνη στρατιωτικών επί κοινών αδικημάτων και τη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του Στρατιωτικού Δικαστηρίου:
Καθόριζε ως «στρατιωτικόν αδίκημα» αδίκημα τιμωρούμενο υπό του υπ΄ αναφορά Νόμου και διαπραχθέν υπό στρατιωτικού. Ως «στρατιωτικός» σήμαινε τον από της ημέρας της κατάταξης αυτού ανήκοντα εις τον στρατό.
Το άρθρο 5 διελάμβανε τα περί της ευθύνης στρατιωτικών επί κοινών αδικημάτων και είχε ως εξής:
«5. Ο στρατιωτικός όστις διαπράττει οιονδήποτε αδίκημα μη τιμωρούμενον υπό του παρόντος Νόμου αλλά τιμωρούμενον υπό του Κυπριακού Ποινικού Κώδικος ή οιουδήποτε άλλου νόμου είναι ένοχος στρατιωτικού αδικήματος επί τη βάσει του παρόντος Νόμου και τιμωρείται με την εις τον Ποινικόν Κώδικα ή άλλον νόμον προνοουμένην διά το αδίκημα ποινήν.»
Ως προς την αρμοδιότητα, το άρθρο 112(2)(α) προέβλεπε:
«112.-(2) Εις την αρμοδιότητα του στρατιωτικού δικαστηρίου υπάγονται διά τα υπ΄ αυτών πραττόμενα αδικήματα -
(α) οι εν ενεργεία στρατιωτικοί και οι τούτοις διά νόμου εξομοιούμενοι.
..............................»
Παρεμβάλλουμε ότι με βάση τους προαναφερόμενους ορισμούς συνάγεται ότι, «στρατιωτικά αδικήματα» δυνάμει του Νόμου 40/1964, δεν είναι μόνο εκείνα που προβλέπονται από τον εν λόγω Νόμο (άρθρα 13-109) όταν διαπράττονται από στρατιωτικό αλλά και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα διαπραττόμενα από στρατιωτικό, ανεξαρτήτως αν προβλέπονται από οποιοδήποτε άλλο νόμο (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 649, 655).
Ο τροποποιητικός νόμος 105(Ι)/2011, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 29.7.2011, διαφοροποίησε ουσιαστικά το προαναφερθέν άρθρο 5, περιορίζοντας το φάσμα των αδικημάτων για τα οποία στρατιωτικός θεωρείται ένοχος στρατιωτικού αδικήματος κατά τις διατάξεις του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου. Καθορίζεται, συγκεκριμένα:
«5. Ο στρατιωτικός, ο οποίος διαπράττει αδίκημα κατά τις διατάξεις του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, θεωρείται ένοχος στρατιωτικού αδικήματος κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τιμωρείται όμως με την ποινή που προνοείται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμου ή τον εν λόγω άλλο νόμο, αντίστοιχα, εάν το αδίκημα που διαπράττει-
(α) έχει διαπραχθεί σε οποιονδήποτε στρατιωτικό χώρο, ή έχει διαπραχθεί κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων του σε οποιονδήποτε άλλο χώρο. ή
(β) αφορά οπλισμό, πυρομαχικά ή άλλο πολεμικό υλικό του στρατού, στρατιωτικό υλικό τηλεπικοινωνίας ή κατασκευής ή επισκευής αυτού, μηχανοκίνητα οχήματα ή μηχανήματα του στρατού ή οποιαδήποτε άλλη στρατιωτική περιουσία, οπουδήποτε και εάν τούτο έχει διαπραχθεί. ή
(γ) αφορά παραβάσεις των διατάξεων τροχαίας κινήσεως, οι οποίες διαπράχθηκαν ενώ οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα του στρατού κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.»
Τέλος, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 112(1)(β), όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον πιο πάνω τροποποιητικό νόμο 105(Ι)/2011, στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται, αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν, «οι στρατιωτικοί που, για οποιοδήποτε λόγο, παύουν να ανήκουν στις τάξεις του στρατού, αναφορικά με στρατιωτικά αδικήματα που έχουν διαπράξει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας τους».
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο Εφεσείοντας εργαζόταν ως στρατιωτικός, εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου, κατά το χρόνο που έλαβαν χώραν οι εναντίον του κατηγορίες, τον Σεπτέμβριο του 2010 και μέχρι την καταδίκη του και επιβολή ποινής φυλάκισης. Κατά το χρόνο που φέρεται να διέπραξε το αδίκημα, δικαιοδοσία εκδίκασης της κατηγορίας που αντιμετώπιζε είχε το Στρατιωτικό Δικαστήριο. Ο τροποποιητικός νόμος 105(Ι)/2011 τέθηκε σε ισχύ με δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα του κράτους σε μεταγενέστερο χρόνο, στις 29.7.2011, προτού δηλαδή καταχωρηθεί κατηγορητήριο εις βάρος του Εφεσείοντα, το έτος 2012. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο η τροποποίηση που επέφερε ο πιο πάνω νόμος επιδρούσε, υπό το φως των γεγονότων της ενώπιόν μας υπόθεσης, ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας, καθιστώντας ως αρμόδιο δικαστήριο το κοινό ποινικό δικαστήριο και όχι το στρατιωτικό στο οποίο θα υπαγόταν εάν δεν μεσολαβούσε η τροποποίηση του Νόμου.
Στην απόφαση Mouzouris (ανωτέρω) εξετάσθηκε ζήτημα ύπαρξης δικαιοδοσίας υπό του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείοντας ήταν στρατιωτικός κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος αλλά όχι κατά το χρόνο έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας. Αποφασίστηκε ότι ο ουσιώδης χρόνος προς καθορισμό της ύπαρξης δικαιοδοσίας του Στρατιωτικού Δικαστηρίου είναι ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος και όχι ο χρόνος ακρόασης. Συνακόλουθα, καθορίστηκε ότι το Στρατιωτικό Δικαστήριο κέκτητο δικαιοδοσίας προς εκδίκαση του εφεσείοντα, αφού το αδίκημα το οποίο αντιμετώπιζε είχε διαπραχθεί κατά την περίοδο της στρατιωτικής του υπηρεσίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι η φύση της τροποποίησης του επίμαχου τροποποιητικού Νόμου, πιο συγκεκριμένα του άρθρου 5 του βασικού Νόμου, είναι δικονομικής φύσης και όχι ουσίας. Κατ΄ ακολουθία, σύμφωνα με γνωστή αρχή δικαίου, ως δικονομική αλλαγή του Νόμου έχει αναδρομική ισχύ και, κατά συνέπεια, η πρόσαψη κατηγορίας ενώπιον του κοινού ποινικού δικαστηρίου ήταν και επιτρεπτή και επιβαλλόμενη.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Η τροποποίηση που εισήξε ο Νόμος 105(1)/2011 είναι ουσιαστικού περιεχομένου και κεφαλαιώδους σημασίας, δεδομένου ότι αφορά ζήτημα δικαιοδοσίας, ήτοι παροχή εξουσίας εκδίκασης και αρμοδιότητας δικαστικής κρίσης. Υπό το πρίσμα αυτό επηρεάζει νομική διαδικασία αλλά και υποχρέωση αρμοδίου δικαστηρίου να επιληφθεί συγκεκριμένης υπόθεσης.
Όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γιάγκου (1999) 2 ΑΑΔ 254, 258-259, οι διατάξεις του άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ρυθμίζουν με σαφή τρόπο το ζήτημα. Εχουν ως ακολούθως:
«10.-(2) Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση η ακύρωση δεν θα -
..................................................................................................................................................
(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό· ή
..................................................................................................................................................
(ε) επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν.»
Είναι επίσης καλά γνωστή η αρχή ότι νομοθετήματα δεν έχουν αναδρομικό χαρακτήρα εκτός και εάν εκδηλώνεται ρητή πρόθεση του νομοθέτη περί του αντιθέτου (The Colonial, Sugar Refining Company, Limited v. Irving (1905) A.C. 369, Constantinides v. The Republic (1978) 2 CLR 337, Γιάγκου (ανωτέρω)).
Στην υπό κρίση περίπτωση ουσιώδης χρόνος προς καθορισμό της ύπαρξης δικαιοδοσίας ήταν ο χρόνος που φέρεται να διαπράχθηκε το αδίκημα, η δε τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 105(1)/2011 ήταν ουσιαστικού περιεχομένου, για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί. Περαιτέρω, δεν εντοπίζεται η αναγκαία πρόθεση του νομοθέτη περί αναδρομικής εφαρμογής του τροποποιητικού νομοθετήματος, κατά τρόπον ώστε η ποινική ευθύνη των στρατιωτικών σε σχέση με κοινά ποινικά αδικήματα που διεπράχθησαν προηγουμένως να αποφασίζεται από κοινά ποινικά δικαστήρια.
Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, το εκδικάσαν πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο λόγω έλλειψης ουσιαστικής δικαιοδοσίας και, συνεπώς, η διαδικασία ήταν άκυρη εξ υπαρχής.
Το άρθρο 145(1)(δ) του Κεφ. 155 παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να διατάξει την επανεκδίκαση υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας επί του θέματος. Η εξουσία αυτή ασκείται πάντα προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση Pierides v. The Republic (1971) 2 ΑΑΔ 963, γίνεται ευρεία ανασκόπηση των αρχών που διέπουν την άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Σε γενικές γραμμές στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης προσμετρούν διάφορες περιστάσεις, οι οποίες κατά κανόνα συναρτώνται με τες ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης και οι οποίες θα πρέπει να εξισορροπηθούν χάριν της διασφάλισης δίκαιης δίκης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου και, ιδίως, αφού λάβαμε υπόψη το γεγονός ότι ο Εφεσείων έχει εκτίσει ουσιαστικά την ποινή φυλάκισης που του επεβλήθη, κρίνουμε ότι έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο δεν θα ωφελούσε προς την κατεύθυνση αποτελεσματικής εφαρμογής της δικαιοσύνης.
Η έφεση επιτρέπεται, η πρωτόδικη διαδικασία και καταδίκη ακυρώνονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης, η οποία, ως εκ τούτου, θεωρείται ως αποπερατωθείσα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.