ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:B478
(2015) 2 ΑΑΔ 476
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 4/2013)
3 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Εφεσείων προσωπικά.
Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, τον οποίο στην πρωτόδικη διαδικασία εκπροσωπούσε συνήγορος, κρίθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε τρεις κατηγορίες πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 341, 337 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η παραδοχή του Εφεσείοντα προέκυψε μετά από μερική ακρόαση και αλλαγή απάντησης, κατόπιν παροχής σχετικής άδειας του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα που αποτέλεσαν το υπόβαθρο για επιβολή ποινής, όπως τέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και συνοψίσθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν ως εξής:
Ο Εφεσείων, ο οποίος κατέχει τη θέση του Γραφέα στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, είναι υιός του Μιχάλη Κατσαντώνη που απεβίωσε στις 22.6.1996 και ανεψιός της Ειρήνης Καλλιάδου, η οποία επίσης απεβίωσε στις 10.8.1998. Στις 2.6.1997 ο Εφεσείων μετέβη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Κερύνειας στη Λευκωσία, όπου και παρουσίασε γενικό πληρεξούσιο έγγραφο της Ειρήνης Καλλιάδου ημερομηνίας 6.5.1996 και γενικό πληρεξούσιο έγγραφο του πατέρα του ημερομηνίας 2.4.1997. Τα εν λόγω έγγραφα τον εξουσιοδοτούσαν, το μεν πρώτο, να μεταβιβάζει υποθήκες που ήταν προς όφελος της θείας του και το δεύτερο να δέχεται μεταβίβαση υποθηκών που ήταν προς όφελος του πατέρα του. Λίγες μέρες αργότερα, στις 20.6.1997, ο Εφεσείων μετέβη εκ νέου στο υπό αναφορά κτηματολογικό γραφείο και παρουσίασε Δήλωση Μεταβίβασης Υποθήκης, την πρωτότυπη υποθήκη και πρωτότυπο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου που αφορούσε την προαναφερόμενη υποθήκη. Ακολούθως ζήτησε από τους αρμόδιους υπαλλήλους να εκτελέσουν την προαναφερθείσα μεταβίβαση υποθήκης από το όνομα της θείας του στο όνομα του πατέρα του. Οι υπάλληλοι, αφού προέβησαν στους σχετικούς ελέγχους, ρώτησαν τον Εφεσείοντα κατά πόσο τα πιο πάνω πρόσωπα, δικαιοπάροχος και δικαιούχος, ήταν εν ζωή και του ανέφεραν ότι σε περίπτωση που είχε αποβιώσει οποιοσδήποτε εκ των δύο το αντίστοιχο πληρεξούσιο έπαυε να ισχύει και, ως αποτέλεσμα, η μεταβίβαση της υποθήκης δεν θα μπορούσε να λάβει χώραν. Ο Εφεσείων τους διαβεβαίωσε ότι και τα δύο πρόσωπα βρίσκονταν εν ζωή. Υπό τις συνθήκες αυτές επί της Δήλωσης Μεταβίβασης Υποθήκης τοποθετήθηκε σφραγίδα με το λεκτικό «από ότι καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω εξακολουθώ να αντιπροσωπεύω τους (δικαιοπάροχο και δικαιούχο) που βρίσκεται σε ζωή», και ο Εφεσείων υπέγραψε. Την ίδια ημέρα, αφού ο Εφεσείων κατέβαλε τα νενομισμένα τέλη, επιβεβαιώθηκε η μεταβίβαση της υποθήκης. Σε προηγούμενη ημερομηνία, στις 2.6.1997, που για πρώτη φορά ο Εφεσείων μετέβη στο ίδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, παρουσίασε στον υπεύθυνο υπάλληλο τα προαναφερθέντα γενικά πληρεξούσια έγγραφα, τα κατέθεσε με Δήλωση Καταθέσεως Σύμβασης και ζήτησε όπως με βάση τα εν λόγω πληρεξούσια μεταβιβασθούν από τη θεία του στο όνομα του πατέρα του τέσσερα τεμάχια γης τα οποία βρίσκονται στο κατεχόμενο χωριό Καραβάς. Αφού έγιναν οι σχετικοί έλεγχοι ρωτήθηκε και πάλι ο Εφεσείων κατά πόσο οι δικαιοπάροχος και δικαιούχος βρίσκονταν εν ζωή και πληροφορήθηκε ότι σε περίπτωση που κάποιος εκ των δύο είχε αποβιώσει το αντίστοιχο πληρεξούσιο έπαυε να ισχύει και η μεταβίβαση δεν θα μπορούσε να γίνει. Ο Εφεσείων διαβεβαίωσε την αρμόδια υπάλληλο ότι και οι δύο ήταν εν ζωή και υπέγραψε σχετικά κάτω από το λεκτικό «από ότι καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω εξακολουθώ να αντιπροσωπεύω την Ειρήνη Καλλιάδου που βρίσκεται σε ζωή». Υπό τις συνθήκες αυτές έγινε αποδεκτή η υπό αναφορά Δήλωση Κατάθεσης Σύμβασης. Δύο χρόνια αργότερα, στις 22.12.1999, ο Εφεσείων μετέβη εκ νέου στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Κερύνειας, στη Λευκωσία και με νέα Δήλωση Κατάθεσης Σύμβασης ζήτησε όπως, με βάση τα προαναφερθέντα γενικά πληρεξούσια έγγραφα, μεταβιβασθούν επ΄ ονόματί του τα πιο πάνω τέσσερα τεμάχια γης. Ρωτήθηκε και πάλι από την αρμόδια υπάλληλο κατά πόσο ο πατέρας του, Μιχάλης Κατσαντώνης, βρισκόταν εν ζωή και πληροφορήθηκε ότι σε περίπτωση που είχε αποβιώσει το πληρεξούσιο έπαυε να ισχύει και η μεταβίβαση δεν θα μπορούσε να γίνει. Ο Εφεσείων επιβεβαίωσε ξανά ότι ο πατέρας του βρισκόταν εν ζωή και υπέγραψε το σχετικό λεκτικό «από ότι καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω εξακολουθώ να αντιπροσωπεύω τον Μιχάλη Παναγιώτη Κατσαντώνη που βρίσκεται σε ζωή». Με αυτά ως δεδομένα η αρμόδια υπάλληλος αποδέχθηκε τη Δήλωση υπογράφοντάς την.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης, στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα και στην σοβαρότητα των κατηγοριών στις οποίες βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή, του επέβαλε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης έξι μηνών σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες. Ακολούθως εντόπισε ότι συνέτρεχαν λόγοι για αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν και έτσι οι επιβληθείσες ποινές αναστάληκαν για περίοδο τριών ετών.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κατάληξη με τέσσερις, τελικά, λόγους έφεσης, αφού στην πορεία της διαδικασίας οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν. Με τον πρώτο λόγο θέτει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την παρουσίαση μαρτυρίας που αποτελούσε, κατά τη θέση του, προϊόν παράνομης έρευνας. Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται η ορθότητα της επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής. Με τον πέμπτο λόγο τίθεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων προέβη στην πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με δόλο και με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το άρθρο 8 του Κεφ. 154, προκειμένου να καταλήξει ότι ο Εφεσείων δεν είναι ποινικά υπεύθυνος με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Ο Εφεσείων ανέπτυξε προσωπικά τις θέσεις του ενώπιόν μας. Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την παραδοχή του, θα έπρεπε να εξετάσει και να λάβει υπόψη του ότι μέρος της μαρτυρίας, δηλαδή οι τίτλοι ιδιοκτησίας, που παρουσιάστηκε ενώπιόν του κατά την προηγηθείσα της παραδοχής ακροαματική διαδικασία, λήφθηκε παράνομα. Ητοι, ως αποτέλεσμα έρευνας χωρίς την προηγούμενη έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας. Προς επίρρωση των θέσεών του έθεσε ως σχετική επί του θέματος την απόφαση Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 252.
Είναι εντελώς αβάσιμη η πιο πάνω προσέγγιση του Εφεσείοντα. Το ζήτημα της έρευνας δεν ήταν επίδικο, δεδομένης της παραδοχής του Εφεσείοντα η οποία έλαβε χώραν κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας και προτού ολοκληρώσει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή. Υπό τις συνθήκες αυτές και με δεδομένο το πλαίσιο των παραδεκτών γεγονότων που αποτέλεσαν το υπόβαθρο επιβολής ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν εξέτασε θέματα που πλέον δεν ενδιέφεραν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης Ευαγγέλου (ανωτέρω) καμία συνάφεια έχουν με αυτά της υπό κρίση. Στην Ευαγγέλου, ο Εφεσείων παραδέχθηκε κατηγορία για παράνομη κατοχή αρχαιοτήτων, συγκεκριμένα έξι αρχαία νομίσματα, για τα οποία παρέλειψε να υποβάλει σχετικό κατάλογο στο Διευθυντή Αρχαιοτήτων. Το Δικαστήριο του επέβαλε χρηματική ποινή και δήμευση των αρχαίων αυτών νομισμάτων. Μετά την επιβολή ποινής και εκκρεμούσης της έφεσης, εκδικάστηκε άλλη υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα με αντικείμενο κατηγορία για είσοδο σε ξένη περιουσία με σκοπό να ενοχλήσει τον κάτοχό της. Η ξένη αυτή περιουσία ήταν η ίδια με την ακίνητη περιουσία, διαμέρισμα, εντός της οποίας ανευρέθηκαν τα πιο πάνω αρχαία νομίσματα. Ο Εφεσείων αθωώθηκε στην κατηγορία της παράνομης εισόδου, αφού το εκδικάσαν δικαστήριο διαπίστωσε, από τη μαρτυρία της ίδιας της Κατηγορούσας Αρχής, πως αυτός είχε νόμιμη κατοχή του διαμερίσματος, για το οποίο κρατούσε και κλειδί. Τα νομίσματα ανευρέθησαν κατόπιν έρευνας η οποία έγινε με τη γραπτή συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας στο προαναφερθέν διαμέρισμα, η οποία συγκατάθεση δόθηκε για εξιχνίαση άλλου αδικήματος και χωρίς την έκδοση από το δικαστήριο εντάλματος έρευνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, και με δεδομένη πλέον την κρίση του δικαστηρίου πως ο Εφεσείων είχε νόμιμη κατοχή του διαμερίσματος, η έρευνα η οποία έγινε στο διαμέρισμα και αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο εντοπισμός των αρχαίων νομισμάτων ήταν παράνομη. Το προϊόν της, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κατηγορίας εναντίον του Εφεσείοντα. Υπό το πρίσμα αυτών των αδιαμφισβήτητων δεδομένων, έστω και αν παραδέχθηκε τη σχετική κατηγορία ο Ευαγγέλου, το Εφετείο κατέληξε ότι η έρευνα ήταν παράνομη και τα ανευρεθέντα νομίσματα δεν ήταν επιτρεπτό να στοιχειοθετήσουν κατηγορία. Ενόψει αυτών η καταδίκη του Εφεσείοντα-Ευαγγέλου παραμερίστηκε.
Προέβαλλε λοιπόν ως κυρίαρχο στοιχείο στην Ευαγγέλου η διαπίστωση, στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας που μεσολάβησε, ότι ο τότε Εφεσείων είχε νόμιμη κατοχή του διαμερίσματος όπου τα νομίσματα ανευρέθηκαν κατόπιν έρευνας η οποία έγινε με γραπτή συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας. Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώθηκε δικαστικά το παράνομο της έρευνας. Αντίθετα, στην παρούσα περίπτωση τα όσα επικαλείται ο Εφεσείων περί παράνομης έρευνας και παρουσίασης στο Δικαστήριο του προϊόντος αυτής, παραμένουν δικοί του ισχυρισμοί και μόνο. Ισχυρισμοί τους οποίους όφειλε να είχε θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας κατά πόσο υπήρξε παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος και, κατά συνέπεια, να μη γίνουν αποδεκτά τα αποτελέσματα της παραβίασης, στην προκείμενη περίπτωση η προσαγωγή ως μαρτυρίας του υλικού παράνομης έρευνας.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης εδράζεται στη θέση του Εφεσείοντα ότι για την τέλεση του αδικήματος που περιγράφεται στο άρθρο 341 του Κεφ. 154 θα πρέπει να ενυπάρχουν όχι μόνο ψευδείς αλλά και δόλιες παραστάσεις. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι δεν τεκμηριώθηκε το στοιχείο του δόλου και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για αδίκημα άγνωστο στο νόμο, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 12.1 του Συντάγματος και της αρχής «nullum detictum, nulla poena sine lege».
Δεν εντοπίζουμε, με όλο το σεβασμό, βάση στήριξης ούτε αυτού του λόγου έφεσης. Ο Εφεσείων παραβλέπει το ουσιαστικό δεδομένο ότι με δική του παραδοχή στοιχειοθετήθηκε η συνδρομή της δόλιας παράστασης, όπως του αποδιδόταν στις λεπτομέρειες των αδικημάτων στα οποία και βρέθηκε ένοχος μετά την αλλαγή απάντησης.
Το παράπονο του Εφεσείοντα που καλύπτει τον έκτο λόγο έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, υπό το φως των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης, το άρθρο 8 του Κεφ. 154 το οποίο έχει ως ακολούθως:
«8. A person is not criminally responsible in respect of an offence relating to property, if the act done or omitted to be done by him with respect to the property was done in the exercise of an honest claim or right and without intention to defraud.»
Είναι κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων ήταν ο αποκλειστικός κληρονόμος και δικαιούχος της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του. Ηταν, περαιτέρω, και διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποδεχόμενου τη θέση της πλευράς του Εφεσείοντα, ότι αυτός «δεν αποκόμισε ουσιαστικά κάποιο επιπλέον όφελος από αυτό που θα ήταν ούτως ή άλλως το αποτέλεσμα εάν ακολουθείτο η νενομισμένη οδός για τις μεταβιβάσεις μετά θανάτου των ιδιοκτητών των ακινήτων». Σε αυτά τα δεδομένα εδράζεται ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης.
Το άρθρο 8 του Κεφ. 154 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Τα γεγονότα της υπόθεσης Karoullas & Markoullis Estates Ltd κα ν. Χαραλαμπίδη κα (2002) 2 ΑΑΔ 231, που παρέθεσε ο Εφεσείων είναι διαφορετικά. Ηταν αδιαμφισβήτητη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πιο πάνω υπόθεση, πως η ποινική υπόθεση θεμελιωνόταν σε γεγονότα που αποδείκνυαν συνοριακή διαφορά. Η καθαρή αυτή διαπίστωση και το καλόπιστο της ανέγερσης οικοδομής σε διαφιλονικούμενο τμήμα το οποίο κατείχετο μεν από τους ιδιοκτήτες ενός τεμαχίου, αλλά ανήκε στους ιδιοκτήτες του όμορου τεμαχίου, οι οποίοι και ανήγειραν την οικοδομή, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι τελευταίοι δεν υπείχαν οποιαδήποτε ποινική ευθύνη, κατ΄ εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 8 του Κεφ. 154.
Στην προκείμενη περίπτωση ο Εφεσείων παραβλέπει ότι παρακάμπτοντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες μεταβίβασης και ενεργώντας με ψευδείς παραστάσεις αλλά, όπως και παραδέχθηκε, και με πρόθεση καταδολίευσης, προκάλεσε την εκτέλεση εγγράφων, με αποτέλεσμα τη μεταβίβαση συμφερόντων και κτημάτων, αρχικά στον αποβιώσαντα πατέρα του και αργότερα επ΄ ονόματί του.
Όπως ήδη λέχθηκε ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην αμφισβήτηση της ορθότητας επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής. Είναι η σχετική εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης δεν ήταν υπό τις συνθήκες η αρμόζουσα, αφού, όπως θέτει, εντοπίζεται πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής και ουσιώδης απόκλιση από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ιδιαίτερη έμφαση προς στήριξη του εξεταζόμενου λόγου έφεσης δόθηκε στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα και στο γεγονός ότι αυτός δεν αποκόμισε οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος από την παράνομη συμπεριφορά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την συντρέχουσα ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή, έλαβε αφενός υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων και αφετέρου προσμέτρησε προς όφελος του Εφεσείοντα σειρά μετριαστικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων το χρόνο που παρήλθε από της διάπραξης των αδικημάτων, το λευκό του ποινικό μητρώο, την παραδοχή που μεσολάβησε και τις πιθανές συνέπειες της ποινής στην εργασία του. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν αποκόμισε ουσιαστικά κάποιο επιπλέον όφελος από αυτό που θα ήταν ούτως ή άλλως το αποτέλεσμα εάν ακολουθείτο η νενομισμένη οδός για τις μεταβιβάσεις.
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασής μας στην επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή. Η επιλογή ποινής φυλάκισης ήταν η ενδεικνυόμενη και, ορθά, η επιείκεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξαντλήθηκε στην έκτασή της. Για τα ποινικά αδικήματα στα οποία ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και δέκα χρόνια, στοιχείο ενδεικτικό της σοβαρότητας που τα καλύπτει. Η έκνομη αυτή συμπεριφορά είναι απόλυτα θεμιτό να αντιμετωπίζεται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη, συνιστά μεν μετριαστικό παράγοντα, δεν εξουδετερώνει όμως την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι παράνομες ενέργειές του ενείχαν το στίγμα του προσχεδιασμού και έλαβαν χώραν κατ΄ επανάληψη. Δεν πρέπει να διαφεύγει επίσης ότι η εξαπάτηση των Αρχών και η παραβίαση των θεσμοθετημένων διαδικασιών, θέτουν σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο την ασφάλεια των συναλλαγών και των δικαιωμάτων άλλων προσώπων, αλλά και γενικότερα τα συμφέροντα της Πολιτείας, στοιχείο που δεν πρέπει να παραβλέπεται.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.