ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Αλ. Αργυρού, για τον εφεσείοντα Σ. Χαραλάμπους με Δ. Μαρνέρου (κα) για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-11-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΠΥΡΟΣ ΣΠΥΡΟΥ ν. ΒΑΡΒΑΡΑΣ Α. ΞΕΝΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2014, 11/11/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B742

(2015) 2 ΑΑΔ 757

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2014

 

 

 

11 Νοεμβρίου, 2015

 

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΣΠΥΡΟΣ ΣΠΥΡΟΥ

Εφεσείων

 

-        V  -

 

 

ΒΑΡΒΑΡΑΣ Α. ΞΕΝΗ

Εφεσίβλητης

 

......

 

Αλ. Αργυρού, για τον εφεσείοντα

Σ. Χαραλάμπους με Δ. Μαρνέρου (κα) για την εφεσίβλητη

 

.......

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ.

 

........

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Με την υπό εξέταση έφεση θίγεται ένα ενδιαφέρον ζήτημα που αφορά την λειτουργία και εξουσίες των Δικαστηρίων.  Ειδικότερα αφορά την εξουσία του Δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία να καταστέλλει καταχρηστικές διαδικασίες.  Όπως είναι γνωστό όταν τεθεί κατηγορητήριο ενώπιον Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος θα πρέπει ν' απαντήσει και σε περίπτωση μη παραδοχής η υπόθεση προχωρεί σε εκδίκαση.  Παρ' όλα τούτα ο κατηγορούμενος μπορεί ν' επιτύχει την απαλλαγή του από το κατηγορητήριο πριν απαντήσει σ' αυτή εφ' όσον εγείρει επιτυχώς μια ή περισσότερες από τις τρείς ειδικές απαντήσεις στην κατηγορία που προβλέπονται στο άρθρο 69 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Αυτές είναι:

(1)  έλλειψη δικαιοδοσίας καθ' ύλη ή κατά τόπο του Δικαστηρίου να επιληφθεί της κατηγορίας

(ii)  Καταδίκη ή αθώωση του σε προηγούμενη ποινική υπόθεση

(iii)  Χορήγηση προεδρικής χάρης.

 

Θα πρέπει στα πιο πάνω να προστεθεί και η περίπτωση καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης, nolle prosequi, από τον Γενικό Εισαγγελέα (βλ. άρθρο 154(1) (3) του Κεφ. 155).

 

Πέραν των πιο πάνω θεσμοθετηθεισών περιπτώσεων η νομολογία πρόσθεσε ακόμη μια περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου.  Είναι η περίπτωση που το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την εκδίκαση της υπόθεσης όταν διαπιστώσει κατάχρηση της διαδικασίας.  Ο Sir Jack I.H. Jacob στο άρθρο του «The inherent Jurisdiction of the Court" (1970) C.L.P 23 αναφέρει:

 

«....the jurisdiction to exercise these powers was derived, not from any statute or rule of law, but from the very nature of the court as a superior court of law, and for this reason such jurisdiction has been called "inherent" .. the essential character of a superior court of law necessarily involves that it should be invested with a power to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused.  Such a power is intrinsic in a superior court; it is its very lifeblood, its very essence, its immanent attribute.. The jurisdiction which is inherent in a superior court of law is that which enables it to fulfil itself as a court of law.  The juridical bases of this jurisdiction is therefore the authority of the judiciary to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a regular, orderly and effective manner."

 

Tα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούσαν βέβαια ν' αποτελούν εξαίρεση.  Στην Διευθυντής Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, αναφέρονται:

 

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του.  Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης.  Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

(βλ. επίσης Αίτηση της Beograska ΔΔ (1996) 1 Α.Α.Δ. 911).

 

Στην David Scattergood v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 142 λέχθηκε ότι «Κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική».  Στην Leonid-Ivanov Spirier v.  Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 100/14, ημερ. 13/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:A313 ακολουθήθηκε η πιο πάνω εννοιολογική κατάταξη.  Στην Εμπεδοκλής (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529 λέχθηκε ότι:

 

«Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές.  Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπο το φως των συγκεκριμένων γεγονότων (Βλ. Ηλία (αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντης των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (άνω).

 

Το θέμα που καλούμεθα να εξετάσουμε στην παρούσα έφεση είναι  απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενώπιον του ποινική διαδικασία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζεται ως μια συνήθης διαδικασία δίωξης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, έχει «καταχρηστικό χαρακτήρα» με αποτέλεσμα την απόρριψη του κατηγορητηρίου και την αθώωση και απαλλαγή της εφεσίβλητης/κατηγορουμένης.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης που, να σημειωθεί, ήταν ιδιωτική ποινική είναι απλά.  Η εφεσίβλητη διώκετο για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του άρθρου 305 Α (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Μετά το πέρας της μαρτυρίας εκ μέρους του παραπονουμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα έθεσε θέμα κατάχρησης της διαδικασίας και θέμα έκδοσης της επιταγής προς το σκοπό πληρωμής οφειλής σχετιζόμενης με συναλλαγή ή πράξη αντίθετη με τα χρηστά ήθη (άρθρο 305 Α (6)].

 

Από τη μαρτυρία του παραπονουμένου (Μ.Κ.2) και Μ.Κ.3 το Δικαστήριο προχώρησε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

 

«(α)  Η προκείμενη ποινική διαδικασία, η οποία εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται ως μια συνήθης διαδικασία δίωξης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, έχει καταχρηστικό χαρακτήρα.  Η κατάχρηση συνίσταται στο γεγονός ότι η επίδικη επιταγή εξεδόθηκε ως αντάλλαγμα για την συμμετοχή του παραπονουμένου Σπύρου Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) στην σκόπιμη μεθόδευση παραμερισμού ενός διατάγματος εκκαθάρισης εταιρείας, το οποίο εξεδόθηκε νομίμως και κανονικώς.  Ο παραπονούμενος Σπύρος Α. Σπύρου (Μ.Κ.2), ο οποίος, στα πλαίσια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, επέτυχε την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης μιας εταιρείας που υπήρξε εξ αποφάσεως οφειλέτιδα πελατών του, ακολούθως συμμετέσχε στην σκόπιμη μεθόδευση για τον παραμερισμό του διατάγματος αυτού λαμβάνοντας, ως αντάλλαγμα, την επίδικη επιταγή.  Η επιταγή αυτή εξεδόθηκε επ' ονόματί του και αφορά σε ποσόν υπερδιπλάσιο του οφειλομένου.  'Όταν δε η επιταγή αυτή δεν τιμήθηκε, ο παραπονούμενος Σπύρος Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) προσέφυγε στην ποινική δικαιοσύνη.  Η εκ μέρους του παραπονουμένου Σπύρου Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) χρησιμοποίηση των δικαστικών διαδικασιών κατά το δοκούν συνιστά κατάχρηση αυτών και θα πρέπει να παρεμποδιστεί.  Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την απόρριψη του κατηγορητηρίου.

 

(β)  Η συνεννόηση και η συναλλαγή του παραπονουμένου Σπύρου Α. Σπύρου (Μ.Κ.2), δικηγόρου και εκπροσώπου της εταιρείας Haggipavlou", με την κατηγορουμένη, εκπρόσωπο της εταιρείας «Scanner", στα πλαίσια της οποίας η δεύτερη εξέδωσε επ' ονόματι του πρώτου επιταγή για το ποσόν των €50,000 με αντάλλαγμα την συμμετοχή του στην σκόπιμη μεθόδευση παραμερισμού διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας «Scanner", το οποίο εξεδόθηκε γιατί η εταιρεία αυτή εξακολουθούσε να οφείλει στην εταιρεία «Haggipavlou» το ποσόν των €22.000, είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη.  Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου συνετού, χρηστού και δίκαιου ανθρώπου, η επιλογή ενός δικηγόρου, εκπροσώπου εξ αποφάσεως δανειστών, να συμμετάσχει στην μεθόδευση παραμερισμού διατάγματος εκκαθάρισης της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας εταιρείας, με αντάλλαγμα την επ' ονόματί του έκδοση επιταγής για το ποσόν των €50.000, ενώ το υπόλοιπο οφειλόμενο ανήρχετο, στο ποσόν των €22.000, δεν συνιστά πρέπουσα συμπεριφορά.  Δεν συνιστά συμπεριφορά ανεκτή στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης.  Το γεγονός ότι αυτή η συνεννόηση και η συναλλαγή έγινε με την σύμφωνη γνώμη των πελατών του παραπονουμένου Σπύρου Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) δεν διαφοροποιεί την κατάσταση εφ' όσον, ως η Πόπη Χατζηπαύλου (Μ.Κ.3) εδήλωσε, σε περίπτωση που η επίδικη επιταγή ετιμάτο η εταιρεία «Haggipavlou» δεν θα εισέπραττε και δεν θα διεκδικούσε ο,τιδήποτε περισσότερο από τις €22.000.  Ούτε οι ισχυρισμοί του παραπονουμένου Σπύρου Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) περί του ότι παρεσύρθηκε και εξαπατήθηκε από την κατηγορουμένη και τον αδελφό της διαφοροποιούν την κατάσταση.  Ας υπομνησθεί πως ο παραπονούμενος Σπύρος Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) είναι ένας προσοντούχος και αδειούχος επαγγελματίας δικηγόρος ο οποίος, κατά τεκμήριον, γνωρίζει τις νομικές διαδικασίες και τις νομικές συνέπειες των πράξεων και των συμπεριφορών εκάστου, των πράξεων και των συμπεριφορών του ιδιου συμπεριλαμβανομένων, και ο οποίος, κατά τεκμήριον, συμβουλεύει τους μη νομικούς για την ορθή και νόμιμη συμπεριφορά τους και δεν παρασύρεται και δεν εξαπατάται από αυτούς.  Ας σημειωθεί, τέλος, πως ο παραπονούμενος Σπύρος Α. Σπύρου (Μ.Κ.2) ουδεμία εξήγηση έδωσε για το γεγονός πως η επίδικη επιταγή η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εξεδόθηκε ως εγγύηση για το λαβείν των πελατών του ύψους €22.000, εν τέλει εξεδόθηκε επ' ονόματί του για το υπερδιπλάσιο ποσόν των €50.000.»

 

Με πέντε λόγους έφεσης ο εφεσείων/παραπονούμενος προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5 συμπλέουν και αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του καταχρηστικού χαρακτήρα της διαδικασίας, ενώ ο τέταρτος αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή αντίκειται προς τα χρηστά ήθη.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης που αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάχρησης της διαδικασίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στην αγόρευση του με αναφορά σε πλούσια νομολογία, πρόβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, κατέληξε στην κρίση ότι επρόκειτο περί καταχρηστικής διαδικασίας επειδή ο παραπονούμενος/εφεσείων συναίνεσε στο αίτημα της κατηγορουμένης/εφεσίβλητης ώστε, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του στον παραμερισμο του διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας «Scanner», να λάβει την επιταγή των €50.000.  Την επιταγή των €50.000 σύμφωνα με το συνήγορο την έλαβε ο παραπονούμενος/εφεσείων,  ως εγγύηση, μέχρι να του καταβάλουν το ποσό των €22.000 εντός 10 ημερών από τις 14/10/11.  Αυτό δεν έγινε και η κατηγορουμένη/εφεσίβλητη μάλιστα πριν την ημέρα που ήταν πληρωτέα η επιταγή των €50.000, με ενέργειες της, την ανεκάλεσε.  Αυτό δεν το έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετώπιζε η κατηγορουμένη/εφεσίβλητη, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας και καταλήξαμε ότι η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ορθά.  Είναι φανερό, από το όλο υλικό που ο ίδιος ο παραπονούμενος/εφεσείων έθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυτός χρησιμοποίησε την ποινική διαδικασία για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται.  Ουδέποτε κατήγγειλε την πρόκληση μη εξόφλησης της επίδικης επιταγής στην αστυνομία, που συνιστά αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και γνώριζε στις 27/10/11 που κατέθεσε την επιταγή στην Τράπεζα ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν πολύ λιγότερο εφ' όσον ήδη στις 18/10/11 εισέπραξε €4.000 σε μετρητά.  Με αυτό τον τρόπο παρέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο μόνο το ποσό των €18.000.  Η επίδικη επιταγή των €50.000, ως γνώριζε πολύ καλά, ήταν προϊόν της «αθέμητης συμπαιγνίας» στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην οποία συμμετείχε.  Όπως ο ίδιος κατέθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενος, μετά την πληρωμή των €4.000 σε μετρητά,  πίεζε την άλλη πλευρά να τηρήσει την υπόσχεσή της που δεν ήταν άλλη από την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού των €18.000 και όχι του ποσού της επιταγής που ήταν €50.000.  Αυτό αντικρούει και τη θέση περί παροχής και παραλαβής της επιταγής, ως εγγύησης.

 

Στην Hui Chi-Ming v. R. (1992) 1 A.C. 34 P.C., η κατάχρηση της διαδικασίας καθορίστηκε ως «something so unfair and wrong that the Court should not allow a prosecutor to proceed with what is in all other respect a regular proceeding."

 

Είμαστε της γνώμης ότι τα πιο πάνω καλύπτουν πλήρως την παρούσα υπόθεση.  Ο παραπονούμενος/εφεσείων, χρησιμοποίησε τις διαδικαστικές διαδικασίες άδικα και εσφαλμένα και κατά τρόπο που καταστρατηγεί την καλή πίστη και καθιστά τη διαδικασία καταπιεστική.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5 απορρίπτονται.

 

Λόγω της αποτυχίας των άνω λόγων έφεσης, η εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης θα αποτελούσε ακαδημαϊκή εξέταση χωρίς καμιά χρησιμότητα στην παρούσα έφεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Μ. Νικολάτος, Π.           Λ. Παρπαρίνος, Δ.      Α. Λιάτσος, Δ.

/κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο