ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B707
(2015) 2 ΑΑΔ 734
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 182/2014
23 Oκτωβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
(ΧENAKIS MELI) ΞΕΝΑΚΗ ΜΕΛΗ
Εφεσείοντα
ν.
VASSOS LEPTOS LTD
Εφεσιβλήτων
--------
Μ. Γεωργίου, για Εφεσείοντα
Α. Γαβριηλίδου (κα), για Εφεσίβλητους
.....
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος κατόπιν δίκης σε δέκα κατηγορίες έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.
Το λεκτικό των κατηγοριών ήταν παρόμοιο. Διέφερε μόνο ως προς το χρόνο πληρωμής των επιταγών και με αυτό καταλογίζονταν στον εφεσείοντα ότι σε δέκα περιπτώσεις, κατά την περίοδο από 10.5.2010 μέχρι και 30.6.2010, έκδωσε επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης δέκα επιταγές επί λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου οι οποίες επιστράφηκαν απλήρωτες με τη σημείωση «Ο Λογαριασμός παγοποιήθηκε - ΚΑΠ».
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν για την εφεσίβλητη 3 μάρτυρες (ΜΚ), η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή στο σύνολο της ως αξιόπιστη με ανάλογα ευρήματα. Αποδεκτό έγινε και σημείο της μαρτυρίας του εφεσείοντα που αφορούσε το χρόνο υπογραφής απ΄ αυτόν των επιταγών, στοιχείο που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε διαφοροποίηση των λεπτομερειών των κατηγοριών κατά τη σύνταξη της απόφασης του. Πρόκειται για διαφοροποίηση που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με την παρούσα έφεση για δύο λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία ό,τι είναι σχετικό με το ζήτημα.
Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας ειδών υγιεινής.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη συμφώνησε με κάποιο Παντελή Χαραλάμπους να του προμηθεύσει είδη υγιεινής σε κατοικία που ανακαίνιζε ο Χαραλάμπους για λογαριασμό του εφεσεσείοντα. Με βάση δε τα όσα συμφωνήθηκαν, η εφεσίβλητη παρέδωσε σταδιακά τα συμφωνηθέντα είδη στο χώρο που υπέδειξε ο Χαραλάμπους, ο οποίος σε κάθε περίπτωση παρέδιδε στον υπάλληλο της εφεσίβλητης επιταγές του εφεσείοντα για ποσό ίσο με την αξία των εκάστοτε παραδιδόμενων εμπορευμάτων. Συνολικά, για την περίοδο από 10.5.2010 μέχρι και 30.6.2010, η εφεσίβλητη διενήργησε δέκα παραδόσεις εμπορευμάτων, επ΄ ανταλλάγματι των οποίων ο Χαραλάμπους παρέδωσε στην εφεσίβλητη δέκα επιταγές του εφεσείοντα με αντίστοιχες ημερομηνίες πληρωμής.
Η εφεσίβλητη κατάθεσε τις επιταγές στην Τράπεζα της, πλην όμως όλες επιστράφηκαν απλήρωτες με τη σημείωση ότι «Ο Λογαριασμός Παγοποιήθηκε - ΚΑΠ». Όπως δε προέκυψε από τη μαρτυρία, η καταχώρηση του ονόματος του εφεσείοντα στο ΚΑΠ έγινε στις 6.4.10 και παρόλο που αυτός αναγνώρισε τηλεφωνικώς την οφειλή του και υποσχέθηκε στην εφεσίβλητη ότι θα εξοφλούσε τις επιταγές, δεν το έπραξε.
Με τη μαρτυρία του ο εφεσείοντας διατύπωσε διάφορους ισχυρισμούς, με τους οποίους επεδίωξε την απαλλαγή του από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ανεπιτυχώς όμως, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους αποδέχτηκε. Αποδέχτηκε, όμως, τον ισχυρισμό του ότι παρέδωσε υπογεγραμμένες τις επίδικες επιταγές στο Χαραλάμπους μέσα στο Φεβρουάριο του 2010 και η συμπλήρωση των υπολοίπων στοιχείων - ημερομηνία πληρωμής, ποσό και όνομα δικαιούχου - έγινε μεταγενέστερα από το Χαραλάμπους. Επειδή όμως με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών αποδίδεται στον εφεσείοντα ότι έκδωσε τις επιταγές κατά τις ημερομηνίες που αναγράφονται σ΄ αυτές - 10.5.2010 μέχρι και 30.6.10 - το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως θα έπρεπε να προβεί σε τροποποίηση των λεπτομερειών των κατηγοριών, όπως και έπραξε στο στάδιο της σύνταξης της απόφασης του. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
«Επισημαίνεται ότι στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος αποδίδεται σε αυτόν ότι εξέδωσε τις επίδικες επιταγές κατά τις ημερομηνίες που κάθε μία από αυτές κατέστη πληρωτέα ενώ σύμφωνα με τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και με βάση την παραδοχή του Κατηγορούμενου αυτές εκδόθηκαν και παραδόθηκαν στον Παντελή Χαραλάμπους περί τον Φεβρουάριο του 2010. Έχοντας, κατά νου τις αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις υποθέσεις Sammy Imbrahim Imbahim Issa and another v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 39 και Ανδρέας Κυριάκου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 είμαι της άποψης και ως εκ τούτου κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να κριθεί ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, πλην όμως με την διαφοροποίηση των λεπτομερειών τους ώστε η ημερομηνία έκδοσης των επιταγών να είναι ο Φεβρουάριος του 2010 και όχι οι αναγραφόμενες στις λεπτομέρειες ημερομηνίες έκδοσης. Όπως δε προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι επίδικες επιταγές δόθηκαν στην Παραπονούμενη εταιρεία από τον Παντελή Χαραλάμπους και όχι από τον Κατηγορούμενο απευθείας.»
Ο εφεσείοντας θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) εσφαλμένα προχώρησε σε διαφοροποίηση των λεπτομερειών των κατηγοριών που αντιμετώπιζε (1ος λόγος έφεσης) και (β) δεν έλαβε υπόψη του πως με την εν λόγω διαφοροποίηση επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπιση του (2ος λόγος έφεσης). Και αυτό, όπως αιτιολογείται στην Ειδοποίηση Έφεσης, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία βάσει των άρθρων 83, 84 και 85 της Ποινικής Δικονομίας να προβεί στη διαφοροποίηση και, περαιτέρω, η Υπεράσπιση του επηρεάστηκε δυσμενώς εφόσον δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αναφερθεί στο χρόνο παγοποίησης του λογαριασμού του και της συνακόλουθης καταχώρισης του ονόματος του στο ΚΑΠ.
Αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα διατύπωσε τη θέση ότι με τη διαφοροποίηση των λεπτομερειών το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 84(1)[1] της Ποινικής Δικονομίας και να καλέσει τον εφεσείοντα σε απολογία στη βάση του μεταβληθέντος κατηγορητηρίου. Δεν το έπραξε όμως και η παράλειψη αυτή καθιστά τη δίκη άκυρη και παρέπεμψε επί του προκειμένου στις Kyriakou v. The Police 22 C.L.R., 214 και Lanitis Bros Ltd v. Iατρικών Υπηρεσιών & Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας (1995) 2 Α.Α.Δ. 266, υποβάλλοντας παράλληλα ότι η Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 δεν ετύγχανε εφαρμογής υπό τα περιστατικά της υπόθεσης και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε από την εν λόγω αυθεντία καθοδήγηση. Σ΄ ότι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, επανέλαβε ουσιαστικά ό,τι καταγράφεται και στο Εφετήριο. Δηλαδή, ότι με τη διαφοροποίηση των λεπτομερειών επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπιση του Εφεσείοντα καθότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να προσκομίσει μαρτυρία για το χρόνο παγοποίησης του λογαριασμού, στοιχείο που όπως ισχυρίστηκε είναι άμεσα συνυφασμένο με την τεκμηρίωση τόσο της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων που αντιμετώπιζε.
Η τροποποίηση των λεπτομερειών, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, έγινε βάσει του άρθρου 85(4) της Ποινικής Δικονομίας και ως εκ τούτου δεν απαιτείτο η επανακατηγόρηση του εφεσείοντα εφόσον, σύμφωνα με ό,τι λέχθηκε στις Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 A.A.Δ. 458 και Ιssa and another v. Republic (1989) 2 CLR 39, δεν αφορούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε όπως ενήργησε και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπιση του εφεσείοντα.
Εξετάσαμε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και επί των δύο λόγων έφεσης και καταλήξαμε ότι ουδείς εξ αυτών ευσταθεί. Ο χρόνος υπογραφής των επιταγών από τον εφεσείοντα δεν ταυτίζεται με το χρόνο έκδοσης των επιταγών επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης. Για την εφεσίβλητη οι επιταγές εκδόθηκαν με τη συμπλήρωση τους από το Χαραλάμπους, η οποία αντιστοιχούσε στο χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων που ήταν οι ημερομηνίες πληρωμής των επιταγών. Το ότι οι επιταγές υπογράφηκαν από τον εφεσείοντα εν λευκώ σε προγενέστερο χρόνο δεν αφορούσε την εφεσίβλητη, αλλά επρόκειτο για θέμα που αφορούσε τη σχέση εφεσείοντα και Χαραλάμπους και ως τέτοια δεν μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο της Υπεράσπισης του εφεσείοντα έναντι των κατηγοριών που του προσήψε η εφεσίβλητη. Εξάλλου ο εφεσείοντας - όπως ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου - αναγνώρισε την οφειλή του προς την εφεσίβλητη και υποσχέθηκε να εξοφλήσει τις επιταγές χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη αναφορικά με το χρόνο υπογραφής τους. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς τροποποίηση των λεπτομερειών εφόσον ο χρόνος υπογραφής τους δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην πρόσφατη απόφαση που έκδωσε το παρόν Εφετείο στην Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 253/14 ημερ. 15.10.15, όπου αναλύεται η σχετική επί του θέματος νομολογία. Ως εκ περισσού λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαφοροποίηση των λεπτομερειών, κάτι το οποίο εν πάση περιπτώσει μπορούσε να πράξει εφόσον σύμφωνα με την Κυριάκου (ανωτέρω) δεν αφορούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και υπό τα περιστατικά της υπόθεσης συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155. Σ΄ ότι δε αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι επηρεάστηκε δυσμενώς στην Υπεράσπιση του, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι ο χρόνος υπογραφής των επιταγών ήταν στην αποκλειστική γνώση του ιδίου και ενόψει τούτου αδυνατούμε να αντιληφθούμε πως επηρεάστηκε η Υπεράσπιση του αφού αυτός ήγειρε το ζήτημα και η τροποποίηση των λεπτομερειών ήταν αποτέλεσμα της δικής του μαρτυρίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] "84.-(1) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 83, το Δικαστήριο καλεί αμέσως τον κατηγορούμενο να απολογηθεί σε αυτό και να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ως έχει μεταβληθεί.»