ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B57
(2015) 2 ΑΑΔ 9
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΜΑΡΙΑΣ ΓΥΨΙΩΤΗ,
2. ΜΑΡΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 129/2013)
Ποινικός Κώδικας ― Άλλες αμελείς πράξεις που προκαλούν σωματική βλάβη ― Άρθρο 237 ― Διευθύντρια και δασκάλα νηπιαγωγείου αθωώνονται και απαλλάσσονται στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, σε κατηγορία του Άρθρου 237 σύμφωνα με την οποία, ενώ είχαν καθήκον να έχουν υπό τη φύλαξη τους ανήλικη ηλικίας 23 μηνών, παρέλειψαν να το πράξουν, με αποτέλεσμα να προκληθούν στην τελευταία εννέα δαγκωματιές σε διάφορα μέρη του σώματος της ― Παραμερίστηκε κατ' έφεση ως προς τη διευθύντρια.
Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Φύλαξη παιδιών ― Καθήκον δασκάλου έναντι παιδιών ― Κοινοδίκαιο ― Ο περί Παιδιών Νόμος, Κεφ. 352 ― Το Περί Παιδιών (Παιδοκομικοί Σταθμοί) Διάταγμα του 2011 (Κ.Δ.Π. 262/2011).
Απόδειξη ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Ο δικαστής δεν πρέπει να αφήσει την υπόθεση να προχωρήσει αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι ασφαλές για τους ενόρκους να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση στηριζόμενοι στη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή ― Το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, αλλά είναι αντικειμενικό, δηλαδή ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Βάρος Αποδείξεως σε ποινικές υποθέσεις ― Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο της διαδικασίας το βάρος της απόδειξης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με το Άρθρο 74 του Κεφ. 155, δεν είναι το ίδιο με εκείνο που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης.
Οι εφεσείουσες αντιμετώπισαν πρωτοδίκως κατηγορία παράλειψης διενέργειας πράξης που είχαν καθήκον να εκτελέσουν, κατά παράβαση του Άρθρου 237 και 20 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, στις 8.6.2010, σε συγκεκριμένο νηπιαγωγείο «παρέλειψαν να διενεργήσουν πράξη την οποία είχαν καθήκον να εκτελέσουν, με την οποία προκλήθηκε πραγματική σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή ενώ είχαν καθήκον να έχουν υπό τη φύλαξη τους την Ολίβια Βενιζέλου» παρέλειψαν να το πράξουν με αποτέλεσμα στην προαναφερόμενη να προκληθούν εννέα δαγκωματιές σε διάφορα μέρη του σώματος της.
Η εφεσίβλητη 1 είναι η διευθύντρια του νηπιαγωγείου, ενώ η εφεσίβλητη 2, η δασκάλα στην τάξη της Ολίβιας. Η Ολίβια κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ηλικίας 23 μηνών.
Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, αφού δεν είχε αποδειχθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της αμέλειας. Οδηγήθηκε σε αυτή την κατάληξη έχοντας προηγουμένως σημειώσει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με ποια από τις δύο εφεσίβλητες παρέλειψε να έχει την Ολίβια υπό την φύλαξη της, ούτε ότι οι δύο εφεσίβλητες γνώριζαν για την οποιαδήποτε παράλειψη η μια της άλλης, ή αδιαφόρησαν για αυτήν και τις τυχόν προεκτάσεις ή επιπτώσεις της. Σημείωσε ακόμη, ότι δεν είχε αποδειχθεί με επαρκή μαρτυρία ποια ακριβώς ήταν η παράλειψη της κάθε εφεσίβλητης που συνιστούσε αμέλεια.
Η διαπίστωση του δικαστηρίου είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση των εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα με ένα λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε τον Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, παραγνωρίζοντας μαρτυρία που είχε ενώπιον του, ενώ εσφαλμένα απάλλαξε και αθώωσε τις εφεσίβλητες στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν, στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αμέλεια, όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το Άρθρο 237 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
2. Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο της διαδικασίας το βάρος της απόδειξης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή σύμφωνα με το Άρθρο 74 του Κεφ. 155, δεν είναι το ίδιο με εκείνο που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης.
3. Δεν υπήρχε μαρτυρία για τον χρόνο πρόκλησης των σωματικών βλαβών στην Ολίβια. Η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι τα δαγκώματα προκλήθηκαν ενώ η Ολίβια βρισκόταν στη φύλαξη της εφεσίβλητης 2, δεν ήταν ορθή.
4. Δεν είχε προσαχθεί μαρτυρία η οποία να επέτρεπε να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα ως θετικό γεγονός ή λογικό συμπέρασμα. Αντιθέτως, η μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή δεν συσχέτιζε την εφεσίβλητη 2, για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με το αδίκημα αφού απουσίαζε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι από την ώρα που η εφεσίβλητη ανέλαβε την ευθύνη της τάξης της, στην οποία τα παιδιά δεν ξεπερνούσαν την ηλικία των 24 μηνών, και ταυτόχρονα τη φύλαξη της Ολίβιας, μέχρι που διαπίστωσε την ύπαρξη των δαγκωμάτων, η Ολίβια ήρθε σε επαφή με μεγαλύτερα παιδιά 3-4 ετών, που θα μπορούσαν να επιφέρουν τα δαγκώματα που βρέθηκαν στο σώμα της.
5. Δεν δικαιολογείτο η παρέμβαση προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε ό, τι αφορούσε την εφεσίβλητη 2. Το γεγονός ότι μεταξύ της γραπτής κατάθεσης των εφεσιβλήτων διαπιστωνόταν διάσταση της τάξεως περίπου 20 λεπτών ως προς το χρόνο που η εφεσίβλητη 2 ανέλαβε τη φύλαξη της Ολίβιας, δηλαδή η εφεσίβλητη 1 ανέφερε ότι την παρέδωσε στις 7.40 π.μ., ενώ η εφεσίβλητη 2 ότι τα παρέλαβε στις 8.00 π.μ., ουδόλως προωθούσε την υπόθεση του εφεσείοντα.
6. Παραδοσιακά, κατά το κοινοδίκαιο το καθήκον επιμέλειας δασκάλου έναντι μαθητή περιγραφόταν με τον όρο «in loco parentis», δηλαδή η εξουσία του γονέα παραχωρείτο στο δάσκαλο στο βαθμό και έκταση που αυτό ήταν αναγκαίο για την ευημερία του παιδιού. Σήμερα, ένα νηπιαγωγείο και δάσκαλος, έχουν καθήκον «in loco parentis» να λάβουν τέτοια μέτρα που είναι λογικά εφικτά για τη φύλαξη ενός παιδιού, όπως θα λάμβανε ένας λογικός γονέας.
7. Παράγοντες σχετικοί, είναι το σύστημα φύλαξης που εφαρμόζεται, η επάρκεια του και κατά πόσο αυτό εφαρμοζόταν σωστά κατά τον επίδικο χρόνο. Αρχές που αντανακλούνται στον περί Παιδιών Νόμο, Κεφ. 352 και ειδικότερα στο περί Παιδιών (Παιδοκομικοί Σταθμοί) Διάταγμα του 2011 (Κ.Δ.Π. 262/2011), το οποίο εναποθέτει, στο διευθύνον πρόσωπο, στην προκείμενη περίπτωση την εφεσίβλητη 1, τη διεύθυνση, οργάνωση και εποπτεία των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας του νηπιαγωγείου, καθώς και άλλες υποχρεώσεις που στοχεύουν στη διασφάλιση παροχής της όσο το δυνατό καλύτερης φροντίδας στα παιδιά.
8. Η υπόθεση του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν στηρίχθηκε σε συγκεκριμένη πράξη, η οποία συνίστατο στην παραλαβή του παιδιού από άτομο που δεν είναι παιδοκόμος, ήτοι τη μητέρα της εφεσίβλητης 1, αλλά και στο γενικότερο καθήκον φύλαξης και επιμέλειας.
9. Απουσίαζε η όποια αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλαβής του παιδιού από μη παιδοκόμο και των σωματικών βλαβών που αυτό υπέστη.
10. Ωστόσο, η μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ειδικότερα η ηλικία του παιδιού, ο αριθμός των δαγκωμάτων και η έκταση τους σε διάφορα μέρη του σώματος της, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία ότι το παιδί παραδόθηκε στο νηπιαγωγείο χωρίς σημάδια, καθώς και το γενικό καθήκον που εναποθέτει στην εφεσίβλητη 1 το κοινοδίκαιο, θα ήταν αρκετά υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης για να δικαιολογήσουν την κλήση της εφεσίβλητης 1 σε απολογία.
Η έφεση επέτυχε μερικώς. Επέτυχε ως προς την εφεσίβλητη 1 και διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή και απορρίφθηκε ως προς την εφεσίβλητη 2.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 98,
R. v. Hipson [1969] Cr. L.R. 85,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 25703/2010), ημερομηνίας 3/7/2013.
Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης, για τις Εφεσίβλητες.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
Οι εφεσείουσες πρωτόδικα αντιμετώπιζαν κατηγορία παράλειψης διενέργειας πράξης που είχαν καθήκον να εκτελέσουν, κατά παράβαση του Άρθρου 237 και 20 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, οι εφεσείουσες στις 8.6.2010, σε συγκεκριμένο νηπιαγωγείο (εφεξής «το νηπιαγωγείο»), «παρέλειψαν να διενεργήσουν πράξη την οποία είχαν καθήκον να εκτελέσουν, με την οποία προκλήθηκε πραγματική σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή ενώ είχαν καθήκον να έχουν υπό τη φύλαξη τους την Ολίβια Βενιζέλου» (εφεξής «η Ολίβια») παρέλειψαν να το πράξουν με αποτέλεσμα στην προαναφερόμενη να προκληθούν εννέα δαγκωματιές σε διάφορα μέρη του σώματος της. Η εφεσίβλητη 1 είναι η διευθύντρια του νηπιαγωγείου, ενώ η εφεσίβλητη 2 η δασκάλα στην αίθουσα της Ολίβιας. Η Ολίβια κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ηλικίας 23 μηνών.
Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων αφού δεν είχε αποδειχθεί το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της αμέλειας. Οδηγήθηκε σε αυτή την κατάληξη έχοντας προηγουμένως σημειώσει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με ποια από τις δύο εφεσίβλητες παρέλειψε να έχει την Ολίβια υπό την φύλαξη της ούτε ότι οι δύο εφεσίβλητες γνώριζαν για την οποιαδήποτε παράλειψη η μια της άλλης, ή αδιαφόρησαν για αυτήν και τις τυχόν προεκτάσεις ή επιπτώσεις της. Σημείωσε ακόμη ότι δεν είχε αποδειχθεί με επαρκή μαρτυρία ποια ακριβώς ήταν η παράλειψη της κάθε εφεσίβλητης που συνιστούσε αμέλεια.
Η διαπίστωση του δικαστηρίου είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση των εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα με ένα λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε τον Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, παραγνωρίζοντας μαρτυρία που είχε ενώπιον του, ενώ εσφαλμένα απάλλαξε και αθώωσε τις εφεσίβλητες στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν, στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως.
Καταγράφουμε τα γεγονότα στη βάση των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του. Ντύνοντας την Ολίβια το πρωί της 8.6.2010, η μητέρα της δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε σημάδι πάνω στο σώμα της. Τα παιδιά, την Ολίβια και το δίδυμο αδελφό της, μετέφερε στο σχολείο ο πατέρας τους, όπου τα παράλαβε η μητέρα της εφεσίβλητης 1. Αφού παραλαμβάνονταν τα παιδιά στο νηπιαγωγείο, οδηγούνταν σε τάξη με παιδιά διαφόρων ηλικιών, ενώ στον πατέρα των παιδιών έλεγαν ότι σε λίγο θα έρθει και η δασκάλα τους. Παραδίδοντας την Ολίβια κατά τη συγκεκριμένη μέρα στην μητέρα της εφεσίβλητης 1, ο πατέρας τους δεν είδε οποιαδήποτε σημάδια στο σώμα της. Η δε μητέρα της εφεσίβλητης 1, αφού παρέλαβε τα δίδυμα, τα πήρε στην προαναφερόμενη αίθουσα.
Σε κατάθεση της στην Αστυνομία, η εφεσίβλητη 1 ισχυρίστηκε ότι στις 7.30πμ ο πατέρας των παιδιών τα παρέδωσε στην ίδια και τα είχε υπό τη φύλαξη της μέχρι τις 7.40πμ που ανέλαβε τη φύλαξη τους η δασκάλα τους, εφεσίβλητη 2, με τη βοηθό της. Η εφεσίβλητη 2, σε δική της κατάθεση στην Αστυνομία, ανέφερε ότι μπήκε στην τάξη της γύρω στις 8πμ, όπου βρίσκονταν η βοηθός της και η εφεσίβλητη 1. Κατά την παραλαβή των παιδιών δεν πρόσεξε οποιοδήποτε σημάδι στο σώμα της Ολίβια, παρά μόνο μετά που έβγαλε τα παιδιά στην αυλή γύρω στις 10.10πμ για την πρόβα της γιορτής τους, όταν σηκώνοντας την Ολίβια για να τη βάλει στη σκηνή πρόσεξε τα σημάδια στο σώμα της. Τότε τα έδειξε στην εφεσίβλητη 1. Τα παιδιά ενώ ευρίσκονταν υπό τη φύλαξη της, δεν ήρθαν σε επαφή με άλλα παιδιά.
Κατόπιν αξιολόγησης φωτογραφιών των σημαδιών που έφερε η Ολίβια, από χειρούργο οδοντίατρο-ορθοδοντικό, διαπιστώθηκε πως επρόκειτο για δαγκώματα από παιδί 3-4 χρονών, τα οποία δεν αντιστοιχούσαν στο δίδυμο αδελφό της.
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα σε σχέση με την ευθύνη της εφεσίβλητης 1 είναι πολλαπλή. Εδράζεται σε πρόνοιες του περί Παιδιών Νόμου, ειδικότερα στην Κ.Δ.Π. 262/2011, στη μαρτυρία ότι την Ολίβια παρέλαβε η μητέρα της εφεσίβλητης 1, η οποία δεν είναι παιδοκόμος, παραδίδοντας τη στη συνέχεια σε κάποια άλλη δασκάλα, καθώς και στο Άρθρο 20 του Κεφ. 154. Η δε ευθύνη της εφεσίβλητης 2, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, έγκειται στο γεγονός ότι παρέλαβε το παιδί εντελώς καλά και ό,τι έγινε ήταν κατά τη διάρκεια που αυτή είχε τη φύλαξη του παιδιού.
Η αμέλεια, όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το Άρθρο 237 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154*. Υποστηρίχθηκε, ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 98, πως δεν αποδείχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή με επαρκή μαρτυρία ποια παράλειψη συνιστούσε αμέλεια, σημειώνοντας παράλληλα ότι το γεγονός που έτεινε να καταδείξει η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ότι η Ολίβια δαγκώθηκε από μεγαλύτερο παιδί ηλικίας ίσως 4 ετών, ενώ βρισκόταν στο νηπιαγωγείο, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως κάποια παράλειψη οποιασδήποτε των εφεσιβλήτων.
Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονηθεί ότι η Αντωνίου αφορούσε έφεση από καταδικαστική απόφαση στο τελικό στάδιο και είναι με αναφορά σε αυτό το γεγονός που πρέπει να εκτιμηθούν τα όσα αναφέρονται σε αυτή σχετικά με τη στοιχειοθέτηση του συστατικού στοιχείου της αμέλειας. Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο της διαδικασίας το βάρος της απόδειξης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με το Άρθρο 74 του Κεφ. 155, δεν είναι το ίδιο με εκείνο που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Στην πρώτη περίπτωση είναι αρκετό για την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως, ενώ τα κριτήρια για τον καθορισμό της ενοχής του κατηγορουμένου στο τελικό στάδιο είναι διαφορετικά, δεν βασίζονται σε υποθέσεις αλλά σε συμπεράσματα τόσον ισχυρά ώστε να αποδεικνύεται η ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Δεν υπάρχει μαρτυρία για τον χρόνο πρόκλησης των σωματικών βλαβών στην Ολίβια. Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι τα δαγκώματα προκλήθηκαν ενώ η Ολίβια βρισκόταν στη φύλαξη της εφεσίβλητης 2, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία η οποία να επιτρέπει να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα ως θετικό γεγονός ή λογικό συμπέρασμα. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή δεν συσχετίζει την εφεσίβλητη 2, για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με το αδίκημα αφού ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι από την ώρα που η εφεσίβλητη ανέλαβε την ευθύνη της τάξης της, στην οποία τα παιδιά δεν ξεπερνούσαν την ηλικία των 24 μηνών, και ταυτόχρονα τη φύλαξη της Ολίβιας, μέχρι που διαπίστωσε την ύπαρξη των δαγκωμάτων, η Ολίβια ήρθε σε επαφή με μεγαλύτερα παιδιά 3-4 ετών, που θα μπορούσαν να επιφέρουν τα δαγκώματα που βρέθηκαν στο σώμα της. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 2 στην κατάθεση της στην Αστυνομία, αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε τα δαγκώματα παρά μόνο μετά που έβγαλε τα παιδιά στην αυλή, όταν ανέβασε την Ολίβια στη σκηνή, δεν είναι καθοριστικό του χρόνου πρόκλησης των εν λόγω σωματικών βλαβών και δη ότι προκλήθηκαν κατά το χρόνο που η Ολίβια βρισκόταν στη φύλαξη της εφεσίβλητης 2. Στην υπόθεση R. v. Hipson [1969] Cr. L.R. 85, αναφέρεται ότι ο δικαστής δεν πρέπει να αφήσει την υπόθεση να προχωρήσει αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι ασφαλές για τους ενόρκους να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση στηριζόμενοι στη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή. Το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, αλλά είναι αντικειμενικό, δηλαδή ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου που, εν όψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, σχετιζομένης με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα (Δέστε την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851).
Δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε ό, τι αφορά την εφεσίβλητη 2. Το γεγονός ότι μεταξύ της γραπτής κατάθεσης των εφεσιβλήτων διαπιστώνεται διάσταση της τάξεως περίπου 20 λεπτών ως προς το χρόνο που η εφεσίβλητη 2 ανέλαβε τη φύλαξη της Ολίβιας, δηλαδή η εφεσίβλητη 1 ανέφερε ότι την παρέδωσε στις 7.40 π.μ., ενώ η εφεσίβλητη 2 ότι τα παρέλαβε στις 8.00 π.μ., ουδόλως προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα.
Παραδοσιακά, κατά το κοινοδίκαιο το καθήκον επιμέλειας δασκάλου έναντι μαθητή περιγραφόταν με τον όρο «in loco parentis», δηλαδή η εξουσία του γονέα παραχωρείτο στο δάσκαλο στο βαθμό και έκταση που αυτό ήταν αναγκαίο για την ευημερία του παιδιού. Σήμερα, ένα νηπιαγωγείο και δάσκαλος, έχουν καθήκον «in loco parentis» να λάβουν τέτοια μέτρα που είναι λογικά εφικτά για τη φύλαξη ενός παιδιού, όπως θα λάμβανε ένας λογικός γονέας. Παράγοντες σχετικοί, είναι το σύστημα φύλαξης που εφαρμόζεται, η επάρκεια του και κατά πόσο αυτό εφαρμοζόταν σωστά κατά τον επίδικο χρόνο. Αρχές που αντανακλούνται στον περί Παιδιών Νόμο, Κεφ. 352 και ειδικότερα στο περί Παιδιών (Παιδοκομικοί Σταθμοί) Διάταγμα του 2011 (Κ.Δ.Π. 262/2011), το οποίο εναποθέτει, στο διευθύνον πρόσωπο, στην προκείμενη περίπτωση την εφεσίβλητη 1, τη διεύθυνση, οργάνωση και εποπτεία των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας του νηπιαγωγείου, καθώς και άλλες υποχρεώσεις που στοχεύουν στη διασφάλιση παροχής της όσο το δυνατό καλύτερης φροντίδας στα παιδιά.
Η υπόθεση του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε ενώπιον μας, δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένη πράξη, η οποία συνίσταται στην παραλαβή του παιδιού από άτομο που δεν είναι παιδοκόμος, ήτοι τη μητέρα της εφεσίβλητης 1, αλλά και στο γενικότερο καθήκον φύλαξης και επιμέλειας.
Συμφωνούμε με την παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ότι ελλείπει η όποια αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλαβής του παιδιού από μη παιδοκόμο και των σωματικών βλαβών που αυτό υπέστη. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ήδη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ειδικότερα η ηλικία της Ολίβιας, ο αριθμός των δαγκωμάτων και η έκταση τους σε διάφορα μέρη του σώματος της, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία ότι το παιδί παραδόθηκε στο νηπιαγωγείο χωρίς σημάδια, καθώς και το γενικό καθήκον που εναποθέτει στην εφεσίβλητη 1 το κοινοδίκαιο, θα ήταν αρκετά υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης για να δικαιολογήσουν την κλήση της εφεσίβλητης 1 σε απολογία.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η έφεση, επιτρέπεται σε σχέση με την εφεσίβλητη 1 και η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.
Σε σχέση με την εφεσίβλητη 2, η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Επιτυγχάνει ως προς την εφεσίβλητη 1 και και διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή και απορρίπτεται ως προς την εφεσίβλητη 2.