ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B225
(2015) 2 ΑΑΔ 119
27 Μαρτίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
CONRAD MBAKOUB MBAKOUP,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 86/2014)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή και κατοχή με σκοπό τη προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 351,4998 γρ. κοκαΐνης ― Επιβολή ποινής φυλάκισης επτά ετών στη δεύτερη κατηγορία η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Απόρριψη λόγου έφεσης περί δυσμενούς επηρεασμού του Κακουργιοδικείου στην επιβολή ποινής, από σχόλιο στο οποίο προέβη αναφορικά με την άρνηση του εφεσείοντα για συνεργασία με την Αστυνομία.
Ποινή ― Επέμβαση Εφετείου στην ποινή ― Είναι επιτρεπτή με βάση τη νομολογία, όπου διαπιστώνεται, εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το Νόμο ή και τα δύο, ή πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ― Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.
Ποινή ― Συναυτουργοί ― Ποιος ο ενδεδειγμένος χρόνος επιβολής ποινής σε συναυτουργό ο οποίος προτίθεται να καταθέσει για την Κατηγορούσα Αρχή.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ύστερα από δική του παραδοχή, στο αδίκημα της κατοχής και της κατοχής με σκοπό τη προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 351,4998 γρ. κοκαΐνης και του επιβλήθηκε για την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ποινή φυλάκισης επτά ετών.
Στις 15.1.2014 μέλη της ΥΚΑΝ, κατόπιν πληροφορίας, έθεσαν υπό παρακολούθηση αυτοκίνητο, εντός του οποίου επέβαινε ως συνοδηγός ο εφεσείων. Ο εφεσείων τελικώς κατέβηκε σε συγκεκριμένη περιοχή και προχώρησε πεζός σε χωράφι με κατεύθυνση συγκεκριμένο δέντρο, κάτω από το οποίο βρισκόταν ένα εγκαταλελειμμένο στρώμα κρεβατιού. Στη συνέχεια σήκωσε το στρώμα και πήρε από κάτω δύο σακούλια τα οποία αργότερα, κατόπιν επιστημονικών εξετάσεων, διαπιστώθηκε ότι περιείχαν κοκαΐνη.
Μόλις προσέγγισαν τον εφεσείοντα οι αστυφύλακες και του ανέφεραν την αστυνομική τους ιδιότητα, αυτός έριξε στο έδαφος τα ναρκωτικά και προσπάθησε να διαφύγει χωρίς επιτυχία. Κάτω από το στρώμα εντοπίστηκαν ακόμα δύο σβόλοι σε νάιλον συσκευασία που περιείχαν επίσης κοκαΐνη.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, έλαβε υπόψη το ρόλο που αυτός είχε στην όλη επιχείρηση, τους οικονομικούς λόγους που επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την εμπλοκή του, την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, το λευκό του ποινικό μητρώο, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες.
Η έφεση εναντίον της ποινής στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά εξέφρασε την απαρέσκεια του και ως εκ τούτου επηρεάστηκε δυσμενώς στην επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα, γιατί άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα της σιωπής και/ή της μη αυτοενοχοποίησης μετά την αστυνομική ανάκριση.
β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά και/ή σε αντίθεση με την Νομολογία επέβαλε ποινή στον Εφεσείοντα προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία εναντίον του συγκατηγορούμενου, παραβιάζοντας το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το λεκτικό της αναφοράς του Κακουργιοδικείου για την οποία παραπονείται ο εφεσείων, διαπιστωνόταν ότι το σχόλιο έγινε αφού λήφθηκε υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα, ότι αυτός στην όλη επιχείρηση ήταν εκτελεστικό όργανο.
2. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι, κατά την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα για μετριασμό της ποινής ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτός ήταν εκτελεστικό όργανο και σε κάθε στάδιο ενεργούσε κάτω από τις οδηγίες του «εγκεφάλου» της όλης επιχείρησης.
3. Έδωσε επίσης ο συνήγορος το όνομα κάποιου «Όσκαρ» και κάποιου «Αντρέα» ως τους συναυτουργούς στη διάπραξη του αδικήματος. Η Κατηγορούσα Αρχή αμφισβήτησε το ότι ο εφεσείων είχε δώσει τέτοιες πληροφορίες στην Αστυνομία κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Όπως δε προκύπτει από τα γεγονότα, υπήρξε άρνηση του εφεσείοντα να συνεργαστεί με την Αστυνομία, αν και κατείχε σημαντικές πληροφορίες. Αυτά τα στοιχεία, προφανώς, έδωσαν έναυσμα για τα σχόλια του Κακουργιοδικείου.
4. Σχόλια του είδους είναι σοφό να αποφεύγονται, ώστε το Δικαστήριο να παρουσιάζεται σε κάθε στάδιο αποστασιοποιημένο και κατ' επέκταση να είναι, αλλά και να φαίνεται, αντικειμενικό.
5. Δεν υπήρχε εν τέλει οτιδήποτε στις υποδείξεις του Κακουργιοδικείου, που να είχαν αρνητικά επηρεάσει την επιβληθείσα ποινή. Η έμπρακτη συνεργασία με την Αστυνομία θεωρείται άλλωστε πάντοτε από τη νομολογία ως μετριαστικός παράγων και αυτό πρέπει να είναι στη γνώση των κατηγορούμενων προσώπων.
6. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ότι η δυνατότητα που προσφέρεται να επιβληθεί άμεσα ποινή στο συνεργό που είναι ταυτόχρονα και συγκατηγορούμενος και ο οποίος προτίθεται να δώσει μαρτυρία υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ως αντικειμενικό στόχο την αναχαίτιση ή εξουδετέρωση της εισήγησης ότι ο συνεργός έχει κίνητρο να δώσει μαρτυρία αναμένοντας ελαφρύτερη ποινή.
7. Από τα πρακτικά προέκυπτε ότι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής κατά το στάδιο παραδοχής του εφεσείοντα ήταν ότι θα έπρεπε να τεθούν τα γεγονότα και να επιβληθεί ποινή σε εκείνο το στάδιο έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα, μέσω των ανακριτικών αρχών, σε περίπτωση που εκδηλωθεί πρόθεση εκ μέρους του εφεσείοντα, να καταθέσει.
8. Ο συνήγορος που τότε εμφανιζόταν για τον εφεσείοντα, δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση. Με αυτά τα δεδομένα και στην απουσία συγκεκριμενοποίησης της ισχυριζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, ο δεύτερος λόγος έφεσης παρέμενε ατεκμηρίωτος και έκθετος σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ghafari v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Pal v. Δημοκρατία κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,
Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου, Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 207/2014), ημερομηνίας 16/4/2014.
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ και Ηρ. Ζησίμου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, στο αδίκημα της κατοχής και της κατοχής με σκοπό τη προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 351,4998 γρ. κοκαΐνης και του επιβλήθηκε για την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ποινή φυλάκισης επτά ετών.
Στις 15.1.2014 μέλη της ΥΚΑΝ, κατόπιν πληροφορίας, έθεσαν υπό παρακολούθηση αυτοκίνητο, εντός του οποίου επέβαινε ως συνοδηγός ο εφεσείων. Σε κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε σε χωράφι, παρά την οδό Πλαπούτα, στο Καϊμακλί. Ο εφεσείων κατέβηκε και προχώρησε πεζός στο χωράφι με κατεύθυνση συγκεκριμένο δέντρο, κάτω από το οποίο βρισκόταν ένα εγκαταλελειμμένο στρώμα κρεβατιού. Ο εφεσείων σήκωσε το στρώμα και πήρε από κάτω δύο σακούλια τα οποία αργότερα, κατόπιν επιστημονικών εξετάσεων, διαπιστώθηκε ότι περιείχαν κοκαΐνη. Η κοκαΐνη ήταν συσκευασμένη σε διαφανές πλαστικό σακούλι δεμένο κόμπο, το οποίο ήταν τυλιγμένο με διαφανή πλαστική μεμβράνη και εξωτερικά είχε καφέ κολλητική ταινία. Μόλις προσέγγισαν τον εφεσείοντα οι αστυφύλακες και του ανέφεραν την αστυνομική τους ιδιότητα, αυτός έριξε στο έδαφος τα ναρκωτικά και προσπάθησε να διαφύγει χωρίς επιτυχία. Κάτω από το στρώμα εντοπίστηκαν ακόμα δύο σβόλοι σε νάιλον συσκευασία που περιείχαν επίσης κοκαΐνη.
Ο εφεσείων, ο οποίος κατάγεται από το Καμερούν, είναι ηλικίας 34 ετών και είναι άγαμος. Προέρχεται από φτωχή πολυμελή οικογένεια, η μητέρα του απεβίωσε το 1993 και ο ίδιος μεγάλωσε με τον 72χρονο σήμερα πατέρα του. Απέκτησε τρία παιδιά με ομοεθνή του, ηλικίας σήμερα 10, 7 και 5 ετών, τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους. Ο εφεσείων ήρθε στη Κύπρο το 2010 και υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου, η οποία απερρίφθηκε. Ενώ βρισκόταν στη Κύπρο το 2012 υπέστη ατύχημα, ως αποτέλεσμα του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά. Ο εφεσείων έχει λευκό ποινικό μητρώο.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, έλαβε υπόψη το ρόλο που αυτός είχε στην όλη επιχείρηση, τους οικονομικούς λόγους που επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την εμπλοκή του, την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, το λευκό του ποινικό μητρώο, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες.
Με την παρούσα έφεση, η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα, προφανώς χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, αμφισβητείται η επταετής ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική.
Ακολούθως, μετά που υπέβαλε και εγκρίθηκε αίτημα για νομική αρωγή διορίστηκε ο κ. Σαουρής για να τον εκπροσωπήσει.
Ο κ. Σαουρής στο διάγραμμα αγόρευσης του αναφέρει ότι η «ποινή των 7 ετών φυλάκισης στην κατηγορία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια δεν μπορεί να θεωρηθεί έκδηλα υπερβολική, όπως ο όρος αυτός εξηγείται από τη νομοθεσία». Όμως το Εφετείο, εισηγήθηκε ο συνήγορος, μπορεί να παρέμβει στην ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο και σε άλλες περιπτώσεις, όπου η ποινή δεν είναι υπερβολική, αλλά υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με τα γεγονότα ή το νόμο ή και τα δύο ή προσδίδεται σημασία σε εξωγενείς με την επιβολή ποινής παράγοντες.
Ο συνήγορος εισηγήθηκε όπως εξεταστεί η έφεση στη βάση των δύο πιο κάτω λόγων:
«(1) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά εξέφρασε την απαρέσκεια του και ως εκ τούτου επηρεάστηκε δυσμενώς στην επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα, γιατί άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα της σιωπής και/ή της μη αυτοενοχοποίησης μετά την αστυνομική ανάκριση.
(2) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά και/ή σε αντίθεση με την Νομολογία επέβαλε ποινή στον Εφεσείοντα προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία εναντίον του συγκατηγορούμενου, παραβιάζοντας το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.»
Ο κ. Σαουρής, σε συνάρτηση με τον πρώτο λόγο που επικαλέστηκε, παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Λαμβάνουμε υπόψη τη συμμετοχή του Κατηγορούμενου 1 στην όλη οργανωμένη επιχείρηση διακίνησης των ναρκωτικών, και ότι αυτός ουσιαστικά αποτέλεσε το εκτελεστικό όργανο μεταφοράς των ναρκωτικών, εκτελώντας οδηγίες από τρίτο πρόσωπο που φέρεται να είχε τον έλεγχο της όλης επιχείρησης. Επί τούτου βεβαίως οφείλουμε να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας στον Κατηγορούμενο 1 για το ότι δεν προέβαλε άμεσα την εκδοχή του για τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά στο καθυστερημένο στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την αγόρευση του δικηγόρου του, καθιστώντας έτσι το ερευνητικό έργο της αστυνομίας και τον εντοπισμό του υπό αναφορά προσώπου δυσχερέστερο.»
Ειδικότερα, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι με τη χρήση της φράσης «εκφράζουμε την απαρέσκεια μας στον Κατηγορούμενο 1», το Δικαστήριο επηρεάστηκε κατά την επιβολή της ποινής από την άσκηση εκ μέρους του εφεσείοντα του δικαιώματος της σιωπής, ενώ, σύμφωνα με την νομολογία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξάξει ενοχοποιητικά συμπεράσματα από την άσκηση αυτού του δικαιώματος, το οποίο δίδεται από το νόμο. Ζητήθηκε, συναφώς, η μείωση της ποινής που επιβλήθηκε λόγω της «αντινομικής», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο συνήγορος, εκφρασθείσας απαρέσκειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη νόμιμη στάση του εφεσείοντα, καθότι υπάρχει πιθανότητα έστω να επηρεάστηκε στην επιβολή της ποινής.
Με το δεύτερο λόγο, ο συνήγορος εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και σε αντίθεση με τη νομολογία επέβαλε ποινή στον εφεσείοντα προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία για το συγκατηγορούμενό του, με δεδομένο ότι η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε σε εκείνο το στάδιο ότι δεν ήταν στις προθέσεις της να χρησιμοποιηθεί ο εφεσείων ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του συγκατηγορούμενου του. Επικαλέστηκε ο κ. Σαουρής το πρακτικό του Δικαστηρίου για τη διαφωνία που προέκυψε ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, μεταξύ της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής και του συνηγόρου του κατηγορουμένου, με την υποχώρηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, κάτι που θα αποφεύγετο εάν ακολουθείτο η ορθή πορεία.
Αντίθετη υπήρξε η θέση της Δημοκρατίας, η συνήγορος της οποίας στο διάγραμμα αγόρευσής της υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η ευπαίδευτη συνήγορος, αναλύοντας τον πρώτο λόγο που επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα, διερωτήθηκε πως είναι δυνατό το Δικαστήριο να επηρεάστηκε δυσμενώς και η ποινή την οποία επέβαλε να είναι στα πλαίσια που θέτει ο νόμος και η νομολογία. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, εισηγήθηκε ότι τα σχόλια του Δικαστηρίου επί του θέματος που ήγειρε ο εφεσείων είναι θεμιτά και αναμενόμενα, με στόχο την προτροπή των κατηγορουμένων να συνεργάζονται με την αστυνομία, ενώ η έμπρακτη συνεργασία με την αστυνομία θεωρείται, σύμφωνα με την νομολογία, ως ελαφρυντικός παράγοντας.
Σχετικά με το δεύτερο λόγο, η συνήγορος παρέπεμψε στα πρακτικά της διαδικασίας, όπου η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να ολοκληρωθεί η διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα γιατί θα γινόταν προσπάθεια μέσω των ανακριτών, σε περίπτωση που ο ίδιος είχε πρόθεση, να καταθέσει εναντίον του συγκατηγορούμενού του. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι τέτοιο αίτημα δεν είχε προβληθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και πως η αναφορά της υπεράσπισης περί επηρεασμού των δικαιωμάτων του εφεσείοντα είναι αόριστη και μετέωρη.
Στην υπόθεση Ghafari v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, επαναλήφθηκαν οι αρχές της νομολογίας που επιτρέπεουν την επέμβαση του Εφετείου. Τέτοια επέμβαση επιτρέπεται όπου διαπιστώνεται:
(α) Εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το Νόμο ή και τα δύο, ή
(β) Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή
(γ) Ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.
(βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω την αναφορά του Κακουργιοδικείου για την οποία παραπονείται ο εφεσείων. Από το λεκτικό της όλης παραγράφου (πιο πάνω), διαπιστώνουμε ότι το σχόλιο έγινε αφού λήφθηκε υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα ότι αυτός στην όλη επιχείρηση ήταν εκτελεστικό όργανο.
Προκύπτει από τα πρακτικά ότι, κατά την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα για μετριασμό της ποινής ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτός ήταν εκτελεστικό όργανο και σε κάθε στάδιο ενεργούσε κάτω από τις οδηγίες του «εγκεφάλου» της όλης επιχείρησης. Έδωσε επίσης ο συνήγορος το όνομα κάποιου «Όσκαρ» και κάποιου «Αντρέα» ως τους συναυτουργούς στη διάπραξη του αδικήματος. Η Κατηγορούσα Αρχή αμφισβήτησε το ότι ο εφεσείων είχε δώσει τέτοιες πληροφορίες στην Αστυνομία κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Όπως δε προκύπτει από τα γεγονότα, υπήρξε άρνηση του εφεσείοντα να συνεργαστεί με την Αστυνομία, αν και κατείχε σημαντικές πληροφορίες. Αυτά τα στοιχεία, προφανώς, έδωσαν έναυσμα για τα σχόλια του Κακουργιοδικείου. Σχόλια του είδους είναι σοφό να αποφεύγονται, ώστε το Δικαστήριο να παρουσιάζεται σε κάθε στάδιο αποστασιοποιημένο και κατ' επέκταση να είναι, αλλά και να φαίνεται, αντικειμενικό. Δεν κρίνουμε όμως ότι εν τέλει υπάρχει οτιδήποτε στις υποδείξεις του Δικαστηρίου, που να είχαν αρνητικά επηρεάσει την επιβληθείσα ποινή. Η έμπρακτη συνεργασία με την Αστυνομία θεωρείται άλλωστε πάντοτε από τη νομολογία ως μετριαστικός παράγων και αυτό πρέπει να είναι στη γνώση των κατηγορούμενων προσώπων.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ότι η δυνατότητα που προσφέρεται να επιβληθεί άμεσα ποινή στο συνεργό που είναι ταυτόχρονα και συγκατηγορούμενος και ο οποίος προτίθεται να δώσει μαρτυρία υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ως αντικειμενικό στόχο την αναχαίτιση ή εξουδετέρωση της εισήγησης ότι ο συνεργός έχει κίνητρο να δώσει μαρτυρία αναμένοντας ελαφρύτερη ποινή (βλ. Tekinder Pal v. Δημοκρατία κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221).
Από τα πρακτικά προκύπτει ότι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής κατά το στάδιο παραδοχής του εφεσείοντα ήταν ότι θα έπρεπε να τεθούν τα γεγονότα και να επιβληθεί ποινή σε εκείνο το στάδιο έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα, μέσω των ανακριτικών αρχών, σε περίπτωση που εκδηλωθεί πρόθεση εκ μέρους του εφεσείοντα, να καταθέσει. Ο συνήγορος που τότε εμφανιζόταν για τον εφεσείοντα δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση. Με αυτά τα δεδομένα και στην απουσία συγκεκριμενοποίησης της ισχυριζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, ο δεύτερος λόγος έφεσης παραμένει ατεκμηρίωτος και έκθετος σε απόρριψη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.