ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα. Γ. Αργυρού, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο RABIUL HOSSAIN ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 71/2015, 17/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B836

(2015) 2 ΑΑΔ 895

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ. 71/2015)

 

17 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                                                 

RABIUL HOSSAIN,

                                                            Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                            Εφεσίβλητους.

 

 

Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Αργυρού, για τους Εφεσίβλητους.

 

Δικαστήριο:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσείων, πρωτοδίκως αντιμετώπισε δύο κατηγορίες.  Η πρώτη ότι στις 23.11.2011 στη Λεμεσό εξέθετε προς λιανική πώληση στο περίπτερό του με την ονομασία Meridien, οινοπνευματώδη ποτά χωρίς άδεια, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(α) και 23 του περί Πώλησης Οινοπνευματωδών Ποτών Νόμου, Κεφ. 144.  Η δεύτερη ότι κατά την ίδια ημερομηνία, ενώ ήταν υπεύθυνος του πιο πάνω περιπτέρου, πωλούσε προϊόντα που δεν επιτρέπετο να πωλεί, δηλαδή διάφορα είδη κρεατικών, όπως κοτόπουλο, μπριζόλες κ.α., κατά παράβαση του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου του 2006 (Ν. 155(Ι)/2006).

 

Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε μόνο ο Αρχιαστυφύλακας 1871 Σόλωνας Μητροφάνους, ο οποίος βασικά ανέφερε ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία επισκέφθηκε το περίπτερο στο οποίο ο Εφεσείων ήταν υπεύθυνος και τον εντόπισε να εκθέτει προς πώληση αλκοολούχα ποτά και συγκεκριμένα κρασιά, ουίσκι και βότκα, χωρίς να έχει την απαραίτητη άδεια και περαιτέρω, εξέθετε προς πώληση τα κρέατα που αναφέρονται στις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας.

 

Ο Εφεσείων άσκησε το δικαίωμα σιωπής, ενώ δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε θετικά το μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας και αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επέβαλε πρόστιμο €275 στην κάθε κατηγορία, πλέον €30 έξοδα.

 

Ο Εφεσείων με ένα λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα ανέτρεψε το βασικό κανόνα σε ποινικές υποθέσεις, ότι το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής και το μετέφερε στους ώμους του Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένο συμπέρασμα ως προς την ενοχή του.  Πιο συγκεκριμένα, ο συνήγορος του Εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσής του πρόβαλε τη θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει ότι τα συγκεκριμένα μπουκάλια από κρασί, ουίσκι και βότκα που είδε ο μάρτυρας να εκτίθενται προς πώληση, δεν περιείχαν οινοπνευματώδη ποτά, αλλά ποτά με μεθυλικό οινόπνευμα.  Ήταν η θέση του ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει ότι το περιεχόμενο των συγκεκριμένων ποτών δεν ήταν μεθυλική αλκοόλη που εξαιρείται από το Νόμο.  Ως προς τα κρέατα, το παράπονο είναι ότι ο μάρτυρας δεν τα είχε καταγράψει και ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει ότι όντως ήταν κρέατα και όχι κάτι άλλο.

 

Από την άλλη, ο συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει με μαρτυρία τα όσα η Υπεράσπιση αμφισβήτησε κατά την αντεξέταση του μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας και ότι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στην πλευρά του Εφεσείοντα για να αποδείξει ότι ευσταθούσαν τα όσα ισχυριζόταν, πράγμα που απέτυχε να πράξει.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Ως προς την πρώτη κατηγορία, το άρθρο 3(1) του περί Πώλησης Οινοπνευματωδών Ποτών Νόμου, Κεφ. 144, προβλέπει ότι:-

«3.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού κανένα πρόσωπο δεν πωλεί ή προσφέρει προς πώληση ή επιτρέπει να πωλούνται ή να προσφέρονται προς πώληση ή κατέχει προς πώληση οποιαδήποτε οινοπνευματώδη ποτά παρά μόνο δυνάμει και σύμφωνα με—

(α) άδεια προς πώληση οινοπνευματωδών ποτών λιανικώς σε τέτοια υποστατικά ή τόπο όπως δύναται να οριστεί σε αυτή για κατανάλωση εντός ή εκτός τέτοιων υποστατικών ή τόπου (η οποία στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως "άδεια λιανικής πώλησης")· ή

(β) ............................».

 

Το ερμηνευτικό άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου ορίζει ότι:-

«"οινοπνευματώδη ποτά" σημαίνει οινοπνεύματα και οινοπνευματούχα ποτά οποιασδήποτε περιγραφής τα οποία είναι κατάλληλα ή προτίθενται ή τα οποία μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να μετατραπούν προς χρήση ως ποτά και περιλαμβάνει οινοπνεύματα, οινοπνευματούχα ποτά, οίνους, ελαφρόν ξανθό ζύθο, ζύθο, ισχυρό μαύρο ζύθο, μελαψό ζύθο και μηλίτην οίνον αλλά δεν περιλαμβάνει μεθυλικά οινοπνεύματα·».

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι η άδεια που κατείχε ο Εφεσείων ως περίπτερο δεν του επέτρεπε είτε να εκθέτει προς πώληση, είτε να πωλεί οινοπνευματώδη ποτά.  Ενώπιον του δικαστηρίου τέθηκε μαρτυρία ότι ο Εφεσείων εξέθετε προς πώληση κρασιά, ουίσκι και βότκα.  Από τη στιγμή που ο Εφεσείων επέλεξε να μην καταθέσει ο ίδιος ή να καλέσει άλλη μαρτυρία, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νομικό βάρος (legal burden) το είχε μέχρι τέλους η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την ενοχή του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Στην προκειμένη περίπτωση απέσεισε το συγκεκριμένο βάρος, παρουσιάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ότι ο Εφεσείων εξέθετε προς πώληση στα ράφια του περιπτέρου του οινοπνευματώδη κρασιά, ουίσκι και βότκα.  Ο Εφεσείων στον οποίο μεταφέρθηκε το μαρτυρικό βάρος (evidential burden) είχε το δικαίωμα να προσκομίσει μαρτυρία για να αποδείξει ότι ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος δεν ευσταθούσε, π.χ. ότι δεν εξέθετε τέτοια ποτά, ή ότι τα ποτά που εξέθετε προς πώληση δεν ήταν οινοπνευματώδη, αλλά ποτά από «μεθυλικά οινοπνεύματα», τα οποία εξαιρούνται από το Νόμο.  Ο Εφεσείων επέλεξε τη σιωπή, με αποτέλεσμα το δικαστήριο ορθά να καταλήξει ότι αποδείχθηκε η πρώτη κατηγορία.

 

Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι οι υποβολές στον Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση ήταν αρκετές για να δημιουργήσουν αμφιβολία ως προς το κατά πόσο τα ποτά ήταν οινοπνευματώδη, δεν ευσταθεί.  Η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου τίθεται με αποδεχτή μαρτυρία και όχι με υποβολές κατά την αντεξέταση.  Οι υποβολές είναι αναγκαίες ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο μάρτυρα να απαντήσει και, περαιτέρω, να τεθεί η υπόθεση της άλλης πλευράς.  Όμως χωρίς να ακολουθήσει αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει του λόγου το αληθές, οι υποβολές μένουν μετέωρες, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

 

Δεν συμφωνούμε με το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι η Κατηγορούσα αρχή είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι τα προϊόντα που εκτίθεντο προς πώληση με την εμπορική ονομασία «κρασιά», «ουίσκι» και «βότκα» δεν ήταν από μεθυλικά οινοπνεύματα.  Όπως πολύ ορθά υπέδειξε τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο, όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους κατ' έφεση, όταν ένα νομοθέτημα δημιουργεί κάποια εξαίρεση και το κατηγορούμενο πρόσωπο βασίζεται σε μια τέτοια εξαίρεση, έχει το νομικό βάρος να αποδείξει ότι εμπίπτει στην εξαίρεση (βλ. σχετικά το Δίκαιο της Απόδειξης, του Τ. Ηλιάδη, Πρώτη Έκδοση (1994), σελ. 72 και Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, Τ. Ηλιάδη & Ν. Σάντη, Έκδοση 2014, σελ. 174, 177 και 178, Archbold: Criminal Pleading, Evidence & Practice, 2005, σελ. 478, παρ. 4-388-9, R. v. Edwards [1974] 2 All ER 1085 και R. v. Hunt [1987] 1 All ER 1).

 

Τα ίδια ισχύουν και ως προς το δεύτερο αδίκημα.  Δεν αμφισβητήθηκε ότι η άδεια που κατείχε ο Εφεσείων για το περίπτερό του δεν του επέτρεπε να εκθέτει προς πώληση ή να πωλεί κρεατικά, όπως κοτόπουλα και μπριζόλες.  Από τη στιγμή που τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στα ψυγεία του περιπτέρου εκτίθεντο προς πώληση τα συγκεκριμένα είδη, το μαρτυρικό βάρος μετατίθεται στον Εφεσείοντα να προσκομίσει μαρτυρία ότι τα συγκεκριμένα είδη δεν ήταν κρεατικά, κοτόπουλο ή μπριζόλες, αλλά κάτι άλλο που είχε δικαίωμα βάσει της άδειας που κατείχε να πωλεί.  Ο συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τα προϊόντα δεν ήταν κρεατικά αλλά αλλαντικά.  Όμως καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προς αυτή την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα όλες οι υποβολές προς το μάρτυρα να παραμείνουν μετέωρες.

 

Προτού διατυπώσουμε την τελική μας κατάληξη να μας επιτραπούν δύο σχόλια ως προς κάποιες σημαντικές πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες αδρανοποιούνται με τον τρόπο που οι αρχές φαίνεται να εφαρμόζουν το Νόμο.  Το άρθρο 20 του Νόμου, παρέχει εξουσία στην αστυνομία, μετά από εξασφάλιση σχετικού εντάλματος, να κατάσχουν και απομακρύνουν οποιαδήποτε οινοπνευματώδη ποτά βρεθούν στο υποστατικό για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Νόμου.  Επίσης, το ίδιο άρθρο προβλέπει σε περίπτωση καταδίκης για τη δήμευση των συγκεκριμένων ποτών.  Επιπρόσθετα, το άρθρο 23 του Νόμου προβλέπει σε περίπτωση καταδίκης για έκδοση διατάγματος κατάσχεσης των ποτών και ακύρωσης της σχετικής άδειας.  Με τη μη εφαρμογή των άρθρων 20 και 23, στην ουσία ενώ διαπιστώνεται μια σοβαρή παρανομία, επιτρέπεται στον παρανομούντα να συνεχίσει τις παράνομες ενέργειές του, τη στιγμή που οι διωκτικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα για άμεσο τερματισμό κάθε παρανομίας.

 

Το δεύτερο σχόλιό μας, σχετίζεται με την ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο και την μη εξέταση του ενδεχόμενου ακύρωσης της σχετικής άδειας, οι όροι της οποίας παραβιάζονται.  Στην πρώτη κατηγορία, το άρθρο 23 του Νόμου, Κεφ. 144, προβλέπει για ποινή φυλάκισης μέχρι 6 μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και τις δύο ποινές.  Στη δεύτερη κατηγορία, το άρθρο 30(1)(β) του Νόμου 155(Ι)/2006 προβλέπει για ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή για €30.000 πρόστιμο.  Στην προκειμένη περίπτωση η επιβολή της ίδιας ποινής και στα δύο αδικήματα χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία και χωρίς να εξεταστεί από το δικαστήριο το ενδεχόμενο ακύρωσης της σχετικής άδειας, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς του Νόμου, αλλά αποθρασύνει τους παραβάτες, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                   

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                  Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠς 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο