ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B125
(2015) 2 ΑΑΔ 59
20 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΙΑΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 73/2014)
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Άρθρα 11 και 13 ― Προσωπική ελευθερία και ελεύθερη μετακίνηση ― Η ανακοπή και ακινητοποίηση οχήματος υπό αστυνομικού εντός των πλαισίων σχετικών νομοθετικών προνοιών, δεν συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας και ελεύθερης μετακίνησης προσώπου, έστω και αν αναπόφευκτα προκαλείται κάποιος προσωρινός περιορισμός των κινήσεων του ελεγχόμενου προσώπου-οδηγού, για όσο χρόνο είναι απαραίτητος, για τη διεξαγωγή του ελέγχου ― Η νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ..
Τροχαία αδικήματα ― Έλεγχοι Αστυνομίας για πιθανή ύπαρξη τροχαίων παραβάσεων ― Ανακοπή αυτοκινήτου ― Είναι επιτρεπτή με βάση συγκεκριμένο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος αντιμετώπισε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου κατηγορία αναφορικά με «μεταφορά επιθετικού οργάνου, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου Κεφ. 159 και Νόμου 166/97».
Κατά την παρουσίαση της υπόθεσης έγιναν παραδεκτά γεγονότα τα οποία αφορούσαν σε ανακοπή του αυτοκινήτου το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο στο πλαίσιο ελέγχων οι οποίοι διενεργούνταν από μέλη της Τροχαίας Αρχηγείου σε συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ο έλεγχος αφορούσε το κατά πόσο υπήρχαν εμφανείς παραβάσεις του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984 και κατά πόσο υπήρχε σχετική άδεια οδηγού σε ισχύ. Κατά τον έλεγχο των στοιχείων του κατηγορούμενου, ο αστυφύλακας 3279 πρόσεξε ότι στο χαλάκι του οχήματος υπήρχε ένα σιδερένιο ρόπαλο χρώματος μαύρου.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο διενεργηθείς, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έλεγχος, παραβίαζε τα Άρθρα 11 και 13 του Συντάγματος, επειδή ο αστυνομικός δεν είχε καμία ένδειξη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε άδεια οδηγού και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι παραβίαζε οποιονδήποτε κανονισμό της τροχαίας ή άλλο αδίκημα.
Οπότε, δεν είχε το δικαίωμα να τον ανακόψει και να περιορίσει την ελευθερία του και τη διακίνηση του. Επρόκειτο σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, για παράνομη ενέργεια. Συνεπώς, εφόσον το ζήτημα αυτό ηγέρθη όπως επισημάνθηκε, από την υπεράσπιση και το επιθετικό όπλο βρέθηκε ύστερα από παράνομη ανακοπή και έρευνα της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την κατηγορία.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του νόμου. Η ανακοπή του οχήματος του εφεσίβλητου ήταν επιτρεπτή σύμφωνα με το Νόμο, Άρθρο 55(1) του Ν. 94(1)/2001 και Κανονισμούς 58(2)(στ) και 66(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984.
β) Εν πάση περιπτώσει δεν συνιστούσε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τέμνει μεταξύ της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας που διασφαλίζει το Άρθρο 5(1) της Σύμβασης και του απλού περιορισμού των κινήσεων που σταθερά κρίνεται πως δε συνιστά παραβίαση του δικαιώματος.
2. Σύμφωνα με τη νομολογία, η ανακοπή και η ακινητοποίηση οχήματος, με σκοπό την έρευνα, διενεργούμενη εντός των ορίων των πιο πάνω άρθρων, δεν συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, όσο και εάν ενδεχομένως συνεπάγεται, ανάλογα με τα περιστατικά, κάποιο περιορισμό των κινήσεων.
3. Στα περιστατικά της υπόθεσης σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ο έλεγχος έγινε για διακρίβωση εμφανών παραβάσεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και κατά πόσο ο εφεσίβλητος, ως οδηγός κατείχε εν ισχύει άδεια οδηγήσεως.
4. Σύμφωνα με το Άρθρο 28(2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(1)/2004, όπως τροποποιήθηκε παρέχεται η εξουσία σε οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας να ζητά την παρουσίαση άδειας. Επίσης ο Κανονισμός 66 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, παρέχει εξουσία σε αστυνομικό να σταματήσει οιονδήποτε μηχανοκίνητο όχημα για διακρίβωση εάν τούτο χρησιμοποιείται κατά παράβαση των Κανονισμών ή οιασδήποτε άδειας εκδοθείσας βάσει αυτών.
5. Περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 55(1) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν. 94(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε, επιβάλλεται η υποχρέωση σε κάθε πρόσωπο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα να έχει μαζί του την άδεια οδήγησης και να την επιδεικνύει σε αστυνομικό, όταν τούτο του ζητηθεί.
6. Επίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 58(2)(στ),(4)(θ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, κάθε οδηγός σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει να ακινητοποιεί το όχημα όπου καλείται για το σκοπό αυτό από αστυνομικό εν στολή (2(στ)) και να επιτρέπει στον αστυνομικό να εξετάζει το όχημα του και υποβάλλει αυτό σε κάθε αναγκαία εξέταση για να εξακριβώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών (4(θ)).
7. Με βάση τα πιο πάνω, η ανακοπή και ακινητοποίηση οχήματος υπό αστυνομικού υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις και εντός των πλαισίων των άνω προνοιών δεν συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας και ελεύθερης μετακίνησης προσώπου (κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 13 του Συντάγματος), έστω και αν αναπόφευκτα προκαλείται κάποιος προσωρινός περιορισμός των κινήσεων του ελεγχόμενου προσώπου-οδηγού, για όσο χρόνο είναι απαραίτητος, για τη διεξαγωγή του ελέγχου.
Η έφεση επέτυχε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11055/2013), ημερομηνίας 24/3/2014.
Αντ. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Ανδρ. Κοζάκος, για τον εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ..
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι παρα πολύ απλά. Ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας δυο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι αναστάληκε και απορρίφθηκε. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε «μεταφορά επιθετικού οργάνου, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου Κεφ. 159 και Νόμου 166/97». Κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ουδεμία προφορική μαρτυρία προσήχθηκε από πλευράς αστυνομίας. Έγιναν όμως τ' ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:
«Στις 29/6/2013 περί ώρα 02:00 μέλη της Τροχαίας Αρχηγείου διενεργούσαν ελέγχους στο κυκλικό κόμβο Μητρόπολης. Μεταξύ αυτών ήταν και ο ΜΚ1 επί του κατηγορητηρίου αστυφύλακας 3279 Χριστοδούλου, ο οποίος ανέκοψε για έλεγχο όχημα με αριθμούς εγγραφής ΒΑL 493 το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο. Ο έλεγχος αφορούσε το κατά πόσο υπήρχαν εμφανείς παραβάσεις του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984 και κατά πόσο υπήρχε σχετική άδεια οδηγού σε ισχύ. Κατά τον έλεγχο των στοιχείων του κατηγορούμενου, ο αστυφύλακας 3279 πρόσεξε ότι στο χαλάκι του οχήματος υπήρχε ένα σιδερένιο ρόπαλο χρώματος μαύρου..»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια αφού έλαβε υπόψη και τις αγορεύσεις των δυο συνηγόρων, προχώρησε, στην έκδοση (ex tempore) αθωωτικής απόφασης. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο διενεργηθείς, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έλεγχος παραβίαζε τ' Άρθρα 11 και 13 του Συντάγματος. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Τέτοιες έρευνες είναι αυθαίρετες και παραβιάζουν τα Άρθρα 11 και 13 του Συντάγματος. Ο αστυνομικός δεν είχε καμία ένδειξη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε άδεια οδηγού και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι παραβίαζε οποιονδήποτε κανονισμό της τροχαίας ή άλλο αδίκημα. Οπότε, κατά την άποψη μου, δεν είχε το δικαίωμα να τον ανακόψει και να περιορίσει την ελευθερία του και τη διακίνηση του. Πρόκειται για παράνομη ενέργεια. Συνεπώς, εφόσον το ζήτημα αυτό εγείρεται από την υπεράσπιση και το επιθετικό όπλο βρέθηκε μετά από παράνομη ανακοπή και έρευνα της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στη 2η κατηγορία.»
Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με ένα και μοναδικό λόγο ήτοι ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς. Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος στην αγόρευση του, η ανακοπή του οχήματος του εφεσίβλητου ήταν επιτρεπτή σύμφωνα με το Νόμο, Άρθρο 55(1) του Ν. 94(1)/2001 και Κανονισμούς 58(2)(στ) και 66(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984. Εν πάση περιπτώσει δεν συνιστούσε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου/κατηγορουμένου, ως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 11 και 13 του Συντάγματος και συγκεκριμένα των δικαιωμάτων προσωπικής ελευθερίας και ελεύθερης μετακίνησης στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με αυτόν η ανακοπή του οχήματος του εφεσίβλητου έγινε αναίτια χωρίς την ύπαρξη εύλογης υποψίας εκ μέρους της αστυνομίας γι' οιανδήποτε παράβαση. Η ενέργεια συνεπώς του αστυνομικού ήταν καταχρηστική και είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, όπως προβλέπεται στ' Άρθρα 11 και 13 του Συντάγματος.
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε το Εφετείο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126, 132, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση κυπριακής και αλλοδαπής νομολογίας και αναφορά σε νομικά συγγράμματα. Παραπέμπουμε στο σχετικό μέρος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έχει ως ακολούθως:
«...Η ανακοπή οχήματος δεν επάγεται αναπόφευκτα τέτοια στέρηση. Σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τέμνει μεταξύ της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας που διασφαλίζει το Άρθρο 5(1) της Σύμβασης και του απλού περιορισμού των κινήσεων που σταθερά κρίνεται πως δε συνιστά παραβίαση του δικαιώματος. (βλ. Engel and Others, Eur. Court H.R. Series A, Vol. 22, Guzzardi Eur. Court H.R. Series A., Vol. 39, Morphou Gendarmelie v. Michael 2 R.S.C.C. 103, Hojemeister v. Federal Republic of Germany European Commission of Human Rights, ημερομηνίας 6 Ιουλίου 1981, που αναφέρεται στη μονογραφια του J.L. Murdoch - Article 5 of the European Convention of Human Rights - The protection of liberty and security of person 1994. Όπως ακριβώς αποφασίστηκε και στην Morphou Gendarmeie v. Michael (ανωτέρω) σε σχέση με την ακινητοποίηση οχήματος από αστυνομικό εν στολή όπως τον εξουσιοδοτούσε ο Κανονισμός 58.1(p) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Κανονισμών του 1959. Και επίσης στις ΗΠΑ κατά τον προσδιορισμό των δυνατοτήτων για διεξαγωγή έρευνας πάνω στη βάση «probable cause» στο πλαίσιο των διατάξεων της τέταρτης τροποποίησης του Συντάγματος του. (βλ. Bailey v. United States [1967] 128 App. D.C. 354, Terry v. Ohio [1968] 392 U.S. 120 A.Εδ. 2d 889). Πολύ λιγότερο όταν, στην Κύπρο, οι περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα διεξαγωγής έρευνας πηγάζουν από το Νόμο και όχι από το Σύνταγμα, το Άρθρο 16 του οποίου θέτει ειδικές προϋποθέσεις μόνο ως προς την έρευνα κατοικίας.»
(Βλ. και σύγγραμμα «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α. Λοϊζου σελ. 57-58)
Ακολούθως εξετάζοντας το θέμα κάτω από τ' Άρθρα 21(1)(α) (ιι), 1(β) των περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και Άρθρο 29(2)(β) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77), το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι
«..Η ανακοπή λοιπόν και η ακινητοποίηση οχήματος, με σκοπό την έρευνα, διενεργούμενη εντός των ορίων των πιο πάνω άρθρων, δεν συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, όσο και εάν ενδεχομένως συνεπάγεται, ανάλογα με τα περιστατικά, κάποιο περιορισμό των κινήσεων.»
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ο έλεγχος έγινε για διακρίβωση εμφανών παραβάσεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και κατά πόσο ο εφεσίβλητος, ως οδηγός κατείχε εν ισχύει άδεια οδηγήσεως. Σύμφωνα με το Άρθρο 28(2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν. 73(1)/2004, όπως τροποποιήθηκε και με τίτλο «Εξουσία μελών της Αστυνομίας προς επιθεώρηση αδειών και έρευνα προσώπων και μεταφορικών μέσων», παρέχεται η εξουσία σε οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας να ζητά την παρουσίαση άδειας. Επίσης ο Κανονισμός 66 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, παρέχει εξουσία σε αστυνομικό να σταματήσει οιονδήποτε μηχανοκίνητο όχημα για διακρίβωση εάν τούτο χρησιμοποιείται κατά παράβαση των Κανονισμών ή οιασδήποτε άδειας εκδοθείσας βάσει αυτών. Περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 55(1) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν. 94(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε, επιβάλλεται η υποχρέωση σε κάθε πρόσωπο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα να έχει μαζί του την άδεια οδήγησης και να την επιδεικνύει σε αστυνομικό, όταν τούτο του ζητηθεί. Επίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 58(2)(στ),(4)(θ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, κάθε οδηγός σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει να ακινητοποιεί το όχημα όπου καλείται για το σκοπό αυτό από αστυνομικό εν στολή (2(στ)) και να επιτρέπει στον αστυνομικό να εξετάζει το όχημα του και υποβάλλει αυτό σε κάθε αναγκαία εξέταση για να εξακριβώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών (4(θ)).
Έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η ανακοπή και ακινητοποίηση οχήματος υπό αστυνομικού υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις και εντός των πλαισίων των άνω προνοιών δεν συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας και ελεύθερης μετακίνησης προσώπου (κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 13 του Συντάγματος), έστω και αν αναπόφευκτα προκαλείται κάποιος προσωρινός περιορισμός των κινήσεων του ελεγχόμενου προσώπου-οδηγού, για όσο χρόνο είναι απαραίτητος, για τη διεξαγωγή του ελέγχου.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 24/3/14 παραμερίζεται. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας γι' επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.