ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μάριος Γεωργίου, για την Εφεσείουσα. Μάριος Σωφρονίου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ν. ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 60/2015, 8/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B660

(2015) 2 ΑΑΔ 656

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

8 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 60/2015)

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Μάριος Γεωργίου, για την Εφεσείουσα.

 

Μάριος Σωφρονίου, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Κατ' εφαρμογή του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008 (Ν. 60(Ι)/2008), η εφεσείουσα αντιμετώπισε την υπ' αριθ. 26378/2014 ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. To κατηγορητήριο περιλάμβανε πέντε πανομοιότυπες κατηγορίες, για παράλειψη καταβολής, προς την εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, ποσού €100 μηνιαίως, σε πέντε αντίστοιχους μήνες.

 

 

Στις 17 Δεκεμβρίου 2014 η εφεσείουσα κατ΄ αρχάς, καταδικάστηκε σε 30 Ευρώ πρόστιμο, για εκάστη εκ των 5 κατηγοριών, εκδόθηκε διάταγμα καταβολής του ποσού  500 Ευρώ και 300 Ευρώ ως έξοδα πλέον 11 Ευρώ έξοδα επιδόσεως.

   

Η απόφαση στην πιο πάνω ποινική υπόθεση εκδόθηκε στην απουσία της εφεσίβλητης και σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν αναζητήθηκε ο δικαστικός φάκελος, αυτός δεν είχε ανευρεθεί και ακολούθησαν διαδικασίες ενώπιον και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για τις οποίες θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Τελικώς, στις 3 Μαρτίου 2015 καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 3 Απριλίου 2015 η εφεσείουσα καταχώρισε την υπό κρίση μονομερή αίτηση με την οποία επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται «το πρόστιμο και/ή χρηματική ποινή €30 για κάθε μια κατηγορία δηλαδή από 1-5 και το διάταγμα είσπραξης του οφειλομένου ποσού που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα κατά ή περί τις 17/12/2014», όπως επίσης και διάταγμα αναστολής, αναφορικά με τα έξοδα στα οποία επίσης καταδικάστηκε η εφεσείουσα, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της έφεσης.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της ιδίας της εφεσείουσας, η οποία περιγράφει το τι είχε διημείφθη, κατά την εμφάνιση της ενώπιον του δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2014, και τι ακολούθησε, αναφορικά με την προσπάθεια εντοπισμού των πρακτικών του δικαστηρίου με σκοπό την, εκ μέρους της, καταχώριση έφεσης.

 

Θεωρούμε ότι, για σκοπούς πληρέστερης εικόνας των γεγονότων, πρέπει να παραθέσουμε αυτούσιες τις παραγράφους 5, 6, 7, 8 και 9 της ενόρκου δηλώσεως:

 

″5. Ο πρωτόδικος Δικαστής άρχισε την συνεδρίαση η ώρα 09:00 και η υπόθεση μου φωνάχθηκε για πρώτη φορά η ώρα 12:00 το μεσημέρι. Ο δικηγόρος της άλλης πλευράς προσήλθε στο Δικαστήριο στις 10:30. Στις 12:00 η ώρα όταν επιλήφθηκε της υπόθεσης ο πρωτόδικος Δικαστής, ζήτησα αναβολή καθ' ότι ο δικηγόρος μου ήταν άρρωστος και πως θα μετέβαινε στο εξωτερικό για εξετάσεις τον Ιανουάριο και ζήτησα όπως η υπόθεση οριστεί σε άλλες ημερομηνίες εκτός από αυτές για να μπορέσει ο δικηγόρος μου να είναι παρών στο Δικαστήριο.

 

6. Ο δικηγόρος της άλλης πλευράς έφερε ένσταση και ανέφερε ότι επικοινώνησε με το γραφείο του δικηγόρου μου και ότι τα όσα είχα αναφέρει δεν ευσταθούσαν.

 

7. Ο Δικαστής τότε είπε με πολύ θυμωμένο και έντονο ύφος «άτε έφυγες κυρία» και ζήτησε όπως υπογράψω εγγύηση για 2,000 ευρώ χωρίς να μου δώσει ημερομηνία.

 

8.  Ακολούθως έφυγα από το Δικαστήριο ακολουθώντας τις οδηγίες του Δικαστηρίου.

 

9. Μετέπειτα στις 23/12/2014, οι δικηγόροι μου προσήλθαν στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κατέβαλαν τα απαραίτητα για να προμηθευτούν το πρακτικό της υπόθεσης ημερ. 17/12/2014.″

 

 

Στη συνέχεια, με τις παραγράφους 10 μέχρι και 19, η εφεσείουσα αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώρα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση διατάγματος τύπου Mandamus που, θα σχολιαστούν σε μεταγενέστερο στάδιο, εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο.

 

Στην παράγραφο 21 της ενόρκου δηλώσεως η εφεσείουσα αναφέρεται σε τηλεφωνική κλήση που έλαβε από τον ουλαμό ενταλμάτων Λεμεσού, όπου ενημερώθηκε ότι πρέπει να πληρώσει το ένταλμα που υπήρχε εναντίον της, και έχει σχέση με την υπό εκδίκαση υπόθεση. Η ενημέρωση αυτή, όπως αναφέρεται, έγινε στις 26 Μαρτίου 2015. Από νομική συμβουλή  που έλαβε, αν δεν καταβάλλει τα εν λόγω ποσά, θα οδηγηθεί στη φυλακή.

 

Καταλήγοντας η εφεσείουσα αναφέρει στις παραγράφους 23 και 24 τα εξής:

 

″23. Έχω νομική συμβουλή και έντιμα πιστεύω πως είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση.

 

24.   Συνεπώς το δικαίωμα μου σε έφεση που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΑΔ καθίσταται κενό περιεχομένου εκτός και εάν το Εφετείο ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχουν τα άρθρα 146 και 147(3) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου για αναστολή της εκτέλεσης της εναπομένουσας ποινής μέχρι την περάτωση της έφεσης.″

 

 

Η αίτηση ήταν, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, μονομερής, δόθηκαν, όμως, οδηγίες και αυτή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη.

 

Η αίτηση αντίκρισε την ένσταση της εφεσίβλητης, η οποία, μεταξύ άλλων, προβάλλει ότι η αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική, οι δε λόγοι που επικαλείται η εφεσείουσα, είναι ατεκμηρίωτοι, γενικοί και δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Περαιτέρω, υπάρχει αναφορά σε ισχυριζόμενη κατάχρηση της διαδικασίας, απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και ελλιπή παράθεση των γεγονότων. Τέλος, η εφεσίβλητη προβάλλει την, κατ' ισχυρισμό, αδικία που θα υποστεί σε περίπτωση έκδοσης του παρόντος διατάγματος.

 

Ως προς τα διαδραματισθέντα στις 17 Δεκεμβρίου 2014, αναφέρεται από την εφεσίβλητη:

 

″7.  Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας στην παράγραφο 5 της Ένορκης Δήλωσης, απορρίπτονται ως αναλήθειες και ανακρίβειες που σκοπό έχουν να συγχύσουν το Δικαστήριο. Σχετικά, αναφέρω ότι στις 17/12/14 προσήλθα στο Δικαστήριο στις 10:00 η ώρα μαζί με τον δικηγόρο μου κ. Μάριο Σωφρονίου για να παρουσιαστώ στην ποινική υπόθεση 26378/2014 στην οποία όπως ανέφερα ήμουν η παραπονούμενη και η οποία υπόθεση αφορούσε πέντε κατηγορίες για παράλειψη καταβολής δόσεων (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Α). Στις 11:30, ο κ. Μ. Παπαθανασίου Ε.Δ. επιλήφθηκε της υπόθεσης. Η κατηγορούμενη/Εφεσείουσα, η οποία βρισκόταν στην αίθουσα χωρίς δικηγόρο ζήτησε αναβολή της ακρόασης ισχυριζόμενη ότι ο δικηγόρος της απουσίαζε στο εξωτερικό. Τότε, ο δικηγόρος μου έφερε ένσταση στο αίτημα της κατηγορουμένης αναφέροντας ότι είχε επικοινωνήσει ο ίδιος με το γραφείο του δικηγόρου της κατηγορουμένης νωρίς το πρωί, χωρίς όμως να τύχει τέτοιας ενημέρωσης. Το Δικαστήριο μας ζήτησε να επανέλθουμε μετά το διάλειμμα (αυτής της είπε να μιλήσει με το δικηγόρο της) και όταν επανήλθαμε και φωνάχθηκε η υπόθεση, η κατηγορούμενη απουσίαζε (την είδαμε να φεύγει).
Τότε, ο δικηγόρος μου, ζήτησε από το δικαστήριο να προχωρήσει σε απόδειξη στην απουσία της κατηγορουμένης και το αίτημα του έγινε αποδεκτό. Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση την ίδια ώρα και επέβαλε πρόστιμο €30.- σε κάθε μία από τις πέντε κατηγορίες, δηλαδή σύνολο €150.-. Επιπλέον, έκδωσε Διάταγμα είσπραξης των οφειλόμενων δόσεων για το συνολικό ποσό των €500.- και επιδίκασε έξοδα εναντίον της κατηγορουμένης €300.- πλέον Φ.Π.Α. πλέον έξοδα επίδοσης €11.-.″

 

 

Περαιτέρω, με την ένορκη δήλωση η εφεσίβλητη αρνείται τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από πλευράς εφεσείουσας, και δίδει τη δική της εκδοχή ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα έτσι ώστε να δημιουργηθεί υποκατάστατος φάκελος που οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας κάμνει αναφορά στη δικαιοδοτική βάση της αίτησης, ήτοι, στην παράγραφο 3 του άρθρου 147 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στη συνέχεια, ο συνήγορος χαρακτηρίζει την υπόθεση αυτή ως ιδιόρρυθμη, με γεγονότα «ιδιότυπα και ταλαιπωρημένα».

 

Το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης επικεντρώνεται στην απουσία ανεύρεσης του δικαστικού φακέλου και με τρόπο, θα προσθέταμε, απαξιωτικό, ο δικηγόρος καταφέρεται εναντίον του Πρωτοκολλητείου Λεμεσού, όπως και των υφιστάμενων δομών των κυπριακών δικαστηρίων. Καταλήγοντας ότι «η κατάσταση είναι θλιβερή και τραγική και θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει προηγούμενο ούτε στα κυπριακά ούτε στα αγγλικά ούτε σε άλλο δικαστήριο». Τέλος, ο συνήγορος εισηγείται ότι πρόκειται περί «κλασσικής περίπτωσης» για την εφαρμογή του άρθρου 147(3) του Κεφ. 155.

 

Από την πλευρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη, πέραν από την αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, έκαμε αναφορά στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991)               1 Α.Α.Δ. 1147, για να καταδείξει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν πρέπει να ασκηθεί καθότι δεν τίθεται ως δικαιοδοτική βάση η Δ.35, θ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Επίσης, ο συνήγορος αναφέρθηκε στα γεγονότα που κατά τον ισχυρισμό του δεν τεκμηριώνουν και δεν δικαιολογούν το αιτούμενο διάταγμα.

 

Τέλος, ο συνήγορος αναφέρεται στη μεγάλη, κατά την εισήγηση του, αδικία που θα υποστεί η εφεσίβλητη λόγω της μη αποπληρωμής του μεγάλου ποσού που έχει καταδικαστεί να πληρώσει η εφεσείουσα, κάμνοντας, ταυτοχρόνως, και αναφορά στη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εφεσίβλητη.

 

H δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση είναι η παράγραφος (3) του άρθρου 147 του περί Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155 το οποίο προνοεί:

 

«Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα και να δώσει τέτοιες οδηγίες σε σχέση με την περαιτέρω διαδικασία και την κράτηση του εφεσείοντα ή την απόλυση του με εγγύηση ή την αναστολή της πληρωμής οποιαδήποτε χρηματικής ποινής ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.»

 

Έχουμε μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως της εφεσείουσας και δεν έχουνε πεισθεί ως προς το λόγο που επικαλείται, επιδιώκοντας την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του εφετείου. Τούτο, βέβαια, εξετάζεται στο πλαίσιο στο οποίο η ίδια η εφεσείουσα έθεσε την έφεσή της.  Σε κανένα στάδιο δεν έχει προβληθεί αδυναμία προώθησης της έφεσης λόγω της απώλειας του δικαστικού φακέλου.  Σαφέστατα μας προβληματίζει και μας ενοχλεί το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει εισαχθεί η ηλεκτρονική μορφή τήρησης των δικαστικών υποθέσεων προς αποφυγή τέτοιων περιπτώσεων απώλειας φακέλων και γενικότερα διευκόλυνση της όλης διαδικασίας, πλην, όμως, αυτό δεν μπορεί ν΄αποτελέσει από μόνο του λόγο για την έκδοση διατάγματος αναστολής όταν η δημιουργία υποκατάστατου φακέλου δεν ήταν εμπόδιο στην καταχώρηση της έφεσης.

 

Περαιτέρω, δεν έχουμε εντοπίσει άλλο λόγο που θα μπορούσε να προσδώσει τη δυνατότητα άσκησης του ενδίκου μέσου της αναστολής κάτω από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ιδιαιτέρως όταν η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια προϋποθέτει συνδρομή κάτι περισσότερο από απλή ύπαρξη έφεσης, ήτοι την στοιχειοθέτηση, με βάσει τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, σκοπιμότητας που μια τέτοια αναστολή θα εξυπηρετούσε. Κάτι το οποίο στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπάρχει.

 

Με  γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Τα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της έφεσης.φεσης.﷽﷽﷽﷽οτουθπιμi thw φεσης.﷽﷽﷽﷽οτουθπιμi thw    θεσης της οναγκΙΌύπαρξη κάτι περιp;i thw εφεττεί﷽﷽﷽ep;i thw και

 

 

 

                                    Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ. Δ.

 

 

 

                                    Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                    Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο