ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:B713

(2015) 2 ΑΑΔ 742

27 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 10/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή υπό δημοσίου λειτουργού κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 267 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο λειτουργό ― Έφεση εναντίον καταδίκης ― Επικύρωση πρωτόδικης κατάληξης ότι ο εφεσείων εκτελούσε ως αστυνομικός, καθήκοντα φρουρού κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι το επίδικο πορτοφόλι, το οποίο και δεν επιστράφηκε, παραδόθηκε στο φρουρό του Αστυνομικού Σταθμού κατά το χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων του Εφεσείοντα.

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Χαρακτήρας κατηγορουμένου ― Αντεξέταση ― Η νομική διάσταση του δικαιώματος ενός κατηγορούμενου να μην αντεξετασθεί σε σχέση με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Χαρακτήρας κατηγορουμένου ― Δεν επιτρέπεται η υποβολή σε κατηγορούμενο, ο οποίος καλείται ως μάρτυρας, οποιασδήποτε ερώτησης που τείνει να δείξει ότι αυτός είχε διαπράξει ή ότι είχε καταδικασθεί ή είχε κατηγορηθεί για αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο κατηγορείται ή ότι είναι κακού χαρακτήρα ― Μεταξύ των εξαιρέσεων του  κανόνα, είναι και η περίπτωση κατά την οποία η πλευρά του κατηγορούμενου υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες κατηγορίας με σκοπό την απόδειξη του δικού του καλού χαρακτήρα ή όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος καταθέτει για το δικό του καλό χαρακτήρα.

 

Μαρτυρία ― Μαρτυρία αναγνώρισης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν από την αγγλική νομολογία, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.

 

Ο Εφεσείων, αστυνομικός κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρίθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες κλοπής υπό δημοσίου λειτουργού, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 267 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό και άλλες συναφείς κατηγορίες.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ο Εφεσείων, την 31 Δεκεμβρίου 2011, ενώ υπηρετούσε ως αστυφύλακας στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, έκλεψε ένα δερμάτινο πορτοφόλι, το οποίο περιείχε χρηματικό ποσό €370 σε διάφορα χαρτονομίσματα και άλλα έγγραφα, αποκομίζοντας αθέμιτα περιουσιακό όφελος, ως αποτέλεσμα της θέσης την οποία κατείχε.

 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας και λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεκτά γεγονότα, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Στις 30.12.2011, περί τα μεσάνυχτα, η ΜΚ7 επέβαινε σε όχημα με οδηγό τον πατέρα της. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής εντόπισαν στην άκρη του δρόμου το επίδικο πορτοφόλι. Λίγη ώρα αργότερα ο ΜΚ3 αντιλήφθηκε ότι απώλεσε το πορτοφόλι του και το αναζήτησε, αλλά χωρίς επιτυχία. Εν τω μεταξύ η ΜΚ7 και ο πατέρας της, μετέβησαν, η ώρα 00:38:58 της 31.12.2011, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και παρέδωσαν στον επί καθήκοντι σκοπό το πορτοφόλι, επεξηγώντας του την τοποθεσία και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το εντόπισαν. Συνομίλησαν μαζί του για διάστημα 6 περίπου λεπτών. Μία περίπου ώρα αργότερα, στις 01:20 της 31.12.2011, ο ΜΚ3 επίσης μετέβηκε στον ίδιο αστυνομικό σταθμό και συζήτησε με τον επί καθήκοντι φρουρό της πύλης σχετικά με την απώλεια του πορτοφολιού. Επειδή μέχρι τις 3.1.2012 η ΜΚ7 και ο πατέρας της δεν ενημερώθηκαν ως προς την τύχη του υπό αναφορά πορτοφολιού, ζήτησαν εξηγήσεις. Διαπιστώθηκε από έρευνες που ακολούθησαν ότι ο φρουρός της πύλης ουδέποτε κατέγραψε την παράδοση ούτε και παρέδωσε το πορτοφόλι στον δικαιούχο.

 

Ακολούθησαν περαιτέρω έρευνες, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας αναγνώρισης, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να κατηγορηθεί γραπτώς ο Εφεσείων, ως το πρόσωπο που ήταν φρουρός κατά τον επίδικο χρόνο, για τα αδικήματα που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο - αποδεχόμενο την ουσιαστική μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ7, αλλά και αξιολογώντας τις κινήσεις του Εφεσείοντα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του τον επίδικο χρόνο, όπως τις κατέγραψε το κλειστό σύστημα παρακολούθησης του αστυνομικού σταθμού - κατέληξε ότι το μόνο συμπέρασμα ήταν πως ο Εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εκτελούσε χρέη φρουρού και παρέλαβε το επίδικο πορτοφόλι. Με αυτό ως δεδομένο και αναλύοντας στη συνέχεια τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών, έκρινε ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σε σχέση και με τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο  επέτρεψε αντεξέταση του Εφεσείοντα αναφορικά με προηγούμενες καταδίκες, τόσο για ποινικά όσο και για πειθαρχικά αδικήματα, με αποτέλεσμα να εισαχθεί ανεπίτρεπτη μαρτυρία.

 

β)  Δεν εφάρμοσε τις κατευθυντήριες αρχές που διέπουν το θέμα της αναγνώρισης ενός κατηγορούμενου.

 

γ)  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επηρεάστηκε ανεπίτρεπτα από την αντεξέταση του Εφεσείοντα πάνω σε προηγούμενες του καταδίκες.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Δεν επιτρέπεται η υποβολή σε κατηγορούμενο, ο οποίος καλείται ως μάρτυρας, οποιασδήποτε ερώτησης που τείνει να δείξει ότι αυτός είχε διαπράξει ή ότι είχε καταδικασθεί ή είχε κατηγορηθεί για αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο κατηγορείται ή ότι είναι κακού χαρακτήρα. Επιδίωξη του υπό εξέταση κανόνα είναι η αποφυγή να καταστεί ο κατηγορούμενος ένας συνηθισμένος μάρτυρας.

  2.   Μεταξύ των εξαιρέσεων του πιο πάνω κανόνα είναι και η περίπτωση κατά την οποία η πλευρά του κατηγορούμενου υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες κατηγορίας με σκοπό την απόδειξη του δικού του καλού χαρακτήρα ή όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος καταθέτει για το δικό του καλό χαρακτήρα.

  3.   Αυτό οδηγεί σε δικαίωμα αντεξέτασης, με ακριβοδίκαιο όμως τρόπο, αφού ο χαρακτήρας πλέον καθίσταται επίδικο θέμα. Υπόκειται όμως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει οποιαδήποτε ερώτηση την οποία υπό τις περιστάσεις θεωρεί άδικη.

  4.   Κατά την αντεξέτασή του ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι πρώτη φορά βρισκόταν αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη και επικαλέσθηκε τον καλό του χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές ρωτήθηκε κατά πόσο είχαν λάβει χώραν εναντίον του πειθαρχικές υποθέσεις.

  5.   Στην υπό κρίση περίπτωση οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον Εφεσείοντα ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα της δικής του θέσης, όπως κατ' επανάληψη προώθησε, περί άμεμπτου χαρακτήρα. Δεν στόχευαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα τέλεσης των επίδικων αδικημάτων, αλλά αφορούσαν στην αξιοπιστία του και μόνο.

  6.   Υπό τις συνθήκες αυτές δεν διαπιστωνόταν η διάπραξη οποιουδήποτε σφάλματος αρχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε και εντοπίζεται ότι η επίδικη αντεξέταση είχε καταστήσει με οποιοδήποτε τρόπο τη δίκη μη δίκαιη, αφού το ζήτημα δεν απασχόλησε καθόλου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την τελική του κρίση, ούτε και επέδρασε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρωτόδικη απόφαση.

  7.   Πολύ περισσότερο με δεδομένο ότι, όπως και ο  συνήγορος του Εφεσείοντα δέχθηκε, η στήριξη της καταδίκης εδράζεται σε μαρτυρία που καμία σχέση έχει με το επίμαχο ζήτημα της υπό αναφορά αντεξέτασης.

  8.   Αναφορικά με το λόγο έφεσης  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει εξονυχιστικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η αναγνώριση του Εφεσείοντα, η εξεταζόμενη εισήγηση τ παρέβλεπε, ένα ουσιαστικό δεδομένο: Με βάση τη νομολογία, θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην απόφαση Turnbull (κατωτέρω), εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.

  9.   Στην παρούσα περίπτωση, ήταν βασικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του  μαρτυρίας, ότι ο Εφεσείων εκτελούσε καθήκοντα φρουρού κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι το επίδικο πορτοφόλι, το οποίο και δεν επιστράφηκε, παραδόθηκε στο φρουρό του Αστυνομικού Σταθμού κατά το χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων του Εφεσείοντα.

10. Η σύνδεση του Εφεσείοντα με το πρόσωπο που εκτελούσε χρέη φρουρού προς τον οποίο παραδόθηκε το πορτοφόλι, τεκμηριώθηκε, πέραν της όποιας αναγνώρισης, με βάση το περιεχόμενο καταγραφής των κινήσεων του Εφεσείοντα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Αστυνομικού Σταθμού και την απόρριψη των αντίστοιχων, αντίθετων, ισχυρισμών του Εφεσείοντα.

11. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ο Εφεσείων ήταν σε υπηρεσία κατά τον επίδικο χρόνο με καθήκοντα φρουρού. Μαρτυρία δε που προερχόταν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.

12. Στο μεσοδιάστημα έλαβαν χώραν τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα της παράδοσης στο φρουρό του επίδικου πορτοφολιού και της υποβολής παραπόνου από τον ΜΚ3 για απώλεια του πορτοφολιού του στον ίδιο φρουρό.

13. Ήταν περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας περί αντικατάστασης του φρουρού που εκτελούσε υπηρεσία κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή του Εφεσείοντα, από άλλο συνάδελφό του. Επιπρόσθετα η προσπάθεια του Εφεσείοντα να θέσει διαφορετική εκδοχή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, για καλούς λόγους που με λεπτομέρεια παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ως αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα.

14. Τα πιο πάνω ουσιαστικά ευρήματα του Δικαστηρίου και η πορεία αξιολόγησης της μαρτυρίας που τα περιβάλλει, παρέμειναν αλώβητα, αφού  οι  λόγοι έφεσης δεν τα κάλυπταν.

15. Ήταν δεδομένα που από μόνα τους θα ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ταύτιση του Εφεσείοντα με το πρόσωπο το οποίο ήταν φρουρός κατά τον ουσιώδη χρόνο και, κατά συνέπεια, να οδηγήσουν σε καταδίκη του, αφού η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα υπόλοιπα γεγονότα και τη νομική διάσταση που καλύπτει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που περιλάμβανε το κατηγορητήριο δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση.

16. Η απόρριψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης οδηγούσε αναπόφευκτα και στην απόρριψη του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104,

 

R. v. McLeod [1994] 3 All E.R. 254,

 

Selvey v. D.P.P. [1968] 2 All E.R. 497,

 

Makin v. Attorney-General of New South Wales [1894] A.C. 57,

 

R. v. Turnbull a.o. [1976] 3 All E.R. 549,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Βλάμης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8304/2012), ημερομηνίας 28/11/2014.

 

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, αστυνομικός κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες κλοπής υπό δημοσίου λειτουργού κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 267 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση του Άρθρου 105 του πιο πάνω νομοθετήματος και αθέμιτης κτίσης περιουσιακού οφέλους κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμου, Ν. 51(Ι)/2004 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 62(Ι)/2008. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ο Εφεσείων, την 31 Δεκεμβρίου 2011, ενώ υπηρετούσε ως αστυφύλακας στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, έκλεψε ένα δερμάτινο πορτοφόλι, το οποίο περιείχε χρηματικό ποσό €370 σε διάφορα χαρτονομίσματα και άλλα έγγραφα, αποκομίζοντας αθέμιτα περιουσιακό όφελος, ως αποτέλεσμα της θέσης την οποία κατείχε.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η Εφεσίβλητη κάλεσε εννέα μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσής της, μεταξύ των οποίων τον παραπονούμενο, ΜΚ3, ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων και την δεκαεξάχρονη τότε Μαρία Γιωργαλλή, ΜΚ7. Ο Εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ένορκη κατάθεση χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιόν του μαρτυρίας και λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεκτά γεγονότα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Στις 30.12.2011, περί τα μεσάνυχτα, η ΜΚ7 επέβαινε σε όχημα με οδηγό τον πατέρα της. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής εντόπισαν στην άκρη του δρόμου το επίδικο πορτοφόλι. Λίγη ώρα αργότερα ο ΜΚ3 αντιλήφθηκε ότι απώλεσε το πορτοφόλι του και το αναζήτησε, αλλά χωρίς επιτυχία. Εν τω μεταξύ η ΜΚ7 και ο πατέρα της μετέβησαν, η ώρα 00:38:58 της 31.12.2011, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και παρέδωσαν στον επί καθήκοντι σκοπό το πορτοφόλι, επεξηγώντας του την τοποθεσία και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το εντόπισαν. Συνομίλησαν μαζί του για διάστημα 6 περίπου λεπτών. Μία περίπου ώρα αργότερα, στις 01:20 της 31.12.2011, ο ΜΚ3 επίσης μετέβηκε στον ίδιο αστυνομικό σταθμό και συζήτησε με τον επί καθήκοντι φρουρό της πύλης σχετικά με την απώλεια του πορτοφολιού. Επειδή μέχρι τις 3.1.2012 η ΜΚ7 και ο πατέρας της δεν ενημερώθηκαν ως προς την τύχη του υπό αναφορά πορτοφολιού, ζήτησαν εξηγήσεις. Διαπιστώθηκε από έρευνες που ακολούθησαν ότι ο φρουρός της πύλης ουδέποτε κατέγραψε την παράδοση ούτε και παρέδωσε το πορτοφόλι στον δικαιούχο. Ακολούθησαν περαιτέρω έρευνες, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας αναγνώρισης, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να κατηγορηθεί γραπτώς ο Εφεσείων, ως το πρόσωπο που ήταν φρουρός κατά τον επίδικο χρόνο, για τα αδικήματα που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο - αποδεχόμενο την ουσιαστική μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ7, αλλά και αξιολογώντας τις κινήσεις του Εφεσείοντα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του τον επίδικο χρόνο, όπως τις κατέγραψε το κλειστό σύστημα παρακολούθησης του αστυνομικού σταθμού - κατέληξε ότι το μόνο συμπέρασμα ήταν πως ο Εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εκτελούσε χρέη φρουρού και παρέλαβε το επίδικο πορτοφόλι. Με αυτό ως δεδομένο και αναλύοντας στη συνέχεια ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών, έκρινε ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε σχέση και με τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο, προβάλλεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε αντεξέταση του Εφεσείοντα αναφορικά με προηγούμενες καταδίκες, τόσο για ποινικά όσο και για πειθαρχικά αδικήματα, με αποτέλεσμα να εισαχθεί ανεπίτρεπτη μαρτυρία. Με το δεύτερο λόγο, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις κατευθυντήριες αρχές που διέπουν το θέμα της αναγνώρισης ενός κατηγορούμενου και ως εκ τούτου οδηγήθηκε λανθασμένα σε αποδοχή, ως αξιόπιστης και ορθής, μεμπτής μαρτυρίας αναγνώρισης. Ο τελευταίος λόγος έφεσης, συναρτάται με το αποτέλεσμα των δύο πρώτων. Τίθεται, συγκεκριμένα, ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επηρεάστηκε ανεπίτρεπτα από την αντεξέταση του Εφεσείοντα πάνω σε προηγούμενες του καταδίκες, καθώς επίσης και από την παράλειψη του Δικαστηρίου να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές για μαρτυρία αναγνώρισης.

 

Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υπέβαλε ότι η αντεξέταση του Εφεσείοντα σε σχέση με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του έλαβε χώραν χωρίς την απαραίτητη προηγούμενη λήψη σχετικής άδειας από το Δικαστήριο  και χωρίς να τεθεί, εν πάση περιπτώσει, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ζήτημα καλού χαρακτήρα.

 

Στην απόφαση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, 120-128, εξετάζεται με λεπτομέρεια η νομική διάσταση του δικαιώματος ενός κατηγορούμενου να μην αντεξετασθεί σε σχέση με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του. Όπως επεξηγείται, το ζήτημα διέπεται από το Άρθρο 1(e) (f) της Αγγλικής Criminal Evidence Act, 1898, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Δεν επιτρέπεται η υποβολή σε κατηγορούμενο, ο οποίος καλείται ως μάρτυρας, οποιασδήποτε ερώτησης που τείνει να δείξει ότι αυτός είχε διαπράξει ή ότι είχε καταδικασθεί ή είχε κατηγορηθεί για αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο κατηγορείται ή ότι είναι κακού χαρακτήρα. Επιδίωξη του υπό εξέταση κανόνα είναι η αποφυγή να καταστεί ο κατηγορούμενος ένας συνηθισμένος μάρτυρας. Δεν θα ήταν ορθό για την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάζει μαρτυρία η οποία να τείνει να δείξει ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος εγκληματικών πράξεων άλλων από εκείνες που καλύπτονται από το κατηγορητήριο, με σκοπό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι πρόσωπο το οποίο λόγω της εγκληματικής συμπεριφοράς του ή του χαρακτήρα του πιθανό να διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Μεταξύ των εξαιρέσεων του πιο πάνω κανόνα είναι και η περίπτωση κατά την οποία η πλευρά του κατηγορούμενου υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες κατηγορίας με σκοπό την απόδειξη του δικού του καλού χαρακτήρα ή όπου ο ίδιος ο κατηγορούμενος καταθέτει για το δικό του καλό χαρακτήρα. Εάν λοιπόν ο κατηγορούμενος από μόνος του ή μέσω των μαρτύρων του παρουσιάσει μαρτυρία για το δικό του καλό χαρακτήρα με σκοπό να δείξει ότι είναι απίθανο να διέπραξε το επίδικο αδίκημα, εγείρει, με τη μορφή υπεράσπισης, επίδικο θέμα ως προς τον καλό του χαρακτήρα. Αυτό οδηγεί σε δικαίωμα αντεξέτασης, με ακριβοδίκαιο όμως τρόπο, αφού ο χαρακτήρας πλέον καθίσταται επίδικο θέμα. Υπόκειται όμως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει οποιαδήποτε ερώτηση την οποία υπό τις περιστάσεις θεωρεί άδικη. Οι κατευθυντήριες γραμμές άσκησης της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας καθορίστηκαν στην απόφαση του αγγλικού Εφετείου R. v. McLeod [1994] 3 All E.R. 254, με προεξάρχουσα την ανάγκη όπως το Δικαστήριο αποτιμήσει την επίδραση των ερωτήσεων, σε μια προσπάθεια διασφάλισης της δίκαιης δίκης και προκειμένου να αποκλεισθεί ότι αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα αποβεί πολύ επιβλαβής για τον κατηγορούμενο. Είναι, τέλος, νομολογημένο ότι δεν χωρεί επέμβαση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αποδοχή μαρτυρίας αυτής της μορφής, εκτός και εάν η απόφασή του καλύπτεται από νομική πλάνη, εάν δηλαδή εντοπισθεί από το Εφετείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διαπράξει σφάλμα αρχής (Selvey v. D.P.P. [1968] 2 All E.R. 497, 511).

 

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες είχε επιτραπεί η επίδικη μαρτυρία είχαν ως ακολούθως:

 

Κατά την αντεξέτασή του ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι πρώτη φορά βρισκόταν αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη και επικαλέσθηκε τον καλό του χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές ρωτήθηκε κατά πόσο είχαν λάβει χώραν εναντίον του πειθαρχικές υποθέσεις. Παραδέχθηκε ότι εννέα τέτοιες υποθέσεις υπήρχαν, τις απέδωσε όμως, στην πλειοψηφία τους, σε προσωπικές διαφορές που είχε με συγκεκριμένο αξιωματικό. Ακολούθως ρωτήθηκε εάν συμφωνεί ότι καταδικάστηκε σε μία πειθαρχική υπόθεση για το αδίκημα της ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ηγέρθη ένσταση εκ μέρους του συνηγόρου του Εφεσείοντα, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και η ερώτηση επετράπη. Σημειώνεται ότι το όλο φάσμα των πειθαρχικών καταγγελιών περιστρεφόταν γύρω από καθυστέρηση στην προσέλευση και ανάληψη καθηκόντων, ανάρμοστη ή απρεπή συμπεριφορά, προσποίηση ασθένειας και απουσία χωρίς άδεια.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί η μαρτυρία για διάπραξη άλλων αδικημάτων απαγορεύεται αν σκοπός της είναι να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος λόγω της εγκληματικής συμπεριφοράς του ή του χαρακτήρα του είναι πιθανό να διέπραξε και το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται (Makin v. Attorney-General of New South Wales [1894] A.C. 57, 65). Στην υπό κρίση περίπτωση οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον Εφεσείοντα ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα της δικής του θέσης, όπως κατ' επανάληψη προώθησε, περί άμεμπτου χαρακτήρα. Δεν στόχευαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα τέλεσης των επίδικων αδικημάτων, αλλά αφορούσαν στην αξιοπιστία του και μόνο. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν διαπιστώνεται η διάπραξη οποιουδήποτε σφάλματος αρχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε και εντοπίζεται ότι η επίδικη αντεξέταση έχει καταστήσει με οποιοδήποτε τρόπο τη δίκη μη δίκαιη, αφού το ζήτημα δεν απασχόλησε καθόλου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την τελική του κρίση, ούτε και επέδρασε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρωτόδικη απόφαση. Πολύ περισσότερο με δεδομένο ότι, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα δέχθηκε, η στήριξη της καταδίκης εδράζεται σε μαρτυρία που καμία σχέση έχει με το επίμαχο ζήτημα της υπό αναφορά αντεξέτασης.

 

Όπως ήδη λέχθηκε ο δεύτερος λόγος έφεσης βασίζεται στην προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει εξονυχιστικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η αναγνώριση του Εφεσείοντα. Στο επίκεντρο της υπό εξέταση εισήγησης είναι η αντίληψη ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα βασίστηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία αναγνώρισης που πρόσφεραν οι ΜΚ3 και ΜΚ7. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν εφάρμοσε τις αρχές της κλασσικής επί του θέματος της εξωδικαστικής αναγνώρισης απόφασης R. v. Turnbull a.ο. [1976] 3 All E.R. 549.

 

Για σκοπούς κατάληξής μας στον υπό εξέταση λόγο έφεσης είναι αχρείαστη η καταγραφή της μαρτυρίας που περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της αναγνώρισης του Εφεσείοντα και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι ΜΚ3 και 7 τον υπέδειξαν ως το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το πορτοφόλι στη φρουρά του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Πάφου. Αυτό διότι η εξεταζόμενη εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, ένα ουσιαστικό δεδομένο: Οι κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης Turnbull προϋποθέτουν, ως απαραίτητο υπόβαθρο, τη στήριξη της υπόθεσης ενάντια σε ένα κατηγορούμενο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην ακρίβεια μίας ή περισσοτέρων αναγνωρίσεών του, οι οποίες κατά την υπεράσπιση είναι εσφαλμένες. Όπως αποφασίστηκε σχετικά στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601:

 

«Κατ' αρχή θα πρέπει να επισημάνουμε ότι θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, ήταν βασικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του  μαρτυρίας, ότι ο Εφεσείων εκτελούσε καθήκοντα φρουρού κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι το επίδικο πορτοφόλι, το οποίο και δεν επιστράφηκε, παραδόθηκε στο φρουρό του Αστυνομικού Σταθμού κατά το χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων του Εφεσείοντα. Η σύνδεση του Εφεσείοντα με το πρόσωπο που εκτελούσε χρέη φρουρού προς τον οποίο παραδόθηκε το πορτοφόλι, τεκμηριώθηκε, πέραν της όποιας αναγνώρισης, με βάση το περιεχόμενο καταγραφής των κινήσεων του Εφεσείοντα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Αστυνομικού Σταθμού και την απόρριψη των αντίστοιχων, αντίθετων, ισχυρισμών του Εφεσείοντα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ο Εφεσείων ήταν σε υπηρεσία κατά τον επίδικο χρόνο με καθήκοντα φρουρού. Μαρτυρία δε που προερχόταν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης τον παρουσίαζε να εξέρχεται η ώρα 22:46:43 της 30.12.2011 από την κύρια είσοδο του Αστυνομικού Σταθμού και να κατευθύνεται δεξιά προς το σημείο που βρίσκεται η σκοπιά του Σταθμού. Στη συνέχεια, η ώρα 02:22:35 της 31.12.2011, παρουσιάζεται να μεταβαίνει από το σημείο της σκοπιάς και να εισέρχεται εντός του πιο πάνω Αστυνομικού Σταθμού από την κύρια είσοδο. Στο μεσοδιάστημα έλαβαν χώραν τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα της παράδοσης στο φρουρό του επίδικου πορτοφολιού και της υποβολής παραπόνου από τον ΜΚ3 για απώλεια του πορτοφολιού του στον ίδιο φρουρό. Ηταν περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας περί αντικατάστασης του φρουρού που εκτελούσε υπηρεσία κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή του Εφεσείοντα, από άλλο συνάδελφό του. Επιπρόσθετα η προσπάθεια του Εφεσείοντα να θέσει διαφορετική εκδοχή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, για καλούς λόγους που με λεπτομέρεια παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ως αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα.

 

Τα πιο πάνω ουσιαστικά ευρήματα του Δικαστηρίου και η πορεία αξιολόγησης της μαρτυρίας που τα περιβάλλει, παρέμειναν αλώβητα, αφού  οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης δεν τα καλύπτουν. Είναι δεδομένα που από μόνα τους θα ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ταύτιση του Εφεσείοντα με το πρόσωπο το οποίο ήταν φρουρός κατά τον ουσιώδη χρόνο και, κατά συνέπεια, να οδηγήσουν σε καταδίκη του, αφού η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα υπόλοιπα γεγονότα και τη νομική διάσταση που καλύπτει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που περιλάμβανε το κατηγορητήριο δεν τελούν υπό αμφισβήτηση.

 

Η απόρριψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης οδηγεί αναπόφευκτα και στην απόρριψη του τρίτου λόγου, ο οποίος, όπως ήδη επεξηγήσαμε, συναρτάται με το αποτέλεσμα των εξετασθέντων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο