ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B100
(2016) 2 ΑΑΔ 140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 46/2014)
18 Φεβρουαρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
SEFIK YUSUF,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητη.
----------
Α. Καρεκλάς, για τον Εφεσείοντα.
Ζ. Συμεού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Εφεσείων παρών.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(E X - T E M P O R E)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες. Την κατηγορία της ληστείας, την κατηγορία της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και την κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσειόντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, οκτώ ετών σε εκείνο της ληστείας και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, καθότι θεώρησε ότι τα συστατικά στοιχεία εκείνης της κατηγορίας περιλαμβάνονταν στα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας για τη ληστεία.
Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα προσβάλλονται με την παρούσα έφεση, με τρεις λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι η επιβληθείσα ποινή στον εφεσείοντα για τη ληστεία, δηλαδή της φυλάκισης οκτώ ετών, είναι άκρως υπερβολική. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της ληστείας ήταν σοβαρές και βίαιες. Στην προκείμενη περίπτωση, υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, δεν χρησιμοποιήθηκε όπλο ή άλλο αντικείμενο, όπως κουκούλες, αλλά μόνο βία εναντίον του παραπονούμενου. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στην επιβληθείσα ποινή των οκτώ ετών στο αδίκημα της ληστείας. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, η ποινή είναι εσφαλμένη, καθότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψιν οι ελαφρυντικοί παράγοντες οι οποίοι εξετέθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επειδή, μεταξύ άλλων, δεν λήφθηκε υπόψιν ο βαθμός συμμετοχής του ίδιου του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων, δεδομένου ότι αυτός ενήργησε μαζί και με άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν ανευρέθη και δεν κατηγορήθηκε. Οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του, δικαιολογούσαν επιεικέστερη ποινή για τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων έχει δύο θυγατέρες από πρώτο γάμο και μια θυγατέρα από δεύτερο γάμο και είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι η οικογένειά του θα επηρεαστεί δυσμενώς από την μακρόχρονη καταδίκη του σε φυλάκιση.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία, σε αδικήματα αυτής της φύσης, επιβάλλονται αυστηρές αποτρεπτικές ποινές, ανερχόμενες σε πολυετείς φυλακίσεις. Στη υπόθεση Tatal Faeg Mahmout Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα ετών σε υπόθεση ένοπλης ληστείας, στην οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέδειξε ότι σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου ο εφεσείων ενήργησε μαζί με άλλο πρόσωπο, η ανώτατη προσβαλλόμενη ποινή για το αδίκημα της ληστείας είναι εκείνη της ισόβιας φυλάκισης. Η ανώτατη προσβαλλόμενη ποινή δείχνει βέβαια και τη σοβαρότητα που ο νομοθέτης αποδίδει στο αδίκημα αυτό.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα είναι επιβαρυντικές για τον εφεσείοντα. Ο παραπονούμενος, στην προκείμενη περίπτωση, ήταν άτομο 73 ετών, το οποίο επέστρεφε στο σπίτι του μετά από την εργασία του στο κατάστημά του στην Κάτω Πάφο. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν γύρω στις 11.10 το βράδυ της 23.8.2013. Ο εφεσείων, μαζί με άλλο άγνωστο άντρα, ανέμεναν τον παραπονούμενο, κρυμμένοι στο σκοτάδι. Φρόντισαν και έκρυψαν προηγουμένως τον ανιχνευτή κίνησης που υπήρχε στο σημείο, ούτως ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα να αντιληφθεί την παρουσία τους ο παραπονούμενος. Αυτό δείχνει, βέβαια, ότι υπήρξε προσχεδιασμός στην όλη ενέργεια του εφεσείοντα και του άλλου προσώπου. Όταν ο παραπονούμενος στάθμευσε το αυτοκίνητό του στο σημείο που διαπράχθηκαν τα αδικήματα, που ήταν το γκαράζ του, και κατέβηκε από το αυτοκίνητο κατευθυνόμενος προς το σπίτι του, ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο του επιτέθηκαν, τον έσπρωξαν, με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι και τα χέρια του πίσω στον τοίχο. Στα χέρια του ο παραπονούμενος κρατούσε τσάντα, μέσα στην οποία υπήρχε τσαντάκι με το ποσό των €3.000. Επιπλέον, υπήρχε χρηματικό ποσό 3.500 στερλινών και ταξιδιωτικές επιταγές 600 στερλινών. Ο εφεσείων, μαζί με το άλλο πρόσωπο, τράβηξαν με δύναμη την τσάντα, την οποία ο παραπονούμενος αρνείτο να αφήσει, με αποτέλεσμα να καταφέρουν να του την αποσπάσουν, ενώ στα χέρια του παραπονούμενου παρέμειναν μόνο τα χερούλια της τσάντας. Ο παραπονούμενος κάλεσε βοήθεια, αλλά τα πρόσωπα που προσέτρεξαν προς βοήθειά του δεν μπόρεσαν να κάμουν ο,τιδήποτε, αφού ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο είχαν ήδη καταφέρει να διαφύγουν μαζί με την τσάντα και το περιεχόμενό της.
Ο κατηγορούμενος-εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία. Αυτό, βέβαια, δεν επιβαρύνει τη θέση του, αλλά του στερεί το δικαίωμα σε περαιτέρω επιείκεια ένεκα παραδοχής. Ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου. Από Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας φαίνεται πως είναι ηλικίας 44 ετών, Τουρκοκυπριακής καταγωγής, προέρχεται από πολυμελή οικογένεια και ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής του 1974. Τα τελευταία επτά χρόνια είναι νυμφευμένος με γυναίκα από την Ουκρανία, με την οποία, όπως αναφέραμε, απέκτησε μια θυγατέρα, ενώ έχει άλλες δύο θυγατέρες από την πρώτη του σύζυγο.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε, κατά την κρίση μας, επαρκώς υπόψιν του τόσο τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, όσο και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα. Αναφέρθηκε ειδικά στο λευκό του ποινικό μητρώο, αλλά και στις συνέπειες που η μακρόχρονη ποινή φυλάκισης ενδεχομένως να έχει πάνω στην οικογένεια και τα ανήλικα τέκνα του. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε, όμως, να τονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων και, ιδιαίτερα, αυτό της ληστείας όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Ορθά, κατά την κρίση μας, το Κακουργιοδικείο τόνισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου είναι, αφενός, η διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και της τάξης και, αφετέρου, η εξατομίκευση της ποινής, ώστε να συνάδει με τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, υπό το φως βέβαια των συγκεκριμένων περιστατικών της υπόθεσης.
Το Κακουργιοδικείο ορθά τόνισε την αυξητική τάση του αδικήματος της ληστείας, ιδιαίτερα, το οποίο ταλανίζει την κοινωνία. Αναφέρθηκε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστήριου, μεταξύ των οποίων, την Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 13, την Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, την Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 411, την Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1986) 2 ΑΑΔ 224, την Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342, την Mehmet Urgan ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/2011, ημερομηνίας 4.4.2012 και την Tatal (ανωτέρω).
Ιδιαίτερη καθοδήγηση το Κακουργιοδικείο έλαβε από την Tatal (ανωτέρω), στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο ήταν μεν αυστηρή, αλλά ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις.
Όσον αφορά το δυσμενή επηρεασμό της οικογένειας του εφεσείοντα από την μακρόχρονη ποινή φυλάκισης, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 328, όπου τονίστηκε ότι ο παράγων αυτός λαμβάνεται μεν υπόψιν ως ελαφρυντικός, αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.
Έχοντας υπόψιν τα περιστατικά της υπόθεσης, το γεγονός ότι ο εφεσείων μαζί με άλλο άτομο ενήργησαν εναντίον ενός ηλικιωμένου (και δεν υπήρχε οποιονδήποτε στοιχείο ότι ο βαθμός συμμετοχής του εφεσείοντα ήταν μειωμένος), ασκώντας βία εις βάρος του με σκοπό να του αποσπάσουν την τσάντα με το περιεχόμενό της (την οποία και απέσπασαν), την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, την αυξητική τάση που έχουν τα επίδικα αδικήματα και ιδιαίτερα η ληστεία, αλλά και αφού λάβαμε υπόψιν και όλους τους μετριαστικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες για τον εφεσείοντα, όπως είναι το λευκό του ποινικό μητρώο και οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, θεωρούμε ότι η ποινή των οκτώ ετών φυλάκισης που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο μπορεί να είναι κάπως αυστηρή, αλλά δεν είναι υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν μια ποινή κριθεί ως έκδηλα υπερβολική.
Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρούμε ότι η ποινή είναι μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια. Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ