ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D682
(2015) 2 ΑΑΔ 700
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 253/2014)
15 Οκτωβρίου, 2015
Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
Εφεσείων
και
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
Ε.Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα
Ν.Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - - -
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων με 15 λόγους έφεσης (ο 14ος λόγος αποσύρθηκε ενώπιον μας) αμφισβητεί την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης Επαρχιακής Δικαστού με την οποία εκρίθη ένοχος σε κατηγορία κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των άρθρων 255, 268 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και του αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1) (α) (ΙΙΙ)(2)(α), 5, 7 και 8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 και το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Τα αδικήματα συντελέστηκαν σύμφωνα με το κατηγορητήριο μεταξύ του Μαρτίου 2009 και του Ιουνίου του 2010 όταν ο εφεσείων ήταν υπάλληλος στο πρατήριο πετρελαιοειδών ΕΚΟ της εταιρείας A.L. Service Station Ltd και έκλεψε το ποσό των €97,000.
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 μηνών για κάθε κατηγορία. Ο εφεσείων σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία αποδέχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδιδόμενα βέβαια σε σύνοψη, εφόσον η απόφαση αποτελείται από 69 σελίδες, ήταν αποκλειστικός διαχειριστής πρατηρίου βενζίνης για λογαριασμό των ιδιοκτητών του πρατηρίου. Υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του ήσαν οι εισπράξεις του πρατηρίου, η πληρωμή εξόδων σε σχέση με τη διαχείριση του, η τήρηση βιβλίων προς το σκοπό ελέγχου εσόδων και εξόδων και η απόδοση στον ιδιοκτήτη των εσόδων με την κατάθεση αυτών σε σχετικό τραπεζικό λογαριασμό. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσείων, καταχρώμενος τη θέση του, είχε προβεί σε εκτεταμένη και συστηματική τήρηση ψευδών λογαριασμών που σκοπό είχαν τη συγκάλυψη των πραγματικών δεδομένων του πρατηρίου με απώτερο στόχο να επωφεληθεί ο ίδιος αυτά τα χρήματα. Αυτό το επιτύγχανε με διάφορους τρόπους, οι κυριότεροι των οποίων ήταν ότι δεν απέδιδε στον ιδιοκτήτη τις εισπράξεις της ημέρας, χρησιμοποιούσε πληρωμές πελατών επί πιστώσει για να συγκαλύψει το γεγονός ότι δεν κατέθετε όλο το ποσό των εισπράξεων στην τράπεζα και δεν απέδιδε ορθά στους πελάτες του πρατηρίου τις πιστώσεις τους έναντι των οφειλών τους, πολλούς δε τους υπερχρέωνε με ψευδή υπόλοιπα. Ομοίως, δεν δήλωνε όλες τις πωλήσεις εμπορευμάτων στο κατάστημα με αποτέλεσμα μεγάλα ποσά να μην αποδοθούν στον ιδιοκτήτη του πρατηρίου. Ακόμη δεν δήλωνε τις πωλήσεις πετρελαίου ή δήλωνε αυτές τις πωλήσεις μαζί με άλλες ώστε να μην εμφανίζονται ποιες ήταν οι πραγματικές εισπράξεις του πρατηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο περαιτέρω αναφέρει ότι ο παραπονούμενος (ΜΚ3) με τη βοήθεια λογιστών ανακάλυψε κάποιες εκ των ατασθαλιών του εφεσείοντα, ο οποίος και παραδέχτηκε την παρανομία με την υπόσχεση να βρει τρόπο αποκατάστασης του εργοδότη του. Ο τελευταίος στη βάση της υπόσχεσης αυτής δεν τον κατάγγειλε αμέσως, ούτε και διέκοψε την εργοδότηση του, θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία αποκατάστασης της απώλειας. Ευκαιρία, που δεν εκμεταλλεύτηκε, αφού συνέχιζε να τηρεί ψευδείς λογαριασμούς. Πλην δε ενός μικρού ποσού που απέδωσε αρχικά στον εργοδότη του, δεν συνεργάστηκε με τους λογιστές ώστε να υπολογιστεί το μέγεθος και η προέλευση του ελλείματος που δημιουργήθηκε εξ αιτίας των παράνομων ενεργειών του.
Για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν 10 μάρτυρες κατηγορίας και κατατέθηκε τεράστιος όγκος τεκμηρίων. ΄Οταν δε ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία (ενώ η συγκατηγορούμενη σύζυγος του αθωώθηκε, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως), έδωσε ένορκη μαρτυρία και κάλεσε επιπροσθέτως δύο μάρτυρες υπεράσπισης.
Θα επιχειρηθεί στη συνέχεια μια κατάταξη των αδικαιολόγητα μεγάλου αριθμού λόγων έφεσης σύμφωνα με το περιεχόμενο τους:
1ος λόγος έφεσης:
Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάλεσε τον κατηγορούμενο να απαντήσει κατά πόσο παραδέχεται ή όχι τις κατηγορίες όταν η κατηγορούσα αρχή τροποποίησε το κατηγορητήριο.
Ο λόγος αυτός έχει αυτονομία και θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα, αφού αποδοχή του θα σηματοδοτούσε την επιτυχία της έφεσης. Το αρχικό κατηγορητήριο, όπως είναι κοινό έδαφος, παρουσίαζε ως ποσό της κλοπής το χρηματικό ποσό των €190,040.00. ΄Οταν η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε 6 μάρτυρες κατηγορίας ζήτησε μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αυτής, τροποποίηση του κατηγορητηρίου ώστε το πιο πάνω ποσό να μειωθεί και να αναγραφεί στο κατηγορητήριο, αντί του πρώτου, το ποσό των €97,000. Στο αίτημα τροποποίησης υπήρξε ένσταση της πλευράς του εφεσείοντα, πλην όμως το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε δικαιολογημένο το αίτημα εκδίδοντας σχετική απόφαση θεωρώντας κυρίως ότι πρόκειται για τροποποίηση ως προς τον περιορισμό του ποσού και ότι δεν ήταν κάτι αναπάντεχο μετά τη σχετική μαρτυρία που ακούστηκε. Ο περιορισμός του ποσού, τόνισε το Δικαστήριο, δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Είναι επίσης γεγονός ότι μετά την έγκριση της τροποποίησης του κατηγορητηρίου δεν επανακατηγορήθηκε ο εφεσείων δυνάμει του άρθρου 84 της Ποινικής Δικονομίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, κατατέθηκαν παραδεκτά γεγονότα ως φαίνεται στα πρακτικά σελ.332 και η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε περαιτέρω μαρτυρία. Δέον να σημειωθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν έθεσε θέμα ούτε παράτυπης διαδικασίας, ούτε επιδίωξε ή ζήτησε λεπτομέρειες ή επανακλήτευση μαρτύρων.
Στο Σύγγραμμα του Γ.Μ.Πική - Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση στα Ελληνικά στις σελ.125 κ.επ. γίνεται αναφορά στη νομολογιακή βάση του άρθρ.83[1] του Κεφ.155 για την τροποποίηση κατηγορητηρίου και την ακολουθητέα διαδικασία, άρθ.84[2].
Θεωρούμε ότι η υπόθεση Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62 είναι η πιο κοντινή στα δεδομένα της υπόθεσης. Ο Πρόεδρος Βασιλειάδης εκδίδοντας ομόφωνα απόφαση ανέφερε ότι αντικανονικότης της μορφής του ότι δεν επανακατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος μετά από τροποποίηση) μπορεί να πλήξει το θεμέλιο της καταδίκης, εκτός αν αυτό διασώζεται βάσει των προνοιών της επιφύλαξης 145(Ι)(β) του Κεφ.155 η οποία επιφύλαξη αναφέρεται στη δυνατότητα επικύρωσης καταδίκης παρά την ύπαρξη αντικανονικότητας εφόσον δεν προκαλείται ουσιώδης κακοδικία. Δεν μας διαφεύγει η κριτική της Mehmet από την υπόθεση Lanitis Bros Ltd v. Ιατρικών Υπηρεσιών (1995) 2 Α.Α.Δ. 266. Ωστόσο η συσχέτιση με το άρθ.145(1)(β)[3] του Κεφ.155 που επιτάσσει την εξέταση της αντικανονικότητας σε συνάρτηση με την κακοδικία δεν μπορεί να διαταραχθεί.
Εξάλλου, εν προκειμένω, έχει ιδιαίτερη και βαρύνουσα σημασία ότι το Δικαστήριο - χωρίς καμιά μεταβολή του αρχικού κατηγορητηρίου - θα μπορούσε να καταδικάσει για κλοπή για μικρότερο ποσό από αυτό που αναγράφετο στο κατηγορητήριο, κάτι που δεν φαίνεται να ίσχυε στη Lanitis ανωτέρω ή στην Kyriacou v. the Police C.L.R. vol.22 1957, 213.
Αυτή η πορεία σκέψης ακολουθήθηκε εξάλλου σε νεότερη νομολογία στη Wellfit Engineering Co.Ltd v. ΄Ακη Χαπίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 271 στην οποία σαφώς αναφέρεται ότι καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ.85(4) της Ποινικής Δικονομίας δεν χρειαζόταν να επανακατηγορηθούν και επαναπαντήσουν οι εφεσείοντες. Και εν προκειμένω ο εφεσείων μπορούσε με εφαρμογή του αρθρ.85(4)[4] να καταδικασθεί για έλασσον από το κατηγορητήριο ποσό, χωρίς να γίνει η τροποποίηση και χωρίς να επανακατηγορηθεί και επαναπαντήσει ο εφεσείων.
Εν πάση περιπτώσει, το ζητούμενο είναι εάν υπήρξε βλάβη της πλευράς του εφεσείοντα με οποιοδήποτε τρόπο. ΄Εχοντας κατά νου τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η τροποποίηση αφορούσε τη λεπτομέρεια του ποσού που εκλάπη και όχι στοιχείο του αδικήματος σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τροποποίηση είχε ως σκοπό τον περιορισμό του ποσού, (και η καταδίκη μπορούσε να συντελεστεί χωρίς καν τροποποίηση ως πιο πάνω εξηγήσαμε) βρίσκουμε ότι δεν πρόκειτο για ουσιώδη τροποποίηση αφενός, και αφετέρου με κανένα τρόπο δεν προκλήθηκε βλάβη στον εφεσείοντα, ο οποίος εξάλλου δεν φάνηκε να επιδιώκει είτε την παράδοση σ΄αυτόν οποιωνδήποτε λεπτομερειών είτε την επανακλήτευση οποιουδήποτε μάρτυρα. Η παρατυπία λοιπόν που παρατηρήθηκε στη διαδικασία κρίνουμε ότι δεν έχει, υπό το πρίσμα των εξηγήσεων που έχουμε δώσει, καταλυτική σημασία και ως εκ τούτου απορρίπτουμε το σχετικό λόγο έφεσης.
2ος λόγος ΄Εφεσης:
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του λανθασμένα αποδέχτηκε πως ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος της A.L. Service Station Ltd αφού δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ήταν εργοδοτούμενος της εν λόγω εταιρείας.
Θεωρούμε τον προβαλλόμενο λόγο ως εντελώς τεχνοκρατικό. Εξάλλου στη σελ.25 των πρακτικών αποτυπώνεται η θέση του ΜΚ3 η οποία και δεν αμφισβητήθηκε ευθέως ότι η επίδικη εταιρεία ήταν διαχειριστής του πρατηρίου, όμως η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου ήταν στο όνομα του ΜΚ3, τον οποίο το Δικαστήριο ονομάζει παραπονούμενο. Περαιτέρω, ο ίδιος εργοδότησε προς όφελος της εταιρείας, τον εφεσείοντα. Τα πιο πάνω, τα οποία αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ικανοποιητικά για τη στοιχειοθέτηση της θέσης της κατηγορούσας αρχής. Βέβαια, αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το θέμα θα κριθεί στα πλαίσια των σχετικών λόγων έφεσης.
3ος, 4ος, 5ος λόγοι έφεσης:
Ο 3ος λόγος αφορά στο θέμα του λανθασμένου, κατά την πλευρά του εφεσείοντα, της κατάληξης του Δικαστηρίου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως ότι πληρούντο τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Είναι σαφές ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να επιτύχει εφόσον αντικειμενικά κρίνοντας τη μαρτυρία το Δικαστήριο, στο στάδιο εκείνο, θεώρησε ότι στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τον εφεσείοντα και οι αιτιάσεις που δίδονται στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης σε σχέση με το ποίος ήταν ο εργοδότης του εφεσείοντα, έχουν ήδη απαντηθεί πιο πάνω. Αναφορικά δε με το ποσό της κλοπής θα επανέλθουμε στο θέμα κατά το στάδιο εξέτασης εν γένει του θέματος της αξιοπιστίας. Το ίδιο ισχύει και για τον 4ο και 5ο λόγο έφεσης με τον οποίο αποδίδεται μομφή στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποδέχθηκε την κατηγορία της κλοπής των €97,000 ενώ καταλήγει σε διαφορετικό ποσό απ΄αυτό που αναγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος, αφού ακριβώς το θέμα συσχετίζεται και με τα τεκμήρια 14 και 15 τα οποία θα μας απασχολήσουν και πάλι στο πλαίσιο του ελέγχου της αξιοπιστίας.
6ος, 7ος, 8ος, 9ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος και 15ος λόγοι έφεσης:
΄Ολοι αυτοί οι λόγοι έχουν ως κοινή συνισταμένη το θέμα της αξιοπιστίας ιδωμένοι ωστόσο είτε κατά μάρτυρα, (γιατί δηλαδή το Δικαστήριο δέχτηκε ή δεν δέχτηκε ένα μάρτυρα), είτε κατά τμήματα των ευρημάτων που αφορούσαν είτε σχετικά τεκμήρια και τη σημασία που τους απέδωσε το Δικαστήριο ειδικά το τεκμήριο 14, (8ος λόγος έφεσης) ή το τεκμήριο 15 (9ος λόγος έφεσης).
Είναι καλά θεμελιωμένο ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν κρίνεται μικροσκοπικά και κατ΄αρχήν δεν πρέπει να απομονώνεται μέρος της μαρτυρίας χωρίς συσχέτιση με το σύνολο, όπου όλη η μαρτυρία δέον να αντιπαραβάλλεται και να ελέγχεται για ενίσχυση της πίστης του κοινού στη δικαστική αποστολή (βλ. Μustafa v. Kακουρή κ.ά. (2002) 1Α Α.Α.Δ. 165).
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακριβώς αυτό πράττει. Ενώ ασχολείται σχολαστικά με τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, στη συνέχεια τη συσχετίζει τόσο με τα τεκμήρια και την αντιπαραβάλλει με τη συνολική αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, ώστε να παρουσιάζει μια ομοιογενή και πλήρη εικόνα γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, (ειδικά του ΜΚ3 παραπονούμενου) και αντίστοιχα γιατί απέρριψε τη μαρτυρία του κατηγορούμενου και των μαρτύρων του. Η μαρτυρία του ΜΚ3 συνταιριαζόταν με τη μαρτυρία του Μ.4 λογιστή ο οποίος προέβη σε λεπτομερέστατη αναφορά και ανάλυση εισπράξεων και καταθέσεις για να καταδείξει τον τρόπο που δημιουργήθηκε κάποιο έλλειμμα έστω και αν δεν ήταν σε θέση να παρουσιάζει το πλήρες έλλειμμα. Εδώ εντάσσεται και η σημασία του τεκμ.14 το οποίο αποτελεί τρόπον τινά την έκθεση του ΜΚ4 για το έλλειμμα. Το ότι στην έκθεση αναφέρεται ποσό ελλείμματος διαφορετικό απ΄αυτό που εν τέλει βρίσκεται ένοχος ο κατηγορούμενος δεν βρίσκουμε ότι πλήττει το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας αφού επαρκώς το Δικαστήριο εξηγεί, αποδεχόμενο το τεκμήριο αυτό, ότι δεν καλύπτει ούτε όλο τον επίδικο χρόνο του κατηγορητηρίου αλλά ούτε όλες τις πτυχές της δράσης του εφεσείοντα. Το ίδιο ικανοποιητικό κρίνεται και το μέρος της αιτιολογίας που αφορά τον ΜΚ5 ελεγκτή και το πώς διαπίστωσε τα προβλήματα όταν ανέλαβε τους ελέγχους για τα έτη 2007-2009. Βέβαια το παράπονο του κ.Χειμώνα εντοπίζεται κυρίως στο ότι οι μάρτυρες, ελεγκτές, λογιστές δεν κατέθεσαν επακριβώς και όλοι για το ίδιο ποσό ελλείμματος. Ωστόσο δέον να προσεχθεί η αιτιολογία που δίδεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτής της πτυχής. Αναλύεται το πολύπλοκο των ενεργειών του εφεσείοντα σε διάφορα επίπεδα (ως στις εισπράξεις, στις πληρωμές, στις καταθέσεις κ.λπ.) και αφετέρου εξηγείται το μεγάλο εύρος του ελλείμματος που δεν μπόρεσε πλήρως να αποκαλυφθεί. Αυτή η παρατήρηση κρίνεται μεμπτή από την πλευρά του εφεσείοντα. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση. Κρίνουμε ότι η παρατήρηση έγινε εντός των ευλόγων ορίων εξέτασης της εμβέλειας του μαρτυρικού υλικού και σε συσχετισμό μ΄αυτό διαχωρίζεται ακριβώς το ποσό το οποίο μπόρεσε να αποδειχθεί, ήτοι στο ποσό που τελικά ο εφεσείων βρίσκεται ένοχος.
Τίποτε το μεμπτό δεν προκύπτει από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου το οποίο δέχθηκε μεν ότι η κλαπείσα περιουσία είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος, όχι όμως το ύψος του ποσού. Στο Σύγγραμμα Βlackstone's Criminal Practice 2004 σελ.265 κ.επ. στην αναφορά για τις κατευθυντήριες αρχές για τη σύνταξη κατηγορητηρίου σε συνάρτηση με το αδίκημα της κλοπής σημειώνονται τα εξής:
"It is proper to allege in a single count the theft of an aggregate sum of money or items of property where the evidence does not disclose the precise dates and amounts of each individual transaction, provided that the conduct of the accused amounted to a continuous offence over a period of time. Such an allegation is usually referred to as theft of a "general deficiency". Thus it could be proper to indict for theft of the total sum missing on a day on which the accused was bound to account for it, even though he clearly took it in instalments (Balls (1871) LR 1 CCR3 328) or theft of all items stolen from a department store on one day, even though the various articles emanated from different departments of the store (Wilson (1979) 69 Cr App R 83; Heaton v. Costell (1984) 148 JP 688). A count drafted in this way is not bad for duplicity. This principle also applies where "money" was in different forms and it could not be said whether what was stolen was a debt, cash drawn from a bank account or case disposed of otherwise and representing funds provided by clients of financial advisers (Hallam (1995) Crim LR 323). The elements of the offence must exist throughout, otherwise there would be a lack of coincidence (see B4.27). As to indictments for continuous offences generally, see DPP v. Merriman (1973) AC584; D10.16 to D10.20
Not all the items mentioned in an information or count do have to be proved to have been stolen (Machent v. Quinn (1970) 2 All ER 255), provided it is proved that the accused stole one of the articles"
Εν προκειμένω περαιτέρω δεσπόζουσα σημασία για τη στήριξη της καταδίκης είχε και η γραπτή παραδοχή του εφεσείοντα για μέρος του ποσού καθώς και τον τρόπο δράσης που έγινε σε διάφορες φάσεις. Εδώ έρχεται στην προμετωπίδα, η αξία του τεκμ.15, το οποίο κατατέθηκε με τον τίτλο Συμφωνητικό ΄Εγγραφο ημερ. 13.2.2010 και το οποίο περιέχει δήλωση του εφεσείοντα με την οποία παραδέχεται την παράνομη οικειοποίηση ποσού €97,883.00 από τον εργοδότη του και το οποίο παρουσιάζεται να είναι υπογεγραμμένο απ΄αυτόν.
Με καθόλα πειστικό τρόπο το Δικαστήριο εξήγησε γιατί αποδέχεται και δίνει αξία στο τεκμ.15. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα στις σελ.60-61 της πρωτόδικης απόφασης:
«Με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία του παραπονούμενου ΜΚ3, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε το τεκμήριο 15. Στο τεκμήριο 15, αποδέχθηκε γραπτώς, συμφώνησε και αναγνώρισε ότι κατά παράβαση των καθηκόντων του σε διάφορα χρονικά διαστήματα κατά το έτος 2009, απέσυρε και οικειοποιήθηκε το ποσό των €97.883. Η παραδοχή από πρόσωπο που κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος με την οποία παραδέχεται ή αφήνεται να νοηθεί ότι διέπραξε το αδίκημα, μπορεί να θεμελιώσει μία καταδίκη από μόνη της. Η ομολογία μπορεί να αποδειχθεί από τη μαρτυρία άλλου προσώπου, διότι γίνεται αποδεκτή κατ' εξαίρεση του κανόνα της εξ' ακοής μαρτυρίας και είναι η καλύτερη μαρτυρία που μπορεί να παρουσιαστεί [σελ. 316, Τάκης Ηλιάδης (Το Δίκαιο της Απόδειξης Μία Πρακτική Προσέγγιση) 1994]. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν υπό σύλληψη όταν υπέγραψε την εν λόγω συμφωνία, ούτε τίθετο τότε ζήτημα ποινικής του δίωξης. Αντιθέτως, συνέχισε την εργοδότηση του στο πρατήριο μέχρι τον Αύγουστο 2010. Παρόλο τούτο παραδέχθηκε την παρανομία και υποσχέθηκε να επιστρέψει το εν λόγω ποσό. Αυτή η μαρτυρία είναι η καλύτερη μαρτυρία εναντίον του και που ενισχύεται επειδή σφραγίζεται και με γραπτή συμφωνία που δεν τίμησε ποτέ. Αυτή η μαρτυρία είναι θετική για το ποσό του ελλείμματος και που από μόνη της αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία για την κλοπή συγκεκριμένου ποσού.»
Καταλήγουμε ότι ήταν καθόλα θεμιτή και πλήρως αιτιολογημένη η πρωτόδικη θεώρηση και αξιολόγηση του τεκμ.15. Δεν μπορούμε παρά να υπερθεματίσουμε τη διαχρονική αξία στην ομολογία, έστω και αν στην κρινόμενη περίπτωση συντελέστηκε καιρό πριν τη δίωξη. Τίποτε απ΄όλα που επιχείρησε να θέσει η Υπεράσπιση δεν αναιρούσε το πλαίσιο και τη σημασία της παραδοχής του εφεσείοντα και της ανάληψης ευθύνης του για το ποσό αυτό. Ειδικά ως προς το παράπονο της πλευράς του εφεσείοντα για το πότε εδόθη το τεκμ.15 θεωρούμε ότι το γεγονός της καθυστερημένης απόδοσης του στις ανακριτικές αρχές δεν αποδείχθηκε ότι επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση του εφεσείοντα είτε εν γένει τη διεξαγωγή της δίκης ώστε να την καθιστούσε μη δίκαιη.
Όπως δε ήταν το ορθό, η μαρτυρία αυτή συσχετίστηκε με τη λοιπή μαρτυρία την οποία επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεόντως αξιολόγησε με εξονυχιστική λεπτομέρεια και αναφορές στο ταμείο, στους χρεώστες, στις πιστωτικές κάρτες, στη διάθεση προϊόντων μίνι μάρκετ, στο πετρέλαιο θέρμανσης κ.ά. θέτοντας, σε συνάρτηση με τον κάθε μάρτυρα κατηγορίας (ελεγκτές, λογιστές, πελάτες και υπαλλήλους του πρατηρίου), ψηφίδες για τη συμπλήρωση του παζλ των αξιόποινων ενεργειών. Ο τρόπος δε που αντιμετώπισε τη μαρτυρία του ιδίου του κατηγορούμενου, ήταν από όλες τις απόψεις θεμιτός αφού ακριβώς δεν έμεινε στην εντύπωση που άφησε στο εδώλιο αλλά έδωσε πληθώρα παραδειγμάτων του ψέματος του, κυρίως της αλλοπρόσαλλης προσπάθειας του να «ρίξει» την ευθύνη σ΄άλλους (όπως στον αδελφό του παραπονουμένου και άλλους ανάλογα), της ανεπιτυχούς απόπειρας του να πείσει ότι δεν υπέγραψε καν το τεκμ.15. Οι σελίδες 30-48 της απόφασης καταγράφουν μία προς μία τις ανακολουθίες και τα κενά της μαρτυρίας του εφεσείοντα όπου επισημαίνεται ιδιαίτερα και το ότι ο τελευταίος ουδέποτε έδωσε εξηγήσεις για τις €47,442, μέρος του ελλείματος που έχει καταμετρηθεί στη βάση των τεκμ.2-1 μέχρι 2-35 σχετικά έντυπα με τα οποία ενώ φαίνεται να εισπράχθηκαν σε μετρητά στο ταμείο του πρατηρίου, το ανάλογο ποσό ουδέποτε κατατέθηκε στην τράπεζα.
Αναιτιολόγητα προσδίδεται μομφή στον τρόπο που προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τον ΜΥ2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με περισσή λεπτομέρεια γιατί δεν προσέδωσε αξία στη μαρτυρία του. Τα δε λάθη που «εντόπισε» ο ΜΥ2 σε μέρη της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής μόνο ως επουσιώδη μπορούν να καταταχθούν. Όπως επουσιώδης είναι και η λοιπή αιτιολογία που προσδίδει λάθη στο έργο της αξιολόγησης πρωτοδίκως.
Πρόκειται εξάλλου μάλλον για εντελώς υποκειμενικές αξιολογήσεις της ιδίας της πλευράς του εφεσείοντα, ο οποίος «απομονώνοντας» σημεία από το σύνολο της μαρτυρίας επιχείρησε να πλήξει το θέμα της πρωτόδικης αξιολόγησης. Επαναλαμβάνουμε το χιλιοειπωμένο, «η αξιολόγηση μαρτυρίας ανάγεται στην αποκλειστικότητα του δικάζοντος Δικαστηρίου». Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώνει πως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση (Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ. 485).
Τίποτε απ΄όσα τίθενται δεν έχουν τη δυναμική ανατροπή της συνολικής και πλήρους θεωρήσεως και αξιολόγησης της μαρτυρίας και οι σχετικοί λόγοι απορρίπτονται.
Πριν το τέλος θα ασχοληθούμε με το θέμα του ποσού του κατηγορητηρίου. Βρίσκουμε ότι η μικρή απόκλιση που παρατηρείται μεταξύ του ποσού που ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι παράνομα οικειοποιήθηκε (€97.883.00) «σε διάφορα διαστήματα εντός του έτους 2009» και του ποσού που αναγράφεται εν τέλει στο κατηγορητήριο για το οποίο ευρέθη τελικά ένοχος ο εφεσείων (€97.000) δεν έχει τελικά σημασία, αφού κατά τα λοιπά στοιχειοθετήθηκε επαρκώς από την απόφαση ο πολυεπίπεδος τρόπος δράσης για την οικειοποίηση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1]«83.-(1) Όταν, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης φαίνεται στο Δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είτε με τροποποίηση του ή με υποκατάσταση του ή με προσθήκη σε αυτό νέας κατηγορίας ως το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης.
(2) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται με τον τρόπο αυτό, το διάταγμα για τη μεταβολή σημειώνεται πάνω στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, και αυτά χρησιμοποιούνται για το σκοπό κάθε συναφούς διαδικασίας ωσάν να είχαν καταχωριστεί με τη μορφή που έχει μεταβληθεί»'.
[2] «84.-(1) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 83, το Δικαστήριο καλεί αμέσως τον κατηγορούμενο να απολογηθεί σε αυτό και να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ως έχει μεταβληθεί.
(2) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι δεν είναι έτοιμος, το Δικαστήριο εξετάζει τους προβαλλόμενους λόγους και, αν η άμεση συνέχιση της διαδικασίας δεν ενδέχεται κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του ή τον κατήγορο στο χειρισμό της υπόθεσης από αυτόν, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει τη δίκη ωσάν, το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί, να ήταν το αρχικό.
(3) Αν το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί είναι τέτοιο ώστε η άμεση συνέχιση της δίκης να ενδέχεται, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει, δυσμενώς τον κατηγορούμενο ή τον κατήγορο, το Δικαστήριο δύναται είτε να διατάξει νέα δίκη είτε να αναβάλει τη δίκη για τέτοια χρονική περίοδο ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αναγκαία.
(4) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται από το Δικαστήριο μετά την έναρξη της δίκης η μαρτυρία που έχει ήδη δοθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, δύναται να χρησιμοποιηθεί χωρίς επανακρόαση αλλά επιτρέπεται στους διαδίκους να επανακαλέσουν ή επανακλητεύσουν οποιοδήποτε μάρτυρα ο οποίος είναι δυνατό να εξετάστηκε και να εξετάσουν ή αντεξετάσουν αυτόν αναφορικά με την εν λόγω μεταβολή.»
[3] "145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
.....
(β) να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης"
[4] "85.....
(4) Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο."