ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B767
(2015) 2 ΑΑΔ 808
20 Νοεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 112/2014)
ALFONSO RAZON MARIANO,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 113/2014)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΝΟΜΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 112/2014, 113/2014)
Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― Απουσία ικανοποιητικού μαρτυρικού υλικού για απόδειξη εργοδότησης ― Κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να προβληματιστεί, με βάση το πενιχρό μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, για το εάν η ενοχή των Εφεσειόντων αποδεικνυόταν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Κατά πόσον διατύπωσε φραστικά την κατάληξή του, χωρίς όμως να προβληματιστεί ειδικά, με το θέμα και τις ιδιότυπες πτυχές της υπόθεσης ― Οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν αδικήματα αυστηρής ευθύνης και αυτό ήταν ένας περαιτέρω λόγος που όφειλε να είναι διπλά προσεκτικό ― Επέμβαση Εφετείου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η απόρριψη των ανώμοτων καταθέσεων των Εφεσειόντων με τον τρόπο που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ακροσφαλής, αφού στηρίχθηκε σε μαρτυρία που ήταν ασαφής αν όχι ανύπαρκτη.
Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ο όρος «εκ πρώτης όψεως» υποδηλώνει προκαταρκτική θεώρηση των πραγμάτων ― Το δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης δεν προβαίνει κατά κανόνα σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν υπεισέρχεται σε θέματα πειστικότητας μαρτυρίας, εκτός και αν η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται παντελώς πειστικότητας, ώστε κανένα δικαστήριο να μην μπορεί να στηριχθεί σ' αυτήν.
Απόδειξη ― Βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις ― Το επίπεδο απόδειξης συνδέεται με την ενοχή του κατηγορούμενου παρά με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.
Μαρτυρία ― Το σθένος της μαρτυρίας αδυνατίζει όταν προέρχεται από καθοδηγητικές ερωτήσεις με συνακόλουθες επιπτώσεις στη μαρτυρία της.
Εφετείο ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την απόφαση Κατηγορούσας Αρχής για προώθηση συγκεκριμένης υπόθεσης στο Δικαστήριο, για την οποία όφειλε να διερευνήσει όλες τις πτυχές της.
Ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 112/14 και ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 113/14, κατηγορήθηκαν, ο μεν πρώτος για παράβαση των όρων αδείας εισόδου και παραμονής στην Δημοκρατία (κατηγορία 1) και για άσκηση επαγγέλματος από αλλοδαπό, χωρίς άδεια απασχόλησης (κατηγορία 2), ο δε δεύτερος για πρόσληψη αλλοδαπού σε υπηρεσία χωρίς να ειδοποιηθεί ο λειτουργός καταγραφής (κατηγορία 3), για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού (κατηγορία 4) και για παροχή συνδρομής σε αλλοδαπό πρόσωπο να παραβεί τους όρους αδείας εισόδου και παραμονής του στην Δημοκρατία (κατηγορία 5). Όλα τα αδικήματα πηγάζουν από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105 και τους σχετικούς Κανονισμούς.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων 1 είναι αλλοδαπός από τις Φιλιππίνες και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε άδεια να εργάζεται ως οικιακός βοηθός στην κατοικία του πεθερού του Εφεσείοντος 2.
Οι Εφεσείοντες δεν παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 10.8.2013 και γύρω στις 2 μ.μ., ο αστυφύλακας (ΜΚ 1), μέλος της ΥΑΜ, ενώ βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία μαζί με συνάδελφό του στην περιοχή Παραλιμνίου για εντοπισμό και σύλληψη παράνομων αλλοδαπών, αντιλήφθηκε σε οικία τους δύο Εφεσείοντες. Αφού παρακολούθησαν το μέρος για 10 περίπου λεπτά, είδαν τον Εφεσείοντα 1 να κρατά ένα μεγάλο δοχείο, το οποίο φαινόταν ως ψεκαστήρας και να ψεκάζει τα φυτά του κήπου της πιο πάνω κατοικίας. Προσέγγισαν τον Εφεσείοντα 1 και του αποκάλυψαν την ιδιότητά τους. Τον ρώτησαν αν είχε άδεια να εκτελεί τη συγκεκριμένη εργασία και απάντησε αρνητικά. Τους πληροφόρησε ότι είχε άδεια να εργάζεται στη Λευκωσία, στο σπίτι του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Στη συνέχεια, τον ρώτησαν ποιος τον εργοδοτούσε και ο Εφεσείων 1 κατονόμασε τον Εφεσείοντα 2, ο οποίος μετά που του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, πληροφόρησε τους αστυνομικούς ότι ο Εφεσείων 1 ήρθε από τη Λευκωσία εκείνη την ημέρα. Αρνήθηκε όμως ότι εργοδοτούσε τον Εφεσείοντα 1. Πληροφόρησε τους δύο αστυφύλακες, μάρτυρες κατηγορίας, ότι ο Εφεσείων 1 ήρθε στην οικία του με σκοπό να φέρει μια άλλη κοπέλα και θα επέστρεφε στη Λευκωσία.
Οι Εφεσείοντες μετά την κλήση τους από το Δικαστήριο σε απολογία, προέβησαν σε ανώμοτη δήλωση. Ο Εφεσείων 1 ανέφερε ότι την ημέρα που συνελήφθη μετέφερε από τη Λευκωσία την οικιακή βοηθό του Εφεσείοντος 2, η οποία ήταν φίλη του. Τη στιγμή που επενέβη η αστυνομία δεν πότιζε τα λουλούδια ή έκανε οποιαδήποτε κηπουρική εργασία, αλλά άδειαζε τον ψεκαστήρα για να τον μεταφέρει στη Λευκωσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του.
Ο Εφεσείων 2 επιβεβαίωσε τα όσα κατέθεσε ο Εφεσείων 1. Αρνήθηκε ότι εργοδότησε καθ' οιονδήποτε τρόπο ή έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες στον Εφεσείοντα 1 να προβεί σε εργασίες και ουδέποτε του έδωσε οποιαδήποτε αμοιβή.
Το δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και δηλώσεις, δέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων. Στη συνέχεια, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, έκρινε τον Εφεσείοντα 1 ένοχο στις πρώτες δύο κατηγορίες και τον Εφεσείοντα 2 στις κατηγορίες 3 και 4, ενώ τον απάλλαξε στην πέμπτη κατηγορία, θεωρώντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά της στοιχεία. Τελικά επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 €400 πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στη δεύτερη. Στον Εφεσείοντα 2 επέβαλε πρόστιμο €1.000 στην τέταρτη κατηγορία, χωρίς να του επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στην τρίτη.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πιο πάνω κρίση προβάλλοντας τους εξής λόγους έφεσης:
Λόγος έφεσης αναφορικά με τη μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Ως προς την αιτιολογία, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν όντως σύντομη. Αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι - και ορθά - να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης.
2. Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου αν και πολύ σύντομη, εντούτοις, αντικειμενικά κρίνοντας και όχι υποκειμενικά, δεν ήταν τόσο αντινομική ώστε το δικαστήριο να ήταν αναγκασμένο να σταματήσει τη δίκη εναντίον του Εφεσείοντος 2 σ' εκείνο το στάδιο.
Λόγοι έφεσης,
α) Aναφορικά με την ισχυριζόμενη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1,
β) τη μη απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων και ιδιαίτερα του στοιχείου της εργοδότησης σύμφωνα με το Νόμο,
γ) την εσφαλμένη αξιολόγηση των ανώμοτων δηλώσεων
δ) και τη μη απόδειξη της ενοχής των Εφεσειόντων, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 δεν διευκρίνισε κατά πόσον ο Εφεσείων έβαζε νερό στα φυτά καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου που τον παρακολουθούσε.
2. Μπορεί αυτό να ήταν ένα ενδεχόμενο, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η διαφορά αποκτούσε σημασία επειδή σχετιζόταν με την εκδοχή του Εφεσείοντος 1, ο οποίος παραδέχθηκε ότι στιγμιαία άδειασε υγρό στα φυτά, υπό τις συνθήκες που εξήγησε.
3. Η διαφορά αυτή αποκτά περαιτέρω σημασία καθότι στην πρωτόδικη απόφαση το δικαστήριο χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη λανθασμένη αντίληψη για να κρίνει και τις κοινές θέσεις των Εφεσειόντων, όπως αυτές εκφράστηκαν στις ανώμοτες δηλώσεις τους και στη γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντος 2.
4. Το παράπονο των Εφεσειόντων ευσταθούσε. Όντως ο Μ.Κ.1 δεν διευκρίνισε για πόση ώρα ο Εφεσείοντας 1 έβαζε υγρό στα φυτά του κήπου, ενώ το δικαστήριο θεώρησε ως δεδομένο ότι ο μάρτυρας κατάθεσε ότι ο Εφεσείων 1 έβαζε υγρό στα φυτά καθ' όλη τη διάρκεια των 10 λεπτών που τον παρακολουθούσε.
5. Με βάση αυτή την εσφαλμένη αντίληψη των πραγμάτων, αξιολόγησε τις θέσεις των Εφεσειόντων, όπως εκφράστηκαν στις ανώμοτες δηλώσεις τους τις οποίες βεβαίως δεν αποδέχθηκε.
6. Όμως η αναφερόμενη μαρτυρία δεν υπήρξε, τουλάχιστον με τη βεβαιότητα που παρουσιάζεται στην πρωτόδικη απόφαση.
7. Η απόρριψη των ανώμοτων καταθέσεων των Εφεσειόντων με τον τρόπο που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ακροσφαλής, αφού στηρίχθηκε σε μαρτυρία που ήταν ασαφής αν όχι ανύπαρκτη.
8. Περαιτέρω, χρησιμοποιήθηκε η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ως μέτρο σύγκρισης, χωρίς να δίνονται πειστικοί λόγοι.
9. Στην ουσία το δικαστήριο, σε ό,τι αφορούσε στις ανώμοτες δηλώσεις, δεν άφησε τον εαυτό του να δει τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του με διαφορετικό φως, όπως απαιτεί η νομολογία.
10. Αυτά όμως δεν ήταν τα μόνα προβλήματα. Αναφορικά με την κρίση περί απόδειξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, κατ' αρχάς το δικαστήριο δεν αναφέρεται στους όρους άδειας εισόδου του αλλοδαπού.
11. Το μόνο που αναφέρει είναι ότι είχε άδεια για να εργάζεται ως οικιακός βοηθός στην κατοικία του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Κατά τη δίκη κατατέθηκε εκ συμφώνου Έντυπο της ΥΑΜ (Τεκμήριο 8) το οποίο αναφερόταν στο καθεστώς αλλοδαπού στην Κύπρο.
12. Το συγκεκριμένο τεκμήριο δυστυχώς δεν βρίσκεται στον πρωτόδικο φάκελο αλλά εφόσον κατατέθηκε εκ συμφώνου, εικάζεται ότι θα επιβεβαίωνε ότι ο Εφεσείων 1 είχε άδεια να εργάζεται στον πεθερό του Εφεσείοντος 2.
13. Όμως το δικαστήριο δεν αναφέρει οτιδήποτε για τους όρους εργοδότησης, πλην του ότι η πράξη του Εφεσείοντος 1 να βάζει νερό ή να ψεκάζει τα φυτά στον κήπο του Εφεσείοντος 2, συνιστούσε παράβαση των όρων άδειας εισόδου. Χωρίς το δικαστήριο να συγκεκριμενοποιεί ποιο συγκεκριμένο όρο παραβαίνει ο Εφεσείων, επηρεάζεται το όλο βάθρο επί του οποίου οικοδομήθηκε η καταδίκη του Εφεσείοντος 1.
14. Πέραν τούτου, το δικαστήριο χωρίς καθόλου να προβληματιστεί αν αυτό που καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα 1 συνιστούσε «εργασία» μέσα στην έννοια του Νόμου, κατέληξε ότι «αναμφίβολα η άσκηση εργασίας» από τον Εφεσείοντα 1 στον κήπο του Εφεσείοντος 2 συνιστά παράβαση των όρων άδειας εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία.
15. Δεν είναι δυνατό από τα όσα συνοπτικά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο να γινόταν αντιληπτό το σκεπτικό της κατάληξής του ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης υπήρξε εργοδότηση.
16. Ο Εφεσείων 1 ήταν στην υπηρεσία του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Δεν ήταν ένας αλλοδαπός ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον Εφεσείοντα 2, όπως συνέβη στην περιπτωσιολογία άλλων υποθέσεων από τη νομολογία.
17. Ο Εφεσείων 2 στη γραπτή του κατάθεση πρόβαλε κάποιους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν διερευνήθηκαν από την αστυνομία ώστε να διαφανεί αν πράγματι υπήρχε εργοδότηση, έστω και με την ευρεία έννοια του όρου εργοδότησης όπως νομολογήθηκε.
18. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου ο αλλοδαπός εργοδοτείτο από στενό οικογενειακό πρόσωπο, οι ανακριτικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν την κοινή λογική και να εξετάζουν πρωτίστως κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο πνεύμα και στους σκοπούς του Νόμου.
19. Στην Κύπρο, λόγω των στενών οικογενειακών δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των οικογενειών, μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις που τα γεγονότα τυπικά να μπορούν να ενταχθούν στον Νόμο, αλλά στην ουσία να ξεφεύγουν των σκοπών του.
20. Τα πιο πάνω αναπόφευκτα επηρέαζαν και τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων 2. Από τη στιγμή που εκρίθη ότι το μαρτυρικό υλικό δεν ήταν ικανοποιητικό για να αποδείξει την εργοδότηση του Εφεσείοντος 1, κατέρρεε τόσο η κατηγορία 4 που αφορούσε στην παράνομη πρόσληψη αλλοδαπού χωρίς να ενημερωθεί ο λειτουργός καταγραφής, όσο και η κατηγορία για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς άδεια.
21. Το πρωτόδικο δικαστήριο στο τέλος της ημέρας όφειλε να προβληματιστεί, με βάση το πενιχρό μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, κατά πόσον η ενοχή των Εφεσειόντων αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
22. Ο πρωτόδικος δικαστής φαίνεται ότι διατύπωσε φραστικά την κατάληξή του, χωρίς όμως να προβληματιστεί ειδικά με το θέμα και τις ιδιότυπες πτυχές της υπόθεσης. Επρόκειτο για υπόθεση που στηριζόταν στη μαρτυρία ενός μάρτυρα ο οποίος στην ουσία κατάθεσε ότι είδε τον Εφεσείοντα 1 να αδειάζει υγρό στα φυτά στον κήπο της οικίας του Εφεσείοντος 2.
23. Η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου ήταν πάρα πολύ σύντομη. Επί των κρίσιμων σημείων οι απαντήσεις του μάρτυρα δόθηκαν μονολεκτικά μετά από καθοδηγητικές ερωτήσεις.
24. Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν αδικήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως αδικήματα αυστηρής ευθύνης. Αυτό είναι ένας περαιτέρω λόγος που το δικαστήριο όφειλε να είναι διπλά προσεκτικό και ευαίσθητο σε κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ιδιαίτερα, είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί για την ενοχή των Εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, πράγμα που έπραξε μόνο φραστικά.
25. Ακόμη και αν δεν υπήρχαν τα διάφορα προβλήματα που υποδείχθηκαν, εύλογα θα αναδύετο μια υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς την ενοχή των Εφεσειόντων, ενόψει της αδύνατης μαρτυρίας που υπήρχε.
26. Η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεση παρήλκε.
Παρατήρηση Εφετείου:
«Μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να προωθήσει μια τέτοια υπόθεση στο Δικαστήριο. Όμως, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή έκρινε ότι η υπόθεση θα έπρεπε να πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, όφειλε, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, να διερευνήσει πλήρως όλες τις πτυχές της».
Οι εφέσεις επιτράπηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,
Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
Seraphim v. The Police (1981) 2 C.L.R. 227,
Jones v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 355,
Karaoglanian v. The Police (1984) 2 C.L.R. 161,
Θεοχάρους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 831, ECLI:CY:AD:2014:B897,
Woolmington v. Director of Public Prosecutions [1935] AC 462,
R. v. Cooper [1969] 1 All ER 32,
Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13,
Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.
Εφέσεις εναντίον Απόφασης.
Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 425/2013), ημερομηνίας 8/5/2014.
Δ. Τταουξιή (κα), για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
Δικαστhριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 112/14 και ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 113/14, στους οποίους θα αναφερόμαστε ως οι Εφεσείοντες 1 και 2 αντίστοιχα, κατηγορήθηκαν, ο μεν πρώτος για παράβαση των όρων αδείας εισόδου και παραμονής στην Δημοκρατία (κατηγορία 1) και για άσκηση επαγγέλματος από αλλοδαπό, χωρίς άδεια απασχόλησης (κατηγορία 2), ο δε δεύτερος για πρόσληψη αλλοδαπού σε υπηρεσία χωρίς να ειδοποιηθεί ο λειτουργός καταγραφής (κατηγορία 3), για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού (κατηγορία 4) και για παροχή συνδρομής σε αλλοδαπό πρόσωπο να παραβεί τους όρους αδείας εισόδου και παραμονής του στην Δημοκρατία (κατηγορία 5). Όλα τα αδικήματα πηγάζουν από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105 και τους σχετικούς Κανονισμούς.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων 1 είναι αλλοδαπός από τις Φιλιππίνες και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε άδεια να εργάζεται ως οικιακός βοηθός στην κατοικία του πεθερού του Εφεσείοντος 2.
Οι Εφεσείοντες δεν παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 10.8.2013 και γύρω στις 2 μ.μ., ο αστυφύλακας 618, Κ. Κυριάκου (ΜΚ 1), μέλος της ΥΑΜ, ενώ βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία μαζί με συνάδελφό του στην περιοχή Παραλιμνίου για εντοπισμό και σύλληψη παράνομων αλλοδαπών, αντιλήφθηκε σε οικία τους δύο Εφεσείοντες. Αφού παρακολούθησαν το μέρος για 10 περίπου λεπτά, είδαν τον Εφεσείοντα 1 να κρατά ένα μεγάλο δοχείο, το οποίο φαινόταν ως ψεκαστήρας και να ψεκάζει τα φυτά του κήπου της πιο πάνω κατοικίας. Προσέγγισαν τον Εφεσείοντα 1 και του αποκάλυψαν την ιδιότητά τους. Τον ρώτησαν αν είχε άδεια να εκτελεί τη συγκεκριμένη εργασία και απάντησε αρνητικά. Τους πληροφόρησε ότι είχε άδεια να εργάζεται στη Λευκωσία, στο σπίτι του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Στη συνέχεια, τον ρώτησαν ποιος τον εργοδοτούσε και ο Εφεσείων 1 κατονόμασε τον Εφεσείοντα 2, ο οποίος μετά που του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, πληροφόρησε τους αστυνομικούς ότι ο Εφεσείων 1 ήρθε από τη Λευκωσία εκείνη την ημέρα. Αρνήθηκε όμως ότι εργοδοτούσε τον Εφεσείοντα 1. Πληροφόρησε τους δύο αστυφύλακες, μάρτυρες κατηγορίας, ότι ο Εφεσείων 1 ήρθε στην οικία του με σκοπό να φέρει μια άλλη κοπέλα και θα επέστρεφε στη Λευκωσία.
Οι Εφεσείοντες μετά την κλήση τους από το Δικαστήριο σε απολογία, προέβησαν σε ανώμοτη δήλωση. Ο Εφεσείων 1 ανέφερε ότι την ημέρα που συνελήφθη μετέφερε από τη Λευκωσία την οικιακή βοηθό του Εφεσείοντος 2, η οποία ήταν φίλη του. Τη στιγμή που επενέβη η αστυνομία δεν πότιζε τα λουλούδια ή έκανε οποιαδήποτε κηπουρική εργασία, αλλά άδειαζε τον ψεκαστήρα για να τον μεταφέρει στη Λευκωσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του.
Ο Εφεσείων 2 επιβεβαίωσε τα όσα κατέθεσε ο Εφεσείων 1. Αρνήθηκε ότι εργοδότησε καθ' οιονδήποτε τρόπο ή έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες στον Εφεσείοντα 1 να προβεί σε εργασίες και ουδέποτε του έδωσε οποιαδήποτε αμοιβή.
Το δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και δηλώσεις, δέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων. Στη συνέχεια, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, έκρινε τον Εφεσείοντα 1 ένοχο στις πρώτες δύο κατηγορίες και τον Εφεσείοντα 2 στις κατηγορίες 3 και 4, ενώ τον απάλλαξε στην πέμπτη κατηγορία, θεωρώντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά της στοιχεία. Τελικά επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 €400 πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στη δεύτερη. Στον Εφεσείοντα 2 επέβαλε πρόστιμο €1.000 στην τέταρτη κατηγορία, χωρίς να του επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στην τρίτη.
Οι δύο Εφεσείοντες με 13 κοινούς λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο:- (1) Αξιολογώντας εσφαλμένα τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, απέρριψε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντος 2, (2) εσφαλμένα θεώρησε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, (3) αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιον του μαρτυρία, (4) εσφαλμένα θεώρησε ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Εφεσείων 1 ασκούσε εργασία, (5) εσφαλμένα θεώρησε ότι υπήρχε πρόσληψη του Εφεσείοντος 1 από τον Εφεσείοντα 2, (6) ανεπίτρεπτα στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία συναυτουργού (Εφεσείοντος 1) για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα 2, (7) εσφαλμένα έλαβε υπόψη και/ή θεώρησε ότι περιστατική μαρτυρία ήταν αρκετή για να θεμελιώσει την καταδίκη του Εφεσείοντος 2 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, (8) παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις του σχετικού Νόμου και νομολογίας για τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, με αποτέλεσμα εσφαλμένα να καταδικάσει τους δύο Εφεσείοντες, (9) δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την άσκηση οποιουδήποτε ελέγχου ή εποπτείας επί των πράξεων του Εφεσείοντος 1 από τον Εφεσείοντα 2, (10) εσφαλμένα αγνόησε τελείως το περιεχόμενο των ανώμοτων δηλώσεων των Εφεσειόντων με τις οποίες προβάλλετο η εκδοχή τους, (11) σχολιάζοντας τις ανώμοτες δηλώσεις, εσφαλμένα σχολίασε το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες δεν πρόβαλαν τις ίδιες θέσεις κατά το χρόνο της σύλληψής τους, (12) λανθασμένα εφάρμοσε τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και (13) παρερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του σχετικού Νόμου.
Θα αρχίσουμε από το λόγο που αφορά στην κατάληξη του δικαστηρίου, ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ο Εφεσείων 2 παραπονείται ότι η κατάληξη του δικαστηρίου:- (α) είναι αναιτιολόγητη, (β) είναι εσφαλμένη καθότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1, Αστ. 618 Κυριάκου, στερείτο πειστικότητας και περιείχε αντιφάσεις και (γ) αγνοεί το γεγονός ότι δεν στοιχειοθετούνταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ιδιαίτερα αυτό της εργοδότησης.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ως προς την αιτιολογία, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν όντως σύντομη. Αφού καθοδηγήθηκε ως προς τις νομικές αρχές, κατέληξε ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στο συνοπτικό τρόπο που αιτιολογήθηκε η απόφαση του δικαστηρίου. Αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι - και ορθά - να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης (βλ. Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191).
Ως προς τα υπόλοιπα παράπονα των Εφεσειόντων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα 2, ενώ στο διάγραμμά της διατυπώνει ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, στη συνέχεια προβαίνει σε εισηγήσεις οι οποίες σαφώς είναι αντίθετες με τις νομικές αρχές που προηγουμένως παρέθεσε. Για παράδειγμα, εισηγείται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 στερείτο πειστικότητας και ότι σ' αυτή υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ' αυτές για καταδίκη των Εφεσειόντων. Όπως πλειστάκις νομολογήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο όρος «εκ πρώτης όψεως» υποδηλώνει προκαταρκτική θεώρηση των πραγμάτων, γι' αυτό και ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας, ανωτέρω). Περαιτέρω, το δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της δίκης δεν προβαίνει κατά κανόνα σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν υπεισέρχεται σε θέματα πειστικότητας μαρτυρίας, εκτός και αν η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται παντελώς πειστικότητας, ώστε κανένα δικαστήριο να μην μπορεί να στηριχθεί σ' αυτήν (βλ. Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9). Τα πάντα σ' αυτό το στάδιο της δίκης θα πρέπει να έχουν αντικειμενικό έρεισμα, γι' αυτό εξάλλου και απαιτείται από τη νομολογία ότι για να μην κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία θα πρέπει η μαρτυρία να ήταν τέτοια που κάθε «λογικό δικαστήριο θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα».
Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου αν και πολύ σύντομη, εντούτοις, αντικειμενικά κρίνοντας και όχι υποκειμενικά, δεν ήταν τόσο αντινομική ώστε το δικαστήριο να ήταν αναγκασμένο να σταματήσει τη δίκη εναντίον του Εφεσείοντος 2 σ' εκείνο το στάδιο.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, εστιάζονται στο λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, τη μη απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων και ιδιαίτερα του στοιχείου της εργοδότησης σύμφωνα με το Νόμο, της εσφαλμένης αξιολόγησης των ανώμοτων δηλώσεων και της μη απόδειξης της ενοχής των Εφεσειόντων, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ως προς το λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 10 της απόφασής του ανέφερε ότι συμφώνως των ευρημάτων στα οποία κατέληξε, ο Εφεσείων 1 θεάθηκε από τον Μ.Κ.1 «για διάστημα 10 περίπου λεπτών να βάζει υγρό στα φυτά». Αυτό κατά τη συνήγορο των Εφεσειόντων είναι εσφαλμένο καθότι συγκρούεται με τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ο οποίος σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας του κατέθεσε ότι ο Εφεσείων 1 για διάρκεια 10 λεπτών πότιζε τα φυτά, αλλά ότι παρακολουθούσε τον Εφεσείοντα 1 για αρκετά λεπτά να βρίσκεται εντός του κήπου της οικίας και τον είδε να βάζει υγρό στα φυτά.
Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 δεν διευκρίνισε κατά πόσον ο Εφεσείων έβαζε νερό στα φυτά καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου που τον παρακολουθούσε. Μπορεί αυτό να ήταν ένα ενδεχόμενο, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η διαφορά αποκτά σημασία επειδή σχετίζεται με την εκδοχή του Εφεσείοντος 1, ο οποίος παραδέχεται ότι στιγμιαία άδειασε υγρό στα φυτά, υπό τις συνθήκες που εξήγησε. Η διαφορά αυτή αποκτά περαιτέρω σημασία καθότι στη σελίδα 7 της πρωτόδικης απόφασης το δικαστήριο χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη λανθασμένη αντίληψη για να κρίνει και τις κοινές θέσεις των Εφεσειόντων, όπως αυτές εκφράστηκαν στις ανώμοτες δηλώσεις τους και στη γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντος 2. Όπως αναφέρει το δικαστήριο στη σελίδα 7 της απόφασής του, η θέση των Εφεσειόντων ότι ο Εφεσείων 1 απλά άδειασε στον κήπο το υγρό ενός ψεκαστήρα για να μπορέσει να τον τοποθετήσει στο αυτοκίνητο «καταρρίπτεται από την καθ' όλα αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Κ. σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος 1 καθ' όλο το χρονικό διάστημα που τον είχαν θέσει υπό παρακολούθηση, έβαζε υγρό στα φυτά κατά μήκος του κήπου, δεν άδειασε απλά τον ψεκαστήρα».
Το παράπονο των Εφεσειόντων ευσταθεί. Όντως ο Μ.Κ.1 δεν διευκρίνισε για πόση ώρα ο Εφεσείοντας 1 έβαζε υγρό στα φυτά του κήπου, ενώ το δικαστήριο θεώρησε ως δεδομένο ότι ο μάρτυρας κατάθεσε ότι ο Εφεσείων 1 έβαζε υγρό στα φυτά καθ' όλη τη διάρκεια των 10 λεπτών που τον παρακολουθούσε. Με βάση αυτή την εσφαλμένη αντίληψη των πραγμάτων, αξιολόγησε τις θέσεις των Εφεσειόντων, όπως εκφράστηκαν στις ανώμοτες δηλώσεις τους τις οποίες βεβαίως δεν αποδέχθηκε, όπως αναφέρει στη σελίδα 7 της απόφασής του στο πιο πάνω απόσπασμα. Όμως η αναφερόμενη μαρτυρία δεν υπήρξε, τουλάχιστον με τη βεβαιότητα που παρουσιάζεται στην πρωτόδικη απόφαση. Κατά την άποψή μας, η απόρριψη των ανώμοτων καταθέσεων των Εφεσειόντων με τον τρόπο που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ακροσφαλής, αφού στηρίχθηκε σε μαρτυρία που ήταν ασαφής αν όχι ανύπαρκτη. Περαιτέρω, χρησιμοποιήθηκε η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ως μέτρο σύγκρισης, χωρίς να δίνονται πειστικοί λόγοι. Στην ουσία το δικαστήριο, σε ό,τι αφορά τις ανώμοτες δηλώσεις, δεν άφησε τον εαυτό του να δει τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του με διαφορετικό φως, όπως απαιτεί η νομολογία (βλ. Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97).
Αυτά όμως δεν είναι τα μόνα προβλήματα. Διατυπώνονται επίσης παράπονα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ότι λανθασμένα βρήκε τους Εφεσείοντες ένοχους, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ως προς την πρώτη κατηγορία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-
«Συμφώνως των ευρημάτων μου, ο κατηγορούμενος 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε άδεια από τον Διευθυντή Μετανάστευσης για να εργάζεται ως οικιακός βοηθός στην κατοικία του Γλαύκου Κακουλλή, πεθερού του κατηγορούμενου 2. Στις 10.08.13 συνελήφθη να εργάζεται στον κήπο του κατηγορούμενου 2. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι δεν είχε την άδεια του Διευθυντή Μετανάστευσης για να ασκεί την ως άνω εργασία. Αναμφίβολα η άσκηση εργασίας από τον κατηγορούμενο 1 στον κήπο του κατηγορούμενου 2 συνιστά παράβαση των όρων αδείας εισόδου και παραμονής του στη Δημοκρατία.
Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω συμπερασματικά καταλήγω ότι έχουν αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό όλα τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας.»
Ο Εφεσείων 1 θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη, καθότι από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δεν αποδεικνύονται όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ιδιαίτερα δεν προκύπτει ότι ανέλαβε οποιαδήποτε εργασία μέσα στην έννοια του Άρθρου 19(ι)(κ) του Κεφ. 105, το οποίο προβλέπει ότι:-
«19. Πρόσωπο το οποίο:
(α) ........................
(ι) αν και είναι αδειούχο βάσει του Νόμου αυτού, παραβαίνει οποιοδήποτε όρο ή προϋπόθεση που περιέχεται σε τέτοια άδεια·
(κ) αν και είναι κάτοχος άδειας που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού, παραβαίνει οποιοδήποτε όρο ή προϋπόθεση που περιέχεται σε τέτοια άδεια ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε είδος εργασίας χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Διευθυντή δυνάμει του Κανονισμού 11 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών·
...........................
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος ..».
Κατ' αρχάς το δικαστήριο δεν αναφέρεται στους όρους άδειας εισόδου του αλλοδαπού. Το μόνο που αναφέρει είναι ότι είχε άδεια για να εργάζεται ως οικιακός βοηθός στην κατοικία του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Κατά τη δίκη κατατέθηκε εκ συμφώνου Έντυπο της ΥΑΜ (Τεκμήριο 8) το οποίο αναφερόταν στο καθεστώς αλλοδαπού στην Κύπρο. Το συγκεκριμένο τεκμήριο δυστυχώς δεν βρίσκεται στον πρωτόδικο φάκελο και ως εκ τούτου δεν έχουμε τη δυνατότητα να διακριβώσουμε το περιεχόμενό του, αλλά υποψιαζόμαστε, εφόσον κατατέθηκε εκ συμφώνου, ότι θα πρέπει να επιβεβαιώνει ότι ο Εφεσείων 1 είχε άδεια να εργάζεται στον πεθερό του Εφεσείοντος 2. Όμως το δικαστήριο δεν αναφέρει οτιδήποτε για τους όρους εργοδότησης, πλην του ότι η πράξη του Εφεσείοντος 1 να βάζει νερό ή να ψεκάζει τα φυτά στον κήπο του Εφεσείοντος 2, συνιστούσε παράβαση των όρων άδειας εισόδου. Χωρίς το δικαστήριο να συγκεκριμενοποιεί ποιο συγκεκριμένο όρο παραβαίνει ο Εφεσείων, επηρεάζεται το όλο βάθρο επί του οποίου οικοδομήθηκε η καταδίκη του Εφεσείοντος 1.
Πέραν τούτου, το δικαστήριο χωρίς καθόλου να προβληματιστεί αν αυτό που καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα 1 συνιστούσε «εργασία» μέσα στην έννοια του Νόμου, κατέληξε ότι «αναμφίβολα η άσκηση εργασίας» από τον Εφεσείοντα 1 στον κήπο του Εφεσείοντος 2 συνιστά παράβαση των όρων άδειας εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία. Δεν είναι δυνατό από τα όσα συνοπτικά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο να αντιληφθούμε το σκεπτικό της κατάληξής του ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης υπήρξε εργοδότηση. Αναμφίβολα η υπόθεση δεν εντάσσεται στις υποθέσεις Seraphim v. The Police (1981) 2 C.L.R. 227, όπου αλλοδαπός χωρίς καμία σχέση με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου, θεάθηκε να κάθεται στο ταμείο εστιατορίου και σε μια περίπτωση να σερβίρει πελάτες, Jones v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 355, στην οποία η αλλοδαπή κρίθηκε ένοχη στη βάση μαρτυρίας ότι θεάθηκε να σερβίρει ποτά σε πελάτες μπαρ και Karaoglanian v. The Police (1984) 2 C.L.R. 161 στην οποία ο αλλοδαπός εργοδοτήθηκε σε γκαράζ με σκοπό να διακριβωθούν οι ικανότητές του ως μηχανικού, ώστε να προσληφθεί στην υπηρεσία πελατών του ιδιοκτήτη του γκαράζ. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα για την αστυνομία. Ο Εφεσείων 1 ήταν στην υπηρεσία του πεθερού του Εφεσείοντος 2. Δεν ήταν ένας αλλοδαπός ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον Εφεσείοντα 2, όπως συνέβη στις πιο πάνω υποθέσεις. Ο Εφεσείων 2 στη γραπτή του κατάθεση πρόβαλε κάποιους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν διερευνήθηκαν από την αστυνομία ώστε να διαφανεί αν πράγματι υπήρχε εργοδότηση, έστω και με την ευρεία έννοια του όρου εργοδότησης όπως νομολογήθηκε στις πιο πάνω υποθέσεις. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να διερευνηθεί κατά πόσον ευσταθούσε ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος 1 ότι έφερε την αλλοδαπή φίλη του από τη Λευκωσία λίγο πριν συλληφθεί και κατά πόσον αυτός είχε οδηγίες από τον εργοδότη του να μεταφέρει στη Λευκωσία τον ψεκαστήρα.
Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Θεοχάρους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 831, ECLI:CY:AD:2014:B897, μπορεί να υπάρχει ανάγκη για στενή ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας για χάριν ευόδωσης των σκοπών του Νόμου, όμως με κανένα τρόπο δεν πρέπει να ξεφύγουμε του μέτρου. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου ο αλλοδαπός εργοδοτείτο από στενό οικογενειακό πρόσωπο, οι ανακριτικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν την κοινή λογική και να εξετάζουν πρωτίστως κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο πνεύμα και στους σκοπούς του Νόμου. Στην Κύπρο, λόγω των στενών οικογενειακών δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των οικογενειών, μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις που τα γεγονότα τυπικά να μπορούν να ενταχθούν στον Νόμο, αλλά στην ουσία να ξεφεύγουν των σκοπών του. Αποφεύγουμε να δώσουμε παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων, ώστε να μην αδυνατίσουμε την εμβέλεια της σχετικής νομοθεσίας στις περιπτώσεις που αυτή εφαρμόζεται εύλογα από τις ανακριτικές αρχές και ερμηνεύεται ορθά από το δικαστήριο.
Τα πιο πάνω αναπόφευκτα επηρεάζουν και τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων 2. Από τη στιγμή που κρίναμε ότι το μαρτυρικό υλικό δεν ήταν ικανοποιητικό για να αποδείξει την εργοδότηση του Εφεσείοντος 1, καταρρέει τόσο η κατηγορία 4 που αφορά την παράνομη πρόσληψη αλλοδαπού χωρίς να ενημερωθεί ο λειτουργός καταγραφής, όσο και η κατηγορία για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς άδεια.
Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες με τους λόγους έφεσης 2 και 4 θεωρούν εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου στη σελίδα 13 της απόφασής του, ότι «η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 1-4». Κατ' αρχάς το επίπεδο απόδειξης συνδέεται με την ενοχή του κατηγορούμενου παρά με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. Όπως αναφέρθηκε από τον Λόρδο Sankey στην υπόθεση Woolmington v. Director of Public Prosecutions [1935] AC 462, «εάν στο τέλος και έχοντας υπόψη το σύνολο της υπόθεσης, υπάρχει λογική αμφιβολία, η οποία αναδύεται από τη μαρτυρία είτε της κατηγορούσας αρχής είτε του κατηγορούμενου», κατά πόσο ο τελευταίος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, τότε ο κατηγορούμενος θα πρέπει να απαλλαγεί.
Με δεδομένα τα όσα αναφέραμε πιο πάνω σε σχέση με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων και ιδιαίτερα του θέματος της εργοδότησης, αλλά και ανεξαρτήτως αυτού, το πρωτόδικο δικαστήριο στο τέλος της ημέρας όφειλε να προβληματιστεί, με βάση το πενιχρό μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, κατά πόσον η ενοχή των Εφεσειόντων αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο πρωτόδικος δικαστής φαίνεται ότι διατύπωσε φραστικά την κατάληξή του, χωρίς όμως να προβληματιστεί ειδικά με το θέμα και τις ιδιότυπες πτυχές της υπόθεσης. Επρόκειτο για υπόθεση που στηριζόταν στη μαρτυρία ενός μάρτυρα ο οποίος στην ουσία κατάθεσε ότι είδε τον Εφεσείοντα 1 να αδειάζει υγρό στα φυτά στον κήπο της οικίας του Εφεσείοντος 2. Η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου ήταν πάρα πολύ σύντομη. Επί των κρίσιμων σημείων οι απαντήσεις του μάρτυρα δόθηκαν μονολεκτικά μετά από καθοδηγητικές ερωτήσεις.
Όπως είναι γνωστό το σθένος της μαρτυρίας αδυνατίζει όταν προέρχεται από καθοδηγητικές ερωτήσεις με συνακόλουθες επιπτώσεις στη μαρτυρία της.
Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν αδικήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως αδικήματα αυστηρής ευθύνης. Αυτό είναι ένας περαιτέρω λόγος που το δικαστήριο όφειλε να είναι διπλά προσεκτικό και ευαίσθητο σε κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ιδιαίτερα, είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί για την ενοχή των Εφεσειόντων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, πράγμα που κατά την άποψή μας έπραξε μόνο φραστικά.
Κατά την κρίση μας, ακόμη και αν δεν υπήρχαν τα διάφορα προβλήματα που υποδείξαμε, εύλογα θα αναδύετο μια υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς την ενοχή των Εφεσειόντων, ενόψει της αδύνατης μαρτυρίας που υπήρχε (βλ. R. v. Cooper [1969] 1 All ER 32, η οποία υιοθετήθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).
Ενόψει της επιτυχίας των πιο σημαντικών λόγων έφεσης (αρ. 1, 3, 4, 5, 8, 10 και 13), δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Παρά τη διαφαινόμενη επιτυχία της έφεσης, να μας επιτραπεί ένα σχόλιο. Μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να προωθήσει μια τέτοια υπόθεση στο Δικαστήριο. Όμως, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή έκρινε ότι η υπόθεση θα έπρεπε να πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, όφειλε, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, να διερευνήσει πλήρως όλες τις πτυχές της.
Οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Η καταδίκη και βέβαια και οι ποινές που επιβλήθηκαν, παραμερίζονται. Οι Εφεσείοντες 1 και 2 αθωώνονται και απαλλάσσονται.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν.