ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
C & A Pelekanos Associates Limited ν. Aνδρέα Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273
Χ"Παύλου Χρίστος ν. Άννας Κυριάκου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 236
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258
Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1
Saad and Another ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 106
Κορέλλης Αχιλλέας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12
Π. Π. και Άλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 457
Ghafari Raymond Elias ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. A.B. (2002) 2 ΑΑΔ 382
Αθανασίου Γεώργιος ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 325
Tρικωμίτης Γεώργιος ν. Φιλόκυπρου Aνδρέου (Aρ. 1) (2003) 2 ΑΑΔ 487
Xαραλάμπους Κώστας Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 323
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Πέτρου (2006) 2 ΑΑΔ 183
Παπαδοπούλου Ελένη ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173
Αντωνίου Σίμος Αμβροσίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766
Νικολάου Νίκος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 376, ECLI:CY:AD:2014:B344
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
F. L. H. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 4/2020, 31/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:D32
Μ.Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 48/2020, 29/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B367
Στυλιανού Στέλιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 680, ECLI:CY:AD:2015:D672
Δ. Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432
UNIBRAND SECRETARIAL SERVICES LIMITED, Πολιτική αίτηση αρ.56/16, 8/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:D269
ECLI:CY:AD:2015:B598
(2015) 2 ΑΑΔ 586
14 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
Γ. Χ.
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 140/2010)
Ποινή ― Βιασμός, αιμομιξία, διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και άσεμνη επίθεση ― Σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων ― Επικύρωση διαδοχικών ποινών φυλάκισης συνολικού ύψους 20 ετών σε εφεσείοντα ο οποίος εκρίθη ένοχος σε δεκαεπτά συνολικά κατηγορίες σχετικά με άσεμνες επιθέσεις εναντίον των δύο θυγατέρων του και βιασμών, αιμομιξίας και διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών, με θύμα τη μια του θυγατέρα.
Ποινή ― Βιασμός, αιμομιξία, διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και άσεμνη επίθεση ― Διαδοχικές ποινές ― Απόφανση Εφετείου ότι παρεχόταν έδαφος στο Κακουργιοδικείο να επιβάλλει διαδοχικές ποινές ― Τα αδικήματα δεν μπορούσαν να κριθούν ότι σχετίζονταν μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας και η συμπεριφορά του εφεσείοντος επεκτεινόταν σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ποινικός κώδικας ― Βιασμός, αιμομιξία, διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και άσεμνη επίθεση ― Σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων ― Επικύρωση καταδίκης πατέρα ο οποίος διέπραττε τις εν λόγω ενέργειες σε βάθος χρόνου ― Η απόφαση του Κακουργιοδικείου χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη και η σχετική αξιολόγηση της μαρτυρίας ορθή.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε χωρίς επέμβαση του Εφετείου ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ποινή ― Σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανηλίκων ― Η διεξαγωγή δίκης με όσες επώδυνες συνέπειες επιφέρει για το θύμα, στερούσε από τον εφεσείοντα της ευκαιρίας για μείωση της ποινής η οποία θα επιβαλλόταν αν καταδικαζόταν κατόπιν παραδοχής.
Ποινή ― Έκδηλα υπερβολή ποινή ― Εφαρμοστέες αρχές ― Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο: α) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και β) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.
Ποινή ― Έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής ― Παραδοχές κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής ― Περίπτωση όπου το Εφετείο επέτρεψε σιωπηρώς τη συνέχιση της έφεσης εφόσον δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση ότι η έφεση δεν μπορούσε να συνεχίσει λόγω της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντος, όπως εκδηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά την καταδίκη του, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε ρητή παραδοχή διάπραξης των αδικημάτων σε όλη τους την έκταση.
Ποινή ― Έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής ― Παραδοχές κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής ― Η συνέχιση έφεσης θα ήταν, όχι μόνο αντινομική, αλλά θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο και θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εάν επιτρεπόταν σε εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφαλίσει έκπτωση στην ποινή με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του.
Η υπό κρίση έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Μόνιμου Κακουργιοδικείου, με την οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δεκαεπτά κατηγορίες για αδικήματα σεξουαλικής φύσης με θλιβερούς αποδέκτες τις δύο κόρες του, τα οποία έλαβαν χώρα σε διάφορες ημερομηνίες και για μεγάλο χρονικό διάστημα: 1998 - 2009. Το Κακουργιοδικείο, μετά από εκτίμηση της ενώπιον του μαρτυρίας, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και τον καταδίκασε για τρεις άσεμνες επιθέσεις εναντίον της κόρης του Α.Γ. και για άλλες τρεις άσεμνες επιθέσεις εναντίον της κόρης του Χ., για πέντε περιπτώσεις βιασμών και αιμομιξίας και για το αδίκημα διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών, με θύμα την Χ. Η έφεση πέραν της καταδίκης προσέβαλε και την επιβληθείσα ποινή ύψους 20 χρόνων ως έκδηλα υπερβολικής.
Επειδή η άλλη θυγατέρα, η Α.Γ., δεν επιθυμούσε να προσέλθει να καταθέσει, η Κατηγορούσα Αρχή δεν θεώρησε σκόπιμο να την εξαναγκάσει να καταθέσει. Είχαν όμως εν τω μεταξύ παρουσιαστεί οι καταθέσεις της Α.Γ. προς την Αστυνομία ως εξ ακοής μαρτυρία. Στις καταθέσεις εκείνες η Α.Γ. αναφερόταν σε πρωκτικούς βιασμούς. Το Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι η Α.Γ. δεν κλήθηκε ως μάρτυρας και παρά την αρχή που προκύπτει από την απόφαση A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 415, έκρινε ότι τα όσα η Α.Γ. ανέφερε στην κατάθεση της και επιβεβαιώνονταν από την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως συνάδοντα με την ομολογία του τελευταίου. Παρέμεινε έτσι ως βασική μάρτυρας κατηγορίας η Χ. (MK1) η οποία υιοθέτησε το περιεχόμενο τεσσάρων καταθέσεων που έδωσε στην Αστυνομία, πλην κάποιων «διορθώσεων» στην πρώτη και δεύτερη κατάθεση της.
Ο εφεσείων, αρνούμενος όλες τις κατηγορίες έδωσε μαρτυρία ενόρκως, παραδεχόμενος ότι όσα καταγράφηκαν στην κατάθεση του προς τους αστυνομικούς κατά τη σύλληψη του, ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Παρά την αποδοχή εκ μέρους του εφεσείοντος των σεξουαλικών παρενοχλήσεων των θυγατέρων του, στο βαθμό που τις παραδεχόταν, όπως καταγράφεται και από το Κακουργιοδικείο, η υπεράσπιση προσπάθησε να ρίξει σκιά στη μαρτυρία της Χ. αποδίδοντας της αλλότρια κίνητρα.
Το Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα, στηριζόμενο στη μαρτυρία της X., την οποία δέχθηκε ως καθόλα αξιόπιστη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην αναζητήσει ανεξάρτητη μαρτυρία.
Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης αλλά και της ποινής.
Λόγος έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, ορθά αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΚ3 ως συνάδουσα με την υπόλοιπη μαρτυρία και κυρίως με την κατάθεση και την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος.
2. Δεν εντοπίστηκε ρήγμα στην αξιοπιστία της ΜΚ3, ώστε να προέκυπτε ανάγκη περαιτέρω ενασχόλησης.
3. Το Κακουργιοδικείο με πολλή λεπτομέρεια κατέγραψε στην απόφαση του τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Χ. κατάγγειλε τον εφεσείοντα στην Αστυνομία, για να στηριχθεί επ' αυτών και να απορρίψει την εισήγηση για εκδικητικό ελατήριο με παραπομπή στη Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766.
4. Στην ίδια παράμετρο κινήθηκε το Κακουργιοδικείο και με άξονα τη μαρτυρία ειδικού ΜΚ12, σε μια εκτεταμένη ανάλυση αποδέχθηκε τις εξηγήσεις της Χ. για τη μη προηγούμενη αναφορά των κολπικών βιασμών. Επρόκειτο για πρόσωπο που αντιμετώπιζε διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες.
5. Το αν αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης η ρήξη του παρθενικού υμένα της Χ. από τον εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας δεν επιδέχεται συζήτηση: όχι μόνο δεν συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος του βιασμού, αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή προσπάθησε να διασυνδέσει τις κατηγορίες με την ρήξη του παρθενικού υμένα.
6. Προέκυπτε ερώτημα τι νόημα είχε πράγματι ένα τέτοιο εύρημα ή απουσία σχετικού ευρήματος, σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν αλλεπάλληλοι βιασμοί λαμβάνουν χώρα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και τα γεγονότα ανατρέχουν σε βάθος χρόνου.
7. Εν κατακλείδι, ήταν η ποιότητα και η πειστικότητα του αληθινού λόγου της Χ., που ορθά οδήγησε το Κακουργιοδικείο να δεχθεί τη μαρτυρία της χωρίς κανένα ενδοιασμό.
8. Άλλωστε, το Κακουργιοδικείο παρά την ανεπιφύλακτη αποδοχή της μαρτυρίας της Χ. ως καθόλα αξιόπιστης, κατέγραψε με λεπτομέρεια ό,τι έκρινε ότι συνιστά κατά πάγια νομολογία, ως ενίσχυση.
Πέμπτος λόγος έφεσης:
Αναφορικά με την εισήγηση περί αντιφατικής μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων ιατρών ΜΚ11 και ΜΚ9, ως προς τις επιστημονικές θέσεις τις οποίες εξέφρασαν, σχετικά με τη βλάβη η οποία προκαλείται ή δυνατόν να προκληθεί, στον πρωκτικό σφιγκτήρα κατά το βιασμό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε καμιά περίπτωση τα συμπεράσματα του ΜΚ9 μπορούσαν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εσφαλμένα ή ως συγκρουόμενα με τους κανόνες της λογικής. Ορθά το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του ΜΚ9 ως ιατροδικαστή, η αποδοχή της μαρτυρίας του δεν αποτέλεσε λόγο έφεσης, ως πλέον ειδικού, εφόσον ο ΜΚ11, κλήθηκε να παραστεί κατά την ιατροδικαστική εξέταση ως χειρουργός.
2. Μόνο αν διαπιστώνονταν τέτοιες κακώσεις, που δεν διαπιστώθηκαν, απαιτείτο η απάντηση του χειρουργού ως πλέον ειδικού, και κατ' επέκταση μόνο τότε προκύπτει υποχρέωση του Δικαστηρίου να επιλύσει τη διαφωνία μεταξύ αξιόπιστων μαρτύρων, ως προς τα γεγονότα.
Έκτος λόγος έφεσης:
Το Κακουργιοδικείο ανεπίτρεπτα ανέστρεψε το βάρος απόδειξης: ενώ η ιατρική μαρτυρία ταυτιζόταν με την εκδοχή του εφεσείοντος, παρά ταύτα το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ως βάση της αξιολόγησης και γνώμονα για τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών που αφορούσαν στους ισχυριζόμενους βιασμούς, τη μαρτυρία της παραπονούμενης, παραβλέποντας να ερευνήσει σε βάθος κατά πόσο η λοιπή μαρτυρία συνήδε με την εκδοχή του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο, στην πολυσέλιδη και ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη απόφαση του, εξέτασε εξονυχιστικά την εκδοχή και τη μαρτυρία του εφεσείοντος και ορθά την απέρριψε για τους λόγους που καταγράφονται, όπως ορθά απέρριψε και τις εισηγήσεις του συνηγόρου του ότι δεν αποδείχθηκε εισδοχή του πέους στον κόλπο.
2. Η θέση που εισήχθη από τους πραγματογνώμονες, ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί βάσει επιστημονικής μαρτυρίας ο χρόνος που επήλθε η ρήξη παρθενικού υμένα, μόνο ως ουδέτερο γεγονός μπορεί να εκληφθεί εφόσον συνάδει και με τις δύο εκδοχές.
3. Το δε υπερτονισμένο από το συνήγορο του εφεσείοντος επιχείρημα, ότι δεν βρέθηκαν κακώσεις στον πρωκτό της Χ. και άρα αυτό ενισχύει τη θέση του εντολέα του, επίσης δεν μπορούσε να ανατρέψει τη λογική του πράγματος, για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πάνω.
Ένατος και Δέκατος λόγος έφεσης:
Ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τις αρχές που διέπουν την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε συνάφεια με την εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας όμοιων γεγονότων.
Ενώ το Κακουργιοδικείο έκρινε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, εν τούτοις χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του για να ενισχύσει την εκδοχή της παραπονουμένης, διαπράττοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο σφάλμα αρχής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με εμβριθή τρόπο το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ένορκη κατάθεση του εφεσείοντος και τη συμπεριφορά του στο σύνολο της, διαπίστωσε ότι η προσπάθεια του εφεσείοντος πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της δίκης, να καταδείξει ότι δεν είχε βιάσει τις θυγατέρες του, εμμέσως αλλά κατά τρόπο που να μην μπορεί να είχε άλλο νόημα, κατ΄ ουσίαν δέχθηκε ότι με την Α.Γ. είχε προχωρήσει σε πρωκτικούς βιασμούς, κατά τρόπο που ενίσχυε τη μαρτυρία της Χ. και τα όσα περί βιασμών απέδωσε στον πατέρα της.
2. Στην αιτιολογία του 9ου λόγου έφεσης προωθήθηκε το λανθασμένο της εφαρμογής εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, των όμοιων γεγονότων, ως στοιχείο ενίσχυσης της μαρτυρίας της Χ. που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος.
3. Οι εν λόγω αιτιάσεις δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν ούτε με τη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντος, ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία και ενόψει της ανωτέρω κατάληξης δεν εξετάστηκαν.
Λόγοι έφεσης κατά της ποινής:
α) Το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής επιβάλλοντας υπερβολική ποινή, ιδιαιτέρως ως προς τις κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν βιασμό.
β) Διά της επιβολής δε διαδοχικών ποινών, παραβιάστηκε η αρχή της συνολικότητας, σε βαθμό που η 20ετής ποινή φυλάκισης, όχι μόνο ήταν έκδηλα υπερβολική, αλλά να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπερβολική σε βαθμό σκληρότητας».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Πότε μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναλύεται διεξοδικά στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.
2. Το Κακουργιοδικείο, εξέτασε με πολλή λεπτομέρεια, κάθε ένα από τους μετριαστικούς παράγοντες που έθεσε ενώπιον του ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος, παραθέτοντας σχετική επί του ζητήματος νομολογία και εξετάζοντας τους επιμέρους μετριαστικούς παράγοντες ως προς τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, με περισσή πληρότητα. Αξιολογώντας δε τα ενώπιον του στοιχεία, τονίζοντας την ανάγκη για γενική αποτροπή, υπό το φως της διαπίστωσης του για αύξηση των αδικημάτων αυτής της φύσης, επέβαλε τις ανωτέρω ποινές.
3. Καμιά νομολογιακή αρχή δεν παρέχει ή μπορούσε να προσδώσει νομική κάλυψη στις εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσείοντος, ο οποίος ουσιαστικά παραγνώριζε ή αγνοούσε, ότι ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος επικαλέστηκε την επιείκεια του Δικαστηρίου προβάλλοντας την προσπάθεια του εφεσείοντος όπως το έθεσε, «τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό να δείξει την έμπρακτη μεταμέλεια του για το τι είχε κάνει», με παράθεση στοιχείων, τα οποία έκρινε, ότι συνιστούσαν μετριαστικούς παράγοντες.
4. Αναφορικά με την εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της συνολικότητας εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, με την επιβολή διαδοχικών προέκυπτε ότι παρεχόταν έδαφος στο Κακουργιοδικείο να επιβάλλει διαδοχικές ποινές: τα αδικήματα δεν μπορούσαν να κριθούν ότι σχετίζονταν μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας και εν προκειμένω, η συμπεριφορά του εφεσείοντος επεκτεινόταν σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
5. Μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και ο συνολικός χρόνος φυλάκισης θα πρέπει να συναρτάται με την εσώτερη ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου και όχι μόνο με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των κατηγοριών.
6. Και εδώ το Κακουργιοδικείο, θέτοντας τα ορθά ερωτήματα και συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης για τους ορθούς λόγους και κατά τρόπο που διαφύλαξε όλες τις νομολογιακές συνθήκες για να καταλήξει, ότι η συνολική ποινή των 20 ετών, ήταν, εκ της ιδιαίτερα σοβαρής φύσης του εγκλήματος και υπό τις περιστάσεις και τα δεδομένα της υπόθεσης η αρμόζουσα.
7. Η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτής της μορφής δικαιολογεί την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές που επιβάλλονται από το Δικαστήριο.
8. Η διεξαγωγή δίκης με όσες επώδυνες συνέπειες επιφέρει για το θύμα, στερεί τον εφεσείοντα της ευκαιρίας για μείωση της ποινής η οποία θα επιβαλλόταν αν καταδικαζόταν κατόπιν παραδοχής.
Η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 415,
Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183,
Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12,
C & A Pelekanos Associates v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,
Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α, ECLI:CY:AD:2014:B344.Α.Δ. 376,
Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070,
Νετζιήπ ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 2 Α.Α.Δ. 1,
Dossi [1918] 13 Cr.App.Rep. 158,
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
Saad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325,
Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 1) (2003) 2 Α.Α.Δ. 487,
Regina v. Millberry [2003] 1(A) W.L.R. 546,
Π.Π. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 457,
Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331,
Marley v. The Republic (1964) C.L.R. 143,
Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382,
Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Οικονόμου, Π.Ε.Δ., Καρακάννα, Α.Ε.Δ., Γερολέμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ.10723/2009), ημερομηνίας 5/8/2010.
Π. Σαββίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθρεώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακος, με την οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δεκαεπτά κατηγορίες για αδικήματα σεξουαλικής φύσης με θλιβερούς αποδέκτες τις δύο κόρες του, τα οποία έλαβαν χώρα σε διάφορες ημερομηνίες και για μεγάλο χρονικό διάστημα: 1998 - 2009. Το Κακουργιοδικείο, μετά από εκτίμηση της ενώπιον του μαρτυρίας, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και τον καταδίκασε για τρεις άσεμνες επιθέσεις εναντίον της κόρης του Α.Γ. και για άλλες τρεις άσεμνες επιθέσεις εναντίον της κόρης του Χ., για πέντε περιπτώσεις βιασμών και αιμομιξίας και για το αδίκημα διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών, με θύμα την Χ. Η έφεση πέραν της καταδίκης προσβάλλει και την επιβληθείσα ποινή ύψους 20 χρόνων ως έκδηλα υπερβολικής.
Επειδή η άλλη κόρη, η Α.Γ., δεν επιθυμούσε να προσέλθει να καταθέσει, εφόσον για την ίδια «η υπόθεση είχε τελειώσει προ πολλού», η Κατηγορούσα Αρχή δεν θεώρησε σκόπιμο να την εξαναγκάσει να καταθέσει. Είχαν όμως εν τω μεταξύ παρουσιαστεί οι καταθέσεις της Α.Γ. προς την Αστυνομία (τεκμήριο 7 Α και 7Β) ως εξ ακοής μαρτυρία. Στις καταθέσεις εκείνες η Α.Γ. αναφέρεται σε πρωκτικούς βιασμούς. Το Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι η Α.Γ. δεν κλήθηκε ως μάρτυρας και παρά την αρχή που προκύπτει από την απόφαση A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 Α.Α.Δ. 415, έκρινε ότι τα όσα η Α.Γ. ανέφερε στην κατάθεση της και επιβεβαιώνονται από την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως συνάδοντα με την ομολογία του τελευταίου. Παρέμεινε έτσι ως βασική μάρτυρας κατηγορίας η Χ. (MK1) η οποία υιοθέτησε το περιεχόμενο τεσσάρων καταθέσεων που έδωσε στην Αστυνομία, πλην κάποιων «διορθώσεων» στην πρώτη και δεύτερη κατάθεση της.
Ο εφεσείων, αρνούμενος όλες τις κατηγορίες έδωσε μαρτυρία ενόρκως, παραδεχόμενος ότι όσα καταγράφηκαν στην κατάθεση του προς τους αστυνομικούς κατά τη σύλληψη του, ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Παρά την αποδοχή εκ μέρους του εφεσείοντος των σεξουαλικών παρενοχλήσεων των θυγατέρων του, στο βαθμό που τις παραδέχεται, όπως καταγράφεται και από το Κακουργιοδικείο, η υπεράσπιση προσπάθησε να ρίξει σκιά στη μαρτυρία της Χ. αποδίδοντας της αλλότρια κίνητρα: ήθελε να εκδικηθεί τον πατέρα και έπλασε ολόκληρη ιστορία από το μυαλό της εκτός πραγματικότητας, οι δε ενέργειες του εφεσείοντος όπως καταγράφηκαν από τον ίδιο στην κατάθεση του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πατρικές.
Το Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα, στηριζόμενο στη μαρτυρία της X., την οποία δέχθηκε ως καθόλα αξιόπιστη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην αναζητήσει ανεξάρτητη μαρτυρία, σημείο το οποίο απετέλεσε το εφαλτήριο του συνηγόρου του εφεσείοντος που το χαρακτήρισε «ως το μέγα σφάλμα του Δικαστηρίου».
Εναντίον της καταδίκης και της ποινής αρχικά καταχωρίστηκαν συνολικά 14 λόγοι έφεσης (ο 1ος, 2ος, 4ος και 7ος αποσύρθηκαν). Θα προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε τους εναπομείναντες, αρχής γενομένης με τους λόγους που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων, 13ος και 14ος λόγος έφεσης, και συγκεκριμένα της Χ. (ΜΚ1) και της Α/φ 3933 Άννας Βουρή (ΜΚ3). Επικεντρώθηκε το επιχείρημα ως προς την Χ., σε τρεις άξονες: καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας, την οποία ο συνήγορος του εφεσείοντος έκρινε ως ανεξήγητη, αντιφάσεις ή αυτοαναιρούμενες θέσεις ως προς το λόγο για τον οποίο κατάγγειλε τον εφεσείοντα στην Αστυνομία και ισχυρισμός για αντιφάσεις μεταξύ γραπτών καταθέσεων και ένορκης μαρτυρίας, με επιμέρους ζητήματα που άπτονταν των κολπικών ή πρωκτικών βιασμών. Προωθούνται κάτω από το ίδιο κεφάλαιο, λόγοι που άπτονται της επιστημονικής μαρτυρίας και συγκεκριμένα, της μαρτυρίας ως προς τη δεύτερη ιατροδικαστική εξέταση που η υπεράσπιση συνδέει άμεσα με το αναξιόπιστο της μαρτυρίας της Χ.
Με τον 5ο και 6ο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντος παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε ανεπίτρεπτα το βάρος απόδειξης, λόγος που συνδέεται με τον 8ο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας με μόνη την εκδοχή της παραπονουμένης και παρέλειψε να ερευνήσει σε βάθος, κατά πόσο η εκδοχή τους συνάδει με την αθωότητα του κατηγορουμένου, παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία τους ταυτιζόταν με τη θέση του, και τις παραδοχές του, θέτοντας την στο πλαίσιο της σεξουαλικής και μόνο παρενόχλησης.
Με τον 9ο λόγο έφεσης ο συνηγόρος του εφεσείοντος ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας από ανεξάρτητη και αξιόπιστη πηγή.
Οι 11ος και 12ος λόγος στρέφονται κατά της ποινής. Υπερβολική και εσφαλμένη, όπως την χαρακτηρίζει ο συνήγορος κατά τρόπο που παραβιάζει, λαμβανομένου υπόψη τις διαδοχικές ποινές που επιβλήθηκαν, την αρχή της συνολικότητας.
Η ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο το οποίο στις 17.6.2009 δέχθηκε τηλεφώνημα στον Αστυνομικό Σταθμό Κιτίου από άγνωστο πρόσωπο, όπου κατάγγειλε ότι υπάρχει οικογενειακό «πρόβλημα» σε συγκεκριμένο σπίτι στο χωριό Τερσεφάνου. Έτσι μετέβη εκεί με συνάδελφο της αστυφύλακα όπου έξω από το σπίτι βρήκε τις Χ. και Α.Γ. σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η Χ. δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Τρίτο πρόσωπο, του οποίου δεν γνώριζε την ταυτότητα, της ανέφερε «ο Γ. πειράζει τις κόρες του». Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκε τον εφεσείοντα στην κουζίνα και σε ερώτηση της, αν αυτά που ακούγονταν ήταν αλήθεια, αυτός απάντησε ψυχρά: «ε, κάποια εν αλήθεια και κάποια εν ψέματα. Εγώ επείραζα τις κορούες μου αλλά δεν τις εγάμισα». Το Δικαστήριο, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, ορθά θεωρούμε ότι αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΚ3 ως συνάδουσα με την υπόλοιπη μαρτυρία και κυρίως με την κατάθεση και την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος, του οποίου ο λόγος συμφωνούσε με ότι η ΜΚ3 μετέφερε στο Δικαστήριο: ότι παρενοχλούσε σεξουαλικά τις κόρες του αλλά δεν ήρθε σε συνουσία μαζί τους.
Δεν εντοπίσαμε ρήγμα στην αξιοπιστία της ΜΚ3, ώστε να προκύπτει ανάγκη περαιτέρω ενασχόλησης.
Το Κακουργιοδικείο με πολλή λεπτομέρεια κατέγραψε στην απόφαση του τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Χ. κατάγγειλε τον εφεσείοντα στην Αστυνομία, για να στηριχθεί επ' αυτών και να απορρίψει την εισήγηση για εκδικητικό ελατήριο με παραπομπή στη Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766: καθυστέρηση στην αποκάλυψη και υποβολή καταγγελίας από νεαρά πρόσωπα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών, που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητά τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονό τους, δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο, γνωστό, όχι μόνο στην Κυπριακή κοινωνία, ως εκ της ιδιαιτερότητας της φύσης των αδικημάτων.
Και εδώ η μαρτυρία της Δρος Καληβωκά (ΜΚ12), της οποίας σημειώνουμε ότι η εμπειρογνωμοσύνη δεν αμφισβητήθηκε, κατέγραψε ότι η Χ. υπέφερε από διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες και ότι χωρίς οποιαδήποτε υποστήριξη από την οικογένεια της, σε τέτοια τρυφερή ηλικία, αισθανόταν ανασφαλής να αποκαλύψει, ότι στο τέλος βρήκε τη δύναμη να αποκαλύψει (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183). Προκύπτει σαφώς από την απόφαση, ότι η Χ. μετά από την παρότρυνση του αδελφού της, βρήκε τη δύναμη να καταγγείλει τον εφεσείοντα στην Αστυνομία, ώστε να αποτρέψει να επαναληφθούν τα ίδια και με τη μικρή της αδελφή.
Στην ίδια παράμετρο κινήθηκε το Κακουργιοδικείο και με άξονα τη μαρτυρία ειδικού ΜΚ12, σε μια εκτεταμένη ανάλυση αποδέχθηκε τις εξηγήσεις της Χ. για τη μη προηγούμενη αναφορά των κολπικών βιασμών: Επρόκειτο για πρόσωπο που αντιμετώπιζε διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες. Η ξαφνική εισβολή αναμνήσεων από σκηνές της αναφερόμενης κακοποίησης, για τις οποίες δεν είχε ανάμνηση, τις έφεραν στο φως και της προκάλεσαν αισθήματα αναβίωσης.
Πρωτοδίκως είχε υποβληθεί στην Χ. ότι κατασκεύασε την εκδοχή των κολπικών βιασμών για να δικαιολογήσει τη ρήξη του παρθενικού υμένα, όπως διαπιστώθηκε κατά τη δεύτερη ιατροδικαστική εξέταση, στην οποία υποβλήθηκε στις 13.4.2010, για να συνδεθεί με το κίνητρο που την ώθησε στη διαφοροποίηση της αρχικής της θέσης, ώστε να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες εναντίον του πατέρα της.
Το ανωτέρω ζήτημα, απετέλεσε αυτοτελή λόγο έφεσης σε συνάρτηση με τις ιατροδικαστικές εξετάσεις και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη διεξαγωγή τους. Διαπλέκεται δε άμεσα, κατά την υπεράσπιση, με την παράλειψη του ανακριτή της υπόθεσης να ζητήσει από τον ιατροδικαστή Ν. Χαραλάμπους (ΜΚ9) να εξετάσει την Χ. και κολπικά. Η μαρτυρία δίνει σαφή εξήγηση την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως ικανοποιητική: το αίτημα υποβλήθηκε αργότερα όταν η Χ., σε νέα κατάθεση της, περιέγραψε δύο κολπικούς βιασμούς, οπότε και δόθηκαν οι ανάλογες οδηγίες για τη διεξαγωγή της δεύτερης ιατροδικαστικής εξέτασης. Δεν βρίσκουμε έρεισμα στο λόγο έφεσης. Η κάκωση που παρατηρήθηκε κατά τη δεύτερη ιατροδικαστική εξέταση - σημειώνεται ότι έλαβε χώρα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας - ουδόλως αποστέρησε τον εφεσείοντα από το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ο δε συνήγορος του εφεσείοντος ειδοποιήθηκε άμεσα για τη διεξαγωγή της. Δεν βρίσκουμε ότι μια τέτοια διαχείριση φανερώνει μεροληπτική στάση και μη δίκαιη αντιμετώπιση του εφεσείοντος από τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως παραπονείται ο εφεσείων, ο οποίος στο τέλος της ημέρας δεν υπέβαλε κατά τον ουσιώδη χρόνο ή έστω αμέσως μετά, οποιοδήποτε αίτημα το οποίο να παρέμεινε ανικανοποίητο. Mέσα από τη μαρτυρία δεν έχει καταδειχθεί μονομέρεια ή μεροληπτική στάση ώστε να εξεταστεί περαιτέρω το ζήτημα (Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12).
Το αν αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης η ρήξη του παρθενικού υμένα της Χ. από τον εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας δεν επιδέχεται συζήτηση: όχι μόνο δεν συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος του βιασμού, αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή προσπάθησε να διασυνδέσει τις κατηγορίες με την ρήξη του παρθενικού υμένα. Διερωτώμαστε τι νόημα έχει πράγματι ένα τέτοιο εύρημα ή απουσία σχετικού ευρήματος, σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν αλλεπάλληλοι βιασμοί λαμβάνουν χώρα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και τα γεγονότα ανατρέχουν σε βάθος χρόνου.
Εν κατακλείδι, ήταν η ποιότητα και η πειστικότητα του αληθινού λόγου της Χ., που ορθά οδήγησε το Κακουργιοδικείο να δεχθεί τη μαρτυρία της χωρίς κανένα ενδοιασμό. Άλλωστε, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, το Κακουργιοδικείο παρά την ανεπιφύλακτη αποδοχή της μαρτυρίας της Χ. ως καθόλα αξιόπιστης, κατέγραψε με λεπτομέρεια ό,τι έκρινε ότι συνιστά κατά πάγια νομολογία, ως ενίσχυση (C & A Pelekanos Associates v. Πελεκάνος (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273).
Η αρμοδιότητα για αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του. Επέμβαση από το Εφετείο χωρεί μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236, Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 376, ECLI:CY:AD:2014:B344).
Τέτοια επέμβαση χωρεί όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.α. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070) ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αν σε τελευταία ανάλυση, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Οι λόγοι έφεσης 13 και 14 απορρίπτονται ως ανυπόστατοι.
Ο 5ος λόγος έφεσης άπτεται της αντιφατικής μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων ΜΚ11 Δρ. Χατζηχάρου και του ΜΚ9 Ν. Χαραλάμπους, ως προς τις επιστημονικές θέσεις τις οποίες εξέφρασαν, σχετικά με τη βλάβη η οποία προκαλείται ή δυνατόν να προκληθεί, στον πρωκτικό σφιγκτήρα κατά το βιασμό. Ο συνήγορος του εφεσείοντος, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του Δρ. Χατζηχάρου (ΜΚ11) εσφαλμένα, αδικαιολόγητα δεν την αποδέχθηκε ως επιστημονικά ορθή, παρά το γεγονός ότι η εμπειρογνωμοσύνη του δεν αμφισβητήθηκε. Το πρόβλημα, όπως διαπιστώσαμε, προέκυψε κατά την αντεξέταση του ΜΚ11, όταν υποβλήθηκε ερώτηση κατά πόσο οι πρωκτικοί βιασμοί επαναλαμβανόμενοι σε βάθος χρόνου, 6-7 χρόνια, επί πενήντα φορές, επιφέρουν χαλάρωση του σφιγκτήρα. Ο ΜΚ11 απάντησε καταφατικά, επί του τελευταίου, για να προσθέσει ότι κατά την εξέταση της Χ. και της Α.Γ. θα έπρεπε να βρει χαλάρωση των σφιγκτήρων, κάτι που δεν εντόπισε. Το Δικαστήριο, απέρριψε τη μαρτυρία του, θεωρώντας ότι κατά την αντεξέταση διαφοροποίησε την αρχική του θέση.
Ανατρέξαμε στα πρακτικά για να διαπιστώσουμε, ότι όντως, ο ΜΚ11, καταθέτοντας υπό την ιδιότητα του ως χειρουργού, κατά την κυρίως εξέταση του, εισήγαγε την πρόταση ότι πρωκτικός βιασμός ενδεχομένως (υπογράμμιση δική μας) να προκαλέσει χαλάρωση του σφικτήρα του πρωκτού για να προσθέσει: «.αναφέρομαι σε καθ' έξιν παρά φύση συνουσία. Πιθανόν να υπάρχει χάλαση των σφικτήρων του πρωκτού. Είναι ενδεικτικό σημείο, γιατί μπορεί και να υπάρχει μπορεί και να μην υπάρχει.»
Την αντίθετη θέση υποστήριξε ενόρκως ο ΜΚ9. Ενδέχεται, είπε, να βρεθούν όλα τα σημεία, όμως ακόμα και αν βρεθούν, δεν πιστοποιείται τίποτε άλλο, παρά μόνο, ότι ξένα σώματα έχουν περάσει επανειλημμένα στο απευθυσμένο. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να επιλέξει τη μαρτυρία ενός ή και κανενός εκ των μαρτύρων όταν μάρτυρες δίδουν αντιφατική μαρτυρία για το ίδιο θέμα ή να αποδεχθεί μέρος μόνο της μαρτυρίας του ενός.
Σε καμιά περίπτωση τα συμπεράσματα του ΜΚ9 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εσφαλμένα ή ως συγκρουόμενα με τους κανόνες της λογικής. Ορθά το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του ΜΚ9 ως ιατροδικαστή, η αποδοχή της μαρτυρίας του σημειώνουμε δεν αποτέλεσε λόγο έφεσης, ως πλέον ειδικού, εφόσον ο Χατζηχάρος (ΜΚ11), κλήθηκε να παραστεί κατά την ιατροδικαστική εξέταση ως χειρουργός. Μόνο αν διαπιστώνονταν τέτοιες κακώσεις, που δεν διαπιστώθηκαν, απαιτείτο η απάντηση του χειρουργού ως πλέον ειδικού, και κατ' επέκταση μόνο τότε προκύπτει υποχρέωση του Δικαστηρίου να επιλύσει τη διαφωνία μεταξύ αξιόπιστων μαρτύρων, ως προς τα γεγονότα (Νετζιήπ ν. Γενικός Εισαγγελέας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1).
Ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον 6ο λόγο έφεσης, που άμεσα συνδέεται με τον 8ο, προωθείται η θέση ότι το Κακουργιοδικείο ανεπίτρεπτα ανέστρεψε το βάρος απόδειξης: ενώ η ιατρική μαρτυρία ταυτιζόταν με την εκδοχή του εφεσείοντος, παρά ταύτα το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ως βάση της αξιολόγησης και γνώμονα για τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών που αφορούσαν τους ισχυριζόμενους βιασμούς, τη μαρτυρία της παραπονουμένης, παραβλέποντας να ερευνήσει σε βάθος κατά πόσο η λοιπή μαρτυρία συνάδει με την εκδοχή του εφεσείοντος.
Το Κακουργιοδικείο, στην πολυσέλιδη και ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη απόφαση του, εξέτασε εξονυχιστικά την εκδοχή και τη μαρτυρία του εφεσείοντος και ορθά την απέρριψε για τους λόγους που καταγράφονται, όπως ορθά απέρριψε και τις εισηγήσεις του συνηγόρου του ότι δεν αποδείχθηκε εισδοχή του πέους στον κόλπο. Η θέση που εισήχθη από τους πραγματογνώμονες, ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί βάσει επιστημονικής μαρτυρίας ο χρόνος που επήλθε η ρήξη παρθενικού υμένα, μόνο ως ουδέτερο γεγονός μπορεί να εκληφθεί εφόσον συνάδει και με τις δύο εκδοχές. Το δε υπερτονισμένο από το συνήγορο του εφεσείοντος επιχείρημα, ότι δεν βρέθηκαν κακώσεις στον πρωκτό της Χ. και άρα αυτό ενισχύει τη θέση του εντολέα του, επίσης δεν μπορεί να ανατρέψει τη λογική του πράγματος, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, στα πλαίσια του 13ου και 14ου λόγου έφεσης.
Mε τον 9ο λόγο έφεσης πλήττεται ως λανθασμένη η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τις αρχές που διέπουν την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε συνάφεια με την εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας όμοιων γεγονότων, 10ος λόγος έφεσης. Παραπέμπει προς υποστήριξη της θέσης ο συνήγορος του εφεσείοντος στην απόφαση εισηγούμενος, ότι ενώ το Κακουργιοδικείο έκρινε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, εν τούτοις χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του για να ενισχύσει την εκδοχή της παραπονουμένης, διαπράττοντας κατ' αυτό τον τρόπο σφάλμα αρχής.
Το Κακουργιοδικείο με παραπομπή σε Αγγλική και Κυπριακή νομολογία ως προς τη φύση της ενισχυτικής μαρτυρίας (Dossi [1918] 13 Cr.App.Rep. 158, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258 και Saad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106) αιτιολογώντας την απόφαση του με πολλή σχολαστικότητα και λεπτομέρεια, παραθέτει όλα όσα θεώρησε ως ενίσχυση της: τις παραδοχές του εφεσείοντος εκτός Δικαστηρίου, το εκούσιο των οποίων επιβεβαιώθηκε από την αποδοχή της κατάθεσης του, τα κείμενα που έγραψε προς την Χ. μετά τη σύλληψη του, ζητώντας της συγνώμη, καθώς και τα παρόμοια περιστατικά με την κόρη του Α.Γ. που καταδεικνύουν «σύστημα», όπως το έθεσε, ακόμη και την ένορκη μαρτυρία του ίδιου του κατηγορουμένου, που δυνατόν να προσδώσει την απαιτούμενη ενίσχυση, όχι της συνολικής εκδοχής της Χ., όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, αλλά επί ουσιώδους σημείου. Ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, με έρεισμα την Αγγλική απόφαση Dossi (ανωτέρω) και το λόγο του Atkin, L.J., ότι ανεξάρτητα από το αν οι κατηγορίες εναντίον της Α.Γ., έχουν αποσυρθεί, το ζήτημα που απασχολεί είναι η διάσταση στην όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος ως προς τις εγκληματικές του πράξεις και το «σύστημα» που ακολούθησε με τα δυο του κορίτσια, Χ. και Α.Γ., στις συνευρέσεις του:
«Τhe question of corroboration often assumes an entirely different aspect after the accused person has gone into the witness box and has been cross-examined.»»
Η απάντηση του εφεσείοντος σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση είναι αποκαλυπτική και επισφραγίζει την κατάληξη του Δικαστηρίου:
«Ε. Και επίσης σου υποβάλλω ότι πολλές φορές έβαζες το πέος σου στον πρωκτό της, της κόρης σου Χ.
Α. Όχι. Δεν έγινε κύριε Δικαστά σε καμιά περίπτωση γιατί όπως είπα τζιαι πριν δεν ήθελα να φτάσω σε τζιείν ΄το σημείο που έφτασα με την άλλη μου κόρη την Α. Είχα μετανιώσει πάρα, πάρα πολλά. Δεν ήθελα να φτάσω σε τζιείν΄ το σημείο με τίποτες.»
Με εμβριθή τρόπο το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ένορκη κατάθεση του εφεσείοντος και τη συμπεριφορά του στο σύνολο της, διαπιστώνει ότι η προσπάθεια του εφεσείοντος πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της δίκης, να καταδείξει ότι δεν είχε βιάσει τις θυγατέρες του, εμμέσως αλλά κατά τρόπο που να μην μπορεί να είχε άλλο νόημα, κατ' ουσίαν δέχθηκε ότι με την Α.Γ. είχε προχωρήσει σε πρωκτικούς βιασμούς, κατά τρόπο που ενίσχυε τη μαρτυρία της Χ. και τα όσα περί βιασμών απέδωσε στον πατέρα της.
Στην αιτιολογία του 9ου λόγου έφεσης προωθείται το λανθασμένο της εφαρμογής εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, των όμοιων γεγονότων, ως στοιχείο ενίσχυσης της μαρτυρίας της Χ. που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος. Οι εν λόγω αιτιάσεις δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν ούτε με τη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντος, ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία και δεν προτιθέμεθα, εν όψει της ανωτέρω κατάληξης μας, να τους εξετάσουμε.
Οι λόγοι έφεσης 9 και 10 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 11 και 12, στρέφονται εναντίον της επιβληθείσης από το Κακουργιοδικείο ποινής. Προβάλλεται από τον εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής επιβάλλοντας υπερβολική ποινή, ιδιαιτέρως ως προς τις κατηγορίες οι οποίες αφορούν βιασμό, εν όψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων καταδικάστηκε μόνο στη βάση της μαρτυρίας της Χ., παραλείποντας να λάβει υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στο πρόσωπο του, ώστε να εξατομικεύσει την ποινή κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προσωπικές του περιστάσεις. Δια της επιβολής δε διαδοχικών ποινών, παραβιάστηκε η αρχή της συνολικότητας, σε βαθμό που η 20ετής ποινή φυλάκισης, όχι μόνο να είναι έκδηλα υπερβολική, αλλά να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπερβολική σε βαθμό σκληρότητας».
Πότε μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναλύεται διεξοδικά στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:
«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία.*
Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, να είναι δηλαδή φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου τη σοβαρότητα του εγκλήματος, με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείριση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το Άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.
Αφετηρία για την κρίση της υπερβολικότητας της ποινής αποτελεί η αρχή ότι ο καθορισμός της αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε ιδανική θέση να εκτιμήσει τα περιστατικά και τη σοβαρότητα του εγκλήματος καθώς και τους κινδύνους που ενέχουν οι διάφορες μορφές εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο.»
Το Κακουργιοδικείο, εξέτασε με πολλή λεπτομέρεια, κάθε ένα από τους μετριαστικούς παράγοντες που έθεσε ενώπιον του ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος, παραθέτοντας σχετική επί του ζητήματος νομολογία και εξετάζοντας τους επιμέρους μετριαστικούς παράγοντες ως προς τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, με περισσή πληρότητα. Αξιολογώντας δε τα ενώπιον του στοιχεία, τονίζοντας την ανάγκη για γενική αποτροπή, υπό το φως της διαπίστωσης του για αύξηση των αδικημάτων αυτής της φύσης, επέβαλε τις ανωτέρω ποινές.
Παρατηρούμε ότι όσα εισάγει ο συνήγορος του εφεσείοντος παραμένουν ακατανόητα νομικά. Καμιά νομολογιακή αρχή δεν παρέχει ή μπορεί να προσδώσει νομική κάλυψη στις εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσείοντος, ο οποίος ουσιαστικά αγνοεί ή θέλει να αγνοεί, ότι ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος επικαλέστηκε την επιείκεια του Δικαστηρίου προβάλλοντας την προσπάθεια του εφεσείοντος όπως το έθεσε, «τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό .να δείξει την έμπρακτη μεταμέλεια του για το τι είχε κάνει», με παράθεση στοιχείων, τα οποία έκρινε, ότι συνιστούσαν μετριαστικούς παράγοντες.
Βρίσκουμε κατάλληλη την περίπτωση για να υπενθυμίσουμε παγιωμένες νομολογιακές αρχές σε ότι αφορά εφέσεις εναντίον της καταδίκης και της ποινής.
Στην παρούσα περίπτωση επιτρέψαμε σιωπηρώς τη συνέχιση της έφεσης εφόσον δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι η έφεση δεν μπορούσε να συνεχίσει λόγω της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντος, όπως εκδηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά την καταδίκη του, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε ρητή παραδοχή διάπραξης των αδικημάτων σε όλη τους την έκταση (Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325).
Οι αναφορές του τότε συνηγόρου του εφεσείοντος προς μετριασμό της ποινής θεωρούμε ότι δεν αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση της αρχικής άρνησης των κατηγοριών από τον εφεσείοντα, φανέρωναν απλώς μόνο την αποδοχή του εφεσείοντος στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου και προσπάθεια προς μετριασμό των συνεπειών της (Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (Αρ. 1) (2003) 2 Α.Α.Δ. 487).
Σε αντίθετη περίπτωση «η συνέχιση της έφεσης θα ήταν, όχι μόνο αντινομική, αλλά θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο. Θα συνιστούσε, μάλιστα και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εφόσον θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφαλίσει έκπτωση στην ποινή με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του» (Αθανασίου, ανωτέρω).
Ο 11ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.
Το ζήτημα της παραβίασης της αρχής της συνολικότητας εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, με την επιβολή διαδοχικών ποινών άπτεται του 12ου λόγου έφεσης. Εισάγονται και πάλι οι ίδιοι ατεκμηρίωτοι και απαράδεκτα νομικά λόγοι που καλύπτουν την αιτιολογία του 11ου λόγου έφεσης. Υιοθετούμε ό,τι έχουμε καταγράψει ανωτέρω προς αποφυγή επανάληψης. Το Κακουργιοδικείο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του γεγονότα με εκτεταμένη αναφορά στις σχετικές νομολογιακές αρχές, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, σε κάθε δε κατηγορία για βιασμό επέβαλε ποινή φυλάκισης 16 ετών. Η Αγγλική υπόθεση Regina v. Millberry [2003] 1(A) W.L.R. 546, στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για το ύψος της ποινής γι' αυτού του είδους τα αδικήματα και το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice, 2004, σ.213-214, απετέλεσε ορθή καθοδήγηση για το Κακουργιοδικείο. Συνέτρεχαν, στην υπό κρίση υπόθεση, όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που η νομολογία ορίζει, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για επαναλαμβανόμενους βιασμούς δύο ανήλικων κοριτσιών σε βάθος χρόνου, οπότε σε τέτοια περίπτωση και σύμφωνα με την ακολουθητέα πρακτική επιμέτρησης των ποινών, όπως κωδικοποιήθηκε στην Αγγλία, Blackstone's, (ανωτέρω) εξέλαβε ως αφετηρία τα 15 έτη (Π.Π. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 457). Παρείχετο έδαφος στο Κακουργιοδικείο να επιβάλλει διαδοχικές ποινές: τα αδικήματα δεν μπορούσαν να κριθούν ότι σχετίζονταν μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας και εν προκειμένω, η συμπεριφορά του εφεσείοντος επεκτεινόταν σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να μην μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της ενιαίας ενέργειας (βλ. Γ. Μ. Πική, Sentencting in Cyprus, 2η έκδοση, σ.91-92).
Δεν μας διαφεύγει ότι μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και ότι ο συνολικός χρόνος φυλάκισης θα πρέπει να συναρτάται με την εσώτερη ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου και όχι μόνο με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των κατηγοριών (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331 και Marley v. The Republic (1964) C.L.R. 143). Και εδώ το Κακουργιοδικείο, θέτοντας τα ορθά ερωτήματα και συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης για τους ορθούς λόγους και κατά τρόπο που διαφύλαξε όλες τις νομολογιακές συνθήκες για να καταλήξει, ότι η συνολική ποινή των 20 ετών, ήταν, εκ της ιδιαίτερα σοβαρής φύσης του εγκλήματος και υπό τις περιστάσεις και τα δεδομένα της υπόθεσης η αρμόζουσα (Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323, 327). Η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτής της μορφής δικαιολογεί την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές που επιβάλλονται από το Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382). Η διεξαγωγή δίκης με όσες επώδυνες συνέπειες επιφέρει για το θύμα, στερεί τον εφεσείοντα της ευκαιρίας για μείωση της ποινής η οποία θα επιβαλλόταν αν καταδικαζόταν κατόπιν παραδοχής (Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, 447).
Οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.
Η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίπτεται.