ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D834
(2015) 2 ΑΑΔ 904
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 142/2014)
17 Δεκεμβρίου, 2015
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ
Εφεσείων
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
Μ.Πικής, για τον Εφεσείοντα
Πολ.Ευθυβούλου-Ευθυμίου, (κα) - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για την εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών
- - - - - - - - - -
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στις 25.6.2014 κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος (1η κατηγορία), της εισαγωγής (2η κατηγορία) της κατοχής (3η κατηγορία) και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β' και συγκεκριμένα κάνναβης βάρους 5 κιλών (4η κατηγορία) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 11 χρόνων στη 2η και 4η κατηγορία.
Τα γεγονότα της υπόθεσης με βάση την απόφαση συνοπτικά αποδιδόμενα έχουν ως εξής:
Στις 3.9.12 κατασχέθηκε από τις αρχές της Σλοβακίας δέμα που περιείχε 4 εξώστ μοτοσυκλέτας εντός του οποίου είχε συσκευαστεί κάνναβη βάρους 5.217,66 γρ.
Το δέμα αυτό θα μεταφερόταν από την Μπρατισλάβα στην Κύπρο από την εταιρεία ταχυμεταφορών ΤΝΤ Express Worldwide Ltd. Με βάση δε το σχετικό έντυπο αποστολής της εταιρείας αυτής ως αποστολέας παρουσιαζόταν κάποιος ονόματι Pavel Pavlov ενώ ως παραλήπτης κάποιος ονόματι Vladimir Karof, οδός Μουρούζη 16, διαμέρισμα 202, Λευκωσία, άτομα που διαφάνηκε εν τέλει ότι δεν υπήρχαν.
Μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών εντός του πιο πάνω δέματος οι αρχές της Σλοβακίας ενημέρωσαν σχετικά τις Κυπριακές Αρχές και αποφασίσθηκε η διεξαγωγή της διαδικασίας της ελεγχόμενης παράδοσης από τη Σλοβακία στην Κύπρο. Αφού οι Σλοβακικές Αρχές αντικατέστησαν τα ναρκωτικά με λωρίδες χαρτιού τα εξώστ παραδόθηκαν στην εταιρεία ΤΝΤ η οποία μετά τις 10.9.12 τα μετέφερε στην Κύπρο με σκοπό την παράδοσή τους στον αναφερόμενο παραλήπτη.
Μετά την άφιξή τους στην Κύπρο η ΥΚΑΝ αντικατέστησε τις λωρίδες χαρτιού με φυτόχωμα ανάλογου βάρους και ακολούθησε συντονισμένη επιχείρηση της Αστυνομίας η οποία είχε προηγουμένως εκπονηθεί με στόχο τον εντοπισμό εκείνων των προσώπων στα οποία θα κατέληγε το δέμα με τα 4 εξώστ. Στα πλαίσια της επιχείρησης αυτής το δέμα μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας και αφού παραδόθηκε σε αντιπρόσωπο της εταιρείας ΤΝΤ, τοποθετήθηκε σε βαν της εταιρείας μαζί με την υπόλοιπη αποστολή για παράδοση της ημέρας. Το βαν με συνεχή παρακολούθηση από αστυνομικούς της ΥΚΑΝ, αναχώρησε από το αεροδρόμιο και έφτασε στα κεντρικά γραφεία της ΤΝΤ περί ώρα 14:50.
Εκεί το δέμα παρελήφθη μαζί με τα υπόλοιπα δέματα από την αδελφή του εφεσείοντα, (την Μ.Κ.27) η οποία εργαζόταν ως διανομέας στην εν λόγω εταιρεία ώστε να τα παραδώσει στους παραλήπτες τους. Η Μ.Κ.27 αναχώρησε με το βαν της εταιρείας γύρω στις 15:40. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής το βαν αυτό όπως και γενικότερα οι κινήσεις της Μ.Κ.27 τύγχαναν συνεχούς παρακολούθησης από Αστυνομικούς της ΥΚΑΝ.
Η Μ.Κ.27, αφού διενήργησε ορισμένες παραδόσεις, σε κάποιο στάδιο έφθασε στην ως άνω οδό Μουρούζη 16, κατέβηκε από το βαν χωρίς να παραλάβει κάτι, προχώρησε στην είσοδο της πολυκατοικίας χωρίς να εισέλθει εντός αυτής. Παρέμεινε δε εκεί για ένα περίπου λεπτό χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Ακολούθως εισήλθε εντός του βαν και μετέβη στην οικία της, στη γωνία των οδών Αχιλλέως και Ευαγόρου 4, (περίπου 400μ μακριά από την οδό Μουρούζη). Εκεί αφού στάθμευσε το βαν με την πίσω πλευρά του μπροστά από την είσοδο του κλειστού χώρου στάθμευσης πορεύτηκε πεζή προς την μπροστινή είσοδο του σπιτιού. Στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού κάθονταν ο εφεσείων (ο οποίος είναι αδελφός της ΜΚ27), ο Αγαθοκλέους και ο σύζυγος της. Αφού η Μ.Κ.27 ενημέρωσε τον εφεσείοντα και τον Αγαθοκλέους ότι είχε φέρει τα εξώστ τής είπαν να τα κατεβάσει και αυτοί θα τα διευθετούσαν. Μετά πάροδο λίγων λεπτών, η Μ.Κ.27 με τον σύζυγο της πήγαν πίσω από το γκαράζ ενώ ο Κατηγορούμενος και ο Αγαθοκλέους αναχώρησαν από το μέρος, ενώ η ΜΚ27 στην παρουσία του συζύγου της, κατέβασε τα 4 εξώστ τα οποία ο σύζυγος της μετέφερε στην πίσω γωνιά εντός του κλειστού χώρου στάθμευσης. Αμέσως μετά η Μ.Κ.27 μπήκε στο βαν και αναχώρησε από το μέρος. Ακολούθησε στις 16:35 έφοδος της Αστυνομίας εκεί όπου βρίσκονταν τα 4 εξώστ τα οποία και παραλήφθηκαν.
Εν τω μεταξύ η Μ.Κ.27 η οποία συνέχιζε να είναι υπό παρακολούθηση κατευθύνθηκε προς την οδό Τζων Κέννετυ στην Παλλουριώτισσα όπου θεάθηκε να σταματά το βαν στη μέση του δρόμου και να συνομιλεί με άτομο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε αναχωρήσει ο Κατηγορούμενος. Εν συνεχεία η Μ.Κ.27 ανεκόπη από την Αστυνομία και συνελήφθη.
Μετά τη σύλληψη της οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ όπου στα πλαίσια θεληματικής κατάθεσης (τεκμ.52) που έδωσε παραδέχθηκε εμπλοκή στην υπόθεση τόσο της ίδιας όσο και του εφεσείοντα και του Αγαθοκλέους. Συγκεκριμένα απεκάλυψε ότι μια βδομάδα προηγουμένως ο εφεσείων την έχει ενημερώσει ότι θα ερχόταν ένα δέμα στη διεύθυνση Μουρούζη 16 Λευκωσία και της ζήτησε να το παραλάβει και να το μεταφέρει στο σπίτι της. Επίσης της είχε αναφέρει ότι μέσα στο δέμα θα υπήρχε «χόρτο-ναρκωτικά».
Όπως επίσης προέκυψε ο εφεσείων (τόσο πριν όσο και μετά την παραλαβή του δέματος) ενημερωνόταν από τη Μ.Κ.27 μέσω σχετικών τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχαν (σχετικά τηλεφωνικά δεδομένα αποκαλύφθηκαν με μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο).
Ο εφεσείων, αντιλαμβανόμενος ότι τα ναρκωτικά και η ομάδα είχαν πλέον γίνει αντιληπτοί από την Αστυνομία, εξαφανίστηκε από την ίδια κιόλας μέρα. Αυθημερόν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Αστυνομίας, παρέμεινε ανεκτέλεστο αφού δεν μπορούσε να γίνει κατορθωτός ο εντοπισμός του. Τελικά μετά από σχετική πληροφόρηση της Αστυνομίας ο εφεσείων συνελήφθηκε στις 6.11.13, περισσότερο δηλαδή από ένα χρόνο μετά τα πιο πάνω γεγονότα.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι από τα πιο πάνω διαδραματισθέντα γεγονότα καταχωρήθηκε και η υπόθεση 23583/12 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας εναντίον διαφόρων προσώπων και της ΜΚ27 και του Αγαθοκλέους. Ενώ για τα διάφορα πρόσωπα η υπόθεση διεκόπη, παρέμεινε, για την ΜΚ27 και τον Αγαθοκλέους, οι οποίοι και παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες για την κατοχή και την κατοχή με σκοπό την προμήθεια των 5.217,66 γραμμαρίων κάνναβης και στις 26.3.2013 τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του με 10 λόγους έφεσης (η έφεση επί της ποινής έχει αποσυρθεί).
Ο πυρήνας όλων των λόγων έφεσης είναι κυρίως η μαρτυρία της ΜΚ27 (και ειδικά η αποδοχή της γραπτής κατάθεσης της από το Κακουργιοδικείο). Κατά τον εφεσείοντα, η αποδοχή της συγκεκριμένης κατάθεσης στην Αστυνομία - τεκμ.52 - ως αποτελούσα την αλήθεια ενώ η μη αποδοχή της προφορικής της μαρτυρίας οδηγεί σε πρωτοφανές αποτέλεσμα, να στηριχθεί η καταδίκη του εφεσείοντα σε «εξ ακοής μαρτυρία» της ΜΚ27, ενώ η ίδια η μάρτυρας προφορικώς αλλά και σε μεταγενέστερο στάδιο της πρώτης κατάθεσης της άλλαξε άρδην την εκδοχή της. Να σημειώσουμε ότι στη γραπτή της κατάθεση στην Αστυνομία αμέσως μετά τη σύλληψη της, ενέπλεξε ευθέως τον εφεσείοντα, λέγοντας ουσιαστικά ότι ακολουθούσε τις οδηγίες του για την παραλαβή των ναρκωτικών. Επειδή ακριβώς στο συντριπτικό τους μέρος, οι λόγοι έφεσης έχουν ως αναφορά και ζητούμενο την υπόσταση - νομική και πραγματική - της μαρτυρίας της ΜΚ27, θεωρούμε ορθό να κατατάξουμε την εξέταση των λόγων έφεσης με αυτή την κύρια συνισταμένη πρωταρχικά και μετά να αναφερθούμε σε άλλες πτυχές της μαρτυρίας που ο εφεσείων επισημαίνει ως μεμπτή την αντιμετώπιση του Δικαστηρίου, χωρίς όμως να δίδεται ούτε η εμβέλεια, ούτε η σημασία που εδόθη σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση της ΜΚ27 από την κατηγορούσα αρχή και από το Δικαστήριο. Πρώτα σε επίπεδο της θέσης του εφεσείοντα για εσφαλμένη αξιολόγηση με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί σε εσφαλμένα και ανυπόστατα συμπεράσματα για την ενοχή του εφεσείοντα διατυπώνεται ο πρώτος λόγος, (σελ.1-9 της αγόρευσης του κ.Πική).
Επίσης προωθήθηκε η θέση ότι η καταδίκη από το Κακουργιοδικείο στη βάση εξ ακοής μαρτυρίας (της γραπτής κατάθεσης, της ΜΚ27-τεκμ.52), παραβιάζει το δικαίωμα δημόσιας δίκαιης δίκης, το τεκμήριο της αθωότητας και την αρχή του αποδεικτικού βάρους αποτελεί το λόγο 1Α (σελ.11-12 της ίδιας αγόρευσης).
Ως δεύτερος λόγος έφεσης επί της πλημμελούς απόφασης επί νομικών ζητημάτων προβάλλεται κυρίως ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν προσέγγισε τη μαρτυρία της ΜΚ27 ως μαρτυρία συνεργού και δεν προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης βάσει της μαρτυρίας συνεργού στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας (σελ.12-16 της ίδιας αγόρευσης) ενώ ως δεύτερο κεφάλαιο του ιδίου λόγου προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή μπορούσε να καλέσει το Δικαστήριο να υιοθετήσει ως αξιόπιστη την κατάθεση (τεκμ.52) της ΜΚ27 και να παραγνωρίσει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της (σελ.16-20 της ίδιας αγόρευσης). Ακόμα στα πλαίσια του ιδίου λόγου αλλά και του τρίτου λόγου με επάλληλο τρόπο ως πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης θεωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα η νομικά εσφαλμένη προσέγγιση ως προς την αξία των προηγούμενων (αντιφατικών) δηλώσεων του συνηγόρου της ΜΚ27 (σελ.21-22 της αγόρευσης του) και ότι εσφαλμένα επιτράπηκε στην κατηγορούσα Αρχή να «αντικρούσει την ΜΚ27 με αυτές τις δηλώσεις και να την αντεξετάσει χωρίς να κηρυχθεί εχθρική μάρτυρας» (σελ.22-23).
Η θέση για εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε χειρισμούς της υπεράσπισης στην αξιολόγηση της ΜΚ27 ομοίως προβάλλεται (σελ.23-26). Η ίδια η κατάθεση της ΜΚ27 - τεκμ.52 και τα λοιπά ως προς την αντιμετώπιση της μάρτυρος ως άνω καταγράφεται και περιγράφεται από την πλευρά του εφεσείοντα ως κατάχρηση διαδικασίας.
Αναφέρει ο κ.Πικής:
«αφ΄ης στιγμής η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι η ΜΚ27 δεν είπε την αλήθεια στις μεταγενέστερες της καταθέσεις όφειλε να μην την καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας και να μην καταθέσει την πρώτη της κατάθεση ως εξ ακοής μαρτυρία, αφ΄ης στιγμής θεωρούσε ότι οι καίριες πτυχές της μαρτυρίας της οι οποίες σχετίζονταν με τον εφεσείοντα δεν μπορούσαν να γίνουν πιστευτές (R v. Daniels (2010) EWCA Crim 2740, par.58). Η δε θέση της κατηγορούσας αρχής ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να υιοθετήσει την πρώτη κατάθεση της μάρτυρος αντί της μεταγενέστερες της καταθέσεις συνιστά άμεση επίθεση στην αξιοπιστία της μάρτυρος χωρίς η μάρτυρας να έχει ποτέ κηρυχθεί εχθρική, εξυπακούοντας ότι η μάρτυρας είπε ψέματα στις μεταγενέστερες της καταθέσεις (R v. Clarke (2011) EWCA Crim 407). H κλήση και παρουσίαση της ΜΚ27 ως μάρτυρα κατηγορίας υπό αυτές τις συνθήκες συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.»
Εμμέσως σχετίζονται με την ΜΚ27, οι λόγοι έφεσης 7 (για τις τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ εφεσείοντα και ΜΚ27), ο λόγος 8 ότι εσφαλμένα κλήθηκε ο εφεσείων σε απολογία καθώς και ο λόγος 9 (την εσφαλμένη «αξιολόγηση» της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα) και λόγος 10 (η καταδίκη είναι ακροσφαλής αντικείμενη σε κάθε έννοια δίκης) (σελ.28-30 της ίδιας αγόρευσης).
Είναι φανερό αλλά και ιδιαίτερα χρήσιμο όλοι οι πιο πάνω συναφείς λόγοι έφεσης να αντιμετωπισθούν από κοινού αφού ο κατακερματισμός των προσεγγίσεων δεν θα βοηθούσε την ανάγκη να εξεταστούν με σφαιρικότητα τα προκύπτοντα θέματα τα οποία έχουν το ίδιο σχεδόν σημείο αναφοράς αλλά αναλύονται υπό διαφορετικό πρίσμα.
Είναι γεγονός ότι υπήρξε ένας, αν μη τι άλλο, πρωτότυπος χειρισμός ως προς την αντιμετώπιση της ΜΚ27 τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή όσο και εν τέλει από το Δικαστήριο. Το ασύνηθες όμως της όλης κατάστασης δεν το καθιστά αυτοδικαίως μεμπτό, όπως εμμέσως προβάλλεται. ΄Οπως επισημαίνεται, ορθά, και από τους ιδίους συνηγόρους - έστω και με διάφορη προοπτική - το ζητούμενο είναι αν η δίκη υπήρξε δίκαιη για την υπεράσπιση ή αν οι όλοι χειρισμοί του Δικαστηρίου δημιούργησαν συνθήκες κατάχρησης της διαδικασίας ή βλάβης των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Αυτή είναι η κύρια παράμετρος αλλά και το ουσιώδες ερώτημα του ποινικού μας συστήματος είναι αν υπήρξε ή όχι πραγματική βλάβη στην υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου ή αν έχει πληγεί με οποιονδήποτε τρόπο η δικαιότητα της δίκης. (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008)2 A.A.Δ. 746, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005)2 Α.Α.Δ. 515, και Πουμπουρή ν. Αστυνομίας (2008)2 Α.Α.Δ. 1). Η δε προσέγγιση αυτή έχει ευρύτερο ευρωπαϊκό υπόστρωμα αφού και η νομολογία του ΕΔΑΔ κινείται στις ίδιες παραμέτρους (βλ. Appl.No.10142/82 U. v. Luxembourg, Dec.8.7.85 D.R. 42 p.86, Appl.No.7945 X v. Norway, Dec. 4.7.78 D.R.14 p.228).
Το πρώτιστο που θα μας απασχολήσει είναι το καθήκον της κατηγορούσας αρχής να καλεί μάρτυρες κατηγορίας αλλά και η διακριτική ευχέρεια να μην καλεί μάρτυρες αφού οι δύο αρχές συσχετίζονται και αφορούν άμεσα τη δικαιότητα της δίκης.
Εκτενής ανάλυση των νομικών αρχών επί των εγειρομένων θεμάτων γίνεται στις υποθέσεις Ιωάννου, Ηρακλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657 στις σελίδες 666-670, Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186 στις σελίδες 235-238, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Rana κ.α. v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 στη σελ.499. Από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι ο κατήγορος έχει διακριτική ευχέρεια μεταξύ άλλων να μην καλέσει ένα μάρτυρα το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο αν κατά τη γνώμη του η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.
Από την άλλη βέβαια το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να διατάξει την κλήση ενός μάρτυρα το όνομα του οποίου εμφανίζεται στο κατηγορητήριο και το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή αποφασίζει να μην καλέσει (R v. Oliva (1965) 3 All E.R. 116). Κατά την άσκηση της ευχέρειας του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης. Σχετική βοηθητική αναφορά σε κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να ακολουθούνται γίνεται στην R. v. Russel-Jones (1995) 1 Cr.App.538 οι οποίες υιοθετήθηκαν στην Brown v. R. (1997) 1 Cr.App. R. 112. Όπως δε εξηγήθηκε στην υπόθεση Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 «με αναφορά στην απόφαση Russel-Jones ανωτέρω καταγράφεται ότι εναπόκειται στην ίδια την Κατηγορούσα Αρχή να αποφασίσει ποίος μάρτυρας μπορεί να δώσει ικανοποιητική και πειστική μαρτυρία και σ΄αυτή την παράμετρο δεν πρέπει βέβαια να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ο μάρτυρας να είναι λιγότερο βοηθητικός προς την Κατηγορούσα Αρχή και περισσότερο προς την υπεράσπιση. Οι 7 παράμετροι που καθόρισε η πιο πάνω απόφαση δεν θεωρούνται ως άκαμπτοι, εναπόκειται δε στην Κατηγορούσα Αρχή να ασκήσει ορθή και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης κρίση και το δικαστήριο θα επέμβει μόνο εάν θεωρήσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε πάνω σε λανθασμένη αρχή».
Είναι σαφές από την πιο πάνω νομολογία ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει την υποχρέωση να καλέσει ένα μάρτυρα η μαρτυρία του οποίου είναι ασυμβίβαστη ή εναντίον της υπόθεσης που θέλει να αποδείξει αφού μια τέτοια μαρτυρία δεν θα μπορεί να γίνει πιστευτή αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ορθή.
Επίσης αναγνωρίζεται από τη νομολογία η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να έχει στη διάθεση της υπεράσπισης τους μάρτυρες για να δοθεί η ευχέρεια στην ίδια την υπεράσπιση να τους καλέσει αν έτσι επιθυμεί.
Να επαναλάβουμε το περιεχόμενο της διαπίστωσης του Lord Roche στην υπόθεση Seneviratne v. R. (1936) 3 All E.R. 36, στη σελ.49 ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να εγκρίνει την ιδέα για γενική υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί μάρτυρες ανεξάρτητα από τους παράγοντες του αριθμού και της αξιοπιστίας τους και ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να εκτελεί τόσο τις λειτουργίες της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της υπεράσπισης. Αν κάνει κάτι τέτοιο σίγουρα θα προκύψει σύγχυση.
Εν προκειμένω η κατηγορούσα αρχή είχε στη διάθεση της την εξ ακοής μαρτυρία της ΜΚ27 ενσωματωμένη στο τεκμ.52. Από την άλλη γνώριζε από τις επόμενες καταθέσεις της την αλλαγή πλεύσης της ΜΚ27 (η οποία επανήλθε μόνο προσωρινά στην πρώτη της εκδοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου που επέβαλε ποινή στην ΜΚ27).
΄Ηταν προφανές το δίλημμα πώς να μεταχειριστεί τη μάρτυρα ώστε να ανταποκριθεί στο καθήκον της να παρουσιάσει ορθά την υπόθεση της στο Δικαστήριο χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εφεσείοντα.
Μας μετέφερε η κα.Ευθυβούλου τον προβληματισμό της λέγοντας ότι επέλεξε να καλέσει και ως μάρτυρα την Μ.Τουμάζου (ΜΚ.27), αν και γνώριζε την εξ αίματος σχέση της με τον εφεσείοντα (αδέλφια) αλλά και την πρόθεση της να μην καταθέσει μαρτυρία που ενδεχομένως να ενοχοποιούσε τον αδελφό της. Εξηγεί δε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, ότι η κυρίως εξέταση εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής έγινε υπό τη μορφή ερωτήσεων και δεν της υποδείχθηκε οποιαδήποτε από τις γραπτές της καταθέσεις με δεδομένο πάντα ότι η θεληματική της κατάθεση τεκμ.52 ήταν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου για την αλήθεια του περιεχομένου της. Ούτε ο συνήγορος υπεράσπισης επέλεξε να υποβάλει οποιανδήποτε ερώτηση σε σχέση με την πιο πάνω κατάθεση της ΜΚ27. Συνεπώς, η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι το περιεχόμενο του τεκμ.52 θα πρέπει να αξιολογηθεί και να του αποδοθεί η δέουσα βαρύτητα. Το ότι η κατηγορούσα αρχή επέλεξε να προσκομίσει την ΜΚ27 ήταν για σκοπούς καλύτερης απονομής της δικαιοσύνης ώστε να παρουσιαστεί η μαρτυρία στην ολότητα της. Τονίζεται από την εφεσίβλητη ότι η εν λόγω κατάθεση παρέμεινε αναντίλεκτη.
Ο περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ.9 όπως έχει τροποποιηθεί περιλαμβάνει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου (κατά παρέκκλιση προηγούμενων νομοθετικών προνοιών) να αποδέχεται ως μαρτυρία εξ ακοής προερχόμενη.
Η δεκτότητα της μαρτυρίας αυτής, ως επίσης ορίζεται στο νόμο, είναι ένα ξέχωρο κεφάλαιο από την ίδια τη βαρύτητα που θα δοθεί εν τέλει από το εκδικάζον Δικαστήριο.
Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιες τις νομοθετικές πρόνοιες:
24.—(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η εξ ακοής
μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε
Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής:
Νοείται ότι σε ποινική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο
να μην αποδεχθεί εξ ακοής μαρτυρία, αν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς
ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν καθιστούν αποδεκτή οποιαδήποτε
μαρτυρία, που θα αποκλείετο για οποιοδήποτε λόγο άλλο από το ότι αυτή είναι εξ
ακοής μαρτυρία.
Είναι σαφές εν προκειμένω ότι είναι δυνάμει αυτής της πρόνοιας που έγινε αποδεκτή η κατάθεση του ΜΚ27 τεκμ.52, κατατεθείσα από τον ΜΚ23 αστυνομικό που την έλαβε. Κατατέθηκε δε σαφώς για την αλήθεια του περιεχομένου της.
Παρακάτω το άρθ.27 του ιδίου Νόμου ομιλεί για την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρία.
27.—(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο
αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δε διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της
βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
Επίσης δέον να γίνει αναφορά και στο άρθ.31 το οποίο αναφέρεται στο ότι διάδικος ο οποίος καλεί μάρτυρα δεν δικαιούται να προσβάλει την αξιοπιστία του σε συγκεκριμένο τρόπο. Αναφέρονται τα εξής:
«31. Ο διάδικος, ο οποίος καλεί μάρτυρα δε δικαιούται να προσβάλει την αξιοπιστία του μάρτυρα με προσαγωγή γενικής μαρτυρίας κακού χαρακτήρα, αλλά δύναται, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την εισήγηση του εν λόγω διαδίκου, ότι ο μάρτυρας είναι εχθρικός, να τον αντεξετάσει σχετικά με άλλη δήλωση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη νέα ή, με την άδεια του Δικαστηρίου, να αντικρούσει με άλλη μαρτυρία ή να παρουσιάσει μαρτυρία για να αποδείξει ότι σε άλλες περιπτώσεις ο μάρτυρας προέβη σε άλλη δήλωση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη νέα, νοουμένου ότι πριν παρουσιαστεί τέτοια μαρτυρία πρέπει να δοθούν στο μάρτυρα επαρκείς λεπτομέρειες για προσδιορισμό της συγκεκριμένης περίπτωσης και να ερωτηθεί ο μάρτυρας αν πράγματι προέβη σε τέτοια δήλωση ή όχι.»
Μας έχει έντονα προβληματίσει ο χειρισμός της Κατηγορούσας Αρχής σε συνάρτηση βέβαια με την αποδοχή του τεκμ.52 και ως προς την εν τέλει βαρύτητα του.
Είναι γεγονός ότι η πατροπαράδοτη πρακτική που ακολουθείτο για χρόνια από τους κατήγορους - ανεξάρτητα από την αλλαγή του Κεφ.9 - ήταν η κλήση του «επίφοβου (συνήθως) μάρτυρα» ο οποίος είχε δώσει στην Αστυνομία κατάθεση που στήριζε την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και αν απέκλινε, ζητείτο και κηρυσσόταν εχθρικός με αποτέλεσμα συνήθως την αχρήστευση του μάρτυρα εξ ολοκλήρου ως αναξιόπιστου και βεβαίως η κατάθεση του η οποία θεωρείτο από την Κατηγορούσα Αρχή ως αποδίδουσα την αλήθεια, να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Στη Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 59 αναφέρονται τα εξής (στις σελ. 69 και 70):
«Η νομική θέση που προβάλλει μέσα από τις αυθεντίες και τα συγγράμματα είναι ότι η προηγούμενη κατάθεση μάρτυρα που λόγω της ένορκης συμπεριφοράς του κηρύσσεται εχθρικός ενόψει ουσιαστικής αναίρεσης του περιεχομένου της, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο ή μαρτυρία ενοχής. Η κατάθεση όμως μπορεί να αποτελέσει ενδεικτικό υλικό αναξιοπιστίας. Όπως το θέτει το σύγγραμμα του Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003) σελ. 586:
«In such a case, the jury must, therefore, assess the evidence of the witness in the light of the statement put to him, to show inconsistency, and if the inconsistency is substantial and is unexplained to their satisfaction, the statement may altogether destroy the effect of the evidence. Be that as it may, the jury cannot substitute the statement for the evidence.»
(Σε μετάφραση):
«Σε τέτοια περίπτωση, οι ένορκοι πρέπει συνεπώς να εκτιμήσουν την ένορκη μαρτυρία του μάρτυρα υπό το φως της κατάθεσης που του υποδείχθηκε, για να φανεί αντίφαση και αν η αντίφαση είναι ουσιώδης, και παραμένει χωρίς εξήγηση και χωρίς οι ένορκοι να ικανοποιηθούν, η κατάθεση μπορεί να καταστρέψει ολωσδιόλου το αποτέλεσμα της ένορκης μαρτυρίας. Όπως και να έχει το ζήτημα, οι ένορκοι δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ένορκη μαρτυρία με την κατάθεση.»
Η θέση αυτή, έκφραση του κοινοδικαίου, έχει τώρα ανατραπεί στην Αγγλία ως αποτέλεσμα του s. 119(1) του νόμου The Criminal Justice Act 2003, με το οποίο η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση είναι αποδεκτή ως μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος περιέχεται εκεί, ανεξάρτητα βεβαίως από τη βαρύτητα που θα της αποδοθεί σε συνδυασμό με την προφορική μαρτυρία. Στην Κύπρο βεβαίως εξακολουθεί να ισχύει ενόψει των προνοιών του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το Criminal Procedure Act 1865, στη βάση του οποίου είναι δυνατή η αντιπαραβολή της κατάθεσης του μάρτυρα κατηγορίας ως ερχόμενης σ' αντίθεση με τη μαρτυρία που δίνει ενόρκως και σε περίπτωση επιμονής του στην ένορκη μαρτυρία του, παρέχεται η δυνατότητα κήρυξης του ως εχθρικού (δέστε και το σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: «Το Δίκαιο της Απόδειξης» σελ. 223-228). Κατά το κοινοδίκαιο, ενδεικτική εχθρικής διάθεσης είναι και η περίπτωση ο μάρτυρας να αρνείται πέραν ορισμένων προκαταρκτικών απαντήσεων, να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία (R. V. Thompson 64 Cr. App.R. 96).»
Επισημαίνεται η τροποποίηση που σημειώθηκε στην αγγλική νομοθεσία με το Νόμο Criminal Justice Act 2003 με την οποία στην Αγγλία η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση είναι αποδεκτή ως μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος περιέχεται σ΄αυτήν, χωρίς να επηρεάζεται από τη βαρύτητα που θα της δοθεί εν τέλει από το Δικαστήριο.
΄Εχουμε προβληματιστεί αν αυτό μπορεί να ισχύσει και στην Κύπρο με βάση το αρθ.27 του περί Αποδείξεως Νόμου (ανωτέρω).
Με δεδομένο το χειρισμό που έγινε εν προκειμένω η πρώτη «πράξη» της κατάθεσης του τεκμ.52 για την αλήθεια του περιεχόμενου της ακριβώς ενεργοποιεί τις πιο πάνω πρόνοιες.
Η δε κλήση της ΜΚ27 ως μάρτυρα έγινε για να δοθεί ευκαιρία στο Δικαστήριο να την ακούσει αλλά κυρίως και στην Υπεράσπιση να της υποβάλει ερωτήσεις.
Ενδεχομένως η μη κλήση της να δημιουργούσε την εικόνα μεροληπτικής και έχουσας προκατάληψη Κατηγορούσας Αρχής.
Η Κατηγορούσα Αρχή, δεν βρίσκουμε, διαβάζοντας τα πρακτικά της μαρτυρίας της ΜΚ27, ότι «επιτέθηκε» στην αξιοπιστία της μάρτυρας. Της έκανε ερωτήσεις προσεκτικά χωρίς επίθεση της αξιοπιστίας της που θα ήταν παράβαση του άρθ.31 του περί Αποδείξεως Νόμου.
΄Εδωσε ευκαιρία «να ακουστεί» και να δοκιμασθεί, χωρίς να εξουδετερώσει a priori την αξία του τεκμ.52. Στη βάση όμως της δυνατότητας που παρέχει το αρθ.27, ζητήθηκε να αποδοθεί βαρύτητα στο τεκμ.52 και να μη δοθεί βαρύτητα στη νέα της εκδοχή που έδωσε προφορικά.
Μ΄αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο μπορούσε με άνεση να διαγνώσει αν έπρεπε να αποδώσει βαρύτητα ή όχι στο τεκμ.52. Μ΄αυτό τον τρόπο δεν εξουδετερώθηκε a priori το τεκμ.52.
Και το Δικαστήριο, κάθε άλλο παρά αψήφιστα, αλλά εξονυχιστικά, πλήρως και εξαντλώντας κάθε σχετική παράμετρο και πτυχή της υπόθεσης ενδιέτριψε στο θέμα της βαρύτητας του τεκμ.52, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας το με την προφορική της μαρτυρία με τρόπο που είναι από όλες τις απόψεις πειστικός και κυρίως δίκαιος για την υπεράσπιση.
Εξ άλλου το Δικαστήριο δεν έμεινε εκεί. Αναφέρθηκε σε σειρά ενισχυτικών στοιχείων που «τοποθετούσαν» τον εφεσείοντα στα δρώμενα, σύμφωνα με το τεκμ.52.
Στην Parris (ανωτέρω, αλλά και σε σειρά άλλων που την υιοθέτησαν) λέχθηκε με σαφήνεια ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να καλέσει τους ουσιώδεις μάρτυρες (έστω και με ασυμβίβαστες εκδοχές) έτσι ώστε το σύνολο των γεγονότων να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. King v. Harris (1927)2 Κ.Β. 587). Στην Parris μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν δύο ιατροδικαστές με εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές, η μία στήριζε την καταδίκη, ενώ η άλλη την αθώωση. H Κατηγορούσα Αρχή εξήγησε γιατί κάλεσε και το δεύτερο ιατροδικαστή, θέλoντας ακριβώς να δώσει στο Δικαστήριο τη συνολική εικόνα. Το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο.
Παρά τη διαφορά της Parris με την κρινόμενη περίπτωση, θεωρούμε παρομοίως ότι και εν προκειμένω η Κατηγορούσα Αρχή δεν ενήργησε με μεμπτό τρόπο με το να παρουσιάσει το τεκμ. 52 αφενός και την ΜΚ27 αφετέρου. Αντιθέτως, θέλησε ακριβώς να δώσει στο Δικαστήριο τη συνολική εικόνα.
Εναπόκειτο στο Δικαστήριο να πεισθεί ή να μην πεισθεί και κυρίως να δώσει αιτιολογία για την επιλογή του.
Εν προκειμένω ήδη αναφέραμε ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε την αιτιολογία με πλήρες και άκρως αποτελεσματικό τρόπο. Μεταφέρουμε σχετικά μικρά (σε συνάρτηση με τη συνολική ανάλυση της σχετικής αιτιολογίας) αποσπάσματα από τη διεργασία της σκέψης του Δικαστηρίου, για του λόγου το αληθές.
Σελ.42-43 ως εξής:
«Ενώ παραδέχθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ενοχή στα αδικήματα κατοχής ναρκωτικών και κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, εντούτοις ενώπιον μας ισχυρίσθηκε ότι συμμετείχε στην παράδοση των επίδικων εξώστ απλώς ως υπάλληλος της ΤΝΤ χωρίς να είναι στη γνώση της ότι τα πακέτα θα περιείχαν ναρκωτικά. Μάλιστα προέβαλε ότι η άγνοια της για το περιεχόμενο των πακέτων υφίστατο μέχρι το στάδιο της σύλληψης της.
Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, να εξηγήσουμε ιδιαίτερα το ότι ένας λογικός άνθρωπος του οποίου η συμμετοχή ήταν αυτή που ισχυρίσθηκε η Μ.Κ.27 - δηλ. πλήρης άγνοια περί της ύπαρξης ναρκωτικών εντός των εξώστ τα οποία θα παρέδιδε - δεν θα προχωρούσε στο να παραδεχτεί εμπλοκή και ανάμιξη σε αδικήματα κατοχής ναρκωτικών και κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια. Αν δεν γνώριζε τη φύση του περιεχομένου των πακέτων, πώς υπήρχε ανάμιξη και εμπλοκή της σε αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά ώστε στη συνέχεια να προχωρήσει σε παραδοχή στα εν λόγω αδικήματα;
Η Μ.Κ.27, πέραν των όσων αναφέραμε ανωτέρω, υπήρξε και αντιφατική στη μαρτυρία της. Ενώ υποστήριξε ότι υποτίθεται είχε δεχτεί να συμμετάσχει στα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης χωρίς να γνωρίζει ότι στα αντικείμενα που θα παρέδιδε υπήρχαν ναρκωτικά και ότι απλώς γνώριζε ότι επρόκειτο για εξαρτήματα μοτοσικλέτας, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της ανέφερε ότι δεν γνώριζε την επίδικη ημέρα ότι με τη φορτωτική εκείνης της ημέρας θα ήταν και τα 4 εξώστ. Και ότι μάλιστα έλαβε γι αυτό γνώση μετά που ξεφορτώθηκαν και τα χώρισαν κατά περιοχές και αυτά μπήκαν στη δική της περιοχή διανομής.
Πρόσθεσε ακόμη ότι της είχε ανατεθεί τη συγκεκριμένη ημέρα η περιοχή διανομής που αφορούσε τα επίδικα εξώστ απλώς και μόνο γιατί απουσίαζε κάποιος συνάδελφός της.
Και το εύλογο ερώτημα που αμέσως εγείρεται είναι πώς η ίδια ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή της συνίστατο στη μεταφορά και παράδοση σε ένα ξένο άτομο (το οποίο ήταν γνωστό του κουμπάρου της Αγαθοκλή) στην οδό Μουρούζη εξαρτημάτων μοτοσυκλέτας όταν εντελώς τυχαία της ανατέθηκε η μεταφορά των συγκεκριμένων αντικειμένων. Και τούτο λόγω της απουσίας συναδέλφου της που, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν εκείνος που θα προέβαινε στην μεταφορά και παράδοση τους.
Διερωτόμαστε πραγματικά για ποια είδους συμμετοχή ομιλούσε ότι δέχθηκε να έχει στην παρούσα υπόθεση σε σχέση με μεταφορά και παράδοση εξαρτημάτων μοτοσυκλέτας σε ένα ξένο γνωστό του Αγαθοκλή όταν η ίδια δεν επεδίωξε να αναλάβει τη μεταφορά και παράδοση αυτών των αντικειμένων και όταν σε αυτή τυχαία ανατέθηκε από την εταιρεία της η συγκεκριμένη περιοχή διανομής που αφορούσε τα επίδικα αντικείμενα.
Είναι προφανές ότι η Μ.Κ.27 στην προσπάθεια της να ρίξει όλη την ευθύνη στον Αγαθοκλή αποσυνδέοντας έτσι τον αδελφό της που ήταν για την ίδια το κύριο ζητούμενο όταν κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας, προώθησε μια εκδοχή η οποία στο τέλος αποσυνέδεε ακόμη και την ίδια. Και τούτο παρά το γεγονός ότι αυτή είχε προβεί σε παραδοχή στη διάπραξη των αδικημάτων κατοχής ναρκωτικών και κατοχής με σκοπό την προμήθεια.
Ένα θέμα που εξετάστηκε σε έκταση ήταν το περιεχόμενο της αγόρευσης του δικηγόρου της Μ.Κ.27 για μετριασμό της ποινής ενώπιον του προηγούμενου Κακουργιοδικείου μετά την παραδοχή της. Γι΄ αυτό το θέμα υποβλήθηκαν πολλές ερωτήσεις προς τη μάρτυρα τις οποίες η Μ.Κ.27 απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά. Συγκεκριμένα όταν ρωτήθηκε κατά πόσο αυτά τα οποία είχε αναφέρει στον δικηγόρο της, εξηγώντας του τα γεγονότα σε σχέση με την υπόθεση της ταυτίζοντο με αυτά που παρουσιάστηκαν αργότερα ενώπιον του Δικαστηρίου, στην αρχή απάντησε, χωρίς να εξηγεί ότι "είχαν" στο τέλος "μια διαφορά". Διεφάνη πως δεν ήθελε να την αναφέρει και χρειάστηκε να ρωτηθεί εκ νέου για να διευκρινίσει ποια ήταν αυτή η διαφορά. Απάντησε ότι ήταν αυτή που «καταδίκαζε» τον αδελφό της, για να διευκρινίσει στη συνέχεια, μετά που τής υποβλήθηκε σχετική ερώτηση, ότι εννοούσε την αναφορά του δικηγόρου της στον αδελφό της. Και όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ήταν τώρα η εκδοχή της ότι ο συνήγορος της τότε είχε από μόνος του αποφασίσει να εμπλέξει τον αδελφό της, η Μ.Κ.27, χωρίς να δίδει οιαδήποτε εξήγηση, στην ουσία χωρίς να απαντά στην ερώτηση, ανέφερε ότι δεν ισχυρίζεται αυτό το πράγμα παρά μόνο ότι δεν ήταν η ίδια που ετοίμασε την απολογία. Ήταν φανερό ότι η Μ.Κ.27 δεν ήθελε να απαντήσει στην ερώτηση και την αρκούσε να περιοριστεί στην αόριστη και νεφελώδη αναφορά της ότι η διαφορά που είχε με τον δικηγόρο της σε σχέση με την αγόρευση του ήταν η αναφορά του τελευταίου στον αδελφό της χωρίς, όμως, στο τέλος η Μ.Κ.27 να ξεκαθαρίζει κατά πόσο αυτή η αναφορά έγινε από τον δικηγόρο χωρίς συνεννόηση της μαζί του.»
Και παρακάτω στη σελ.48 αναφέρει:
«Το ότι η Μ.Κ.27 δεν ήταν διατεθειμένη να πει όλα όσα γνώριζε σε σχέση με την παρούσα υπόθεση και, κυρίως, για το θέμα εμπλοκής του Κατηγορουμένου σ' αυτή, φάνηκε και από τα όσα ανέφερε απαντώντας στα πλαίσια της επανεξέτασης. Συγκεκριμένα είχε ισχυριστεί κατά την αντεξέταση της ότι η Αστυνομία είχε έλθει να τη δει στις Κεντρικές Φυλακές (όπου η ίδια τελούσε ως κατάδικος) σε σχέση με την πρόθεση της να καταθέσει εναντίον του αδελφού της. Στην επανεξέταση δεν το έκρυψε ότι σ΄ αυτές τις επισκέψεις είχε θέσει όρους προς την Αστυνομία για να καταθέσει στο Δικαστήριο. Ειδικότερα ότι στα λεγόμενα των Αστυνομικών ότι αν ερχόταν να καταθέσει εναντίον του αδελφού της θα την έβλεπαν καλύτερα κάνοντας της αναφορά σε αναστολή ποινικής δίωξης, χάριν Προέδρου κ.λ.π, αυτή τους είπε ότι μόνο λόγια της υπόσχονταν και ότι επειδή άκουσε για αρκετές περιπτώσεις καταδίκων που είχαν μείνει «επί ξύλου κρεμάμενοι», ζητούσε να έχει ενδείξεις. Δέχτηκε δε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ότι ήθελε κάτι γραπτώς που ήταν σίγουρο για την ίδια ότι δεν θα της έφερναν γιατί θεωρούσε ότι η Αστυνομία μπλόφαρε για το θέμα. Είναι φανερό με τα όσα ανέφερε ότι δεν θα ήταν λογικό να συζητά θέμα να της δοθεί οποιαδήποτε δέσμευση γραπτώς για να καταθέσει εναντίον του Κατηγορουμένου αν στην πραγματικότητα δεν ετίθετο οποιοδήποτε θέμα ανάμιξης του Κατηγορουμένου στην παρούσα υπόθεση. Και επομένως από τις πιο πάνω αναφορές της εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει ότι μέτρησε στη λήψη της απόφασης της (να μην μιλήσει για τον αδελφό της και την όποια ανάμιξή του στην παρούσα υπόθεση) και το γεγονός ότι δεν είχε εξασφαλίσει κάτι γραπτώς από την Αστυνομία που προφανώς αφορούσε κάποια ευνοϊκή μεταχείριση για την ίδια.»
Η δε αφετηρία της κατάληξης του Κακουργιοδικείου στις σελ.49-50 είναι χρήσιμο να τεθεί
«Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε ενώπιον μας δύο διαφορετικές εκδοχές από μέρους της Μ.Κ.27. Αφενός την εκδοχή που καταγράφεται στο Τεκμήριο 52 και αφετέρου την εκδοχή που καταγράφεται στα Τεκμήρια 56 και 59.
Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εκδοχών της είναι ότι με την πρώτη και αρχική της εκδοχή εμπλέκει τόσο τον εαυτό της όσο και τον Κατηγορούμενο στη διάπραξη των επιδίκων αδικημάτων, ενώ στη δεύτερη εκδοχή της ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη και η ίδια ουδεμία γνώση για το περιεχόμενο των επιδίκων εξώστ.
Σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της M.K.27 και της εκδοχής που προώθησε στο Δικαστήριο είναι και το γεγονός ότι η Υπεράσπιση δεν την αντεξέτασε σε σχέση με την κατάθεση της Τεκμήριο 52. Τούτο δε το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να μην αμφισβητηθούν οι συνθήκες λήψης της κατάθεσης.
Επισημαίνουμε επίσης ότι οι συνθήκες λήψης της κατάθεσης της - Τεκμήριο 52 - δεν έτυχαν γενικώς από την Υπεράσπιση οποιασδήποτε αμφισβήτησης εφόσον τα όσα σχετικά κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας που είχαν ανάμιξη και εμπλοκή σε αυτό το θέμα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης κατά το στάδιο της αντεξέτασης.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.27, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω, καθίσταται αναγκαία η ειδική ενασχόληση μας με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η Μ.Κ.27 προέβη στις αρχικές της δηλώσεις περί της εμπλοκής του αδελφού της, Κατηγορουμένου, στην παρούσα υπόθεση.»
Και στη συνέχεια - εξαντλητικά και επιμέρους το πρωτόδικο Δικαστήριο - (στις σελ.51-62 της απόφασης) ασχολείται και αναλύει τους λόγους της επιλογής του τεκμ.52 ως αληθούς. Όχι μόνο δεν εντοπίζουμε κενά ή παραλείψεις σ΄αυτό το έργο αλλά θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάντλησε κάθε μικρή και μεγάλη λεπτομέρεια στην προσπάθεια του να επιτελέσει σωστά το καθήκον του. ΄Οσα ανέφερε ο κ.Πικής σε συνάρτηση με τη σημασία που εδόθη ή δεν εδόθη στις δηλώσεις του δικηγόρου της ΜΚ27 κατά την αγόρευση του επί του μετριασμού της ποινής ή στην απουσία αντεξέτασης επί του τεκμ.52, κρίνουμε ότι έχουν απαντηθεί δεόντως από το Κακουργιοδικείο αφού ακριβώς αντίκρυσε τα θέματα αυτά στο θεμιτό πλαίσιο αξιολόγησης της ΜΚ27 και δεν τους απέδωσε σημασία «πέραν ή έξω από το έργο της αξιολόγησης». Στα πλαίσια αυτά ήταν απόλυτα επιτρεπτό να σχολιάσει το Κακουργιοδικείο και τη δήλωση της ΜΚ27 μέσω του δικηγόρου της κατά τις αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής στην υπόθεση που αντιμετώπιζε για την κύρια εμπλοκή του εφεσείοντα στο αδίκημα αλλά και την ανεπάρκεια των εξηγήσεων της για την αλλαγή πλεύσης της. Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι αφ΄ης στιγμής το Κακουργιοδικείο με θεμιτό και αποτελεσματικό τρόπο απέρριψε την προφορική μαρτυρία της ΜΚ27, η κατάθεση της - τεκμ.52 - παρέμεινε το μόνο μαρτυρικό υλικό του οποίου τη βαρύτητα θα έκρινε το Δικαστήριο.
Όπως άλλωστε επισημάνθηκε και από την αγγλική νομική σκέψη οι τομές που έγιναν με την τροποποίηση του 2003 ανωτέρω αφορούσαν κυρίως την ανάγκη να επιτραπεί η εξ ακοής μαρτυρία νοουμένου ότι τίθενται σχετικές δικλείδες ασφαλείας για πιο ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης χωρίς τους προηγούμενους ασφυκτικούς κανόνες που απαγόρευαν την εξ ακοής μαρτυρία (βλ. Blackstone's Criminal Practice (2009) σελ.2592). Οι υποθέσεις Daniels και Clarke ανωτέρω, τις οποίες κυρίως επικαλέστηκε ο κ.Πικής αλλά και άλλες αγγλικές, δεν θεωρούμε ότι μπορούν να ανατρέψουν την πρωτόδικη προσέγγιση η οποία βασίστηκε στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε.
Ερχόμαστε στη συνέχεια να εξετάσουμε το θέμα της απουσίας αυτοπροειδοποίησης ή πλημμελούς προειδοποίησης ως ετέθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα αφού πρόκειται για μαρτυρία συνεργού ή συναυτουργού.
Κρίνουμε, έχοντας υπόψη το ρόλο που αποδόθηκε στη ΜΚ27, ότι πρόκειτο για μάρτυρα συναυτουργό και η υποχρέωση αυτοπροειδοποίησης ήταν αναγκαία. Διαφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι η ΜΚ27 δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση συναυτουργού επειδή εν τέλει μαρτυρία της ήταν ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο. Εν προκειμένω η R v. Peach (1974) Cr.L.R.245 δεν ισχύει πλήρως γιατί η μαρτυρία της ΜΚ27 (περιλαμβανομένου και του τεκμ.52) είχε αυτή την ιδιομορφία «της διπλής εκδοχής».
Παρόλη όμως την αρχική τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου για τη μη ανάγκη αυτοπροειδοποίησης, εν τέλει προχώρησε σε ένα είδος αυτοπροειδοποίησης που επίτασσε να αντιμετωπιστεί η μαρτυρία της «με ιδιαίτερη προσοχή και επιφυλακτικότητα». Και όχι μόνο αυτό, προχώρησε - ως είναι το επιθυμητό σε περιπτώσεις συναυτουργού - στην παράθεση πλήθους ενισχυτικών στοιχείων (βλ. σελ.55-58 της απόφασης).
΄Εχουμε ισχυρή πεποίθηση ότι εν τέλει η αυτοπροειδοποίηση δεν είναι θέμα τύπου και λέξεων, είναι θέμα ουσίας, δηλ. θα μπορούσε μια τέλεια τυπικά αυτοπροειδοποίηση να υπάρχει, αλλά να ήταν κενή περιεχομένου ως προς την ουσιαστική αντίκρυση της σχετικής μαρτυρίας και της αντιπαραβολής της με τη λοιπή μαρτυρία. Και αντιθέτως∙ μια πενιχρή λεκτικά προειδοποίηση ως εν προκειμένω στην πράξη να οδηγεί σε μια ουσιαστική ενασχόληση της μαρτυρίας η οποία να δείχνει ακριβώς ότι αυτοπροειδοποίηση υπήρχε και λειτούργησε ορθά. Να θυμίσουμε τα λεχθέντα στην υπόθεση R v. Kritz (1949) 33 Cr. App.R 169 ότι θα ήταν «μεγάλη συμφορά» (great misfortune) εάν η ορθότητα η μη της καθοδήγησης προς τους ενόρκους να εξαρτάτο στο κατά πόσο ο δικαστής χρησιμοποίησε η όχι συγκεκριμένη φόρμουλα λέξεων. Αυτό αναλογικά ισχύει και εν προκειμένω. Εξάλλου στην Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32 λέχθηκε σαφώς ότι η διατύπωση της αυτοπροειδοποίησης είναι άνευ σημασίας, και ό,τι έχει σημασία είναι η λεκτική διατύπωση της σκέψης του Δικαστηρίου.
Καθίσταται σαφές ότι με βάση την πιο πάνω αντίκρυση μας οι λόγοι έφεσης 1, 1Α, 2 και 3 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Στην ουσία τους δε απαντώνται και ωσαύτως απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 10.
Ερχόμενοι στους περιφερειακούς, θα λέγαμε, μάρτυρες και το μαρτυρικό υλικό που καλύπτει τους λοιπούς λόγους έφεσης, λόγοι 4, 6 και 7 έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον Αγαθοκλέους, (βλ.ειδικά 4ος λόγος) είναι εξ ολοκλήρου ορθό. Σημειώνεται και πάλι ότι οι αγορεύσεις των δικηγόρων του Αγαθοκλέους (όπως και της ΜΚ27) παρουσιάστηκαν όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους, αλλά για το τι είχε λεχθεί από τους ίδιους σ΄εκείνο το στάδιο. Αν η υπεράσπιση είχε σκοπό να προωθήσει τη θέση ότι τα ναρκωτικά ανήκαν στον Αγαθοκλέους, δεν εμποδίζετο να τον καλέσει ως μάρτυρα. ΄Αλλωστε κρίνουμε δικαιολογημένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εν λόγω αναφορά του Αγαθοκλέους δεν αποκλείει τη συμμετοχή ή την ανάμειξη και άλλων προσώπων, όπως βεβαίως και του εφεσείοντα. Πρόκειτο κυρίως για μία προφορική δήλωση του Αγαθοκλέους στην Αστυνομία σε σχέση με το δικό του ρόλο στην υπόθεση. Παραδεχόμενος εξάλλου τόσο ο ίδιος όσο και η ΜΚ27 εκ των πραγμάτων δήλωναν συμμετοχή που σαν όρος δεν αποκλείει άλλα πρόσωπα. Περαιτέρω, θα λέγαμε ότι, σαφώς προέκυπτε από την αναδιπλούμενη πλοκή των γεγονότων ότι πρόκειται για σπείρα.
Αναφορικά με τον 6ο και 7ο λόγο έφεσης δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό στο συσχετισμό που έγινε από την πρώην σύζυγο του εφεσείοντα (Β. Ανδρέου) στην κατάθεση της τεκμ.45 (χωρίς να κληθεί να αντεξεταστεί) με τη λοιπή διαθέσιμη μαρτυρία ειδικά της ΜΚ27 για την καταχώρηση του τηλεφώνου του αδελφού της στη μνήμη του δικού της κινητού και τις κλήσεις που ανταλλάχθησαν τον ουσιώδη χρόνο ώστε εύλογα να καταλήξει στο εύρημα ότι ο αριθμός τηλεφώνου του εφεσείοντα ήταν ο συγκεκριμένος που βρέθηκε καταχωρημένος στη μνήμη του τηλεφώνου και της ΜΚ27. Το ίδιο εύλογα υπήρξαν και τα λοιπά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τις σχετικές κλήσεις.
Για την ελεγχόμενη παράδοση σχετικός είναι ο 5ος λόγος έφεσης επί της ερμηνείας του άρθρου 4(2)(ε) του Νόμου περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και άλλες Ειδικές Διατάξεις Νόμος του 1995) Ν.3(Ι)/95.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι το εν λόγω άρθρο δεν εξουσιοδοτεί την αντικατάσταση των ναρκωτικών στη χώρα αποστολής τους. Η λογική του επιχειρήματος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχουμε διαγνώσει να υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του πιο πάνω Νόμου. Αντιθέτως, οι όλες ενέργειες της Αστυνομίας και των αρμοδίων αρχών των δύο χωρών υπήρξαν σύννομες ειδικά σε σχέση με τα άρθρα 6 και 4. Εξάλλου όπως προκύπτει από το εδάφιο (ε) ανωτέρω δίδεται ευχέρεια για οποιαδήποτε άλλη πράξη ή ενέργεια για σκοπούς αποτελεσματικότερης εφαρμογής της μεθόδου της ελεγχόμενης παράδοσης (βλ. επίσης Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Τίποτε το μεμπτό δεν έχουμε διαγνώσει στη σύλληψη και εκτέλεση της ελεγχόμενης παράδοσης όπως αναλύεται και στις σελ.67-77 της εκκαλούμενης απόφασης.
Προκύπτει ως άνω ότι η πιο πάνω προσέγγιση μας οδηγεί σε αποτυχία της έφεσης και σε συνάρτηση με τους λοιπούς λόγους και εξ ολοκλήρου.
Είναι η κατάληξη μας συνεπώς ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.