ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ.Νεοφύτου, (κα.), για τον εφεσείοντα Ολ. Σοφοκλέους, (κα.), για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-03-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική Έφεση αρ.124/2014, 2/3/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B133

(2016) 2 ΑΑΔ 224

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                           oινική ΄Εφεση αρ.124/2014)

 

2 Μαρτίου, 2016

 

Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείων

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

          Εφεσίβλητης

          - - - - - - - - -

Μ.Νεοφύτου, (κα.), για τον εφεσείοντα

Ολ. Σοφοκλέους, (κα.), για την εφεσίβλητη

  - - - - - - - - -

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

           (ex-tempore)

 

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων αντιμετώπισε στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού υπόθεση που αφορούσε κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών.  Διεξήχθη ακροαματική διαδικασία και ο εφεσείων αθωώθηκε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε στις 17.9.2014.

 

Με την κρινόμενη έφεση ο εφεσείων επιδιώκει παραμερισμό διατάγματος προφυλάκισης που είχε εκδοθεί εις βάρος του από το Κακουργιοδικείο στις 10.6.2014 (απόφαση πλειοψηφίας).  Όπως κοινά προβάλλεται από τις δύο πλευρές το σχετικό διάταγμα ίσχυε κατ΄αρχάς ως την 1.7.2014 που ήταν η επόμενη δικάσιμος και ανανεωνόταν από δικάσιμο σε δικάσιμο λόγω μη μεταβολής των σχετικών συνθηκών.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι προς αποφυγή πολλαπλότητας διαδικασιών δεν καταχωρούσε εφέσεις κατά των ανανεωτικών διαταγμάτων.  Προκύπτει ακόμη ότι η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε και επιδόθηκε στη Δημοκρατία στις 19.6.2014.  Ορίστηκε δε για ακρόαση σύμφωνα με ειδοποίηση της Αρχιπρωτοκολλητού.   Στις 21.5.2015 ενώπιον του Εφετείου τέθηκε θέμα για το κατά πόσο η έφεση είχε παραμένει χωρίς αντικείμενο και  δόθηκε χρόνος καταχώρισης διαγραμμάτων με τελικό αποτέλεσμα να οριστεί η υπόθεση για ακρόαση σήμερα.  Από τις 17.9.2014, όπως είναι αυτονόητο, ο εφεσείων απολύθηκε δυνάμει της αθωωτικής απόφασης.  Η αθώωση έγινε κατά το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, αφού η μαρτυρία κρίθηκε ανεπαρκής εναντίον του και μη δικαιολογούσα την κλήση του σε απολογία. 

 

Η θέση  της ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι η έφεση δεν στερείται αντικειμένου.  ΄Οπως θέτει το θέμα, ο εφεσείων συνεπεία της κράτησης του υπέστη πολυεπίπεδη ζημιά.   Όχι μόνο στερήθηκε της ελευθερίας του αλλά και πρόσθετα έχασε και τη δουλειά μαζί με το εισόδημα που του επέφερε, η φήμη του υπέστη πλήγμα, η δε ύπαρξη του εκκαλουμένου διατάγματος συνιστά νομικό κώλυμα και ή εμπόδιο στη διεκδίκηση οποιασδήποτε μορφής αποκατάστασης ή αποζημίωσης για τις ως άνω συνέπειες.  Προς επίρρωση των θέσεων της επικαλέστηκε τα ΄Αρθρα 11.7 και 11.8 του Συντάγματος.  Το μεν πρώτο αφορά την ταχεία εκδίκαση της δικαστικής διαδικασίας, το δε δεύτερο περιλαμβάνει ρητή πρόνοια για αποζημιώσεις σε περίπτωση που φανεί ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν ήταν νόμιμη.  Ορθά η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναγνωρίζει την αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο δεν επιλύει διαφορές ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος και δεν πραγματεύεται εφέσεις όταν αυτές έχουν χάσει το αντικείμενο τους, πλην όμως διατείνεται πως εδώ η αποκόμιση οφέλους από τον παραμερισμό μιας δικαστικής απόφασης είναι κάτι που εμπίπτει εντός του ορισμού του αντικειμένου μιας έφεσης.  Η αποκατάσταση της νομιμότητας είναι το ζητούμενο και κατά την πλευρά του εφεσείοντα ως θέματα που χρήζουν αποκατάστασης επικαλείται το αίσθημα αδικίας που τον διακατέχει συνεπεία της μη ταχείας ακρόασης της έφεσης του και την αποκατάσταση της νομιμότητας διότι αν ακυρωθεί το εκκαλούμενο διάταγμα ο εφεσείων θα επαναποκτήσει το δικαίωμα να προσφύγει αν επιθυμεί σε αρμόδιο Δικαστήριο για θεραπεία.  Στα πλαίσια αυτών των σκέψεων η ευπαίδευτη συνήγορος επικαλέστηκε την ορθότητα της απόφασης της μειοψηφίας του Κακουργιοδικείου καθώς και ελλείψεις ή ανεπάρκεια ή άλλα κίνητρα της Αστυνομίας ή της Νομικής Υπηρεσίας.

 

Στην αντίπερα πλευρά η Δημοκρατία δια της κας.Σοφοκλέους εισηγείται ότι δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο στην παρούσα έφεση και θεωρεί άσχετα αυτά που αναφέρονται για τα πιο πάνω κίνητρα.

 

Εξετάσαμε τις πιο πάνω θέσεις στη βάση φυσικά των δύο λόγων έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η απόφαση της πλειοψηφίας.  Ο μεν πρώτος λόγος που πλήττει ως εσφαλμένη την απόφαση αυτή αφορά το ότι η διαταγή για κράτηση ήταν το προϊόν εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς το νόμο και/ή πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Συγκεκριμένα είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο «δεν αξιολόγησε ορθά την ορατή πιθανότητα αθώωσης του και ή τον κίνδυνο μη προσέλευσης του κατά τη δίκη» και ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους δεσμούς του με την Κύπρο και τις προσωπικές και ή άλλες συνθήκες αυτού.  Με το δεύτερο λόγο πλήττεται ως εσφαλμένο και ή αντινομικό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων.

 

Από την ανάγνωση και μόνο των λόγων έφεσης διαμορφώσαμε την άποψη ότι η έφεση στερείται αντικειμένου αφού ακριβώς καλούμαστε να αποφασίσουμε για δεδομένα που αφορούσαν σε χρονική στιγμή εξέλιξης της δίκης, ενώ πλέον η δίκη έχει τερματισθεί δια της αθώωσης.  Στερείται δε αντικειμένου και για ένα ακόμα λόγο που αφορά το γεγονός ότι το εκκαλούμενο διάταγμα ημερ. 10.6.2014 ίσχυε, όπως ορθά επεσήμανε η πλευρά του εφεσείοντα, μέχρι την 1.7.2014, ημερομηνία που ήταν η επόμενη δικάσιμος.  Είναι καθαρό ότι η ισχύς του δεν περιλαμβάνει τις επόμενες ημερομηνίες.  Ούτε θα μπορούσε η συγκεκριμένη έφεση στο πλαίσιο του εφετηρίου αλλά και στα χρονικά στεγανά που αφορά δηλαδή τις 10.6.2014 μέχρι 1.7.2014 να καλύψει ως θέμα και ως αντικείμενο τις επόμενες διαταγές για κράτηση.  Σε αυτό το πλαίσιο είναι επίσης σαφές ότι το γεγονός της αθώωσης αυτό καθ΄αυτό δεν είναι σχετική παράμετρος για να κριθεί η εγκυρότητα του εκκαλούμενου διατάγματος κράτησης το οποίο αφορούσε κάποια συγκεκριμένη περίοδο, σχεδόν 20 ημέρες. 

 

Είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να τονίσουμε ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.  Ούτε φυσικά πραγματεύονται ακαδημαϊκά ζητήματα γενικής φύσεως πέρα από την ανάγκη επίλυσης μιας συγκεκριμένης διαφοράς.  Επίσης και ως προς την επίλυση διαφορών, οι οποίες έχουν εκλείψει είτε λόγω συνθηκών είτε άλλως πως και πάλιν τα Δικαστήρια δεν προχωρούν στην εκδίκαση όταν η «διαφορά» έχει απωλέσει το αντικείμενο της και ως εκ τούτου έπαυσε να έχει σημασία.  Στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ και Εταιρείας Ρέϊνμπόου Πλήτσιγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2055 θεωρήθηκε ότι η έφεση εναντίον απόφασης απόρριψης ενδιάμεσης αίτηση αναστολής σε διαδικασία διάλυσης εταιρείας παρέμεινε άνευ αντικειμένου αφού στην κυρίως αίτηση στο μεταξύ είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για διάλυση και εκκαθάριση της εταιρείας.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασης του.»

 

 

Η ίδια αντίκριση υπήρξε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Tudor (2011)1 Α.Α.Δ. 1176 η οποία αφορούσε φυγόδικο.  Τονίστηκε από το Εφετείο ότι η επιδίωξη για συνέχιση της έφεσης ούτως ώστε σε περίπτωση προσφυγής της φυγοδίκου στο ΕΔΑΔ να υπάρχει έρεισμα για τους λανθασμένους χειρισμούς που έγιναν εκ μέρους της Δημοκρατίας όχι μόνο καθιστά την έφεση άνευ αντικειμένου αλλά όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε από το Εφετείο καθιστούσε την επιδίωξη αυτού του σκοπού μια μορφή κατάχρησης της διαδικασίας. 

 

Σε διατάγματα προσωποκράτησης πολλές φορές ετέθη από το Εφετείο η αξία της συνέχισης της διαδικασίας αφ΄ης στιγμής ο εφεσείων αφήνετο ελεύθερος.  Στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (2011)2 Α.Α.Δ. 26 ομοίως ο δικηγόρος του εφεσείοντα θεώρησε ότι η έφεση πρέπει να προχωρήσει παρά τη λήξη της κράτησης του εφεσείοντα επικαλούμενος το δικαίωμα του να αξιώσει αποζημιώσεις συσχετίζοντας το μάλιστα με την ανάγκη ύπαρξης δικαστικής κρίσης αναφορικά με την εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος.  Όπως και εν προκειμένω ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η ακυρότητα του επίδικου διατάγματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς διεκδίκησης από τον εφεσείοντα αποζημιώσεων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο διατυπώνει την κρίση του ως εξής:

«Έχουμε την άποψη ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα του εφεσείοντα συναρτάται, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης για την οποία ο εφεσείων έχει παραπεμφθεί σε δίκη και για σκοπούς της οποίας τελεί υπό κράτηση, ως υπόδικος, εφόσον, σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις η περίοδος της πενθήμερης κράτησης του θα συνυπολογισθεί για σκοπούς αποζημιώσεων με τον υπόλοιπο χρόνο κράτησης του. Σε περίπτωση δε καταδίκης του, η πενθήμερη κράτηση του θα συνυπολογιστεί στην οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης του επιβληθεί.

 

Η υπόθεση Παντελής Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495, στην οποία ο κ. Βραχίμης μας έχει παραπέμψει για επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, ουδόλως βοηθά την υπόθεσή του. Στην εν λόγω υπόθεση, η κράτηση του εφεσείοντα τερματίστηκε εκκρεμούσης της έφεσης, με την απόλυση του εφεσείοντα πριν την εκπνοή της περιόδου κράτησης του και συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι η απόλυση του δεν αποστέρησε την έφεση του αντικειμένου της. Στην περίπτωση μας όμως η κράτηση του εφεσείοντα στην ουσία δεν τερματίστηκε. Ο εφεσείων συνέχισε να είναι υπό κράτηση και μετά την παρέλευση της πενθήμερης περιόδου κράτησης του, ως υπόδικος, γεγονός που όχι μόνο διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Ιωάννου, αλλά και καθιστά τη συζήτηση του θέματος καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι ο κ. Βραχίμης συναρτά το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας που έχει περιέλθει κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του εφεσείοντα, στα χέρια της Αστυνομίας, με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του. Η εν λόγω θέση του κ. Βραχίμη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως έχουμε υποδείξει στον κ. Βραχίμη, η αξία τέτοιας μαρτυρίας συναρτάται με τις συνθήκες λήψης της και όχι με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα. Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση το γεγονός ότι, ανακρινόμενος ο εφεσείων από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του επέλεξε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις του υποβλήθηκαν, καθιστά το θέμα καθαρά ακαδημαϊκό.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της».

 

Σχετικές επίσης είναι οι Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιώργου Σιαηλή κ.ά., Ποινικές εφέσεις 291/14 κ.ά. ημερ. 16.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:B967,  στις οποίες οι εφέσεις απορρίφθηκαν ως μη έχουσες αντικείμενο με αναφορά σε σχετική νομολογία μεταξύ της οποίας  την Τσουλούπας ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1263, όπου επίσης σε έφεση επί διατάγματος προσωποκράτησης αναφέρθηκαν και τα εξής:

«αν η διάρκεια της κράτησης ήταν πέραν της απαραίτητης», στην περίπτωση εκείνη, «δεν μπορεί να κριθεί in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες συνθηκών, χώρου και χρόνου,  εφ' όσον το κρινόμενο ήταν το αντικειμενικά εύλογο υπό τις περιστάσεις». 

 

Στη βάση των πιο πάνω είναι σαφές ότι το διάταγμα κράτησης έχει προ πολλού εκπνεύσει και ακολουθήθηκε με αλλεπάλληλα διατάγματα για τα οποία δεν υπήρξε προσβολή δι΄έφεσης.  Το θέμα τελειώνει εδώ.  Κρίνουμε ότι η έφεση στερείται αντικειμένου και την απορρίπτουμε. 

 

                                                  ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

                             

                                                  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                  ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο